Η ρωσική αυτοκρατορία, το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος του κόσμου, εκτεινόταν την εποχή εκείνη από τον Βιστούλα και τον Προύθο μέχρι τη μακρινή Σαχαλίνη και το Πορτ Άρθουρ στην κορεατική χερσόνησο. Απέναντι όμως στη φαινομενικά πανίσχυρη αυτοκρατορία των Τσάρων, βρέθηκε μια αναδυόμενη νέα και μάλιστα μη ευρωπαϊκή δύναμη, η αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου, η Ιαπωνία.
Ρωσία και Ιαπωνία είχαν αποκτήσει από νωρίς βλέψεις επί του θνησιγενούς κουφαριού της αυτοκρατορικής Κίνας, επαρχία της οποίας ήταν και η πλούσια σε ορυκτό πλούτο Μαντζουρία. Το 1894, η Ιαπωνία ενεπλάκη σε πόλεμο με την Κίνα, την οποία νίκησε κατά κράτος. Με τη συνθήκη ειρήνης, οι Κινέζοι παραχώρησαν στους νικητές τη Φορμόζα (σημερινή Ταϊβάν) και τη χερσόνησο του Πορτ Άρθουρ.
Όμως, βλέψεις στην περιοχή είχαν και οι Ρώσοι, οι οποίοι, εξασφαλίζοντας τη συνεργασία Γάλλων και Γερμανών έναντι των «Ασιατών», πίεσαν τους Ιάπωνες και τους υποχρέωσαν να παραιτηθούν από την κατοχή του Πορτ Άρθουρ, το οποίο παρέμεινε κινεζικό, για λίγο όμως.
Το 1897, ένας ρωσικός στόλος έφθασε στο Πορτ Άρθουρ και ύστερα από διαπραγματεύσεις η Κίνα «δέχτηκε» να παραχωρήσει, υπό όρους, την ευρύτερη περιοχή στη Ρωσία. Οι Ρώσοι αμέσως άρχισαν να οχυρώνουν το άριστο φυσικό λιμάνι και να κατασκευάζουν σιδηροδρομικές γραμμές που συνέδεαν το Πορτ Άρθουρ με το Χαρμπίν και το Μούκδεν της Μαντζουρίας.
Την ίδια εποχή αποφασίστηκε η επέκταση του διάσημου υπερ-σιβηρικού σιδηροδρόμου προς το Πορτ Άρθουρ. Ήταν φανερό ότι οι Ρώσοι σκόπευαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην περιοχή, μια περιοχή που η Ιαπωνία θεωρούσε από τον Μεσαίωνα δική της ζώνη επιρροής.
Η απόπειρα επέκτασης του ρωσικού σιδηροδρομικού δικτύου ήταν μια από τις αιτίες που προκάλεσε, το 1900, την εξέγερση των Μπόξερ στην Κίνα, η οποία καταπνίγηκε στο αίμα από μια διασυμμαχική δύναμη, με τη συμμετοχή Ρώσων και Ιαπώνων. Η Ρωσία, μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης, συνέχισε να επεκτείνεται επικίνδυνα για τα ιαπωνικά συμφέροντα στην Κορέα και τη Μαντζουρία.
Οι Ιάπωνες επιχείρησαν να αντιδράσουν μέσω της διπλωματικής οδού, αλλά όλες τους οι απόπειρες αντιμετωπίστηκαν με ιταμό τρόπο από τους Ρώσους, που φανερά τους αντιμετώπιζαν σαν υπανθρώπους.
Ο Ιάπωνας πρέσβης στην Αγία Πετρούπολη κατέθεσε στις 28 Ιουλίου 1903, επισήμως, τις προτάσεις της χώρας του, βάσει των οποίων η Ιαπωνία αναγνώριζε πλήρως τον ρωσικό έλεγχο επί της Μαντζουρίας, ζητώντας σε αντάλλαγμα την αναγνώριση από τη Ρωσία μιας ιαπωνικής ζώνης ελέγχου στη Βόρεια Κορέα.
Οι Ιάπωνες περίμεναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1904 τη ρωσική απάντηση, που όμως δεν ήρθε ποτέ. Σε απάντηση, ο Ιάπωνας πρέσβης εγκατέλειψε την Αγία Πετρούπολη στις 6 Φεβρουαρίου. Οι σχέσεις Ιαπωνίας-Ρωσίας κατόπιν τούτων κλονίστηκαν ανεπανόρθωτα. Οι Ρώσοι μιλούσαν πλέον ανοικτά για πόλεμο. Οι Ιάπωνες δεν άργησαν να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι τη λύση θα έδιναν τα όπλα.
Ναύαρχος Τόγκο
Οι Ιάπωνες αποφάσισαν να κτυπήσουν πρώτοι, έχοντας ως στόχο την καταστροφή του ρωσικού στόλου Άπω Ανατολής, ο οποίος ναυλοχούσε στο Πορτ Άρθουρ και στο Τσεμούλπο (τη σημερινή Ιντσόν της Κορέας). Ο Ιάπωνας αρχηγός στόλου, ναύαρχος Χεϊχασίρο Τόγκο, σε ηλικία 20 ετών, είχε συμμετάσχει στην πρώτη του ναυμαχία με το ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Ναυτικό κατά των στασιαστών οπαδών του τελευταίου Σογκούν.
Συνέχισε να πολεμά μέχρι το 1869, οπότε έληξε ο προτελευταίος ιαπωνικός εμφύλιος και εδραιώθηκε η αυτοκρατορική εξουσία. Ο Τόγκο διακρίθηκε σε όλες αυτές τις συγκρούσεις και στάλθηκε στη Βρετανία για εκπαίδευση μεταξύ των ετών 1871-78. Όταν ξέσπασε ο Γάλλο-κινεζικός πόλεμος (1884 -85), ο Τόγκο παρακολούθησε επισταμένως τη δράση του γαλλικού στόλου υπό τον μεγάλο ναύαρχο Κουρμπέ.
Όταν ξέσπασε ο Α΄ Σινοϊαπωνικός Πόλεμος, ο Τόγκο, κυβερνήτης του καταδρομικού Νανίβα, δεν δίστασε να βυθίσει ένα βρετανικό φορτηγό, που μετέφερε κινεζικά στρατεύματα, ναυλωμένο από τους Κινέζους. Η ενέργειά του αυτή παραλίγο να προκαλέσει σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ιαπωνίας και Βρετανίας, αλλά απέδειξε και την αποφασιστικότητα του Ιάπωνα αξιωματικού και την εμμονή του στην επίτευξη του σκοπού του, άσχετα με τα μέσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει.
Την ίδια αποφασιστικότητα θα επεδείκνυε δέκα χρόνια αργότερα, ως αρχηγός του Αυτοκρατορικού Ιαπωνικού Ναυτικού, απέναντι στους Ρώσους.
Ο ακήρυκτος πόλεμος
Ο Τόγκο, ο «Νέλσων» της Ανατολής όπως ονομάστηκε, ήταν ένας άνδρας που το μόνο του σκεπτικό ήταν η νίκη. Όπως όλοι οι Ιάπωνες εκείνη την εποχή, δεν επιθυμούσε την πολεμική εμπλοκή εναντίον μάλιστα μιας από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες δυνάμεις, τη Ρωσία. Από την άλλη μεριά, όπως όλοι οι Ιάπωνες, ένιωσε τρομερά προσβεβλημένος από τη στάση και την απέραντη αλαζονεία των Ρώσων.
Έχοντας υπόψη τη ρωσική υπεροχή εμπνεύστηκε –όπως αργότερα και ο Γιαμαμότο– ένα «προληπτικό» πλήγμα κατά του ρωσικού Στόλου Άπω Ανατολής, μέσα στα ίδια του τα αγκυροβόλια. Το ιαπωνικό Ναυτικό ήταν αρκετά ισχυρό εκείνη την περίοδο, διαθέτοντας 6 νεότευκτα θωρηκτά βρετανικής σχεδίασης, τα Μικάσα (ναυαρχίδα), Χατσούσε, Γιασίμα, Σικισίμα, Ασάχι και Φούτζι, δύο μοίρες σύγχρονων καταδρομικών (9 σκάφη), 15 αντιτορπιλικά, περί τα 20 τορπιλοβόλα και 5 υποβρύχια.
Οι ρωσικές ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή, υπό τον αντιναύαρχο Όσκαρ Βικτόροβιτς Σταρκ, έναν καλό ναυτικό και γνωστό εξερευνητή, ήταν επίσης ισχυρές. Οι Ρώσοι διέθεταν έξι θωρηκτά, τα σύγχρονα και ισχυρά Πετροπαβλόφσκ, Πολτάβα και Σεβαστοπόλ, τα μικρότερα και λιγότερο ισχυρά Περεσβιέτ και Πομπέντα, το Τσάρεβιτς, ένα από τα νεότερα και ισχυρότερα σκάφη του ρωσικού Ναυτικού και το επίσης νεότευκτο αμερικανικής κατασκευής Ρετβιζάν. Επίσης, διέθεταν 5 καταδρομικά και μικρότερα βοηθητικά σκάφη.
Θωρητικά, οι Ρώσοι με τα πλοία αυτά μπορούσαν, αν όχι να νικήσουν αποφασιστικά τους Ιάπωνες, τουλάχιστον να τους προκαλέσουν βαριές απώλειες. Αυτό ήταν που ο Τόγκο ήθελε να αποφύγει.
Η Ιαπωνία αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο στη Ρωσία στις 10 Φεβρουαρίου 1904. Ο Τόγκο όμως βρισκόταν ήδη στη θάλασσα με το σύνολο των δυνάμεών του, έτοιμος να πλήξει τους Ρώσους εκεί όπου δεν το περίμεναν, στο Πορτ Άρθουρ. Στο οχυρωμένο λιμάνι, το βράδυ της 8ης προς 9η Φεβρουαρίου, όλοι οι αξιωματικοί παρευρίσκονταν στη δεξίωση που παρέθετε ο αντιναύαρχος Σταρκ προς τιμή της συζύγου του.
Παρ’ όλα αυτά, τα ρωσικά αντιτορπιλικά που περιπολούσαν έξω από το λιμάνι αντιλήφθηκαν τις κινήσεις των ιαπωνικών τορπιλοβόλων, τα οποία ο Τόγκο είχε διατάξει να επιτεθούν αιφνιδιαστικά κατά των ρωσικών πλοίων. Οι Ρώσοι κυβερνήτες των περιπολικών δεν γνώριζαν όμως τις προθέσεις των Ιαπώνων και απλώς ανέφεραν το γεγονός στη διοίκηση, η οποία, όπως φαίνεται εκ των πραγμάτων δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός.
Ακριβώς στις 10:30 μ.μ., οι Ιάπωνες κτύπησαν τη ρωσική αρμάδα, αν και ασυντόνιστα. Πάνω στη σύγχυση δύο πλοία τους συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Συνολικά, μεταξύ 10:30 μ.μ. με 2:00 π.μ. της 8ης προς 9η Φεβρουαρίου, οι Ιάπωνες επιτέθηκαν με 8 τορπιλοβόλα κατά των ρωσικών πλοίων, εξαπολύοντας 16 τορπίλες.
Μόνον τρεις από αυτές βρήκαν τον στόχο τους. Οι στόχοι όμως που επλήγησαν ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί. Ήταν τα ισχυρά θωρηκτά Τσάρεβιτς και Ρετβιζάν και το προστατευμένο καταδρομικό Παλάδα. Την επομένη, 10 Φεβρουαρίου 1904, ο τσάρος έλαβε την επίσημη κήρυξη του πολέμου!
Οι ναυμαχίες του Πορτ Άρθουρ
Το ξημέρωμα της 9ης Φεβρουαρίου βρήκε τον Τόγκο να αγωνιά. Δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το ποσοστό επιτυχίας της αιφνιδιαστικής του επίθεσης. Γύρω στις 8:00 το πρωί, διέταξε τον αντιναύαρχο Σιγκέτο Ντέβα, επικεφαλής της 2ης Μοίρας Καταδρομικών με 4 σκάφη, να πλεύσει προς το Πορτ Άρθουρ και να παρατηρήσει τις κινήσεις των Ρώσων. Ο Ντέβα πραγματικά έπλευσε προς το Πορτ Άρθουρ.
Τα ιαπωνικά καταδρομικά πλησίασαν σε απόσταση 7 χλμ. από το ρωσικό αγκυροβόλιο, χωρίς να γίνουν αντιληπτά. Ο Ντέβα είδε «3-4 πλοία βαριά κτυπημένα και τον υπόλοιπο στόλο σε σύγχυση». Από αυτά που είδε, αλλά και από το γεγονός ότι πλησίασε τόσο κοντά χωρίς να δεχτεί πυρά, έβγαλε το συμπέρασμα ότι ο ρωσικός στόλος είχε καταστραφεί! Αμέσως επέστρεψε και έκανε την αισιόδοξη αναφορά του στον Τόγκο, παρακινώντας τον να πλεύσει με ολόκληρο τον στόλο και να αποτελειώσει τους Ρώσους.
Ο Τόγκο πραγματικά κατευθύνθηκε προς το λιμάνι, αλλά με προσοχή, πλέοντας με τη μοίρα των θωρηκτών του επικεφαλής. Όταν όμως πλησίασε στο λιμάνι, είδε με τρόμο ότι ο ρωσικός στόλος και, το χειρότερο, οι βαριές επάκτιες πυροβολαρχίες ήταν έτοιμες. Το ρωσικό ελαφρύ καταδρομικό Μπογιαρίν, που περιπολούσε έξω από το λιμάνι, έβαλε, χωρίς αποτέλεσμα, ομοβροντία με πυροβόλα των 120 χλστ. κατά του προπορευόμενου Μικάσα.
Κατόπιν όμως, με σωφροσύνη, αποσύρθηκε. Ωστόσο, σύντομα η θάλασσα άρχισε να κοχλάζει. Το Μικάσα δέχτηκε σοβαρό πλήγμα στην κόντρα γέφυρα. Ο Τόγκο τότε διέταξε τα θωρηκτά του να ανοίξουν πυρ με τα βαριά τους πυροβόλα των 305 χλστ. κατά των επάκτιων πυροβολαρχιών και με τα δευτερεύοντα πυροβόλα τους κατά των ρωσικών πλοίων. Οι Ρώσοι απάντησαν και τα πλήγματα εκατέρωθεν ήταν σοβαρά.
Οι Ιάπωνες έπληξαν τα θωρηκτά Πετροπαβλόφσκ και Πολτάβα και τα καταδρομικά Νόβικ, Ντιάνα και Άσκολντ. Αλλά και οι Ρώσοι έπληξαν τα ιαπωνικά θωρηκτά Φούτζι, Σικισίμα και Χατσούτσε καθώς και 5 καταδρομικά. Ο Τόγκο ενώπιον της κατάστασης αυτής αποφάσισε να αποσυρθεί. Την ώρα όμως που η 2η Μοίρα Καταδρομικών έστρεφε προς Νότο, το ρωσικό ελαφρύ καταδρομικό Νόβικ, αν και είχε ήδη πληγεί, επιχείρησε με γενναιότητα να πλήξει τα ιαπωνικά καταδρομικά με μια ομοβροντία τορπιλών. Αλλά και οι 5 τορπίλες που εξαπέλυσε δεν βρήκαν στόχο.
Αντίθετα, οι Ιάπωνες πυροβολητές το έπληξαν πολύ σοβαρά από απόσταση 3 χλμ. κάτω από την ίσαλο γραμμή. Παρ’ όλα αυτά επέζησε για να καταλήξει αργότερα πλοίο του ιαπωνικού Ναυτικού.
Η ναυμαχία πάντως έληξε χωρίς νικητή, με τους Ρώσους να έχουν 150 απώλειες και τους Ιάπωνες 90. Την επομένη οι Ρώσοι αποφάσισαν να λάβουν μέτρα ασφαλείας για να αποφύγουν νέο ιαπωνικό αιφνιδιασμό. Για αυτό το ναρκοθετικό Γενισάι άρχισε να ναρκοθετεί την είσοδο του λιμανιού.
Το σκάφος όμως προσέκρουσε σε μια από τις νάρκες του και βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του 120 από τους 200 άνδρες του. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι το σκάφος πήρε στον υγρό του τάφο και τον μοναδικό χάρτη του ναρκοπεδίου που είχε ποντίσει! Το Μπόγιαριν, που στάλθηκε να βοηθήσει, προσέκρουσε επίσης σε νάρκη και εγκαταλείφτηκε. Αφέθηκε να πλέει ακυβέρνητο, ώσπου δύο μέρες αργότερα προσέκρουσε σε δεύτερη νάρκη και βυθίστηκε.
Μετά τη ναυμαχία, ο Τόγκο είχε αγκυροβολήσει με τον στόλο του στην ιαπωνική βάση του Σασέμπο στην Κορέα. Εκεί, αφού επισκεύασε τα πλοία του, αποφάσισε να πλεύσει και πάλι προς το Πορτ Άρθουρ με σκοπό να βυθίσει 5 παλιά φορτηγά σκάφη στη είσοδο του λιμένα, ώστε να παγιδευτούν εντός του τα ρωσικά σκάφη. Στις 24 Φεβρουαρίου, η ενέργεια εκδηλώθηκε, αλλά δεν απέδωσε, αφού στην είσοδο του λιμανιού είχε προσαράξει στα αβαθή το πληγωμένο Ρετβιζάν.
Οι Ρώσοι στο μεταξύ άνοιξαν πυρ και στις συνθήκες χαμηλής ορατότητας που επικρατούσαν πίστεψαν ότι τα δικά τους πυρά είχαν προκαλέσει τη βύθιση 5 ιαπωνικών θωρηκτών! Περιχαρής, ο κυβερνήτης του Πορτ Άρθουρ ναύαρχος Γιεβγκιένι Αλεξέγιεφ έσπευσε να ενημερώσει τηλεγραφικά τον τσάρο για τη μεγάλη νίκη. Όταν βέβαια αποκαλύφτηκε η αλήθεια, η ντροπή του δεν είχε προηγούμενο.
Στις 8 Μαρτίου 1904, πάντως, το ρωσικό ηθικό ανέβηκε κατακόρυφα, καθώς τη διοίκηση του στόλου Άπω Ανατολής, στη θέση του αντιναυάρχου Σταρκ, ανέλαβε ίσως ο καλύτερος Ρώσος ναύαρχος, ο Στεφάν Μακάροφ. Δύο μέρες αργότερα, ο Μακάροφ επιχείρησε μια πρώτη έξοδο με 6 αντιτορπιλικά. Δύο όμως από αυτά βυθίστηκαν σε σύγκρουση με τους Ιάπωνες. Στις 22 Μαρτίου, ο Μακάροφ εξαπέλυσε νέα επίθεση κατά των Ιαπώνων, υποχρεώνοντας το θωρηκτό Φούτζι να αποσυρθεί για επισκευές.
Νέα απόπειρα του Τόγκο, στις 27 Μαρτίου, να αποκλείσει το λιμάνι του Πορτ Άρθουρ, βυθίζοντας παλαιά έμφορτα με πέτρες φορτηγά πλοία στην είσοδο, απέτυχε, αφού οι Ρώσοι πρόλαβαν και τα βύθισαν πριν πλησιάσουν.
Στις 13 Απριλίου, ο ρωσικός στόλος, με τον Μακάροφ να έχει υψώσει το σήμα του στο θωρηκτό Πετροπαβλόφσκ, απέπλευσε από το λιμάνι με σκοπό να συγκρουστεί με τους Ιάπωνες. Ο Μακάροφ είχε μαζί του και τα έξι θωρηκτά –τα δύο πληγέντα είχαν επισκευαστεί– τρία καταδρομικά και μερικά αντιτορπιλικά. Ο Τόγκο όμως είχε ναρκοθετήσει την περιοχή. Στις 9:30 π.μ., το Πετροπαβλόφσκ προσέκρουσε στην πρώτη νάρκη.
Ακολούθησαν άλλες δύο εκρήξεις και στις 9:43 π.μ. το θωρηκτό τινάχτηκε στον αέρα μαζί με τους 635 άνδρες του, ανάμεσά τους και τον ναύαρχο Μακάροφ.
Με το θάνατό του το επιθετικό πνεύμα εξέλειπε εντελώς από τους Ρώσους. Παρόμοια τύχη είχε και το Πομπέντα, το οποίο πάντως κατορθώθηκε να κρατηθεί στην επιφάνεια και όπως-όπως να επιστρέψει στο λιμάνι.
Ο Τόγκο είχε σε μεγάλη εκτίμηση τον Μακάροφ. Έτσι, την επομένη διέταξε όλα τα πλοία του να πλεύσουν με τις σημαίες μεσίστιες, θρηνώντας για τον χαμό ενός άξιου αντιπάλου, όπως το έθος των Σαμουράι επέβαλλε.
Στις 3 Μαΐου, ο Τόγκο επιχείρησε για μια ακόμη φορά να καταβυθίσει 8 παλαιά φορτηγά στην είσοδο του λιμανιού, αλλά και πάλι απέτυχε. Αυτό όμως μικρή σημασία είχε. Γιατί, μετά τον θάνατο του Μακάροφ, ο ρωσικός στόλος δεν έδινε σημεία ζωής.
Ωστόσο, στις 15 Μαΐου, ήταν η σειρά των Ιαπώνων να πληρώσουν βαρύ τίμημα στο σχετικά νέο ναυτικό όπλο, τη νάρκη. Το θωρηκτό Χατσούτσε προσέκρουσε σε δύο νάρκες και βυθίστηκε μαζί με πάνω από το μισό του πλήρωμα (486 άνδρες). Στιγμές αργότερα προσέκρουσε σε δύο νάρκες και το θωρηκτό Γιασίμα, που βυθίστηκε μαζί με 200 άνδρες από το πλήρωμά του. Τις νάρκες είχε ποντίσει η ρωσική ναρκοθέτιδα Αμούρ. Έτσι, από μια ιδιοτροπία της τύχης, ο ιαπωνικός στόλος έχασε σε μισή ώρα το 1/3 των θωρηκτών του.
Παρ’ όλα αυτά, ο αποκλεισμός συνεχίστηκε. Μια χλιαρή ρωσική απόπειρα διάσπασης του κλοιού αποκρούστηκε στις 23 Ιουνίου. Μια δεύτερη και σημαντικότερη, στις 10 Αυγούστου, οδήγησε στη ναυμαχία της Κίτρινης Θάλασσας.
Η ναυμαχία της Κίτρινης Θάλασσας
Μετά το θάνατο του Μακάροφ, επικεφαλής της ρωσικής μοίρας τοποθετήθηκε ο υποναύαρχος Βίλγκελμ Βίτγκεφτ. Αυτός δεν επέδειξε ιδιαίτερη προθυμία να συγκρουστεί με τους Ιάπωνες, και μάλλον όχι άδικα, αφού και τα πλοία του βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση και το ηθικό των πληρωμάτων βρισκόταν στο ναδίρ. Σύντομα, όμως, ο Βίτγκεφτ ήρθε σε σύγκρουση με τον κυβερνήτη του Πορτ Άρθουρ, Αλεξέγιεφ, ο οποίος με τσαρική έγκριση πίεζε τον Βίτγκεφτ να δοκιμάσει την τύχη των όπλων ξανά. Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο Βίτγκεφτ αποφάσισε να εξορμήσει.
Στις 10 Αυγούστου του 1904, ο ρωσικός στόλος, αποτελούμενος από τα θωρηκτά Τσάρεβιτς, Ρετβίζαν, Πομπέντα, Περεσβιέτ, Σεβαστοπόλ και Πολτάβα, 4 καταδρομικά, τα Άσκολντ, Ντιάνα, Νόβικ και Παλάδα και 14 αντιτορπιλικά, απέπλευσε από το Πορτ Άρθουρ με στόχο να ναυμαχήσει με τον στόλο του Τόγκο ή στη χειρότερη περίπτωση να ξεφύγει προς το Βλαδιβοστόκ. Το σκεπτικό των Ρώσων ήταν ότι μετά την απώλεια των δύο ιαπωνικών θωρηκτών, οι δυνάμεις τους υπερτερούσαν κατά πολύ έναντι των Ιαπώνων. Αυτό όμως ίσχυε μόνο θεωρητικά.
Και αυτό γιατί τα ρωσικά πλοία είχαν πλέον μειωμένη μαχητική αξία, αφού είχαν ανάγκη επισκευών από τα πλήγματα που είχαν ήδη δεχτεί στις προηγούμενες συγκρούσεις, ενώ το ηθικό των πληρωμάτων ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Από την άλλη μεριά, οι Ιάπωνες μπορεί να είχαν απωλέσει δύο θωρηκτά, αλλά διέθεταν τέσσερα θωρακισμένα καταδρομικά, οπλισμένα με πυροβόλα των 203 χλστ., τα οποία μπορούσαν να σταθούν απέναντι στα παλαιότερα ρωσικά θωρηκτά.
Επίσης άλλα τρία ιαπωνικά προστατευμένα καταδρομικά διέθεταν πυροβόλα των 203 χλστ.
Ο Τόγκο πίστευε ότι οι Ρώσοι θα επιχειρούσαν και νέα έξοδο και ήταν έτοιμος. Με τα θωρηκτά Μικάσα, Ασάχι, Φούτζι και Σικισίμα, 10 καταδρομικά, 18 αντιτορπιλικά και 30 τορπιλοβόλα περίμενε τον αντίπαλο. Νωρίς το απόγευμα της 10ης Αυγούστου, οι Ρώσοι εξήλθαν πράγματι από το λιμάνι.
Ο Τόγκο έπλευσε αμέσως προς το τέλος της ρωσικής γραμμής με στόχο να θέσει τον στόλο του ανάμεσα στον ρωσικό και το Πορτ Άρθουρ. Με την κίνηση αυτή, παρά τους κινδύνους από τα επάκτια ρωσικά πυροβόλα, εξασφάλιζε την αδυναμία του ρωσικού στόλου να επανέλθει στο λιμάνι. Ο Βίτγκεφτ τότε άλλαξε πορεία και στράφηκε νότια με προφανή στόχο να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ. Ο Τόγκο δεν ήταν προετοιμασμένος για μια τέτοια κίνηση και αιφνιδιάστηκε. Γρήγορα όμως συνήλθε και κινήθηκε ταχύτατα προς το θήραμά του.
Στις 5:43 μ.μ. το Μικάσα άνοιξε πρώτο πυρ από απόσταση 9.000 γιαρδών. Σύντομα, η ρωσική γραμμή μάχης στράφηκε προς τον αντίπαλο και απάντησε στα πυρά. Στην αρχή, η μάχη εξελίχτηκε σε μονομαχία των δύο ναυαρχίδων, του Τσάρεβιτς και του Μικάσα. Γύρω στις 6:00 μ.μ. η γέφυρα του Τσάρεβιτς επλήγη και ο Βίτγκεφτ έπεσε νεκρός.
Ένα δεύτερο πλήγμα συνέτριψε τη γέφυρα του ρωσικού θωρηκτού, σκοτώνοντας ή τραυματίζοντας βαριά όλους τους αξιωματικούς. Για κάποιο διάστημα το πλοίο έπλεε ακυβέρνητο, ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα ρωσικά θωρηκτά ανεπτυγμένα σε γραμμή. Ξαφνικά, το Τσάρεβιτς εκτέλεσε στροφή 180ο και βρέθηκε σε πορεία σύγκρουσης με το θωρηκτό που ακολουθούσε! Σε λίγο ολόκληρη η ρωσική γραμμή μάχης βρισκόταν σε απίστευτη σύγχυση.
Κανείς κυβερνήτης δεν γνώριζε τι συνέβαινε. Έτσι, οι περισσότεροι πλοίαρχοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στο Πορτ Άρθουρ. Στο λιμάνι επέστρεψαν τελικά 5 θωρηκτά, 1 καταδρομικό και 9 αντιτορπιλικά. Το Τσάρεβιτς με 3 αντιτορπιλικά κατέφυγαν στο γερμανικό λιμάνι του Τσιντάγκο και κρατήθηκαν εκεί. Το Άσκολντ και ένα αντιτορπιλικό κατέφυγαν στη Σαγκάη και κρατήθηκαν από τις κινεζικές αρχές. Το Ντιάνα κατέφυγε στη Σαιγκόν και επίσης κρατήθηκε από τις γαλλικές αποικιακές αρχές και μόνο το Νόβικ επιχείρησε να φτάσει στο Βλαδιβοστόκ. Παγιδεύτηκε όμως κατά τη διάρκεια ανθράκευσης από δύο ιαπωνικά καταδρομικά και ο κυβερνήτης του προτίμησε να το βυθίσει. Αργότερα, οι Ιάπωνες το ανέλκυσαν, το επισκεύασαν και το ενέταξαν στον στόλο τους.
Το ταξίδι των καταραμένων
Η στρατηγική ήττα του ρωσικού στόλου στη ναυμαχία της Κίτρινης Θάλασσας είχε ως αποτέλεσμα τον παντελή από τη θάλασσα αποκλεισμό του Πορτ Άρθουρ και την ελεύθερη μεταφορά δυνάμεων από την Ιαπωνία στην Κορέα. Τα ρωσικά πλοία που κλείστηκαν στο Πορτ Άρθουρ ήταν καταδικασμένα να καταστραφούν άδοξα από το βαρύ πυροβολικό του πολιορκητή ιαπωνικού στρατού.
Στη Ρωσία τα νέα της ήττας προκάλεσαν αγανάκτηση. Σε μια άνευ προηγουμένου, εν θερμώ ληφθείσα, απόφαση, η ρωσική ηγεσία αποφάσισε να αποστείλει το σύνολο σχεδόν του Στόλου της Βαλτικής για να άρει τον αποκλεισμό του Πορτ Άρθουρ. Υπό τον ναύαρχο Ζινόβι Ροστεστβένσκι, 5 μοίρες του Στόλου της Βαλτικής, ο οποίος μετονομάστηκε σε 2η Μοίρα Ειρηνικού –ευφημισμός άνευ πρακτικού αντικρίσματος– αποφασίστηκε να πλεύσουν από τη Βαλτική, να κινηθούν παράλληλα με τη δυτική αφρικανική ακτή, να εισέλθουν στον Ινδικό Ωκεανό και, έχοντας διασχίσει 33.000 χλμ., να φτάσουν στο Πορτ Άρθουρ και να πολεμήσουν τον ιαπωνικό στόλο.
Ακόμα και για την τσαρική Ρωσία, η απόφαση ήταν μάλλον υπερβολική. Παρ’ όλα αυτά, ο Ροστεστβένσκι δεν είχε άλλη επιλογή και στις 15 Οκτωβρίου 1904 ξεκίνησε για «το ταξίδι των καταραμένων», όπως ονομάστηκε προσφυώς.
Το στόλο του αποτελούσαν τρεις μοίρες θωρηκτών (11 πλοία), τα Κνιάζ Σουβόροφ, Ιμπερατόρ Αλεξάντερ ΙΙΙ, Μποροντίνο, Ορέλ Οσλιάμπια, Σισόι Βελίκι, Ναβαρίν, Ιμπερατόρ Νικολάι Ι και τα θωρηκτά παράκτιας άμυνας Αντμιράλ Απράξιν, Αντμιράλ Σενιάβιν, Αντμιράλ Ουσακόφ. Από αυτά, όμως, μόνο τα πέντε έφεραν ως κύριο οπλισμό πυροβόλα των 305 χλστ. όπως τα ιαπωνικά θωρηκτά.
Τα υπόλοιπα ήταν παλαιάς ναυπήγησης, αργοκίνητα και εξοπλισμένα με πυροβόλα των 254 χλστ. Ακόμη, στη γραμμή μάχης των θωρηκτών είχε ενταχθεί το ναυπήγησης 1885 παλαιό θωρηκτό Αντμιράλ Νακίμοφ, που έφερε πυροβόλα των 203 χλστ. Ο στόλος διέθετε επίσης 7 καταδρομικά – τα δύο θωρακισμένα (όρος της εποχής αντίστοιχος με τα νεώτερα βαριά καταδρομικά) και ένα εξοπλισμένο εμπορικό, 9 μόλις αντιτορπιλικά και 9 ακόμα βοηθητικά πλοία.
Το ταξίδι ξεκίνησε μέσα σε ατμόσφαιρα ανασφάλειας και φόβου. Στη Βόρεια Θάλασσα, τα ρωσικά πλοία άνοιξαν πυρ κατά βρετανικών ψαράδικων, φοβούμενα ότι επρόκειτο για ιαπωνικά τορπιλοβόλα! Δημιουργήθηκε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο και χρειάστηκαν χρονοβόρες εξηγήσεις για να πειστούν οι Βρετανοί να επιτρέψουν τη συνέχιση του ταξιδιού. Ωστόσο, οι Βρετανοί δεν επέτρεψαν τη χρησιμοποίηση της διώρυγας του Σουέζ –όπως το επέτρεψαν στο Μουσολίνι το 1935-36, για παράδειγμα– και έτσι τα ρωσικά πλοία υποχρεώθηκαν να περιπλεύσουν την Αφρική.
Ύστερα από διάφορα ευτράπελα γεγονότα και άπειρους φανταστικούς αντιπάλους, τα ρωσικά πλοία έφτασαν στη γαλλική Ινδοκίνα τον Μάιο του 1905, ύστερα από ταξίδι 7 μηνών. Φυσικά, το ηθικό των πληρωμάτων είχε κατασυντριβεί και ο στόλος μόνο έτοιμος για μάχη δεν ήταν. Επιπλέον, τα πλοία είχαν υποστεί κατά τον πλου αρκετές αβαρίες και τα ύφαλά τους έχριζαν καθαρισμού.
Το ηθικό έπεσε ακόμα περισσότερο όταν στις 2 Ιανουαρίου έγινε γνωστό ότι το Πορτ Άρθουρ είχε παραδοθεί. Ως μοναδικός προορισμός απέμενε πλέον το Βλαδιβοστόκ. Υπήρχαν τρεις πιθανές διαδρομές για να φτάσουν τα ρωσικά πλοία έως εκεί, το στενό του Λα Περούζ, του Τσουγκάρου και της Τσουσίμα. Το τελευταίο αποτελούσε τον πλέον σύντομο δρόμο.
Το στενό της Τσουσίμα έλαβε το όνομά του από το ομώνυμο αρχιπέλαγος μικρών νησιών που βρίσκεται ανάμεσα στην Κορέα και την Ιαπωνία, ακριβώς νότια της κορεατικής χερσονήσου, δυτικά της ιαπωνικής μητροπολιτικής νήσου Κιόσου. Ο ίδιος ο Τόγκο έχοντας αντιληφθεί ότι οι Ρώσοι θα επιχειρούσαν να περάσουν από τα στενά της Τσουσίμα, αποφάσισε να τους περιμένει εκεί.
Η καταστροφή
Το βράδυ της 26ης προς 27ης Μαΐου, το ιαπωνικό βοηθητικό καταδρομικό Σινάνο Μαρού, εντόπισε μέσα στην ομιχλώδη νύκτα ένα αδύναμο φως στο βάθος του ορίζοντα.
Το σκάφος έπλευσε προς το φως και βρέθηκε ενώπιον του ρωσικού νοσοκομειακού πλοίου Ορέλ. Ο κυβερνήτης του ρωσικού σκάφους αντιλήφθηκε το ιαπωνικό πλοίο, αλλά πίστεψε ότι ήταν ρωσικό και έτσι δεν θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει τον ναύαρχο Ροστεστβένσκι.
Ο Ιάπωνας κυβερνήτης, πλοίαρχος Ναρουκάβα, συνέχισε να πλέει ανάμεσα στα ρωσικά πλοία και διέκρινε 10 ακόμα σιλουέτες σκαφών μέσα στη νύχτα. Στις 4:55 π.μ. ειδοποίησε τον Τόγκο. Ο Ιάπωνας ναύαρχος έστειλε αμέσως τα ελαφρά καταδρομικά να παρακολουθούν τις κινήσεις των Ρώσων στην περιοχή που είχε υποδείξει στο Σινάνο Μαρού.
Με το πρώτο φως της 26ης Μαίου η μάχη άρχισε. Στις 6:43 π.μ. ο Τόγκο έστειλε το εξής μήνυμα στο Τόκιο: «Μόλις ενημερώθηκα ότι ο εχθρικός στόλος εντοπίστηκε. Ο στόλος μας θα κινηθεί εναντίον του, θα του επιτεθεί και θα τον καταστρέψει».
Την ίδια ώρα, ο Τόγκο ανέπτυξε τα πλοία του σε γραμμή μάχης, με τα Μικάσα, Σικισίμα, Φούτζι και Ασάχι να προηγούνται, τα θωρακισμένα καταδρομικά Κασούγκα και Νίσιν να έπονται και άλλα 6 καταδρομικά να ακολουθούν. Ο ρωσικός στόλος έπλεε επίσης σε γραμμή μάχης σε δύο όμως στήλες. Στη δεξιά στήλη έπλεαν τα θωρηκτά Σουφόροφ, Αλεξάντρ ΙΙΙ, Μποροντίνο και Ορέλ, αριστερά τους οι άλλες δύο μοίρες θωρηκτών με δύο καταδρομικά ανάμεσά τους, με τα υπόλοιπα καταδρομικά να έπονται.
Οι δύο στόλοι απέκτησαν οπτική επαφή γύρω στις 1:40 μ.μ. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, ο Τόγκο έστειλε σήμα στα πλοία του λέγοντας: «Η τύχη της αυτοκρατορίας μας εξαρτάται από το αποτέλεσμα της σημερινής σύγκρουσης. Κάθε άνδρας ας πράξει το καθήκον του».
Ο Τόγκο, εκμεταλλευόμενος την ανώτερη ταχύτητα της γραμμής μάχης του, που έφτανε τους 17 κόμβους, έναντι 12 της ρωσικής, κατάφερε ύστερα από ελιγμούς επί μια περίπου ώρα να διασταυρώσει το Τ του ρωσικού στόλου. Με τον τρόπο αυτό το σύνολο των πλοίων του μπορούσε να βάλει με το σύνολο σχεδόν των βαρέων πυροβόλων του κατά των ρωσικών πλοίων, τα οποία μπορούσαν να απαντήσουν μόνο με τα πρωραία πυροβόλα. Οι Ρώσοι άνοιξαν πρώτοι πυρ από απόσταση 7 χλμ.
Οι Ιάπωνες απάντησαν όταν έφτασαν σε απόσταση 6,5 χλμ. Οι Ιάπωνες πυροβολητές άρχισαν να βάλουν μανιασμένα ταχείες ομοβροντίες. Οι Ρώσοι δεν μπορούσαν να απαντήσουν, ειδικά δε οι πυροβολητές των παλαιών πλοίων, με τα μικρά πυροβόλα.
Τα ρωσικά πλοία μετέφεραν άνθρακα και αυτό αποτελούσε ένα ακόμα μειονέκτημα, αφού μια επιτυχημένη βολή εκρηκτικού βλήματος προκαλούσε αμέσως πυρκαγιά. Σύντομα, ο όγκος πυρός των 4 ιαπωνικών θωρηκτών επικεντρώθηκε στη ρωσική ναυαρχίδα Σουβόροφ, επί της οποίας επέβαινε και ο Ροστεστβένσκι. Το πλοίο άρχισε να καίγεται.
Ο Ρώσος ναύαρχος τραυματίστηκε. Ένα αντιτορπιλικό τον παρέλαβε. Το Σουβόροβ στο μεταξύ, όπως και το Οσλιάμπια, επικεφαλής της δεύτερης στήλης του ρωσικού στόλου, είχαν μετατραπεί σε φλεγόμενα επιπλέοντα φέρετρα. Το Σουβόροβ πάντως αρνούνταν να βυθιστεί και συνέχισε να πολεμά με τα μικρότερα πυροβόλα του μέχρι τις 7:20 μ.μ., οπότε και οι τορπίλες των ιαπωνικών τορπιλοβόλων το έστειλαν στον βυθό μαζί με 928 άνδρες του.
Την ίδια τύχη είχε και το Αλεξάντρ ΙΙΙ, το οποίο κομματιασμένο από πλήγματα των 305 χλστ. έγειρε στο πλάι, αναποδογύρισε και χάθηκε στη θάλασσα. Αλλά και το Μποροντίνο ανατινάχτηκε, προφανώς όταν επλήγησαν οι αποθήκες πυρομαχικών. Τα ισχυρότερα ρωσικά πλοία είχαν ήδη καταστραφεί.
Επρόκειτο για σφαγή. «Είναι αδύνατο να μετρήσουμε τα βλήματα που μας χτυπούν. Τα βλήματα έρχονται εναντίον μας το ένα μετά το άλλο. Η θωράκιση, οι υπερκατασκευές, οι γέφυρες κομματιάζονται και τα κομμάτια τους προκαλούν μεγάλες απώλειες… Τα πυροβόλα έχουν ξεκολλήσει από τις θέσεις τους.
Η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή. Οι φλόγες από τις εκρήξεις απλώνονται παντού. Είδα τις πλάκες της θωράκισης να έχουν πυρωθεί», ανέφερε με τρόμο ο διασωθείς του Σουβόροφ πλωτάρχης Βλαντιμίρ Σεμιόνοφ.
Η νύκτα που έπεσε δεν έσωσε τον ρωσικό στόλο. Τα ιαπωνικά αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα εξαπέλυαν συνεχείς τορπιλικές επιθέσεις, οι οποίες προκάλεσαν τη βύθιση του θωρηκτού Ναβαρίν και, το κυριότερο, έσπειραν τον απόλυτο πανικό στους επιζώντες Ρώσους. Από τορπίλη επλήγη και το Σισόι Βελίκι, το οποίο βυθίστηκε το επόμενο πρωί.
Την επομένη, τα υπολείμματα του ρωσικού στόλου βρίσκονταν σε τραγική κατάσταση. Ο αντικαταστάτης του Ροστεστβένσκι, ναύαρχος Νεμπογκάτοφ, δεν είδε σαν λύση παρά μόνο την παράδοση, αρνούμενος να θυσιάσει άσκοπα τις ζωές όσων ανδρών είχαν απομείνει. «Είστε νέοι και είστε αυτοί που θα αποκαταστήσετε την τιμή του ρωσικού Ναυτικού», είπε τους άνδρες του.
Έτσι παραδόθηκαν στους Ιάπωνες τα θωρηκτά Ορέλ, Νικολάι Ι, Απράξιν και Σενιάβιν. Τρία πλοία μόνο κατάφεραν να ξεφύγουν, ανάμεσά τους και το προστατευμένο καταδρομικό Ωρόρα που διαδραμάτισε τον δικό του ρόλο στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο τραυματισμένος Ροστεστβένσκι αιχμαλωτίστηκε.
Ο Τόγκο τον δέχτηκε εγκάρδια και του είπε: «Η ήττα είναι η κοινή μοίρα του στρατιώτη. Δεν υπάρχει κάτι για οποίο θα πρέπει να ντρέπεστε. Το σημαντικό είναι ότι και οι δύο πράξαμε το καθήκον μας».
Στην πραγματικότητα, η βαριά ρωσική ήττα ήταν αναμενόμενη. Το ρωσικό Ναυτικό είχε 4.380 νεκρούς, 5.917 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και δύο ναύαρχοι, και 1.862 άνδρες περιορισμένους σε ουδέτερα λιμάνια μέχρι τη λήξη του πολέμου. Οι Ιάπωνες έχασαν μόνο τρία τορπιλοβόλα και είχαν 117 νεκρούς και 500 τραυματίες. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι είχαν καταρρίψει τον μύθο περί του αήττητου του «λευκού ανθρώπου» και είχαν καταστήσει την πατρίδα τους, μέσα σε μερικές ώρες, παγκόσμια ναυτική δύναμη.