Οι Μογγόλοι, νομαδική φυλή, ζούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Ασίας που ονομάζεται σήμερα Μογγολία.
Ασχολία τους ήταν η εκτροφή ζώων όπως άλογα, καμήλες, πρόβατα και γιακ.
Κατοικούσαν σε φορητές σκηνές που κατασκευάζονταν από ύφασμα ή δέρμα ζώου, γνωστές ως «γκερ» ή «γιουρτ» (στα τουρκικά γιουρτ σημαίνει πατρίδα) και μετακινούνταν, χειμώνα και καλοκαίρι, μεταφέροντας τα υπάρχοντά τους, στις στέπες της Κεντρικής Ασίας.
Στην ίδια περιοχή με τους Μογγόλους ζούσαν και άλλα νομαδικά φύλα, τουρκικής καταγωγής, που ήταν οργανωμένα σε φατρίες, επικεφαλής των οποίων ήταν η στρατιωτική αριστοκρατία.
Το σύνολο των νομάδων αυτών αριθμούσε περί το 1,5 έως 3 εκατομμύρια ψυχές, οι μισοί από τους οποίους ήταν τουρκόφωνοι.
Από αυτή την περιοχή ήταν και η φυλή των Κσιονγκνού, οι οποίοι εκτελούσαν επιδρομές εναντίον των Κινέζων, πιθανώς δε ταυτίζονται με τους Ούνους, οι οποίοι έκαναν επιδρομές κατά της Ευρώπης τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ.
Μολονότι στην περιοχή επικρατούσε η ειδωλολατρία, μετά τον 6ο αιώνα άρχισε να εξαπλώνεται ο μανιχαϊσμός και ο νεστοριανισμός.
Ο μανιχαϊσμός ήταν μια θρησκεία που είχε ιδρύσει ο Μάνης. Όταν η αίρεση αυτή υπέστη διωγμό στην Περσία από τους οπαδούς του ζωροαστρισμού, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή, ωστόσο αργότερα εξαφανίστηκε.
Η άλλη θρησκεία, ο νεστοριανισμός, ήταν χριστιανική αίρεση που είχε ιδρυθεί από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριο, ο οποίος προέβαλε την ύπαρξη δύο ξεχωριστών φύσεων στην προσωπικότητα του Ιησού Χριστού.
Όταν η αίρεση αυτή καταδικάστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Εφέσου, το 431, οι οπαδοί της κατέφυγαν στην Περσία και απέκτησαν οπαδούς έως τα βάθη της Ασίας.
Νότια των Μογγόλων υπήρχε η κινέζικη αυτοκρατορία των Τανγκ, η οποία, όταν έχασε μέρος της δύναμής της, επέτρεψε στους Άραβες να επεκταθούν προς την Κεντρική Ασία.
Οι μουσουλμάνοι Άραβες εισέβαλαν στο Χορασάν το 667 και εποίκησαν την Υπερωξιανή το 670.
Κατά τη διάρκεια της εξαπλώσεως του ισλαμισμού από τον Ουαλίντ Α΄ (705-715), οι πιστοί του Μωάμεθ κατέλαβαν τις πόλεις Μπαλκ (705), Μπουχάρα (709) και Σαμαρκάνδη (712).
Η περιοχή αναπτύχθηκε χάρη στα αρδευτικά έργα που χρηματοδοτήθηκαν από τους χαλίφες της Βαγδάτης.
Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα, η περιοχή ανάμεσα στην Μπουχάρα και Σαμαρκάνδη εθεωρείτο ένας από τους τέσσερις «γήινους παραδείσους».
Οι άλλες τρεις ήταν η νότια Περσία, το νότιο Ιράκ και η περιοχή της Δαμασκού. Κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής διοίκησης, η δυτική Ασία έγινε κέντρο εμπορικής και βιοτεχνικής ανάπτυξης, το επίπεδο της οποίας η Ευρώπη έφθασε μόλις τον 16ο αιώνα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα τεμένη είχαν μεγάλες βιβλιοθήκες.Όταν ένας σοφός γιατρός προσκλήθηκε από τον σουλτάνο της Μπουχάρα να έλθει στην αυλή του, για να ζήσει εκεί, αυτός αρνήθηκε με το αιτιολογικό ότι θα απαιτούνταν 400 καμήλες για να μεταφέρει τα βιβλία του! Αυτή την περίοδο ο αραβικός κόσμος γέμισε γεωγράφους, ιστορικούς, ποιητές και θεολόγους, που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ανεκτικότητα των Αράβων κατακτητών.
Το 1162, ένας από τους φυλάρχους της Μογγολίας, ο Γεσουγκάι (Yesugai), απέκτησε από τη γυναίκα του Χοελούν (Hοelun) ένα γιο που τον ονόμασε Τεμουζίν. Ο παππούς του Γεσουγκάι, Καμπούλ Χαν, στο παρελθόν είχε ενώσει τους νομάδες Μογγόλους σε μια χαλαρή ομοσπονδία, ωστόσο μετά τον θάνατό του, το βασίλειο που είχε ιδρυθεί διαλύθηκε, ο δε αυτοκράτωρ των Τσιν της βόρειας Κίνας εξάπλωσε την επικράτειά του στην περιοχή, που έλεγχε παλαιότερα ο Καμπούλ Χαν.
Ο Γεσουγκάι είχε κληρονομήσει μόνο ένα μικρό τμήμα των εδαφών του βασιλείου, που είχε ιδρύσει ο παππούς του, όμως αύξησε τη δύναμή του και εδραίωσε τη φήμη του, νικώντας μερικές φυλές Τατάρων και συμμετέχοντας στα κοινά των Κεραϊτών, που ήταν τουρκικής καταγωγής, κατοικούσαν δε στις όχθες του ποταμού Ορχόν.
Στις αρχές του 11ου αιώνα, ο ηγέτης των Κεραϊτών είχε ασπαστεί τον νεστοριανισμό, όπως και πολλοί από τους υπηκόους του. Αλλά και η τουρκική φυλή των Ουϊγκούρων είχε ασπασθεί την ίδια θρησκεία και είχε εγκατασταθεί στη εύφορη λεκάνη του ποταμού Ταρίμ (Tarim στα τουρκικά γεωργία), που βρίσκεται βόρεια της ερήμου Τάκλα Μάκαν, καθώς και στην εύφορη λεκάνη Τουρφάν (Τurfan), που βρίσκεται 154 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Οι Ουϊγκούροι, χρησιμοποιούσαν μια τουρκική ρουνική γραφή, η ύπαρξη της οποίας έχει επιβεβαιωθεί από επιγραφές που βρέθηκαν κοντά στον ποταμό Ορχόν και στον ποταμό Γενισέι. Ο πολιτισμός, που δημιούργησαν οι Ουϊγκούροι εξαπλώθηκε σταδιακά και στις γειτονικές τουρκικές φυλές των Κεραϊτών και των Ναϊμάνων.
Τα κράτη που είχαν ιδρυθεί βόρεια της Κίνας, είχαν χρησιμοποιήσει γνώσεις που είχαν τις ρίζες τους στην κυρίως Κίνα. Οι Κινέζοι για να αντισταθούν στη δυναμική των κρατών αυτών θα έπρεπε να επιστρατεύσουν μεγαλύτερες δυνάμεις και να αναπτύξουν την πολεμική τους τεχνολογία.
Ένα από τα μέτρα που είχαν πάρει οι Κινέζοι, για τη χαλιναγώγηση των επεκτατικών βλέψεων των βορείων γειτόνων τους, ήταν η απαγόρευση της εξαγωγής σιδήρου στη Μογγολία.
Όταν οι Τσιν κατέλαβαν τη βόρεια Κίνα, δεν ήταν τόσο προνοητικοί, ως προς τη σημασία και την τήρηση του μέτρου αυτού, με αποτέλεσμα οι Μογγόλοι να κάνουν αθρόες εισαγωγές σιδήρου και να αυξήσουν σημαντικά την παραγωγή σπαθιών και αιχμών των ακοντίων και των βελών.
Ο Τζένγκις στην εξουσία
Όταν γύρω στα 1170 ο αρχηγός των Κεραϊτών πέθανε, ο γιος του ζήτησε τη βοήθεια του φυλάρχου Γεσουγκάι, πατέρα του Τεμουζίν, για να καταπνίξει τις εξεγέρσεις που είχαν ξεσπάσει στην περιοχή και για να τον βοηθήσει να εδραιωθεί στην εξουσία. Έτσι, ο Γεσουγκάι απέκτησε κάποια ερείσματα ανάμεσα στους Κεραΐτες, όμως σύντομα πέθανε αφήνοντας ορφανό τον Τεμουζίν.
Αυτός, με την υποστήριξη της μητέρας του, κατόρθωσε να επιβληθεί στα γειτονικά φύλα και να εκλεγεί το 1194 Χαν των Μογγόλων, παίρνοντας και τον τίτλο Τζένγκις. Τότε ο Άρχοντας της Αυτοκρατορίας των Τσιν έσπευσε να αναγνωρίσει τον νέο Χαν ως εκπρόσωπο των Μογγόλων και να συνάψει μαζί του συμμαχία.
Στη συνέχεια ο Τζένγκις, το 1197, βοήθησε τον ηγεμόνα των Κεραϊτών να εξασφαλίσει τον θρόνο του και λίγο αργότερα, το 1199, συμμάχησε μαζί του για να επιτεθεί κατά των Τούρκων Ναϊμάνων. Όμως, οι διαφωνίες που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους δύο μονάρχες, οδήγησε σε ρήξη τις σχέσεις τους και οι διαφορές τους λύθηκαν με τα όπλα.
Μετά τη μάχη, που έληξε με τη νίκη του Τζένγκις και τον θάνατο του Χαν των Κεραϊτών, ο Μογγόλος Χαν καρπώθηκε τα εδάφη του πρώην συμμάχου του.
Ο επόμενος στόχος του Τζένγκις ήταν τώρα οι Τούρκοι Ναϊμάνοι. Ο πόλεμος που ακολούθησε ανάμεσα στους δύο λαούς κράτησε δύο χρόνια, με αποτέλεσμα ο Τζένγκις να κατορθώσει να υποτάξει ολόκληρη την περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον ποταμό Αμούρ, στα ανατολικά της Μογγολίας, έως τη λεκάνη Ταρίμ στα δυτικά, νότια δε ως το μεγάλο τείχος που βρίσκεται στα όρια της Βόρειας Κίνας με τη Μογγολία.
Ο Τζένγκις, αντιλαμβανόμενος ότι δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τις φιλοδοξίες του μόνο με τους Μογγόλους, αφού αυτοί ήταν ολιγάριθμοι, σύντομα αποφάσισε να συστρατεύσει και τα γειτονικά τουρκικά φύλα που ήταν ούτως ή άλλως συγγενικά με τους Μογγόλους.
Το Κουριλτάι του 1206
Η γενική συνέλευση των Μογγόλων, γνωστή ως Kuriltay (στα τουρκικά Κουριλτάι), το 1206, επιβεβαίωσε τον βασιλικό τίτλο του Τζένγκις Χαν και διακήρυξε ότι όλοι οι υπήκοοι του κράτους θα ονομάζονταν Μογγόλοι.
Επιπλέον, το Κουριλτάι επιβεβαίωσε τη θέληση των Μογγόλων να κρίνεται το μέλλον τους συλλογικά, έστεψε δε τον νέο άρχοντα, με ένα ουράνιο φωτοστέφανο, διαμέσου του οποίου οι διαταγές και οι επιθυμίες του δεν θα απέρρεαν μόνο από την εγκόσμια ισχύ του, αλλά θα ήταν ισοδύναμες με τις θεϊκές εντολές.
Ενώ τα απλά μέλη της μογγολικής κοινωνίας των κτηνοτρόφων δεν είχαν σαφή επίγνωση των επιδιώξεων του Τζένγκις Χαν, οι άρχοντες γνώριζαν πολύ καλά τις επιδιώξεις του, αφού ο στόχος της κατάληψης εδαφών των γειτονικών λαών, οι οποίοι κατείχαν ένα ανώτερο επίπεδο στον οικονομικό και πολιτιστικό τομέα, ήταν και δική τους επιδίωξη.
Βέβαια, αυτή η θέλησή τους δεν πήγαζε από την επιθυμία τους να ζήσουν μαζί με υπέρτερους λαούς, αλλά από τη σκέψη να αποκομίσουν περισσότερα και μεγαλύτερα λάφυρα, ώστε να απολαύσουν μια καλύτερη και εύκολη ζωή, για την οποία δεν θα είχαν κοπιάσει.
Οι επιδιώξεις των Μογγόλων δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μόνο με επιδρομές και λεηλασίες, γι’ αυτό και επεδίωξαν να ιδρύσουν ένα κράτος που θα περιελάμβανε ολόκληρο τον γειτονικό κόσμο. Αυτός ο ζωτικός χώρος, όπως τον φαντάστηκαν και άλλοι κατακτητές και δικτάτορες, θα χρησίμευε μόνο για να τον εκμεταλλευτούν οι Μογγόλοι, οι οποίοι, κατά την άποψή τους, ήταν η κυρίαρχη ράτσα της περιοχής.
Οι λαοί που έχουν ιεραποστολικές επιδιώξεις έχουν και επεκτατικά σχέδια, όπως απεδείχθη από το Ισλάμ που επεκτάθηκε αμέσως μετά τον θάνατο του Προφήτη, αλλά και από την εξάπλωση του σύγχρονου κράτους του Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων Αράβων. Δίχως αμφιβολία, ο νέος Χαν των Μογγόλων θεωρούσε τον εαυτό του εντολοδόχο του Θεού.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση, με την οποία εξεφράζοντο οι επιδιώξεις του Χαν και των Μογγόλων: «ένας ήλιος στον ουρανό, ένας κυρίαρχος στη γη».
Οι επιδιώξεις του Τζένγκις δεν διαφέρουν από αυτές του Χίτλερ: «ein Volk, ein Reich, ein Fuehrer» (ένας λαός, μία αυτοκρατορία, ένας ηγέτης).
Βέβαια, η δήθεν θεϊκή εντολή προς τον Τζένγκις, δεν αρκούσε για να πραγματοποιηθούν τα όνειρα και οι ουράνιες εντολές. Αλλά απαιτείτο και ένας ισχυρός και πολυάριθμος στρατός.
Στην αυτοκρατορία του Τζένγκις οι διάφορες φυλές ήταν ελεύθερες να ασκήσουν τον πατροπαράδοτο τρόπο διακυβέρνησης διά των φυλάρχων, που κατείχαν το αξίωμα του κυβερνήτη με βάση τα κληρονομικά κριτήρια. Όμως, ο Τζένγκις τοποθέτησε την οικογένειά του πάνω απ’ όλους, ονομάζοντάς την Altin Uruk (χρυσή φυλή, όπως και στα τουρκικά).
Η κεντρική διοίκηση της Αυτοκρατορίας απετελείτο από τα μέλη της οικογένειάς του και τους έμπιστους σε αυτόν συντρόφους.
Ο Τζένγκις φρόντισε να μοιράσει στους υποστηρικτές του αμέτρητους σκλάβους που προέρχονταν από τις περιοχές που είχαν αντισταθεί στις επιδιώξεις του, για την ίδρυση της μονοκρατορίας του.
Με το Κουριλτάι του 1206, η μητέρα και ο αδελφός του απέκτησαν από 10.000 οικογένειες ως προσωπικούς δούλους και οι νεαροί γιοι του 5-6.000 ο καθένας. Φυλές και πόλεις που είχαν παραδοθεί δίχως αντίσταση, απέκτησαν το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης, εφόσον κατέβαλαν τους φόρους που τους είχαν επιβληθεί.
Η μογγολική στρατιωτική οργάνωση
Ο Τζένγκις Χαν σύντομα αποφάσισε να επεκτείνει και τα όρια του κράτους του. Ήδη ήταν κύριος ενός πολυάριθμου στρατού, οργανωμένου με μεγάλη προσοχή. Οι Μογγόλοι, από στρατιωτική άποψη, ήταν σε καλύτερη μοίρα από τους γειτονικούς λαούς. Όμως, η στρατιωτική οργάνωση έπρεπε να ξεπερνά τα όρια των μικρών ομάδων και των φατριών και να συμπεριλάβει όλο τον ενεργό πληθυσμό μέσα σε έναν ενιαίο λαϊκό στρατό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι γυναίκες των Μογγόλων συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, όχι ως ιππείς, αλλά για να αποτελειώνουν τους πληγωμένους εχθρούς και να μαζεύουν τα βέλη που είχαν ριχτεί στο πεδίο της μάχης.
Ο Τζένγκις διοργάνωσε το στρατό του με βάση το δεκαδικό σύστημα. Το στρατιωτικό απόσπασμα απεκαλείτο Αrvan και απετελείτο από 10 στρατιώτες. Ο λόχος απεκαλείτο Ζuun και απετελείτο από 100 και η μεραρχία ονομαζόταν tumen, (όπως και στον σύγχρονο τουρκικό στρατό), αποτελούμενη από 10.000 άνδρες.
Επίσης, ο Χαν είχε δημιουργήσει μια προσωπική φρουρά ισοδύναμη με μια μεραρχία 10.000 ανδρών και επιπλέον κρατούσε ως ομήρους τα μέλη των ισχυρών μογγολικών οικογενειών για να αποτρέψει τυχόν ανταρσίες.
Στη στρατιωτική οργάνωση των Μογγόλων η πειθαρχία και η τυφλή υπακοή προς τους ανωτέρους ήταν δεδομένη. Αντίθετα, η λιποταξία και η δειλία ήταν σοβαρά παραπτώματα, που τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου. Άξιο προσοχής είναι ότι ο Τζένγκις δεν διαμόρφωσε μόνο τις ένοπλες δυνάμεις της πατρίδας του, αλλά οργάνωσε και την κρατική διοίκηση και θέσπισε νόμους που ίσχυαν πέρα από τις φυλές και επεκτείνονταν σε όλους τους κατοίκους της χώρας του.
Ο νέος νομικός κώδικας, που ονομάστηκε Yasa (στα τουρκικά νόμος ή κανόνας), αντικατέστησε τους πατροπαράδοτους νόμους που ίσχυαν έως τότε. Οι νόμοι αυτοί, που εκδόθηκαν σταδιακά, κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας του Τζένγκις, καθόριζαν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των φυλάρχων, τις σχέσεις των στρατιωτικών και πολιτικών υπηρεσιών με τον Χαν, τις αρχές της φορολογικής πολιτικής, καθώς και τον αστικό και ποινικό κώδικα.
Οπωσδήποτε, αυτά τα επιτεύγματα δεν πήγαζαν από τις θεϊκές δυνάμεις του Τζένγκις, αλλά ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας ξένων συμβούλων του, προερχομένων από τις προηγμένες γειτονικές χώρες και κυρίως των Κινέζων.
Κάθε μέλος της φυλής, ηλικίας από 14 έως 60 ετών, σύμφωνα με τον μογγολικό και τον τουρκικό φυλετικό κώδικα ήταν υπόχρεος στρατιωτικής θητείας.
Για την άσκηση του στρατού, προσφερόταν το χειμερινό συλλογικό κυνήγι, γνωστό ως gorugen, που διεξαγόταν κάθε χρόνο, για να καλυφθούν οι ανάγκες του λαού σε κρέας.
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού οι άνδρες δικαιούνταν να χρησιμοποιήσουν μόνο ένα βέλος, εάν δε αποτύγχαναν στον στόχο τους, γελοιοποιούνταν. Τα μέλη της εκάστοτε φυλής είχαν την υποχρέωση να υπακούουν τυφλά τους αρχηγούς τους, όπως εξάλλου και οι φύλαρχοι, που έπρεπε να υπηρετούν πιστά τον Χαν.
Οι υποτελείς του Τζένγκις Χαν, όπως όλες οι νομαδικές φυλές, ένιωθαν την ανάγκη να μετακινηθούν προς νέους ορίζοντες, επειδή είχαν το φόβο ότι κάποτε η τροφή που ήταν διαθέσιμη για τα ζώα τους δεν θα επαρκούσε.
Ο Χαν υποσχόταν στους υπηκόους του νέα εδάφη, μεγάλες ποσότητες λαφύρων και πλήθος σκλάβων.
Ο μογγολικός στρατός απετελείτο από ιππείς που ίππευαν γρήγορα μικρόσωμα άλογα, με χοντρό λαιμό, κοντά πόδια και μεγάλο κεφάλι. Τα άλογα αυτά, παρ’ όλο που δεν ήταν ωραία, ήταν ευκίνητα και ανθεκτικά. Ο Μογγόλος ιππέας ήταν εφοδιασμένος με ακόντια, με δύο σύνθετα τόξα και 60 βέλη. Τα βέλη αυτά είχαν διαφορετικού τύπου σιδηρές αιχμές.
Ορισμένες ήταν σχεδιασμένες για να σκοτώσουν τον εχθρό, ενώ άλλες σφύριζαν στον αέρα για εκφοβισμό. Αλλά υπήρχαν και βέλη που συγχρόνως σφύριζαν και τραυμάτιζαν.
Ο Μογγόλος ιππέας φορούσε κράνος από δέρμα και έφερε θώρακα από δέρμα αλόγου που είχε σκληρυνθεί με αλογίσια ούρα, κάτω δε από τον μανδύα του φορούσε ένα χοντρό χιτώνιο από μετάξι, το οποίο επιβράδυνε τη διείσδυση του βέλους στη σάρκα του.
Επιπλέον, το μεταξωτό χιτώνιο που περιτυλιγόταν στην αιχμή του βέλους επέτρεπε στους γιατρούς να βγάζουν ευκολότερα το βέλος από τη σάρκα τραβώντας το μεταξωτό ύφασμα προς τα έξω.
Τα κοντά κυκλικά σπιρούνια των αλόγων επέτρεπαν την επιδέξια κίνηση του ιππέα, ο οποίος μπορούσε να ρίχνει βέλη με μεγάλη ευκολία και προς τα πίσω. Ο κάθε ιππέας είχε έως και πέντε άλογα στη διάθεσή του, τα οποία ίππευε εναλλάξ για να τα ξεκουράσει.
Ζώα και άνθρωποι των στεπών της Μογγολίας ήταν πάντοτε σύνηθες να διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε ερήμους, τρώγοντας και πίνοντας ελάχιστα. Βέβαια, οι Μογγόλοι καμιά φορά επιδίδονταν και σε κανιβαλισμό, τρώγοντας την καρδιά και το συκώτι των εχθρών τους, επειδή πίστευαν ότι έτσι θα αποκτούσαν τη δύναμή τους.
Αυτός ο συνδυασμός της ταχύτητας κατά τη μετακίνηση, της απόλυτης πειθαρχίας και του μεγάλου πλήθους ιππέων και αλόγων που ήταν διαθέσιμοι για στρατιωτικές επιχειρήσεις, δεν ήταν συνήθη την εποχή εκείνη.
Οι Μογγόλοι ιχνηλάτες μπορούσαν να καλύψουν 150 χλμ. την ημέρα, προκειμένου να συγκεντρώσουν πληροφορίες για την περιοχή και τους λαούς εναντίον των οποίων σκόπευαν να επιτεθούν.
Όταν επενεργούσαν οργανωμένες επιθέσεις, κινούνταν βραδύτερα. Οι ιππείς που παρέτασσαν πολλές φορές ξεπερνούσαν τις 100.000. Αυτοί ακολουθούνταν από τα μέλη των οικογενειών τους, που υπερέβαιναν τις 400.000. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, εμπρός πήγαιναν οι μεραρχίες των ενόπλων ιππέων, ακολουθούμενες από τη μεραρχία του μεγάλου Χαν.
Οι Μογγόλοι, που διέθεταν πολυάριθμες δυνάμεις, στα πεδία των μαχών της Ασίας αλλά και της Ευρώπης αργότερα, αντιμετώπισαν με επιτυχία δυνάμεις που ήταν υπέρτερες, επειδή συνδύαζαν εξυπνάδα, εξάσκηση, ανώτερο εξοπλισμό και άριστη διοικητική μέριμνα. Παρ’ όλο που στην αρχή δεν διέθεταν εμπειρία στην πολιορκητική, αυτοί κατόρθωσαν να χρησιμοποιήσουν με επιτυχία την τεχνολογία των Αράβων, Περσών και Κινέζων για να καταλάβουν πολυάριθμες πόλεις, τη μία μετά την άλλη.
Η επέκταση του μογγολικού κράτους
Τα κράτη που συνόρευαν με τους Μογγόλους ήταν η αυτοκρατορία των Τσιν στη βόρεια Κίνα με έδρα το Zhongdu (Πεκίνο), το βασίλειο Χσι Χσία (Xi Xia) των Τανγκούτων, με μικτό πληθυσμό Μογγόλων, Τούρκων και Κινέζων και στα δυτικά το βασίλειο Καρά Χιτάι, που είχε ιδρυθεί από νομάδες.
Από τα τρία κράτη, το ασθενέστερο ήταν το βασίλειο Χσι Χσία, το οποίο και δέχθηκε πρώτο τις επιθέσεις του Τζένγκις.
Πρωτεύουσα του κράτους ήταν το Νινγκ Χσία (Ningxia), που βρισκόταν στη θέση της σημερινής κινεζικής πόλεως Yinchuan, στην οποία για να φθάσουν οι Μογγόλοι έπρεπε να διασχίσουν την έρημο του Γκόμπι.
Όμως, μια τέτοια εκστρατεία δεν ήταν δύσκολη για ένα ιππικό που μπορούσε να ζήσει με γάλα φοράδας και να ξεδιψάσει πίνοντας αίμα από μια οπή που θα άνοιγε στο δέρμα του αλόγου.
Το κράτος Χσι Χσία κυβερνιόταν από τους Τανγκούτους, ένα λαός από το Θιβέτ, που παρήγε ωραία υφάσματα και είχε υπό τον έλεγχό του οάσεις επάνω στον δρόμο του μεταξιού, ενώ εισέπραττε βαρείς φόρους από τους Μογγόλους εμπόρους. Το κράτος είχε πληθυσμό περίπου 5 εκατομμύρια και ένα μεγάλο στρατό κακοδιοικούμενο, όπως αποδείχθηκε.
Όταν ο Τζένγκις κατά την πορεία του προς Νότο συνάντησε τον εχθρό σε ένα ορεινό πέρασμα και αδυνατούσε να προχωρήσει, διέταξε υποχώρηση, μια τακτική που ήταν συνηθισμένη στους Μογγόλους.
Μόλις ο εχθρός διαπίστωσε ότι οι Μογγόλοι υποχωρούν, έσπευσε να τους ακολουθήσει πιστεύοντας ότι πράγματι υποχωρούσαν, όμως οι Μογγόλοι ξαφνικά έκαναν αναστροφή και άρχισαν να εκτοξεύουν με ευστοχία άπειρα βέλη, που εκμηδένισαν την αντίσταση των Χσι Χσία.
Τότε ο αυτοκράτορας Χσιανγκζόνγκ αναγκάστηκε να ζητήσει παύση των εχθροπραξιών το 1210 και να προσφέρει μια κόρη του στον Τζένγκις, καθώς και ετήσιο φόρο υποτέλειας. Έτσι, το κράτος των Χσι Χσία έγινε υποτελές των Μογγόλων.
Μετά την επιτυχία αυτή ο Τζένγκις, το 1212, εστράφη προς Ανατολάς. Την περίοδο της βασιλείας του Τζένγκις η βόρεια Κίνα διοικείτο από τη φυλή Τζόρτσεν (Jurchen), το δε όνομα της δυναστείας ήταν Τσιν (χρυσή). Το κράτος αυτό είχε περί τα 20 εκατομμύρια κατοίκους και ήταν πολύ πλουσιότερο από το κράτος Χσι Χσία.
Η δυναστεία των Τσιν κατέβαλε φόρους υποτελείας στους νομάδες της περιοχής, για να εξασφαλίζει ηρεμία, εμπορευόταν δε μαζί τους αγαθά όπως είδη πολυτελείας, δημητριακά, σκεύη για ζώα και δέρματα.
Όμως, με τον καιρό η κατάσταση της χώρας άρχισε να εξελίσσεται προς το χειρότερο.
Εκτός από τις οικονομικές δυσκολίες υπήρχαν και πολιτικά προβλήματα, επειδή οι Κινέζοι κάτοικοι δυσανασχετούσαν με τη διοίκηση των ξένων δυναστών. Επίσης και ο στρατός ήταν απείθαρχος.
Ο Τζένγκις ήταν γνώστης της κατάστασης που επικρατούσε από τους εμπόρους και από τους αυτόμολους δημόσιους λειτουργούς.
Επίσης γνώριζε ότι το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού των Τσιν, που ανερχόταν σε 600.000, ήταν στρατοπεδευμένο στο Νότο, επειδή για πολλά χρόνια σημειώνονταν μάχες με την κινεζική δυναστεία των Σουνγκ που είχε υπό τον έλεγχό της τη νότια και την κεντρική Κίνα.
Έτσι ο Τζένγκις έβαλε στο στόχαστρο ένα καθεστώς που χώλαινε σε πολλούς τομείς. Στην πραγματικότητα, όλα τα υποψήφια θύματα του Μογγόλου ηγέτη μαστίζονταν από εσωτερικά προβλήματα.
Το 1211, ο στρατός του Τζένγκις, αριθμώντας 70.000 άνδρες, προχώρησε προς το Νότο και κατέλαβε εύκολα τα αμυντικά τείχη της χώρας, τα προγενέστερα του γνωστού «σινικού τείχους».
Σύμφωνα με Κινέζους χρονογράφους, πολλοί συνοριακοί φρουροί αυτομόλησαν στον Τζένγκις εγκαταλείποντας τις θέσεις τους.
Επίλεκτες κινεζικές μονάδες περίμεναν στο πέρασμα Juyong τις δυνάμεις του Τζένγκις που προχωρούσαν προς την πόλη Zhongdu, που βρίσκεται σήμερα θαμμένη κάτω από την πόλη του Πεκίνου.
Ένας από τους στρατηγούς του Τζένγκις, ο Τζέμπε (Jebe), γνωστός με την επωνυμία το «βέλος», κατόρθωσε να καταβάλει τους συνοριακούς φρουρούς του εχθρού εφαρμόζοντας την τακτική της δήθεν οπισθοχώρησης, για να εξαπατήσει τους Κινέζους. Ωστόσο ο Τζένγκις δεν κατέλαβε αμέσως την πόλη Zhongdu, επειδή οι άνδρες του, μολονότι έβαλαν με βέλη κατά των εχθρών προς τα εμπρός ή προς τα πίσω καλπάζοντας με τα άλογά τους, αδυνατούσαν να κυριεύσουν τα τείχη της πόλεως ύψους 12 μέτρων περίπου.
Μετά την αποτυχία αυτή, ο Μογγόλος Χαν έστειλε τους άνδρες του να λαφυραγωγήσουν την ύπαιθρο για να ικανοποιηθούν.
Όταν αργότερα πολιόρκησε πάλι την πρωτεύουσα των Τσιν, το 1214, είχε στη διάθεσή του κινέζικους καταπέλτες που μπορούσαν να εκτοξεύουν πέτρες βάρους 50 κιλών κατά του τείχους και των πυλών της πόλεως. Ωστόσο, οι πολιορκητικές μηχανές δεν χρησιμοποιήθηκαν.
Ο αυτοκράτορας των Τσιν, Χσουάνζονγκ (Xuanzong), του προσέφερε χρυσό, άργυρο και άλλους θησαυρούς, με αντάλλαγμα την άρση της πολιορκίας. Επίσης προσέφερε στον Τζένγκις μία πριγκίπισσα με 500 υπηρέτες στη διάθεσή της. Δυστυχώς για τους Τσιν, όπως απεδείχθη λίγο αργότερα, οι προσφορές αυτές δεν ήταν επαρκείς.
Το 1215, όταν ο Χσουάνζονγκ μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του στην πόλη Καϊφένγκ (Kaifeng), ο Τζένγκις τον υποπτεύτηκε ότι σχεδίαζε εξέγερση και αποφάσισε να πολιορκήσει την Zhongdu. Όταν η πόλη αναγκάστηκε να παραδοθεί λόγω ελλείψεως τροφών, ο Τζένγκις τη λεηλάτησε και κατέσφαξε όλους τους κατοίκους της.
Σχετικά με την καταστροφή αυτή, ένας περιηγητής αφηγείται ότι όταν μετά από χρόνια είδε ένα λευκό λόφο στην περιοχή αυτή και διαπίστωσε με τρόμο ότι ο λόφος απετελείτο από τα οστά των κατοίκων της πόλης, που είχαν σφαγιαστεί ανελέητα.
Μετά το πέρας αυτών των στρατιωτικών και σφαγιαστικών επιχειρήσεων, ο Τζένγκις επέστρεψε στη Μογγολία και άρχισε να σχεδιάζει την ίδρυση μιας πρωτεύουσας.
Ήδη, είχε στη διάθεσή του 30.000 τεχνίτες προερχόμενους από τις περιοχές που είχε κατακτήσει. Αυτούς χρησιμοποίησε στην ανέγερση των οχυρών του Καράκορουμ (Karakorum), εκεί όπου διασταυρώνονταν διάφορες εμπορικές αρτηρίες.
Αυτή η οχυρωμένη θέση διέθετε μεγάλα παλάτια, για τον ίδιο και τους συγγενείς του, θησαυροφυλάκιο, ένα βουδιστικό ναό και ένα τζαμί. Ο Τζένγκις δεν παρέλειψε να ιδρύσει μια σχολή στην οποία φοιτούσαν οι δημόσιοι λειτουργοί. Επίσης είχε προσλάβει λογιστές από τη φυλή των Ουϊγκούρων. Η οχυρή αυτή θέση δεν είχε μεγάλες διαστάσεις. Όταν δε αργότερα οι Κινέζοι κατέλαβαν την πόλη το 1388, την κατέστρεψαν τελείως.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δυτικά της αυτοκρατορίας Καρά Χιτάι, που συνόρευε με το κράτος των Μογγόλων, βρισκόταν η αυτοκρατορία των Κουαρίσμ.
Αυτή είχε ιδρυθεί το 1077 από μια ανεξάρτητη τουρκική φυλή. Τα όρια της αυτοκρατορίας επεκτείνονταν από τον περσικό κόλπο έως τη λίμνη Αράλη, τον Ινδό ποταμό και τα όρη Παμίρ, επικεφαλής του κράτους ήταν ο Μοχάμεντ Σαχ.
Όταν ο ηγεμόνας των Καρά Χιτάι, νιώθοντας ανασφάλεια, υποκίνησε σε ανταρσία τους υποτελείς του Μοχάμεντ Σαχ που κατοικούσαν στην Υπερωξιανή, οι πόλεμοι που ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του κράτους των Καρά Χιτάι και την ενσωμάτωση των νότιων επαρχιών στο κράτος των Κουαρίσμ.
Τότε ο θρόνος των Καρά Χιτάι πέρασε από τον Γκουρ Χαν, στα χέρια ενός Τούρκου Ναϊμάνου που ονομαζόταν Κουτσλούκ.
Αυτός αρχικά ήταν Νεστοριανός, αργότερα όμωε ασπάστηκε τον βουδισμό και είχε αρχίσει να φέρεται σκληρά στους υπηκόους του που δεν είχαν το ίδιο θρήσκευμα με αυτόν.
Η πλειοψηφία των κατοίκων Καρά Χιτάι ήταν μουσουλμάνοι που δεν μπορούσαν να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ο Κουτσλούκ μάλιστα είχε σταυρώσει και έναν ιμάμη τους. Τότε ο Τζένγκις, θεωρώντας ότι η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί τον ευνοούσε, επενέβη αποστέλλοντας τον στρατό του στο Καρά Χιτάι, όπου και έγινε δεκτός ως απελευθερωτής.
Ο Κουτσλούκ, θορυβημένος, εγκατέλειψε τον αγώνα και κατέφυγε στην πόλη Κασγκάρ. Όμως, επειδή και εκεί οι κάτοικοι ήταν εναντίον του, ο Τούρκος πρίγκιπας συνελήφθη και αποκεφαλίσθηκε. Το κράτος των Καρά Χιτάι απορροφήθηκε από τον Τζένγκις και οι κάτοικοί του έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης, επειδή ήταν υπέρ της προσάρτησης του κράτους των από τον Τζένγκις.
Σύγκρουση Τζένγκις Χαν και Μοχάμεντ Σαχ
Η τελευταία επέκταση του κράτους των Μογγόλων, τους έφερε αντιμέτωπους με το κράτος του Μοχάμεντ Σαχ, ο οποίος δεν ήταν από τους ηγεμόνες που ήθελαν να συνορεύουν με μονάρχες φιλόδοξους όπως ο ίδιος.
Όταν έγιναν ανταλλαγές πρεσβειών και διαπιστευτηρίων ο Σάχης προσεβλήθη επειδή ο Τζένγκις, ούτε λίγο ούτε πολύ, ζητούσε να τον αναγνωρίσει ως επικυρίαρχό του και να πληρώνει φόρους υποτελείας.
Η ευκαιρία που ζητούσαν οι δύο μονάρχες για πόλεμο δεν άργησε να φανεί. Το 1218, ένα μεγάλο καραβάνι μουσουλμάνων εμπόρων ξεκίνησε από τη Μογγολία με προορισμό το κράτος των Κουαρισμίων. Το καραβάνι μετέφερε ελεφαντόδοντο, χρυσό, πράσινο νεφρίτη (Jade) και μανδύες από μαλλί καμήλας. Στο καραβάνι συμμετείχαν και 100 Μογγόλοι, απεσταλμένοι του Τζένγκις στην αυλή του Μοχάμεντ Σαχ.
Όταν το καραβάνι έφθασε στην πόλη Utrar, που ανήκε στην επικράτεια του Σάχη, ο τοπικός διοικητής της επαρχίας, τους επετέθη, κατέσφαξε τους ταξιδιώτες και οικειοποιήθηκε τα εμπορεύματα. Όμως, δεν παρέλειψε να αποστείλει τα μισά λάφυρα στον Μοχάμεντ Σαχ.
Όταν ο Τζένγκις απαίτησε την παράδοση του διοικητή για τιμωρία, ο Σάχης αποκεφάλισε τον απεσταλμένο του και έστειλε το κεφάλι του στον Τζένγκις.
Με τον τρόπο αυτό εξαγρίωσε τους Μογγόλους, οι οποίοι πίστευαν ότι οι απεσταλμένοι τους έπρεπε να τυγχάνουν σεβασμού και ασυλίας και δεν έπρεπε να θανατώνονται σε καμία περίπτωση.
Έτσι, ο Τζένγκις αποφάσισε να επιτεθεί κατά των Κουαρισμίων, αναλογιζόμενος και τα πλούσια λάφυρα που θα αποκτούσε μετά την καταστροφή αυτού του ισχυρού ισλαμικού κράτους. Βέβαια, το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, ενώ υπήρχε η φήμη ότι ο Σάχης διέθετε πολυπληθή στρατό αποτελούμενο από 500.000 άνδρες. Ωστόσο, ο Μοχάμμεντ δεν ήταν δημοφιλής και οι υπήκοοί του στέναζαν κάτω από μια βαριά φορολογία.
Προς το τέλος του θέρους του 1219, ο Τζένγκις, αφού πρώτα ετοιμάστηκε προσεκτικά, αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Σάχη με 200.000 άνδρες που είχαν συγκεντρωθεί σε στρατόπεδο πλησίον του ποταμού Irtysh (Ιρτίς), που πηγάζει νότια της οροσειράς Αλτάι. Οι υποτελείς του Τζένγκις Χαν, όπως οι πρίγκιπες των Ουϊγκούρων έσπευσαν να ενωθούν μαζί του, συνοδευόμενοι από τις στρατιωτικές τους δυνάμεις.
Εξαίρεση απετέλεσε η αποχή των Χσι Χσία, μια προσβολή που ο Τζένγκις δεν επρόκειτο να αγνοήσει.
Ο Μοχάμεντ Σαχ, επειδή δεν γνώρισε πού θα εκδηλωνόταν η επίθεση των Μογγόλων, είχε απλώσει τους άνδρες του από τον ποταμό Ιαξάρτη έως τα περάσματα της κοιλάδας Φεργκάνα, ενώ ο ίδιος με τον κύριο όγκο του στρατού του είχε οχυρωθεί στις πόλεις Μπουχάρα και Σαμαρκάνδη.
Ο μογγολικός στρατός κατευθύνθηκε προς τη μέση του Ιαξάρτη και πέρασε το ποτάμι. Ένα τμήμα του ανέλαβε την πολιορκία της πόλεως Utrar, μια υπόθεση βραδείας εξέλιξης, επειδή οι Μογγόλοι δεν είχαν μαζί τους πολιορκητικές μηχανές.
Όταν η πόλη κυριεύτηκε, οι νικητές έσπευσαν να εξοντώσουν όλους τους κατοίκους και να ισοπεδώσουν το φρούριο και τα τείχη της πόλεως.
Ένα άλλο τμήμα του μογγολικού στρατού, κινούμενο κατάντι του ποταμού Ιαξάρτη (Syr Darya), σχεδίαζε επίθεση κατά του στρατού των Κουαρισμίων, ενώ ένα άλλο τμήμα, προχωρώντας ανάντι του ποταμού, είχε σκοπό να αναχαιτίσει το τμήμα του στρατού του εχθρού που βρισκόταν στη Φεργκάνα.
Ο ίδιος ο Τζένγκις με τον κύριο όγκο των δυνάμεών του κινήθηκε προς την Μπουχάρα. Όταν έφθασε εκεί, τον Φεβρουάριο του 1220, οι κάτοικοι της πόλεως σχεδόν αμέσως του άνοιξαν τις πύλες. Όμως, μερικές χιλιάδες Τούρκων που υπερασπίζονταν το κάστρο προέβαλαν αντίσταση για ένα μήνα.
Όταν συνθηκολόγησαν, ο Τζένγκις διέταξε τη θανάτωσή τους και μαζί με αυτούς εκτελέστηκαν και οι ιμάμηδες που τους είχαν προτρέψει να προβάλουν αντίσταση.
Από την Μπουχάρα ο Τζένγκις κινήθηκε προς τη Σαμαρκάνδη, ενώ ο Μοχάμεντ Σαχ, αδυνατώντας να βασιστεί στους άνδρες του, κινήθηκε προς την Ουργκέντς (Urgenj) που βρισκόταν στον Ώξο ποταμό, κοντά στη σημερινή Κίβα.
Στη Σαμαρκάνδη ο Τζένγκις Χαν ενισχύθηκε και με τις δυνάμεις των υιών του που είχαν ήδη καταλάβει την πόλη Utrar.
H τουρκική φρουρά του φρουρίου της πόλεως, ελπίζοντας ότι ο Τζένγκις θα τους δεχόταν στο στρατό του, παραδόθηκαν, όμως ο Μογγόλος ηγεμών τους θανάτωσε όλους, κρίνοντάς τους αναξιόπιστους και επικίνδυνους. Όταν ορισμένοι κάτοικοι της Σαμαρκάνδης προσπάθησαν να προβάλουν αντίσταση, απέτυχαν και σφαγιάστηκαν.
Μετά την εξουδετέρωση κάθε αντίστασης, ο Τζένγκις μπήκε στην Σαμαρκάνδη από την κυρία πύλη που βρισκόταν στο βορειοδυτικό τμήμα του τείχους της πόλεως. Η Σαμαρκάνδη, πρωτεύουσα του βασιλείου του Μοχάμμεντ Σαχ, είχε τότε περί τους 200.000 κατοίκους.
Πολλοί από τους εντόπιους τεχνίτες κατασκεύαζαν σέλες αλόγων και άλλα είδη από δέρμα, διάφορα αγγεία από χαλκό αλλά και αργυρά είδη πολυτελείας. Νερό στην πόλη διοχετευόταν με τη βοήθεια ενός υδραγωγού, με αποτέλεσμα η πόλη να είναι καταπράσινη. Στη Σαμαρκάνδη, εκτός από καταστήματα και διάφορα άλλα κτίρια, υπήρχαν και διάφορα παλάτια που ανήκαν στους ευκατάστατους και ισχυρούς του καθεστώτος του Σάχη.
Ο Τζένγκις με τους 80.000 αιμοβόρους ιππείς κατέπεσαν στη Σαμαρκάνδη σαν ακρίδες για να φάνε και να καταστρέψουν τα πάντα. Προφανώς, οι αγριάνθρωποι και αιμοσταγείς Μογγόλοι δεν θα είχαν δει έως τότε μια τόσο μεγάλη και πλούσια πόλη. Γύρω στους 1.000 μουσουλμάνους κλείστηκαν στο μεγάλο τζαμί της πόλεως πιστεύοντας ότι θα είχαν την προστασία του Αλλάχ και ότι οι Μογγόλοι δεν θα τολμούσαν να τους σφάξουν μέσα στον ιερό χώρο του τζαμιού.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Οι Μογγόλοι, εκτοξεύοντας βέλη με φωτιά στην άκρη και αγγεία με λάδι, κατέλαβαν και κατέστρεψαν το τζαμί και έσφαξαν ανελέητα τους πιστούς του Μωάμεθ.
Οι Μογγόλοι και οι συνεργάτες τους, αφού πρώτα έσφαξαν από τους κατοίκους τους άνδρες και τους γέρους, βίασαν τις γυναίκες και πήραν ως δούλους τα παιδιά και τις ωραίες γυναίκες, λεηλατώντας τα πάντα, ενώ κατέστρεψαν το τείχος, το φρούριο και το υδραγωγείο.
Μετά την καταστροφή της Σαμαρκάνδης, ο Τζένγκις έστειλε τους γιους του στην πόλη Ουργκέντς που βρίσκεται πλησίον του ποταμού Ώξου (Amu Darya) και νότια της λίμνης Αράλης, για να την πολιορκήσουν. Εκεί, η αντίσταση ήταν μεγαλύτερη και οι γιοι του καθυστέρησαν μερικούς μήνες έως ότου την καταλάβουν.
Στην πόλη Ουργκέντς, λέγεται, ότι τα θύματα από τις σφαγές των Μογγόλων ξεπέρασαν τις 100.000. Οι κανίβαλοι και πρωτόγονοι Μογγόλοι, αφού κατέστρεψαν την πόλη, προέβησαν στην εκτροπή του ποταμού Ώξου για να πλημμυρίσουν την περιοχή και να εξαφανίσουν κάθε ίχνος της πόλεως.
Στη συνέχεια κινήθηκαν προς την πόλη Mερβ που βρίσκεται σήμερα στην επικράτεια του Τουρκμενιστάν. Όταν κατέλαβαν και αυτή, έσφαξαν όλους τους κατοίκους της, για την καταμέτρηση των οποίων ένας μουσουλμάνος ιμάμης χρειάστηκε 13 ημέρες.
Από την πλευρά του, ο Μοχάμμεντ Σαχ, για να αποφύγει τις μογγολικές δυνάμεις υπό τη διοίκηση του Σουμποτάι και του Τζέμπε (Jebe), που συνέχιζαν να τον καταδιώκουν, βρήκε καταφύγιο στην περιοχή του Χορασάν (σήμερα στην ανατολική Περσία), νότια της Κασπίας Θάλασσας.
Στη συνέχεια ο Μοχάμεντ Σαχ, διωκόμενος, κατέφυγε σε ένα νησάκι της Κασπίας όπου και πέθανε ρακένδυτος, σαν ζητιάνος.
Ο γιος του Μοχάμεντ Σαχ, Τζελάλ-αντ-ντιν, συγκέντρωσε στην περιοχή της Φεργκάνα το υπόλοιπο του στρατού των Κουαρισμίων και κατέφυγε στο σημερινό Αφγανιστάν. Στην θέση Παρβάν, βόρεια της οροσειράς Χίντου Κους, έδωσε μάχη με τους Μογγόλους και τους συνέτριψε.
Ο ίδιος ο Τζένγκις, αφού διέβη τον Ώξο ποταμό και κατέλαβε αμαχητί την πόλη Μπαλκ (Balkh), που σήμερα ονομάζεται Wazirabad και βρίσκεται ανατολικά του Μαζάρ-ι-Σαρίφ, του Αφγανιστάν, στη συνέχεια κινήθηκε προς την Μπαμιάν, στο κεντρικό τμήμα της οροσειράς και ανατολικά της σημερινής πόλεως Καμπούλ.
Το φρούριο της πόλης αντιστάθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στις επιθέσεις των Μογγόλων. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκε και ένας από τους εγγονούς του Τζένγκις, ο Μουτουγκέν. Όταν η πόλη παραδόθηκε, ο Τζένγκις δεν άφησε ούτε έναν κάτοικο ζωντανό, συμπεριλαμβανομένων και των κατοικίδιων ζώων!
Αλλά και ο γιος του Χαν, Τουλουΐ και ο γαμπρός του Τογκουτσάρ, ανταγωνιζόμενοι τον Τζένγκις σε αγριότητα, όταν κατέλαβαν την πόλη Μερβ κατέσφαξαν τους πάντες εκτός από 400 τεχνίτες που τους έστειλαν στη Μογγολία, για να εκτελέσουν διάφορα έργα. Στη συνέχεια οι Μογγόλοι πολιόρκησαν την πόλη Νισαπούρ, που βρίσκεται σήμερα στη βορειοανατολική Περσία. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας σκοτώθηκε και ο γαμπρός του Τζένγκις Χαν, Τογκουτσάρ.
Όταν η πόλη κατελήφθη, εξελίχτηκαν και εκεί οι ίδιες άγριες σκηνές σφαγών, καταστροφών και βιασμών. Λέγεται μάλιστα ότι η αιμοδιψής χήρα του Τογκουτσάρ καθοδηγούσε η ίδια τους σφαγείς για να εκτελέσουν αλύπητα το προσφιλές στους Μογγόλους έργο της πλήρους και ανελέητης καταστροφής.
Το φθινόπωρο του 1221 ο Τζένγκις, αφού κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή που σήμερα καλείται Αφγανιστάν, έφθασε στις όχθες του Ινδού ποταμού, όπου και συναντήθηκε με τον γιο του Μοχάμεντ Σαχ, Τζελάλ-αντ-ντιν. Στη μάχη που δόθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1221, ο στρατός των Κουαρισμίων, διαλύθηκε και ο Τζελάλ-αντ-ντιν, αφού διέβη τον Ινδό ποταμό, κατέφυγε για να σωθεί στον βασιλέα του Δελχί. Όμως τα παιδιά του έπεσαν στα χέρια του Τζένγκις, ο οποίος, βεβαίως, τα κατέσφαξε με μεγάλη του χαρά και ικανοποίηση.
Ο Τζένγκις παρέμεινε στην περιοχή του Αφγανιστάν για ένα χρόνο. Η μεγάλη πόλη Χεράτ, με το φρούριο που είχε ανεγερθεί από τον Μέγα Αλέξανδρο το 330 π.Χ., ενώ αρχικά είχε υποκύψει στους Μογγόλους, στη συνέχεια επαναστάτησε μετά τη νίκη του Τζελάλ-αντ-ντιν στο Περβάν. Ο Τζένγκις ορκίστηκε να εκδικηθεί και πολιόρκησε την πόλη για αρκετούς μήνες.
Όταν η Χεράτ κατελήφθη, τον Ιούνιο του 1222, όλος ο πληθυσμός που ανερχόταν σε αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες σφαγιάστηκε, δίχως οίκτο. Οι σφαγές των αμάχων κράτησαν μία ολόκληρη εβδομάδα.
Στη συνέχεια ο Τζένγκις Χαν, αυτός ο μεγάλος σφαγέας ανθρώπων και ζώων, που όμοιό του δεν έχει δει η ανθρωπότητα από κτήσεως κόσμου, έστρεψε την προσοχή του προς την περιοχή της Υπερωξιανής. Εκεί τοποθέτησε τοποτηρητή τον Κουαρίσμιο Μασούντ Γαλαβάτς (Masud Yalawach) και τον πλαισίωσε με Μογγόλους συμβούλους, ενώ ο πατέρας του Μασούντ εστάλη στο Πεκίνο ως όμηρος.
Την άνοιξη του 1223, ο Τζένγκις Χαν πέρασε ξανά τον ποταμό Ιαξάρτη και κινήθηκε προς τη Μογγολία. Έφθασε δε στη γενέτειρά του, κοντά στον Τούλα ποταμό, την άνοιξη του 1225.
Εκείνη την εποχή οι εκστρατείες του Τζένγκις Χαν είχαν εντυπωσιάσει τους χριστιανούς που κατοικούσαν στη Συρία, επειδή οι επιθέσεις του είχαν στραφεί εναντίον του μεγαλύτερου μουσουλμανικού κράτους της περιοχής. Ο ίδιος ήταν μεν παγανιστής, όμως οι γιοι του είχαν νυμφευτεί πριγκίπισσες που ήταν χριστιανές.
Εξάλλου, οι νεστοριανοί που είχαν ιδρύσει εκκλησίες σε όλη την Ασία, διαβεβαίωναν ότι ο Τζένγκις Χαν δεν ήταν εχθρικός προς τους χριστιανούς. Όμως, οι ελπίδες των φιλικών διαθέσεων του Τζένγκις προς τους Χριστιανούς διαψεύστηκαν όταν οι δυνάμεις των Μογγόλων που κυνηγούσαν τον Μοχάμεντ Σαχ επιτέθηκαν κατά της Γεωργίας.
Ο βασιλέας των Γεωργιανών Γεώργιος Δ΄, στη μάχη που έδωσε κατά των Μογγόλων ηττήθηκε. Στην συνέχεια οι Μογγόλοι επιτέθηκαν κατά της πόλεως Χαμαντάν, που είχε επαναστατήσει. Το 1223, οι Μογγόλοι διέβησαν τις Πύλες της Κασπίας για να επιτεθούν εναντίον των Κιπτσάκ. Αυτοί, αρχικά, συμμάχησαν με τους λαούς του Καυκάσου, όταν όμως οι Μογγόλοι τους προσέφεραν μερίδιο στα λάφυρα, έσπευσαν να εγκαταλείψουν τους συμμάχους τους.
Στη συνέχεια, οι Μογγόλοι κινήθηκαν προς τα δυτικά για να ερευνήσουν την περιοχή του Καυκάσου. Τότε, οι Ρώσοι πρίγκηπες των περιοχών Κιέβου, Τσερνιγκόφ, Γαλικίας, Ροστόφ και Σουσντάλ, θορυβήθηκαν και φρόντισαν για την συγκέντρωση 80.000 ενόπλων ανδρών.
Η σύγκρουση ανάμεσα στους Μογγόλους και τους Ρώσους πραγματοποιήθηκε το 1223, στον ποταμό Κάλκα, που εκβάλει στην Αζοφική Θάλασσα.
Κατά τη διάρκεια των μαχών, οι Μογγόλοι, έριχναν κατά των Ρώσων βροχή από βέλη. Όταν οι Ρώσοι αποφάσισαν να αντεπιτεθούν, ο εχθρός εξαφανιζόταν μέσα σε νέφη καπνού από τις φωτιές που είχαν ανάψει οι Μογγόλοι χρησιμοποιώντας κοπριά και πίσσα, για να τους παραπλανήσουν.
Μόλις δε προχωρούσαν μέσα στους καπνούς διαπίστωναν ότι αυτός δεν έκρυβε λίγους τοξότες, όπως υπέθεταν, αλλά το ιππικό των Μογγόλων, που ήταν εξοπλισμένο με ακόντια, σπαθιά και σιδερένια ρόπαλα με ακίδες.
Οι Μογγόλοι με συνεχείς επιθέσεις, νίκησαν επανειλημμένα τους Ρώσους, έως ότου οι αρχηγοί τους Τζέμπε και ο Σουμπεντέι αποφάσισαν να οδηγήσουν τις μογγολικές δυνάμεις πίσω στην πατρίδα τους για να συναντηθούν με τον Τζένγκις Χαν. Οι Μογγόλοι ιππείς, στην επιχείρηση αυτή, είχαν περιτρέξει γύρω από την Κασπία Θάλασσα και είχαν διανύσει περί τα 12.000 χλμ. με άλογα.
Ο θάνατος του Τζένγκις Χαν
Ο Τζένγκις, που βρισκόταν ήδη πίσω στη Μογγολία, δεν είχε λησμονήσει ότι οι Χσι Χσία είχαν αρνηθεί να του παράσχουν άνδρες, που ήταν απαραίτητοι για την εκστρατεία του στη δυτική Ασία. Εξάλλου, το κράτος αυτό κατά τη διάρκεια της απουσίας των Μογγόλων είχε προσπαθήσει να αποτινάξει τον μογγολικό ζυγό.
Η πρωτεύουσα των Χσι Χσία βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα η σύγχρονη κινέζικη πόλη Yinchuan.
Το 1226, ο Τζένγκις Χαν διέταξε επίθεση. Όταν δε διαπίστωσε ότι η πολιορκία της πρωτεύουσας του κράτους θα ήταν επίπονη και θα απαιτούσε χρόνο, αποφάσισε να προβεί στην εκτροπή του Κίτρινου ποταμού ή κάποιου παραπόταμού του, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα τείχη της πόλεως και να επιτευχθεί η κατάληψή της.
Παρ’ όλο που ο Τζένγκις ήταν τότε ετοιμοθάνατος, διέταξε από το νεκροκρέβατό του την καταστροφή της πόλεως και τη σφαγή όλων των κατοίκων της χώρας. Φαίνεται ότι αυτό που λέγεται οίκτος, ήταν εντελώς άγνωστο στους πολεμοχαρείς Μογγόλους. Σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής εκείνης, η καταστροφή είχε τόση μεγάλη έκταση, που ολόκληρη η χώρα των Χσι Χσία εξαφανίστηκε.
Τον Αύγουστο του 1227, ο Τζένγκις πέθανε, κάπου νότια της σημερινής πόλεως Yinchuan. Το πτώμα του μεταφέρθηκε για ταφή στη Μογγολία, κοντά σε ένα βουνό που ονομάζεται Μπουρχάν Χαλντούν. Μαζί του ετάφησαν 40 παρθένες και 40 άλογα, για να τον συνοδέψουν στον άλλο κόσμο. Μετά, για να χαθούν τα ίχνη του τάφου του, 1.000 άλογα ποδοπάτησαν την περιοχή. Έτσι, η θέση του τάφου είναι ακόμη και σήμερα άγνωστη.
Αυτό όμως έχει συμβεί και με άλλους μεγάλους ηγέτες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο τάφος του οποίου είναι μέχρι σήμερα άγνωστος.