ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Θα μελετήσει κάποιος στα Επιτελεία την κατάρρευση του συριακού Στρατού; Ή νομίζουν ότι «Δεν μας αφορά»;
prodeals

Νοεμβριανά 1916: Ο πρώτος -και μοιραίος- διχασμός

Τα αίτια της σύγκρουσης των δύο μεγάλων προσωπικοτήτων που σημάδεψαν την ελληνική Ιστορία, στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, είναι πολύ βαθύτερα και παλαιότερα της έκρηξης του διχασμού. Ξεκινούν ήδη από το 1909, όταν το πραξικόπημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου επέβαλε στην πρωθυπουργία τον Ελευθέριο Βενιζέλο

Νοεμβριανά 1916: Ο πρώτος -και μοιραίος- διχασμός

Ο Βενιζέλος, στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης του Στρατού, κάλεσε και µια επιτροπή Γάλλων αξιωµατικών. Η πρόσκληση αυτή αποτέλεσε και το πρώτο σηµείο τριβής µεταξύ του διαδόχου τότε Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.

Κατά τη διάρκεια των µεγάλων στρατιωτικών γυµνασίων του 1912, ο Κωνσταντίνος, απόφοιτος της γερµανικής Στρατιωτικής Ακαδηµίας, άσκησε κριτική τόσο επί των σχεδίων του Γάλλου στρατηγού Εϊντού, αρχηγού της γαλλικής αποστολής, όσο και επί των εκπαιδευτικών αντικειµένων τα οποία δίδασκαν στον Ελληνικό Στρατό. Η κριτική του Κωνσταντίνου είχε βάση, εφόσον το γαλλικό στρατιωτικό δόγµα, επί του οποίου εκπαιδευόταν ο Ελληνικός Στρατός, ήταν ήδη παρωχηµένο. Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, όµως, η κριτική του αυτή προκάλεσε διπλωµατικό επεισόδιο.

Ο Κωνσταντίνος, σκεπτόµενος πάντα ως στρατιώτης, ήταν αυθόρµητος, µη διαθέτοντας το απαραίτητο διπλωµατικό τακτ, που διέθετε ο πατέρας του, ο βασιλιάς Γεώργιος. Τελικά το επεισόδιο έληξε, µε τον Κωνσταντίνο να υποχρεώνεται κατόπιν πιέσεων του Βενιζέλου να δεξιωθεί στα ανάκτορα τους Γάλλους αξιωµατικούς, εν είδει συγγνώµης. Έτσι επήλθε η πρώτη ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών.

Υποβόσκουσα κρίση

Το χρονικό διάστηµα από την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, τον Αύγουστο του 1913, έως την έκρηξη του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, τον Αύγουστο του 1914, ήταν το πλέον ευτυχές έτος της νεότερης ελληνικής Ιστορίας. Ο υπερδιπλασιασµός του εθνικού εδάφους, οι νίκες του Στρατού, µε επικεφαλής τον βασιλιά Κωνσταντίνο και η διεθνής αναγνώριση των άθλων του Ελληνικού Στρατού, µε την απονοµή του βαθµού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από τον ίδιο τον Κάιζερ της Γερµανίας, προκάλεσαν κύµα εθνικής ευφορίας σε όλους τους Έλληνες. Η απονοµή του βαθµού του στρατάρχη στον Κωνσταντίνο από τον αυτοκράτορα Γουλιέλµο προκάλεσε δυσαρέσκεια στη γαλλική στρατιωτική αποστολή.

Όταν µάλιστα στις 6 Σεπτεµβρίου ο Κωνσταντίνος έφτασε στο Βερολίνο, ως επίσηµος προσκεκληµένος του Γουλιέλµου, για να παρακολουθήσει τα γυµνάσια του γερµανικού Στρατού, ξεσηκώθηκε κύµα οργής της γαλλικής κοινής γνώµης εναντίον του, όταν δήλωσε πως στους προσφάτους Βαλκανικούς Πολέµους εφάρµοσε όσα είχε διδαχθεί στην Πρωσική Πολεµική Ακαδηµία! Έγραφε χαρακτηριστικά µεγάλη παρισινή εφηµερίδα: «∆εν πρόκειται για βασιλική γκάφα. Είναι µετρηµένα λόγια, σχεδιασµένη προσβολή, παράφραση του “η Γερµανία υπεράνω όλων”. Το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να γυρίσει στη χώρα του διά της Γερµανίας, µε γερµανικό σκάφος. ∆εν είναι η κατάλληλη στιγµή να έρθει στο Παρίσι. Στο καλό, Μεγαλειότατε, και να σας ξαναδούµε». Παρ’ όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος πήγε στο Παρίσι και κατόρθωσε να µεταστρέψει το εις βάρος του κλίµα. Σε απάντηση, η γαλλική κυβέρνηση απένειµε το παράσηµο της Λεγεώνας της Τιµής στον Βενιζέλο. Παρά το ευχάριστο κλίµα, όµως, οι Γάλλοι πολιτικοί δεν πείστηκαν για τις προθέσεις του Κωνσταντίνου, θωρώντας τον ύποπτο, λόγω της συγγένειάς του µε τον Κάιζερ (ο Κωνσταντίνος είχε νυµφευθεί την αδελφή του Κάιζερ, πριγκίπισσα Σοφία). Παραγνώριζαν βέβαια το γεγονός ότι ήταν επίσης εξάδελφος µε τον Βρετανό βασιλιά.

Νέα κρίση ξέσπασε στην Ελλάδα όταν, στις 21 Φεβρουαρίου 1914, η ελληνική κυβέρνηση υπέκυψε στις πιέσεις των µεγάλων δυνάµεων, κυρίως της Ιταλίας, και αποφάσισε την εγκατάλειψη της Βόρειας Ηπείρου, η οποία δόθηκε στο ιταλικό διπλωµατικό δηµιούργηµα, στο τεχνητό κράτος της Αλβανίας. Οι Βορειοηπειρώτες εξεγέρθηκαν κατά της απόφασης και οι Χιµαριώτες, το δυναµικότερο στοιχείο των Ελλήνων στην περιοχή, κήρυξαν την αυτονοµία της Βόρειας Ηπείρου και οργάνωσαν ένοπλα σώµατα, τα οποία έδωσαν αιµατηρότατες µάχες κατά των Αλβανών.

Εγκαταλειµµένοι όµως από τη µητέρα Ελλάδα, µοιραία υπέκυψαν. Σηµειωτέον, η ελληνική κυβέρνηση δεν αρκέστηκε στο να µην ενισχύσει τους Βορειοηπειρώτες. ∆ιέταξε τον Στόλο να αποκλείσει το µικρό λιµάνι των Αγ. Σαράντα, απ’ όπου ανεφοδιάζονταν οι επαναστάτες. Φυσικά, το γεγονός αυτό ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων στη Βουλή. Ο Βενιζέλος όµως δήλωσε στο Κοινοβούλιο ότι ήταν αποφασισµένος να ακολουθήσει πολιτική απόλυτης συµµόρφωσης µε τις επιθυµίες των Μεγάλων και πως είχε διαφωνήσει µε τους Ζωγράφο και Καραπάνο (αρχηγοί της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης) για το εγχείρηµά τους, το οποίο είχαν αναλάβει µε δική τους ευθύνη.

Στο µεταξύ, τα σύννεφα στον διεθνή ορίζοντα ολοένα και πύκνωναν. Μια σπίθα αρκούσε για να προκληθεί γενικευµένη πανευρωπαϊκή σύρραξη. Ο Κάιζερ, πάντως, εντελώς εκτός πολεµικού κλίµατος, επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο την Κέρκυρα για τις καλοκαιρινές διακοπές του. Εκεί, ο Γερµανός αυτοκράτορας είχε συναντήσεις µε τον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας Γεώργιο Στρέιτ.

Ο Κάιζερ ήταν βέβαιος ότι στην επικείµενη ευρωπαϊκή σύρραξη η Ελλάδα θα τασσόταν στο πλευρό της Γερµανίας. Οι Έλληνες, φυσικά, επιχείρησαν να τον επαναφέρουν στην πραγµατικότητα, τονίζοντάς του ότι η Ελλάδα δεν θα µπορούσε ποτέ να συνταχθεί µε τη Γερµανία, τόσο επειδή η τελευταία είχε φιλικές σχέσεις µε τη Βουλγαρία, όσο και διότι κάτι τέτοιο δεν θα αντίβαινε στα βρετανικά συµφέροντα στην περιοχή. «Η Ελλάδα είναι χώρα ναυτική, δεν µπορεί να εκτεθεί στα αγγλικά πλήγµατα», του υπενθύµισε ο Γ. Στρέιτ. Ο Γερµανός µονάρχης όµως δεν πείστηκε.

Η παραχώρηση της Αν.Μακεδονίας

Και ξαφνικά, τον Ιούλιο του 1914, ένας Σέρβος δολοφονεί στο Σεράγεβο τον διάδοχο του αυστροουγγρικού θρόνου, ανάβοντας τη θρυαλλίδα του πολέµου στη Γηραιά Ήπειρο.

Το γεγονός προκάλεσε διπλωµατικό πανικό στην Αθήνα. Η Ελλάδα, ήδη µετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέµου, είχε συνάψει αµυντικό σύµφωνο µε τη Σερβία. Τηρουµένων των όρων του συµφώνου, θα έπρεπε τώρα να συµπολεµήσει µε τους Σέρβους, κατά της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας.

Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος, προβλέποντας τα γεγονότα, ενηµέρωσε τον υπουργό του των Εξωτερικών, σε περίπτωση σερβικού αιτήµατος για στρατιωτική αρωγή, βάσει του αµυντικού συµφώνου των δύο χωρών, να αποφύγει να απαντήσει άµεσα, προβάλλοντας ως δικαιολογία την απουσία του ιδίου στο εξωτερικό. Το αυστριακό τελεσίγραφο επιδόθηκε στις 23 Ιουλίου 1914.

Την εποµένη, ο Γερµανός πρεσβευτής στην Αθήνα επέδωσε στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών εµπιστευτική διακοίνωση, βάσει της οποίας η Γερµανία ζητούσε από την Ελλάδα να µην τιµήσει την υπογραφή της στην ελληνοσερβική συνθήκη και, κατ’ επέκταση, να µην πολεµήσει στο πλευρό της Αντάντ, οι δυνάµεις της οποίας σαφώς θα έσπευδαν να ενισχύσουν τη σύµµαχό τους Σερβία.

Την αυτή ηµέρα οι Γερµανοί ήρθαν σε επαφή µε τον Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο Ν. Θεοτόκη, στον οποίο έκαναν τις ίδιες δηλώσεις, µε τη διαφορά ότι τώρα ζητούσαν να µην κινηθεί η Ελλάδα, ακόµη και αν εισερχόταν στον πόλεµο κατά της Σερβίας και η Βουλγαρία. Ο Έλληνας πρεσβευτής απάντησε ότι η Ελλάδα δεν θα µπορούσε σε καµία περίπτωση να επιτρέψει τη µε οποιονδήποτε τρόπο ισχυροποίηση της Βουλγαρίας, αφού κάτι τέτοιο θα µετέβαλε άρδην το status quo στη Βαλκανική, όπως είχε διαµορφωθεί µετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.

Την ώρα που η Ελλάδα δεχόταν τις πρώτες «πολεµικές» πιέσεις, ο Βενιζέλος ξεκαθάριζε τις προθέσεις του τηλεγραφώντας στον Γ. Στρέιτ και δηλώνοντάς του ουσιαστικά ότι η Ελλάδα θα βοηθούσε τη Σερβία µόνο σε περίπτωση και βουλγαρικής εναντίον της επίθεσης.

Στις 25 Ιουλίου ήταν η σειρά των Σέρβων να ρωτήσουν την Αθήνα για το πώς σκέφτεται να ενεργήσει σε περίπτωση που η Αυστροουγγαρία τής κήρυσσε τον πόλεµο. Ο Βενιζέλος από το Μόναχο απάντησε ότι θεωρούσε απίθανο το ενδεχόµενο πολεµικής σύρραξης, η οποία θα οδηγούσε σε γενικευµένο ευρωπαϊκό πόλεµο. Σε τέτοια περίπτωση πάντως επιφυλασσόταν να απαντήσει, αφού πρώτα µελετούσε όλα τα δεδοµένα.

Σε περίπτωση όµως που η Σερβία δεχόταν βουλγαρική επίθεση, ο Βενιζέλος είχε ξεκαθαρίσει ότι η Ελλάδα θα πολεµούσε στο πλευρό της Σερβίας. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, και παρά το διπλωµατικό ύφος, η αλήθεια ήταν ότι και η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και η Ελλάδα άφηνε τη Σερβία στην τύχη της, µη σεβόµενη την υπογραφή της. Η ελληνοσερβική συνθήκη δεν εξαιρούσε κανέναν αντίπαλο, ούτε καν τις µεγάλες δυνάµεις, ανεξάρτητα αν αυτή υπεγράφη ουσιαστικά ως αντίβαρο στις επεκτατικές βλέψεις των Βουλγάρων.

Φυσικά, ο Βενιζέλος δεν ήταν παράφρων ώστε να θέσει την Ελλάδα αντιµέτωπη µε την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.

Έτσι, στις 2 Αυγούστου 1914, δόθηκε στη Σερβία η επίσηµη ελληνική απάντηση: «Η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισµένη ότι εκπληρώνει στο ακέραιο το καθήκον της ως φίλη και σύµµαχος, µε την απόφασή της να τηρήσει εξαιρετικά ευµενή ουδετερότητα απέναντι στη Σερβία, παραµένοντας σε ετοιµότητα για την απόκρουση ενδεχόµενης επιθέσεως της Βουλγαρίας κατά της Σερβίας», έλεγε η επίσηµη διακοίνωση, η οποία ωστόσο δεν πρέπει να ικανοποίησε και πολύ τους Σέρβους, που το µόνο που κέρδιζαν ήταν το δικαίωµα χρήσης του λιµένα της Θεσσαλονίκης.

Την ίδια ηµέρα που ο Βενιζέλος, µε τη σύµφωνη γνώµη του Κωνσταντίνου και του εκτελόντος χρέη αρχηγού του επιτελείου Μεταξά, καταπατούσε την ελληνοσερβική συνθήκη, ο Κάιζερ Γουλιέλµος τηλεγραφούσε στον συγγενή του Κωνσταντίνο, ζητώντας του ανοιχτά να ενισχύσει τον αντισερβικό συνασπισµό.

Το τηλεγράφηµα του Κάιζερ ήταν ολιγόλογο και σκληρό: «Ανακοινώσατε εις τας Αθήνας ότι συνεµάχησα µετά της Βουλγαρίας και της Τουρκίας, ούτως ώστε να αντιµετωπίσω τη Ρωσίαν, και ότι θα µεταχειρισθώ την Ελλάδαν ως εχθρόν εάν δεν προσχωρήσει εις την τοιαύτην συµµαχίαν». Στο προσβλητικό τηλεγράφηµα του Γουλιέλµου απάντησε, όσο το δυνατόν πιο ήπια, ο Κωνσταντίνος, εξηγώντας του ότι η Ελλάδα δεν σκόπευε να πολεµήσει κατά της Αυστρίας, αλλά σε καµία περίπτωση δεν θα µπορούσε να πολεµήσει κατά της Σερβίας, εφόσον κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην ανεξέλεγκτη ισχυροποίηση της Βουλγαρίας και στην αλλαγή του status quo στα Βαλκάνια.

Ο Κάιζερ όµως δεν ησύχασε. Επανήλθε µε νέο τηλεγράφηµα, στις 4 Αυγούστου, κάνοντας αυτή τη φορά έκκληση στον «εν όπλοις συνάδελφο, στον φέροντα τον βαθµό του στρατάρχη του γερµανικού Στρατού». Το τηλεγράφηµα κατέληγε µε την απειλή: «Αν η Ελλάδα δεν ταχθεί υπέρ της Γερµανίας, τότε θα διαρραγούν ολοκληρωτικά οι σχέσεις µας».

Ο Κωνσταντίνος απάντησε στις 7 Αυγούστου, και ακόµη µία φορά ήταν διαλλακτικός. Έγραφε στον Γερµανό µονάρχη ότι δεν µπορούσε να αγνοήσει τη βρετανική απειλή, σε περίπτωση που υποστήριζε τη Γερµανία, αλλά τον διαβεβαίωνε ότι η Ελλάδα θα παρέµενε ουδέτερη, εφόσον βεβαίως δεν θίγονταν από τους βαλκανικούς συµµάχους της Γερµανίας τα ελληνικά συµφέροντα.

Στο µεταξύ, στις 10 Αυγούστου, τέθηκε υπό συζήτηση µια παράξενη οµολογουµένως πρόταση. Η παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ως αντάλλαγµα για να µην πολεµήσει υπέρ της Γερµανίας.

Η υποδοχή της πρότασης αυτής, πατέρας της οποίας ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, ήταν ιδιαίτερα καλή στο Λονδίνο. Σύµφωνα µε πληροφορίες, επρόκειτο για ολοκληρωµένη πρόταση, η οποία προέβλεπε τη σύσταση κοινού µετώπου από τις βαλκανικές χώρες. Ως δέλεαρ, η κάθε συµµετέχουσα χώρα θα λάµβανε εδάφη. Η Σερβία θα έπαιρνε τη Βοσνία, η Ρουµανία την Τρανσυλβανία, η Βουλγαρία µέρος της ελληνικής Μακεδονίας και η Ελλάδα τµήµα της Ηπείρου ή άλλα ελληνικά εδάφη, στην Ιωνία!

Για κάποιους λόγους, ο Βενιζέλος ήθελε να επισπεύσει την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεµο. Το ερώτηµα που γεννάται, όµως, είναι γιατί δεν το έπραξε εξαρχής, τιµώντας έτσι και την υπογραφή του στην ελληνοσερβική συνθήκη. Η απάντηση θα µπορούσε να είναι απλή: επιθυµούσε να κερδίσει ανταλλάγµατα, εκβιάζοντας εν ανάγκη τη συµµετοχή της Ελλάδας στον πόλεµο.

∆ύο ηµέρες αργότερα, στις 12 Αυγούστου, ο Βενιζέλος είχε επαφές µε τον Γάλλο πρεσβευτή στην Αθήνα. Ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε πως η Γαλλία δεν είχε αντίρρηση να παραµείνει η Ελλάδα ουδέτερη για το ίδιο χρονικό διάστηµα που θα παρέµενε και η Τουρκία ουδέτερη. Ουσιαστικά αυτό που επιθυµούσαν οι Αγγλογάλλοι ήταν η πολεµική εµπλοκή της Ελλάδας, χωρίς όµως από µέρους τους δεσµεύσεις για εδαφικές παραχωρήσεις ή ανταλλάγµατα.

Την ίδια άποψη εξέφρασαν και οι Ρώσοι, οι οποίοι έβλεπαν µε µεγάλη συµπάθεια τη Βουλγαρία, και ευχαρίστως θα προτιµούσαν αυτή τη χώρα ως µέλος της Αντάντ, παρά την Ελλάδα. Έτσι και άλλοι εταίροι της Αντάντ αποφάσισαν να στραφούν προς τη Βουλγαρία, την «Πρωσία των Βαλκανίων», όπως την αποκαλούσαν, µε σκοπό να την πείσουν, παραχωρώντας της εν ανάγκη και εδάφη που ανήκαν σε άλλες χώρες, τις οποίες θεωρούσαν υποχείριά τους, είτε αυτές είχαν µετατραπεί εκούσια σε υποχείρια είτε είχαν εξαναγκαστεί σε κάτι τέτοιο.

Η συµµαχία της Αντάντ µε τη Βουλγαρία θα της εξασφάλιζε σηµαντικά πλεονεκτήµατα. Πρώτον, θα άνοιγε η οδός ανεφοδιασµού της Ρωσίας µε το πολεµικό υλικό που τόσο απελπισµένα χρειαζόταν. ∆εύτερον, θα ανοιγόταν µέτωπο απέναντι στην Τουρκία, σε απόσταση αναπνοής από την Κωνσταντινούπολη, το διοικητικό της κέντρο, το οποίο πάση θυσία θα όφειλε να εξασφαλίσει, συγκεντρώνοντας, αν χρειαζόταν, τον όγκο των δυνάµεών της εκεί. Τρίτον, θα σχηµατιζόταν ενιαίο µέτωπο µε την πιεζόµενη Σερβία, ικανό, κατά τους εµπνευστές του σχεδίου, να αντέξει στη γερµανοαυστριακή πίεση, µέτωπο το οποίο θα απορροφούσε δυνάµεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, δυνάµεις που η απουσία τους θα καθίστατο αισθητή στα άλλα µέτωπα όπου ήδη πολεµούσαν σκληρά, στο δυτικό και το ρωσικό.

Για τους εταίρους της Αντάντ, λοιπόν, όλα ήταν θέµα υπολογισµών και συµφέροντος, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός τους, ο οποίος δεν ήταν άλλος από την επικράτησή τους στον µεγάλο πόλεµο. Η Ελλάδα λοιπόν δεν βάρυνε ιδιαιτέρως στη σκέψη των εµπνευστών αυτής της πολιτικής.

Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γ. Στρέιτ αρνήθηκε να δεχθεί ένα σχέδιο που παραχωρούσε την Καβάλα και την Αν.Μακεδονία στους Βούλγαρους. Την εποµένη, ο Γ. Στρέιτ παύθηκε από τα καθήκοντά του µε εντολή του Ελ. Βενιζέλου, που δεν επιθυµούσε να δυσαρεστήσει την Αντάντ.

Το σύνολο του Τύπου, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, καταδίκασε τις συµµαχικές πιέσεις. Ο βασιλιάς είχε επαφές µε αξιωµατούχους της Αντάντ, στους οποίους δήλωσε ότι τασσόταν στο πλευρό τους, αλλά ότι οι φιλοδοξίες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας τον ανησυχούσαν ιδιαιτέρως.

Στις 16 Νοεµβρίου 1914, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν µεγάλης κλίµακας επίθεση κατά της Σερβίας. Κρυφά η Ελλάδα εφοδίασε µε πυροµαχικά τον σερβικό Στρατό. Στις 3 ∆εκεµβρίου, οι πρεσβευτές και των τριών µεγάλων δυνάµεων κατέθεσαν επίσηµο έντονο διάβηµα στον Κωνσταντίνο, ζητώντας του και πάλι να παραχωρήσει τη Μακεδονία στη Βουλγαρία. Φυσικά, ο Κωνσταντίνος αρνείται. Στις 15 ∆εκεµβρίου, οι Σέρβοι κατατρόπωσαν τους Αυστριακούς στη µάχη του Ρούτνικ και τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν όσα σερβικά εδάφη είχαν καταλάβει. Η νίκη των Σέρβων είχε και πάλι ως αποτέλεσµα να διακοπούν, προς στιγµήν, οι διπλωµατικές πιέσεις προς την Ελλάδα.

Τις πρώτες µέρες του 1915, όµως, οι σύµµαχοι επανήλθαν µε νέα «διαπραγµατευτικά ατού» στα χέρια τους. Θα υπόσχονταν στην Ελλάδα «κάποια» εδάφη στη Μικρά Ασία ή στη «νότια Αλβανία», εφόσον αυτό δεν δυσαρεστούσε την Ιταλία, µε αντάλλαγµα την παραχώρηση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία.

Ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Ντελκασέ, πάντως, µε καθόλου διπλωµατικό τρόπο δήλωσε ότι δεν θεωρούσε απαραίτητη τη συγκατάθεση της Ελλάδας και της Σερβίας. Η Αντάντ θα έπρεπε να αναλάβει πρωτοβουλία και να παραχωρήσει τη Μακεδονία στους Βουλγάρους, ώστε αυτοί να επιτεθούν στους Τούρκους, ανοίγοντας ένα νέο θρακικό µέτωπο. Ο πρωτοφανής κυνισµός των Γάλλων, των υπέρµαχων της δηµοκρατίας, προκαλεί πράγµατι εντύπωση.

Μεγαλύτερη όµως εντύπωση προκαλεί η αποδοχή τελικά του συµµαχικού σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση. Στα τέλη Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος έσπευσε στα ανάκτορα. Εκεί εξέθεσε στον βασιλιά τα έως τότε γεγονότα και του είπε ότι το συµφέρον της χώρας απαιτούσε συνεργασία µε τη Ρουµανία και τη Βουλγαρία, και ότι, όσο οδυνηρό και αν το θεωρούσε, δεν θα δίσταζε να συµβουλεύσει παραχώρηση της Καβάλας.

Ο Κωνσταντίνος εξέφρασε αντιρρήσεις. Ο Βενιζέλος όµως είχε ήδη χαράξει την πολιτική του και την πολιτική της χώρας, σύµφωνα µε την προσωπική του θεώρηση για το τι ήταν ορθότερο τη δεδοµένη χρονική στιγµή.

Στις 26 Ιανουαρίου 1915, ο Βενιζέλος ευχαρίστησε δηµόσια την Αντάντ, για τις παραχωρήσεις που θα έκανε στην Ελλάδα και πρότεινε την αποστολή συµµαχικών δυνάµεων, τις οποίες θα ενίσχυαν ελληνικές, στη Θεσσαλονίκη, ως µέσο πίεσης προς τη Βουλγαρία, ώστε η τελευταία να δεχθεί την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και να προσχωρήσει στο συµµαχικό στρατόπεδο. Οι σύµµαχοι ενθουσιάστηκαν µε την πρόταση και υποσχέθηκαν να στείλουν τουλάχιστον δύο µεραρχίες.

Τα σχέδια όµως Βενιζέλου και Αντάντ ανετράπησαν από την πεισµατική άρνηση των Ρουµάνων να εξέλθουν στον πόλεµο, και των Βουλγάρων, οι οποίοι δεν αρκούνταν στα προτεινόµενα προς παραχώρηση εδάφη, αλλά αξίωναν ολόκληρη τη Μακεδονία, την οποία θα καταλάµβαναν άµεσα τα βουλγαρικά στρατεύµατα.

Η επίθεση των δυνάµεων της Αντάντ στα ∆αρδανέλια άλλαξε τα δεδοµένα. Την 3η Μαρτίου συνεκλήθη το συµβούλιο του στέµµατος, στο οποίο συµµετείχαν ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος. Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος εισηγήθηκε την αποστολή ενός ελληνικού Σώµατος Στρατού, δυνάµεως 35.000 ανδρών, καθώς και τη διάθεση του συνόλου του Πολεµικού Στόλου, προς ενίσχυση των συµµάχων, θεωρώντας βέβαιη την επιτυχία τους κατά των Τούρκων.

Ο αρχηγός του επιτελείου, Ιωάννης Μεταξάς, δήλωσε πως οι σύµµαχοι θα αποτύχουν. Ο Βενιζέλος, ενοχληµένος, τηλεγράφησε πρώτα στο Παρίσι, δηλώνοντας στους Γάλλους ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ταχθεί στο πλευρό της Αντάντ, συµµετέχοντας στις επιχειρήσεις της Καλλίπολης µε τον Στόλο και µε µία µεραρχία Πεζικού. Κατέληγε δε λέγοντας ότι ο βασιλιάς δεν υιοθέτησε ακόµη το σχέδιο, αλλά ότι ο ίδιος (ο Βενιζέλος) τους το ανακοινώνει εµπιστευτικά! Κατόπιν παραιτήθηκε, δηλώνοντας ότι εφόσον ο βασιλιάς δεν εγκρίνει την πολιτική του, δεν είχε άλλη επιλογή. Την ίδια ώρα, η Βρετανία και η Γαλλία δεσµεύονταν απέναντι στη Ρωσία να της παραχωρήσουν την Κωνσταντινούπολη, µετά το πέρας των εχθροπραξιών.

Ανεξάρτητα από το αν συµφωνεί ή διαφωνεί κανείς µε την οπτική του Ελ. Βενιζέλου, η ενέργειά του να τηλεγραφήσει ψεύδη στο Παρίσι, εκθέτοντας ουσιαστικά τον βασιλιά στα µάτια των δυνάµεων της Αντάντ, ήταν από κάθε άποψη απαράδεκτη.

Στο µεταξύ, στην Αθήνα είχε σχηµατιστεί νέα κυβέρνηση, µε πρωθυπουργό τον ∆ηµήτριο Γούναρη και υπουργό Εξωτερικών τον Χρήστο Ζωγράφο, τον έναν από τους αρχηγούς της βορειοηπειρωτικής εξέγερσης. Στις 23 Μαρτίου 1915, ο Ζωγράφος συναντήθηκε µε τους πρεσβευτές της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και τους δήλωσε, εξουσιοδοτηµένος από τον Κωνσταντίνο και από τον Γούναρη, ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυµη να συνεργαστεί µε τις δυνάµεις της Αντάντ, υπό την προϋπόθεση όµως ότι θα εξασφαλιζόταν η προστασία των κυριαρχικών δικαιωµάτων της.

Η πρόταση της νέας ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε δεκτή από τους συµµάχους, οι οποίοι εξακολούθησαν να «παζαρεύουν» τη βουλγαρική συµµετοχή, καθώς και την ιταλική.

Έναν µήνα αργότερα, και ενώπιον των συνεχόµενων αποτυχιών των συµµαχικών δυνάµεων να καταλάβουν την Καλλίπολη, οι τρεις πρεσβευτές συναντήθηκαν µε τον Γούναρη και του δήλωσαν πως οι κυβερνήσεις τους επιθυµούν τη συµµετοχή της Ελλάδας στον πόλεµο και σε αντάλλαγµα της προσφέρουν ό,τι προσέφεραν και στην προηγούµενη κυβέρνησή τους, δηλαδή το Βιλαέτι Αϊδινίου, µια περιοχή έκτασης 7.659 τ.χλµ. στη Μικρά Ασία, µε κέντρο τη Σµύρνη και µόνο!

Ο Γούναρης απάντησε επίσηµα στις 14 Απριλίου ζητώντας από τους συµµάχους να εγγυηθούν την ακεραιότητα της τότε ελληνικής επικράτειας, δηλαδή να ξεχάσουν τα περί παράδοσης της Ανατολικής Μακεδονίας, και επίσης να παραχωρήσουν στην Ελλάδα ως αντάλλαγµα, πέραν της Σµύρνης, και τη Βόρεια Ήπειρο και ενδεχοµένως και τα ∆ωδεκάνησα.

Αν οι όροι αυτοί εκπληρώνονταν, η Ελλάδα θα έθετε άµεσα το σύνολο των δυνάµεών της στη διάθεση της Αντάντ. ∆εν ήταν λοιπόν απρόθυµη η µη βενιζελική παράταξη για τη συµµετοχή της χώρας στον πόλεµο, αρχικά τουλάχιστον. Απλώς ζητούσε περισσότερα και µε εγγυήσεις. Σε καµία, δε, περίπτωση δεν ήταν γερµανόφιλη, όπως ο σχετικός κατασκευασµένος µύθος τη θέλει.

Ήταν η κοντόφθαλµη πολιτική των δυνάµεων της Αντάντ, που οδήγησε τελικά τους Έλληνες να φτάσουν στο σηµείο να κραυγάζουν υπέρ της Γερµανίας, και όχι οι ραδιουργίες του «Γερµανού» βασιλιά τους. Οι σύµµαχοι, από την πλευρά τους, δεν δέχθηκαν τους ελληνικούς όρους, και κυρίως τον εισαγωγικό, αυτόν δηλαδή που αφορούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, εφόσον ο όρος αυτός τους στερούσε το διαπραγµατευτικό µέσο για προσέλκυση της Βουλγαρίας.

Επίσης, δεν δέχονταν τον αφορούντα τη Βόρεια Ήπειρο όρο, καθώς µια τέτοια παραχώρηση θα δυσαρεστούσε την Ιταλία, την οποία επίσης παρακαλούσαν να ταχθεί στο πλευρό τους. Αυτοµάτως, οι µεγάλες δυνάµεις αντελήφθησαν ότι η νέα ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πολλά, «παραβλέποντας το γενικό καλό». Ξαφνικά, άρχισαν να αναπολούν την εποχή Βενιζέλου. Ωστόσο, η κυβέρνηση Γούναρη επανήλθε µε νέες, λιγότερο πιεστικές προς τους συµµάχους προτάσεις.

Η Ελλάδα δεχόταν να συµµετάσχει στον πόλεµο κατά της Τουρκίας, µε την επιφύλαξη ότι εφόσον η Βουλγαρία δεν ξεκαθάριζε τη θέση της, δεν θα µπορούσε να εµπλέξει τις χερσαίες δυνάµεις της, εν είδει εγγυήσεως για τη συµπεριφορά της γείτονος. Θα πρόσφερε βέβαια στους συµµάχους τον Στόλο της και όλη την πολεµική και πολιτική υποδοµή της και θα πλήρωνε η ίδια για τη συντήρηση των πολεµικών της δυνάµεων. Οι σύµµαχοι τελικά αγνόησαν την ελληνική πλευρά, εµµένοντας πάντα στην προσέλκυση της Βουλγαρίας.

Σε µια ύστατη προσπάθεια προσέγγισης των συµµάχων, ο Κωνσταντίνος έστειλε στο Παρίσι τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος συναντήθηκε µε τον πρόεδρο της Γαλλικής ∆ηµοκρατίας Πουανκαρέ και του δήλωσε πως είναι απαράδεκτο να πιέζεται η Ελλάδα να εµπλακεί σε έναν πόλεµο, από τη στιγµή που οι σύµµαχοί της δεν της εγγυώνται ούτε καν την εδαφική ακεραιότητά της µετά τη λήξη του.

Σε απάντηση, την 29η Μαΐου, οι σύµµαχοι υπέβαλαν επίσηµη πρόταση στη Βουλγαρία, σύµφωνα µε την οποία της παραχωρούσαν την Ανατολική Θράκη, έως τη γραµµή Αίνου-Μήδειας, την περιοχή Μοναστηρίου, και φυσικά την Ανατολική Μακεδονία. Η φτωχή Ελλάδα απάντησε, δύο µέρες αργότερα, µε επίσηµη διαµαρτυρία, το κείµενο της οποίας τόνιζε ότι η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειµένη να παραχωρήσει την περιοχή της Καβάλας, την οποία είχε απελευθερώσει κατόπιν µεγάλων θυσιών, στη Βουλγαρία, η οποία άλλωστε, ως ηττηµένη, είχε αναγνωρίσει την απώλειά της, υπογράφοντας τη συνθήκη ειρήνης µε την οποία τερµατίστηκε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεµος.

Η ελληνική διακοίνωση κατέληγε αναφέροντας ότι αυτό που ζητούν οι σύµµαχοι καταπατά κάθε έννοια ∆ιεθνούς ∆ικαίου. Απαντώντας οι σύµµαχοι, σε σύσκεψη στις 2 Ιουνίου, αποφάσισαν να παραχωρήσουν την Καβάλα στη Βουλγαρία, είτε το ήθελε η Ελλάδα είτε όχι. Εν όψει µάλιστα της κατάρρευσης των Ρώσων στην Πολωνία και της κατάληψης της Βαρσοβίας από τα γερµανικά στρατεύµατα, οι σύµµαχοι παρακάλεσαν τη Βουλγαρία και τη Ρουµανία να ταχθούν στο πλευρό τους.

Οι Ρουµάνοι δέχθηκαν, ύστερα από την υπόσχεση πως µετά τον πόλεµο θα έπαιρναν τη Βουκοβίνα, το Βανάτο και την Τρανσυλβανία. Ωστόσο, επιφυλάχθηκαν να πολεµήσουν όταν οι στρατιωτικές συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες. Η Βουλγαρία, η οποία ακολουθούσε έως τότε καιροσκοπική πολιτική, φλερτάροντας µε την Αντάντ, υπέγραψε στις 6 Σεπτεµβρίου συνθήκη συµµαχίας µε τη Γερµανία. Η έξοδός της στον πόλεµο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών ήταν απλώς ζήτηµα χρόνου και συνθηκών.

Οι σύµµαχοι της Αντάντ, από την πλευρά τους, έβλεπαν ως αναπόφευκτη την επέκταση της γερµανικής επιρροής στη Βαλκανική, µετά την αναµενόµενη συντριβή της Σερβίας και την πλήρη και άκρως αιµατηρή αποτυχία των δικών τους δυνάµεων στα ∆αρδανέλια. Χρειάζονταν λοιπόν απελπισµένα µια βάση επιχειρήσεων, απ’ όπου θα µπορούσαν να βοηθήσουν τη Σερβία και να δηµιουργήσουν ένα µέτωπο απέναντι στη γερµανική προέλαση προς τη Μέση Ανατολή. Ερχόταν η ώρα της Ελλάδας. Το µεγάλο αγκάθι στις σχέσεις Ελλάδας-Αντάντ, το ζήτηµα της παραχώρησης της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, δεν υφίστατο πλέον, εφόσον οι Βούλγαροι τάχθηκαν οριστικά υπέρ των Γερµανών. Από την άλλη πλευρά, στο πηδάλιο της Ελλάδας βρισκόταν και πάλι ο Ελ. Βενιζέλος, στον οποίο είχαν εµπιστοσύνη και τον θεωρούσαν «δικό» τους άνθρωπο.

Στις αρχές Σεπτεµβρίου 1916, η Σερβία ζήτησε επισήµως και πάλι τη συνδροµή της Ελλάδας για την αντιµετώπιση της επικείµενης µεγάλης επίθεσης των Αυστριακών και των Γερµανών. Ο Βενιζέλος απάντησε ότι η Ελλάδα δεν µπορούσε να βοηθήσει τη Σερβία, παρά µόνο σε περίπτωση που και η Ρουµανία θα έµπαινε στον πόλεµο υπέρ της Αντάντ, πλαγιοκοπώντας έτσι τη Βουλγαρία.

Πράγµατι υπήρξε σειρά διπλωµατικών επαφών, οι οποίες όµως δεν κατέληξαν πουθενά. Η Ρουµανία δεν σκόπευε, για την ώρα, να εγκαταλείψει την ουδετερότητά της. Ταυτόχρονα, στην Αθήνα, ο Βενιζέλος είχε συνάντηση µε τον Κωνσταντίνο, κατά την οποία οι δύο άνδρες συµφώνησαν επί της ακολουθητέας πολιτικής.

Το επόµενο βήµα ήταν η παραχώρηση σταθερής βάσης στους συµµάχους, η οποία δεν µπορούσε να είναι άλλη από τη Θεσσαλονίκη. Οι Γάλλοι είχαν βέβαια ήδη επεξεργαστεί σχέδιο βίαιης κατάληψης της πόλης, το οποίο θα υλοποιούνταν αν η Ελλάδα αρνούνταν να δώσει την Ανατολική Μακεδονία στη Βουλγαρία.

Θεσσαλονίκη

Στις 21 Σεπτεµβρίου, ο Βενιζέλος συναντήθηκε µε τους τρεις πρεσβευτές των «προστάτιδων» δυνάµεων και τους είπε ότι, έχοντας και τη σύµφωνη γνώµη του βασιλιά και του Γενικού Επιτελείου, ζητούσε από τους συµµάχους να διαθέσουν στη Μακεδονία τουλάχιστον 150.000 άνδρες, όσους προέβλεπε η ελληνοσερβική συνθήκη, και τους οποίους δεν µπορούσε να αποστείλει φυσικά η Σερβία. Μαζί µε το σύνολο του Ελληνικού Στρατού, η συµµαχική στρατιά θα αποτελούσε µια ιδιαίτερα υπολογίσιµη συγκέντρωση δυνάµεων -τουλάχιστον 300.000 ανδρών- η οποία θα µπορούσε άµεσα να διατεθεί προς υποστήριξη των Σέρβων, φυλάσσοντας όµως παράλληλα και την ελληνοβουλγαρική µεθόριο.

Αν οι σύµµαχοι δεν µπορούσαν να διαθέσουν τις δυνάµεις αυτές, συµπλήρωσε, πρέπει τουλάχιστον να αναγκάσουν τη Ρουµανία να εξέλθει στον πόλεµο υπέρ τους, ώστε να υπάρχει ένα αντίβαρο στη βουλγαρική απειλή. Οι σύµµαχοι δέχθηκαν την πρόταση, αλλά έστειλαν µόλις 20.000 άνδρες τους, ενώ οι Ρουµάνοι αρνήθηκαν κατηγορηµατικά να πολεµήσουν. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα έµενε ουσιαστικά µόνη, έχοντας να επιτύχει εξαιρετικά δύσκολους αντικειµενικούς σκοπούς: τη στήριξη της Σερβίας, την επιτήρηση της Βουλγαρίας και ίσως τη δράση κατά της Τουρκίας.

Εν όψει των νέων δεδοµένων, ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να δεχτεί την απόβαση των ανεπαρκών δυνάµεων στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες το µόνο που θα εξασφάλιζαν θα ήταν η πολεµική εµπλοκή της χώρας. Ανάλογη περίπτωση ήταν και αυτή του 1940-41, όταν ο Μεταξάς αρνήθηκε να επιτρέψει την απόβαση ανεπαρκών βρετανικών δυνάµεων στην Ελλάδα, η παρουσία των οποίων µόνο τη γερµανική εισβολή θα προκαλούσε. Ο θάνατός του από αµυγδαλίτιδα έλυσε τότε το πρόβληµα για τους Βρετανούς.

Ο Κωνσταντίνος όµως το 1916 φαινόταν αρκετά υγιής. Ωστόσο, ο Βενιζέλος ειδοποίησε τους πρεσβευτές της Αντάντ να προχωρήσουν κανονικά στο σχέδιό τους και να αποβιβάσουν τις δυνάµεις τους στη Θεσσαλονίκη. Τους ζήτησε µόνο να τον ενηµερώσουν 24 ώρες νωρίτερα, ώστε να διαµαρτυρηθεί «για τους τύπους».

Επίσης, οι σύµµαχοι θα δήλωναν ότι σκοπός τους ήταν να ανοίξουν απλώς δίαυλο επικοινωνίας µε τη σκληρά πιεζόµενη Σερβία. Πραγµατικά οι σύµµαχοι άρχισαν την απόβαση των δυνάµεών τους στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Οκτωβρίου. Η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε σφοδρή διαµαρτυρία εναντίον τους, «για τους τύπους», και ο διοικητής του Γ’ Σώµατος Στρατού ενηµερώθηκε προσωπικά από τον Βενιζέλο, µην τυχόν και προβάλει αντίσταση. Η ελληνική ουδετερότητα είχε ουσιαστικά καταλυθεί.

Την εποµένη ο Βενιζέλος κλήθηκε να λογοδοτήσει και το πρωί της άλλης ηµέρας ο Κωνσταντίνος τον απέπεµψε. Η κίνηση αυτή, τη συγκεκριµένη µάλιστα στιγµή, µόνο ως σοβαρό λάθος του Κωνσταντίνου µπορεί να θεωρηθεί. Υπό τις διαµορφωµένες συνθήκες, ο Κωνσταντίνος δεν µπορούσε παρά να προσαρµοστεί στις εξελίξεις, τις οποίες άλλωστε δεν µπορούσε να επηρεάσει.

Η χίµαιρα της ουδετερότητας

Στο µεταξύ, ο πόλεµος πλησίαζε στα ελληνικά σύνορα. Η συνδυασµένη επίθεση Αυστριακών, Γερµανών και Βουλγάρων συνέτριψε τη σερβική αντίσταση, όπως και τις µικρές συµµαχικές δυνάµεις του στρατηγού Σαράιγ, οι οποίες εξόρµησαν από τη Θεσσαλονίκη.

Ο Αλέξανδρος Ζαΐµης, ο οποίος διαδέχθηκε τον Βενιζέλο στην πρωθυπουργία, απέρριψε τη νέα σερβική έκκληση για βοήθεια, µε το σκεπτικό ότι η Σερβία ήταν ήδη καταδικασµένη. Εφόσον και οι σύµµαχοι είχαν αποστείλει αστείο αριθµό δυνάµεων στη Θεσσαλονίκη, αν η Ελλάδα κήρυττε τον πόλεµο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, θα έπρεπε να σηκώσει µόνη το βάρος του αγώνα εναντίον των συνασπισµένων αυστριακών, γερµανικών, βουλγαρικών και τουρκικών δυνάµεων.

Στις 17 Οκτωβρίου 1915 οι Βρετανοί προσέφεραν ακόµα και την Κύπρο στην Ελλάδα, αλλά η κυβέρνηση Ζαΐµη και πάλι αρνήθηκε, διαπράττοντας ένα τεράστιο σφάλµα. Η Ελλάδα θα παρέµενε ουδέτερη. Η Γαλλία, και πιο συγκεκριµένα ο στρατηγός Σαράιγ, φοβόταν ότι µετά τη σερβική κατάρρευση και την αναγκαστική υποχώρηση των δυνάµεών του εντός του ελληνικού εδάφους, θα δεχόταν επίθεση από τον Ελληνικό Στρατό. Ο Κωνσταντίνος όµως τον διαβεβαίωσε ότι τέτοιο ενδεχόµενο δεν υφίσταται, παρά τη βάναυση παραβίαση της ελληνικής ουδετερότητας από τους συµµάχους.

Υπέκυψε ακόµη και στην κατάληψη της Μήλου από τις συµµαχικές δυνάµεις και έδωσε εντολή στα στρατεύµατα της φρουράς Θεσσαλονίκης να συµπεριφερθούν φιλικά προς τα συµµαχικά. Ωστόσο, ο ανεκδιήγητος Γάλλος στρατηγός Σαράιγ άλλαξε γνώµη και ζητούσε τώρα από τα ελληνικά στρατεύµατα να υπερασπίσουν το εθνικό έδαφος σε περίπτωση γερµανοβουλγαρικής εισβολής, αν και η τελευταία θα ήταν συνέπεια της παραβίασης της ελληνικής ουδετερότητας από τους Γάλλους!

Την ίδια ώρα άρχισαν να πιέζουν και οι Γερµανοί. Το γερµανικό Γενικό Επιτελείο τηλεγράφησε στην ελληνική κυβέρνηση ότι αν δεν εξαναγκάσει σε αποχώρηση από το ελληνικό έδαφος ή σε αφοπλισµό τις δυνάµεις της Αντάντ στη Θεσσαλονίκη, θα αναγκαστεί να λάβει τα αναγκαία µέτρα, δηλαδή να εισβάλει στην ελληνική επικράτεια.

Ουσιαστικά, η ελληνική ουδετερότητα είχε εξελιχθεί σε παρωδία. Με τµήµατα τεσσάρων ξένων στρατών ήδη στο έδαφός της και υπό την απειλή εισβολής άλλων τριών, η επιµονή διατήρησης της ανύπαρκτης ουσιαστικά ουδετερότητας δεν ήταν παρά µια χίµαιρα που βαυκάλιζε όσους πίστευαν ακόµα σε αυτήν.

Και σαν να µην έφταναν όλα αυτά, οι σύµµαχοι αποφάσισαν να καταλάβουν και την Κέρκυρα, στην οποία θα αναδιοργάνωναν ό,τι είχε αποµείνει από τον σερβικό Στρατό. Την ίδια ώρα, ο Σαράιγ καταλάµβανε το φρούριο του Καραµπουρνού στη Θεσσαλονίκη, εκδιώκοντας µε τη βία την ελληνική φρουρά και αίροντας την ίδια τη δέσµευσή του ότι θα σεβόταν την ελληνική κυριαρχία.

Παρά την επίσκεψη του Σαράιγ στην Αθήνα και τη συνάντησή του µε τον Κωνσταντίνο, ο καχύποπτος Γάλλος στρατηγός επεξεργαζόταν ήδη σχέδιο εκθρόνισης του βασιλιά. Το πρώτο βήµα των Ανταντικών ήταν η ανατροπή της κυβέρνησης της Αθήνας. Για τον σκοπό αυτό, υπό την καθοδήγηση του Ελ. Βενιζέλου, κήρυξαν οικονοµικό πόλεµο στην Ελλάδα. Την ίδια ώρα ο σερβικός Στρατός µεταφερόταν από την Κέρκυρα στη Θεσσαλονίκη, ατµοπλοϊκώς, την στιγµή που το βαρύ υλικό του µεταφερόταν σιδηροδροµικώς στη Θεσσαλονίκη, µε ελληνικά τρένα και µε τη σύµφωνη γνώµη της ελληνικής κυβέρνησης!

Επρόκειτο για µια τραγελαφική κατάσταση, η οποία οδηγούσε σε αδιέξοδο. Ο Κωνσταντίνος δεν είχε πλέον άλλη επιλογή πέραν της εγκατάλειψης της ανυπόστατης και ανυπόληπτης, έτσι και αλλιώς, ουδετερότητας. ∆υστυχώς, όµως, επέµεινε στην πολιτική του. Από την άλλη πλευρά, και ο Βενιζέλος εξωθούσε τους συµµάχους να πιέσουν ασφυκτικά την ελληνική κυβέρνηση, ακόµα και µε τα όπλα, αν αυτό ήταν απαραίτητο. Όταν οι Γάλλοι τον ρώτησαν αν αυτό θα συνιστούσε στρατιωτική επιχείρηση κατά του βασιλιά, απάντησε: «∆εν είναι δικό µου έργο να σας εξωθήσω σε τέτοιες ενέργειες. Μόνο που αδυνατώ να αντιληφθώ τους λόγους διά τους οποίους η Αντάντ, η οποία διαθέτει την απαραίτητη ισχύ, αφήνει εις τον θρόνο του έναν βασιλέα, ο οποίος, σε πείσµα της λαϊκής βουλήσεως, κατέστη ανοικτά σύµµαχος της Γερµανίας και της Βουλγαρίας». Ο σπόρος για τα Νοεµβριανά είχε πέσει.

Στο µεταξύ, οι Γάλλοι κατέλαβαν το ελληνικό οχυρό ανασχέσεως Ντόβα Τεπέ, βόρεια της λίµνης ∆οϊράνης. Η ελληνική φρουρά δεν πρόβαλε αντίσταση και αποχώρησε µε τον φορητό οπλισµό της. Σε απάντηση, στις 26 Μαΐου 1916, οι ισχυρές βουλγαρικές δυνάµεις, µε προποµπό µια γερµανική ίλη ιππικού, έφτασαν µπροστά στο Ρούπελ και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο διοικητής του οχυρού έλαβε διαταγή να το παραδώσει στον διοικητή της γερµανικής ίλης.

Η παράδοση ελληνικού εδάφους σε Βουλγάρους προκάλεσε, όχι αδίκως, την οργή των Ανταντικών, αλλά και των Ελλήνων. Ο Γάλλος πρεσβευτής στην Αθήνα συναντήθηκε µε τον πρωθυπουργό Σκουλούδη και τον ρώτησε έως ποιο σηµείο σκοπεύει να υποχωρήσει ο Ελληνικός Στρατός χωρίς να προβάλει αντίσταση στους προαιώνιους εχθρούς του, τους Βουλγάρους.

Ο Σκουλούδης αρνήθηκε να δώσει ξεκάθαρη απάντηση. Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος, ο οποίος δήλωσε στον Γκιγεµέν: «Μπορούσατε να προλάβετε την κίνησή τους και να καταλάβετε πρώτοι το Ρούπελ. Είναι πολύ ισχυρή θέση, που αντιβάλλει το Ντόβα Τεπέ. Ωστόσο, αδυνατώ να κατανοήσω την έξαψή σας. Σας έχω προειδοποιήσει πως θα µείνω ουδέτερος, ό,τι και αν συµβεί. ∆εν επιθυµώ να εµπλακώ στον πόλεµό σας».

Ο Κωνσταντίνος είχε διαπράξει το µεγαλύτερο σφάλµα της ζωής του. Η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους τού έδινε µια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ταχθεί µε το µέρος της Αντάντ και να βγει στον πόλεµο, κερδίζοντας ανταλλάγµατα. Η ανόητη -σε αυτή τη φάση- εµµονή του στην ουδετερότητα, η οποία απλώς δεν υφίστατο έτσι και αλλιώς, δεν είχε κανένα απολύτως νόηµα. Οι λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά να υιοθετήσει µια τέτοια οπτική σχετίζονται µε την απόφασή του να αντιδράσει, µε κάθε τρόπο, στη βενιζελική πολιτική.

Η παράδοση του Ρούπελ αµαχητί στους Βουλγάρους πάντως θα παραµείνει ανεξίτηλο στίγµα της βασιλείας του Κωνσταντίνου. Και σαφώς δεν µπορεί να παραλληλιστεί η κατάληψη του Ρούπελ από τους Βουλγάρους µε την κατάληψη του Ντόβα Τεπέ από τους συµµάχους. Οι σύµµαχοι ήταν βέβαιο ότι κάποτε θα αποχωρούσαν. Ποιος µπορούσε να εγγυηθεί το ίδιο για τους Βουλγάρους;

Νοεµβριανά

Οι συµµαχικές κυβερνήσεις κήρυξαν πλέον επίσηµα εχθρό τους τον Κωνσταντίνο και άρχισαν αποκλεισµό της «βασιλοκρατούµενης Ελλάδος». Την ίδια ώρα, ο Βενιζέλος σχηµάτιζε κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη. Όµως, στην προσπάθεια άσκησης πίεσης στον βασιλιά, τόσο ο Βενιζέλος όσο και οι σύµµαχοι πολιτεύτηκαν άσχηµα και αποφάσισαν να σταλεί συµµαχικός στόλος στον Πειραιά, ως µέσο άσκησης επιπλέον πίεσης στον βασιλιά.

Ο Βενιζέλος, ειδικά, προέβη σε αυτή την εκτίµηση πιστεύοντας ότι ο Κωνσταντίνος είχε χάσει το λαϊκό έρεισµα. Ακόµη και αν το τελευταίο αλήθευε, σύντοµα η εκτίµηση θα αποδεικνυόταν παντελώς ανεδαφική, από τη συµπεριφορά των συµµάχων προς τους Έλληνες, και κυρίως από τον αποκλεισµό, ο οποίος οδήγησε χιλιάδες Έλληνες στον θάνατο από εξάντληση και πείνα. Ακόµη και η αποστολή του συµµαχικού στόλου στον Πειραιά, ίσως να µην είχε τόσο καταστροφικές συνέπειες, αν επικεφαλής δεν ήταν ο τραγικός Γάλλος ναύαρχος Νταρτίζ ντι Φουρνέ.

Την ίδια ώρα τα γεγονότα πίεζαν. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 17 Αυγούστου τη Φλώρινα και άρχισαν παράλληλα να προωθούνται στην Ανατολική Μακεδονία. Λίγες µέρες αργότερα και η Ρουµανία βγήκε επιτέλους στον πόλεµο, στο πλευρό της Αντάντ.

Η προώθηση όµως των Βουλγάρων και οι βιαιοπραγίες που διέπρατταν εις βάρος των ελληνικών πληθυσµών αποτέλεσαν την αφορµή για την εκδήλωση τελικά του ήδη προσχεδιασµένου κινήµατος της «Εθνικής Άµυνας», όπως ονοµάστηκε, στη Θεσσαλονίκη. Η ΧΙ Μεραρχία, µε επικεφαλής τον µέραρχο Ζυµβρακάκη, στασίασε και συγκρούστηκε µάλιστα µε άλλα τµήµατα του Γ’ Σώµατος Στρατού. Η κρίση είχε ξεσπάσει. Στο µεταξύ, οι σύµµαχοι έγιναν αποδέκτες της αντιβασιλικής προπαγάνδας, βάσει της οποίας το ελληνικό Γενικό Επιτελείο είχε συγκεντρώσει στρατεύµατα και εφόδια στην Κατερίνη.

Παράλληλα, οι Γερµανοί είχαν συγκεντρώσει δυνάµεις στη Φλώρινα, οι οποίες θα κινούνταν προς Αθήνα. Ήδη είχαν αναφερθεί κινήσεις γερµανικού ιππικού προς Λάρισα! Οι ανόητες, δήθεν εµπιστευτικές αυτές «πληροφορίες», αναµφισβήτητα εκπορεύθηκαν από βενιζελικά κέντρα, και µόνο σκοπό είχαν να δώσουν τη λαβή που χρειάζονταν οι δυνάµεις για να ασκήσουν ακόµα πιο δυναµική πολιτική απέναντι του «γερµανόφιλου βασιλέως». Οι σύµµαχοι είχαν τώρα τη δικαιολογία που ήθελαν για να επέµβουν. Είχε έρθει η ώρα του Φουρνέ.

Στις 10 Σεπτεµβρίου συνέβη ακόµη ένα περίεργο περιστατικό. Οι πρεσβευτές των τριών δυνάµεων είχαν µεταβεί στη γαλλική πρεσβεία για να συσκεφθούν. Ξαφνικά, περίπου 20 άτοµα εµφανίστηκαν έξω από το κτίριο και πυροβολώντας στον αέρα φώναξαν: «Ζήτω η Γερµανία και ο βασιλεύς! Κάτω η Γαλλία». Οι ένοπλοι ταραξίες αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν όλοι µέλη του Κόµµατος των Φιλελευθέρων, και έδρασαν κατόπιν συνεννόησης µε τη γαλλική πρεσβεία!

Αυτό όµως δεν εµπόδισε τον Φουρνέ να αποβιβάσει πεζοναύτες και να τους εγκαταστήσει στην πρεσβεία, ως φρουρά. Από την άλλη πλευρά, η πάντοτε καιροσκόπος Ιταλία άδραξε την ευκαιρία και κατέλαβε τη Βόρεια Ήπειρο για να την «προστατεύσει» από τους Βουλγάρους.

Στην κρίσιµη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα, µόνο µία κίνηση απέµενε στον Κωνσταντίνο, η οποία θα αφόπλιζε αυτοµάτως και τον Βενιζέλο: η προσχώρησή του στην Αντάντ άµεσα, και µε εκ των υστέρων συζήτηση για τους όρους. Η εµµονή του τέτοιες ώρες στην τραγελαφική παρωδία ουδετερότητας ήταν τουλάχιστον εκτός πραγµατικότητας, από τη στιγµή µάλιστα που οι Βούλγαροι κατέλαβαν στις 16 Σεπτεµβρίου και την Καβάλα, συλλαµβάνοντας µάλιστα ως αιχµαλώτους 6.000 Έλληνες στρατιώτες!

Αργότερα, ολόκληρο το ∆’ Σώµα Στρατού θα παραδιδόταν αµαχητί στους Γερµανούς και θα απολάµβανε υποχρεωτικές «διακοπές» στο Γκέρλιτς. Η νέα ελληνική κυβέρνηση Καλογερόπουλου και πάλι δεν αντέδρασε. Ωστόσο, πρότεινε ακόµη µία φορά την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεµο, υπέρ της Αντάντ φυσικά, ζητώντας παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου, των ∆ωδεκανήσων και της ∆υτικής Θράκης.

Οι σύµµαχοι αρνήθηκαν, εφόσον η παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου και των ∆ωδεκανήσων στην Ελλάδα θα έθιγε τα ιταλικά συµφέροντα. Οι κυβερνήσεις των δυνάµεων αναγνώρισαν de facto την «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης. Μόνο η Ιταλία αντέδρασε στην αναγνώριση αυτή, φοβούµενη ότι θα συνεπαγόταν παραχωρήσεις εδαφών και δεσµεύσεις των συµµάχων προς τον Βενιζέλο. Οι σύµµαχοί της όµως την καθησύχασαν, τονίζοντας ότι δεν έχουν υποσχεθεί τίποτα στον Βενιζέλο.

Ο Κωνσταντίνος τότε υποσχέθηκε στους συµµάχους, σε µια κίνηση καλής θέλησης, να παραδώσει τα πυροβόλα του Στρατού στους συµµάχους. Παράλληλα, θα παρέδιδε και τον ελαφρύ στόλο µε τις τορπίλες και τις οβίδες των πλοίων.

Οι Γάλλοι δέχθηκαν τις προτάσεις και ο απεσταλµένος τους, Πολ Μπεναζέ, προθυµοποιήθηκε να συναντήσει και τον Βενιζέλο, σε µια προσπάθεια επανένωσης της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος όµως αποδείχτηκε ότι δεν επιθυµούσε ειλικρινά τη συνδιαλλαγή µε τον βασιλιά. Ήθελε αυτός να είναι ο άνθρωπος της Αντάντ στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά είχε τονίσει στον Μπεναζέ: «Το 1915 ζήτησα από την Αντάντ να µε στηρίξει, αλλά δεν µου απάντησε… Περίµενα 18 µήνες. Έτσι, αποφάσισα να δράσω… Στην Ελλάδα έχετε δικό σας πολιτικό, έχετε µια ηγετική µορφή, αλλά δεν την υποστηρίξατε όσο έπρεπε.

Στη συνέχεια προσβάλατε το εθνικό αίσθηµα όταν δηλώσατε στη Βουλγαρία ότι της προσφέρετε τη Μακεδονία», του είχε πει. Παράξενη πράγµατι ασυνέπεια, από τη στιγµή που πατέρας του σχεδίου παραχώρησης τµήµατος της Μακεδονίας στους Βουλγάρους ήταν ο ίδιος!

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στην Αθήνα τώρα, ο ναύαρχος Φουρνέ προέβη σε νέες απαιτήσεις, αξιώνοντας την παράδοση 32 ελληνικών πυροβολαρχιών, 40.000 τυφεκίων Μάλινχερ, µε 220 βολίδες ανά όπλο, 140 πολυβόλων και 50 φορτηγών. Το υλικό αυτό θα παραχωρούνταν για τη συγκρότηση του Στρατού της Εθνικής Άµυνας.

Ο Φουρνέ, επίσης µε πραξικοπηµατικό τρόπο, συνέλαβε τους πρεσβευτές των δυνάµεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών στην Αθήνα. Επιπλέον, κατέλαβε τον ναύσταθµο Σαλαµίνας, υποστέλλοντας την ελληνική σηµαία και αναρτώντας τη γαλλική.

Απ’ ό,τι φαίνεται, οι σύµµαχοι, µε τη σύµφωνη γνώµη του Βενιζέλου, δυστυχώς, δεν αναγνώριζαν στην «παλαιά» Ελλάδα τα δικαιώµατα ενός ανεξάρτητου κράτους και της φέρονταν σαν να βρισκόταν υπό κατοχή. Ο Φουρνέ, τα ξηµερώµατα της 1ης ∆εκεµβρίου, αποβίβασε 2.500 ναύτες και πεζοναύτες στο Φάληρο, µε την εντολή να καταλάβουν στρατηγικά σηµεία στην Αθήνα. Εντός της πόλης όµως είχαν πάρει θέσεις στρατιώτες και ένοπλοι επίστρατοι, και τους περίµεναν.

Η σύγκρουση άρχισε στο Θησείο, όταν Γάλλοι ναύτες θέλησαν να εκδιώξουν ελληνικό τµήµα. Σύντοµα, η σύγκρουση γενικεύτηκε και σε αυτή συµµετείχαν και τα συµµαχικά πολεµικά. Περισσότερες από 70 οβίδες έπληξαν την Αθήνα, ακόµη και την αυλή των ανακτόρων. Η βασιλική οικογένεια κατέφυγε στα υπόγεια.

Στο µεταξύ, οι µάχες συνεχίζονταν στην Αθήνα και είχαν ως αποτέλεσµα την πλήρη ήττα των πεζοναυτών του Φουρνέ, οι οποίοι προκειµένου να σωθούν κατέφυγαν σε διάφορα οικήµατα, όπου και πολιορκήθηκαν από τους Έλληνες.

Τελικά σώθηκαν χάρη στην επιτευχθείσα ανακωχή που υπεγράφη µεταξύ του Κωνσταντίνου και των πρεσβευτών της Αντάντ. Έξι ηµέρες αργότερα, η «κυβέρνηση» της Θεσσαλονίκης κήρυξε επίσηµα τον πόλεµο κατά των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, αλλά κήρυξε και τον Κωνσταντίνο έκπτωτο του θρόνου του.

Οι σύµµαχοι δεν ακολούθησαν άµεσα το παράδειγµά της, αφού ο Κωνσταντίνος υποχρεώθηκε να ζητήσει επισήµως συγγνώµη «διά την ενέδρα των Αθηνών» και να διατάξει παρέλαση της φρουράς Αθηνών ενώπιον ξένου αγήµατος, παρουσία των τριών πρεσβευτών, Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, κατά την οποία οι Έλληνες σηµαιοφόροι χαµήλωσαν τις σηµαίες ενώπιον των σηµαιών των τριών δυνάµεων.

Την 11η Ιουνίου, οι «Προστάτιδες ∆υνάµεις» αξίωσαν µε τελεσίγραφο την αποποµπή του Κωνσταντίνου. Ο Κωνσταντίνος υπέκυψε στις πιέσεις και εγκατέλειψε την Ελλάδα. ∆ύο εβδοµάδες αργότερα, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και σχηµάτισε νέα κυβέρνηση.

Η Ελλάδα είχε και πάλι ταπεινωθεί από τους «προστάτες» της.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.