Μεταξύ των βασικών καθηκόντων των βασιλιάδων ήταν να προστατεύουν όσους δεν μπορούσαν να προστατεύσουν τον εαυτό τους – κυρίως, τις χήρες, τα ορφανά και τους πρόσφυγες.
Εκείνοι από την άλλη πάλευαν να εξασφαλίσουν μια ακρόαση – πόσο μάλλον μια δίκαιη – εκτός αν είχαν την υποστήριξη του μονάρχη.
Επειδή οι αναξιοπαθούντες μπορούσαν να προσφέρουν ελάχιστα σε αντάλλαγμα, η παροχή βοήθειας τους ήταν ένα σημάδι ηθικής υπεροχής – αλλά απαιτούσε επίσης ότι ο ηγεμόνας είχε τους πόρους για να αντιμετωπίσει ισχυρούς άνδρες.
Όσοι ήταν πρόθυμοι για τον θρόνο, λοιπόν, έκαναν τα πάντα για να δείξουν ενδιαφέρον για αυτές τις ομάδες.
Το 1024, ο μελλοντικός αυτοκράτορας, Κόνραδος Β’, σταμάτησε την πομπή που τον συνόδευε στη στέψη του, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μια χήρα, ένα ορφανό και έναν πρόσφυγα.
Έπειτα διέκοψε τη γιορτή της στέψης για να διασφαλίσει ότι θα αντιμετωπιστούν τα παράπονα που είχε εγείρει ένας χωρικός.
Πράγματι, ο βασιλιάς Ερρίκος Α της Δανίας (1095–1103 μ.Χ.) ήταν τόσο επιμελής στην επιδίωξη της δικαιοσύνης που «έγινε τρόμος των ανώτερων τάξεων, αλλά ήταν πολύ αγαπητός από τις κατώτερες τάξεις, γιατί τους δεύτερους αντιμετώπιζε με πατρική τρυφερότητα, τους πρώτους με βασιλική αυστηρότητα».
Ήταν γιος του βασιλιά Σβεν Β΄ της Δανίας από μια άσημη γυναίκα και διαδέχθηκε τον αδελφό του Όλαφ Α΄ της Δανίας.
Μεσαιωνικοί χρονικογράφοι περιγράφουν τον Ερρίκο Α΄ ως πολύ απλό άνθρωπο που μπορούσε να συνεννοηθεί με ίσους όρους με τον απλό κόσμο, γύριζε όλες τις γειτονιές και άκουγε τα προβλήματα των ανθρώπων και τους χαιρετούσε μέσα στα σπίτια τους, αγαπούσε τις διασκεδάσεις και είχε έκλυτη ιδιωτική ζωή.
Προσπάθησε να κρατήσει καλές σχέσεις και με τους μεγάλους γαιοκτήμονες, παρά το γεγονός ότι είχε ταχθεί ανοιχτά υπέρ των κατώτερων τάξεων στο πλαίσιο της διπλωματικής του πολιτικής, ώστε να μπορεί να έχει την υποστήριξή τους σε περίπτωση ανάγκης.
Τα πράγματα άλλαξαν για τον Ερρίκο, όταν κατά τη διάρκεια ενός γλεντιού μέθυσε υπερβολικά και σκότωσε τέσσερις από τους άνδρες του μέσα στην αυλή του.
Όταν συνειδητοποίησε το έγκλημά του αποφάσισε να πάει για προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα.
Στη διαδρομή, αρρώστησε βαριά αλλά παρόλα αυτά προτίμησε να συνεχίσει το ταξίδι του για τους Αγίους Τόπους, με αποτέλεσμα να πεθάνει στην Πάφο της Κύπρου τον Ιούλιο του 1103 και να ταφεί εκεί.