Η τηλεφωνήτρια στο τηλεφωνικό κέντρο μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης κοίταξε αδιάφορα τον διοπτροφόρο άνδρα που στεκόταν μπροστά της νευρικός και ανήσυχος.
Ήταν δύο τα ξημερώματα της 6ης Οκτωβρίου 1973. «Λυπάμαι κύριε, δεν απαντά. Νομίζω ότι είναι αργία στο Ισραήλ», είπε στον Ζβι Ζαμίρ, τον αρχηγό της Μοσάντ. «Σε μένα το λες ότι είναι αργία στο Ισραήλ;» της απάντησε οργισμένα ο Ζαμίρ. «Προσπάθησε πάλι, ίσως κοιμάται», επέμεινε. Διστακτικά, η τηλεφωνήτρια σχημάτισε ξανά τον αριθμό.
Στο Τελ Αβίβ, το κουδούνισμα του τηλεφώνου τελικά κατάφερε να ξυπνήσει τον Φρέντυ Εϋνί, τον επικεφαλής του Γραφείου του Ζαμίρ.
Ο Ζαμίρ άρπαξε το ακουστικό και ουρλιάζοντας αράδιασε έναν ποταμό κωδικών λέξεων, που κυοφορούσαν ένα μοιραίο μήνυμα: Ο «Βαβυλών» αναφέρει πως υπάρχει αυξημένη πιθανότητα πολέμου αύριο.
«Ντύσου», είπε στον Εϋνί, «πήγαινε στο αρχηγείο και ξύπνα τους όλους».
Λιγότερο από δύο ώρες αργότερα, ο Εϋνί είχε ήδη ειδοποιήσει τον διευθυντή της ισραηλινής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, τον αρχηγό της Αεροπορίας, καθώς και τους στρατιωτικούς συμβούλους του πρωθυπουργού και του υπουργού Άμυνας.
Μόνο τότε κατάλαβαν οι επικεφαλής της κυβέρνησης και των υπηρεσιών ασφαλείας -που έως τότε ήταν απολύτως πεπεισμένοι για τη μη πιθανότητα έκρηξης πολέμου- πόσο έξω είχαν πέσει. Το τι ακολούθησε, είναι λίγο πολύ γνωστό.
Μετά το φιάσκο του Πολέμου του Γιομ Κιπούρ, οι αρμόδιες εξεταστικές επιτροπές και ο μακροχρόνιος δημόσιος διάλογος περί της τραγικής έλλειψης πληροφόρησης της ισραηλινής πλευράς, αποκάλυψαν την ύπαρξη του «Βαβυλώνος», ενός από τους πλέον υψηλόβαθμους πράκτορες που στρατολόγησε ποτέ η ισραηλινή κατασκοπεία.
Το αληθινό όνομά του θα παραμείνει μυστικό για πάρα πολλά χρόνια (ακόμη και το κωδικό του όνομα είναι απόρρητο και η ονομασία «Βαβυλών» χρησιμοποιείται για την ευκολία του αναγνώστη). Η ιστορία της στρατολόγησης και της δραστηριότητάς του καλύπτεται από ένα πέπλο αντικρουόμενων πληροφοριών, διοχετευμένων από διαφορετικές πηγές, ορισμένες εκ των οποίων ίσως να έχουν και προσωπική ανάμιξη.
Η συνεργασία του «Βαβυλώνος» με τη Μοσάντ άρχισε τέσσερα περίπου χρόνια πριν το επείγον νυκτερινό τηλεφώνημα που περιγράψαμε πιο πάνω. Μια μέρα, ένας καλοντυμένος άνδρας πέρασε την πόρτα μιας ισραηλινής κρατικής υπηρεσίας σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. «Γεια σας», είπε, «θα ήθελα να μιλήσω σε έναν εκπρόσωπο της Μοσάντ».
Μετά από μια σύντομη συνομιλία με την ασφάλεια της υπηρεσίας, το αίτημά του ικανοποιήθηκε. Ο επισκέπτης συστήθηκε και εξεπλάγη όταν διαπίστωσε ότι το όνομά του ουδόλως εντυπωσίασε τον αξιωματικό της Μοσάντ.
Ο τελευταίος απλώς δεν είχε ποτέ ακούσει για τον άνδρα που στεκόταν μπροστά του. «Θέλω να εργασθώ για σας», είπε ο επισκέπτης. «Μπορώ να σας δώσω πληροφορίες που ούτε τις έχετε φαντασθεί. Σε αντάλλαγμα θέλω χρήματα και μάλιστα πολλά. Πιστέψτε με, θα χαρείτε να με πληρώνετε».
Ο αξιωματικός της Μοσάντ εξακολούθησε να μην εντυπωσιάζεται και ευγενικά ζήτησε από τον άνδρα να φύγει. «Στείλε απλώς το όνομά μου στο Ισραήλ», είπε ο επισκέπτης, «κι εγώ θα ξαναέλθω την επόμενη εβδομάδα». Αμέσως μετά, έφυγε. Η αναφορά του πράκτορα της Μοσάντ για το περιστατικό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στο αρχηγείο της Μοσάντ στο Τελ Αβίβ.
Ένας υψηλόβαθμος χειριστής, με μεγάλη εμπειρία στη στρατολόγηση και τη διαχείριση πρακτόρων, εστάλη στην Ευρώπη. Ο «Βαβυλών», πιστός στην υπόσχεσή του, εμφανίσθηκε πάλι στα γραφεία της υπηρεσίας και ο μύθος γύρω του άρχισε να δημιουργείται.
Η δημιουργία της «απάτης»
Όταν οι μυστικές υπηρεσίες συλλέγουν πληροφορίες για τον εχθρό, φροντίζουν να διαχωρίζουν τις δυνατότητες από τις προθέσεις του.
Η δυνατότητα αφορά στη στρατιωτική ισχύ: Πόσα πυροβόλα διαθέτει; Πόσα αεροσκάφη; Ποιο είναι το επίπεδο του έμψυχου υλικού του; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά εξάγονται από διάφορες πηγές (οπτική παρατήρηση, αεροφωτογράφιση, παρακολούθηση συνομιλιών, αναφορές πρακτόρων).
Συνήθως το Ισραήλ επιτυγχάνει να συναρμόζει μία εξαιρετικά ακριβή εικόνα των δυνατοτήτων των αντιπάλων του. Ακόμη και πριν από τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις είχαν επαρκέστατες πληροφορίες για τη συγκέντρωση μεγάλου όγκου εχθρικών δυνάμεων, κατά μήκος των γραμμών αμύνης του Ισραήλ.
Όταν όμως αναφερόμαστε στις προθέσεις, τότε η συλλογή αξιόπιστων πληροφοριών είναι κάτι περισσότερο πολύπλοκο. Δεν υπήρχε κάποιος εύκολος τρόπος για να διαβάσει κανείς τη σκέψη ενός ηγέτη όπως ο Ανουάρ Σαντάτ. Οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών είχαν επανειλημμένως αποτύχει να ερμηνεύσουν τις προθέσεις των εχθρών.
Έτσι, η εμφάνιση του πράκτορα «Βαβυλών» πραγματοποιούσε ένα άπιαστο όνειρο των Ισραηλινών: επρόκειτο να τους εφοδιάζει με περιεκτικές αναφορές και σε πραγματικό χρόνο, σχετικά με τις πολιτικές και στρατιωτικές ιδέες που κυοφορούνταν στις αραβικές χώρες.
Αν και δεν του είχε ζητηθεί, σε όλη τη διάρκεια της συνεργασίας του με το Ισραήλ έδινε έναν όγκο πληροφοριών διαφορετικής υφής. Σε αντάλλαγμα, δεχόταν μια γενναιόδωρη αμοιβή, πολύ μεγαλύτερη, για παράδειγμα, από αυτήν του Όλντριχ Έιμς, του αξιωματούχου της CIA, ο οποίος έδινε πληροφορίες στους Σοβιετικούς. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η σημασία των πληροφοριών του «Βαβυλώνος» γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.
Η Επιτροπή Αγκρανάτ, η οποία ερεύνησε τα αίτια της αποτυχίας του Ισραήλ στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, αναφερόταν στις πληροφορίες του «Βαβυλώνος» με τον χαρακτηρισμό «μοναδικής αξίας υλικό, από μία εξαιρετικής σημασίας πηγή της Μοσάντ». Οι αναφορές του παραδίδονταν στην πρωτόλειά τους μορφή, όχι μόνο στον διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού και στη Διεύθυνση Ερευνών του Κλάδου Αντικατασκοπείας, αλλά και κατευθείαν στον πρωθυπουργό και στον υπουργό Άμυνας.
Ένα αυστηρό πρωτόκολλο καθιερώθηκε για τον χειρισμό τους. Επί παραδείγματι, ποτέ δεν συζητούνταν στα υπουργικά συμβούλια ή στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της Κνέσετ (ισραηλινό Κοινοβούλιο). Από την άλλη, υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών είχαν μακροσκελέστατες και διεξοδικότατες συζητήσεις με εκείνα τα μέλη της κυβερνήσεως που ήταν εν γνώσει της ύπαρξης και της δραστηριότητας του πράκτορα (η πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιρ και οι υπουργοί Μοσέ Νταγιάν, Γισραέλ Γκαλιλί και Γιγκάλ Αλόν), για το περιεχόμενο των αναφορών του.
Όταν ο Έλι Ζεϊρά διορίσθηκε επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού, εμπλούτισε τον κατάλογο των αποδεκτών και με το όνομα του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου. Αξίζει να σημειωθεί πως για την περίοδο που αναφέρουμε, οι πράκτορες της Μοσάντ, των οποίων οι αναφορές ετύγχαναν τέτοιας προνομιακής μεταχείρισης, μετρούνταν στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Οι πληροφορίες του «Βαβυλώνος» θεωρούνταν τόσο σημαντικές, ώστε έπρεπε να μεταφέρονται αυτούσιες στα κέντρα λήψης των αποφάσεων.
Μεταξύ άλλων, ο «Βαβυλών» εφοδίαζε την ισραηλινή στρατιωτική αντικατασκοπεία και, συνεπώς, το Υπουργείο Άμυνας, με έγγραφα και αναφορές, τα οποία συνετέλεσαν σε αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως «η απάτη», η μοιραία εμμονή του Ισραήλ ότι δεν επρόκειτο να ξεσπάσει πόλεμος.
Η Επιτροπή Αγκρανάτ σχημάτισε τη δική της αντίληψη για την «απάτη»: «Κατά την περίοδο που ακολούθησε την ανάρρησή του στην εξουσία, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αδύνατο για την Αίγυπτο να αποκτήσει ό,τι επιθυμούσε (δηλαδή τα εδάφη της που είχαν καταληφθεί από το Ισραήλ το 1967) με τη χρήση της διπλωματίας και, συνεπώς, για να παρακάμψει το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει έπρεπε να προσφύγει στη λύση της στρατιωτικής εμπλοκής.
Βεβαίως, ο Αιγύπτιος ηγέτης είχε επίγνωση της αδυναμίας της χώρας του να προβεί σε ολοκληρωτικό πόλεμο κατά του Ισραήλ, εφόσον αυτό κατείχε συντριπτική αεροπορική υπεροχή.
Για τον λόγο αυτόν, ο Σαντάτ αποφάσισε ότι η Αίγυπτος θα μπορούσε να επιτεθεί στο Ισραήλ μόνο μετά την εξασφάλιση δικής της αεροπορικής υπεροχής, με την απόκτηση βομβαρδιστικών μακράς ακτίνας δράσης, τα οποία θα μπορούσαν να πλήξουν τα ισραηλινά αεροδρόμια και να εξουδετερώσουν την αεροπορική δύναμη του Ισραήλ».
Ένας επιπλέον παράγων που συνετέλεσε στο να δημιουργηθεί η «απάτη», ήταν η επιθυμία της Αιγύπτου να αποκτήσει πυραύλους εδάφους-εδάφους, τύπου Scud (μία προμήθεια που κρινόταν εκ των ων ουκ άνευ για την ανάληψη επιθετικής δράσης από την Αίγυπτο). Σε μια συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό του, ο Μοσέ Νταγιάν είχε πει: «Εκείνη η “απάτη” δεν ήταν το αποκύημα κάποιου τρελού στρατιωτικού αναλυτή, δεν κατασκευάσθηκε από τον επικεφαλής της στρατιωτικής αντικατασκοπείας, ούτε από τον υπουργό Άμυνας.
Βασίσθηκε σε σοβαρές πληροφορίες, που θεωρήσαμε ότι ήταν οι καλύτερες που θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε. Είμαι απολύτως βέβαιος πως οποιαδήποτε υπηρεσία πληροφοριών, οποιοσδήποτε αρχηγός Επιτελείου και υπουργός Άμυνας στον κόσμο, θα είχαν καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα, αν είχαν γίνει αποδέκτες των συγκεκριμένων πληροφοριών, από πηγή τέτοιου ειδικού βάρους».
Ήταν διπλός πράκτορας;
Τον Αύγουστο του 1973 η Αίγυπτος άρχισε να παραλαμβάνει τους πρώτους πυραύλους Scud από τη Σοβιετική Ένωση, επιβεβαιώνοντας για άλλη μία φορά την αξιοπιστία του «Βαβυλώνος». Οι αναλυτές της υπηρεσίας πληροφοριών της Αεροπορίας εκτιμούσαν πως απαιτούνταν τουλάχιστον 6 μήνες για την εκπαίδευση των χειριστών των πυραυλικών συστημάτων. Όταν η παραλαβή των βλημάτων ολοκληρώθηκε, ο «Βαβυλών» ανέφερε πως ο Σαντάτ ανέβαλε την επίθεση μέχρι το τέλος του έτους.
Από το 1972, οπότε ο Ζεϊρά διορίσθηκε επικεφαλής της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού, η συνεργασία με τον «Βαβυλώνα» είχε ήδη παγιωθεί. Στηριζόμενος στις αναφορές των υφισταμένων του, ο Ζεϊρά είχε πεισθεί πως ο «Βαβυλών» είχε αποδείξει την αξία του και συνεπώς μπορούσε να τυγχάνει εμπιστοσύνης αναφορικά με την προειδοποίηση του Ισραήλ σε περίπτωση πολέμου, λειτουργώντας σαν κώδωνας κινδύνου εν όψει μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης. Η Επιτροπή Αγκρανάτ αργότερα άσκησε δριμύτατη κριτική γι’ αυτή την εκτίμηση του Ζεϊρά και τον απομάκρυνε από τη θέση του.
Ακόμη και υφιστάμενοί του, όπως και αξιωματικοί της Μοσάντ, συμμερίσθηκαν τις κατηγορίες εναντίον του. Εκείνο που έχει σημασία, στο πλαίσιο της παρουσίασης αυτής, είναι η θεωρία του για το ρόλο που διαδραμάτισε ο «Βαβυλών» στη διαμόρφωση των προ του πολέμου περιστάσεων.
Ο Ζεϊρά ισχυρίζεται πως ο «Βαβυλών» ήταν διπλός πράκτωρ, ο οποίος επίτηδες είχε «φυτευθεί» στη Μοσάντ, ως μέρος μιας –καλά οργανωμένης από την Αίγυπτο– εξαπάτησης. Βεβαίως, ακόμη και αν αποδεικνυόταν η αλήθεια της θεωρίας αυτής, ο Ζεϊρά δεν θα απαλλασσόταν τελείως των ευθυνών του, απλώς θα καταρρίπτονταν κάποιες από τις κατηγορίες που του απευθύνθηκαν μετά τον πόλεμο.
Είναι γεγονός πως ο Ζεϊρά έχει πολύ λίγες συμπάθειες στους κόλπους των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως φέρει το κύριο βάρος της ευθύνης για την αποτυχία του Ισραήλ να προβλέψει τον πόλεμο, όπως επίσης και για τις συνεπακόλουθες της αποτυχίας αυτής βαριές απώλειες.
Κάποιοι πάντως φαίνεται να υιοθετούν, έστω και μερικώς, τη θεωρία του περί διπλού πράκτορα. Ένας από αυτούς είναι και ο πρώην επικεφαλής της Σιν Μπετ (στρατιωτική αντικατασκοπεία), Αβραάμ Σαλόμ, ο οποίος έχει αφήσει εποχή για την ικανότητά του να ξεσκεπάζει τις παγίδες των αντίπαλων υπηρεσιών.
Λίγα χρόνια πριν, ο Σαλόμ είχε πει σε φίλους του ότι από την πρώτη στιγμή που είδε τον φάκελο του «Βαβυλώνος», κατάλαβε πως ήταν διπλός πράκτωρ. Ο ισχυρισμός πως ο «Βαβυλών» δούλευε στην πραγματικότητα για την αιγυπτιακή κατασκοπεία, στηρίζεται σε ορισμένες εξαιρετικά περίεργες πλευρές της συμπεριφοράς του.
Επί παραδείγματι, πώς ένας τόσο έμπειρος και έξυπνος άνθρωπος όπως αυτός πήγε έτσι απλά σε μιαν ισραηλινή υπηρεσία ένα ηλιόλουστο πρωινό, όταν είναι σίγουρο πως το κτίριο παρακολουθείτο, τουλάχιστον από τις υπηρεσίες ασφαλείας της φιλοξενούσας χώρας;
Εκτός της βλακείας και της ερασιτεχνικής ανεπάρκειας –δύο ιδιότητες που ο «Βαβυλών» μάλλον δεν διέθετε– η μόνη δυνατή εξήγηση είναι πως γνώριζε ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτε από την πλευρά της χώρας που υποτίθεται ότι πρόδιδε.
Ένας από τους πλέον υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Μοσάντ εκείνη την εποχή δίνει τη δική του εκδοχή: «Όλα αυτά είναι ανοησίες. Η Μοσάντ ήταν πεπεισμένη πως ο πόλεμος ήταν επικείμενος, ακόμα και πριν η πηγή πληροφορήσει τον Ζαμίρ. Δεν είχαμε μία μόνο πηγή και συνεπώς η πρόγνωσή μας μπορούσε να βασισθεί σε ένα πλήθος παραγόντων.
Ο Ελί Ζεϊρά προσπαθεί τώρα να απομονώσει το ζήτημα της πηγής, με σκοπό να καθαρίσει το όνομά του. Εξάλλου, ο ίδιος πάντα υποστήριζε ότι ο πόλεμος ήταν απίθανο να ξεσπάσει. Όταν εμείς υποστηρίζαμε το αντίθετο, αυτός μας κατακεραύνωνε, λέγοντάς μας πως δεν τα ξέρουμε όλα και πως αυτός έχει τις δικές του πηγές. Μετά τον πόλεμο όλα αυτά αποδείχθηκαν κίβδηλα».
Στη συνέχεια θέτει τον Ζεϊρά ενώπιον μιας προκλήσεως: «Αν είχε στην κατοχή του τότε έστω και μία πληροφορία, η οποία συνηγορούσε υπέρ της μη πιθανότητας πολέμου, πρέπει να την παρουσιάσει. Εξάλλου υπάρχουν έγγραφα και αρχεία – όλα είναι καταχωρημένα. Οποιοσδήποτε είχε πρόσβαση στα έγγραφα αυτά γνωρίζει ότι η πιθανότητα να ήταν ο «Βαβυλών» διπλός πράκτωρ ήταν όχι απλώς ελάχιστη, αλλά ανύπαρκτη. Είχε επανειλημμένως ελεγχθεί και είχε βεβαιωθεί. Όσο για τον ίδιον τον πληροφοριοδότη, δεν πρόκειται να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες για το πώς στρατολογήθηκε, αλλά είμαι σε θέση να πω ότι έλαβε συγκεκριμένες προφυλάξεις, όταν ήρθε για να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του».
Η δεύτερη ερώτηση που τίθεται από τον Ζεϊρά και τους υποστηρικτές της θεωρίας του αφορά στα κίνητρα του «Βαβυλώνος». Φαίνεται να μην υπάρχει ένας εύκολα κατανοητός λόγος για τον οποίον ο άνθρωπος αυτός εμφανίσθηκε ξαφνικά και προσέφερε τις υπηρεσίες του στο Ισραήλ. Ο ίδιος φρόντιζε να υπενθυμίζει στους «χειριστές» του πως όφειλε να είναι εξαιρετικά προσεκτικός. Για ποιο λόγο ένας τέτοιος άνθρωπος, ήδη πλούσιος και βολεμένος στην Αίγυπτο, να μετατραπεί αίφνης σε σιωνιστή, βάζοντας τη ζωή του σε μεγάλο, αναμφίβολα, κίνδυνο;
Μια τρίτη ερώτηση εμπλέκει τις προειδοποιήσεις που ελήφθησαν πριν τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ. Σε δύο περιπτώσεις (τέλος του 1972 και Απρίλιος του 1973), ο «Βαβυλών» είχε λανθασμένα προειδοποιήσει το Ισραήλ για επικείμενο πόλεμο. Ο Ζεϊρά ισχυρίζεται τώρα πως επρόκειτο για μία διπλή κίνηση εξαπάτησης, σκηνοθετημένη από τους Αιγυπτίους, με σκοπό να αποκοιμίσουν την ετοιμότητα του Ισραήλ και να εξαντλήσουν τα αποθέματά του, αναγκάζοντάς το να κινητοποιήσει επανειλημμένως τις εφεδρείες του.
Προσθέτει επίσης πως οι Αιγύπτιοι ήθελαν να ελέγξουν την εμπιστοσύνη των Ισραηλινών στις προειδοποιήσεις του «Βαβυλώνος», καθώς και την ταχύτητα κινητοποίησης της εφεδρείας τους (όπως και έγινε τον Απρίλιο του 1973). Ο Ζεϊρά επισημαίνει το γεγονός ότι και οι δύο προειδοποιήσεις ελήφθησαν πολύ πριν την υποτιθέμενη έναρξη του πολέμου. Για ποιο λόγο, όταν ο πόλεμος πράγματι άρχισε, ο «Βαβυλών» προειδοποίησε το Ισραήλ, 40 μόνον ώρες πριν;
Αυτοί που πιστεύουν ότι η υπόθεση «Βαβυλών» ήταν τέχνασμα, επικαλούνται τα βιβλία του Σαντάτ και δύο αρχηγών του Γενικού Επιτελείου της Αιγύπτου. Και στα τρία, αναφέρεται μια συγκεκριμένη συνάντηση Αιγυπτίων και Συρίων αξιωματικών, κατά την οποία συμφωνήθηκε μια πιθανή ημερομηνία για την έναρξη της εκστρατείας κατά του Ισραήλ, η οποία και προωθήθηκε στους προέδρους Σαντάτ και Άσαντ για έγκριση. Η συνάντηση έλαβε χώρα στο διάστημα 21-23 Αυγούστου 1973.
Οι Σύριοι αντιπρόσωποι ταξίδευσαν στην Αίγυπτο με πλαστά διαβατήρια και χρησιμοποίησαν ένα σοβιετικό πλοίο, το οποίο ακολουθούσε τη συνηθισμένη του διαδρομή από το συριακό λιμάνι της Λατάκειας. Εάν πράγματι δεν είχε ληφθεί μέχρι τότε η απόφαση να ξεκινήσει πόλεμος, ποια ήταν η αιτία των δύο λανθασμένων προειδοποιήσεων του «Βαβυλώνος»; Και ακόμη περισσότερο, αφού επρόκειτο για έναν τόσο ικανό πράκτορα, πώς απέτυχε να πληροφορήσει για τα συμφωνηθέντα της προαναφερθείσας στρατιωτικής συνάντησης, συγκεκριμένα για την απόφαση Συρίας και Αιγύπτου να ξεκινήσουν πόλεμο κατά του Ισραήλ;
Πόλεμος τα χαράματα
«Δεν είναι ξεκαθαρισμένο γιατί ο πόλεμος δεν ξέσπασε κάποια από τις δύο εκείνες ημερομηνίες. Επρόκειτο άραγε για λανθασμένες προειδοποιήσεις εξαρχής ή ο Σαντάτ εσκεμμένα ανέβαλε την έναρξη της επίθεσης;» αναφέρεται στην έκθεση της Επιτροπής Αγκρανάτ. «Εν τούτοις, εάν συνυπολογίσουμε τις συγκεκριμένες ημερομηνίες και το γεγονός της έναρξης της επίθεσης την ημέρα μιας εβραϊκής γιορτής, καταλήγουμε στο ίδιο συμπέρασμα, ακόμη και χωρίς την προειδοποίηση που απηύθυνε ο πληροφοριοδότης προς τις αρμόδιες υπηρεσίες», συνεχίζει η έκθεση.
Υπάρχει η φήμη ότι ο βασιλιάς της Ιορδανίας Χουσεΐν μετέβη ινκόγκνιτο στο Ισραήλ στις 25 Σεπτεμβρίου 1973, για να προειδοποιήσει αυτοπροσώπως την πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ, για τον επικείμενο πόλεμο. Το ερώτημα είναι, αφού ο Χουσεΐν ήταν ενήμερος για τον πόλεμο, πώς ήταν δυνατόν ο «Βαβυλών» να μη γνώριζε τίποτε;
Τα γεγονότα των δύο ημερών που προηγήθηκαν του πολέμου, δημιουργούν επιπλέον απορίες. Τη νύκτα της Πέμπτης, 4 Οκτωβρίου, προς την Παρασκευή, 5 Οκτωβρίου, ο «Βαβυλών» ζήτησε επείγουσα συνάντηση με κάποιον από τους χειριστές του της Μοσάντ. Σύμφωνα με τα πρακτικά της Επιτροπής Αγκρανάτ: «Νωρίς το πρωί της 5ης Οκτωβρίου, ο αρχηγός της Μοσάντ έλαβε ένα επείγον μήνυμα που αφορούσε στη διαβίβαση σημαντικών και ευαίσθητων πληροφοριών».
Μία εκδοχή θέλει τον «Βαβυλώνα» να ειδοποιεί τους Ισραηλινούς ότι ο πόλεμος έφθανε. Ο αξιωματούχος της Μοσάντ, όμως, ανταπαντά ότι οι δύο προηγούμενες προειδοποιήσεις του «Βαβυλώνος» αφορούσαν σε επικείμενο πόλεμο και όχι αυτή της 5ης Οκτωβρίου. Όταν ο Ζαμίρ έλαβε το μήνυμα του «Βαβυλώνος», βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τεχνικό πρόβλημα: Δεν υπήρχε πτήση της Πολιτικής Αεροπορίας, με προορισμό τον τόπο όπου επρόκειτο να συναντηθεί με τον πράκτορα.
Κανονίσθηκε τελικώς να διατεθεί ένα αεροσκάφος της Israel Aircraft Industries, για να τον μεταφέρει στην Ευρώπη. Ο Ζαμίρ ξέχασε να ενημερώσει την πρωθυπουργό για την αναχώρησή του και μόνο στο μοιραίο υπουργικό συμβούλιο της 5ης Οκτωβρίου ο Ζεϊρά αποκάλυψε ότι ο Ζαμίρ είχε μεταβεί εσπευσμένα στην Ευρώπη για να συναντήσει τον «Βαβυλώνα», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ίσως είμαστε σοφότεροι μέχρι το βράδυ».
Από το σημείο αυτό και μετά, τα πράγματα είναι σκοτεινά. Η Μοσάντ, όχι μόνο δεν σχολίασε τα γεγονότα, αλλά και δεν επέτρεψε στους χειριστές του πράκτορα να προβούν σε δηλώσεις.
Ο λόγος για τον οποίο ο Ζαμίρ συνάντησε τον πληροφοριοδότη του εκείνο το βράδυ και όχι νωρίτερα, παραμένει αδιευκρίνιστος. Η καθυστέρηση είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι προκάλεσε την αργοπορημένη κινητοποίηση των εφεδρειών των ισραηλινών Ενόπλων Δυνάμεων. Κάποια φήμη θέλει τον «Βαβυλώνα» να βρίσκεται στην Ευρώπη ήδη από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, όμως να μην μπορεί να συναντηθεί με τον Ζαμίρ νωρίτερα, λόγω κάποιου λάθους. Η άλλη εκδοχή πάντως θέλει και τους δύο να φθάνουν στην Ευρώπη ταυτοχρόνως.
Πηγές της Μοσάντ επιμένουν πως ο συγκεκριμένος πράκτορας απλώς δεν είχε συγκεκριμένες πληροφορίες περί πολέμου και πως ακόμη και όταν συναντήθηκε με τον Ζαμίρ για να τον προειδοποιήσει, του έδωσε πληροφορίες που δεν ήταν σίγουρες, αλλά απλώς «πολύ πιθανές». Ο Ζαμίρ αξιολόγησε τις πληροφορίες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν σχεδόν βέβαιο πως θα ξεσπούσε πόλεμος. Σε μηδενικό χρόνο, έστειλε την αναφορά του στο Ισραήλ.
Εδώ ίσως βρίσκεται και το πιο ευάλωτο σημείο της θεωρίας ότι ο «Βαβυλών» ήταν διπλός πράκτωρ. Εάν πράγματι ο σκοπός του ήταν να κάνει τους Ισραηλινούς να τον εμπιστευθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αγνοήσουν οποιανδήποτε άλλη ένδειξη για πόλεμο, τότε γιατί εν τέλει ειδοποίησε το Ισραήλ; Θα μπορούσε απλά να παραμείνει στο Κάιρο, οπότε το Ισραήλ θα ήταν απροετοίμαστο.
Ο Ζεϊρά, από την άλλη, ισχυρίζεται ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν άριστα πόσος χρόνος απαιτείτο για να κινητοποιηθούν οι ισραηλινές εφεδρείες. Θεωρούσαν δεδομένο πως 20 περίπου ώρες πριν από την επίθεση, το Ισραήλ ούτως ή άλλως θα αντιλαμβανόταν περί τίνος επρόκειτο, ασχέτως αν ο «Βαβυλών» τους ειδοποιούσε ή όχι.
Η εκδοχή αυτή συνεπώς συνηγορεί στο ότι η συνάντηση του πράκτορα με τον αξιωματούχο της Μοσάντ αποσκοπούσε στο να διαφυλάξει την αξιοπιστία του πρώτου έναντι των Ισραηλινών. Συνέβαλε επίσης στο να γίνει η παραπλάνηση περισσότερο αποτελεσματική: ο «Βαβυλών» ανέφερε πως ο πόλεμος θα άρχιζε στις 06.00 το πρωί. Στην πραγματικότητα άρχισε στις 02.00 το μεσημέρι.
Ένα ρωσικό τέχνασμα
Ο Ζβι Ζαμίρ, από την άλλη πλευρά, ισχυρίζεται ότι τον Οκτώβριο του 1973 το Ισραήλ έγινε δέκτης δύο εξαιρετικά σημαντικών πληροφοριών, οι οποίες αφορούσαν στον πόλεμο. Και στις δύο περιπτώσεις οι πληροφορίες διαβιβάσθηκαν απευθείας στα ισραηλινά κέντρα λήψης αποφάσεων και ουσιαστικά έσωσαν το Ισραήλ από την καταστροφή. Η πρώτη πληροφορία ήταν η προειδοποίηση που ο ίδιος ο Ζαμίρ έλαβε από τον «Βαβυλώνα», στην Ευρώπη. Η δεύτερη ελήφθη μία εβδομάδα αργότερα, εν μέσω των εχθροπραξιών.
Ο Φρέντυ Εϋνί, διευθυντής του Γραφείου του αρχηγού της Μοσάντ, εισήλθε στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου (όπου συζητιόταν η πιθανότητα να εισβάλει το Ισραήλ στην Αίγυπτο, διασχίζοντας τη Διώρυγα του Σουέζ) και ζήτησε από τον Ζαμίρ να τον ακολουθήσει έξω. Εκεί του είπε ότι είχε μόλις λάβει από την Αίγυπτο μία αναφορά, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστούσε στο Ισραήλ να αναθεωρήσει τα στρατηγικά του σχέδια, που αφορούσαν στη διάσχιση της Διώρυγας, καθώς και να μελετήσει ξανά τα σχετικά αιγυπτιακά σχέδια, τα οποία ήταν εν γνώσει των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών από έτους.
Σύμφωνα με τα σχέδια αυτά, δύο αιγυπτιακές τεθωρακισμένες μεραρχίες περίμεναν πανέτοιμες στο σημείο όπου οι ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις σκόπευαν να διασχίσουν τη Διώρυγα.
Οι στρατιώτες αυτοί δεν είχαν ρίξει ούτε έναν πυροβολισμό έως τότε, απλώς περίμεναν τους Ισραηλινούς. Ο Ζαμίρ επέστρεψε στην αίθουσα του συμβουλίου, κρατώντας έναν ογκωδέστατο φάκελο. Αν άπλωνε το περιεχόμενό του κάτω, θα κάλυπτε όλο το πάτωμα. Επρόκειτο για τα αιγυπτιακά σχέδια διάσχισης του Σουέζ. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ισχυρίζεται ο Ζαμίρ, η τοποθεσία διάσχισης των Ισραηλινών μετατοπίσθηκε στα δυτικά της Διώρυγας, ενώ στο σημείο που αρχικώς προβλεπόταν να λάβει χώρα η επιχείρηση δημιουργήθηκε μια ισχυρότατη αμυντική γραμμή. Το αποτέλεσμα ήταν πως, όταν οι Αιγύπτιοι επιτέθηκαν εκεί στις 14 Οκτωβρίου, απώλεσαν περίπου 250 τεθωρακισμένα και η ζυγαριά στο πεδίο της μάχης έγειρε αποφασιστικά υπέρ της ισραηλινής πλευράς.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας ότι ο «Βαβυλών» ήταν διπλός πράκτωρ, βρίσκονται αντιμέτωποι και με ένα άλλο πρόβλημα: ακόμη και η Διεύθυνση Ερευνών του Κλάδου Αντικατασκοπείας του Στρατού, που θα είχε κάθε λόγο να ενστερνισθεί ένα τέτοιο σενάριο που θα εξέθετε τη Μοσάντ, δεν φαίνεται να το υποστηρίζει. Επιπροσθέτως, μια εσωτερική επιτροπή διερεύνησης της Μοσάντ εξέτασε πάλι την υπόθεση «Βαβυλών» μετά τον πόλεμο και κατέληξε στο συμπέρασμα πως αυτός δεν ήταν διπλός πράκτωρ. Και αν ακόμη υποθέσουμε πως η Μοσάντ ουδόλως επιθυμούσε να παραδεχθεί την ίδια της την ανικανότητα, οφείλουμε να αναφέρουμε πως στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε το 1974 και μια επιτροπή της Υπηρεσίας Πληροφοριών του Στρατού.
Οι υποστηρικτές της θεωρίας της συνωμοσίας θεωρούν ότι επρόκειτο για μία κλασική περίπτωση ρωσικής κατασκοπευτικής δραστηριότητας: «Φυτεύεις» έναν διπλό πράκτορα, του δίνεις πληροφορίες που είναι κατά 95% ακριβείς και την κρίσιμη στιγμή τον χρησιμοποιείς για να περάσεις παραπλανητικά δεδομένα. Οι πηγές της Μοσάντ αντιτίθενται σε αυτόν τον ισχυρισμό, με το επιχείρημα ότι μια τέτοια δολοπλοκία θα απαιτούσε την εμπλοκή ενός συνεργάτη στην Αίγυπτο. Κανείς όμως στην Αίγυπτο, λένε, δεν θα επωμιζόταν την ευθύνη του να τροφοδοτεί τους Ισραηλινούς με τόσο ακριβείς και ζωτικής σημασίας πληροφορίες, για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, μόνο και μόνο για να τους παραπλανήσει ο «Βαβυλών» μία και μοναδική φορά.
Ο Ζεϊρά και οι υποστηρικτές του θεωρούν πως όλες οι επίσημες έρευνες για την υπόθεση είναι άνευ σημασίας, κυρίως διότι το κατεστημένο δεν θα ήθελε να παραδεχθεί ότι ξεγελάσθηκε από έναν τόσο υψηλόβαθμο πράκτορα. Έχουν επίσης και άλλο ένα επιχείρημα: όλες αυτές οι έρευνες, λένε, δεν έχουν λάβει υπόψη πολύ σημαντικά δεδομένα, τα οποία ήταν άγνωστα μέχρι τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και μερικά μάλιστα προέρχονται από τα απομνημονεύματα αποστράτων Αιγυπτίων στρατηγών. Υποστηρίζουν μάλιστα πως όταν τα στοιχεία αυτά περιήλθαν στη γνώση ενός ανώτατου αξιωματούχου της Μοσάντ, αυτός έμεινε εμβρόνητος από τις επιπτώσεις τους, οι ανώτεροί του όμως τον απέτρεψαν από το να προχωρήσει σε πιο ενδελεχή διερεύνηση.
Ο Αντουάν Σαιντ-Εξυπερύ έγραψε κάποτε πως τα πιο σημαντικά πράγματα είναι κρυμμένα από τα μάτια μας. Στην περίπτωση της ιστορίας του «Βαβυλώνος», σίγουρα θα παραμείνουν κρυμμένα για πάρα πολλά χρόνια, ίσως μάλιστα για πάντα.