Στην Περσία υπήρχε ένα µεγάλο πρόγραµµα ανάπτυξης υποδοµών που είχε ξεκινήσει το 1930 από τον Σάχη Ρεζά Σαχ Παχλαβί (1925-1941), όπως ο παν-ιρανικός σιδηρόδροµος (Trans-Iranian Railway) που µόνο η γερµανική βιοµηχανία φαινόταν πρόθυµη και ήταν σε θέση να διευκολύνει.
Έτσι πολλοί Γερµανοί µηχανικοί, τεχνικοί, αρχιτέκτονες κατέφυγαν εκεί θεωρώντας ότι θα υπήρχαν ευκαιρίες για τους ίδιους. Σύντοµα το πρώτο αυτό µεταναστευτικό κύµα ακολούθησαν κάθε είδους έµποροι και πωλητές αντικειµένων κορυφαίας ποιότητας.
Όλοι αυτοί εγκαταστάθηκαν σε πόλεις κατά κύριο λόγο, ακόµη όµως και σε αγροτικές περιοχές, συµπεριλαµβανοµένων εδαφών όπου διαβιούσαν νοµάδες, δηµιουργώντας τελικά µια µεγάλη γερµανική οµογενειακή κοινότητα.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, η Γερµανία, µέσω των οµογενών της, είχε σταδιακά επεκτείνει τον έλεγχό της σε πολλούς τοµείς της Περσίας, συµπεριλαµβανοµένης της οικονοµίας.
Αυτό δηµιούργησε ένα πολιτικό προγεφύρωµα έτοιµο να τεθεί σε δράση εάν ξεσπούσε πόλεµος στο εγγύς µέλλον. Από το 1933 και µετά µε την άνοδο του Αδόλφου Χίτλερ στην εξουσία, τα γερµανικά στρατηγικά συµφέροντα για τις περσικές κυρίως πρώτες ύλες εντάθηκαν.
Την γερµανική κοινότητα στην Περσία σύντοµα πλαισίωσε και ένα σώµα «τακτικών και µυστικών πρακτόρων για τη συλλογή πληροφοριών και τη δηµιουργία επαφών και δικτύων, ως προετοιµασία για πόλεµο, εισβολή και κατοχή» της χώρας.
Ποιο ήταν αυτό;
Μια εισβολή και κατοχή της Περσίας και του Ιράκ από τον Βορρά, των γερµανικών δυνάµεων δηλαδή από την ΕΣΣ∆, (µέσω Αζερµπαϊτζάν) ανατολικά µέσω Τουρκίας και από τη Βόρεια Αφρική.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης -που υποτίθεται ότι ήταν µόνο θέµα χρόνου για τους Γερµανούς – οι δυνάµεις εισβολής του βορρά θα συνδέονταν µε το Αφρικανικό Σώµα του Ρόµελ σε µια γιγαντιαία κίνηση-λαβίδα και θα συνέχιζαν νότια προς το Αµπαντάν και τη Βασόρα και πιο πέρα, πέρα από τον Κόλπο για το Μπαχρέιν και βαθιά στην αραβική χερσόνησο, στην αδιάκοπη αναζήτηση της Γερµανίας για πετρέλαιο.
Το µερίδιο της Γερµανίας στην παγκόσµια παραγωγή πετρελαίου ήταν µόνο 1%. Η κατάκτηση της Μέσης Ανατολής θα το αύξανε στο 17%.
Στο ερώτηµα αν η παρουσία Γερµανών πολιτών στο Ιράν ήταν µια αυτοσχέδια ενέργεια που συνέβη για τους λόγους που προαναφέρθηκαν ή όντως επρόκειτο για ένα προσεκτικά καταστρωµένο σχέδιο από τους Ναζί δεν µπορεί να δοθεί απάντηση.
Ωστόσο, αυτό που γνωρίζουµε µε βεβαιότητα είναι ότι υπήρξε (και πως θα µπορούσε να γίνει αλλιώς άλλωστε) σαφής επιρροή του Ναζιστικού Κόµµατος στους Γερµανούς οµογενείς στην Περσία, επιρροή που πέρασε και στους ίδιους του Ιρανούς οι οποίοι έβλεπαν µε µια γενική συµπάθεια την Γερµανία.
Μέχρι τον ∆εκέµβριο του 1937, η γερµανική παροικία της Περσίας είχε εξελιχθεί σε σηµείο που ο Μπάλντουρ φον Σίραχ (1907-1974), ο επικεφαλής του Κόµµατος Νεολαίας του Χίτλερ (Hitlerjugend), σχεδίαζε να επισκεφθεί την χώρα για να ιδρύσει ένα ναζιστικό κίνηµα νεολαίας.
Το πόσοι Γερµανοί εγκαταστάθηκαν στην Περσία από τις αρχές της δεκαετίας του ΄30 έως τις αρχές του 1941 είναι δύσκολο να εκτιµηθεί.
Με ότι πληροφορίες υπάρχουν αυτοί πρέπει να κυµαίνονταν µεταξύ 2.000 και 6.500, µε πιθανότερο τους 2.000.
Παράλληλα µε τις εµπορικές τους δραστηριότητες, πολλοί από τους Γερανούς λειτουργούσαν ως µυστικοί πράκτορες για τη συλλογή στρατηγικών και τακτικών πληροφοριών την προετοιµασία για την εισβολή και κατοχή της Περσίας.
Πολλοί από αυτούς ήταν αναµφίβολα «επαγγελµατίες» πράκτορες πληροφοριών που λειτουργούσαν υπό διπλωµατική κάλυψη ως ακόλουθοι και πρόξενοι ή υπό εµπορική κάλυψη ως επιχειρηµατίες και δηµοσιογράφοι. Κάποιοι πράκτορες υποδύθηκαν ακόµη και τους τουρίστες.
Μετά το ξέσπασµα του Β΄ΠΠ πολέµου και µεταξύ Σεπτεµβρίου 1939 και Ιουνίου 1941, η Γερµανία και η Ρωσία θεωρούνταν σύµµαχοι, βάσει της συµφωνίας Ρίµπεντροπ-Μολότοφ. Κατά συνέπεια, πολλοί Πέρσες σκέφτηκαν ότι, υποστηρίζοντας τη γερµανική υπόθεση, θα µπορούσαν να κατευνάσουν ταυτόχρονα τον παλιό τους εχθρό, τη Ρωσία, την οποία πραγµατικά φοβόντουσαν πολύ περισσότερο από τους «ύπουλους» Βρετανούς, όπως έλεγαν. Ωστόσο, ο Χίτλερ εξέπληξε τον κόσµο επιτιθέµενος στον Στάλιν στις 22 Ιουνίου 1941.
Ξαφνικά τα πράγµατα ανατράπηκαν: Οι Πέρσες που ήταν υπέρ του Χίτλερ βρήκαν τώρα τους Ρώσους ως αντίπαλους τους φοβούµενοι ότι η παρουσία χιλιάδων Γερµανών στο έδαφός τους θα τους έκανε στόχους της Μόσχας.
Η ζωή στην Περσία για τους Γερµανούς, κατάσκοπους και µη, είχε γίνει ξαφνικά µια σοβαρά επικίνδυνη υπόθεση. Σαφώς, ο Στάλιν δεν θα ανεχόταν για πολύ µια τέτοια κατάσταση, µιας Τεχεράνης να επηρεάζεται από το Βερολίνο στο µαλακό υπογάστριο της αχανούς χώρας του.
Η βρετανο-σοβιειτκή εισβολή
Έτσι, στις 25 Αυγούστου 1941, ξεκινά η επιχείρηση κατάληψης του Ιράν από 19.000 Βρετανούς και Ινδούς στρατιώτες και 40.000 Σοβιετικούς.
Να σηµειωθεί ότι η επιχείρηση, η οποία -όπως αποδείχθηκε- δεν είχε στρατιωτικό ρίσκο, διεξήχθη για τους Σοβιετικούς σε µια περίοδο όπου ο γερµανικός Στρατός περικύκλωνε το Λένινγκραντ και ξεκινούσε η µάχη του Κιέβου που κατέληξε στην µεγαλύτερη περικύκλωση και καταστροφή στρατιωτικού σχηµατισµού στην ιστορία, µε την διάλυση του συνόλου του νοτιοδυτικού Μετώπου του σοβιετικού Στρατού µε απώλειες σχεδόν 700.000 στρατιωτών.
Παρ΄όλα αυτά µπορούσε άνετα να διαθέσει 40.000 στρατιώτες µαζί µε άρµατα µάχης και πυροβολικό για την κατάληψη της Περσίας.
Απέναντί τους ήταν περσικές δυνάµεις που αριθµούσαν πάνω από 125.000 προσωπικό. Μέσα σε πέντε ηµέρες οι συµµαχικοί Στρατοί είχαν συνδεθεί σε δύο τοποθεσίες και οι εχθροπραξίες γενικά σταµάτησαν.
Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε η «απογερµανοποίηση» της Περσίας.
Όλα τα γυναικόπαιδα και οι διπλωµάτες επαναπατρίστηκαν στη Γερµανία, 494 εναποµείναντες Γερµανοί χωρίς διπλωµατικό καθεστώς φυλακίστηκαν και στη συνέχεια µεταφέρθηκαν στη Νότια Αυστραλία, όπου και παρέµειναν µέχρι το τέλος του πόλεµου.
Στη συνέχεια άλλοι επέστρεψαν στην Γερµανία και άλλοι επέλεξαν να µείνουν µόνιµα στην Αυστραλία. Υπήρξαν και άλλοι βέβαια που συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς, αλλά κανείς ποτέ δεν έµαθε τι απέγιναν.
Η Τεχεράνη έγινε αµέσως το αρχηγείο διάφορων συµµαχικών σχηµατισµών πληροφοριών, αντικατασκοπείας και ασφάλειας, όπως το Βρετανικό Γραφείο Άµυνας Ασφαλείας (το οποίο ήταν ουσιαστικά «υποκατάστηµα» της MI5), το Τµήµα ∆ιασύνδεσης Υπηρεσιών (το οποίο ήταν η υπερπόντια επέκταση της MI6) και το Τµήµα Ειδικών Επιχειρήσεων (υπεύθυνο για προπαγάνδα και αντικατασκοπεία).
Μέχρι τα τέλη του 1941, ό,τι είχε αποµείνει από το γερµανικό κατασκοπευτικό δίκτυο στην Περσία ήταν… τρία άτοµα. ∆ύο υπολοχαγοί της υπηρεσίας Ασφαλείας (SD) των SS οι Ρόµαν Γκαµόθα και Φραντς Μάγερ και ένας ταγµατάρχης της υπηρεσίας πληροφοριών της Abwehr ο Σούλτσε Χόλθους και η σύζυγός του.
Με τη βοήθεια Περσών που είχαν καλλιεργήσει έντονα φιλογερµανικά αισθήµατα κυρίως από την εισβολή των Σοβιετικών και των Βρετανών και µετά οι τέσσερίς τους πέρασαν στην παρανοµία και έγιναν φυγάδες όταν έφτασαν οι Σύµµαχοι.
Ροµάν Γκαµόθα
Ο Ροµάν Γκαµόθα ήταν ένας αξιωµατικός των Waffen-SS: Βιεννέζος Αυστριακός, ουκρανικής καταγωγής, µιλούσε άπταιστα ρωσικά και ήταν ειδικός στην Σοβιετική Ένωση.
Πριν από την εισβολή των Συµµάχων, αφού προειδοποιήθηκε από έναν έµπειρο Γερµανό πράκτορα ότι η ανάµειξη µε τις νότιες φυλές της Περσίας ήταν µια επικίνδυνη επιχείρηση, ο Γκαµόθα ειδικεύτηκε στις αρµενικές και αζερικές υποθέσεις και περιόρισε τις δραστηριότητές του στις βόρειες επαρχίες.
Λίγες εβδοµάδες µετά την εισβολή, αποφάσισε να εγκαταλείψει την Τεχεράνη και να κατευθυνθεί προς τη σοβιετική ζώνη. ∆εν θα ξαναβγεί στην επιφάνεια παρά µόνο δύο χρόνια αργότερα δραπετεύοντας από την σοβιετική αιχµαλωσία και επιστρέφοντας στην Γερµανία, µέσω Τουρκίας και Βουλγαρίας πίσω στο Βερολίνο.
Εκεί τον υποδέχθηκαν ως ήρωα πολέµου, παρασηµοφορήθηκε µε τον Σιδηρούν Σταυρό Α’ Τάξεως και προήχθη σε λοχαγό. Τα πράγµατα δεν ήταν όµως έτσι όπως φαίνονταν.
Κανείς στο Βερολίνο δεν γνώριζε ότι η ισχυριζόµενη «απόδρασή» του από τη σοβιετική ζώνη της Περσίας δεν ήταν τίποτα άλλο από µια καλά στηµένη ιστορία.
Στην πραγµατικότητα, ο Γκαµόθα είχε γίνει κατάσκοπος των Σοβιετικών οι οποίοι κατάφεραν να τον «φυτέψουν» στην καρδιά της ∆ιεύθυνσης Ασφαλείας του Ράιχ στο Βερολίνο. Πέρασε το υπόλοιπο του πολέµου κάνοντας ό,τι µπορούσε για να σαµποτάρει ότι σχέδια υπήρχαν για την Περσία.
Υπεξαίρεσε επίσης τεράστια χρηµατικά ποσά που προορίζονταν για επιχειρήσεις SS στο εξωτερικό, χρησιµοποιώντας τα για να χρηµατοδοτήσει τις δικές του επιχειρήσεις, που περιελάµβαναν λαθρεµπόριο κάθε είδους από τη Βιέννη µέχρι το Άµστερνταµ και από το Παρίσι µέχρι τη Μαδρίτη.
Το 1945, «αποστάτησε», δηλαδή επέστρεψε στην ΕΣΣ∆ και µετά τον πόλεµο εργάστηκε για τη σοβιετική υπηρεσία πληροφοριών, κυρίως στη Μέση Ανατολή, έως ότου η σοβιετική ηγεσία τον έκρινε ως «βαρίδι» ή δεν τον εµπιστευόταν πλέον και τον «εκκαθάρισε» το 1952. Ήταν 35 ετών.
Φραντς Μάγερ
Ο δεύτερος κατάσκοπος, ο Βαυαρός Φραντς Μάγερ, ήταν ένας άνθρωπος, που είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει ολόκληρο το µέλλον της Μέσης Ανατολής, εάν τα πράγµατα εξελίσσονταν διαφορετικά για τη Γερµανία τόσο στο ρωσικό µέτωπο όσο και στη Βόρεια Αφρική.
Αν και τελικά απέτυχε, ο Μάγερ έφτασε πολύ πιο κοντά από τους δύο συµπατριώτες του στο να παίξει έναν αποτελεσµατικό ρόλο ως αξιωµατικός των πληροφοριών των SS στην Περσία. Μόνος και φυγάς, ανίκανος να επικοινωνήσει µε τον Γκαµόθα ή το Βερολίνο, κρύφτηκε για έξι µήνες σε ένα αρµενικό νεκροταφείο στα περίχωρα της Τεχεράνης και εµφανίστηκε στις αρχές του 1942 ως Πέρσης τεχνίτης.
Σχεδόν µόνος του, και σε ένα τροµερά ξένο περιβάλλον, χωρίς κεφάλαια από το Βερολίνο ή οδηγίες και µε περιορισµένες γλωσσικές δεξιότητες, κατάφερε τον Ιούλιο του 1942, να δηµιουργήσει, οργανώσει και ελέγξει ένα πανπερσικό ανατρεπτικό κίνηµα που ονοµάστηκε «Hizb-i-Melliun».
Σε λίγους µήνες, ο Μάγερ κατάφερε να δηµιουργήσει µια ενεργή «πέµπτη φάλαγγα», συνενώνοντας όλες τις κατακερµατισµένες αντιρωσικές και αντιβρετανικές φατρίες και οµάδες αντιφρονούντων σε όλη την Περσία, οι οποίες περνούσαν τον περισσότερο χρόνο σε µεταξύ τους φιλονικίες και χωρίς να είχαν πετύχει τίποτα το ουσιαστικό.
Ο ίδιος ο Μάγερ περιέγραψε το Hizb-i-Melliun όχι ως ένα πολιτικό κόµµα αλλά ως ένα «κέντρο αντίστασης».
∆ίπλα του ήταν µόνο τρία άτοµα: ο επικεφαλής του οργανωτικού Μαχάµαντ Βαζίρι (ο οποίος αργότερα έγινε κατάσκοπος της KGB), η ζωηρή και κατά το ήµισυ Γερµανίδα αρραβωνιαστικιά του Λίλη Σαντζάρι και ο βουλευτής της ιρανικής Βουλής (Majlis) Χαµπντουλάχ Ναουµπάχτ.
Η υποστήριξη στο Hizb-i-Melliun προερχόταν από άτοµα µε επιρροή: ανώτεροι αξιωµατικοί του στρατού, υπουργοί, βουλευτές της Majlis, την αστυνοµία, τη χωροφυλακή, ανώτερους δηµόσιους υπαλλήλους και ανώτερους κληρικούς όπως ο Αµπόλ Κασανί, τον οποίο οι βρετανικές αρχές ασφαλείας θεωρούσαν έναν από τους πιο επικίνδυνους άντρες στην Περσία.
Είναι αξιοσηµείωτο ότι ο Μάγερ ο οποίος δεν είχε εκπαίδευση ως αξιωµατικός του επιτελείου, είχε αναπτύξει ένα σχέδιο επτά σηµείων για την υποτιθέµενη εισβολή στο Ιράν και τη βίαιη αφοµοίωση της Περσίας στην «µεγάλη γερµανική Αυτοκρατορία» που οραµατιζόταν ο ίδιος.
Ένα όραµα που κρατούσε κρυφό από τους Πέρσες συνεργάτες του βέβαια. Από την αρχή όµως τα πράγµατα δεν πήγαν καλά. Οι ίντριγκες και οι εσωτερικές διαµάχες µεταξύ των διαφορετικών συστατικών οµάδων ήταν αδιάκοπες και κατανάλωναν µεγάλο µέρος του χρόνου και της ενέργειας του Μάγερ.
Στις 2 Νοεµβρίου 1942, οι βρετανικές µυστικές υπηρεσίες πραγµατοποίησαν έφοδο στο σπίτι του Μάγερ στο Ισφαχάν και ανακάλυψαν όλα τα έγγραφα και τα ηµερολόγια του, τα οποία αποκάλυπταν και µε κάθε λεπτοµέρεια τις δραστηριότητές του.
Παρά τον άψογο επαγγελµατισµό του, ο Μάγερ ήταν µάλλον ψυχαναγκαστικός τα σηµείωνε όλα στο χαρτί και δεν πέταξε ποτέ τίποτα. Μετά την επιδροµή, ο ίδιος διέφυγε στην Τεχεράνη όπου και παρέµεινε κρυµµένος για εννέα µήνες. Η επιρροή του όµως και η επιχειρησιακή του ικανότητα είχαν δεχτεί ένα καταστρεπτικό πλήγµα.
Με βάση τα αποδεικτικά στοιχεία, η βρετανική ασφάλεια πραγµατοποίησε ορισµένες σηµαντικές συλλήψεις, αλλά σοφά αποφάσισε να µην επιδοθεί σε µαζι8κές συλλήψεις σε όλο το Ιράν. Αφενός γιατί έτσι µπορεί να ενέτεινε τα αντιβρετανικά ιρανικά αισθήµατα αφετέρου γιατί δεν ήταν ανάγκη.
Αυτό γιατί επέλεξε να διαδώσει την είδηση της γκάφας του Μάγερ και σταδιακά να υπονοµεύσει το ηθικό των Περσών συνεργών του. Σύντοµα συνειδητοποίησαν ότι τα κατασχεθέντα έγγραφα τους ενοχοποιούσαν και ότι, ως εκ τούτου, έπρεπε να επανεξετάσουν την στάση τους, όπως και έκαναν.
Σαν να µην έφτανε αυτό ένα µήνα περίπου αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1942, η 6η Στρατιά του Φον Πάουλους παραδόθηκε µε «κρότο» στο Στάλινγκραντ. Ξαφνικά, δεν θα υπήρχε πια γερµανική εισβολή στην Περσία και το Melliun του Μάγερ είχε καταστεί περιττό.
Το 1943, µετά το Περλ Χάρµπορ και το Στάλινγκραντ, οι προτεραιότητες του Βερολίνου άλλαξαν και ο σχεδιασµός επικεντρώθηκε σε επιχειρήσεις δολιοφθοράς, κυρίως λόγω της ύπαρξης του λεγόµενου «περσικού διαδρόµου» της ροής δηλαδή αµερικανικών όπλων στην ΕΣΣ∆ µέσω του Ιράν.
Παρατηρώντας το προφανές σηµείο καµπής στη νότια ΕΣΣ∆, πολλοί πρώην φιλοναζιστές Πέρσες εξέτασαν τις επιλογές τους και άλλαξαν πλευρά.
Με όλο και περισσότερους πληροφοριοδότες να εργάζονται τώρα για τη βρετανική υπηρεσία ασφάλειας, και µε πράκτορες σε κάθε γωνιά του δρόµου και σε κάθε καφέ ή νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, ο Μάγερ δεν τολµούσε να βγει ούτε από το δωµάτιό του.
Παρακάλεσε έτσι το Βερολίνο για χρήµατα και έναν ικανό ασυρµατιστή. Αντίθετα, τον Μάρτιο του 1943, το Βερολίνο του έστειλε µια ολόκληρη οµάδα αλεξιπτωτιστών των Waffen-SS (Επιχείρηση François τεύχος «Σ» 338), αποφασισµένοι να προκαλέσουν χάος και καταστροφή.
Όπως είχαµε αναφέρει και στο σχετικό άρθρο η οµάδα αποδείχθηκε ανεκπαίδευτη, απείθαρχη και τεχνικά ανίκανη.
Όλη η οµάδα των SS ανακαλύφθηκε και συνελήφθη από τις βρετανικές δυνάµεις ασφαλείας τον Αύγουστο του 1943, πριν προλάβουν να αναλάβουν ειδικές επιχειρήσεις.
Ο Μάγερ επίσης συνελήφθη και κατόπιν πολυήµερης ανάκρισης συνεργάστηκε πλήρως µε τη βρετανική ασφάλεια, παρείχε πολύτιµες πληροφορίες και στη συνέχεια µεταφέρθηκε στην Παλαιστίνη.
Οι βρετανικές µυστικές υπηρεσίες άντλησαν ανεκτίµητες γνώσεις από τον απογοητευµένο Μάγερ για την οργάνωση και τις επιχειρήσεις της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS, για τις οποίες στην πραγµατικότητα γνώριζαν πολύ λίγα εκείνη την εποχή.
Μετά τον πόλεµο, η MI6 σκέφτηκε σοβαρά να χρησιµοποιήσει τον Μάγερ ως πράκτορα κατά των Σοβιετικών, αλλά η ιδέα δεν υλοποιήθηκε τελικά.
Στα τέλη του 1949, είχε αλλάξει το όνοµά του σε Πίτερ Στούντερ Μάγερ και συµµετείχε στη στρατολόγηση πρώην αξιωµατικών των SS για το καθεστώς Νάσερ στην Αίγυπτο. Φαίνεται ότι τελικά έκανε µια περιουσία από εµπορικές συναλλαγές όπλων, πιθανώς µε τη συνεννόηση της δυτικογερµανικής κυβέρνησης, δίνοντάς του τη δυνατότητα να δηµιουργήσει µια εταιρεία εξαγωγών µε έδρα το Αµβούργο µε την επωνυµία Terramar GmbH, η οποία εξακολουθεί να λειτουργεί και σήµερα. Το πότε και που πέθανε πάντως δεν έχει γίνει µέχρι σήµερα γνωστό.
Σούλτσε Χόλθους
Σε αντίθεση µε τους Γκαµόθα και Μάγερ ο τρίτος κατάσκοπος ο Χόλθους δεν έτρεφε καµιά συµπάθεια για τους ναζί καθώς ήταν Πρώσος της παλαιάς σχολής: εργαζόµενος για τον κλάδο των πληροφοριών της Luftawaffe στην Abwehr I Luft του Ναυάρχου Φον Κανάρις.
Επρόκειτο για 47χρονο βετεράνο των χαρακωµάτων του Α΄ΠΠ και αργότερα διακεκριµένο δικηγόρο στη Λειψία. Αυτό που είναι περίεργο είναι ότι, παρόλο που είχε διπλωµατική κάλυψη για τις κατασκοπευτικές του δραστηριότητες ως Γερµανός βοηθός προξένου στην Ταµπρίζ αυτός και η σύζυγός του Γερτρούδη επέλεξαν να µην επαναπατριστούν στη Γερµανία τον Σεπτέµβριο του 1941, όπως ήταν δικαίωµά τους, ως διπλωµάτες. Αντίθετα, συνελήφθησαν από τους Βρετανούς. Στη συνέχεια προσπάθησαν να διαφύγουν στο Αφγανιστάν, αλλά συνελήφθησαν και πάλι και επέστρεψαν φρουρούµενοι στην Τεχεράνη, όµως κατά περίεργο τρόπο κατάφεραν να δραπετεύσουν ξανά και να κρυφτούν σε έναν πρώην οίκο ανοχής.
Ο Σούλτσε έφυγε από την κρυψώνα του στην Τεχεράνη τον Ιούνιο του 1942, µεταµφιεσµένος σε µουλά. Είχε ήδη στείλει τη γυναίκα του στη Γερµανία µε µηνύµατα για τους ανωτέρους του στην Abwehr και µια έκκληση για χρυσό, όπλα, ένα ραδιοποµπό και έναν ασυρµατιστή.
Μάλιστα λέγεται ότι η απόδραση της Γερτρούδη Χόλθους µέσω Τουρκίας, µέσα από τα απόκρηµνα βουνά στην καρδιά του χειµώνα, συνοδευόµενη και προστατευµένη από λαθρέµπορους οπίου, αξίζει από µόνη της ένα βιβλίο.
Μη βλέποντας µέλλον για τον εαυτό του στην Τεχεράνη αλλά επικείµενη σύλληψη, ο Σούλτσε προτίµησε να κατευθυνθεί νότια στην αποµακρυσµένη αλλά και σχετικά ασφαλή (από τους Βρετανούς) περιοχή της φυλής των Κασκάι κοντά στο Σιράζ.
Οι Κασκάι, που ήταν η πιο ισχυρή φυλή της χώρας, ήταν κατά του Σάχη Μοχαµάντ Ρεζά Παχλαβί (που είχε αντικαταστήσει τον πατέρα του Ρεζά Σαχ Παχλαβί µετά την εισβολή Σοβιετικών και Βρετανών) φιλογερµανοί, οπλισµένοι µέχρι τα δόντια και λίγο πολύ αυτόνοµοι.
Τον Ιούνιο του 1943, αφού το Βερολίνο επέλεξε να επικεντρωθεί σε πράξεις δολιοφθοράς του «περσικού διαδρόµου» πραγµατοποίησε µια δεύτερη αποστολή µετά από την «François».
Επρόκειτο για την αποστολή ANTON, (δεν έχει σχέση µε την επιχείρηση Anton της κατάληψης της Γαλλίας του Βισύ το 1942) η οποία είχε οργανωθεί εξολοκλήρου από την υπηρεσία πληροφοριών των SS και όχι από την Abwehr.
Όπως και η François έτσι και η ANTON ήταν µια πλήρης αποτυχία. Αποτελούµενη από τρία µόλις άτοµα τον Μάρτιν Κούρµις, έναν ψυχικά ασταθή φανατικό ναζί, και τους Κουρτ Πιβόνκα και Κούρτ Χάρµπερς (οι τελευταίοι χειριστές ασυρµάτου και όχι εκπαιδευµένοι σαµποτέρ) έπεσε µε αλεξίπτωτο στην περιοχή των Κασκάι περίπου 45 χλµ δυτικά του Σιράζ στις 17 Ιουλίου 1943.
Το κρίσιµο ήταν ότι δεν κατάφεραν να φέρουν µαζί τους το χρυσό και τα όπλα που είχε ζητήσει ο Σούλτσε για τη φυλή.
Ο Σούλτσε σχεδόν τρόµαξε από την ανικανότητα και την ακαταλληλότητα των ανδρών που του είχε στείλει το Βερολίνο. Ήταν επίσης εξαιρετικά αναστατωµένος που ήταν άνδρες των SS και όχι της Abwehr.
Όταν συνάντησε για πρώτη φορά τους τρεις νεαρούς άνδρες της αποστολής ANTON, οι οποίοι, όπως αναφέρει ο ίδιος στα αποµνηµονεύµατά του «δεν µπορούσαν καν να καβαλήσουν ούτε ένα άλογο», εξηγώντας ότι ήταν εξαιρετικά δύσπιστος για την ικανότητά τους να επιβιώσουν στην Περσία.
Στον Μάρτιν Κούρµις, τον αρχηγό τους, φέρεται να είπε: «Φαίνεται ασυνήθιστο… ότι η SD δεν προετοιµάζει καλύτερα τους ανθρώπους της για ένα άλµα κοµάντο στην Περσία.»
Και ο Κούρµις απάντησε: «Ω, µε συγχωρείτε. Είχαµε ειδική εκπαίδευση µε τον Ότο Σκορτσένυ… έχουµε εκπαιδευτεί πολύ καλά στην ανατίναξη αγωγών πετρελαίου και πετρελαιοπηγών». Αποδείχθηκε ότι δεν καµιά τέτοια εκπαίδευση.
Καθώς περνούσαν οι µήνες, και καθώς ο χρυσός και τα όπλα δεν φαίνονταν πουθενά και η οµάδα παρέµενε πρακτικά άπραγη η ηγεσία των Κασκάι άρχιζε να βλέπει την υπόθεση µε διαφορετικό µάτι και διάθεση.
Σε µια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από τον Άξονα και να αρχίσει την προσέγγισή της µε τους Συµµάχους, αποφάσισε να αποµακρύνει τους τέσσερις Γερµανούς (συµπεριλαµβανοµένου του Σούλτσε) από την επικράτειά της.
Έτσι τους µάζεψαν και τους µετέφεραν σε µια φυλακή σε ένα αποµακρυσµένο πύργο στους πρόποδες της οροσειράς του Kuh-e-Dinar, όπου τους φύλαγαν 30 ένοπλοι.
Το µέρος ήταν τόσο απρόσιτο που η διαφυγή ήταν αδύνατη, όπως και κάθε απόπειρα σύλληψης από τη βρετανική ασφάλεια, η οποία γνώριζε που ακριβώς βρίσκονταν.
Εκεί παρέµειναν για έξι µήνες ως «καλεσµένοι» των Κασκάι µεταξύ Σεπτεµβρίου 1943 και Μαρτίου 1944, χωρίς να κάνουν τίποτε άλλο παρά να παίζουν χαρτιά και να πίνουν πολύ µεγάλες ποσότητες Arak, (ενός τοπικού ποτού από σταφύλια και γλυκάνισο) και φυσικά µαλώνοντας µεταξύ τους µέχρι που η οµάδα έγινε εντελώς δυσλειτουργική.
Στις 23 Μαρτίου 1944 οι Κασκάι συµφώνησαν να παραδώσουν τους τέσσερις Γερµανούς στους Βρετανούς εξασφαλίζοντας συγκεκριµένα ανταλλάγµατα.
Παραδόξως, εννέα µήνες αργότερα, ο Σούλτσε βρέθηκε πίσω στη Γερµανία και στη συνέχεια ως αξιωµατικός πληροφοριών στο σταθµό του Abwehr της Βιέννης, αφού πρώτα προήχθη σε αντισυνταγµατάρχη.
Το πώς βρέθηκε στην Γερµανία δεν είχε σχέση µε τους Κασκάι αλλά ήταν το αποτέλεσµα µιας µοναδικής ανταλλαγής αιχµαλώτων πολέµου, της µόνης γνωστής ανταλλαγής σε επίπεδο κυβερνήσεων µεταξύ Γερµανίας και Συµµάχων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου.
Μετά την παράδοση της Γερµανίας το Μάιο του 1945 ο Σούλτσε εντοπίστηκε και συνελήφθη από τους Αµερικανούς αυτή τη φορά σε ένα σαλέ σκι κοντά στο Κίτσµπουελ στις Τιρολέζικες Άλπεις στις 23 Μαΐου 1945.
Μετά την προσωρινή κράτηση, του επετράπη να επιστρέψει στην οικογένειά του, στη δικηγορία και στην κανονική ζωή της µεσαίας τάξης, όσο κανονική βέβαια µπορεί να ήταν στα πρώτα χρόνια της µεταπολεµικής Γερµανίας.
Επίλογος
Από τις 13 συνολικά γερµανικές µυστικές ή όχι επιχειρήσεις που πραγµατοποιήθηκαν στην Περσία, καµία δεν πέτυχε.
Η θεµελιώδης αδυναµία όλων αυτών των επιχειρήσεων, συµπεριλαµβανοµένων και των αποστολών των Μάγερ και του Σούλτσε, ήταν ότι βασίζονταν αποκλειστικά στην ορµή των γερµανικών στρατιών στη νότια Ρωσία.
Όταν αυτή αντιστράφηκε κατά τη διάρκεια του χειµώνα του 1942-43, η γερµανική δραστηριότητα και οι επιχειρήσεις σαµποτάζ έγιναν µάταιες.
Όπως ο επικεφαλής της βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών ασφαλείας στην Τεχεράνη, ο αντισυνταγµατάρχης Τζο Σπένσερ το συνόψισε: «Για να το θέσω σύντοµα και στην καθοµιλουµένη, ο γερµανικός στρατός έχασε το τραίνο το 1942 και οι Γερµανοί πράκτορες το 1943».
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.