Με αφορμή μια μελέτη για τη δράση του Αλή Πασά, ένας ιστορικός της Ισλαμικής Μέσης Ανατολής, εστιάζει σε οθωμανικά μνημεία που βρίσκονται στη χώρα.
Λευκάδα, Πρέβεζα, Άρτα, Ιωάννινα, Πάργα είναι περιοχές με ιδιαίτερο χρώμα και πλούσιο πολιτιστικό αποτύπωμα, που συνδέονται μεταξύ τους και με έναν ακόμα κρίκο, ιστορικό: τη δράση του Αλή Πασά, του φιλόδοξου Οθωμανού αξιωματούχου, ο οποίος στο μεταίχμιο του 18ου και 19ου αιώνα απέκτησε τόσο πλούτο και δύναμη που απείλησε ακόμα και την εξουσία του Σουλτάνου.
Τι θα μπορούσε, όμως, να προκαλέσει στις μέρες μας το ενδιαφέρον για μια περιήγηση που θα ακολουθεί τα «χνάρια» του αμφιλεγόμενου τοπικού ηγεμόνα, όπως το πρόσφατο ταξίδι που αφορούσε τα οθωμανικά μνημεία της Δυτικής Ελλάδας; «Μελετώ την οθωμανική και γενικά την ισλαμική αρχιτεκτονική στο πλαίσιο επιστημονικής ιστορικής έρευνας.
Σε μία προσπάθεια κοινοποίησης και διάδοσης του ενδιαφέροντος οργανώνονται εκπαιδευτικές περιηγήσεις, οι οποίες ξεκίνησαν ως μέρος ενός σεμιναρίου. Εφέτος ορίστηκε ως κεντρικό θέμα της δραστηριότητας ο Αλή Πασάς και γιατί υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός μνημείων που σχετίζονται μαζί του, όπως χαρακτηριστικά, για παράδειγμα, αρκετά κάστρα τα οποία κτίστηκαν από τον ίδιο στις αρχές του 19ου αιώνα.
Επίσης, κατά την περιήγηση είδαμε τεμένη σε διάφορες πόλεις, καθώς κι άλλους τύπους κτηρίων, όπως τα ιαματικά λουτρά στην Πρέβεζα και τον Στρατώνα του Ιππικού στα Ιωάννινα, πρωτεύουσα του πασαλικιού του.
Έτσι, μέσα από το ιστάμενο αρχιτεκτονικό απόθεμα μπορέσαμε να μιλήσουμε για την περιοχή κατά την εποχή μετάβασης από τον 18ο στον 19ο αιώνα, να αναφέρουμε πώς η δράση του Αλή Πασά επηρέασε την ιστορία μας, την Ελληνική Επανάσταση κ.ά.», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δημήτρης Λούπης, οθωμανολόγος και ιστορικός της Ισλαμικής Μέσης Ανατολής.
Τα τελευταία 10 χρόνια, στο πλαίσιο του Σεμιναρίου Οθωμανικής Γλώσσας και Παλαιογραφίας που διδάσκει -και το οποίο ξεκίνησε στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών-, διοργανώνει εκπαιδευτικές εκδρομές με θέμα ελλαδικές πόλεις και περιοχές κατά την οθωμανική περίοδο μέσα από τα οθωμανικά μνημεία στην Ελλάδα και αντίστοιχα θεματικές περιηγήσεις με έμφαση στην οθωμανική και σελτζουκική αρχιτεκτονική στην Τουρκία.
«Ο Αλή Πασάς ήταν ένας σημαντικός, υψηλός αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους, ένας τοπικός άρχοντας, ο οποίος σιγά σιγά απέκτησε μεγάλη δύναμη. Και δεν ήταν ο μόνος», συνεχίζει.
Και διευκρινίζει: «Υπήρχαν κι άλλοι ‘αγιάνηδες’, όπως έλεγαν οι Οθωμανοί τους εκπροσώπους της κεντρικής εξουσίας στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας. Οι τοπικοί αυτοί άρχοντες (από το ayan, αραβική λέξη που σημαίνει μάτια, δηλαδή τα μάτια του ηγεμόνα στην επαρχία), αρχικά με την ανοχή του σουλτάνου και σύμφωνα με τους κρατικούς θεσμούς, είχαν στρατό, πολιτική και οικονομική εξουσία.
Ο Αλή Πασάς έγινε παροιμιώδης διότι αποπειράθηκε να ενισχύσει την αυτονομία του απέναντι στον σουλτάνο με απώτερο σκοπό, όπως φαίνεται, να δημιουργήσει το δικό του κράτος όντας ήδη μέσα σε μια αυτοκρατορία. Και δεν ήταν ο μόνος.
Υπήρχαν μερικές δεκάδες ανάλογες περιπτώσεις σε όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, στα Βαλκάνια και στην Ανατολία, δηλαδή πλούσιες οικογένειες των επαρχιών, εκπρόσωποι της κεντρικής εξουσίας, που κάποια στιγμή επιζήτησαν είτε μια κάποια ελευθερία κινήσεων είτε περιορισμό εξωτερικού ελέγχου είτε απόσχιση.
Ο Αλή Πασάς, ακολουθώντας το προσωπικό του όραμα, ανέπτυξε οργανωμένο στρατό, συναντούσε πρέσβεις δυτικών δυνάμεων και δρούσε αποκεντρωτικά σε σχέση με την πρωτεύουσα, θέτοντας σε εξαιρετική ανησυχία, μαζί με πολλούς ομοίους του, τον Σουλτάνο».
Ο Αλή Πασάς άφησε εποχή. Το ίδιο και ο πιο γνωστός ίσως αγιάνης, ο Μεχμέντ Αλή Πασάς ή Μωχάμεντ Άλη, ο βαλής της Αιγύπτου. «Ο πιο σημαντικός από τους άρχοντες αυτούς στην Εποχή των Αγιάνηδων ήταν ο Μεχμέντ Αλή, ο οποίος προερχόταν από αντίστοιχη οικογένεια της περιοχής της Καβάλας. Πήγε στην Αίγυπτο ως στρατιωτικός αξιωματούχος του σουλτάνου για να κατασιγάσει τοπικές εξεγέρσεις και σιγά σιγά είδε να ανοίγεται μπροστά του ‘πεδίον δόξης λαμπρόν’.
Ως ο πιο επιτυχημένος αγιάνης οδήγησε την περιοχή ελέγχου του, την Αίγυπτο, σταδιακά και μεθοδικά από μία οθωμανική επαρχία στην αυτονομία και την ανεξαρτησία από το Οθωμανικό Κράτος. Αμέσως επόμενος σημαντικός τοπικός άρχοντας, όμως, ήταν ο Αλή Πασάς, ο ‘δικός μας’ Αλή Πασάς, γιατί παρότι ήταν ‘Τουρκαλβανός’, ένας Οθωμανός αλβανικής καταγωγής, βοήθησε, χωρίς να το επιδιώκει αυτό καθ’ αυτό, την Ελληνική Επανάσταση, κρατώντας απασχολημένα τα οθωμανικά στρατεύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε στον νότο να μπορέσει να ξεσπάσει ο πόλεμος για την ανεξαρτησία», τονίζει ο Δ. Λούπης.
Οθωμανικά μνημεία
Υπάρχουν λογής μνημεία της οθωμανικής περιόδου στην Ελλάδα -κάστρα, οχυρά, τζαμιά, τεκέδες, μεντρεσέδες, μπεζεστένια, χαμάμ, χάνια, ιμαρέτ, αρχοντικά και κρήνες- για την αποκατάσταση των οποίων έχει δημιουργηθεί τις τελευταίες δεκαετίες ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον. Κάποια είναι μεγαλόπρεπα, όπως το τζαμί του Ασλάν Πασά στο Κάστρο Ιωαννίνων που στεγάζει το Δημοτικό Εθνογραφικό Μουσείο, άλλα πάλι είναι πιο ταπεινά, που όμως κρύβουν συναρπαστικές ιστορίες, οι οποίες φτάνουν ως τις μέρες μας.
Όπως η χρήση ως κατοικία του Φεϋζούλ Τζαμιού στην Άρτα, που ως τέτοια εγκαταλείφθηκε μόλις τη δεκαετία του 1980 ή η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στο Καπνοχώρι Κοζάνης, που διασώζει μια πολύ ιδιαίτερη ξύλινη οροφή από την περίοδο που ήταν τεκές, την οποία οι κάτοικοι της περιοχής θέλουν πολύ να συντηρηθεί.
«Με τη συμφωνία ανταλλαγής των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τέτοιου είδους θρησκευτικά κτήρια, όπως το Φεϋζούλ Τζαμί, περιήλθαν στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους, το οποίο έδωσε τη διαχείρισή τους στην Εθνική Τράπεζα. Αυτή με τη σειρά της τα εκποίησε ή τα απέδωσε στους πρόσφυγες για να καλύψει τις στεγαστικές τους ανάγκες.
Πρόκειται για κατοικίες, αλλά και δημόσια κτήρια της μουσουλμανικής κοινότητας, στα οποία εγκαταστάθηκαν περισσότερες από μια οικογένειες. Κάποια κτήρια καταστράφηκαν, διότι κατεδαφίστηκαν ή εγκαταλείφθηκαν σε αχρηστία, κάποια ενσωματώθηκαν σε νέες κατασκευές από τους νέους ιδιοκτήτες τους, κάποια άλλα διατηρήθηκαν. Ό,τι κατάφερε να φτάσει έως τη δεκαετία του 1980, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, σώθηκε.
Το Τέμενος Φεϋζούλ, που φαίνεται ότι λειτούργησε ως κατοικία έως πριν από λίγες δεκαετίες, ευτυχώς χαρακτηρίστηκε από το κράτος ως διατηρητέο κτίσμα λόγω της ιστορικής του αξίας, απαλλοτριώθηκε και όταν η Εφορεία Αρχαιοτήτων Άρτας κρίνει κατά τον προγραμματισμό της, θα προχωρήσει στην αποκατάστασή του», υπογραμμίζει ο Δ. Λούπης.
«Όσο για το Καπνοχώρι, είναι συγκινητική η επιθυμία κατοίκων του -απογόνων προσφύγων του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης- να συντηρηθεί η επιζωγραφισμένη ξύλινη οροφή του μπεκτασσικού τεκέ, ο οποίος μετεστράφη από τους μικρασιάτες πρόσφυγες στη σημερινή μικρή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου», επισημαίνει ο συνομιλητής.
«Είναι η συνέχεια του ιερού χώρου. Οι Δερβίσσες μουσουλμάνοι -οι οποίοι επιλέγουν μία τοποθεσία όπου υπάρχουν ήδη αρχαιότητες, γι’ αυτούς τα αρχαία μάρμαρα αναδύουν ιερότητα- συστήνουν εκεί έναν χώρο λατρείας, έναν τεκέ και όταν φεύγουν, οι πρόσφυγες που έρχονται συνεχίζουν την ιερότητα του χώρου αυτού μετατρέποντάς το σε εκκλησία. Έτσι σώζονται τα μνημεία.
Γιατί αλλιώς δεν θα υπήρχε αυτή η εντυπωσιακή οροφή. Είναι ο μοναδικός τεκές που διατηρεί ζωγραφική οθωμανικού μπαρόκ στην Ελλάδα, του είδους της διακόσμησης του 18ου αι. και του πρώτου μισού του 19ου αι. που ξεκινά από την Κωνσταντινούπολη, διαχέεται στους προύχοντες της Δυτικής Μικράς Ασίας και σιγά σιγά κινείται και προς άλλους τόπους», τονίζει ο ιστορικός.
Γιατί όμως να μας ενδιαφέρουν (και) τα οθωμανικά μνημεία; «Η οθωμανική περίοδος είναι μέρος της ιστορίας του Ελληνισμού και αν κάποιος επιθυμεί να ερευνήσει το παρελθόν του, οφείλει να μάθει και για την εποχή εκείνη.
Μερικοί χρησιμοποιούν επιχειρήματα, όπως ότι κάποια ισλαμικά τεμένη κτίστηκαν από εργαστήρια χριστιανών κτιστών, συνεπώς η ετερότητα μειώνεται, γεγονός που επιτρέπει το ενδιαφέρον και την προστασία.
Άλλοι εμφατικά αναφέρουν ότι οι μητέρες των Οθωμανών σουλτάνων ήταν στην πλειοψηφία τους χριστιανές, συνεπώς το ήμισυ του ‘αίματος’ των μελών της δυναστείας ήταν αντίστοιχο. Συχνά μόνο έτσι γίνεται ‘αποδεκτή’ η ιστορία της περιόδου. Όμως, η ιστορία, η αρχαιολογία και τα συναφή αντικείμενα είναι επιστημονικά πεδία που υπακούουν σε αρχές, ακολουθούν μεθόδους και χειρίζονται εργαλεία με άλλα αξιολογικά κριτήρια.
Ο πολίτης σήμερα χρειάζεται να αντιλαμβάνεται τον εαυτό και την κοινότητά του τόσο στην εθνική όσο και στη διεθνή του διάσταση.
Τον αφορά, στον ίδιο βαθμό, η προστασία της φύσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς στη γενέθλια πατρίδα, στη χώρα που ζει, σε όλον τον πλανήτη. Στα καθ’ ημάς, η διατήρηση και ανάδειξη μιας προϊστορικής θέσης, ενός μνημείου της αρχαιότητας, της βυζαντινής περιόδου, της οθωμανικής εποχής, του σύγχρονου κόσμου, μας αφορά ομοίως.
Συνεπώς ο οθωμανικός κόσμος και ο πολιτισμός του είναι τοπίο του ιστορικού παρελθόντος και του ενδιαφέροντός μας. Είναι μέρος της ιστορίας μας», απαντά ο Δημήτρης Λούπης.
Τα ταξίδια που διοργανώνει ο ιστορικός στο πλαίσιο του σεμιναρίου του έχουν εκπαιδευτικό και όχι τουριστικό χαρακτήρα.
Σκοπός τους είναι να στρέψουν το βλέμμα των ενδιαφερομένων αφενός προς την ιστορία του ελλαδικού χώρου κατά την οθωμανική περίοδο μέσα από το ιστάμενο αρχιτεκτονικό απόθεμα και, αφετέρου, προς τον ευρύτερο ισλαμικό κόσμο και πολιτισμό πάλι με όχημα την ιστορία και την αρχιτεκτονική.
Το ταξίδι που κάνει κάποιος με την ανάγνωση ενός βιβλίου ενισχύεται κατά πολύ με την επίσκεψη και αυτοψία στον ίδιο τον ιστορικό χώρο και τα μνημεία του.