ΚΛΕΙΣΙΜΟ
Θα μελετήσει κάποιος στα Επιτελεία την κατάρρευση του συριακού Στρατού; Ή νομίζουν ότι «Δεν μας αφορά»;
prodeals

Ο θρίαμβος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί του Δαρείου: Η μάχη της Ισσού (333 π.Χ.)

Η μάχη της Ισσού ήταν η πρώτη στην οποία μια ελληνική δύναμη αντιμετώπιζε σε εκ παρατάξεως μάχη περσικό βασιλικό στρατό με επικεφαλής τον ίδιο τον Πέρση βασιλιά σε ασιατικό έδαφος. Οι τεράστιες περσικές ήττες στον χερσαίο πόλεμο είχαν επισυμβεί κατά στρατηγών και σατραπών του Μεγάλου Βασιλιά

Ο θρίαμβος του Μεγάλου Αλεξάνδρου επί του Δαρείου: Η μάχη της Ισσού (333 π.Χ.)

Ο Δαρείος δεν μπορούσε να αναμένει επ’ άπειρο την εξόρμηση του Αλέξανδρου από την Κιλικία, και αποφάσισε να κινηθεί αυτός.

Οι πτυχές του στρατηγικού του ελιγμού μέσω του Αμανού και της διάταξης που είχε ο Αλέξανδρος για να τον αντιμετωπίσει έχουν περιγραφεί εκτενώς στο τ. 79 του Π&Ι. Εδώ θα ασχοληθούμε περισσότερο με τις προθέσεις του Αλέξανδρου και τη διεξαγωγή της μάχης.

Όταν ο Αλέξανδρος ξεκίνησε προς συνάντηση του Δαρείου, με μάλλον νωχελικό βήμα, βρήκε τους Σώχους εγκαταλελειμμένους. Για την ακρίβεια, ενώ ήταν ακόμη εν πορεία στη Νότια Κιλικία, στη Μυρίανδρο (επί της παραλίας και μεταξύ των καθαυτό συριακών και των κιλικοσυριακών Πυλών) έμαθε ότι ο Δαρείος βρέθηκε στα νώτα του στην Ισσό.

Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε και ανέστρεψε για να σπεύσει να τον αντιμετωπίσει, ενώ ο Δαρείος ετοιμάστηκε για τη σύγκρουση επί του ποταμού Πινάρου, αφού πρώτα κακοποίησε τους ασθενείς του Αλεξάνδρου που είχαν παραμείνει στη βάση στην Ισσό. Γιατί ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε από την κίνηση του Δαρείου;

Και, το πολύ σημαντικότερο ερώτημα, γιατί εξαρχής κινήθηκε προς τη Μυρίανδρο, όταν είχε αναμείνει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα; Η εύκολη απάντηση στο τρίτο ερώτημα είναι ότι ήθελε πλέον και αυτός να ξεκαθαρίσει η κατάσταση, διότι ο Δαρείος ενισχυόταν σταδιακά όχι μόνο από Αρμένιους και Καππαδόκες από το δρόμο Νινευή-Τραπεζούς, αλλά πιθανώς και από Βάκτριους, Σόγδιους και Άρειους από τις Άνω Σατραπείες. Επιπλέον, υπήρχε η ενοχλητική δράση του περσικού στόλου στο Αιγαίο, και κινητικότητα στην Ελλάδα από τους Μηδίζοντες.

Είναι δε προφανές ότι, έχοντας αυτά υπόψη και την αναμονή του Δαρείου, ξαφνιάστηκε που βρήκε τον ογκώδη και δυσκίνητο Περσικό Στρατό πίσω του, και ανέστρεψε γιατί είχαν αποκοπεί οι συγκοινωνίες του (κάτι που δεν είχε υποστεί ο Δαρείος, καθώς η γραμμή Σώχοι-Αμανικές Πύλες-Ισσός ήταν ελεύθερη).

Αλλά τα πράγματα δεν είναι απαραίτητα έτσι όπως προβάλλει η συμβατική σοφία. Η αποκοπή των συγκοινωνιών του Αλεξάνδρου δεν ήταν μεγάλο πλήγμα, όταν μπροστά του είχε δελεαστικούς πολιτικοοικονομικούς στόχους. Μετά την περσική εισβολή από τον Αμανό, ο Αλέξανδρος μπορεί ακώλυτα να συνεχίσει προς Ανατολάς επί της βασιλικής οδού, προς Κάρρες και Νινευή, ή νότια, προς Φοινίκη ή Δαμασκό (όπου βρισκόταν το ταμείο εκστρατείας και πολλές αποσκευές του Δαρείου – μια σημαντικότατη λεία), ενώ ο Δαρείος προς δυσμάς, πάλι επί της βασιλικής οδού.

Οι δύο στρατοί προσπερνούν ο ένας τον άλλο χωρίς να συναντηθούν, όπως έγινε αργότερα στην εκστρατεία του Ηράκλειου. Γιατί αναστρέφουν; Αναστρέφουν, επειδή ο μεν Αλέξανδρος αντιλαμβάνεται ότι οι φρουρές του δεν σταματούν Βασιλικό Στρατό, άρα θα υποστεί επίθεση η Ελλάδα, ο δε Δαρείος διότι ο Αλέξανδρος μπορεί να κινηθεί προς Δαμασκό ή Βαβυλώνα δημιουργώντας χάος.

Ειδικά φόβος υπάρχει για το πρώτο, καθώς εκεί βρίσκεται το ταμείο, αλλά και οι οικογένειες πολλών σημαινόντων Περσών, και ίσως και μονάδες διοικητικής μέριμνας. Αλλά τη μάχη την αποφασίζει ο πλέον ευκίνητος, που είναι ο Αλέξανδρος. Αν ο Αλέξανδρος ήθελε, μπορούσε να μη συγκρουστεί –καθώς ήταν πολύ ταχύτερος– και να προσβάλλει τις περιοχές που αναφέραμε. Γιατί επέλεξε να αναστραφεί και να πολεμήσει;

Εδώ πρέπει να γίνει κάτι σαφές. Όσο ο Αλέξανδρος κατείχε την Κιλικία, είναι υπερβολικό να θεωρηθεί ότι η δράση του Περσικού Ναυτικού στο Αιγαίο τον πίεζε τόσο ώστε να επιδιώξει τελικά μάχη. Η εποχή ήταν προχωρημένη και τελείωνε η επιχειρησιακή περίοδος του ναυτικού στο Αιγαίο.

Με τα αγήματά του, καθώς ο καιρός χαλούσε, και με βάσεις μόνο στη Φοινίκη, την Κύπρο και εντός του Αιγαίου ο περσικός στόλος ήταν πολύ εκτεθειμένος στον καιρό για να είναι επικίνδυνος. Αλλά αυτό άλλαξε από τη στιγμή που ο Δαρείος ανέκτησε την Κιλικία.

Ξαφνικά ο περσικός στόλος απέκτησε πρόσβαση σε ενδιάμεσα αγκυροβόλια και προμήθειες και μπορούσε να δράσει αποτελεσματικότερα. Επίσης, ήλθε σε επαφή με το βασιλικό στρατό, με αποτέλεσμα ποικιλία πιθανών αμφίβιων σεναρίων, τόσο στο Αιγαίο όσο και στη νότια Μ. Ασία, με μεταφορά ογκωδών τμημάτων του Βασιλικού Στρατού.

Αυτή τη νέα απειλή ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να την παραγνωρίσει (όπως αναφέρεται στο τ.79 του Π&Ι). Αλλά, επιπλέον, πρέπει να προσέξουμε ότι τώρα και ο Δαρείος ήταν επί της βασιλικής οδού, και μάλιστα χωρίς να του φράζει το δρόμο ο στρατός του Αλεξάνδρου. Από την Κιλικία μπορούσε να την ακολουθήσει προς κεντρική Μ. Ασία και από εκεί να κινηθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ξηλώνοντας την κατοχή του Αλεξάνδρου.

Οι μικρές φρουρές του τελευταίου, όσο μαχητικές και αν ήταν (και αποδείχθηκαν εξαιρετικά μαχητικές και αξιόμαχες εντός των επόμενων μηνών) μπορούσαν να αντιμετωπίσουν περσικά σατραπικά τμήματα, και γενικά να διεξάγουν εδαφικό πόλεμο. Δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον όγκο του Βασιλικού Στρατού, και μάλιστα όταν αυτός έχει ενισχυθεί με 30.000 μισθοφόρους Έλληνες, ειδήμονες στον εδαφικό πόλεμο.

Επομένως, ο Αλέξανδρος, που πιθανότατα προχώρησε από την Κιλικία στη Μυρίανδρο ακριβώς επειδή ήλπιζε σε αυτή τη φάση να αποφύγει το Δαρείο, αναγκάστηκε τελικά να επιστρέψει όταν τα στρατηγικά δεδομένα άλλαξαν, και να τον αντιμετωπίσει.

Και έτσι ξαναφτάνουμε στο αρχικό ερώτημα, τον λόγο της κίνησης του Αλεξάνδρου προς τη Συρία ύστερα από τόση αναμονή, και με δεδομένο ότι δεν ήταν οι προμήθειες της Μ. Ασίας που δεν του έφταναν ή η δράση του Περσικού Ναυτικού. Δεν ήταν ούτε η ανησυχία για τις συνεχείς ενισχύσεις που λάμβανε ο Δαρείος, αφού αυτό ήταν δεδομένο για κάθε ώρα αναμονής, από τη στιγμή που άρχισε να συγκεντρώνει Βασιλικό Στρατό στη Βαβυλώνα.

Πρέπει να προσεχθεί κάτι, αν είναι να φτάσουμε σε λογική απάντηση. Ο Αλέξανδρος δεν έφτασε ποτέ στους Σώχους, για να δει άδεια την πεδιάδα. Σταμάτησε την πορεία του στη Μυρίανδρο, προτού εξέλθει από τις Συριακές Πύλες, μαθαίνοντας ότι ο Δαρείος ήταν στην Ισσό, πίσω του.

Αν κανείς συγκρίνει τις ταχύτητες κίνησης των δύο στρατών και τις αντίστοιχες αποστάσεις, είναι δεδομένο ότι ο Δαρείος είχε ξεκινήσει από τους Σώχους προς τις Αμανικές Πύλες πολύ προ της εκκίνησης του Αλεξάνδρου προς Μυρίανδρο. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος, που φυλούσε το έσω πέρασμα των Συριακών Πυλών (οι λεγόμενες Κιλικιοσυριακές Πύλες, με το ανεξήγητο σημερινό διεθνές όνομα «Πυλώνες του Ιωνά») από την πρώτη στιγμή που κατέλαβε την Κιλικία, είχε απόσπασμα εκεί, και τη συνήθεια να στέλνει ανιχνευτές προς συλλογή πληροφοριών.

Είναι δύσκολο λοιπόν να του διέφυγε το ότι κινήθηκε ο Δαρείος, προτού κινηθεί εκείνος, ιδίως αφού περίμενε οχυρωμένος ακριβώς τις κινήσεις του Δαρείου. Τι είχε συμβεί; Κατά πάσα πιθανότητα, όχι μόνο δεν του διέλαθε η κίνηση του Δαρείου, αλλά αυτή ακριβώς η γνώση ώθησε και εκείνον να κινηθεί. Δηλαδή έμαθε ότι έφυγε ο Δαρείος από τους Σώχους, αλλά νόμιζε πως κινούνταν διαφορετικά, προφανώς προς Νινευή, και από εκεί προς Αρμενία και προς το δρόμο της Πτερίας. Από την Κιλικία, ο Αλέξανδρος, ως ταχύτερος, μπορούσε να προλάβει οπουδήποτε στη Μ. Ασία τον Δαρείο.

Με αυτόν τον υπολογισμό κατά νου, μαθαίνοντας ότι ο Δαρείος είχε αποσυρθεί, και υπολογίζοντας ότι πιθανώς πήγαινε στη Νινευή, αποφάσισε να εξορμήσει και να καταφέρει μερικά σημαντικά πλήγματα στα περσικά μετόπισθεν που τώρα ήταν εκτεθειμένα, σε βόρεια Συρία (όπως υποχωρούσε ο Δαρείος) ή Δαμασκό ή φοινικική ακτή.

Επιπλέον, η μεγαλύτερη ευκινησία του θα του επέτρεπε πρακτικά να καταδιώκει τον Δαρείο, σε πόλεμο ελιγμών, προτού αποφασίσει να τον εμπλέξει, πιθανώς κινούμενος ξωπίσω του, ενώ οι φρουρές του σε διάφορες περιοχές θα απασχολούσαν και θα περιόριζαν την κατά μέτωπο κίνηση του βασιλιά.

Πιθανώς δηλαδή να προσπαθούσε να τον παγιδέψει στο δίχτυ των οχυρωμένων του θέσεων στην Μικρά Ασία (Μάζακα κ.λπ.) ενώ ο ίδιος θα τον περικύκλωνε με τον στρατό εκστρατείας και θα του απέκοπτε την υποχώρηση, καταστρέφοντας έτσι πλήρως τον Βασιλικό Στρατό, αιχμαλωτίζοντας τον ίδιο τον Δαρείο και κερδίζοντας τον θρόνο της Περσίας.

Για τον λόγο αυτό, είχε κάθε συμφέρον να περιμένει να μαζευτούν πολλές περσικές νομιμόφρονες δυνάμεις, οι περισσότερες δυνατές. Θα αύξαναν το πρόβλημα του Δαρείου μόλις εισερχόταν στο δίχτυ, και θα απάλλασσαν τον Αλέξανδρο από το να τις ψάχνει να τις συντρίψει. Όσο περισσότερους είχε μαζί του ο Δαρείος, τόσο περισσότερους θα εξόντωνε ο Αλέξανδρος.

Όμως, η τύχη το έφερε να αντιμετωπίσει τον Δαρείο στην Κιλικία, και πάλι με ευνοϊκούς όρους για εξόντωση. Βρισκόταν επάνω στη βασική (αλλά όχι τη μόνη) οδό υποχώρησης του Δαρείου.

Το ότι ο Αλέξανδρος δεν υπολόγιζε αυτόν τον ελιγμό του Δαρείου αποδεικνύεται από το ότι άφησε τους ασθενείς του στην Ισσό. Απέδειξε ότι ουδέποτε θα άφηνε ως δόλωμα τους άνδρες του για να εξοντωθούν. Η σχέση του με αυτούς ήταν προσωπική, και η εμπιστοσύνη τους τέτοια που δεν μπορούσε να τη ρισκάρει για έναν τακτικό υπολογισμό. Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον Αλέξανδρο ήταν ένα από τα μεγαλύτερά του όπλα. Όλοι ήξεραν ότι δεν αφήνει πίσω του τους άνδρες του, και στη Σογδιανή απέδειξε ότι δεν αφήνει πίσω του ούτε τις σορούς τους, όποιο και αν είναι το τακτικό τίμημα.

Τέλος, υπάρχει άλλη μια παράμετρος που συχνά δεν τυχαίνει προσοχής: οι μισθοφόροι Έλληνες. Ο Δαρείος έχει εκτελέσει τον Χαρίδημο τον Αθηναίο, επειδή προτείνει μετά τον Γρανικό σχέδιο δράσης «ανάξιο της περσικής ανδρείας». Οι μισθοφόροι του είναι σχετικά λίγοι, αφού γενικώς τους αναπτύσσει στη Δύση και έχουν εξοντωθεί στις μάχες του περασμένου έτους. Οι επιβιώσαντες από μάχες και πολιορκίες είναι πάλι λίγοι. Πώς λοιπόν βρίσκεται με 30.000 στην Ισσό; Πληροφορούμαστε ότι έχει ανακαλέσει το στόλο του από τη Λέσβο και αποβιβάζει τους μισθοφόρους προ της σύγκρουσης.

Όμως, ο περσικός στόλος μετά την Ισσό δεν φαίνεται να στερείται μισθοφόρων στα αγήματά του (30 άνδρες άγημα σε καθένα από 400 -το μέγιστο- περσικά πλοία δίνουν 12.000). Ούτε μπορεί να χρησιμοποιούσε 30.000 Οπλίτες για αγήματα.

Είναι πολύ πιθανότερο ότι ο στόλος στρατολόγησε 30.000 Έλληνες μισθοφόρους για τον Δαρείο και τους μετέφερε, καθ’ υπόδειξιν, για να ενταχθούν στο στρατό του, σε μια αποστολή στρατηγικής μεταφοράς ενισχύσεων μεταξύ θεάτρων. Υπήρχαν δύο σημεία όπου μπορούσε να τους αποβιβάσει: είτε στην Κιλικία, αφού την κατέλαβε ο Δαρείος, πράγμα που θα εξηγούσε τη σπουδή του να το πράξει, είτε στην Τρίπολη της Φοινίκης, όπως αναφέρουν ορισμένες πηγές (το υπαινίσσεται ο Αρριανός), εν όσω ο Δαρείος κινούνταν προς Σώχους ή ενώ είχε στρατοπεδεύσει εκεί. Από την ημιονική παραλιακή οδό, οι άνδρες αυτοί θα κινήθηκαν βόρεια και θα συνάντησαν το στρατό του Μ. Βασιλιά στους Σώχους. Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο η τεράστια ικανότητά τους σε μάχη εκ παρατάξεως, και ο αριθμός τους που είναι σχεδόν ίσος με το πεζικό του Αλεξάνδρου που διάβηκε τον Ελλήσποντο.

Το πλέον σημαντικό είναι ότι αυτοί γνωρίζουν από εδαφικό πόλεμο, όπως και οι επικεφαλής τους. Επομένως, κατά τον Αλέξανδρο, ο Δαρείος αποκτά ικανότητα διεξαγωγής εδαφικού πολέμου στη Μ. Ασία, και ίσως αυτό να βαρύνει τις αποφάσεις του, τόσο για την κατάληψη της Κιλικίας αρχικά, όσο και για την επί πεδίου σύγκρουση, όταν μαθαίνει, προφανώς από αποσπάσματα προκάλυψης στις Αμανικές Πύλες, ή από δραπέτες από τη βάση και το νοσοκομείο της Ισσού, ότι ο Δαρείος διάβηκε τις Αμανικές Πύλες και πλέον είναι στην Ισσό.

Η μάχη της Ισσού – Παράταξη και προσέγγιση των αντιπάλων

Όταν ο Αλέξανδρος αναστρέφει, για να συναντήσει το Δαρείο, έχει καταλάβει ότι ο χρονισμός των επιχειρήσεων έχει αλλάξει. Ο Δαρείος και αυτός δεν χωρίζονται από σημαντικά κωλύματα, και οι Πέρσες έχουν πλέον εκπαιδευμένο πεζικό συν το ικανότατο και ογκώδες ιππικό τους. Χρειάζεται προσοχή.

Μερικοί εταίροι κάνουν αναγνώριση στον ισσικό κόλπο, με ένα ελαφρύ πλοίο (τριακόντορο), για να διαπιστώσουν αν αυτός τελεί υπό κατάληψη απλώς ή αν ο Δαρείος είναι εκεί. Στο μεταξύ, διατάσσει αναστροφή και δείπνο για τους άνδρες του, μέχρι να αξιολογηθεί η κατάσταση, αφού φαίνεται ότι ο ρυθμός των επιχειρήσεων τώρα θα γίνει θυελλώδης.

Ταυτόχρονα, ιππικό (προφανώς ελαφρύ) και τοξότες στέλνονται να εξασφαλίσουν εκ νέου τις Κιλικοσυριακές Πύλες (όχι ότι δεν είχε μείνει φρουρά, αλλά εδώ χρειαζόταν επαρκής δύναμη, γιατί ο Δαρείος μπορεί να αποφάσιζε να τις φράξει με ισχυρές δυνάμεις, στα πλαίσια διεξαγωγής εδαφικού πολέμου).

Η αποστολή της τριακοντόρου είναι επικίνδυνη, αφού τώρα ναυλοχεί ακίνδυνα σε φιλική ακτή ο περσικός στόλος – ή, έστω, μπορεί να ναυλοχούσε. Πάντως, η αναγνώριση επιστρέφει με λεπτομέρειες και με μια καθησυχαστική είδηση: ο Δαρείος είναι εκεί. Δεν έχει εξαπολυθεί στη Μ. Ασία, σε εδαφικό πόλεμο, ούτε φαίνεται να τους ακολουθεί προς Μυρίανδρο.

Αρκείται στο ότι έχει κόψει τις συγκοινωνίες του Αλεξάνδρου, και περιμένει ότι ο αντίπαλός του θα αναγκαστεί να δώσει μάχη, ή, αγνοώντας τα πέριξ, αναμένει να πληροφορηθεί από άλλες πηγές το πού μπορεί να βρίσκεται ο Αλέξανδρος, αφού δεν του αρέσει καθόλου η προοπτική να ακούσει άσχημα νέα από τα δικά του μετόπισθεν, στη Θάψακο, τις Κάρρες ή τη Δαμασκό. Ο στρατός του είναι τεράστιος και παραταγμένος σε βάθος.

Επίσης, ο Αλέξανδρος βλέπει και άλλα στοιχεία. Ότι το Περσικό Ιππικό είναι παραταγμένο σε μεγάλο βάθος, κάτι γνωστό τουλάχιστον από την εποχή του Ξενοφώντα, αλλά τώρα στο πλάι του πεζικού. Αρχικά υπάρχει πρόθεση ανάπτυξης στα δύο πλευρά, αλλά μετά το πέρας της περσικής διάταξης, επειδή δεν έμεινε χώρος στο αριστερό περσικό κέρας, συγκεντρώνεται όλο στο δεξί.

Αυτή η τοποθέτηση στα πλευρά του βαρέως πεζικού –«παράταξις»– δεν είναι περσική συνήθεια. Εδώ και πολλά χρόνια οι Πέρσες προτιμούν την «πρόταξη», όλο το ιππικό προ του πεζικού. Πιθανώς στα Κούναξα το 401 π.Χ., αλλά σίγουρα στον Πακτωλό το 395 π.Χ. και στο Γρανικό το 334 π.Χ. οι Πέρσες υιοθετούν αυτή την ιπποτική-φεουδαρχική αντίληψη.

Τώρα, όχι. Επιπλέον, η πρώτη τους γραμμή αποτελείται από Οπλίτες: 30.000 μισθοφόρους Έλληνες, υπό τους Θυμώνδα, Αριστομήδη Φερραίο και Βιάνωρα Ακαρνάνα (πιθανώς έκαστος να ηγούνταν μιας μυριάδας μισθοφόρων). Στα πλευρά τους, οι μισθοφόροι Έλληνες ήταν περιβεβλημένοι από Κάρδακες αριστερά και δεξιά, συνολικά 60.000 (από μια δύναμη 100.000 συνολικά Καρδάκων που λέγεται ότι διέθεσε στη μάχη ο Δαρείος) με αργολική ασπίδα και δόρυ. Αυτοί οι 90.000 Οπλίτες καλύπτονται μετωπικά από τον ποταμό Πίναρο, προφανώς σε άμυνα. Το ότι είναι ταγμένοι για άμυνα προφανώς φαίνεται από το βάθος και την πυκνότητά τους. Αλλά φαίνεται και από τα πασσαλόπηκτα χαρακώματα που έχει κατασκευάσει ο Δαρείος σε όσα σημεία η όχθη δεν είναι επαρκώς απότομη. 

Τι συνάγει ο Αλέξανδρος από όλα αυτά; Πρώτον, ότι ο Δαρείος θέλει να αμυνθεί στο κέντρο (οι προφανείς προθέσεις και το σχέδιο του Δαρείου έχουν αναλυθεί στο τ. 79 – εδώ επικεντρωνόμαστε στον Αλέξανδρο). Δεύτερον, ότι ο Δαρείος ακούει και μαθαίνει. Δεν έχει κάνει κανένα από τα λάθη του Γρανικού. Και τρίτον, ότι έχει Έλληνες συμβούλους που τους ακούει, προφανώς Θηβαίους (το όνομα Θυμώνδας, έχει τη χαρακτηριστική θηβαϊκή κατάληξη –ώνδας, όπως Παγώνδας, Επαμεινώνδας κ.λπ.).

Η «παράταξη» του Ιππικού, η άμυνα προ υδάτινου κωλύματος με βαρύ πεζικό, η κάλυψη της παράταξης του κυρίως στρατού με ιππικό και Ψιλούς, όλα αυτά είναι ελληνικές πρακτικές. Τα οχυρωματικά έργα πεδίου μάχης, όμως, συγκεκριμένα, είναι θηβαϊκή ειδικότητα ήδη από το 380 π.Χ. περίπου και εντεύθεν, για να αντιμετωπιστούν οι σπαρτιατικές εισβολές στη Βοιωτία, όπως και οι ασύμμετρες παρατάξεις (το σύνολο του Περσικού Ιππικού δεξιά – παραδοσιακά, οι Πέρσες ήταν λάτρεις της συμμετρίας στις παρατάξεις μάχης).

Ο προσεκτικός μελετητής θα έχει παρατηρήσει ότι αν τα πράγματα ήταν όπως τα θεωρούμε, η περσική πρώτη γραμμή δεν έχει καθόλου ισχύ πυρός. Το παραδοσιακό όπλο των τοξοτών δεν εμφανίζεται πουθενά. Φυσικά, τα περσικά στίφη της δεύτερης γραμμής θα μπορούσαν με επισκηπτικές βολές να πλήττουν το χώρο μπροστά από την πρώτη γραμμή, αλλά η άμεση βολή, σαφώς αποτελεσματικότερη, δεν υπήρχε. Άρα, οι άνδρες του Αλεξάνδρου δεν θα αντιμετώπιζαν οξύ πρόβλημα τοξευμάτων.

Ο Αρριανός όντως δεν μιλά για τοξότες των Περσών στην πρώτη γραμμή, αν και αναφέρει προσβολή από τοξεύματα κατά την έφοδο, που προξένησε ελάχιστη φθορά. Ο Κούρτιος, που έχει πολύ αναξιόπιστη πηγή όσον αφορά τις μάχες του Αλεξάνδρου, αναφέρει ακριβώς για τον λόγο αυτό 2.000 Πέρσες τοξότες μπροστά από τους Κάρδακες του αριστερού πλευρού, όπου θα επιχειρούσε ο Αλέξανδρος. Αν και εναντίον Ιππικού, αυτοί οι τοξότες θα είχαν τη μέγιστη χρησιμότητα, η τοποθέτησή τους είναι παράλογη, και μάλλον δεν έγινε.

Αναιρεί όλη την ιδέα προάσπισης όχθης με βαρύ πεζικό. Ο εχθρός μπορεί να επιτεθεί και όταν προσβάλλει από κοντά τους τοξότες, αυτοί θα υποχωρήσουν, πιθανώς πάνω στο φίλιο βαρύ πεζικό αποδιατάσσοντάς το και υφιστάμενοι οι ίδιοι μαζικές απώλειες (κατά τον Κούρτιο, ακριβώς αυτό συνέβη). Το χειρότερο είναι ότι ο αντίπαλος θα καταλάβει το χώρο των τοξοτών, ένα σταθερό προγεφύρωμα, και θα αντιμετωπίσει επί ίσοις όροις το αμυνόμενο βαρύ πεζικό, κάτι που αναιρεί ακριβώς το πλεονέκτημα της θέσης βαρέως πεζικού στην όχθη, ώστε να εκτοπίζει έναν αντίπαλο που βρίσκεται σε ασταθές έδαφος.

Μια τέτοια «πρόταξη» Ψιλών είναι τυπική στους ελληνικούς στρατούς, αλλά οι βιαστικά εκπαιδευμένοι Κάρδακες μάλλον δεν μπορούσαν να είχαν μάθει επαρκώς τον τρόπο αραίωσης των γραμμών ώστε να διολισθήσουν οι Ψιλοί στα μετόπισθεν, και πύκνωσης μετά των γραμμών για αντιμετώπιση του εχθρικού βαρέως πεζικού. Οι μισθοφόροι Έλληνες οπλίτες μάλλον μπορούσαν να το πράξουν, αλλά η μονολιθική αμυντική τους διάταξη, με πασσαλοπήγματα και απότομες όχθες δεν θα το επέτρεπε (και ούτε υπάρχουν αναφορές για βολές τοξοτών σε εκείνο το σημείο). Αυτή η πρακτική γινόταν επί ανοιχτού πεδίου στους ελληνικούς στρατούς, όχι όπισθεν οχυρώσεων που μείωναν το χώρο ελιγμών, και μάλιστα με βαθιές και εξαιρετικά πυκνές παρατάξεις βαρέως πεζικού.

Και τώρα μπορούμε να περάσουμε σε ένα φλέγον θέμα, το αν οι αριθμοί της μάχης είναι ρεαλιστικοί. Για την πλευρά του Αλεξάνδρου, δεν υπάρχει κάποιο θέμα. Οι ενισχύσεις που έφτασαν στο Γόρδιο αναπλήρωσαν τις απώλειες και τις αποσπάσεις για φρουρά, με πιθανή εξαίρεση μία τάξη πεζεταίρων. Ο Αρριανός στην Ισσό αναφέρει ονομαστικά 5 τάξεις (με τα ονόματα των διοικητών τους) ενώ όλοι οι λοιποί, και οι νέοι μελετητές προτιμούν να υποθέτουν την παρουσία και των 6 τάξεων.

Η τάξη που λείπει από τον Αρριανό, προφανώς έμεινε με τον Αντίοχο το Μονόφθαλμο στις Κελαινές, για τον οποίο αναφέρεται σαφώς ότι ο Αλέξανδρος τού άφησε 1.500 στρατιώτες (ήτοι. τη δύναμη μιας τάξης πεζεταίρων). Για την περσική πλευρά, τα επικρατέστερα νούμερα είναι 110.000–600.000 (ανάλογα με την πηγή) άνδρες, μαζί με βοηθητικούς, εκ των οποίων 100.000 Κάρδακες με οπλιτικό οπλισμό, 60.000 (ο Αρριανός αναφέρει μόνο 30.000) ιππείς και 30.000 μισθοφόροι Έλληνες. Επιπλέον, υπάρχει η υπόνοια ότι υπάρχουν στο πεδίο 10.000 Αθάνατοι και 15.000 Βασιλικοί Συγγενείς. Ο Αρριανός λέει ότι η παράταξη ήταν ίδια με αυτή που αναφέρει ο Ξενοφών επί του θέματος αυτών των επίλεκτων μονάδων, που αναφέρει σαφώς ότι βρίσκονταν πίσω από τους μισθοφόρους Έλληνες. Η ανάλυση των αριθμών είναι αρκετά ρεαλιστική. Η φύση τους όμως; Όντως, υπήρχε τεράστια πληθώρα άνεργων και αντιμακεδόνων Ελλήνων μισθοφόρων στο Ταίναρο.

Η επιστρατευμένη δυτική αυτοκρατορία (μέχρι και Μηδία και Περσία) ήταν πολυάνθρωπη και πλούσια και μπορούσε να συντηρήσει μεγάλους σχηματισμούς ιππικού. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ισσό βρίσκεται –και θα σκοτωθεί– τόσο ο σατράπης της Κιλικίας, όσο και ο σατράπης της Αιγύπτου Σαβάκης, προφανώς με τα ιππικά σώματα των Περσών της Σατραπείας τους, αν όχι και με ιθαγενή τμήματα, ούτε το ότι ο Αρριανός, η πλέον αξιόπιστη πηγή σε θέματα αριθμών, δεν δίνει το μικρότερο νούμερο για το σύνολο του Περσικού Στρατού, ενώ, αντίθετα, δίνει το μικρότερο για το Περσικό Ιππικό.

Η συχνή ερώτηση είναι πώς μπόρεσαν 90.000 Οπλιτών των Περσών να «χωρέσουν» απέναντι από τους άνδρες του Αλέξανδρου. Η γραμμή του Αλεξάνδρου είχε 10.000 περίπου βαρείς πεζούς κατά την κατώτερη εκτίμηση (5 τάξεις των 1.500 ανδρών και 3 χιλιαρχίες υπασπιστών, ήτοι σύνολο 10.500) και κατά τη μέγιστη, πολύ μεγαλύτερο (6 τάξεις των 1.500 ανδρών αλλά ίσως και περισσοτέρων, και ικανό αριθμό Ελλήνων μισθοφόρων και συμμάχων Οπλιτών μεταξύ των σχηματισμών –άγνωστο ποιων– της μακεδονικής φάλαγγας. Δεξιά αυτών εκτείνονταν οι Ίλες του εταιρικού ιππικού, των Προδρόμων και των Παιόνων. Όλοι αυτοί ήταν απέναντι από το Περσικό Πεζικό. Αντίθετα, το νότιο ιππικό και οι Θεσσαλοί στο αριστερό άκρο ήταν απέναντι από το μικρό μέτωπο (και το τεράστιο βάθος) του Περσικού Ιππικού.

Δεν μπορούσαν να έχουν ευρύτερο Μέτωπο, διότι ήδη υπολείπονταν αριθμητικά, ούτε μικρότερο, αφού τοποθετήθηκαν εκεί ακριβώς για αυτό το λόγο. Ούτε οι Πέρσες θα δέχονταν βαρύ μακεδονικό πεζικό απέναντι από τους ιππείς τους. Θα αναδιατάσσονταν. Το αποτέλεσμα εφόδων ιππικού απέναντι στη φάλαγγα είχε φανεί στο Γρανικό, ενώ ακόμη απέναντι στους οπλίτες το Περσικό Ιππικό αντιμετώπιζε εδώ και 150 χρόνια αιματηρά προβλήματα (π.χ. στις Πλαταιές), παρά τον πολύ λιγότερο αποτελεσματικό οπλισμό των τελευταίων (δόρυ αντί σάρισας) σε σχέση με τους Πεζεταίρους.

Αφού λοιπόν το μήκος παράταξης έχει εξεταστεί, πρέπει να ελέγξουμε την πυκνότητα και το βάθος των αντίπαλων παρατάξεων. Μπορούμε να δεχθούμε ίδια γραμμική πυκνότητα στις φάλαγγες. Οι Μακεδόνες μπορούσαν, χάρη στις μικρότερης διαμέτρου ασπίδες, να παραταχθούν πυκνότερα από τους οπλίτες, αλλά επρόκειτο να κινηθούν, και δη επιθετικά, ήτοι σύντονα, με αποτέλεσμα σαφώς να μην υιοθετήσουν την πυκνότερη παράταξη («συνασπισμό»). Ε

πιπλέον, είχαν να διαβούν ποτάμι, άρα χρειάζονταν χώρο για κίνηση στο επισφαλές έδαφος της κοίτης και προ της όχθης του εχθρού, η οποία, όπου δεν ήταν απότομη, ήταν οχυρωμένη. Για να καλύψουν, επιπλέον, όσο το δυνατόν μεγαλύτερο Μέτωπο, γνωρίζουμε ότι ήταν παραταγμένοι σε βάθος 8 ανδρών, από αναφορές αρχαίων ιστορικών, με πρώτο τον Αρριανό.

Εκτός της ανάγκης κάλυψης ευρύτερου μετώπου, το μικρό βάθος της φάλαγγας την έκανε λιγότερο ευπαθή σε αποδιάταξη από εμπόδια και δρομαία έφοδο, και -πολύ σημαντικό- λιγότερο τρωτή σε έμμεση, επισκηπτική βολή των Περσών τοξοτών, τόσο κατά τη φάση της προσέγγισης, όσο –και κυρίως– κατά τη συμπλοκή, αφού το περιθώριο λάθους για τους τοξότες θα ήταν ελάχιστο, περί τα 10 μέτρα σε απόσταση 50-100 μέτρων.

Οι μισθοφόροι και οι Κάρδακες Οπλίτες δεν θα μπορούσαν να είναι παραταγμένοι πυκνότερα λόγω ασπίδας. Όμως, μάλλον θα υιοθέτησαν τη μέγιστη δυνατή πυκνότητα για να σταματήσουν τη φάλαγγα. Έτσι, δεν θα είχαν καμία πλέον ευκινησία, αλλά το είδος του εδάφους (απόκρημνες ή/και οχυρωμένες όχθες) ούτως ή άλλως τους απέτρεπε από το να επιχειρήσουν κινητικές επιθετικές τακτικές. Επίσης τους απέτρεπε το μήκος και η ισχύς της σάρισας.

Οι αραιά παρατεταγμένοι Μακεδόνες στηρίζονταν σε αυτήν για να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς τους, που είχαν σταθερό πάτημα, δεσπόζουσα θέση, ανθεκτικότερες ασπίδες και μεγάλη πυκνότητα. Με τη σάρισα θα προσπαθούσαν να τους εκδιώξουν από τα πασσαλοπήγματα και τις όχθες, με τη σάρισα θα κάλυπταν τα κενά τους και θα απωθούσαν τον αντίπαλο αν παρ’ ελπίδα αντεπετίθετο, μέχρι να πυκνώσουν οι γραμμές για να τον αναχαιτίσουν τοπικά.

Αυτός ο υπολογισμός γραμμικής πυκνότητας δεν μπορεί να γίνει στα δεξιά, όπου το ιππικό του Αλεξάνδρου ήταν απέναντι από Κάρδακες οπλίτες. Δεν γνωρίζουμε τα διαστήματα, ούτε το βάθος ανάπτυξης των ιππέων του Αλεξάνδρου. Γνωρίζουμε όμως ότι ήταν παραταγμένοι εναντίον των Καρδάκων του αριστερού.

Είναι πολύ πιθανό το μέτωπο των Καρδάκων του αριστερού να κάλυπτε όχι μόνο το ιππικό του μακεδονικού δεξιού, αλλά τουλάχιστον και το μέτωπο των τριών χιλιαρχιών των υπασπιστών, αν όχι και μίας-δύο τάξεων της φάλαγγας.

Με βάση το ότι ο Αλέξανδρος προτίθετο να προκαλέσει ρήγμα στους Κάρδακες στο σημείο που ενώνονταν με τους μισθοφόρους, μπορούμε να δεχθούμε ότι απέναντι των Καρδάκων ετίθετο τουλάχιστον μία ή δύο χιλιαρχίες υπασπιστών.

Αυτό σημαίνει ότι εναντίον των μισθοφόρων και των Καρδάκων του δεξιού (60.000 υποθετικά) βρίσκονταν, σε ίδια ή ελαφρά μικρότερη γραμμική πυκνότητα 8.500 Μακεδόνες κατ’ ελάχιστο ή περί τους 15.000 Μακεδόνες και Οπλίτες το μέγιστο. Αν δεχθούμε το πρώτο νούμερο, υπάρχει πιθανότητα να είναι ρεαλιστική η αντιπαράταξη;

Η απάντηση βρίσκεται εν μέρει στο βάθος των Οπλιτών των Περσών (Καρδάκων και μισθοφόρων). Πολλά στοιχεία στην περσική παράταξη δείχνουν θηβαϊκή επιρροή, όπως η ασύμμετρη παράταξη όλου του ιππικού στο δεξί πλευρό (θυμίζει λοξή φάλαγγα) αλλά κυρίως το πασσαλόπηγμα και τα χαρακώματα.

Αν υιοθετούνταν η πρόταση του Επαμεινώνδα το 371 π.Χ. στα Λεύκτρα, το βάθος θα ήταν 50 άνδρες. Το μεγάλο βάθος θα σταματούσε την ορμή της φάλαγγας, που τυπικά παρατασσόταν με βάθος 16 ανδρών, ιδίως δε τη διατρητικότητα της σάρισας. Η πυκνή παράταξη, με ελάχιστη κινητικότητα στο Μέτωπό της, θα αναιρούσε κατά τον Θηβαίο επιτελή, τα αίτια της ήττας των συμμάχων Οπλιτών από τη φάλαγγα στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ.

Ας μη λησμονείται ότι οι Σπαρτιάτες οπλίτες αντιμετώπισαν με αρκετή επιτυχία τη θηβαϊκή επίθεση των 50 ζυγών στα Λεύκτρα, όντες οι ίδιοι σε βάθος μόλις 12 ζυγών.

Η φάλαγγα, σχεδιασμένη ειδικά για τέτοια ενδεχόμενα από την εμπειρία του Φιλίππου ως ομήρου στη Θήβα, δικαίως φιλοδοξούσε ότι θα αναχαίτιζε παρόμοιο βάθος οπλιτικού ταγμένη σε 8 ζυγούς.

Άλλωστε, η βασική ιδέα ήταν ακριβώς ότι η σάρισα αχρήστευε το βάθος και το βάρος των οπλιτικών παρατάξεων. Αφού οι Μακεδόνες ήταν παραταγμένοι σε βάθος 8 ανδρών σε εκείνη τη μάχη (και, αν είχαν συμπαραταγμένους Έλληνες Οπλίτες, και αυτοί θα είχαν παραταχθεί στο ίδιο βάθος), αν δεχθούμε ίδια γραμμική πυκνότητα, υστερούσαν σε σχέση με τους οπλίτες του Δαρείου σε αναλογία 1 προς 6,25, που προκύπτει από το πηλίκο των 50 περσικών προς τους 8 μακεδονικούς ζυγούς.

Αυτοί οι υπολογισμοί καθιστούν σαφές ότι αν η μακεδονική παράταξη προ των Οπλιτών (μισθοφόρων Ελλήνων και των Καρδάκων) του δεξιού ήταν ισχύος 8.500 ανδρών, είναι ρεαλιστικό να θεωρείται ότι αντιμετώπιζε 50.000 αντιπάλους, ενώ αν ήταν ισχυρότερη, υπερκαλύπτεται ο αριθμός των αντίπαλων Οπλιτών που υπολογίστηκε. Φυσικά, οι Πέρσες μπορούσαν να έχουν παρατάξει τους Οπλίτες τους σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος: κανείς δεν γνωρίζει τι βάθος χρησιμοποίησε ο Επαμεινώνδας στη Β΄ Μάχη της Μαντινείας, το 362 π.Χ., αλλά αυτό ίσως να είναι λιγότερο πιθανό.

Αντίθετα, πρέπει να υπολογιστεί μια άλλη παράμετρος που επιμηκύνει πρακτικά το περσικό ανάπτυγμα ανδρών σε σχέση με το ελληνικό.

Για άριστη αμυντική χρήση του υδάτινου κωλύματος από πεζικό κρούσης, αυτό πρέπει να παρατάσσεται επί της όχθης ακολουθώντας την ακριβώς, ώστε να μην αφήσει ούτε ένα βήμα στερεού εδάφους στον εχθρό.

Να τον απωθήσει, ενώ εκείνος είναι ακόμη στο νερό. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καλύπτεται η όχθη σε όλο το μήκος που ίσως δημιουργεί μια ελισσόμενη κοίτη.

Αντίθετα, ο επιτιθέμενος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με αντιπαράταξη αυτές τις περιελίξεις. Πρέπει να έχει το δυνατόν απόλυτα ευθυγραμμισμένο Μέτωπο, για να μην παρουσιάζει ασθενή σημεία, κενά και ρήγματα καθώς προωθείται, τα οποία τον εκθέτουν σε αντεπίθεση του αμυνόμενου.

Οι οχυρώσεις του αμυνόμενου, και η πλεονεκτική του θέση στις όχθες, τον εξασφαλίζουν από αντίστοιχες προσπάθειες του επιτιθέμενου. Συνεπώς, ανάλογα με τις περιελίξεις και τη μορφή της κοίτης του Πίναρου, το μέτωπο των οπλιτών των Περσών ήταν μακρύτερο και πιο πολυάριθμο από αυτό της φάλαγγας του Αλεξάνδρου για ίδιο απόλυτο ανάπτυγμα.

Οι Μακεδόνες θα προσπαθούσαν να ισοζυγίσουν όλα αυτά τα μειονεκτήματα με το μήκος της σάρισας και τον ελιγμό.  Τέλος, η εξέλιξη της μάχης μάς επιτρέπει να φανταστούμε και μια άλλη πιθανότητα: οι επιθέσεις της μακεδονικής φάλαγγας να ήταν τοπικές, και όχι σε συνεχόμενη γραμμή. Έτσι, μεγάλο μέρος των ανεπτυγμένων Οπλιτών των Περσών δεν λάμβανε μέρος στη μάχη, και το μέτωπό του αδρανοποιούνταν. Είναι η χρήση του ελιγμού στην άρνηση της αξιοποίησης της κατά παράταξιν υπεροχής του εχθρού.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Οι τομείς του περσικού Μετώπου που δεν ενεπλάκησαν, δεν μπόρεσαν να ενισχύσουν τους αγωνιζόμενους διότι το ίδιο το αμυντικό στήριγμα, ήτοι οι οχυρώσεις και το απόκρημνο των ακτών, εμπόδιζαν τους Οπλίτες να αντεπιτεθούν κατά των μακεδονικών μονάδων από τα πλευρά (τέτοια εφαρμογή έχει γίνει παλαιότερα από τον Αγησίλαο, ενώ η χρήση του ελιγμού έχει αναλυθεί από τον Ξενοφώντα). Μπορούσαν μόνο να ενισχύουν με παράπλευρη παροχή ανδρών τα αγωνιζόμενα τμήματα.

Ίσως η σκληρότατη μάχη που διεξήχθη σε κάποιο σημείο μεταξύ πεζεταίρων και Ελλήνων μισθοφόρων οπλιτών του Δαρείου να οφείλεται ακριβώς σε τοπική αποτυχία αυτού του υπολογισμού και του ελιγμού του Αλέξανδρου. Αυτή η διαφορά στα αναπτύγματα ερμηνεύει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την ασυμμετρία στους αριθμούς.

Όμως, το γενικό συμπέρασμα είναι υπέρ της αξιοπιστίας των αρχαίων πηγών όσον αφορά τα σχετικά αναπτύγματα των μονάδων βαρέως πεζικού.

Όσον αφορά τις συνολικές δυνάμεις, όταν η Μακεδονία παρέταξε στη Χαιρώνεια 30.000 πεζούς και ο Αλέξανδρος, επικεφαλής μιας απρόθυμης συμμαχίας, φέρνει 20.000 Έλληνες και Βαλκάνιους πεζούς και μισθοφόρους, ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν μπορεί να είχε πρόβλημα επιστράτευσης 100-500.000 ανδρών.

Στην Ισσό θα παρατάσσονταν άνδρες από τη Μηδία, την Περσία, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, τη Σουσιανή και την Αίγυπτο και πιθανώς από την Αραβία. Αρμένιοι και Καππαδόκες (από τους τελευταίους κυρίως οι κατοικούντες πέραν της καμπής του Άλυος) θα είχαν έρθει από την οδό Τραπεζούντας-Νινευής, αλλά Σόγδιοι, Βάκτριοι και Άριοι, Πάρθοι, Ινδοί και Αραχώσιοι (δηλαδή οι άνω και οι ανατολικές σατραπείες) ίσως δεν είχαν κινητοποιηθεί ακόμη.

Με την είδηση της στάθμευσης του Περσικού Στρατού στην Ισσό, ο Αλέξανδρος έστειλε τριακοντόρο για κατόπτευση του ισσικού κόλπου, ώστε να επιβεβαιώσει τη θέση του Περσικού Στρατού και να λάβει μια ιδέα του πλήθους του, του ακριβούς σημείου όπου είχε στρατοπεδεύσει (ένθεν ή εκείθεν του Πινάρου) και της πιθανής του διάταξης.

Χωρίς καν να περιμένει την επιστροφή της αναγνώρισης διά θαλάσσης, αφού εμψύχωσε τον στρατό, διέταξε δείπνο, στέλνοντας ταυτόχρονα προφυλακές εφίππων και τοξοτών για να ελέγξουν το δρόμο μέχρι τις Κιλικιοσυριακές Πύλες και να τις εξασφαλίσουν…

Επιχειρησιακές και τακτικές όψεις της διεξαγωγής

Όταν ο κύριος όγκος του στρατού του Αλέξανδρου προσεγγίζει μετά από νυχτερινή πορεία τις Πύλες, καταλαμβάνει αρχικά τα βραχώδη υψώματα που τις ορίζουν και διανυκτερεύει επί των βράχων –ασφαλής από επιθέσεις Ιππικού και προφυλαγμένος από πυκνές και σε αυξημένη εγρήγορση προφυλακές– και αναπαύεται.

Ο Δαρείος δεν τις φρουρούσε, αφού δεν ήξερε πού βρίσκεται ο αντίπαλός του, ίσως όμως και επειδή δεν πρόλαβε, ή τέλος επειδή ήθελε να έρθει εκεί, απέναντί του, ο Αλέξανδρος. Οι Μακεδόνες αναπαύονται, και ο Αλέξανδρος την αυγή τούς κινεί σε μακριά φάλαγγα πορείας προς την Ισσό. Η οδός είναι στενή, αλλά όπου διαπλατύνεται η φάλαγγα πορείας αναπτύσσεται σε φάλαγγα μάχης. Το Ιππικό ακολουθεί το Πεζικό, αφού είναι σχεδόν άχρηστο στις στενωπούς.

Φτάνοντας στην πεδιάδα της Ισσού, ο Αλέξανδρος παρατηρεί τον εχθρικό στρατό σε στρατοπέδευση, καθώς και το πεδίο της μάχης. Παρατηρεί και κάτι άλλο: ότι μόλις τον αντιλαμβάνεται να πλησιάζει, ο Δαρείος εξαπολύει ένα ισχυρό προπέτασμα 20.000 ελαφρών πεζών και 30.000 ιππέων (συνολικά περισσότερο στρατό από αυτόν του Αλεξάνδρου) στην ανατολική ακτή του ποταμού Πίναρου, ώστε να καλύψει την ανάπτυξη του όγκου του (σ.σ.: σχετικά με το λόγο της επιλογής του αυτής, βλέπε τ. 79). Επίσης, αναπτύσσει είτε 20.000 από το ελαφρό πεζικό, είτε –το πιθανότερο– 20.000 Κάρδακες σε μια υπώρεια του Αμανού, ανατολικά του ποταμού, ενώ ταυτόχρονα ανακαλεί τους ιππείς και τους πεζούς δυτικά του ποταμού, στις θέσεις τους, όταν έχει τελειώσει η ανάπτυξή του.

Με τους Πέρσες να υιοθετούν τα νέα δεδομένα της πολεμικής τέχνης, ο Αλέξανδρος, προσεκτικός από μόνος του, έπρεπε να δείξει τον καλύτερο εαυτό του για να μην αναθαρρήσει ο αντίπαλος, αλλά και για να μη βρεθεί προ απροόπτου. Ξέρει ότι το θηβαϊκό οπλοστάσιο –που προφανώς αντιμετωπίζει– προβλέπει αιφνιδιασμούς και κεραυνοβόλες προελάσεις.

Καθώς ο στρατός του εισέρχεται στην πεδιάδα, μεταπίπτει από σχηματισμό πορείας σε σχηματισμό μάχης («παραγωγή») υπό την κάλυψη προτεταγμένου σχηματισμού Ψιλών (όπως άλλωστε έχει κάνει και ο Δαρείος), με το βαρύ Πεζικό να προηγείται του Ιππικού, και να έπεται το Μηχανικό, η επιμελητεία και η οπισθοφυλακή. Η ανάπτυξη του Πεζικού γίνεται εναλλάξ, με μία μονάδα να αναπτύσσεται («παράγεται») δεξιά και η επόμενη αριστερά, αλλά η φύση των μονάδων πορείας είναι ίσως περισσότερο σύνθετη από όσο νομίζουμε.

Προφανώς το πρώτο μέρος της φάλαγγας πορείας του βαρέος πεζικού είναι μακεδονικό και το δεύτερο οπλιτικό, και η εναλλάξ «παραγωγή» αποσκοπεί στην ύπαρξη και των δύο στοιχείων σε κάθε μία από τις δύο πτέρυγες της γραμμής μάχης. Οι υπασπιστές βρίσκονται στο άκρο δεξιό. Μόλις η ανάπτυξη του πεζικού έχει ολοκληρωθεί, ο Αλέξανδρος  αναπτύσσει και το ιππικό του, καθώς πλέον το στόμιο της ισσικής πεδιάδας έχει διευρυνθεί, και το «παρατάσσει» στα δύο άκρα της παράταξης του βαρέος πεζικού.

Εφεξής, η περιγραφή του Αρριανού έχει διττή ερμηνεία: η μια αναφέρει ότι πιθανόν ο Αλέξανδρος να τοποθέτησε και γραμμή προφυλακών από Ψιλούς (τοξότες και ακοντιστές) προ του βαρέος Πεζικού και στις δύο πλευρές και από ελαφρύ Ιππικό προ του βαρέος Ιππικού του δεξιού, και γραμμή οπισθοφυλακών από μισθοφόρους Έλληνες.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το Ιππικό του αριστερού βρίσκεται μπροστά, και όχι πλάι στο πεζικό. Η δεύτερη ερμηνεία είναι ότι οι Ψιλοί τάσσονται παραπλεύρως του βαρέος Πεζικού, δίπλα σε αυτούς τάσσεται το βαρύ Ιππικό και ακρότατα (μόνο στη δεξιά πτέρυγα), το ελαφρύ Ιππικό.

Η θέση των μισθοφορικών οπλιτικών τμημάτων του Αλεξάνδρου, κατά την ερμηνεία αυτή, είναι σε κάποιο πλευρό του μακεδονικού βαρέος πεζικού, είτε στο εξωτερικό –συναρμόζοντάς το με τους Ψιλούς του κάθε κέρατος– είτε στο εσωτερικό, δίνοντας μια υβριδική και εύκαμπτη φάλαγγα.

Όταν περατώνεται η διάταξη, ο Αλέξανδρος προχωρεί αργά, σε τάξη μάχης, προς τον Δαρείο, ο οποίος δεν διαβαίνει το ποτάμι προς συνάντηση, αλλά ανακαλεί τις μονάδες της προφυλακής. Το Ιππικό της προφυλακής (που πιθανώς αποτελεί το σύνολο του Ιππικού που διαθέτει, αλλά ο Αρριανός δεν είναι σαφής) τοποθετείται κατά μέγα μέρος στο δεξί κέρας, κατά το υπόλοιπο στο αριστερό, χωρίς να είναι σαφές αν στο αριστερό προβλέπεται θέση δώθε ή πέραν του Πίναρου.

Όμως, επειδή στο αριστερό οι μονάδες του πεζικού των Καρδάκων φτάνουν μέχρι τις υπώρειες του Αμανού –μην αφήνοντας χώρο στάσης, πολύ δε περισσότερο χώρο δράσης στο Ιππικό– στέλνει το περισσότερο του αριστερού να συγκεντρωθεί στο δεξιό και αφήνει ελάχιστο στο αριστερό.

Επειδή δεν αναφέρεται η τύχη των Ψιλών της προκάλυψης, και ο αριθμός τους συμπίπτει με εκείνον του Πεζικού στις υπώρειες του Αμανού, θεωρούμε ότι το ελαφρύ Πεζικό, μετά τη σύμπτυξη του Ιππικού πέραν του Πίναρου, ήταν αυτό που τοποθετήθηκε στις υπώρειες του Αμανού για να απειλήσει τα νώτα του Αλεξάνδρου, προφανώς ενισχυμένο με (ή υποστηριζόμενο από, ανάλογα με το πού είχε μελετηθεί η στάση του) το Ιππικό του αριστερού, που όμως μετέβη τελικά δεξιά.

Και με αυτά τα μέτρα, αλλά και την ακινησία της πρώτης γραμμής, ο Δαρείος δείχνει σαφώς ότι πρόκειται να αμυνθεί επί του κωλύματος που αποτελεί ο Πίναρος.

Ο στρατός του Αλέξανδρου, κατά την προσέγγισή του αποκρύπτεται από την περσική παρατήρηση ένεκα μιας χαμηλής λοφοσειράς προ του ποταμού. Καθώς λοιπόν η περσική προκάλυψη ιππικού έχει αποσυρθεί, ο Αλέξανδρος, από τους λόφους, βλέπει λεπτομερώς την παράταξη του Δαρείου και διορθώνει τη δική του χωρίς να τη βλέπουν οι Πέρσες καθ’ όλο το διάστημα της προώθησης, που είναι επίτηδες μεγάλο, αφού για να έχει χρόνο για διορθώσεις ο Αλέξανδρος προχωρά αργά, με το αιτιολογικό της διατήρησης της συνοχής και της μη κόπωσης των ανδρών.

Η βασική διόρθωση είναι η αύξηση του μετώπου με τη φάλαγγα να αραιώνει και να αναπτύσσεται δεξιά. Από βάθος 32 ανδρών «εξελίσσεται» σε βάθος 16 (με παράταξη των επαγόμενων μονάδων, μάλλον σε επίπεδο  στοίχων αλλά ίσως και σε επίπεδο Συνταγμάτων, βλ τ. 101) και τελικά 8 ανδρών (με «διπλασιασμό τω τόπω» – βλ. τ. 101), στηριγμένη αριστερά, μέσω (μάλλον) του «παρατεταγμένου» συμμαχικού ελληνικού Ιππικού στη θάλασσα και δεξιά, μέσω του κυρίως ιππικού όγκου, στις υπώρειες του Αμανού.

Σε αυτό το σημείο ο Αλέξανδρος βλέπει ότι παρά την –κυριολεκτική– «ανάπτυξη» της φάλαγγας (μείωση του βάθους για αύξηση του μετώπου) δεν μπορεί να καλύψει το αχανές περσικό μέτωπο. Προεκτείνει το δεξιό του με δύο ίλες εταίρων, που τις στέλνει από το κέντρο –όπως λέει ο Αρριανός– όπου ήταν ταγμένες, στο άκρο δεξιό μαζί με αυτούς αναπτύσσει Έλληνες μισθοφόρους, Αγριάνες ακοντιστές και μερικούς τοξότες. Με τον τρόπο αυτό τώρα το ελληνικό μέτωπο υπερκερώνει το περσικό. Προφανώς, η έννοια αυτού του «εξελιγμού», όπως περιγράφεται από τον Αρριανό, είναι η αντιμετώπιση του ακρότατου αριστερού των Περσών, των 20.000 ανδρών στα υπώρειες του Αμανού, ανατολικά του Πίναρου.

Αλλά το πρώτο πράγμα που κάνει ο Αλέξανδρος ως έναρξη των συμπλοκών είναι να αντιμετωπίσει αυτήν την περσική δύναμη ανατολικά του Πίναρου, στις υπώρειες του Αμανού. Αυτή και απειλεί τα νώτα του, και βλέπει την παράταξή του και την εξέλιξή της. Και τα δύο, είναι ενοχλητικά.

Αν οι πηγές είναι ακριβείς, αυτό το απόσπασμα είναι 20.000 άνδρες (πιθανώς Κάρδακες, εναλλακτικά οι Ψιλοί πεζοί του προκαλύμματος του Δαρείου), όσος δηλαδή ο μισός στρατός του Αλεξάνδρου. Αλλά, όντες σε βουνοπλαγιά και δώθε του ποταμού, είναι αποκομμένοι από τους δικούς τους πέραν του ποταμού και σε τεράστιο ψυχολογικό μειονέκτημα.

Ο τρόπος με τον οποίο αναπτύχθηκε ο Αλέξανδρος δημιούργησε μια αιχμή μεταξύ αυτών και του κυρίου όγκου του Στρατού τους, αποκόπτοντας το βατό έδαφος από όπου μπορούσαν να δεχθούν ενισχύσεις ή να υποχωρήσουν.

Τους έμενε μόνο ο μακρύτερος δρόμος, που διέσχιζε την κοίλη υπώρεια του όρους Αμανός. Προτού πέσει έστω και ένα βέλος, η θέση τους και ο ελιγμός του Αλέξανδρου τους έκαναν να αισθάνονται ήδη αποκομμένοι. Το έδαφος δεν τους ευνοεί, και δεν υποστηρίζονται από άλλα όπλα.

Ένα ισχυρότατο απόσπασμα μεικτών όπλων (ιππικά τμήματα αγνώστου ταυτότητας, τοξότες και οι Αγριάνες ακοντιστές, προφανώς τα τμήματα που ο Αρριανός αναφέρει άλλοτε ως «ταγμένα ακρότατα δεξιά», ήτοι οι Ψιλοί, οι δύο εταιρικές ίλες και οι Έλληνες μισθοφόροι) αρχικά σχηματίζει μια πλαγιοφυλακή στην παράταξη του Αλεξάνδρου και κατόπιν τους επιτίθεται και –πολύ φυσικά– τους εκδιώκει. Εκείνη τη στιγμή το περσικό απόσπασμα θα πανικοβλήθηκε στην ιδέα ότι τύγχανε της απολύτου προσοχής του Αλέξανδρου και δεν θα υπολόγισε τον αριθμό των αντιπάλων του – και σωστά.

Ο Αλέξανδρος μπορούσε να στείλει όσες ενισχύσεις έκρινε ότι χρειάζονταν. Χωρίς υποστήριξη, απομονωμένοι, σε μη ευνοϊκό έδαφος, έκριναν συνετό να υποχωρήσουν ακόμη πιο ψηλά και πίσω. Μια μεγάλη δύναμη εξουδετερώθηκε, που θα μπορούσε να παίξει ρόλο στα σχέδια του Δαρείου αν δεν είχε απομονωθεί.

Η ανάπτυξη και τοποθέτησή της θυμίζει πολύ τις ενέδρες του Δημοσθένη στον Αρχιδάμειο Πόλεμο (431-421 πΧ), αλλά εδώ μπορεί να υπήρχε και αντίστοιχη περσική πρακτική.

Όμως, παρόμοια περίπτωση ήταν η εκτός γραμμής διάταξη μονάδων του Επαμεινώνδα στη Μάχη της Μαντίνειας το 362 π.Χ.

Το σίγουρο ήταν ότι η συγκεκριμένη δύναμη Πεζικού, χωρίς Ιππικό (ο Επαμεινώνδας στη Μαντίνεια είχε παρατάξει εκτός γραμμής μεικτή δύναμη Οπλιτών, Ψιλών και Ιππέων σε τυπική εφαρμογή της χρήσης συνδυασμένων όπλων) θα είχε χρησιμότητα μόνο αν ο Αλέξανδρος επέλεγε να την αγνοήσει, κάτι που οποιοσδήποτε αναγνώστης του Ξενοφώντα δεν θα έπραττε επ’ ουδενί. Τώρα, πεζοί όντες, τρομαγμένοι και απομονωμένοι, στην ορεινή ζώνη που αποσύρθηκαν ήταν ακίνδυνοι.

Για να είμαστε δίκαιοι, ίσως η πρόθεση του Δαρείου να μην ήταν αυτή. Ίσως η πρόθεσή του να ήταν η επανάληψη της τεχνικής του Επαμεινώνδα, με την τοποθέτηση κοντά τους ιλών ιππικού από το προπέτασμα, πρόθεση που αν υπήρχε, ακυρώθηκε λόγω της ανυπαρξίας επαρκούς χώρου για το Ιππικό. Αν ήταν έτσι, τότε η περσική παράταξη θα θύμιζε ακόμη περισσότερο τον Επαμεινώνδα στην Μαντίνεια, αλλά χωρίς την αρχή της ευκινησίας, αφού η Χαιρώνεια είχε δείξει ότι οι Μακεδόνες υπερτερούσαν πολύ σε αυτόν τον τομέα.

Ο Αλέξανδρος άφησε να τους επιτηρούν 300 μόλις ιππείς (προφανώς επρόκειτο για τις δύο ίλες Εταίρων που μετακινήθηκαν από το κέντρο), γνωρίζοντας ότι και αν οι πεζοί αυτοί (είτε ήταν Ψιλοί είτε Κάρδακες Οπλίτες) έβρισκαν το θάρρος να επιτεθούν, ήταν αρκετά μακριά σε δύσβατο έδαφος και αποδιοργανωμένοι.

Θα αργούσαν να φτάσουν στην πεδιάδα, να συνταχθούν και να τη διασχίσουν για να πλήξουν τον Αλέξανδρο στα νώτα, ενώ οι ιππείς θα τους παρενοχλούσαν από τη στιγμή που θα πατούσαν σε ομαλό έδαφος.

Και οι ιππείς των Εταίρων μπορούσαν να εκτελέσουν επέλαση εναντίον οπλιτικού Πεζικού, ακόμη και συντεταγμένου, σύμφωνα με μερικούς μελετητές.

Όλη η άλλη δύναμη της πλαγιοφυλακής ή της άκρας δεξιάς πτέρυγας (ο Αρριανός χρησιμοποιεί τις δύο εκφράσεις προφανώς εναλλακτικά, ίσως διότι οι δύο κύριες πηγές του, ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος, χρησιμοποιούν ο ένας τη μία έκφραση και ο άλλος την άλλη), δηλαδή τοξότες, Αγριάνες και Έλληνες μισθοφόροι, ενισχύει τη φάλαγγα.

Η λέξη του Αρριανού «αναπλήρωση» υποδηλώνει κενά στη διάταξή της τα οποία προφανώς θα καλύπτονταν εξ ανάγκης διά του ελιγμού και των τακτικών συνεπειών που αναφέρθηκαν ήδη (εμβέλεια σάρισας, απόλυτη ευθυγράμμιση του επιτιθέμενου σε σχέση με τον αμυνόμενο, παρεμπόδιση του αμυνόμενου από τις οχυρώσεις και την ίδια τη φύση της τοποθεσίας στην οποία βρίσκεται κ.λπ).

Η τελευταία διόρθωση του Αλεξάνδρου ήταν η αποστολή του θεσσαλικού Ιππικού αριστερά. Αυτό σήμαινε ότι εξασθένιζε κατά 1/3 περίπου το ιππικό της δεξιάς πτέρυγας, που θα έδινε το κύριο πλήγμα, και μάλιστα μετά από την απόσπαση των δύο ιλών των Εταίρων για την εποπτεία των Καρδάκων στον Αμανό.

Η τυπική αιτιολόγηση είναι ότι αυτές οι θεσσαλικές ίλες κινήθηκαν αριστερά, προκειμένου να υποστηρίξουν το αξιόμαχο αλλά ελάχιστο Ιππικό των νοτίων Ελλήνων που βρίσκονταν εκεί, όταν έγινε σαφές ότι όλο το περσικό Ιππικό θα εφορμούσε στο αριστερό του Αλέξανδρου, καθώς σχεδόν όλοι οι ιππείς της περσικής προκάλυψης πέρασαν στο δεξί πλευρό της περσικής παράταξης. Αυτό είναι λίγο περίεργο.

Και αν έμεναν στο αριστερό, πάλι το μακεδονικό αριστερό ήταν υπερβολικά λίγο για να πράξει οτιδήποτε. Αν ο Αλέξανδρος έστειλε τους Θεσσαλούς προς ενίσχυση, τότε μάλλον τους έστειλε για να ετοιμάσουν μια ενέδρα στους Πέρσες αφού αυτοί είχαν υπερβεί ή παρακάμψει το νοτιοελλαδικό συμμαχικό Ιππικό. Μόνο έτσι θα μπορούσε να σταματήσει τον ιππικό καταρράκτη των Περσών, και μόνο έτσι έχει νόημα η αποστολή των Θεσσαλών πίσω από τη φάλαγγα, για να μην τους δει ο Δαρείος. Αν τους έστελνε για να ταχθούν απλά στο άκρο αριστερό, τι σημασία θα είχε αν κινούνταν εμπρός ή πίσω από τη φάλαγγα, αφού ο Δαρείος θα τους έβλεπε στην τελική τους θέση ολοκάθαρα;

Η εναλλακτική περίπτωση είναι ότι ο Αλέξανδρος έστειλε τους Θεσσαλούς για να λάβουν θέση αριστερά, όχι επειδή οι Πέρσες ιππείς βρέθηκαν συγκεντρωμένοι όλοι στο δεξί πλευρό του περσικού στρατεύματος, αλλά επειδή το ελληνικό στράτευμα, όπως αναπτυσσόταν, απομακρύνθηκε από την ακτογραμμή προκειμένου να κατευθυνθεί εκεί που ήθελε ο Αλέξανδρος.

Αυτή η απομάκρυνση σήμαινε μεγάλη αραίωση των ήδη ασθενικών νότιων ιλών ή/και απώλεια του στηρίγματος της θάλασσας, με αποτέλεσμα δυνατότητα υπερκέρασης από τους Πέρσες.

Τότε είναι σαφές ότι οι Θεσσαλοί θα τάσσονταν στο άκρο αριστερό, μετά τους νότιους, για να επεκτείνουν το μέτωπο. Αλλά αυτό είναι τελείως ανεξάρτητο με την περσική ιππική συγκέντρωση στο δεξιό, εκτός του ότι αν αυτή δεν είχε επισυμβεί, ίσως ο Αλέξανδρος να μην μπορούσε να διαθέσει εκεί τους Θεσσαλούς, διότι τους προόριζε για να αποσπάσει το περσικό Ιππικό ώστε να προσβάλλει με τους εταίρους το πεζικό.

Επιπλέον, αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, η κίνηση των Θεσσαλών έγινε πίσω από τη φάλαγγα για να μη χαλάσει το ρυθμό πορείας, και όχι για να κρυφτούν από την παρατήρηση του Δαρείου, που θα τους έβλεπε όταν θα λάμβαναν τη θέση τους.

Αξίζει να επισημανθεί ότι δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για το οπλιτικό (συμμαχικό και μισθοφορικό) πεζικό του Αλεξάνδρου. Μια θεωρία το θέλει να παρατάσσεται ανάμεσα στους σχηματισμούς της φάλαγγας, για να προσδώσει ευκαμψία, πιθανότατα σε ενιαίο σώμα μεταξύ των δύο τάξεων του δεξιού και των τριών του αριστερού «κέρατος» (πτέρυγας), αλλά ίσως και σε μικρότερες μονάδες, μεταξύ ή και εντός των τάξεων της φάλαγγας. Άλλη θεωρία το θέλει στα πλευρά της φάλαγγας, πριν από τους Ψιλούς, ενώ μια άλλη το θέλει να αναπτύσσεται πίσω από τις δύο πτέρυγες Ιππικού, εν είδει οπισθο- και πλαγιοφυλακής.

Στα αριστερά, εκεί που υπήρχε το Περσικό Ιππικό, αυτό ήταν λογικότατο, αλλά δεξιά, πίσω από το Ιππικό των εταίρων, που δεν είχαν Περσικό Ιππικό απέναντί τους, είναι άξιον απορίας τι σκοπό εξυπηρετούσε.

Μια πιθανότητα είναι να είχε εξαρχής προβλέψει ο Αλέξανδρος ότι μετά την πρώτη κρούση του το εταιρικό Ιππικό θα άλλαζε άξονα για να υπερκεράσει τους Πέρσες Αθάνατους που ήταν πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους του κέντρου, και επομένως η θέση του Ιππικού στην αρχική παράταξη θα έμενε κενή και θα καθίστατο τρωτή σε πλήγμα από τον αντίπαλο που υποχωρούσε ή από επερχόμενες μονάδες που βρίσκονταν πίσω, καθώς ο Περσικός Στρατός είχε μέγα βάθος.

Η «πλαγιοφυλακή» θα προχωρούσε και θα σφράγιζε το δεξί πλευρό της φάλαγγας, από το οποίο είχε αποκολληθεί το Ιππικό. Μια τέτοια θεώρηση κάνει σαφές το γιατί η απόσπαση δύο ιλών Εταίρων δεν θεωρούνταν τόσο σημαντική για τη γραμμή μάχης. Η θέση τους αμυντικά θα καλυπτόταν από άλλους, ενώ επιθετικά καλύπτει ούτως ή άλλως ο ελιγμός.

Δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν για γραμμική, στατική άμυνα, αλλά για επίθεση.Με την ίδια λογική, στα αριστερά ο Αλέξανδρος είχε ιππικό στην πρώτη γραμμή για να προσελκύσει εκεί το περσικό ιππικό πλήγμα, ώστε να μην εμφανιστεί μαζικά Περσικό Ιππικό αλλού και του χαλάσει τα σχέδια.

Αν όμως το Ελληνικό Ιππικό αποτύγχανε να κρατήσει απέναντι σε τέτοιους αριθμούς, θα υποχωρούσε πίσω και δεξιά, ώστε να βρεθεί πίσω από τη μακεδονική φάλαγγα, και η οπλιτική πλαγιοφυλακή θα προχωρούσε μπροστά ώστε να επεκτείνει το πλευρό της μακεδονικής φάλαγγας έως τη θάλασσα, σφραγίζοντας το μέτωπο.

Οι αποσυρόμενες ιππικές ίλες θα υποστήριζαν το πεζικό από πιθανή περσική υπερκέραση από τη θάλασσα, θα βοηθούσαν σε περίπτωση ρήγματος με άμεση αντεπίθεση ή θα ενίσχυαν τον Αλέξανδρο. Αν όλα πήγαιναν καλά, δεν θα έκαναν τίποτα από αυτά, αλλά θα εμπλέκονταν στην καταδίωξη.

Η διεξαγωγή

Η κυρίως μάχη άρχισε με την ορμητική έφοδο του Αλεξάνδρου κατά των Καρδάκων του αριστερού. Η ταχεία επίθεση, που έγινε καθ’ όλο το μέτωπο, είχε ως σκοπό την ορμητική κρούση εναντίον του εχθρού. Πολλοί (με τον Αρριανό μεταξύ αυτών) αναφέρουν και την αποφυγή απωλειών από βέλη, αλλά όπως αναφέρθηκε, είναι απίθανο να υπήρχαν Πέρσες τοξότες πρώτης γραμμής.

Αντίθετα, είναι απόλυτα εφικτό η δεύτερη γραμμή να είχε προετοιμαστεί τις προηγούμενες ημέρες, να είχε στοχοποιήσει τη διάβαση με έμμεση βολή και να τη σάρωσε με το πρώτο παράγγελμα. Σε κάθε περίπτωση, ο Αλέξανδρος χτύπησε τους Κάρδακες. Ο Κούρτιος θεωρεί ότι το κατάφερε απωθώντας τους προτεταγμένους λίγους τοξότες στις γραμμές των Καρδάκων. Ο Αρριανός δεν λέει κάτι τέτοιο.

Μετά από σύντομη μάχη, ο Αλέξανδρος διάνοιξε ρήγμα στους Κάρδακες και μπόρεσε να χτυπήσει. Το εταιρικό ιππικό όρμησε πίσω από την πρώτη γραμμή. Μέχρι εδώ συμφωνούν σχεδόν όλοι.

Ο Αρριανός δεν αναφέρει αν η πρώτη επίθεση του Αλεξάνδρου ήταν πεζική ή ιππική. Οι περισσότεροι μελετητές υποθέτουν το πρώτο, διότι του αποδίδουν τυπικές διαδικασίες, αλλά ο Χάμοντ έχει άλλη άποψη. Αντί να θεωρήσει μια ορμητική επέλαση που διέσπασε τους Κάρδακες και αναδιευθύνθηκε στη β΄ περσική γραμμή, ενώ την καταδίωξη των Καρδάκων αναλάμβαναν Έλληνες μισθοφόροι και ελαφρύ Ιππικό, πιστεύει ότι ο Αλέξανδρος ηγήθηκε επίθεσης των υπασπιστών, η οποία διέσπασε τους Κάρδακες.

Από το ρήγμα πέρασε το εταιρικό Ιππικό, πάλι πλάγια, πίσω από τους υπασπιστές (έναν παρόμοιο ελιγμό είχε κάνει στο Γρανικό) και όχι καλπάζοντας ίσια μπροστά. Μετά τη διάσπαση των Καρδάκων, ο Αλέξανδρος ίππευσε τον Βουκεφάλα και ηγήθηκε και της ιππικής επίθεσης, η οποία, όπως και να επισυνέβη η διάσπαση, κατευθύνθηκε όχι στα μετόπισθεν της πρώτης περσικής γραμμής, τους Οπλίτες, αλλά στη δεύτερη.

Ο Αλέξανδρος χτύπησε τους Αθάνατους για να ανοίξει δρόμο για τον Δαρείο και να τελειώσει έτσι τον πόλεμο με ένα χτύπημα. Εκτός από τους Αθάνατους, οι Συγγενείς και λοιπές σωματοφυλακές προστάτευαν τον Δαρείο. Η επίθεση του Αλέξανδρου δεν ήταν απλή επίθεση Ιππικού. Υποστηριζόταν από Ψιλούς (τοξότες Μακεδόνες και Αγριάνες ακοντιστές) και καλυπτόταν από ελαφρύ Ιππικό στο πλευρό της, και πιθανόν και από βαρύ πεζικό (σε μορφή πλαγιοφυλακής) ξοπίσω της.

Ακόμη, ακολουθούνταν από τους Υπασπιστές και πλευρικότερα από τη φάλαγγα. Είτε οι Κάρδακες επλήγησαν από τους Υπασπιστές, είτε από τους Εταίρους, έπεσαν θύματα μιας συνδυασμένης προσβολής καθώς οι Ψιλοί του Αλέξανδρου αναμειγνύονταν και μάχονταν και με τα δύο όπλα κρούσης.

Το ρήγμα και η προέλαση στα μετόπισθεν, και δη εναντίον του βασιλιά, ήταν αρκετά για να σπάσουν το ηθικό των Καρδάκων που τράπηκαν σε άτακτη φυγή, παρασύροντας και τις υπόλοιπες περσικές γραμμές που ήταν ταγμένες πίσω τους για να σταματήσουν πιθανές διεισδύσεις.

Εν τω μεταξύ, ενώ η περσική αριστερή πτέρυγα διαλυόταν από ένα μόνο δυνατό πλήγμα, οι Έλληνες μισθοφόροι στο κέντρο μάχονταν πολύ σκληρά εναντίον της φάλαγγας, προκαλώντας μεγάλες –σχετικά– απώλειες. Τα οχυρώματά τους σταμάτησαν τη μακεδονική προέλαση, και έτσι εμφανίστηκε κενό μεταξύ των τάξεων που ακολουθούσαν τον Αλέξανδρο και των άλλων που χτυπούσαν τους μισθοφόρους.

Η παράρρηξη των Καρδάκων, που ήταν ξεχωριστή μονάδα, δεν παρέσυρε τους μισθοφόρους που δεν αισθάνονταν άμεσο κίνδυνο από τη μακεδονική διείσδυση στα νώτα των Καρδάκων. Ίσως δεν την αντελήφθησαν καν. Βλέποντας το ρήγμα και γενικώς την ελαφρά αποδιοργάνωση της φάλαγγας μέσα στο ποτάμι και λόγω του μικρού της βάθους, εφόρμησαν, παρά το εμπόδιο που αποτελούσε και γι’ αυτούς το απότομο των ακτών και τα οχυρώματα. Αν δεν είχαν αυτά τα κωλύματα, ίσως η επίθεσή τους να έφερνε αποτέλεσμα. Τώρα, ορμώντας γενναία αλλά σε μικρά τμήματα, προσπαθούσαν να αποφύγουν τις σάρισες και να εισδύσουν μεταξύ των ομάδων των φαλαγγιτών. Αλλού τα κατάφεραν, αλλού όχι.

Ανώτατοι διοικητές τάξεων σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν, απώλειες υπήρξαν, αλλά στο σύνολό τους οι φαλαγγίτες κατόρθωσαν να κρατήσουν μακριά τους αντιπάλους τους και να τους σταματήσουν όπου ελήφθη επαφή. Πώς το πέτυχαν είναι μυστήριο. Ένα μυστήριο που αν το γνώριζαν οι δισέγγονοί τους, η μάχη της Πύδνας το 167 π.Χ. ίσως να είχε κερδηθεί ενάντια στους Ρωμαίους.

Είναι όμως ενδιαφέρον το ότι ο διοικητής τάξεως φάλαγγας που σκοτώθηκε, ο Πτολεμαίος, οδηγούσε την τέταρτη από τις πέντε τάξεις, και ήταν συνεπώς σχεδόν στο άκρο αριστερό. Η τάξη αυτή ανήκε στις τρεις αριστερές που διοικούνταν από τον Κρατερό και, για να σκοτωθεί ο επικεφαλής της μεσαίας, προφανώς υπήρξε ασυνεννοησία μεταξύ των τριών, και όχι, όπως συχνά θεωρείται, μεταξύ της πτέρυγας του Αλέξανδρου (που περιλάμβανε διοικητικά τις δύο δεξιότερες τάξεις της φάλαγγας και όλο το δεξί κέρας) και αυτής του Παρμενίωνα (που περιλάμβανε όλο το αριστερό κέρας και τη διοίκηση του Κρατερού).

Βέβαια, αυτός ο εντοπισμός της ζημιάς στο αριστερό του μακεδονικού κέντρου είναι ευεξήγητος. Αμέσως μετά την παράρρηξη του μετώπου των Καρδάκων από τον Αλέξανδρο και τη διέλευση των Εταίρων προς τη δεύτερη περσική γραμμή και τον Δαρείο, οι δεξιότερες τάξεις της φάλαγγας, πιθανώς δε και κάποιες πεντακοσιαρχίες των Υπασπιστών, έκλιναν αριστερά και υπερφαλάγγισαν το αριστερό της φάλαγγας των μισθοφόρων Ελλήνων του Δαρείου, με αποτέλεσμα να την πλήττουν στο πλευρό και ίσως στα νώτα.

Η καταστροφή και κατάρρευση αυτών των μονάδων ήταν ταχεία, και προφανώς δεν πρόλαβαν να προκαλέσουν προβλήματα στις απέναντί τους τάξεις της φάλαγγας, ενώ η αποσύνθεσή τους επηρέασε και τις γειτονικές τους μονάδες. Μόνο στο δεξί των Ελλήνων μισθοφόρων δεν είχε φτάσει η διαλυτική επίδραση της αποσύνθεσης, με αποτέλεσμα εκεί να έχουν το χρόνο να πολεμήσουν ερρωμένως εναντίον των Μακεδόνων.

Το αν οι φαλαγγίτες θα κρατούσαν για πολύ, ή για πόσο ακριβώς, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Κράτησαν όμως επαρκώς για να το αντιληφθεί ο Αλέξανδρος.

Ο οποίος, ενώ είχε διασπάσει τον προστατευτικό κλοιό του Δαρείου, τελικά τον είδε να αποχωρεί προ αυτού για να πολεμήσει μια άλλη μέρα αντί να τον καταδιώξει, κάτι που είναι συζητήσιμο αν θα ήταν φρόνιμο και εφικτό μέσα στη θάλασσα των πίσω περσικών κλιμακίων, στράφηκε τώρα προς τα πίσω και έπληξε όπισθεν τους μισθοφόρους στο δεξί τους νώτο. Αυτό διέλυσε τη συνοχή τους και ελάττωσε την πίεση που ασκούσαν στη φάλαγγα, η οποία ανασυντάχθηκε και επιτέθηκε.

Πιθανώς μεγάλοι αριθμοί μισθοφόρων διέφυγαν από τα κενά της φάλαγγας, τόσο στο σημείο καμπής, εκεί που έγινε η διείσδυση του Αλεξάνδρου, όσο και στα ρήγματα από τον ποταμό και τη μάχη. Άλλοι υποχώρησαν ίσια πίσω, προτού κλείσει πίσω τους η δύναμη που ακολουθούσε τον Αλέξανδρο. Όλος ο Περσικός Στρατός γινόταν φυγάς.

Στο άκρο δεξιό του Αλεξάνδρου, βλέποντας τη φυγή του Δαρείου, οι άνδρες που περίμεναν στον Αμανό ρίχτηκαν και εκείνοι στη φυγή. Η απόσταση και το έδαφος δεν επέτρεψαν στις δύο ίλες Εταίρων που τους επιτηρούσαν να καταδιώξουν. Μάλλον και εκείνες κατευθύνθηκαν προς τον Αλέξανδρο, για να μετάσχουν στην κύρια καταδίωξη.

Αλλά υπήρχε και το άκρο αριστερό. Οι Κάρδακες του δεξιού πλευρού του Δαρείου, μάλλον δεν είχαν την εκπαίδευση και τις ικανότητες για να εμπλέξουν εκ του σύνεγγυς και επιθετικά τη φάλαγγα. Το βαρύ Περσικό Ιππικό όμως επέλασε κατά του ασθενικού Ιππικού στο πλευρό των τάξεων της φάλαγγας. Οι Θεσσαλοί υπέστησαν το πλήγμα και αρκετές απώλειες, αν αναλογιστεί κανείς τη μάζα και το βάθος των περσικών σχηματισμών (ο Ξενοφών είχε δει το 396 π.Χ. βάθος 50 ιππέων για μια μονάδα μόλις 600 ιππέων). Δύο (μία, κατά τον Αρριανό) θεσσαλικές ίλες διαλύθηκαν, αλλά και οι Θεσσαλοί πολεμούσαν με υποστήριξη Ψιλών (Κρήτες τοξότες και Θράκες ακοντιστές) και τη γενναία συνδρομή του νότιου Ιππικού. Επιπλέον, με τους εξαιρετικά ευκίνητους ρόμβους τους κατάφεραν να πλαγιοκοπήσουν τις περσικές ίλες, να αντεπιτεθούν και να κρατήσουν το μέτωπο, πιθανώς και με τη βοήθεια Οπλιτών της αριστερής πλαγιοφυλακής.

Τότε περίπου, με την πρώτη κρούση των Περσών να έχει απωθηθεί, προτού ο Ναβαρζάνης, ο διοικητής του ιππικού προλάβει να εξαπολύσει και δεύτερη, έγινε αντιληπτή η κατάρρευση των μισθοφόρων Ελλήνων και η φυγή του Δαρείου.

Αυτό σήμαινε ότι εντός ελαχίστου ο Αλέξανδρος με το Ιππικό του πιθανώς θα τους πλαγιοκοπούσε, όπως άλλωστε και οι σάρισες των κοντινών τάξεων της φάλαγγας. Μπορούσε να δημιουργηθεί μια παγίδα που θα κατέστρεφε, κοντά στην ακροθαλασσιά, το άνθος της Περσίας, το βαρύ της Ιππικό.

Αυτό δεν ήταν καλή σκέψη, και ο Ναβαρζάνης υποχώρησε και εκείνος, με την υποχώρηση να εξελίσσεται σε φυγή, καθώς διεξαγόταν θεσσαλική μαζική αντεπίθεση, και τις εικόνες της κατάρρευσης από τους άλλους τομείς. Οι Σύμμαχοι, Μακεδόνες, Θράκες, Βαλκάνιοι και νότιοι Έλληνες, ήταν πολύ κουρασμένοι για αποτελεσματική καταδίωξη, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να λήξουν τον αγώνα εκεί.

Ο Δαρείος, με φρουρά και αρκετούς άνδρες εξαφανίστηκε προς τις Αμανικές Πύλες, από όπου και δραπέτευσε. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι, αλλά αρκετοί σκοτώθηκαν από τη βία και το συνωστισμό στις δύσβατες περιοχές του Αμανού. Είναι πολύ πιθανόν ο Ναραζάνης και άλλοι να διέφυγαν και από τις Κιλίκιες Πύλες προς τη Δύση, διότι ήταν αδύνατο να φτάσουν στις Αμανικές, καθώς παρεμβαλλόταν ο Αλέξανδρος και ο μισός Μακεδονικός Στρατός.

Δεν γνωρίζουμε αν από τις Κιλίκιες Πύλες κατευθύνθηκαν μέσω άλλων οδεύσεων ανατολικά για να βρουν το Δαρείο ή ξεχύθηκαν στη Μ. Ασία. Όμως, παρά τον όγκο τους, οι περσικές δυνάμεις πλέον δεν ήταν απειλητικές για τη Μ. Ασία. Είχαν χάσει το ηθικό τους, τη διοίκηση και τη διοικητική τους μέριμνα, το στοιχείο των ειδικών του εδαφικού πολέμου (τους μισθοφόρους), πολλούς άρχοντες, και φυσικά τον ενιαίο όγκο τους.

Όσες και αν ήταν, ήξεραν ότι αποτελούν απομεινάρια φυγάδων του Βασιλικού Στρατού, κι εν πολλοίς κατευθύνθηκαν προς Καππαδοκία και Αρμενία, περιοχές σχετικώς ασφαλείς και για πολλούς εκ των ιππέων, τόποι καταγωγής.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαφυγή αρκετών μισθοφόρων Ελλήνων. Κάποιοι ακολούθησαν το Δαρείο στη φυγή του, προς Συρία, μέχρι τη Θάψακο και πέραν του Ευφράτη. Άλλοι επέλεξαν διαφορετικό τρόπο φυγής και τον συνάντησαν μετά (3-4.000 από αυτούς τον συνόδευσαν στα Γαυγάμηλα και μερικοί τον υπηρέτησαν μέχρι το θάνατό του).

Ένα τμήμα, όμως, με τον εξωμότη Αμύντα, τον Μακεδόνα, διέφυγε διά θαλάσσης προς την Αίγυπτο. Με τον σατράπη Σαβάκη σκοτωμένο στην Ισσό, προσπάθησαν να την καταλάβουν για δικό τους όφελος, αλλά οι ντόπιοι (άγνωστο αν αυτό αναφέρεται σε περσικές φρουρές υπό τον νέο σατράπη Μαζάκη ή στους ιθαγενείς) τους νίκησαν και τους εξόντωσαν.

Πώς βρήκαν αυτοί οι άνθρωποι πρόσβαση σε περσικά πλοία; Ο Αρριανός αναφέρει ότι, όπως ήταν παραταγμένοι, έφυγαν προς τα βουνά, όμως δεν διευκρινίζει ποια βουνά και προς ποια κατεύθυνση.

Προφανέστατα πέρασαν μέσα από τη μακεδονική παράταξη, προτού αυτή ανασυνταχθεί για την καταδίωξη, και κατέβηκαν με όλη τους την ταχύτητα νότια, διαφεύγοντας από τις νότιες προσβάσεις της Κιλικίας, τις Κιλικιοσυριακές Πύλες ή, πολύ πιθανότερο, από τις χαράδρες των βουνών που τις σχηματίζουν.

Αυτό είναι πολύ λογικότερο από το να θεωρείται ότι διέφυγαν μέσω του Αμανού, όταν η επίθεση του Αλέξανδρου εκ των όπισθέν τους διαχώρισε από τον Δαρείο και την όδευση προς τον Αμανό.

Όπως όμως και αν διέφυγαν από την Κιλικία, μόλις έφτασαν στη Συρία, αντί να στραφούν αμέσως ανατολικά και να διαφύγουν μέσω των κυρίως συριακών πυλών προς την Ανατολή όπου υπέθεταν ότι θα έσπευδε ο Αλέξανδρος, συνέχισαν ίσια νότια, στον ημιονικό παραλιακό δρόμο που τους έφερνε στη Φοινίκη, και συγκεκριμένα στην Τρίπολη από όπου πήραν περσικά πλοία, και μάλιστα αυτά που τους είχαν φέρει από την Ελλάδα.

Επιβιβάστηκαν, έκαψαν όσα πλοία δεν χρειάζονταν (είχαν μείνει μόνο οι μισοί) και κατευθύνθηκαν στην Κύπρο. Από εκεί ο Αμύντας έπλευσε στην Αίγυπτο, ενώ οι άλλοι τρεις αρχηγοί κατευθύνθηκαν στις Κυκλάδες  και στο Ταίναρο.

Ο Αλέξανδρος καταδίωξε τον Δαρείο στις Αμανικές Πύλες μέχρι που σκοτείνιασε, αφήνοντας πίσω του τους άθλιους Πέρσες φυγάδες. Ο Παρμενίων κατέλαβε το στρατόπεδο του Δαρείου, ο Αλέξανδρος το άρμα με το τόξο, την ασπίδα και το μανδύα του, αλλά όχι τον ίδιο, αφού αυτός ίππευσε και διέφυγε μέσα στο σκοτάδι, από στις στενωπούς που μόλις προ ημερών είχε γνωρίσει προσωπικά.

Επιστρέφοντας στο κατειλημμένο περσικό στρατόπεδο για ανάπαυση, και στους νικητές στρατιώτες του, ο Αλέξανδρος ήξερε ότι είχε πλέον ορθάνοιχτες όλες τις Πύλες της Κιλικίας κι όλους τους δρόμους. Επίσης είχε κάποια ανυπολόγιστης ηθικής αξίας λάφυρα, που βρέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο: την οικογένεια του Δαρείου σε απαρτία, ήτοι τη γυναίκα, τα παιδιά και τη μητέρα του.

Προ παντός άλλου, επισκέφθηκε τους τραυματίες, τίμησε τους διακριθέντες, έθαψε με τιμές τους νεκρούς του, αφιέρωσε βωμούς και ιερά, πιθανώς ίδρυσε 1-2 πόλεις (Νικόπολη και Αλεξανδρέττα) και έστειλε τον Παρμενίωνα εσπευσμένα στη Δαμασκό για να καταλάβει όλη τη διοικητική μέριμνα του Περσικού Στρατού, το ταμείο εκστρατείας, το κινητό παλάτι, και τις οικογένειες και τα νοικοκυριά των μεγαλόσχημων Περσών με τις ακολουθίες, τις περιουσίες και τους δούλους τους.

Και αποφάσισε να κινηθεί νότια, από την ημιονική παραλιακή οδό στη Φοινίκη, και όχι από τη βασιλική οδό προς την καρδιά της Περσίας, ή από τις Αμανικές Πύλες προς την βορειοανατολική Μ. Ασία, που καταφανώς είχε αποστατήσει και ενίσχυσε τον Δαρείο με ιππείς, Αρμένιους και Καππαδόκες. Στα Γαυγάμηλα θα τους ξαναέβρισκε μπροστά του…

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
ΔΕΙΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΝΕΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.

Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com

Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.