Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος είχε λήξει, ενώ η πρώτη δόση του εξωτερικού δανείου είχε σκορπιστεί στους ευνοούμενους της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Όταν το ρήγμα ανάμεσα στους Μοραΐτες και Ρουμελιώτες έγινε αγεφύρωτο, παραμελήθηκε και η άμυνα των πελοποννησιακών ακτών.

Ένα άλλο σοβαρό αποτέλεσμα της επικράτησης της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ήταν πρώτα ο περιορισμός και στη συνέχεια γ φυλάκιση των οπλαρχηγών του Μοριά. Την ανώμαλη αυτή κατάσταση που επικρατούσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα έσπευσαν αμέσως να εκμεταλλευτούν οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι σύμμαχοί τους.

Τον χειμώνα του 1825, οι Τούρκοι, επιδιώκοντας να επωφεληθούν από την απραξία του ελληνικού στόλου, ο οποίος τους είχε κατατροπώσει το καλοκαίρι του 1824, άρχισαν να εξοπλίζουν καράβια, να στρατολογούν άνδρες και να προβαίνουν στη συγκέντρωση τροφίμων και πολεμοφοδίων.

Ενώ ο Ιμπραήμ που είχε οριστεί από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή ως υπεύθυνος για την εκστρατεία κατά των Ελλήνων, συγκέντρωνε στρατό από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη, οι ηγέτες των ναυτικών νησιών είχαν διαμάχες μεταξύ τους για τα χρήματα του δανείου. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του εκτελεστικού Κουντουριώτης, αντί να οχυρώσει τα κάστρα της Μεσσηνίας, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της τουρκοκρατούμενης Πάτρας.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, γνώστης των τεκταινόμενων στην Ελλάδα, έσπευσε στις 11 & 12 Φεβρουαρίου 1825 να μεταφέρει στρατεύματα με αυστριακά και γαλλικά καράβια από την Κρήτη στη Μεσσηνία. Η δύναμη που αποβιβάστηκε δίχως καμία αντίσταση αποτελείτο από 4.000 πεζούς, 400 ιππείς και ατάκτους. Η είδηση αυτή, όταν έφθασε στα αυτιά των Ελλήνων, αντί να τους προξενήσει φόβο, τους άφησε αδιάφορους, επειδή υπήρχε η πεπoίθηση ότι οι «στραβαραπάδες» του Ιμπραήμ θα διαλύονταν εύκολα.

Και ενώ ο άτυχος Μοριάς, με τους κυριότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες του στις φυλακές του Κουντουριώτη αδυνατούσε να εμποδίσει τον εισβολέα, η ελληνική κυβέρνηση αρκέστηκε στην αποστολή του υπουργού Πολέμου, Αναγνωσταρά, στα μεσσηνιακά κάστρα.

Ο Ιμπραήμ αμέσως μόλις αποβιβάστηκε στη Μεθώνη προχώρησε προς το Νεόκαστρο όπου είχαν οχυρωθεί μερικοί Έλληνες. Έκανε αναγνώριση της περιοχής και στη συνέχεια επέστρεψε στη Μεθώνη για να ζητήσει ενισχύσεις από την Κρήτη. Οι ενισχύσεις αυτές, ανερχόμενες σε 7.000 πεζούς και 400 ιππείς έφθασαν στις 17 Μαρτίου. Στη συνέχεια ο Ιμπραήμ έστειλε μια αιγυπτιακή Μοίρα στην Πάτρα για να την προμηθεύσει με πολεμοφόδια και να αντικαταστήσει τη φρουρά της. Τότε η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε ακύρωση της απόφασής της για την πολιορκία της Πάτρας, ενώ έστειλε 8.000 άνδρες προς τη Μεθώνη με σκοπό να τον αναχαιτίσει.

Ο Κουντουριώτης ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου από το Ναύπλιο για την Τριπολιτσά, όπου και έφθασε μετά τρεις ημέρες, αλλά στη συνέχεια φρόντισε να αρρωστήσει, παρατείνοντας την παραμονή του εκεί έως τις 3 Απριλίου. Τελικά, στις 5 Απριλίου έφθασε στη Σκάλα, περί τα 20 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας. Ενώ πρόθεση των Ελλήνων ήταν η καθήλωση του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία, ο ίδιος φρόντιζε να εξασφαλίσει την επικοινωνία της Μεθώνης με την Κορώνη και την ελεύθερη πρόσβαση στο Ναυαρίνο, για να καταλάβει το Νεόκαστρο, το Παλαιόκαστρο (Παλαιό Ναυαρίνο) και το νησί της Σφακτηρίας. Από την πλευρά του ο Κουντουριώτης διόρισε τον γηραιό Σκούρτη από την Ύδρα ως αρχιστράτηγο των χερσαίων δυνάμεων. Η τοποθέτηση ενός νησιώτη στη θέση αυτή δυσαρέστησε πολλούς άξιους οπλαρχηγούς.

Η διχόνοια που επικράτησε και η απραξία των ανδρών που είχαν συγκεντρωθεί στις Χώρες της Πελοποννήσου ήταν τόση, που ο Ιμπραήμ κατάφερε να αλωνίζει ανενόχλητος τον Μοριά. Τότε, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Μακρυγιάννης, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Αρκαδία, διαπιστώνοντας την πρόοδο των Αράβων πρότεινε στον διοικητή της Αρκαδίας να του αφήσει 50 άνδρες και ο ίδιος με τους υπόλοιπους να μεταβεί στο Ναυαρίνο για να πολεμήσει εναντίον του Ιμπραήμ.

Όταν η πρότασή του δεν έγινε δεκτή, φρόντισε να αγοράσει πολεμοφόδια με δικά του χρήματα και στη συνέχεια μετέβη στους Γαργαλιάνους. Αφού συγκέντρωσε 1.600 άνδρες, ο Μακρυνιάννης ζήτησε πολεμοφόδια από τον Κουντουριώτη αλλά και φτυάρια, τσαπιά και τρόφιμα από την Αρκαδία. Είχε σκοπό να κινηθεί νύκτα για να καταλάβει τη Γιάλοβα, που βρίσκεται στον όρμο του Ναυαρίνου.

Ενώ οι ετοιμασίες του Μακρυγιάννη είχαν τελειώσει, οι προστριβές με τον δεσπότη της Αρκαδίας είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί άνδρες να τον εγκαταλείψουν, αυτοί δε που τελικά παρέμειναν μαζί του δεν υπερέβαιναν τους εκατό.

Στο μεταξύ, έφθασε στις Χώρες ο Κατσής ή Γιάννης, ο μικρότερος γιος του Πέτρου Μαυρομιχάλη, που είχε κλειστεί στο Νεόκαστρο. Ζήτησε βοήθεια,  η οποία όμως δεν παρασχέθηκε. Τότε ο Κατσής αποφάσισε να απευθυνθεί στον Μακρυγιάννη ζητώντας τη βοήθειά του, ο οποίος, όχι μόνο δέχθηκε να προσφέρει ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά και να προβεί στη συγκέντρωση αρκετών πατριωτών.

Όταν ετοιμάστηκε, ζήτησε από τον παπά να τον εξομολογήσει και στη συνέχεια μετάλαβε μαζί με τα παλικάρια του. Ήταν μεσάνυχτα. Το ξημέρωμα, έχοντας τον Αναγνώστη Παπατζώρη ως οδηγό, έφθασε στο Παλαιό Ναυαρίνο. Ο Παπατζώρης πήγε από την παραλία του Ναυαρίνου ενώ ο Μακρυγιάννης πέρασε στη Σφακτηρία όπου άρχισε να φτιάχνει ταμπούρια. Αμέσως μετά έστειλε τους λιπόψυχους στο Παλαιό Ναυαρίνο για να φτιάξουν οχυρώσεις εμπρός από την πύλη του κάστρου και να γεμίσουν την στέρνα με νερό. Στη συνέχεια διέταξε να μαζέψουν πολλά ξύλα και, όταν νύχτωσε, ο κάθε άνδρας έβαλε από δέκα φωτιές για να φαίνεται ότι οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν φθάσει ήταν πολλαπλάσιες.

Ο Ιμπραήμ και ο στρατός του

Από μια επιστολή του Ιταλού G. Romey, που βρισκόταν στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ, προς τον στρατηγό Rossaroll, η οποία φέρει ημερομηνία 5 Απριλίου 1825, αντλούμε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Ιμπραήμ και τον στρατό του. Την περίοδο που συντάχτηκε η επιστολή, η δύναμη του Ιμπραήμ αποτελείτο από 4 συντάγματα πεζικού των 5 λόχων έκαστο (30ο, 40ο, 50ο και 60ο) από 1.800 ιππείς, 200 πυροβολητές, 150 άνδρες της ακολουθίας του και 80 μαύρους σωματοφύλακες. Διοικητές των συνταγμάτων ήταν οι Χουρσίτ, Χουσεΐν, Σελήμ και Σουλεϊμάν πασάς (Γάλλος εξωμότης λοχαγός Seve). Συνολικά η δύναμη αποτελείτο από 12.500 άνδρες.

Από τους διοικητές μόνο ο Σουλεϊμάν πασάς είχε επαρκείς στρατιωτικές γνώσεις και εμπειρία, διότι είχε χρηματίσει υπασπιστής στρατάρχου και είχε ασκηθεί στα επιτελεία πολλών γαλλικών σωμάτων. Οι εκπαιδευτές των ανδρών του αιγυπτιακού στρατού ήταν σχεδόν όλοι Κορσικανοί.

Από τους 1.800 ιππείς, είχαν ήδη πεθάνει οι 1.200. Ήταν όμως οπλισμένοι με πιστόλια, τυφέκια και σπαθιά. Όσον αφορά τους Αιγύπτιους πυροβολητές, ήταν μικρής αξίας, δίχως θεωρητικές γνώσεις. Οι αξιωματικοί του μηχανικού ήταν οκτώ, ήταν όμως ανίκανοι να εκτελέσουν ακόμη και μία αναγνώριση. Από δε τους 4 λόχους σκαπανέων που ειχε φέρει ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο οι 2 είχαν ήδη αιχμαλωτισθεί και οι άλλοι δύο είχαν διαλυθεί.

Το πεδινό πυροβολικό συνίστατο σε οκτώ τηλεβόλα των 6 και 4 δακτύλων, σε τρία μυδροβόλα των 6 δακτύλων και σε δύο πυροβολαρχίες των 18. Το ορειβατικό πυροβολικό αποτελείτο από δύο μόνο τηλεβόλα των 2-3 λιβρών.

Σε όλους τους κλάδους, η πειθαρχία, το ηθικό και η ομοιομορφία της εκγύμνασης ήταν κάτι άγνωστο, το δε επιτελείο ανύπαρκτο. Ο πασάς δεν είχε ούτε έναν αξιωματικό για να μεταδίδει τις διαταγές του, αλλά μόνο υπηρέτες (τσαούσηδες). Η πειθαρχία του αιγυπτιακού στρατού εξασφαλιζόταν με το μαστίγιο, στο οποίο υπόκειντο όχι μόνο οι άνδρες και οι υπαξιωματικοί αλλά και οι λοχαγοί και οι ταγματάρχες.

Οι αξιωματικοί ήταν όλοι Τούρκοι, από τους οποίους λίγοι γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, όμως οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί ήταν όλοι Άραβες. Ο Ιμπραήμ περίμενε εκείνη την περίοδο ενισχύσεις αποτελούμενες από δύο συντάγματα των 4.000 ανδρών έκαστο, καθώς και 6.000 Αλβανούς. Όσον αφορά τον ίδιο τον Ιμπραήμ, δεν είχε γνώσεις πολεμικής τέχνης, εστερείτο κρίσης και διορατικότητας και μόλις που ήξερε να γράφει. Δεν γνώριζε παρά μόνο τα γυμνάσια της ενωμοτίας και αγνοούσε αυτά του τάγματος. Επίσης εστερείτο τοπογραφικού χάρτη της Πελοποννήσου και ήταν ανίκανος να καταστρώσει ένα σχέδιο εγχειρήματος. Όμως ήταν δραστήριος, θαρραλέος, παράτολμος και πεισματάρης, άνθρωπος που δεν δίσταζε να θυσιάσει τους άνδρες του προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του.

Ο Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο

Ο Ιμπραήμ, που παρακολουθούσε την ενίσχυση των ελληνικών οχυρών, αποφάσισε να σπεύσει επιτόπου αυτοπροσώπως. Έτσι, ένα πρωινό έφθασε στο Ναυαρίνο με πεζικό και ιππικό και σταμάτησε εμπρός από το Παλαιό Ναυαρίνο. Όταν ο Μακρυγιάννης διαπίστωσε την παρουσία των Αράβων, πιστός στις παραδόσεις των κλεφτών και των αρματολών, έβαλε 20 παλικάρια να χορεύουν και να τραγουδούν προσποιούμενος ότι αδιαφορεί για τους εχθρούς.

Όμως αυτοί άρχισαν να ρίχνουν με τυφέκια και κατζαδόρους, πληγώνοντας δύο άνδρες που χόρευαν. Ο Μακρυγιάννης απτόητος αλλά και ενθουσιασμένος από το χορό και το τραγούδι, αφού πρώτα «κέρασε από ένα ρακί στους Έλληνες, τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια» και αναθεμάτισε αυτούς που «γέμισαν τον τόπο με φατρίες και έκαμαν τους αράπηδες παλικάρια», στη συνέχεια άρχισε να κτυπά τον εχθρό.

Η μάχη κράτησε επτά ώρες και παρ’ όλο που ο εχθρός έκαμε πολλές εφόδους, οι Έλληνες που ήταν καλύτεροι έβγαλαν τα μαχαίρια και με επιθέσεις τούς πετσόκοψαν και τους πέταξαν σε ένα αυλάκι. Ο Ιμπραήμ, έχοντας χάσει 70 άνδρες και με πολλούς τραυματίες, οπισθοχώρησε προς το Νεόκαστρο, στις θέσεις που κατείχε προηγουμένως, δίχως να διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, διότι οι Έλληνες είχαν στη διάθεσή τους κακής ποιότητας μπαρούτι. Μετά τη μάχη ο Αναγνωσταράς, που βρισκόταν στην Σφακτηρία, έγραψε μια έκθεση στον Κουντουριώτη και αναφέροντας ότι οι άνδρες του Μακρυγιάννη είχαν πολεμήσει γενναία, πρότεινε να προαχθούν σε αξιωματικούς. Αλλά ο Κουντουριώτης, κωφεύοντας, αρκέστηκε στην αποστολή μιας ευχαριστήριας επιστολής.

Στη διάρκεια αυτών των πρώτων επιχειρήσεων κατά του Ιμπραήμ, οι φυλακισμένοι πατριώτες της Ύδρας ζητούσαν επίμονα να κριθούν επειγόντως από τη Δικαιοσύνη για να πολεμήσουν για την πατρίδα ή να αποφυλακισθούν προσωρινά, μέχρι να περάσει η μπόρα της εισβολής. Όμως ο Κουντουριώτης παρέμεινε ασυγκίνητος, φοβούμενος αντίποινα σε βάρος του.

Η μάχη στο Σχοινόλακκα

Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος την απραξία του Κουντουριώτη, στις 15 Μαρτίου διέταξε δύο φάλαγγες να προσβάλουν τον Χατζηχρήστο σε μια θέση κοντά στο Νεόκαστρο και τον Καρατάσο στο Σχοινόλακκα. Οι άνδρες του Χατζηχρήστου παρακινημένοι από την επιτυχία του Μακρυγιάννη στο Παλαιό Ναυαρίνο όρμησαν εναντίον της πρώτης φάλαγγας του Ιμπραήμ που απετελείτο από 3.200 πεζούς, 600 ιππείς και 500 Τούρκους της Μεθώνης με 4 τηλεβόλα. Ο υπέρμετρος ζήλος των Ελλήνων τούς στοίχισε 150 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο Κατσής Μαυρομιχάλης που πέθανε δύο ημέρες μετά.

Από την πλευρά τους οι Μακεδόνες του Καρατάσου απεδείχθησαν πιο πειθαρχημένοι. Αφού άφησαν ένα τάγμα των Αιγυπτίων να εισδύσει μέσα στο χωριό Σχοινόλακκα, άρχισαν να κτυπούν τους Αιγυπτίους εύστοχα. Εκείνοι επί 4 ώρες μάταια προσπαθούσαν να τους εκτοπίσουν από τα σπίτια του χωριού. Στο τέλος έφυγαν αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς, οι οποίοι ανάλογα με τις πηγές ανέρχονταν από 200 έως 500. Η απόσυρση των Αιγυπίων φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια ξαφνική νεροποντή που αχρήστευσε τα τυφέκια τους.

Ο Καρατάσος μετά τη μάχη έστειλε πέντε φορτία με λογχοφόρα τυφέκια ως τρόπαιο πολέμου στην Τριπολιτσά.

Αυτή ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων κατά του Ιμπραήμ. Σύντομα όμως έμελλε να υποστούν μια αιματηρή ήττα. Στις 7 Απριλίου, δύο ημέρες μετά την άφιξη του Κουντουριώτη στη Σκάλα, ο Ιμπραήμ θέλοντας να εκκαθαρίσει τα νώτα του επιτέθηκε με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και 4 κανόνια εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στο Κρεμμύδι. Οι Έλληνες είχαν παραταχθεί σε σχήμα ημικυκλίου. Στα αριστερά είχαν παραταχθεί ο Καρατάσος, ο Κ. Μπότσαρης και ο Χατζηχρήστος, στο κέντρο ο Σκούρτης και στα δεξιά ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας.

Ο Ιμπραήμ διαπιστώνοντας ότι ο Σκούρτης δεν είχε φτιάξει ταμπούρια έριξε το βάρος της επίθεσης εναντίον του. Ενώ το αιγυπτιακό πεζικό διασπούσε με εφ’ όπλου λόγχη το κέντρο, το ιππικό του επιτέθηκε εναντίον των δύο άκρων. Οι Έλληνες, κυκλωμένοι απ’ όλες τις πλευρές, αναγκάστηκαν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τις γραμμές του ιππικού, όμως άφησαν στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς. Η ήττα στο Κρεμμύδι είχε φοβερές επιπτώσεις στην εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η αντίθεση Ρουμελιωτών και Μοραϊτών οξύνθηκε και πολλοί Ρουμελιώτες δολοφονήθηκαν.

Οι επιχειρήσεις στο Παλαιόκαστρο και στο Νεόκαστρο

Η ήττα στο Κρεμμύδι δυσχέρανε πολύ τη θέση των πολιορκημένων Ελλήνων, ιδίως στο Νεόκαστρο, διότι η πολιορκία έγινε πιο ασφυκτική. Για να ενθαρρύνει τους πολιορκημένους, ο φρούραρχος του Νεόκαστρου Δημήτριος Σαχτούρης και οι άλλοι Έλληνες κάλεσαν τον Μακρυγιάννη να μεταβεί εκεί για να ενισχύσει την άμυνά του. Αυτός, αφού συγκέντρωσε 116 άνδρες, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου έσπευσε στο Νεόκαστρο αφήνοντας τους υπόλοιπους άνδρες του στο Παλαιό Ναυαρίνο.

Μέσα στο Νεόκαστρο είχαν ήδη συγκεντρωθεί 1.500 άνδρες, Μανιάτες, Ρουμελιώτες και Κρανιδιώτες, ένας λόχος τακτικού πυροβολικού οργανωμένος από τον Εμμ. Καλλέργη και άλλος ένας από Κεφαλλονίτες που αποτελούσαν το βοηθητικό προσωπικό των πυροβόλων. Την άμυνα διηύθυνε ο Ιταλός ταγματάρχηα Collegno.

Τη Δευτέρα του Πάσχα, 11 Απριλίου, ο Ιμπραήμ έχοντας πληροφορίες ότι η φρουρά του Παλαιόκαστρου είχε εξασθενήσει μετά την αποχώρηση του Μακρυγιάννη, κινήθηκε προς τα εκεί με πεζικό και ιππικό μεταφέροντας μαζί του και κανόνια για να εξουδετερώσει τους λίγoυς ηολεμιστές που είχαν παραμείνει. Όμως, ο Μακρυγιάννης επιχειρεί αμέσως έξοδο από το Νεόκαστρο έχοντας μαζί του και κανόνια και κτυπά αναπάντεχα την οπισθοφυλακή των Αράβων, σε ένα ρέμα που ήταν κοντά στη θάλασσα. Αυτοί, αιφνιδιασμένοι, σπεύδουν να σωθούν πετώντας τις ξιφολόγχες τους κάτω, ενώ οι Έλληνες τους κυνηγούσαν για να τους σφάξουν. Ο Ιμπραήμ, φοβούμενος την έκβαση του αγώνα, επέστρεψε στη βάση του μαζί με τους άνδρες του, δίχως να προλάβει να δώσει μάχη στο Παλαιό Ναυαρίνο.

Στο σημείο αυτό, ο Μακρυγιάννης που είχε σπεύσει σε βοήθεια ενός πληγωμένου παλικαριού, κινδύνεψε να σκοτωθεί. Όμως η έγκαιρη ετιιστροφή των συντρόφων του έσωσαν αυτόν και τους τραυματίες. Οι πληγωμένοι στάλθηκαν στην Αρκαδία, ενώ οι νεκροί τάφηκαν.

Σύμφωνα με έναν Αυστριακό που είχε δώσει πληροφορίες στον Μιαούλη και τον Αναστάσιο Τσαμαδό, τη μέρα εκείνη ο Ιμπραήμ είχε χάσει 370 άνδρες, ενώ οι Έλληνες πολύ λιγότερους.

Εκείνη την περίοδο ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης και ο Παναγιώτης Γιατράκος είχαν διαφορές με τον Κουντουριώτη. Όταν μέσα στο Νεόκαστρο σχημάτισαν μια ομάδα ανδρών, άρχισαν να τάζουν 30 γρόσια σε όποιον θα πήγαινε μαζί τους για να πολεμήσουν τον Κουντουριώτη. Για το σκοπό αυτό είχαν έτοιμα καΐκια αραγμένα στην είσοδο του λιμανιού για να σαλπάρουν νύκτα. Όμως, η συνωμοσία μαθεύτηκε και ειδοποιήθηκαν ο φρούραρχος και ο Μακρυγιάννης.

Ο τελευταίος τους είπε: «Εγώ, ξέροντας εσάς, έτρεξα κοντά σας και κατασκότωσα τους συντρόφους μου. Και εσείς πληρώνετε μισθούς για να πάρετε ανθρώπους από του κάστρου τη φρουρά για να πάτε να ανοίξετε εμφύλιο πόλεμο, όταν έχει γεμίσει ο τόπος Τουρκιά;»

Στη συνέχεια ζήτησε από τους Ρουμελιώτες να βουλιάξουν όλα τα καΐκια και από τον Γ. Μαυρομιχάλη και τον Π. Γιατράκο να τον πλαισιώσουν στο Ίτσκαλε (το εσωτερικό φρούριο ή ακρόπολη), ενώ στα πόστα τους έβαλε δικούς του ανθρώπους.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, αφού τοποθέτησε σε επίκαιρες θέσεις τα κανόνια του, άρχισε να ρίχνει «μπόμπες και γρανάτες», με αποτέλεσμα να μην αφήνει ήσυχους τους Έλληνες ούτε μέρα ούτε νύκτα. Το Νεόκαστρο κάθε μέρα χαλούσε και τα τείχη του γκρεμίζονταν. Αλλά, οι αμυνόμενοι απτόητοι, αφού κατασκεύαζαν κασόνια, τα γέμιζαν με χώμα και τα τοποθετούσαν στα ρήγματα.

Όμως, επειδή δούλευαν και πολεμούσαν νύχτα και μέρα, σύντομα άρχισαν να υποφέρουν από κούραση. Συγχρόνως δε υπέφεραν και από δίψα, μιας και το πόσιμο νερό μέσα στο κάστρο ήταν λιγοστό. Επίσης δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα, αφού ο Κουντουριώτης δεν τους κατέβαλε μισθούς. Έτσι, όταν θύμωσαν και ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην Αρκαδία με τον Μακρυγιάννη, ο τελευταίος αναγκάστηκε να τους καταβάλει τους μισθούς από δικά του χρήματα.

Οπωσδήποτε η συμπεριφορά του Κουντουριώτη κατά τη διάρκεια των επιθέσεων του Ιμπραήμ ήταν αχαρακτήριστη. Επιπλέον, τον διακατείχαν φόβοι μήπως και συλληφθεί από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη για να αναγκασθεί να απελευθερώσει τον πατέρα του.

Έτσι, αντί να σπεύσει προς το Νεόκαστρο, όπως του έγραφε ο Μαυροκορδάτος από τις Χώρες, αποφάσισε να μεταβεί στην Καλαμάτα και από εκεί με ένα καράβι της Ύδρας μεταφέρθηκε στον Αλμυρό, νότια της Καλαμάτας. Τα παλικάρια που ήταν στο Νεόκαστρο, βλέποντας ότι ο πρόεδρος τούς είχε εγκαταλείψει στη μοίρα τους, δεν μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τις θέσεις τους φοβούμενοι τις νυκτερινές επιθέσεις του εχθρού.

Ήταν πλέον φανερό ότι το επίκεντρο του πολέμου με τον Ιμπραήμ θα ήταν το Παλαιό Ναυαρίνο, το Νεόκαστρο και η Σφακτηρία. Στο νησί, μετά από ένα πολεμικό συμβούλιο που είχε γίνει στο πολεμικό πλοίο «Άρης», είχαν ήδη αποβιβαστεί 500 Έλληνες στρατιώτες και ναύτες για να αποκρούσουν την αναμενόμενη απόβαση των Αιγυπτίων. Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, για να απομονώσει το Παλαιό Ναυαρίνο από τη Σφακτηρία και το Νεόκαστρο, έσκαψε τέσσερα επάλληλα χαρακώματα από τη μια άκρη της θάλασσας έως την άλλη και τοποθέτησε σε αυτά στρατιώτες. Ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο χαράχωμα δημιούργησε ένα πλάτωμα και τοποθέτησε εκεί την σκηνή του με εκλεκτούς πεζούς και καβαλάρηδες.

Ήδη ο Ιμπραήμ, από τη Μεθώνη έως το Νεόκαστρο, είχε γεμίσει την περιοχή με αντίσκηνα και στρατιώτες. Και αφού με τη διάνοιξη των χαρακωμάτων εξασφάλισε τα κανόνια του, που ήταν τοποθετημένα πιο πίσω, φοβούμενος τους Έλληνες μήπως τα καταστρέψουν, αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των ελάχιστων παλικαριών που βρίσκονταν μέσα στο φρούριο του Παλαιού Ναυαρίνου.

Οι άνδρες που ήταν μέσα στο φρούριο είχαν ήδη ειδοποιήσει τον Μακρυγιάννη ότι ο εχθρός παρατηρούσε με τα κιάλια τη θέση τους και του παρήγγειλαν ότι εάν δεν έφθαναν ενισχύσεις από τις Χώρες, θα εγκατέλειπαν το Παλαιό Ναυαρίνο για να έλθουν στο Νεόκαστρο ή θα πήγαιναν στην Αρκαδία.

Αλλά και οι Ρουμελιώτες και οι Μοραΐτες που βρίσκονταν μέσα στο Νεόκαστρο ζητούσαν και αυτοί ενισχύσεις, με συνεχείς παροτρύνσεις προς τον Κουντουριώτη. Όμως ο πρόεδρος, απτόητος, αρκέστηκε στην αποστολή του Χατζηχρήστου μαζί με λίγoυς άνδρες.

Στις 24 Απριλίου έφθασαν στην περιοχή ο Μαυροκορδάτος με 150 άνδρες καθώς και ο Σανταρόζα, που πέρασαν στη Σφακτηρία, όπου η θέση των Ελλήνων ήταν κρίσιμη. Στο μεταξύ είχαν φθάσει έξω από τη Μεθώνη και τη Σφακτηρία έως 130 καράβια τούρκικα του Σουλτάνου, του Ιμπραήμ, των Αλγερινών και όλων των συμμάχων τους. Σε δύο ημέρες έφθασε και ο Μιαούλης με 30 ελληνικά καράβια τα οποία έμοιαζαν με φελούκες μπροστά στα εχθρικά.

Μόλις έφθασε ο στόλος του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο, αυτός έστειλε έναν Τούρκο στο Νεόκαστρο για διαπραγματεύσεις. Από το κάστρο βγήκαν ως εκπρόσωποι των πολιορκημένων ο Γ. Μαυρομιχάλης από τους Σπαρτιάτες, ο Π. Γιατράκος από τους Μοραΐτες και ο Μακρυγιάννης από τους Ρουμελιώτεα. Όταν ρώτησαν τον απεσταλμένο του Ιμπραήμ τι ήθελε, αυτός απήντησε ότι τον έστελνε ο πασάς για να τους πει να αφήσουν το κάστρο και να φύγουν για να μην χαθούν. Αυτοί του απήντησαν ότι ο πασάς δεν έπρεπε να τους λυπάται τόσο πολύ και ότι όταν θα έπαιρνε το κάστρο με μάχη τότε θα είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την ευσπλαχνία του.

Η πτώση της Σφακτηρίας

Ο πρώτος στόχος του Ιμπραήμ ήταν το νησί της Σφακτηρίας. Η πρώτη αιγυπτιακή μοίρα αποτελούμενη από 3 φρεγάτες, 4 κορβέτες και 39 μικρότερα πλοία διατάχθηκε να διεισδύσει στον όρμο, να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει τις αποβάσεις δύο αιγυπτιακών ταγμάτων που θα μεταφέρονταν από την ακτή με μεγάλες βάρκες. Τρεις φρεγάτες θα έκλειναν το λιμάνι για να εμποδίσουν την επίθεση των ελληνικών πλοίων που ήταν μέσα στον όρμο, ενώ η δεύτερη μοίρα που απετελείτο από μεγαλύτερα πλοία θα εκινείτο εναντίον του ελληνικού στόλου που ναυλοχούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως, τμήματα του αιγυπτιακού στρατού θα εκινούντο εναντίον του Παλαιού Ναυαρίνου.

Το μεσημέρι της 26ης Αηριλίου δύο κανονιές έδωσαν το σύνθημα για τη συντονισμένη επιχείρηση κατά της Σφακτηρίας και του Νεόκαστρου. Από τα εχθρικά καράβια έφθαναν βάρκες στη στεριά και αφού γέμιζαν με στρατιώτες ξαναγύριζαν πίσω στα καράβια. Επάνω στο νησί της Σφακτηρίας οι Έλληνες είχαν τοποθετήσει μόνο 6 κανόνια στραμμένα προς στο στόμιο του λιμανιού με λίγoυς στρατιώτες.

Όταν ο Αναγνωσταράς, που ήταν στο νησί, αντιλήφθηκε τα εχθρικά καράβια να πλησιάζουν, ζήτησε από τον Μακρυγιάννη να μεταβεί εκεί με τους άνδρες του, αλλά και ενισχύσεις από το Παλαιό Ναυαρίνο. Όμως οι υπεραστιστές του Νεόκαστρου που έμαθαν ότι ο Μακρυγιάννης σκόπευε να πάει στη Σφακτηρία δεν τον άφησαν, λέγοντάς του ότι εάν έφευγε θα έφευγαν και αυτοί. Τότε ο φρούραρχος έγραψε στον Αναγνωσταρά ότι δεν αφήνει τον Μακρυγιάννη και αντ’ αυτού στάλθηκε στο νησί ο Τζόκρης και ο Σταύρος Σαΐνης με μερικούς άνδρες. Ενισχύσεις στο νησί έστειλε και ο Χατζηχρήστος, που βρισκόταν στο Παλαιό Ναυαρίνο,

Ενώ συνέβαιναν αυτά, τα τουρκικά καράβια άρχισαν να κανονιοβολούν τους υπερασπιστές του νησιού που δεν είχαν ακόμη προλάβει να οχυρωθούν. Συγχρόνως έστειλαν βάρκες με στρατιώτες υπό τον Σουλεϊμάν πασά στο νησί και τους αποβίβασαν. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν πολλοί από τους υπερασπιστές του νησιού σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι που ευρίσκοντο προς την πλευρά του Παλαιού Ναυαρίνου κατόρθωσαν να διαφύγουν. Κάποιοι έπεσαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν, όμως οι περισσότεροι πνίγηκαν. Μόνο μικρές ομάδες Ελλήνων κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους προξενώντας μεγάλη φθορά στους εχθρούς, που οδηγούμενοι από Ευρωπαίους αξιωματικούς έκαμαν επιθέσεις με εφ’ όπλου λόγχη.

Ανάμεσα στους άνδρες που έπεσαν νεκροί στο νησί ήταν ο Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός, ο Σαΐνης, ο Σίμος, ο Ιταλός Σανταρόζα και άλλοι.

Πολλοί ναύτες, αναζητώντας τις βάρκες τους που ήταν ανάμεσα στα βράχια, κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τα οκτώ ελληνικά καράβια που ήταν μέσα στον όρμο.

Όταν οι υπερασπιστές του Νεόκαστρου διαπίστωσαν τον άνισο αγώνα στη Σφακτηρία, θέλησαν να βοηθήσουν και έκαναν έξοδο για αντιπερισπασμό, κτυπώντας τους Αιγυπτίους που βρίσκονταν μέσα στα χαρακώματα. Όμως, ο εχθρός που είχε καταλάβει ήδη τη Σφακτηρία και είχε κυριεύσει τα ελληνικά κανόνια στο νησί, τα έστρεψε αμέσως προς το Νεόκαστρο και με εύστοχες βολές σκόρπισε τον θάνατο στους Έλληνες που είχαν εκτελέσει την έξοδο. ΄Ετσι, ενώ οι Έλληνες δέχονταν πυρά από όλες τις μεριές, ο εχθρός άρχισε να μεταφέρει άνδρες από το νησί προς το λιμάνι του Ναυαρίνου.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, πολύ λυπημένος για τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων αλλά και για την ατολμία του Κουντουριώτη, θα γράψει τα εξής: «Αυτείνη η μέρα ήταν πολύ φαρμακερή για την πατρίδα, οπού ’χασε τόσα παλικάρια και σημαντικούς άνδρες, στεριανούς και θαλασσινούς… Γιόμωσε και το λιμάνι πνιγμένους σα να ήταν μπακακάκια εις το βάλτο, έτσι πλέγαν κι αυτεινοί εις τη θάλασσα. Και το νησί και τα άλλα μέρη γεμάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κι οι ελληνικές δυνάμεις μας τήραγαν από αλάργα».

Η έξοδος των ελληνικών πλοίων

Μετά από αυτά τα θλιβερά γεγονότα, μια αιγυπτιακή μοίρα άρχισε να εισπλέει στον όρμο βομβαρδίζοντας αδιάκοπα το φρούριο. Τότε τα ελληνικά καράβια που βρίσκονταν μέσα αποφάσισαν να εκτελέσουν έξοδο. Ο Α. Ορλάνδος στα «Ναυτικά» του, περιγράφει τις δύσκολες αλλά και ηρωικές στιγμές των Ελλήνων: «Τέλος πάντων, η απόφασίς των να εξέλθωσιν ελεύθεροι μετά των πλοίων των ή να ενταφιασθώσιν υπό τα θαλάσσια κύματα εγένετο μεν, αλλά ούτε βήμα δεν ηδύναντο να προχωρήσωσιν, χωρίς να είναι περικυκλωμένοι υπό των εχθρικών πλοίων εκ των οποίων απάντων πυροβολούμενοι αδιακόπως, ήσαν και αυτοί ηναγκασμένοι ν’ αντιπυροβολώσι και ούτοι εκατέρωθεν. Και καθώς μέγας και διαρκής σεισμός καταδονεί την γην εκ θεμελίων, ούτω και τα πλοία ταύτα έτρεμον τρόμον διηνεκή καθ’ όλον το χρονικόν του έκπλου διάστημα, δονούμενα υπό του συνεχούς κρότου των τε ιδίων και των εχθρικών κανονίων…».

Από τα πλοία που βρίσκονταν μέσα στον όρμο, δύο κατόρθωσαν να βγουν ανενόχλητα ενώ το «Αθηνά» του Ν. Βότση δέχθηκε επίθεση από κορβέτες του Ιμπραήμ. Το πλήρωμα του πλοίου, επειδή ο κυβερνήτης του δεν είχε επανέλθει από τη Σφακτηρία, απελπισμένο έτρεξε στην πυριτιδαποθήκη για να την ανατινάξει.

Όμως, ο ναυτόπαις Δρέττας έχοντας αντιληφθεί ότι τα πυροβόλα του πλοίου ήταν γεμισμένα, πηδά από το ένα στο άλλο και πυροδοτεί τις θρυαλλίδες τους. Τα βλήματα που εκτοξεύτηκαν κατά των εχθρικών πλοίων από τόσο μικρή απόσταση επέφεραν στις κορβέτες τέτοιες βλάβες που αυτές αναγκάστηκαν να αποσυρθούν αφήνοντας ελεύθερη τη δίοδο στο «Αθηνά».

Ο «Άρης» που ανέμενε μάταια την επιστροφή του πλοιάρχου του Α. Τσαμαδού, βρέθηκε σε άσχημη θέση διότι με την τελευταία βάρκα που έφθασε στο πλοίο, με τους Μαυροκορδάτο, Βότση και μερικούς άλλους, εξανεμίστηκε και η τελευταία ελπίδα ότι ο καπετάνιος ήταν ζωντανός.

Στην έξοδο του όρμου ευρίσκοντο περί τα 30 εχθρικά πλοία. Παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε να επιχειρηθεί η έξοδος. Ο αναλαβών τη διακυβέρνηση του πλοίου, πλοίαρχος Ν. Βότσης, διατάζει να κοπούν τα κάλω των αγκυρών και να αναπετάξουν τα ιστία. Συγχρόνως ανέβασαν στο κατάστρωμα την εικόνα της Παναγίας, ενώ ένας παπάς που είχε σωθεί έψαλε την παράκληση.

Οι ναύτες, προσκυνώντας την εικόνα, καταθέτουν τον οβολό τους για να τη χρυσώσουν μετά τη μάχη. Ο παπάς δεν παύει να προσεύχεται κατά τη διάρκεια του έκπλου ενώ οι ναύτες ασπαζόμενοι ο ένας τον άλλον και φωνάζοντας «καλή αντάμωση στον Άδη» παίρνουν τις θέσεις τους καθοδηγούμενοι από τον Βότση.

Βροχή από σφαίρες υποδέχεται τις πρώτες κινήσεις του «Άρη» και αρκετοί ναύτες πέφτουν νεκροί. Όμως, το πλοίο αρχίζει να κινείται αργά προς την έξοδο βάλλοντας εναντίον των εχθρικών πλοίων που βρίσκονταν διάσπαρτα και στις δύο πλευρές του όρμου. Πέντε αιγυπτιακά μπρίκια, θεωρώντας τον «Άρη» εύκολη λεία, ενεργούν επίθεση εναντίον του για να τον εμβολίσουν, όμως η κίνησή τους αυτή τα εκθέτει στα πυρά του αμυνόμενου «Άρη». Σε λίγο τέσσερα από τα πέντε εχθρικά πλοία έχοντας υποστεί βλάβες αποχωρούν, ενώ το πέμπτο βυθίζεται.

Είχαν ήδη περάσει δύο ώρες από την αρχή της άνισης αυτής μάχης, όταν ο «Άρης» την ώρα που έβγαινε από το νότιο στόμιο του κόλπου με καταφανή τα ίχvη των εχθρικών βλημάτων στο σκάφος και στην ιστιοφορία, θα δεχτεί επίθεση από μια ισχυρή φρεγάτα που έπλεε εναντίον του με σκοπό να τον εμβολίσει.

Η κατάσταση του ελληνικού πλοίου ήταν απελπιστική και κάθε άμυνα αδύνατη, καθώς λίγο μετά ο πρόβολος της φρεγάτας θα μπλεκόταν στα ξάρτια του σκάφους. Όμως μια διαταγή «πυρ στην πυριτιδαποθήκη» που επαναλήφθηκε και στα τουρκικά «baruthaneye ate» από το πλήρωμα, έφερε το ανέλπιστο αποτέλεσμα. Η φρεγάτα ανέστρεψε αμέσως για να αποφύγει την έκρηξη. Σε λίγο ο «Άρης» ήταν εκτός κινδύνου.

Η διαφυγή του «Άρη» κάτω από τέτοιες αντίξοες συνθήκες από τον εχθρικό κλοιό, αποτελεί σπάνιο ναυτικό κατόρθωμα. Η αξιοθαύμαστη δεξιότητα με την οποία ο πλοίαρχος Βότσης κατόρθωσε να διευθύνει το πλοίο ανάμεσα στα επερχόμενα εχθρικά πλοία αλλά και η ευψυχία των ανδρών του πληρώματος, αποτελούν ενδείξεις ότι το ελληνικό Ναυτικό, παρ’ όλη τη γενική κατάπτωση που επικρατούσε τότε στους κόλπους των επαναστατημένων Ελλήνων, διέθετε πολλά στοιχεία μεγαλουργίας. Το κατόρθωμα αποδεικνύει επίσης ότι ακόμη και τα αιγυπτιακά πλοία, παρ’ όλη την υπεροχή τους ως προς τα τουρκικά, υστερούσαν σημαντικά στην ικανότητα χειρισμού των πυροβόλων και στην ευελιξία σε σύγκριση με τα ελληνικά.

Η πτώση του Παλαιόκαστρου

Ενώ συνέβαιναν τα παραπάνω σοβαρά γεγονότα στη Σφακτηρία, στο Νεόκαστρο και στον κόλπο του Ναυαρίνου, ο Ιμπραήμ, εφαρμόζοντας το σχέδιό του, επιτέθηκε κατά του Παλαιού Ναυαρίνου κτυπώντας το με κανόνια και βομβαρδίζοντάς το από τα καράβια που βρίσκονταν στον όρμο. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ήταν η παράδοση του Παλαιού Ναυαρίνου στις 30 Απριλίου.

Μια μέρα πριν από την παράδοση του φρουρίου, πολλά παλικάρια εκτέλεσαν μια απέλπιδα έξοδο. Από αυτούς που αποφάσισαν το παράτολμο εγχείρημα προς το ελληνικό στρατόπεδο της Λιγούδιστας, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι γλίτωσαν. Όμως αιχμαλωτίσθηκαν ο Χατζηχρήστος, ο δεσπότης της Μεθώνης και ο Στάμος Βελέντζας που ήταν επικεφαλής των ανθρώπων του Μακρυγιάννη. Τον τελευταίο ο Ιμπραήμ τον έστειλε στην Αίγυπτο όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια.

Όλον αυτό τον καιρό, ο Κουντουριώτης παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν στο Ναυαρίνο δίχως να κάνει καμιά προσπάθεια για να βοηθήσει τους πολιορκημένους. ΄Ο Ιμπραήμ, αφού κυρίευσε το κάστρο, έβγαλε νύκτα τα κανόνια των πλοίων στη στεριά και τα τοποθέτησε πάνω από τα μαγαζιά προς το Νεόκαστρο σε απόσταση βολής πιστολιού.

Η πολιορκία του Νεόκαστρου

Την επόμενη ημέρα, όταν ξημέρωσε, ο Ιμπραήμ άρχισε την ετιίθεση με βόμβες και γρανάτες. Έστειλε δύο άτομα που είχε πιάσει στο Παλαιό Ναυαρίνο για να πείσει τους πολιορκημένους να παραδοθούν.

Ο Μακρυγιάννης που μετέφερε τους απεσταλμένους του Ιμπραήμ στο κάστρο, τους δασκάλεψε να πούνε όχι αυτό που τους είπε ο Ιμπραήμ, αλλά ότι είχαν ακόμα ελπίδες να σωθούν.

Στη συνέχεια ειδοποίησε τον Ιμπραήμ ότι οι απεσταλμένοι του είχαν δήθεν σκοτωθεί από βόμβες. Μετά από αυτό η μάχη εντάθηκε και συνεχίστηκε έως τα μεσάνυχτα. Όταν το πρωί σταμάτησαν οι κανονιές, ο Ιμπραήμ έστειλε έναν Τούρκο στο κάστρο.

Έξω από την πύλη του κάστρου τον απεσταλμένο του πασά τον συνάντησαν ο Μακρυγιάννης, ο Π. Γιατράκος και ο Γ. Μαυρομιχάλης. Όταν ο απεσταλμένος τους είπε ότι ο Ιμπραήμ ήθελε το κάστρο, του απάντησαν ότι θέλουν καράβια ευρωπαϊκά για να φύγουν με όλα τους τα άρματα. Επίσης έθεσαν ως όρο την απελευθέρωση του Χατζηχρήστου, του δεσπότη και όλων των άλλων αιχμαλώτων, καθώς και τους μισθούς τους που δεν είχαν εισπράξει από τον Κουντουριώτη. Μόνο τότε θα παρέδιδαν το κάστρο μαζί με τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.

Στην πραγματικότητα στο κάστρο δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε για παράδοση. Ο Τούρκος απεσταλμένος, αφού επέστρεψε στον Ιμπραήμ και του είπε τους όρους των πολιορκημένων, ξαναγύρισε στο κάστρο με νέους όρους.

Σύμφωνα με αυτούς, ο Ιμπραήμ θα διέθετε δικά του καράβια για την εκκένωση του κάστρου επειδή δεν είχε ανάγκη από ξένα, όμως ήθελε όλα τους τα άρματα.

Έκαμε επίσης γνωστό ότι τους αιχμαλώτους τους είχε πάρει με το σπαθί του και τους κρατούσε ζωντανούς έως ότου έβαζε στο χέρι και τους πολιορκημένους και τότε θα τους σκότωνε όλους μαζί. Πρόσθεσε επίσης ότι δεν είχε χρήματα για να τους πληρώσει μισθούς και ότι θα έπρεπε να τους ζητήσουν από την ελληνική κυβέρνηση.

Οι πολιορκημένοι τότε απάντησαν: «Ο πόλεμος είναι η τύχη μας και πολεμάμε και θα πολεμήσουμε όσο να λιώσουμε, να φάμε ο ένας τον άλλο και τότε να πάει να το πάρει το κάστρο. Φωτιά θα βάλουμε να πάμε στον αέρα με όλο αυτό».

Όταν ο απεσταλμένος του Ιμπραήμ γύρισε πίσω και μετέφερε τις απόψεις των Ελλήνων, ο πασάς ξανάρχισε τις μάχες αλλά την επομένη έστειλε τον Χατζηχρήστο, τον δεσπότη και τον Σουλεϊμάν μπέη για να τους πείσουν να παραδοθούν.

Όμως οι πολιορκημένοι αρνήθηκαν ξανά. Τότε άρχισαν να εισέρχονται τα εχθρικά καράβια μέσα στον όρμο. Κατά κακή σύμπτωση, πήρε φωτιά η ντάπια που βρισκόταν στο στόμιο του όρμου και οι πατριώτες που τη φρουρούσαν τινάχτηκαν στον αέρα μαζί με τα κανόνια. ΄Ετσι τα καράβια του Ιμπραήμ μπήκαν στον όρμο ανενόχλητα, ενώ οι φρεγότες του άρχισαν ανά τέσσερις τους κανονιοβολισμούς. Το κάστρο, που δεν άντεχε, έγινε κόσκινο από τα συνεχή πυρά και οι πολιορκημένοι σκοτώνονταν χωρίς να μπορούν να προφυλαχτούν. ΄Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος τη δυσμενή για τους Έλληνες κατάσταση, τους κτυπούσε συνέχεια από την αυγή έως το βράδυ.

Όταν έπιασε δυνατός άνεμος και οι φρεγάτες σταμάτησαν να κονονιοβολούν, οι πολιορκημένοι βρήκαν την ευκαιρία να θάψουν τους σκοτωμένους, αφού ο Άγγλος γιατρός Millingen που ήταν μέσα στο κάστρο δεν μπορούσε να γιατρέψει κανέναν παρ’ όλο που πληρωνόταν 500 γρόσια το μήνα. Τον γιατρό αυτόν τον είχε προσλάβει η διοίκηση αλλά δεν κατέβαλε τους μισθούς του.

Ο γιατρός είχε προβεί σε φοβερές μαρτυρίες και αποκαλύψεις προς έναν εξωμότη Γάλλο αξιωματικό για την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στο κάστρο, όταν είχε έλθει με τον Χατζηχρήστο και τον δεσπότη. Ο Μακρυγιάννης οργισμένος θέλησε να τον σκοτώσει αλλά δεν τον άφησαν.

Στη συνέχεια ο εχθρός έβγαλε και άλλα κανόνια από τα καράβια στη στεριά και τα τοποθέτησε γύρω από το κάστρο. Οι πολιορκημένοι, παρ’ όλες τις κακουχίες που είχαν υποστεί, συνέχισαν να αντιστέκονται ενισχύοντας τη βέργα με ξύλα και πέτρες.

Στην ακρόπολη (Ίτσκαλε) του Νεόκαστρου υπήρχε μια στέρνα, της οποίας το νερό ήταν πόσιμο. Παρ’ όλο που η στέρνα ήταν σφραγισμένη από τον φρούραρχο, οι στρατιώτες, προσπαθώντας να ξεδιψάσουν, είχαν ανοίξει στα κρυφά μια μικρή τρύπα διαμέσου της οποίας έπιναν νερό, με τη βοήθεια ενός καλαμιού. Όταν στένεψε η πολιορκία και μετρήθηκε η στάθμη του νερού που ήταν μέσα στην στέρνα, διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα του πόσιμου νερού είχε μειωθεί επικίνδυνα. Τότε, ο Μακρυγιάννης μαζί με τον Βελέντζα πρότειναν να βγάλουν με τρόπο έξω από το κάστρο όσους ήθελαν να συζητήσουν με τους εχθρούς ή πρότειναν να επιχειρηθεί έξοδος και στη συνέχεια να συγκεντρώσουν τους υπόλοιπους στο Ιτσκαλέ, να βάλουν μπαρούτι ολόγυρα σε μίνες και όταν έφθαναν οι Αlγύπτιοι να έβαζαν φωτιά και να ανατίναζαν το κάστρο μαζί με τους πολιορκημένους και τους πολιορκητές.

Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ιμπραήμ έστειλε έναν αγγελιοφόρο στους πολιορκημένους για να τους πληροφορήσει ότι αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία που τους έδινε και πρόσταξε τους αρχηγούς των πολιορκημένων να εμφανιστούν μπροστά του για διαπραματεύσεις.

Αποφασίστηκε να σταλούν ο Μακρυγιάννης, ο Καράπαυλος και ο Σαλβαράς για συζητήσεις. Όταν οι τρεις Έλληνες έφθασαν στο αιγυπτιακό στρατόπεδο, οδηγήθηκαν στο λαμπρό τσαντίρι του Ιμπραήμ. Μπαίνοντας μέσα είδαν τον πασά καθισμένο με μεγαλοπρέπεια. Τα χέρια του, για να μην κουράζεται, τα κρατούσαν μεγαλοπρεπώς δύο αξιωματικοί, προσδίδοντάς του έτσι επιπλέον αίγλη.

Όταν ο Αιγύπτιος ρώτησε από πού κατάγονται, διαπίστωσε ότι ο ένας απεσταλμένος ήταν από την Πελοπόννησο και ο δεύτερος από την Σπάρτη. Όταν ρωτήθηκε και ο Μακρυγιάννης, απάντησε ότι ήταν από την Ρούμελη και ότι ήταν στο παρελθόν σωματοφύλακας του Αλή πασά. Είπε στον Ιμπραήμ: «Σκότωσαν τον αφέντη μας και κίνησα να έλθω στην Υψηλότη σας στο Μισίρι με κάμποσους ανθρώπους. Δεν είχαμε τα έξοδά μας.

Ήλθαμε εδώ στους Ρωμαίγους. Μας απάτησαν, μας έβαλαν σε τούτο το κάστρο. Πολεμούμε νύκτα και μέρα. Αυτεινοί μας κάμουν σίγρι από μακριά. Θέλουν να χαθούμε. Εμείς για να σωθούμε και να πάμε να πολεμήσουμε εκείνους, βιαζόμαστε και ήλθαμε να κάνουμε συνθήκες να σου παραδώσουμε το κάστρο εφοδιασμένο. Γι’ αυτό πασά μου θα σου παραδώσουμε το κάστρο».

Ο Ιμπραήμ, ενθουσιασμένος από την απάντηση και αψηφώντας τους Μοραΐτες ρώτησε προσωπικά τον Μακρυγιάννη ποιες είναι οι απαιτήσεις τους. Τότε ο στρατηγός ζήτησε καράβια από την Ευρώπη για την εκκένωση του Νεόκαστρου και πρόσθεσε ότι δεν xρειάζονται έγγραφες συνθήκες αφού ο λόγος της αυτού Υψηλότητάς του ήταν επαρκής. Όμως, ο Ιμπραήμ αντικρούοντας τον Μακρυγιάννη πρόσθεσε ότι δεν απαιτούνται ευρωπαϊκά καράβια, αφού είχε τα δικά του. Πήρε όμως την απάντηση ότι οι πολιορκημένοι, από φόβο, σε τουρκικά καράβια δεν πρόκειται να μπουν.

Μετά από πολλή συζήτηση ο Ιμπραήμ αποφάσισε να καλέσει ευρωπαϊκά καράβια και ρώτησε ποιος θα πληρώσει τον ναύλο των καραβιών. Ο Μακρυγιάννης του απήντησε «η Υψηλότητά σας». Αλλά ο πασάς επιμένοντας είπε ότι οι ίδιοι θα έπρεπε να πληρώσουν για τη μεταφορά τους, όμως οι Έλληνες ήταν ανένδοτοι διότι όλα τα λεφτά τους τα είχαν δαπανήσει σε κρασιά και φαγητά.

Τελικά συμφωνήθηκε τον ναύλο των καραβιών να τον καταβάλει ο Ιμπραήμ αλλά έπρεπε να αφοπλιστούν και να παραδώσουν όλα τα άρματά τους. Ιδιαίτερα στον Μακρυγιάννη φέρθηκε πιο γενναιόδωρα λέγοντάς του «και εσύ που είσαι γκουρμπετλής σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά». Ο Μακρυγιάννης τον παρακάλεσε να αυξηθούν τα άρματα σε 35 ζητώντας να μην πειράξουν όποιον έχει χρήματα και άλλα ασημικά.

Έτσι έκλεισε η συμφωνία ανάμεσα στους πολιορκημένους και τον Ιμπραήμ. Όταν ο Μακρυγιάννης ρωτήθηκε πόσους άνδρες είχε κάτω από τις διαταγές του, απάντησε ότι ήταν οκτακόσιοι. Τότε ο Ιμπραήμ του ζήτησε να μπει κάτω από τις δικές του διαταγές. Όμως αυτός απάντησε: «Γνωρίζομεν τα οτζάκια σας όπου κάνουν τους ανθρώπους τσιράκια. Τώρα ήλθα σταλμένος από το κάστρο να κάμω συνθήκες και όχι να γίνω μισθωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση του κάστρου τότε τηράμε αυτό».

Υπαναχώρηση του lμπραήμ

Όταν οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε όλα, οι πολιορκημένοι έστειλαν απεσταλμένο στη Μεθώνη που συνοδευόταν από έναν έμπιστο του Ιμπραήμ για να προβούν στη ναύλωση καραβιών.

Μετά από 18 μέρες έφθασε η πληροφορία ότι για τη μεταφορά τους απαιτούντο 4.000 τάλιρα. Τότε ο Ιμπραήμ είπε στον Μακρυγιάννη: «Για σας τους παλιανθρώπους, μου ζητάν 4.000 τάλιρα και δεν τα δίνω». Όμως, ο Μακρυγιάννης του είπε ότι έπρεπε να πληρώσει το ποσό αφού αυτή ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει. Στο μεταξύ ένα τουρκόπουλο που ήταν στο κάστρο έσπευσε στον Ιμπραήμ και τον πληροφόρησε ότι υπήρχε έλλειψη νερού και τροφίμων στο κάστρο και ότι εκεί υπήρχαν δύο ωραίες Τουρκάλες. Αυτές τις είχαν δύο ντόπιοι, οι Οικονομίδηδες, ως γυναίκες και πνευματικές τους.

Ο Ιμπραήμ ρώτησε τον Μακρυγιάννη εάν τις γνώριζε, αλλά έλαβε την απάντηση ότι δεν γνώριζε ούτε Τουρκάλες ούτε Ρωμιές αλλά μόνο την ντάπια που φύλαγε. Ο Ιμπραήμ επέμενε να τις γνωρίσει και ζήτησε να στείλει ο Μακρυγιάννης κάποιον για να τις φέρει. Ο τελευταίος υποχρεώθηκε να στείλει τον μπαϊρακτάρη του.

Ο πασάς, αφού εξέτασε τις γυναίκες και έμαθε ότι στο φρούριο υπήρχαν και άλλοι Τούρκοι, αμέσως πρόσταξε την παράδοσή τους. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο Ιμπραήμ είχε μεθύσει πίνοντας ρούμι και κρασί. Είχε τη φήμη του μπεκρή, η δε αδυναμία του ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Κάποια στιγμή, ο πασάς έστειλε στο κάστρο τον Μακρυγιάννη μαζί με δύο αξιωματικούς που γνώριζαν ελληνικά, για να φέρουν και τους υπόλοιπους Τούρκους από το κάστρο.

Ο Μακρυγιάννης, αφού άφησε στην πύλη του κάστρου τους συνοδούς του, ζήτησε από τους υπερασπιστές να του παραδώσουν αμέσως τους αιχμαλώτους που είχαν πιάσει και όταν τους παρέλαβε τους έστειλε στον Ιμπραήμ. Εκείνο το βράδυ έφθασε στο Ναυαρίνο μια αγγλική φρεγάτα η οποία περικυκλώθηκε αμέσως από εχθρικά πλοία, για να μην έλθουν οι πολιορκημένοι σε επαφή μαζί της. Ωστόσο ο καπετάνιος της φρεγάτας έστειλε έναν Κύπριο με γράμματα για να τα μεταφέρει στο κάστρο.

Οι Τούρκοι άρχισαν τότε να κυνηγούν τον ταχυδρόμο, με αποτέλεσμα αυτός να βουτήξει στη θάλασσα για να σωθεί. Στην προσπάθειά του αυτή έχασε τα γράμματα, αλλά έφθασε σώος στη φρεγάτα. Οι ναύτες, επειδή είχε πιει πολύ νερό, τον κρέμασαν ανάσκελα και στη συνέχεια τον ζέσταναν.

Όταν ο Κύπριος συνήλθε, πληροφόρησε τους Άγγλους για την κατάσταση που επικρατούσε στο κάστρο. Τότε ο καπετάνιος παίρνοντας μαζί και τον Κύπριο, σάλπαρε ξανά για τη Ζάκυνθο, για να πληροφορήσει σχετικά τον ναύαρχό του. Αυτός, όταν έμαθε τα συμβαίνοντα, έκρινε σκόπιμο να στείλει στο Ναυαρίνο ένα μπρίκι.

Όμως ο Ιμπραήμ, πριν από την άφιξη του μπρικιού, είχε ειδοποιήσει τους πολιορκημένους ότι τα καράβια που είχε ναυλώσει για τη μεταφορά είχαν ήδη φθάσει στο Ναυαρίνο.

Όταν όμως ρωτήθηκε πότε θα γινόταν η μεταφορά, προκειμένου οι πολιορκημένοι να ανοίξουν τις πύλες του κάστρου που ήταν σφραγισμένες με πέτρες, απέφυγε να απαντήσει επειδή ήθελε να βρει μια πρόφαση για να αθετήσει την υπόσχεσή του και τη συμφωνία που είχε κάνει και να τους σκοτώσει.

Η εκκένωση του Νεόκαστρου

Ο Ιμπραήμ, για να διαπιστώσει τις πραγματικές διαθέσεις των Ελλήνων, αποφάσισε να στείλει δύο Αιγύπτιους στο κάστρο για να εξακριβώσει εάν πράγματι οι πύλες του ήταν σφραγισμένες με πέτρες, οι οποίες έπρεπε να αφαιρεθούν για να πραγματοποιηθεί η παράδοση.

Από την πλευρά του ο Μακρυγιάννης, θέλοντας να καλοπιάσει τους απεσταλμένους του Ιμπραήμ, δεν δίστασε να τους δωροδοκήσει με άφθονα άρματα που ήταν στολισμένα με ασήμι. Το πρωί της επόμενης μέρας, ο Αιγύπτιος πασάς έστειλε στο κάστρο έναν συγγενή του με 40 άνδρες για να μαζέψουν τα άρματα των πολιορκημένων.

Στο μεταξύ ο Βελέντζας μαζί με τους ανθρώπους του είχε αναλάβει τη φύλαξη του εσωτερικού τμήματος του φρουρίου (Ιτσκαλέ) για να ματαιώσει εγκαίρως μια ενδεχόμενη εχθρική ενέργεια. Σύντομα κατάλαβε ότι ο Ιμπραήμ δεν σκόπευε να κρατήσει τον λόγο του. Πράγματι, όταν κάποιοι από τους πολιορκημένους αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν εκτός κάστρου και πήγαν στο λιμάνι, διαπίστωσαν ότι ο Ιμπραήμ δεν τους άφηνε να μπουν στα καράβια, ούτε στα ευρωπαϊκά αλλά ούτε και στα δικά του. Το ίδιο έγινε και με τους επόμενους, οι οποίοι αφού αφοπλίστηκαν βγήκαν έξω, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η εχθρική δύναμη.

Μπροστά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, οι πολιορκημένοι αμέσως προέβησαν στην κράτηση των Αιγυπτίων που είχαν εισέλθει στο κάστρο για να συγκεντρώσουν τα άρματα και τους προειδοποίησαν ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν εάν οι δικοί τους σκοτώσουν αυτούς που βγήκαν έξω άοπλοι για να μεταφερθούν με τα πλοία.

Τότε οι Αιγύπτιοι έστειλαν έναν αντιπρόσωπό τους για να μιλήσει με τον πασά και να του εξιστορήσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν μέσα στο κάστρο. Τότε ο Ιμπραήμ, ιππεύοντας ένα άλογο, έτρεξε προς το κάστρο και διέταξε τους στρατιώτες του να απομακρυνθούν από το λιμάνι και το σημείο εξόδου των αφοπλισμένων Ελλήνων. Έτσι, τα αφοπλισμένα παλικάρια μπόρεσαν να προχωρήσουν προς τα ξένα καράβια που θα τους μετέφεραν. Τελευταίος βγήκε από το κάστρο ο Μακρυγιάννης μαζί με αυτούς που είχαν παραμείνει οπλισμένοι με τα άρματα που του είχε χαρίσει ο Ιμπραήμ.

Κατά την έξοδό του, ο Μακρυγιάννης, αφού πρώτα συνεχάρη τον πασά για την επιτυχία του, προχώρησε προς το αγγλικό καράβι και ανέβηκε επάνω σε αυτό. Από τα άλλα δύο καράβια, πάνω στα οποία επιβιβάστηκαν οι αφοπλισμένοι άνδρες, το ένα ήταν γαλλικό και το άλλο αυστριακό.

Όταν, κατά την επιβίβασή του στο καράβι, ο Μακρυγιάννης έμαθε ότι ο Ιμπραήμ, παρασπονδώντας, είχε κρατήσει ως ομήρους τον Γιατράκο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αμέσως κάλεσε όλους τους καραβοκύρηδες και τους αξιωματικούς του αγγλικού μπρικιού που είχε φθάσει από τη Ζάκυνθο και τους είπε: «Εμείς σταθήκαμεν εις τον λόγον μας, και ο Ιμπραήμης δεν εστάθη. Εγώ έκαμα τις συνθήκες». Και κατόπιν τους εξιστόρησε όσα τους έκαμε ο Ιμπραήμ, ότι πήρε τα χρήματα και τα ασημικά πολλών ανδρών και ότι κράτησε δύο ομήρους.

Οι καραβοκύρηδες αποφάσισαν να πάνε στον Ιμπραήμ και να απαιτήσουν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Όμως ο πασάς αρνήθηκε να τους αφήσει ελεύθερους λέγοντας ότι τους κρατά ομήρους για τους πασάδες του Nαυπλίoυ που κρατούσαν όμηρους οι Έλληνες.

Όπως προέκυψε, ο εχθρός δεν είχε κρατήσει μόνο αυτούς τους δύο αλλά άλλους 63 άνδρες, όταν αυτοί πήγαιναν αφοπλισμένοι προς στα καράβια.

Η σύλληψή τους έγινε όταν περνούσαν πίσω από κάποια σκοτεινά σημεία του κάστρου και δεν ήταν ορατοί από μακριά. Οι Αιγύπτιοι, όταν μπήκαν στο κάστρο για να το καταλάβουν, έσφαξαν αυτούς τους 63 άνδρες.

Μετά την επιβίβαση, ο καπετάνιος του καραβιού κάλεσε τον Μακρυγιάννη μαζί με τους άλλους αξιωματικούς στην καμπίνα του για να γευματίσουν.

Εκεί η γυναίκα του καπετάνιου κλαίγοντας ομολόγησε ότι ο Ιμπραήμ τους είχε διαβεβαιώσει ότι ανεξάρτητα από το εάν θα φόρτωναν ή όχι τους υπερασπιστές του Νεόκαστρου, αυτός θα τους κατέβαλε οπωσδήποτε τον ναύλο του πλοίου, επειδή σκόπευε με δόλο να τους σκοτώσει καθώς θα πήγαιναν προς τα πλοία.

Τελικά τα ξένα καράβια με τους Έλληνες έφθασαν στην Καλαμάτα, όπου και έγινε η αποβίβαση. Εκεί, όμως οι υπερασπιστές βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Οι Καλαματιανοί αντί να τους περιποιηθούν και να φροντίσουν τα τραύματά τους, άρχισαν να τους προπηλακίζουν, λέγοντας ότι έπρεπε να βαστήξουν λίγo ακόμα, γιατί είχαν σκοπό να σπεύσουν προς το Νεόκαστρο για να τους σώσουν και ότι κακώς άφησαν ένα τόσο γερό κάστρο στα χέρια του εχθρού.

Έτσι, οι υπερασπιστές του Νεόκαστρου, όσοι είχαν σωθεί και έχοντας ανάμεσά τους πολλούς πληγωμένους, άοπλοι και δίχως χρήματα, έγιναν δεκτοί με αδιαφορία και κοροϊδίες. Ταλαιπωρημένοι από τη μακροχρόνια πολιορκία, πεινασμένοι και διψασμένοι, εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι γυρνούσαν άσκοπα στα περιβόλια για να βρουν λίγo νερό και λίγη τροφή, που κανένας δεν σκέφτηκε να τους παράσχει.