Ο Αμερικανός καθηγητής, Άντριου Στόφερ, σε μια νέα βιογραφία με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα, υποστηρίζει ήταν εθισμένος στο σεξ, στο ποτό και στα ναρκωτικά.
Ειδικότερα, σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα από την Daily Mail, o Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1788, σε κατάλυμα στο West End του Λονδίνου.
Η Σκωτσέζα μητέρα του, Κάθριν, είχε ερωτευτεί παράφορα, σαν ηρωίδα από μυθιστόρημα της Τζέιν Ώστιν, έναν τολμηρό άνδρα που είχε γνωρίσει στα μοντέρνα Assembly Rooms του Μπαθ.
Ο Τζον “Τρελός Τζακ” Μπάιρον, ο οποίος έψαχνε μια κληρονόμο για να παντρευτεί, δεν είχε κανένα πρόβλημα να παντρευτεί την παχουλή και ορφανή Κάθριν, που ήταν κληρονόμος ενός κτήματος του Αμπεντενσάιρ. Μέσα σε λίγα χρόνια είχε κατακτήσει ολόκληρη την περιουσία της, πριν πεθάνει στη Γαλλία το 1791.
Ο Μπάιρον θα σχολιάσει αργότερα ότι ο πατέρας του «φαινόταν γεννημένος για την καταστροφή του ίδιου του εαυτού του και του άλλου φύλου».
Μάλιστα, ο γιος της γεννήθηκε με παραμορφωμένο δεξί πόδι, το οποίο, παρά τα διάφορα επώδυνα σιδεράκια και τις μπότες που του επέβαλαν να φοράει, δεν μπόρεσε ποτέ να διορθωθεί. Σε ηλικία 10 ετών, ο Μπάιρον κληρονόμησε απροσδόκητα τον τίτλο και την περιουσία του θείου του και έγινε ο έκτος βαρόνος Μπάιρον του Ρότσντεϊλ.
Ενώ βρισκόταν στο Κέιμπριτζ, και όχι πλέον υπό το άγρυπνο μάτι της μητέρας του, ο Λόρδος Βύρωνας είχε ένα μεθυστικό ειδύλλιο με έναν νεαρό άνδρα, το οποίο περιέγραψε ως «βίαιο, αν και αγνό, έρωτα και πάθος».
Υπήρχαν επίσης πολλές γυναίκες, τόσες πολλές που έγραψε σε έναν φίλο του: «Είμαι θαμμένος σε μια άβυσσο αισθησιασμού». Μετά το πανεπιστήμιο, ο Μπάιρον ταξίδεψε στην Ελλάδα, μια χώρα που αγάπησε με πάθος.
Παρόλο που έγραψε ένα από τα πιο διάσημα ποιήματά του για μια όμορφη 12χρονη που γνώρισε εκεί, αναλώθηκε κυρίως σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης μιας με έναν όμορφο νεαρό άνδρα «με μπούκλες να κρέμονται στην αξιαγάπητη πλάτη του».
Το πρώτο μέρος ενός αφηγηματικού ποιήματος του Λόρδου Βύρωνα δημοσιεύτηκε με μεγάλη επιτυχία όταν ήταν 24 ετών.
Οι προβληματισμοί ενός κουρασμένου από τον κόσμο νεαρού ευγενή που ταξιδεύει στη Μεσόγειο, απογοητευμένος από τη ζωή του, που αναζητούσε την ευχαρίστηση, κατάφεραν να αποτυπώσουν με έξοχο τρόπο την επικρατούσα διάθεση απογοήτευσης και μελαγχολίας.
Οι θυελλώδεις σχέσεις του
Ο Λόρδος Βύρωνας, ο οποίος πάντα αισθανόταν ότι ήταν κάτι σαν παρείσακτος, ξαφνικά βρέθηκε να προσκαλείται σε όλα τα μεγαλοπρεπή σπίτια. Σύντομα ο ίδιος ενεπλάκη σε σκανδαλώδεις σχέσεις με δύο παντρεμένες γυναίκες. Η πρώτη ήταν με την ευμετάβλητη, απρόβλεπτη Λέιντι Καρολάιν Λαμπ, η οποία έγραψε αφού τον συνάντησε για πρώτη φορά: «Αυτό το χλωμό, όμορφο πρόσωπο είναι η μοίρα μου».
Αρχικά, ο Λόρδος Βύρωνας ήταν εξίσου ερωτευμένος μαζί της, παρόλο που κοιμόταν ταυτόχρονα με πολλές άλλες γυναίκες. Όταν η Λέιντι Καρολάιν Λαμπ αρνήθηκε να ορκιστεί ότι τον αγαπούσε περισσότερο από τον σύζυγό της, εκείνος εξερράγη και της είπε: «Θεέ μου, θα το πληρώσεις αυτό. Θα στύψω αυτή την πεισματάρα καρδούλα». Εκείνη προσπάθησε να τον μαχαιρώσει.
Μια ακόμη πιο περίπλοκη και επικίνδυνη εμπλοκή ήταν η σχέση του Βύρωνα με την ετεροθαλή αδελφή του, την Αυγούστα Λέι, κόρη του πατέρα του από τον πρώτο του γάμο. Η Αυγούστα Λέι ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη και μητέρα τριών παιδιών.
Ο Λόρδος Βύρωνας λάτρευε τον ευγενικό τρόπο της, αλλά ενθουσιάστηκε επίσης από τη σοκαριστικά παράνομη φύση της σχέσης τους, η οποία τροφοδοτούσε τη συγγραφή του.
Το ποίημα που έγραφε εκείνη την εποχή, ήταν γεμάτο από ελάχιστα συγκαλυμμένες αναφορές στην αιμομικτική τους σχέση: «Το καλό μου, η ενοχή μου, το καλό μου, ο καημός μου… Η λατρεμένη τρέλα της καρδιάς μου!».
Ο γάμος του
Κουρασμένος από όλα τα κουτσομπολιά της κοινωνίας γι’ αυτόν και παλεύοντας με την έλξη του προς τους άνδρες, ο Λόρδος Βύρωνας αποφάσισε ότι η απάντηση σε όλα του τα προβλήματα ήταν να παντρευτεί. Η νύφη που επέλεξε ήταν η Αναμπέλα Μιλμπάνκ – περιζήτητη και ταλαντούχα μαθηματικός, ο ίδιος την αποκαλούσε αστειευόμενος «πριγκίπισσα των παραλληλογράμμων».
Της είχε κάνει για πρώτη φορά πρόταση γάμου το 1812, αλλά η Αναμπέλα Μιλμπάνκ τον είχε απορρίψει. Δύο χρόνια αργότερα, τον δέχτηκε. Αυτό που δεν ήξερε, ήταν ότι την ίδια στιγμή που σχεδίαζε να την παντρευτεί, σκεφτόταν επίσης σοβαρά να το σκάσει με την ετεροθαλή αδελφή του, την Αυγούστα Λέι, παρόλο που κάτι τέτοιο θα κατέστρεφε και τους δύο στα μάτια της κοινωνίας. Εκείνη τη χρονιά, η Αυγούστα είχε γεννήσει μια κόρη, την Ελίζαμπεθ Μεντόρα – γενικά πιστεύεται ότι ο Λόρδος Βύρωνας ήταν ο πατέρας της.
Κλεισμένοι μαζί σε μια άμαξα, της έλεγε ότι ήταν ανόητη που τον παντρεύτηκε, της έλεγε ότι κληρονόμησε την οικογενειακή τρέλα των Μπάιρον και ότι τη λυπόταν. Παρά την τρομερή αυτή αρχή, ο μήνας του μέλιτος είχε μερική επιτυχία, τουλάχιστον στην κρεβατοκάμαρα, καθώς η Αναμπέλα Μιλμπάνκ είχε ανακαλύψει «ένα κυρίαρχο πάθος για σκανταλιές στην ιδιωτική ζωή», όπως είπε.
Άλλες φορές, όμως, ήταν δυστυχισμένοι μαζί. Το κύριο πρόβλημα ήταν η παρουσία στη ζωή τους της ετεροθαλούς αδελφής του Βύρωνα. Όταν η Αυγούστα Λέι έμενε μαζί τους, αυτή και ο Λόρδος Βύρωνας καθόντουσαν μέχρι αργά, γελούσαν και συζητούσαν.
Η σχέση τους τροφοδοτούσε τον εθισμό του Λόρδου Βύρωνα στο απαγορευμένο σεξ, και όταν η Αυγούστα ήταν κοντά του φαινόταν αποφασισμένος να ταπεινώσει τη γυναίκα του. Ξάπλωνε στον καναπέ και διέταζε τις δύο γυναίκες να τον αγκαλιάζουν εναλλάξ, συγκρίνοντας τις εκδηλώσεις στοργής τους.
Άλλες φορές καυχιόταν στην Αναμπέλα για τις «μοιχείες και τις ακολασίες του με ελεύθερες γυναίκες», χαρίζοντας κοσμήματα στις ερωμένες του και δίνοντας δώρα στη σύζυγό του.
Η Αναμπέλα Μιλμπάνκ ήταν έγκυος και, καθώς η γέννηση του μωρού πλησίαζε, οι τρομοκρατημένοι υπηρέτες την κρατούσαν κλειδωμένη στο δωμάτιό της για τη δική της ασφάλεια, αρνούμενοι να αφήσουν τον Λόρδο Βύρωνα να μείνει μόνος μαζί της.
Συχνά υπό την επήρρεια ουσιών, περιφερόταν στο σπίτι σπάζοντας έπιπλα, απαιτώντας να κάνει σεξ με τη γυναίκα του, πυροβολώντας με πιστόλια και απειλώντας με αυτοκτονία.
Εν μέσω αυτής της αναταραχής, η Αναμπέλα Μιλμπάνκγέννησε ένα υγιέστατο μωρό, την Άντα. Έναν μήνα αργότερα, η Αναμπέλα Μιλμπάνκ εγκατέλειψε οριστικά τον Λόρδο Βύρωνα, παίρνοντας μαζί της το μωρό.
Παραδόξως, ο Λόρδος Βύρωνας σοκαρίστηκε από την αναχώρησή της και την παρακάλεσε να επιστρέψει, αλλά εκείνη αρνήθηκε, αν και εξακολουθούσε να τον αγαπά.
Το ταξίδι στην Ελβετία
Ο Λόρδος Βύρωνας πήγε στην Ελβετία τον Ιούλιο του 1816, συναντήθηκε με τον ποιητή Σέλεϊ, τη μέλλουσα σύζυγό του Μέρι Γκόντγουιν και τη θετή αδελφή της Μέρι Κλερ Κλερμόν, η οποία είχε οργανώσει τη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών.
Ζηλεύοντας τη Μέρι Γκόντγουιν και τη σχέση της με τον Σέλεϊ, είχε αποφασίσει ότι ήθελε έναν δικό της ποιητή. Την ώρα που οριστικοποιούνταν ο χωρισμός του Λόρδου Βύρωνα με την Αναμπέλα Μίλμπανκ, η Μέρι Κλερ Κλερμόν τού είχε γράψει ξαφνικά.
Ο Λόρδος Βύρωνας συνήθως αγνοούσε τα δεκάδες γράμματα θαυμαστών που λάμβανε από ερωτευμένες γυναίκες, αλλά αυτό της Μέρι Κλερ Κλερμόν τού τράβηξε την προσοχή και συμφώνησε να τη συναντήσει σε ένα πανδοχείο έξω από το Λονδίνο.
Με όλη την αδιαφορία ενός ροκ σταρ που τον κυνηγάει μια γκρούπι, έγραψε σε έναν φίλο του: «Ποτέ δεν την αγάπησα ούτε προσποιήθηκα ότι την αγαπώ – αλλά ένας άντρας είναι άντρας – και αν μια 18χρονη κοπέλα έρχεται καμαρωτή σε σένα όλες τις ώρες, δεν υπάρχει παρά μόνο ένας τρόπος».
Η Μέρι Κλερ Κλερμόν έμεινε γρήγορα έγκυος και, γνωρίζοντας ότι ο Βύρων θα πήγαινε στη Γενεύη, ήταν αποφασισμένη να τον ακολουθήσει, αλλά αυτό δεν έγινε.
Ο Λόρδος Βύρωνας στην Ελλάδα
Το 1823, με την Ελληνική Επανάσταση σε εξέλιξη, ο Βύρων ήταν αποφασισμένος να πάει και να υποστηρίξει την προσπάθεια της χώρας να απελευθερωθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τότε που είχε ταξιδέψει εκεί ως νεαρός, η Ελλάδα αντιπροσώπευε γι’ αυτόν τη νεανικότητα και την αισιοδοξία.
Στην Ελλάδα, χρησιμοποίησε τον σημαντικό πλούτο του για να βοηθήσει τα θύματα του πολέμου, αν και η χρησιμότητά του στο στρατιωτικό μέτωπο ήταν περιορισμένη. Πέθανε τον Απρίλιο του 1824, στην πόλη του Μεσολογγίου, πιθανότατα από τις συνέπειες της ελονοσίας ή του ρευματικού πυρετού, σε ηλικία 36 ετών.
Τα τελευταία του λόγια στο τέλος της σύντομης, αλλά έντονα ταραχώδους ζωής του ήταν τα εξής: «Θέλω να κοιμηθώ τώρα».