Από γερμανικής πλευράς, υπεύθυνος για την άμυνα του χώρου της (κατεχόμενης) Δυτικής Ευρώπης έναντι της επικειμένης αγγλοαμερικανικής αποβάσεως είχε ορισθεί ο στρατάρχης Gerd von Rundstedt, που έφερε τον τίτλο του Αρχιστρατήγου της Δύσεως (Oberbefehlshaber West/συντετμημένως: ΟΒ West).
Υπό τις διαταγές του υπάγονταν όλες οι μονάδες της Wehrmacht στις περιοχές της Γαλλίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας. Αντιθέτως, οι εκεί σταθμεύουσες μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού (Kriegsmarine) και της Πολεμικής Αεροπορίας (Luftwaffe) δεν είχαν υπαχθεί ευθέως στη διοίκησή του.
Συγκεκριμένα, η εντολή τους όριζε ότι όφειλαν να ακολουθούν τις διαταγές του αναφορικά με την παράκτια άμυνα (Kustenverteidigung) στο πλαίσιο των τακτικών δυνατοτήτων τους.
Έτσι, αφ’ ενός μεν ο αρχιστράτηγος όφειλε να σχεδιάσει την άμυνα του «Φρουρίου Ευρώπη» (Festung Europa) βάσει της συνδυασμένης χρήσεως των χερσαίων, ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων που διέθετε, αφ’ ετέρου δε οι ναυτικές και αεροπορικές μονάδες διατηρούσαν ένα μέρος της αυτονομίας τους.
Συν τοις άλλοις, στην πρακτική αυτή αντικατοπτρίζεται και η αρχή «διαίρει και βασίλευε» που ακολουθούσε ο Χίτλερ, ο οποίος συνήθιζε τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων σε επιχειρησιακό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλίζει τη δική του αποφασιστική εξουσία σε στρατηγικό επίπεδο.
Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφιλής τακτική του Φύρερ εκφραζόταν με την Οδηγία του υπ’ αριθμόν 40 (Fuhrerweisung 40), περί αμύνης στον τομέα ευθύνης του Αρχιστρατήγου Δύσεως, την οποία εξέδωσε, ως αρχιστράτηγος των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, την 23η Μαρτίου 19421.
Η προαναφερθείσα οδηγία έμελλε να προκαλέσει σωρεία τριβών μεταξύ των επιμέρους Όπλων, ιδιαιτέρως δε μεταξύ του Στρατού Ξηράς και του Πολεμικού Ναυτικού, με ορατές επιπτώσεις στην οργάνωση της άμυνας της Δυτικής Ευρώπης.
Οφείλει να σημειωθεί ότι το Δυτικό Μέτωπο είχε παραμείνει επί μακρόν χωρίς αξιόπιστη στρατιωτική κάλυψη, ένεκα της Επιχειρήσεως Barbarossa.
Η Ομάδα Στρατιών Α (Heeresgruppe A), θεωρουμένη ως η καλύτερη της Βέρμαχτ, είχε αποσυρθεί από τη Γαλλία ήδη από της 15ης Μαρτίου 1941, όπως άλλωστε και οι Ομάδες Στρατιών Β και Γ (Heeresgruppen B & C).
Η συσταθείσα τον Οκτώβριο του 1940 Ομάδα Στρατιών Δ (Heeresgruppe D), που επωμίσθηκε το Μάρτιο του 1941 την ευθύνη καλύψεως του τομέα της Δυτικής Ευρώπης, έμοιαζε πολύ γρήγορα μάλλον ως υποκατάστατο παρά ως αντικαταστάτης των προκατόχων της: οι καλύτερες μονάδες της (15 Μεραρχίες Πεζικού εκ των 39 που διέθετε συνολικώς) αποσπάστηκαν, διαρκούντος του 1942, με κατεύθυνση το Ανατολικό Μέτωπο.
Τις διαδέχθηκαν μονάδες διαθέτουσες πεπαλαιωμένο εξοπλισμό και μειωμένο αξιόμαχο2.
Προϊόντος του χρόνου, ωστόσο, και καθώς αύξανε η πιθανότητα διενέργειας αποβατικής ενέργειας εκ μέρους των Αγγλοαμερικανών στην κατεχόμενη Δυτική Ευρώπη, η γερμανική ανωτάτη πολιτική και στρατιωτική ιεραρχία υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει με τη δέουσα σοβαρότητα το ενδεχόμενο αυτό.
Έτσι, κατά διαταγήν του Αρχιστρατήγου Δύσεως (ΟΒ West) της 7ης Μαΐου 1944, δηλαδή ένα μήνα προ της συμμαχικής αποβάσεως, υπήχθησαν στις διαταγές του οι αρχιστράτηγοι των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων Γαλλίας, Βελγίου και Βορείου Αφρικής, καθ’ όσον αφορούσε εις όλα τα στρατιωτικά ζητήματα.
Τούτο συνεπήγετο τη διάθεση σημαντικών σχηματισμών της Ομάδας Στρατιών Β΄ (Heeresgruppe B), υπό τον στρατάρχη Erwin Rommel, καθώς επίσης της Ομάδας Τεθωρακισμένων Δύσεως (Panzergruppe West) και της Ομάδας Στρατιάς G (Armeegruppe G). Περαιτέρω, στη δικαιοδοσία του αρχιστρατήγου περιέρχονταν η Ομάδα Ναυτικού Δύσεως (Marine-Gruppe West) και ο 3ος Αεροπορικός Στόλος (Luftflotte 3).
Εις ό,τι αφορά ιδιαιτέρως στο Πολεμικό Ναυτικό, η Ομάδα Ναυτικού Δύσεως, τελούσα υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Κrancke, έλαβε την εντολή να αναγνωρίσει, να εντοπίσει και να εξουδετερώσει τις εχθρικές ναυτικές μονάδες καθώς επίσης και να αμυνθεί, τόσο με τις μονάδες επιφανείας όσο και με τις παράκτιες δυνάμεις, εναντίον πάσης εχθρικής απόπειρας εισβολής, στον προ των ακτών κείμενο θαλάσσιο χώρο.
Το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό είχε αρχίσει ήδη από το 1940 να φράσσει σημαντικούς λιμένες της ατλαντικής ακτής με πυροβολαρχίες του, προκειμένου να παρεμποδίσει ενδεχόμενη ανακατάληψη των λιμένων από τους Βρετανούς.
Αυτές ήταν οι απαρχές του μετέπειτα γνωστού ως «Τείχους του Ατλαντικού».
Οι Πυροβολαρχίες Παρακτίου Αμύνης του Ναυτικού (Kustenverteidigungsbatterien der Marine – ή απλώς Marinebatterien) υπάγονταν απ’ ευθείας στη Διοίκηση του Ναυτικού, και μόνον κατά το πνεύμα της Οδηγίας υπ’ αριθμόν 40 στον Αρχιστράτηγο Δύσεως.
Οφείλει να υπογραμμισθεί, εν προκειμένω, ότι επρόκειτο για τις ποιοτικά καλύτερες Παράκτιες Πυροβολαρχίες που διέθετε η γερμανική πλευρά. Επιπροσθέτως, τοποθετήθηκαν και Πυροβολαρχίες του Στρατού Ξηράς (Heeresküstenbatterien) για την ενίσχυση της παράκτιας άμυνας έναντι εχθρικής εισβολής.
Η παλαιόθεν γνωστή έριδα μεταξύ Όπλων και Υπηρεσιών περί του ποιος έχει το γενικό πρόσταγμα διευθετήθηκε κατά την ακόλουθη σολομώντεια λύση: αφ’ ης στιγμής το Ναυτικό είχε επωμιστεί την αποστολή να αποσοβήσει εχθρική απόβαση στο θαλάσσιο χώρο προ των ακτών, όλες οι Παράκτιες Πυροβολαρχίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Βέρμαχτ, υπάγονταν στις διαταγές του Ναυτικού εφ’ όσον και εν όσω ο στόχος ήταν εχθρικές μονάδες επιφανείας και αποβατικά πλοία.
Εάν, όμως, σημειωνόταν απόβαση του εχθρού στην ξηρά, τότε το γενικό πρόσταγμα περιήρχετο στο Στρατό – αφ’ ης στιγμής δηλαδή στόχος των Πυροβολαρχιών δεν ήσαν, πλέον, ναυτικές αλλά χερσαίες δυνάμεις.
Δυνάμει της υπ’ αριθμόν 9 Βασικής Διαταγής του Αρχιστρατήγου Δύσεως, του Ιανουαρίου 1944, δημιουργήθηκαν «Zώνες Mάχης» (Kampfzonen), εκτάσεως 20-30 χιλιομέτρων, σε τμήματα των ακτών που εθεωρούντο ιδιαιτέρως ευάλωτα.
Οι διορισθέντες στρατιωτικοί διοικητές των εν λόγω Ζωνών Μάχης αποκτούσαν «απεριόριστη δικαιοδοσία» εφ’ όλων των στρατιωτικών μονάδων εντός του τομέα του έκαστος σε περίπτωση εισβολής. Η διαταγή αυτή προδήλως απέβλεπε στην υπέρβαση των προβλημάτων δικαιοδοσίας και αρμοδιοτήτων μεταξύ Ναυτικού και Στρατού και στη διασφάλιση ότι θα υπάρξει ενιαία και αποτελεσματική αντίδραση όλων των αμυνομένων τμημάτων σε περίπτωση αποβάσεως.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε, εν προκειμένω, η ζώνη ευθύνης της 7ης Γερμανικής Στρατιάς (ΑΟΚ 7), όπου και επρόκειτο, τελικώς, να εκτυλιχθεί η αγγλοαμερικανική «Επιχείρηση Επικυρίαρχος» (Operation Overlord). Περαιτέρω, καθορίζονταν συγκεκριμένα οχυρά εντός των ποικίλων Ζωνών Μάχης, οι Διοικητές-Φρούραρχοι των οποίων περιβάλλονταν με εκτεταμένες εξουσίες, ούτως ώστε να δύνανται να εκπληρώσουν την ανατεθείσα σε αυτούς αποστολή, η οποία οριζόταν κατά τρόπο σαφή και λακωνικό: να υπερασπιστούν τα οχυρά τους μέχρις ενός (Γραπτή Εντολή της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως/Oberkommando Wehrmacht προς τον Αρχιστράτηγο Δύσεως/OB West, της 5ης Φεβρουαρίου 1944).
Εν τούτοις, οι τριβές δεν εξέλιπαν. Οι διοικητές των οχυρών ήσαν κατά κανόνα αξιωματικοί του Στρατού. Καθώς, όμως, επρόκειτο κυρίως περί λιμένων (όπως, π.χ., στην περίπτωση του λιμένος του Χερβούργου, στο Βορρά, που συμπεριελήφθη στη Ζώνη της 7ης Στρατιάς), ανέκυψαν εκ νέου διαφωνίες περί τις αρμοδιότητες.
Τη δυσαρέσκεια του Ναυτικού προκάλεσε π.χ. το γεγονός ότι, αίφνης, τα «Bunker» (οχυρωμένες βάσεις και ορμητήρια) των υποβρυχίων, που ευρίσκονταν εντός της περιμέτρου των οχυρών, υπήχθησαν υπό τις διαταγές αξιωματικών της Βέρμαχτ. Νέα διαταγή της 2ας Ιουνίου 1944, ήτοι τέσσερις μόλις ημέρες προ της εισβολής, επιχειρούσε να λύσει το γόρδιο δεσμό, περιορίζοντας τις –μέχρι πρότινος απόλυτες– εξουσίες εκάστου φρουράρχου-διοικητού οχυρού, εν όσω τουλάχιστον το οχυρό του δεν είχε ακόμη προσβληθεί ή απομονωθεί υπό του εχθρού.
Από το φθινόπωρο του 1942, οι υφιστάμενες Πυροβολαρχίες Παρακτίου Αμύνης του Ναυτικού, κατά μήκος των ακτογραμμών της Δυτικής Ευρώπης, άρχισαν να ενισχύονται με Πυροβολαρχίες του Στρατού. Επρόκειτο για εγχείρημα γιγαντιαίων διαστάσεων: έπρεπε να οχυρωθούν και να καλυφθούν οι ακτές της Βορείου Νορβηγίας, στον Ατλαντικό, της Δανίας και της Βορείου Γερμανίας στη Βόρειο Θάλασσα, της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Γαλλίας, καθ’ όλο το μήκος του Ατλαντικού και μέχρι των ισπανικών συνόρων. Προσέτι, έπρεπε να καλυφθεί και η μεσογειακή ακτή της Γαλλίας. Η επιχείρηση έφερε την κωδική ονομασία «Τείχος του Ατλαντικού» (Atlantik Wall), αντικαθιστώντας την παλαιότερη «Νέο Δυτικό Τείχος» (Neuer Westwall).
Τη διαταγή για την ανέγερση του τελευταίου είχε εκδώσει ο Χίτλερ από τα τέλη του 1941. Προέβλεπε αρχικώς τη διασπορά δυνάμεων Πεζικού σε οχυρές θέσεις των ακτών, μεταξύ των Πυροβολαρχιών του Ναυτικού και του Στρατού. Στις 13 Αυγούστου 1942 απεφασίσθη η ανέγερση 15.000 οχυρωματικών θέσεων κατά μήκος των γαλλικών, βελγικών και ολλανδικών ακτών εντός ενός έτους.
Εξ αυτών, 4.000 προορίζονταν να ανεγερθούν στα δέκα (10) στρατηγικώς σπουδαιότερα σημεία, 1.000 θα χρησίμευαν για τα Pak (αντιαρματικά) και 10.000 οχυρωματικές θέσεις προβλέπονταν σε μικρότερης σημασίας σημεία και ανά την ελεύθερη ακτή. Συνολικώς, σε οχυρωματικά σημεία κατά μήκος των γαλλικών, βελγικών και ολλανδικών ακτών, θα λάμβαναν θέσεις 300.000 Γερμανοί στρατιώτες.
Έτσι, περί τα τέλη του 1942 και τις αρχές του 1943 είχε δημιουργηθεί κατά μήκος του Ατλαντικού ένα επιβλητικό σύστημα οχυρών και πυροβολαρχιών με σκοπό την κάλυψη της ακτογραμμής και του έμπροσθεν αυτής κειμένου θαλασσίου χώρου από εχθρική εισβολή3.
Εν τούτοις, εξαιτίας των αναντιρρήτως γιγαντιαίων διαστάσεων του όλου εγχειρήματος, οφειλομένων στο μήκος των ακτών του Ατλαντικού από τη Νορβηγία μέχρι τα γαλλοϊσπανικά σύνορα, ήταν πρακτικώς αδύνατον να καλυφθούν εξ ίσου όλα τα τμήματα της ακτής. Κατ’ ανάγκην, το κέντρο βάρους ερρίφθη εκεί όπου οι Γερμανοί ιθύνοντες ανέμεναν να εκδηλωθεί η αγγλοαμερικανική απόβαση, δηλαδή στο τμήμα μεταξύ του Οχυρού της Χάβρης, στην εκβολή του Σηκουάνα, και του Καλέ.
Αυτό το κομμάτι της ακτής κείται εγγύτερα των Βρετανικών Νήσων, διέθετε δε ιδεώδεις θέσεις τις οποίες, πιθανότατα, θα έσπευδε να εκμεταλλευθεί ο εχθρός κατά την απόβαση. Ιδίως ο Χίτλερ εφέρετο απολύτως πεπεισμένος ότι η αγγλοαμερικανική απόβαση θα επραγματοποιείτο στο Καλέ (ορμώμενος συν τοις άλλοις και από τη γνωστή αγάπη του για τη Στρατιωτική Ιστορία).
Εν τούτοις, το πρόβλημα για τη γερμανική πλευρά ήταν ότι διέθετε πολύ λιγότερους άνδρες όσων θα απαιτούνταν για την ευόδωση ενός τέτοιου εγχειρήματος, το οποίο, ούτως ή άλλως, φάνταζε τελείως εξωπραγματικό ακόμη και στα όμματα της Γερμανικής Ανωτάτης Στρατιωτικής Ηγεσίας, όπως αποκαλύπτει και σχετική εκμυστήρευση του στρατάρχη Rommel μετά το πέρας των πρώτων επιθεωρήσεών του στο Τείχος του Ατλαντικού, περί τα τέλη του 1943.
Έτσι, μπορεί μεν οι πυροβολαρχίες να κάλυπταν ολόκληρο σχεδόν το μήκος εκείνων τουλάχιστον εκ των ακτών που εθεωρούντο επισφαλείς, αλλ’ εξακολουθούσαν να λείπουν οι τόσον αναγκαίες Μεραρχίες Πεζικού που θα «γέμιζαν» το χώρο μεταξύ των πρώτων. Αρκεί να αναλογισθεί κανείς ότι ο τομέας του ΟΒ West επεκτεινόταν σε 2.600 χιλιόμετρα ακτογραμμών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, ένας Λόχος Πεζικού εκαλείτο να υπερασπισθεί 25 χιλιόμετρα ακτής! Καθίσταται αντιληπτό πόσον ισχνή ήταν η επάνδρωση του περιλάλητου Τείχους του Ατλαντικού.
Η προσεκτική ματιά του ιστορικού θα επεσήμαινε, εν προκειμένω, ότι στρατηγικός σκοπός του Τείχους του Ατλαντικού δεν ήταν, στην πραγματικότητα, η άμυνα εναντίον μιας συμμαχικής αποβάσεως, αλλά η αποτροπή της. Όντως, η γερμανική προπαγάνδα είχε επενδύσει πολλά στο μεγαλεπήβολο σχέδιο.
Το Τείχος του Ατλαντικού, με τα επιβλητικά οχυρά και τις διάσπαρτες οχυρωματικές θέσεις, είχε αναχθεί σε μύθο, που αναπαρήγετο από τους επισήμους και ανεπισήμους διαύλους των ψυχολογικών επιχειρήσεων, με σκοπό να καταδείξει στους Αγγλοαμερικανούς το μάταιον πάσης διενεργηθησομένης αποβατικής ενεργείας.
Τούτο, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι δεν ανελήφθησαν σύντονες προσπάθειες, σε επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, για την άμυνα εκείνων, ιδίως, των ζωνών που εθεωρούντο τα πιθανότερα θέατρα της εισβολής. Το ηθικό της γερμανικής πλευράς αναπτερώθηκε δε αισθητά αφ’ ότου ανέλαβε μέρος της ευθύνης αμύνης του Τείχους του Ατλαντικού ο στρατάρχης Erwin Rommel, η θρυλική «Αλεπού της Ερήμου» (Wüstenfuchs).
Ο παλαίμαχος διοικητής του Afrika-Korps μετετέθη στις 3 Νοεμβρίου 1943 στο Δυτικό Μέτωπο, υπαχθείς στον τομέα ευθύνης του Αρχιστρατήγου Δύσεως.
Εντός βραχέος χρονικού διαστήματος περιήλθαν υπό τις διαταγές του όλες οι παράκτιες δυνάμεις της 7ης Στρατιάς (Νορμανδία, Βρετάννη), της 15ης Στρατιάς (Βέλγιο, Β. Γαλλία) και της Ολλανδίας.
Στις 16 Φεβρουαρίου 1944 προσετέθησαν και οι Τεθωρακισμένες Μεραρχίες που στάθμευαν στον τομέα αυτόν. Ο Rommel διενήργησε αλλεπάλληλες επιθεωρήσεις κατά μήκος του Ατλαντικού Τείχους και κινητοποίησε την (πανθομολογούμενη από φίλους και αντιπάλους) δημιουργική διάνοιά του, προκειμένου να δώσει λύση στα αμυντικά προβλήματα του τομέα του.
Οι οχυρωματικές θέσεις και οι οχυρωμένες βάσεις και καταφύγια (Bunker) είχαν ανεγερθεί βάσει σχεδιασμών είτε του Πολεμικού Ναυτικού είτε της Λουφτβάφε είτε της Βέρμαχτ. Τα πρώτα Bunker είχαν ανεγερθεί από το Πολεμικό Ναυτικό. Επρόκειτο για οχυρές θέσεις που κάλυπταν τις Παράκτιες Πυροβολαρχίες του Ναυτικού, οι οποίες είχαν αποστολή την προστασία των σπουδαιοτέρων λιμένων.
Εδώ οφείλει να διευκρινισθεί ότι οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών (1919), τους οποίους είχαν υπαγορεύσει οι νικήτριες δυνάμεις της Εγκαρδίου Συνεννοήσεως (Entente Cordiale) στην ηττηθείσα Γερμανία, απηγόρευαν στην τελευταία την κατοχή ή απόκτηση Βαρέων Όπλων (4), μεταξύ αυτών και βαρέος πυροβολικού, εξαιρουμένων όμως ορισμένων Μοιρών Βαρέος Πυροβολικού Παρακτίου Αμύνης, τοποθετημένων στις Γερμανικές Νήσους.
Αυτή η εξαίρεση έμελλε να αποδειχθεί χρήσιμη για τους Γερμανούς, διότι αυτές ήσαν οι πρώτες Πυροβολαρχίες που το Ναυτικό τοποθέτησε κατά μήκος του Τείχους του Ατλαντικού: η Πυροβολαρχία Αμβούργου, με τέσσερα (4) πυροβόλα των 240 χιλιοστών, μετακινήθηκε στο Χερβούργο από το Νόρντερνεϊ, όπως και η Πυροβολαρχία Μπρόμι, επίσης με τέσσερα (4) πυροβόλα, των 150 χιλ., που μετακινήθηκε από το Μέμελ.
Οι πρώτες οχυρωματικές θέσεις του Ναυτικού δεν είχαν ιδιαιτέρως ισχυρή θωράκιση (60-100 εκατοστά). Αργότερα ωστόσο, το Ναυτικό ανήγειρε επιβλητικά οχυρά για τις Πυροβολαρχίες Παρακτίου Αμύνης καθώς και για τις βάσεις υποβρυχίων, τορπιλοβόλων και τορπιλακάτων του. Σε σοβαρό μειονέκτημα, όμως, έμελλε να αναδειχθεί η παντελής έλλειψη Αεροπορίας Ναυτικού, και δη Μοιρών Ναυτικής Περιπολίας και Αναγνωρίσεως.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη Ζώνη Μάχης AOK 7, αυτή περιελάμβανε το Οχυρό του Χερβούργου, στη βόρεια άκρη της χερσονήσου Κοτεντέν, με τις εκεί τοποθετημένες Μοίρες Βαρέος Παρακτίου Πυροβολικού. Ο συνολικός αριθμός των Πυροβολαρχιών Παρακτίου Αμύνης ανήρχετο σε 43. Δέκα (10) εξ αυτών ήσαν του Πολεμικού Ναυτικού. Το μικρότερο βεληνεκές διέθετε η Πυροβολαρχία Beny sur Mer, με πυροβόλα των 100 χιλ., το μεγαλύτερο η Πυροβολαρχία Χερβούργου, με πυροβόλα των 380 χιλ., οι βολές των οποίων μπορούσαν να φθάσουν στα 55,7 χιλιόμετρα.
Οφείλει να υπογραμμισθεί ότι εκ της μελέτης της διατάξεως των Πυροβολαρχιών Παρακτίου Αμύνης συνάγεται ότι σε όλη την περιοχή όπου διεξήχθη, τελικώς, η συμμαχική «Επιχείρηση Επικυρίαρχος» δεν υπήρχε παρά μία και μόνη (!) Πυροβολαρχία του Ναυτικού: η Πυροβολαρχία Longues, διαθέτουσα τέσσερα πυροβόλα των 152 χιλ. Πράγματι, ακριβώς μπροστά στις συμμαχικές θέσεις αποβάσεως της 6ης Ιουνίου 1944, είχαν παραταχθεί οι κάτωθι αναφερόμενες Πυροβολαρχίες, όλες του Στρατού:
> Πυροβολαρχία Riva Bella (6 πυροβόλα των 155 χιλ., βεληνεκές 10 χλμ.)
> Πυροβολαρχία Quistreham (3 πυροβόλα των 105 χιλ., βεληνεκές άνω των 12 χλμ.)
> Πυροβολαρχία Hermanville (4 πυροβόλα των 105 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Beny sur Mer (4 πυροβόλα των 100 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Mare Fontaine (4 πυροβόλα των 105 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Mont Fleury (4 πυροβόλα των 122 χιλ.)
> Πυροβολαρχία La Ferme Tringale (4 πυροβόλα των 105 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Pierre Solain (4 πυροβόλα των 105 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Vaux sur Aure (4 πυροβόλα των 105 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Pointe du Hoc (6 πυροβόλα των 155 χιλ.)
> Πυροβολαρχία Maisy (5 πυροβόλα των 155 χιλ.)
Η παράμετρος που θίγεται εδώ έμελλε να αποβεί κρίσιμη: Οι Πυροβολαρχίες της Βέρμαχτ, οι οποίες ενίσχυσαν την παράκτια άμυνα, συναπαρτίσθηκαν κατά μέγιστο μέρος από λεία πολέμου, αποδείχθηκαν δε ατελείς ως προς την καταστροφή στόχων σε μακρά απόσταση. Πλην, όμως, μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πολύ καλύτερα χερσαίες δυνάμεις, αφ’ ης στιγμής δηλαδή η αποβατική ενέργεια είχε, κατ’ αρχάς, επιτύχει και ο εχθρός είχε πατήσει στην ακτή.
Από την άλλη πλευρά, η ισχύς των Πυροβολαρχιών Παρακτίου Αμύνης του Ναυτικού ήταν σαφώς υπέρτερη εκείνων του Στρατού.
Το Ναυτικό διέθετε πυροβόλα με μεγαλύτερη ταχύτητα πυρός: τα πυροβόλα των 105 χιλ. με ταχύτητα 15 οβίδων ανά λεπτό, τα οποία μπορούσαν να πλήξουν κινούμενους στόχους στη θαλάσσια επιφάνεια με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Εξάλλου, το Ναυτικό είχε μεριμνήσει για την προμήθεια ειδικών οπτικών συσκευών εντοπισμού στόχου, τις οποίες δεν διέθετε ο Στρατός.
Σε κάθε περίπτωση, η Παράκτια Άμυνα του Ναυτικού ήταν ικανότερη στην αντιμετώπιση του εχθρικού αποβατικού στόλου και στην απόκρουση της αποβατικής απόπειρας εισβολής εν όσω οι εισβολείς ευρίσκοντο ακόμη στα πλοία.
Επομένως, υπό το πρίσμα της ιστορικής μελέτης ο (εκ πρώτης όψεως, εντυπωσιακός) αριθμός των 43 Πυροβολαρχιών αποδεικνύεται παραπλανητικός, αφού, όπως κατεδείχθη, στη ζώνη όπου διενεργήθηκε τελικώς η γιγαντιαία συμμαχική απόβαση, οι εισβολείς δεν αντιμετώπισαν ει μη μόνον μία (1) Πυροβολαρχία του Ναυτικού.
Υπήρξε όντως ευτύχημα για τους Συμμάχους το γεγονός ότι δεν χρειάσθηκε να έλθουν αντιμέτωποι με τις ποιοτικά καλύτερες γερμανικές Πυροβολαρχίες Παρακτίου Αμύνης, εκείνες δηλαδή που διέθετε το Ναυτικό στη Χάβρη και στο Χερβούργο.
Εις πείσμα των εσφαλμένων εκτιμήσεων, ελλιπών πληροφοριών ή και εμμονών της γερμανικής ηγεσίας, οι Σύμμαχοι επέλεξαν για τη διενέργεια της μεγαλύτερης αποβάσεως στην Ιστορία τις ακτές που έκτοτε ονομάσθηκαν «Οmaha» και «Utah».
Είναι ενδεικτικό, επίσης, ότι στον τομέα αποβάσεως του ΧΧΧ. Bρετανικού Σώματος Στρατού και της ΙΙΙ. Καναδικής Μεραρχίας Πεζικού υπήρχε μία μόνον Πυροβολαρχία Παρακτίου Αμύνης.
Αποτελεί, οπωσδήποτε, ειρωνεία της Ιστορίας ότι οι Πυροβολαρχίες του Χερβούργου, καύχημα του Γερμανικού Ναυτικού, κατακτήθηκαν όχι από θαλάσσης αλλά από ξηράς, από το 7ο Αμερικανικό Σώμα Στρατού, σε μεταγενέστερο διάστημα και αφού η απόβαση είχε, εν τω μεταξύ, στεφθεί με επιτυχία.
Για τη σημασία της απουσίας Αεροπορίας Ναυτικού εγένετο ήδη λόγος. Παρά ταύτα, η Reichskriegsmarine κατέβαλε επίπονες όσο και αξιοθαύμαστες προσπάθειες να εκτελέσει την (σπουδαιότατη) αποστολή της ναυτικής περιπολίας και αναγνωρίσεως, με τα 650 περίπου πλοιάρια που διέθετε, αναγκασμένη να επιχειρεί διαγενομένης της νυκτός ή υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Παραλλήλως, το Ναυτικό είχε επωμισθεί και το έργο του ναρκοποντισμού στο θαλάσσιο χώρο μπροστά από τις ακτές του Ατλαντικού, το οποίο επίσης προσπάθησε να επιτελέσει με τα διατιθέμενα μέσα.
Σοβαρότατο μειονέκτημα της γερμανικής πλευράς, εξάλλου, αποτελούσε η ουσιαστική έλλειψη μαχίμων μονάδων επιφανείας, με τις οποίες θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί ο συμμαχικός αποβατικός στόλος.
Αν ευσταθεί η διαπίστωση ότι το Πολεμικό Ναυτικό υπήρξε το μέγα αδικηθέν εκ των τριών Όπλων (είτε εξ αιτίας της παροιμιώδους αδιαφορίας του «ηπειρωτικώς» σκεπτομένου Χίτλερ προς το φαινόμενο της θαλάσσιας ισχύος είτε συνεπεία της «ψυχώσεως» του επικεφαλής της Πολεμικής Οικονομίας Goering με τη Luftwaffe είτε «απλώς» επειδή το Ναυτικό πλήρωσε το τίμημα της ασύλληπτης κατασπαταλήσεως πόρων και μέσων στο περιπετειώδες «Unternehmen Barbarossa» από το 1941), τότε πουθενά αλλού ίσως δεν απεικονίζεται εναργέστερα αυτή η μειονεκτική θέση του Ναυτικού εντός της Γερμανικής Στρατηγικής Σχεδιάσεως απ’ όσο στην περίπτωση του Τείχους του Ατλαντικού:
Η Ομάδα Ναυτικού Δύσεως εστερείτο, κατ’ ουσίαν, εκείνων των μαχίμων μονάδων επιφανείας που απαιτούνταν για την καταναυμάχηση του αποβατικού στόλου του αντιπάλου και την αποσόβηση της εισβολής εκεί όπου αυτή δύναται να αποσοβηθεί: στα ύδατα – προτού οι εχθρικές δυνάμεις δημιουργήσουν χερσαίο προγεφύρωμα.
Οι αριθμοί είναι εύγλωττοι: για την αντιμετώπιση περίπου 5.000 πλοίων των Συμμάχων, το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό παρέθετε μία (1) Μοίρα Τορπιλοβόλων, με 4 μονάδες μάχης, και 4 Μοίρες Ταχυπλόων Σκαφών, με συνολικό αριθμό 20 περίπου μονάδων. Ο απολογισμός της δράσεως των μονάδων επιφανείας του Ναυτικού κατά την ημέρα της αποβάσεως στον τομέα π.χ. του «Προγεφυρώματος Ξίφος» (Sword) ήταν ο ακόλουθος: τρεις (3) γερμανικές τορπιλάκατοι έβαλλαν κατά των (απείρως περισσοτέρων) εχθρικών πλοίων, εκτοξεύοντας συνολικά 18 τορπίλες.
Εν κατακλείδι, για λόγους ιστορικής δικαιοσύνης, οφείλει να σημειωθεί ότι το Γερμανικό Ναυτικό έδωσε τη μάχη υπό λίαν αντίξοες συνθήκες και εξαιτίας της απόλυτης αεροπορικής υπεροχής του αντιπάλου: «Το εχθρικό μονοπώλιο εναέριας ισχύος υφίστατο καθ’ όλην τη διάρκεια της εισβολής», κατά τη διαπίστωση του ταγματάρχη Friedrich Hayn.
Η εσφαλμένη εκτίμηση της καταστάσεως από γερμανικής πλευράς συνεχίσθηκε και μετά την απόβαση στην Νορμανδία. Ακόμη και το απόγευμα της 6ης Ιουνίου, η συμμαχική επιχείρηση εθεωρείτο ενέργεια αντιπερισπασμού και όχι η κυρία επιχείρηση των Αγγλοαμερικανών, η οποία εξακολούθησε να αναμένεται στο Pas de Calais – γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια να παραμένει η 15η Στρατιά στις θέσεις της και να μην αποστέλλονται ενισχύσεις για την εξουδετέρωση των τεσσάρων δημιουργηθέντων προγεφυρωμάτων. Μόλις την 12η Ιουνίου κατέστη σαφής στη Γερμανική Ανωτάτη Στρατιωτική Διοίκηση η στρατηγική σημασία της Επιχειρήσεως Overlord.
Εν τέλει, η επιχείρηση επέτυχε διότι ο επιτιθέμενος ενήργησε με συντριπτική δύναμη πυρός σε ένα τμήμα των εκτενών ακτογραμμών του Ατλαντικού ευνοϊκό για την εκδήλωση μιας τέτοιας επιχειρήσεως, και στο οποίο ο αμυνόμενος δεν ανέμενε την εκδήλωσή της – χωρίς, βεβαίως, αυτό να σημαίνει ότι αμφότερα τα στρατόπεδα δεν υποχρεώθηκαν να καταβάλουν βαρύτατο φόρο αίματος.