Στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι τρόποι για να κερδίσει κάποιος αναγνωρισιμότητα ήταν πολλές φορές ανορθόδοξοι.
Κάποιοι ήταν και άκρως ριψοκίνδυνοι. Όπως αυτός που επέλεξε ένας Κρητικός, το μακρινό 1930, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ο Γιώργος Σταθάκης ήταν Έλληνας μετανάστης που ζούσε μόνιμα στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης και εργαζόταν ως σεφ.
Στόχος του ήταν να γίνει «talk of the town» και να βγάλει γρήγορο χρήμα για να εκδώσει ένα βιβλίο με μεταφυσικές εμπειρίες.
Το μέσο με το οποίο θα το πετύχαινε ήταν ένα… βαρέλι. Όχι όμως ένα κανονικό βαρέλι, αλλά μία τόσο μεγάλη και ισχυρή κυλινδρική κατασκευή που θα τον «φιλοξενούσε» και θα άντεχε στην πτώση από τους καταρράκτες του Νιαγάρα.
Το γεγονός ήταν ικανό να μαζέψει δημοσιογράφους και πλήθος κόσμου στο σημείο απ’ όπου θα έπεφτε ο Σταθάκης.
Οι καταρράκτες Horseshoe του Νιαγάρα δεν είναι οι υψηλότεροι, αλλά είναι οι πιο επιβλητικοί, ως οι πιο ογκώδεις στον κόσμο (κάθε δευτερόλεπτο πέφτουν στο ποτάμι 750.000 γαλόνια νερού) και προσελκύουν εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο.
Εκείνη την εποχή αρκετοί επίδοξοι κασκαντέρ ή μαθητευόμενοι μάγοι αναζήτουσαν δόξα από την αξία του… ηττημένου, αφήνοντας τα ορμητικά νερά του Νιαγάρα να τους παρασύρουν. Η επιβίωση και μόνο αρκούσε για να δουν τη φωτογραφία τους στις εφημερίδες. Δεν είχαν όμως όλες αυτές οι απόπειρες happy end.
Για το παράτολμο εγχείρημα του 46χρονου άνδρα χρειάστηκε ένα ειδικό βαρέλι κατασκευασμένο από ξύλο και ατσάλι, με μήκος 10 μέτρων και πλάτος 5 ποδιών. Ο ίδιος θα δένονταν πάνω σε ένα ειδικό στρώμα ελατηρίων προς αποφυγή κραδασμών. Μαζί του πήρε μόνο μία φιάλη οξυγόνου, λάθος που αποδείχτηκε μοιραίο. Συντροφιά θα του έκανε το κατοικίδιο του, μια χελώνα, ονόματι Sonny, που σύμφωνα με τον ίδιο ήταν 150 ετών.
Στις 2:30 το μεσημέρι εκείνης της ημέρας το βαρέλι πέφτει μέσα στα νερά του ποταμού. Καθώς τα ορμητικά νερά παρασύρουν το αυτοσχέδιο πλεούμενο του Σταθάκη στο χείλος του καταρράκτη, η αγωνία του κόσμου, που παρακολουθούσε από τις όχθες, κορυφώνεται
. Η πτώση είναι σφοδρή και διαρκεί μόλις ελάχιστα δευτερόλεπτα, ωστόσο, με την προσγείωση του βαρελιού συμβαίνει κάτι απρόβλεπτο. Το βαρέλι παγιδεύεται πίσω από τους καταρράκτες και είναι αδύνατο για τους βοηθούς του Σταθάκη να το πλησιάσουν και να τον απεγκλωβίσουν.
O βετεράνος Riverman Γουίλιαμ «Red» Χιλ, τον οποίο ο Σταθάκης είχε προσλάβει για να ανακτήσει το βαρέλι και να το οδηγήσει στην ακτή, περίμενε μάταια. Είχε ήδη σουρουπώσει και το βαρέλι δεν φαινόταν πουθενά. Την αυγή, το επόμενο πρωί, εθεάθη κοντά στο Falls View Bridge. Χρειάστηκαν τέσσερις ώρες για τον Χιλ να παγιδεύσει το βαρέλι, να το τραβήξει στην ακτή και να ανοίξει την καταπακτή του.
Φυσικά ο Σταθάκης δεν ήταν ζωντανός. Δεν είχε κανένα τραύμα, αλλά είχε πεθάνει από ασφυξία, περίπου οχτώ ώρες μετά την πτώση στο ποτάμι.
Ένας εργαζόμενος στην βαρελοποιία «Buffalo», που είχε κατασκευάσει το βαρέλι, είπε αργότερα στους δημοσιογράφους ότι προσπάθησαν να τον πείσουν να πάρει και άλλη μία φιάλη οξυγόνου αλλά ο ίδιος είπε ότι μία ήταν αρκετή.
«Υπήρχε χώρος για δέκα, αλλά δεν ήθελε. Θεωρούσε ήδη τις τρεις ώρες μεγάλο διάστημα». Σύμφωνα με δημοσιεύματα, φέρεται να είχε δηλώσει το εξής: «Εάν δεν βγω σε τρεις ώρες τότε δεν θα υπάρχει λόγος να συνεχίσω να ζω έτσι κι αλλιώς».
Από τα δύο όντα μέσα στο βαρέλι, βγήκε σώα μόνο η χελώνα. Λίγες ημέρες αργότερα μαθεύτηκε ότι ο Σταθάκης γνώριζε τους κινδύνους του εγχειρήματος από ένα κείμενο που είχε γράψει σε τοπική εφημερίδα. Ο επίλογος του παρέπεμπε σε έναν άνθρωπο που ετοιμαζόταν να γίνει θυσία σε μια ανώτερη δύναμη.
«Θεοί του Νιαγάρα να είστε προετοιμασμένοι στις 5 Ιουλίου να λάβετε τον πιστό σας ακόλουθο και λάτρη της ομορφιάς και του μυστηρίου σας. Και εάν με κρατήσετε αιχμάλωτο αιώνια δεχθείτε στην θυσία μου με την ελπίδα οι θεϊκές νύμφες να ραντίσουν τον τάφο μου με λουλούδια από τον κήπο του παλατιού σας».
Κανείς εν τέλει δεν κατάλαβε ποτέ αν το American dream του Σταθάκη ήταν να «δαμάσει» τον Νιαγάρα ή να υποταχθεί, με τίμημα τη ζωή του, στη δύναμη του.