Συνολικά 25 χρόνια αιματοχυσίας, από το 1861 μέχρι το 1886, σημάδεψαν τις νοτιοδυτικές περιοχές της Αριζόνας και του Νέου Μεξικού και καθόρισαν τη μοίρα του λαού των Τσιρικάουα Απάτσι, καθώς για τη μακρά, πεισματική και λυσσώδη αντίστασή τους στη δύναμη του αμερικανικού κράτους, τιμωρήθηκαν όσο καμία άλλη ινδιάνικη φυλή.

Η τελική φάση αυτού του πολέμου έμελλε να είναι και η πιο ξακουστή, καθώς συνδέθηκε με τον πιο ασυμβίβαστο, ανυπότακτο και αδυσώπητο πολεμιστή των Απάτσι, τον Τζερόνιμο.

Οι τελευταίοι πέντε μήνες του πολέμου θεωρούνται –δικαίως– ως ο πιο αξιοθαύμαστος και αποτελεσματικός ανταρτοπόλεμος που έχει εφαρμοστεί στη βορειοαμερικανική ήπειρο, καθώς 5.000 Αμερικανοί στρατιώτες και 3.000 Μεξικανοί πολέμησαν εναντίον 37 Απάτσι, απαρτιζόμενων από 18 πολεμιστές, 13 γυναίκες και 6 παιδιά, υπό τον Τζερόνιμο, με αποτέλεσμα την πλήρη αποδιοργάνωση και αποθάρρυνσή τους, καθώς σ’ αυτό το διάστημα η ενωμένη στρατιωτική δύναμη των δύο κρατών υπέστη διαδοχικές ήττες, ενώ δεν κατόρθωσε να σκοτώσει ή να συλλάβει ούτε έναν Απάτσι!

Η εκστρατεία εναντίον του Τζερόνιμο και των τελευταίων ελεύθερων Απάτσι αποτελεί το κύκνειο άσμα των ινδιάνικων πολέμων.

Ο λαός των Απάτσι εξορίστηκε πρώτα στη Φλόριδα, στη συνέχεια στην Αλαμπάμα και έπειτα στην Οκλαχόμα, για να εγκατασταθεί μετά από 27 χρόνια περιπλάνησης και αιχμαλωσίας στο Νέο Μεξικό. Ο ίδιος ο Τζερόνιμο πέθανε ως αιχμάλωτος πολέμου στην Οκλαχόμα, το 1909.

Τι ήταν όμως οι Απάτσι; Μια φυλή δολοφόνων που τρομοκρατούσε τις περιοχές της Αριζόνας και του Νέου Μεξικού ή ένας λαός που πολέμησε απεγνωσμένα να κρατήσει τον τόπο του από την κατακτητική δίψα των «λευκών» αποίκων; Kαι ποιος ήταν τελικά ο Τζερόνιμο;

Ένας αιμοδιψής «άγριος» που σκότωνε όποιον έβρισκε μπροστά του ή ένας πολεμιστής που προσπαθούσε να επιβιώσει κάτω από αντίξοες συνθήκες, εκδικούμενος τις αδικίες σε βάρος τού λαού του;

Το όνομα Απάτσι προέρχεται κατά πολλούς μελετητές από μία λέξη των Ινδιάνων Ζούνι που σημαίνει «εχθρός».

Το πραγματικό τους όνομα ήταν Εν-ντε (Nde) που σημαίνει «ο λαός». Πρέπει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν ήταν μια ενιαία φυλή και δεν αριθμούσαν συνολικά ποτέ πάνω από 10.000 ψυχές, ενώ απαρτίζονταν από 4 ομάδες, τελείως ξεχωριστές πολιτισμικά μεταξύ τους.

Αυτές ήταν οι δυτικοί Απάτσι που κατοικούσαν στην Αριζόνα και αναφέρονται γενικά ως Κογιοτέρο, οι Μεσκαλέρο οι οποίοι έδρευαν στο νοτιοανατολικό τμήμα του Νέου Μεξικού που περιελάμβανε την οροσειρά Σιέρρα Μπλάνκα, οι Χικαρίγια, οι οποίοι κατείχαν το βόρειο τμήμα του Νέου Μεξικού και ήταν εντελώς διαφορετικοί από τους υπόλοιπους Απάτσι, αφού έμοιαζαν περισσότερο στους Ινδιάνους των πεδιάδων και οι Τσιρικάουα, οι οποίοι αποτελούσαν τους «πραγματικούς» Απάτσι, όπως οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν, των οποίων οι περιοχές εξετείνοντο από τη νοτιανατολική Αριζόνα που περιελάμβανε τα όρη Τσιρικάουα, το νότιο τμήμα του Νέου Μεξικού, μέχρι τα βουνά του Μεξικού.

Οι Τσιρικάουα ήταν οι πιο σκληροτράχηλοι πολεμιστές και εκείνοι, οι οποίοι αντιστάθηκαν με λύσσα στη κυβέρνηση των ΗΠΑ.

Αντίθετα. οι Κογιοτέρο και οι Μεσκαλέρο (με εξαίρεση ορισμένους πολεμιστές) χρησιμοποιήθηκαν στις εκστρατείες εναντίον των Τσιρικάουα από τον αμερικανικό Στρατό, ως ανιχνευτές.

Πρέπει να σημειωθεί οτι οι σχέσεις των Τσιρικάουα με τις υπόλοιπες ομάδες ήταν συχνά ανταγωνιστικές και διακατέχονταν από ένα αίσθημα φόβου εκ μέρους των υπολοίπων, καθώς οι Τσιρικάουα ζούσαν με διαφορετικά ήθη και έθιμα, σπάνια διατηρούσαν στενές επαφές με κάποια από τις άλλες ομάδες, ενώ συχνά επέδραμαν και εναντίον τους.

Αν και λίγοι στον αριθμό, οι Απάτσι ήταν τρομεροί πολεμιστές. Εκπαιδεύονταν στον πόλεμο από πολύ μικρή ηλικία.

Η πολεμική ικανότητα και η αντοχή τους ήταν θρυλική, όπως πιστοποιείται από τις μαρτυρίες των λευκών στρατιωτών που τους πολέμησαν.

Ο στρατηγός Κρουκ, ένας από τους καλύτερους Αμερικανούς στρατιωτικούς στους πολέμους εναντίον των Ινδιάνων, τους περιέγραψε ως τις «τίγρεις της ανθρώπινης φυλής». Οι πολεμικές ομάδες τους δεν είχαν σταθερό μέγεθος.

Ο αρχηγός των ανιχνευτών του αμερικανικού Στρατού στην Αριζόνα Αλ Σίμπερ δήλωνε ευθαρσώς ότι έστω και ένας Τσιρικάουα πολεμιστής αρκούσε για να προκαλέσει αναστάτωση σε όλη την Αριζόνα.

Όταν το στρατόπεδό τους απειλείτο, διεσκορπίζοντο με απίστευτη ταχύτητα. Άφηναν μετά δεκάδες διαφορετικά ίχνη για να μπερδέψουν τους διώκτες τους και ενώνονταν ύστερα σε κάποιο σημείο αλλού. Εκεί έφτιαχναν συνήθως ψεύτικο στρατόπεδο, ανάβοντας ψεύτικες φωτιές και έστηναν ενέδρα οι ίδιοι σ’ αυτούς που τους κατεδίωκαν.

Τις πηγές νερού τις επισκέπτονταν μόνο τη νύχτα. Αν πιέζονταν, οι Απάτσι συνήθως άφηναν τα άλογά τους και σκαρφάλωναν σε δύσβατες περιοχές στην οροσειρά της Σιέρρα Μάδρε, στα όρη Ντραγκούν ή στα Πίνος Άλτος, εκεί όπου κατά τη μαρτυρία του υπολοχαγού Μπερκ «ούτε αγριοκάτσικο δεν ανέβαινε».

Ο πολεμιστής Απάτσι κάλυπτε την ημέρα περίπου 150 χιλιόμετρα και σύμφωνα με τον υπολοχαγό Ντέηβις «η σκέψη να ακολουθήσω Απάτσι στα βουνά, μου προκαλούσε απελπισία». Κρατώντας στο στόμα του ένα κομμάτι από κάκτο για να νικήσει τη δίψα του, ο Απάτσι μπορούσε «να βαδίσει χωρίς νερό σχεδόν σαν τη καμήλα». Επιπλέον, χάρη στη βαθιά γνώση της περιοχής του, μπορούσε να βρει νερό σε φαινομενικά άνυδρες περιοχές.

Οι πόλεμοι των Τσιρικάουα εναντίον των Ισπανών και των Μεξικανών

Οι Τσιρικάουα Απάτσι ήταν ένας νομαδικός, πολεμικός λαός, τον οποίον θέλησαν να υποτάξουν όλοι όσοι ήρθαν σε επαφή μαζί του: οι Ισπανοί κονκισταδόρες, οι Μεξικανοί και τελικά οι Αμερικανοί.

Οι Ισπανοί σε διάστημα δύο αιώνων, με συνεχείς εκστρατείες, προσπάθησαν να τους κατακτήσουν υιοθετώντας παράλληλα πολιτική γενοκτονίας εναντίον τους, αλλά υπέστησαν σοβαρότατες απώλειες και νικήθηκαν. Στη συνέχεια καλλιέργησαν την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», προσπαθώντας να στρέψουν τις διάφορες ομάδες των Απάτσι να αναμετρηθούν μεταξύ τους, προσφέροντας σε όποια ομάδα συμμαχούσε με τους Ισπανούς, εφόδια και όπλα.

Επιπλέον, χρησιμοποίησαν την τακτική της συντήρησης των Απάτσι με τρόφιμα και εφόδια και της εγκατάστασής τους σε καταυλισμούς κοντά στους ισπανικούς οικισμούς, με αντάλλαγμα την ειρηνική συμπεριφορά των Απάτσι και την παύση των επιδρομών. Τα μέτρα αυτά δεν απέδωσαν, αφού οι ίδιοι οι Ισπανοί παραβίασαν τις συνθήκες και έπειτα από μικρές περιόδους ειρήνης, ο πόλεμος άρχισε με μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του Μεξικού, η κατάσταση χειροτέρευσε, καθώς οι Μεξικανοί προσπάθησαν με προδοσία να εξοντώσουν τους κυριότερους αρχηγούς των Τσιρικάουα, ενώ ταυτόχρονα οι πολιτείες της Σονόρα και της Τσιουάουα προσκάλεσαν κυνηγούς κεφαλών για να τους εξολοθρεύσουν.

Σε αυτούς προσέφεραν 100 πέσος για το κεφάλι ενός πολεμιστή, 50 πέσος για το κεφάλι μιας γυναίκας και 25 πέσος για το κεφάλι ενός παιδιού.

Έγιναν πολλές σφαγές, καθώς οι κυνηγοί κεφαλών, όπως οι Τζόνσον και Κίρκερ, χτυπούσαν με Μεξικανούς στρατιώτες τα χωριά, όταν έλειπαν οι πολεμιστές για κυνήγι και ξεσπούσαν τη μανία τους στα ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα.

Η απάντηση των Απάτσι ήταν εξίσου σκληρή. Από τις επιδρομές τους, ολόκληρες μεξικανικές πόλεις ισοπεδώθηκαν και υπολογίζεται ότι μεγάλα τμήματα της Σονόρα και της Τσιουάουα καταστράφηκαν ολοσχερώς. Το μίσος των Απάτσι για τους Μεξικανούς ξεπερνούσε κάθε όριο και οι επιθέσεις τους εναντίον τους διεξήγοντο με τη μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Στους πολέμους εναντίον των Μεξικανών πρωτοστάτησαν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της ιστορίας των Τσιρικάουα Απάτσι, ο Μεγάλος Κοτσίζ, ο Μάνγκους Κολοράντο, ο Βικτόριο, ο Νάνα, ενώ αναδείχτηκε ένας τρομερός πολεμιστής, ο Τζερόνιμο.

Τζερόνιμο

«Η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα των ινδιάνικων πολέμων και σίγουρα η πιο διάσημη», έγραφε για τον Τζερόνιμο ένας δημοσιογράφος το 1913.
Ο Τζερόνιμο δεν υπήρξε ποτέ αρχηγός των Τσιρικάουα, αλλά ένας φοβερός πολεμιστής, ένας οραματιστής και θεραπευτής.

Όλοι οι αρχηγοί των Τσιρικάουα έπαιρναν τη συμβουλή του, λόγω της δύναμης που εμφανιζόταν στα οράματά του. Δεν διέθετε τη στρατηγική ιδιοφυΐα του Κοτσίζ ή τη στρατιωτική τακτική του Βικτόριο, ούτε το πολιτικό κύρος του Μάνγκους Κολοράντο, αλλά ήταν ανυπότακτος, ασυμβίβαστος, δεινός ομιλητής και από τη φύση του ανήσυχος.

Προβληματιζόταν με πράγματα που δεν κατανοούσε, είχε ανεξάντλητη περιέργεια, ταυτόχρονα όμως ήταν και ρεαλιστής.

Ήταν ο κύριος εκφραστής τής πιο αδιάλλακτης ομάδας των Τσιρικάουα και εκείνος που ξεκαθάριζε όλες τις διαφωνίες στην ομάδα του.

Το θάρρος του στη μάχη ήταν απαράμιλλο και, είτε με τουφέκι είτε με περίστροφο, ήταν από τους καλύτερους σκοπευτές των Απάτσι. Εκείνο όμως που τον έκανε πραγματικά ξεχωριστό, ήταν η ικανότητά του να ελίσσεται και να μην υποτάσσεται στις πιο απελπιστικές καταστάσεις.

Ο Τζερόνιμο γεννήθηκε το 1823 στις όχθες του ποταμού Γκίλα στην Αριζόνα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γκογιάκλα. Ως νέος, ήταν ήσυχος και απόμακρος, ίσως επειδή έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία. Λαμβάνοντας την εκπαίδευση ενός Απάτσι πολεμιστή, φρόντιζε μόνος του τη μητέρα του και την αδελφή του.

Η ζωή του απέκτησε νόημα όταν γνώρισε την Αλοπέ και την παντρεύτηκε, αποκτώντας μαζί της τρία παιδιά.

To γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του Τζερόνιμο συνέβη στη μεξικανική κωμόπολη Χάνος, στη βόρεια Τσιουάουα. Το 1850, κάτοικοι του Χάνος κάλεσαν μια ομάδα Απάτσι στους οποίους βρισκόταν ο Τζερόνιμο, για ανταλλαγές προϊόντων.

Στο διάστημα που οι άνδρες ευρίσκοντο στην πόλη, μια μονάδα του μεξικανικού Στρατού υπό τον συνταγματάρχη Καράσκο επιτέθηκε στον ανυπεράσπιστο καταυλισμό και έσφαξε πάνω από 70 γυναίκες και παιδιά.

Ο Τζερόνιμο, όταν γύρισε από την πόλη βρήκε ανάμεσα στους νεκρούς τα πτώματα της μητέρας του, της γυναίκας του και των τριών παιδιών του. Μην ξέροντας τι να κάνει αποσύρθηκε στα βουνά, θρηνώντας τον χαμό των αγαπημένων του προσώπων, όταν –σύμφωνα με μαρτυρία του ξαδέλφου του, Μπετσίνεζ– του φανερώθηκε η δύναμή του.

Σύμφωνα με αυτή, καμία σφαίρα δεν μπορούσε να τον σκοτώσει.

Οπλισμένος με αυτή τη σιγουριά και διψασμένος για εκδίκηση, ενώθηκε με τη μεγάλη δύναμη των Απάτσι που συγκεντρώθηκε, υπό τις διαταγές του Κοτσίζ και του Μάνγκους Κολοράντο, για να επιτεθεί στους Μεξικανούς του Αρίσπε (ο τόπος απ’ όπου προήρχοντο οι άνδρες που διέπραξαν την σφαγή του Χάνος).

Οι 200 πολεμιστές Απάτσι περικύκλωσαν την πόλη και ανάγκασαν τη φρουρά (περίπου 400 άνδρες) να τους αναζητήσει σε μέρος όπου είχαν στήσει ενέδρα.

Στη μάχη που ακολούθησε, ο Γκογιάκλα πολέμησε με απίστευτη μανία εναντίον των Μεξικανών, σκεπτόμενος την οικογένειά του.

Ήταν τόση η λύσσα του, που οι Μεξικανοί κάθε φορά που επιτίθετο, οπισθοχωρούσαν τρομαγμένοι, φωνάζοντας τη λέξη «Τζερόνιμο», επικαλούμενοι τον Άγιο Ιερώνυμο στα ισπανικά. Αυτή τη φράση την υιοθέτησαν οι Απάτσι και ο νεαρός Γκογιάκλα πλέον, έγινε ο Τζερόνιμο.
Η μάχη κράτησε αρκετή ώρα και έληξε με την εξόντωση όλων των Μεξικανών. Οι Τσιρικάουα είχαν εκδικηθεί για τη σφαγή του Χάνος.

Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του, ο Τζερόνιμο μισούσε αφάνταστα τους Μεξικανούς και συνέχιζε να τους σκοτώνει χωρίς οίκτο.

Έγινε ο τρόμος του μεξικανικού Στρατού και ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τις μεξικανικές επαρχίες της Σονόρα και της Τσιουάουα.

Σε μια συνέντευξή του σε Αμερικανούς δημοσιογράφους το 1900, παραδέχθηκε ότι δεν θυμόταν τον αριθμό των Μεξικανών που είχε σκοτώσει, καθώς ήταν πολύ μεγάλος. Υπολογίζεται ότι στην τελευταία εκστρατεία τους, η ομάδα των Απάτσι του Τζερόνιμο σκότωσε περίπου 600 Μεξικανούς.

Οι Τσιρικάουα εναντίον των Αμερικανών (1861-1872)

Η διάθεση των Τσιρικάουα προς τους Αμερικανούς ήταν αρχικά πολύ φιλική. Ο Μάνγκους Κολοράντο τούς βοήθησε στον πόλεμο κατά του Μεξικού, ενώ ο Κοτσίζ διατηρούσε άριστες σχέσεις με την ταχυδρομική εταιρεία «Μπάτερφιλντ», καθώς επέτρεπε τη διέλευση του ταχυδρομείου και τη διατήρηση σταθμού ανεφοδιασμού στο πέρασμα των Απάτσι.

Όλα άλλαξαν όμως, με την αθρόα προσέλευση αποίκων στην Αριζόνα, οι οποίοι στη πλειοψηφία τους ήταν τυχοδιώκτες, χρυσοθήρες, έμποροι και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές της περιοχής των Τσιρικάουα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια και την καχυποψία των Απάτσι. Η καχυποψία μεταξύ των δύο πλευρών εντάθηκε, καθώς, μετά τη Συνθήκη της Γκουανταλούπε, οι Αμερικανοί ζήτησαν από τους Απάτσι να σταματήσουν τις επιδρομές τους στο Μεξικό και εκείνοι αρνήθηκαν.

Όταν ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες χρυσού στα όρη Πίνος Άλτος, ο Μάνγκους Κολοράντο προσφέρθηκε να οδηγήσει τους χρυσοθήρες σε τοποθεσίες με μεγαλύτερα αποθέματα, αλλά εκείνοι, φοβούμενοι παγίδα, τον έπιασαν, τον έδεσαν σε ένα δέντρο και τον μαστίγωσαν.

Στη συνέχεια, τον άφησαν ελεύθερο κοντά στο Όχο Καλιέντε.
Η εκδίκησή του ήταν σκληρή, καθώς επέστρεψε με τους πολεμιστές του, έπιασε τους ενόχους και τους εκτέλεσε όλους.

Το 1861 ένας Αμερικανός υπολοχαγός, νεοφερμένος από το Ουέστ Πόιντ, ονόματι Τζωρτζ Μπάσκομ, προσκάλεσε τον Κοτσίζ για συζήτηση σχετικά με την απαγωγή από τους Απάτσι ενός παιδιού ονόματι Ουόρντ.

Ο Κοτσίζ δήλωσε ότι δεν γνώριζε τίποτα για την υπόθεση και προσφέρθηκε να βοηθήσει, στέλνοντας αντιπροσώπους στις άλλες φυλές των Απάτσι για την εύρεση του παιδιού.
Ο Μπάσκομ τότε τον κατηγόρησε για απαγωγέα και έδωσε εντολή να τον κρατήσουν όμηρο μαζί με την οικογένειά του μέχρι να επιστραφεί το παιδί στους δικούς του. Ο Κοτσίζ αντέδρασε γρήγορα, τραβώντας το μαχαίρι του, έσκισε τη σκηνή και διασπώντας τον κλοιό των στρατιωτών, διέφυγε.

Η γυναίκα του με τον μικρότερο γιο του και ο αδελφός του με τον ανιψιό του, όμως, πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τους στρατιώτες.

Τρέμοντας από οργή γι’ αυτή την προδοσία, ο Ινδιάνος αρχηγός συνέλαβε αιχμάλωτους τρεις Αμερικανούς για να τους ανταλλάξει με την οικογένειά του, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι είναι αθώος και ότι δεν θέλει πόλεμο. Ανένδοτος ο Αμερικανός υπολοχαγός, απαίτησε την επιστροφή του παιδιού απειλώντας, σε αντίθετη περίπτωση, ότι θα κρεμάσει τους αιχμαλώτους. Το αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης ήταν η εκτέλεση των Αμερικανών από τους Απάτσι και το κρέμασμα του αδελφού και ανιψιού του Κοτσίζ από τους στρατιώτες. Η γυναίκα και ο γιος του αρχηγού αφέθηκαν ελεύθεροι.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο άρχισε ο πόλεμος των ΗΠΑ με τους Τσιρικάουα, ο οποίος στην πρώτη φάση του διήρκεσε 10 χρόνια. Ο Κοτσίζ, συνεπικουρούμενος από τον Μάνγκους Κολοράντο, τον Βικτόριο και τον Νάνα, σκόρπισε τον τρόμο και τον θάνατο στην Αριζόνα. Χαρακτηριστική ήταν η φράση που χρησιμοποιείτο από τους Αμερικανούς κατοίκους της: «Όποιος είδε τον Κοτσίζ, δεν έζησε να το πει».

O Tζερόνιμο συμμετείχε στον πόλεμο του Κοτσίζ ως απλός πολεμιστής της ομάδας του Μάνγκους Κολοράντο. Σύντομα, όμως, ο ίδιος μαζί με τον παιδικό του φίλο Χο, δημιούργησε μια ομάδα πολεμιστών, οι οποίοι δρούσαν ανεξάρτητα από τον Κοτσίζ και τους υπόλοιπους αρχηγούς, με ορμητήριο τα βουνά της Σιέρρα Μάδρε.

Η Ουάσιγκτον εφάρμοσε πολιτική εξόντωσης έναντι των Απάτσι. Ο στρατηγός Κάρλτον, στρατιωτικός διοικητής της Αριζόνας και του Νέου Μεξικού, έδινε σαφείς οδηγίες στους στρατιώτες του να σκοτώνουν αδιακρίτως τους Απάτσι, όπου και όποτε τους συναντούσαν.

Η πολιτική αυτή έβρισκε σύμφωνη την πλειοψηφία των κατοίκων (και ιδιαίτερα ορισμένους επιχειρηματίες) των νοτιοδυτικών περιοχών, γνωστών ως το «δαχτυλίδι της Τουσόν», οι οποίοι υφίσταντο οικονομική ζημιά από τις επιδρομές των Τσιρικάουα και απαιτούσαν την απομάκρυνση των Ινδιάνων με οποιοδήποτε τρόπο.

Ο πόλεμος έλαβε τη χειρότερή του μορφή στα τέλη της δεκαετίας του 1860, όταν οι συγκρούσεις είχαν βαρύ φόρο αίματος και για τις δύο πλευρές. Ο Κοτσίζ και οι πολεμιστές του, ανταποδίδοντας χτύπημα στο χτύπημα, σκότωσαν μερικούς από τους πιο επιφανείς κατοίκους της Αριζόνας.

Ο αμερικανικός Στρατός, χρησιμοποιώντας ανιχνευτές από τις άλλες φυλές των Απάτσι, κυνήγησε ανηλεώς τους Τσιρικάουα, οι οποίοι δεν αισθάνονταν πλέον πουθενά ασφαλείς.

Το 1872, μετά από 11 χρόνια συνεχούς αιματοχυσίας, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, έχοντας ξοδέψει χιλιάδες δολάρια για τις εκστρατείες εναντίον των Απάτσι, αποφάσισε να συνάψει ειρήνη με τους Τσιρικάουα, υιοθετώντας την πολιτική των καταυλισμών για το ινδιάνικο ζήτημα. Επιπλέον ο Κοτσίζ, διαβλέποντας ότι οι Αμερικανοί τελικά θα υπερίσχυαν λόγω αριθμητικής υπεροχής και ανώτερου πολεμικού υλικού, αποφάσισε να συνδιαλαγεί με στόχο την επίτευξη όσο το δυνατόν ευνοϊκότερων όρων.

Ο Τζερόνιμο αντίθετα, κρυμμένος στα βουνά της Σιέρρα Μάδρε, επέδραμε εναντίον των Μεξικανών και συνέχιζε αμείωτα τον αγώνα εναντίον και των Αμερικανών.

Το 1872, έπειτα από συνεχείς διαβουλεύσεις μεταξύ του Κοτσίζ, του απεσταλμένου της Ουάσιγκτον στρατηγού Χάουαρντ και του διαμεσολαβητή Τομ Τζέφορντς (του μοναδικού λευκού που εμπιστευόταν ο Κοτσίζ) υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης που έδινε στους Τσιρικάουα τα πάτρια εδάφη τους ως καταυλισμό τους, με υπεύθυνο τον Τζέφορντς.

Η επιτυχία αυτή, τόσο της Ουάσιγκτον όσο και των Απάτσι, δεν κράτησε πολύ. Με τον θάνατο του Κοτσίζ το 1874 και ύστερα από συνεχείς πιέσεις των κατοίκων της Αριζόνας, ο καταυλισμός διαλύθηκε και οι Τσιρικάουα μεταφέρθηκαν στο Σαν Κάρλος, το οποίο ήταν ένα άγονο μέρος γεμάτο τύφο και ελονοσία.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η ανάδειξη του Τζερόνιμο σε ηγέτη των Τσιρικάουα

Ο Τζερόνιμο ήταν ο κύριος εκφραστής της αδιάλλακτης ομάδας των Τσιρικάουα, όσον αφορά στο σύστημα των καταυλισμών.

Με την ομάδα του συνέχιζε τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Απάτσι και αντιτίθετο στα σχέδια της Ουάσιγκτον, προσπαθώντας να πάρει με το μέρος του την πλειοψηφία των Τσιρικάουα.

Σε αυτή την προσπάθεια, είχε συμπαραστάτες τον φίλο του Χο και τον Νάιτσε, τον μικρότερο γιο του Κοτσίζ και κληρονομικό αρχηγό των Τσιρικάουα.

Ο νέος απεσταλμένος της κυβέρνησης για τους Απάτσι ήταν ένας 24χρονος ευσυνείδητος, θαρραλέος αλλά και ματαιόδοξος άνθρωπος, ονόματι Τζων Κλαμ. Οι Απάτσι του είχαν δώσει το προσωνύμιο «γαλοπούλα» για το βάδισμά του, ενώ ήταν ιδιαίτερα απεχθής στον στρατό για τους αυταρχικούς τρόπους του.

Το 1877, ο Κλαμ πήγε στο Όχο Καλιέντε του Νέου Μεξικού για να αναγκάσει τους Τσιρικάουα του Βικτόριο να μετακινηθούν στο Σαν Κάρλος. Μαθαίνοντας ότι ο Τζερόνιμο ήταν στη περιοχή, του έστειλε με έναν αγγελιοφόρο μήνυμα ότι επιθυμούσε συνάντηση. Στη συνέχεια, έκρυψε 80 ένοπλους στρατιώτες στα κτίρια της επιμελητείας και τον περίμενε.

Ο Τζερόνιμο έφθασε έφιππος με τους πολεμιστές του για να αντιμετωπίσει τον Κλαμ.

Η σκηνή που ακολούθησε έμελλε να είναι χαρακτηριστική της τακτικής των Αμερικανών έναντι των Ινδιάνων.

Μόλις έφθασε ο Τζερόνιμο, αυτός και οι πολεμιστές του περικυκλώθηκαν από τους κρυμμένους άνδρες του Κλαμ.

Μην έχοντας άλλη επιλογή, ο Τζερόνιμο παραδόθηκε και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στο Σαν Κάρλος μαζί με τους υπόλοιπους Τσιρικάουα, περιμένοντας να εκτελεστεί. Ο Κλαμ σχεδιάζε να κρεμάσει τον αρχηγό Απάτσι, αλλά δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την έγκριση τού μέτρου αυτού από τις Αρχές της Τουσόν, οι οποίες φοβήθηκαν το ξέσπασμα των Απάτσι σε μια τέτοια περίπτωση.

Ο Κλαμ παραιτήθηκε και ο Τζερόνιμο αφέθηκε ελεύθερος.

Τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ο Τζερόνιμο και οι συμπολεμιστές του, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ασφαλείας του καταυλισμού, έφυγαν από το Σαν Κάρλος. Κρυμμένοι στα βουνά της Σιέρρα Μάδρε, τα οποία κατά τα λεγόμενα Αμερικανών αξιωματικών αποτελούσαν μία από τις πιο δύσβατες περιοχές της Βορείου Αμερικής, πραγματοποιούσαν επιθέσεις αστραπής και τρομοκρατούσαν την Αριζόνα και το Νέο Μεξικό.

Ο πόλεμος του Τζερόνιμο

Τη δεκαετία του 1880, οι μεγάλοι ηγέτες των Τσιρικάουα δεν υπήρχαν πια. Ο μοναδικός που συνέχιζε να αντιστέκεται με απίστευτο πείσμα ήταν ο Τζερόνιμο και οι πολεμιστές του.

Παρά τη λυσσώδη αντίστασή τους, όμως, γινόταν φανερό ότι δεν θα άντεχαν στο τέλος, λόγω της αριθμητικής υπεροχής των Αμερικανών.

Όταν οι Απάτσι έχαναν έναν πολεμιστή, δεν μπορούσαν να τον αναπληρώσουν, σε αντίθεση με τους Αμερικανούς. Παρά τη δύσκολη θέση τους, ο Τζερόνιμο πολεμούσε για να υπερασπιστεί την ελευθερία τους και ήταν αποφασισμένοι να θυσιαστούν γι’ αυτή.

Οι Απάτσι επιδίδοντο σε έναν ανταρτοπόλεμο που ήταν πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί από τον στρατό, καθώς εκμεταλλεύονταν άριστα τη βαθιά γνώση του εδάφους και την ανθεκτικότητά τους σε συνθήκες που ο αμερικανικός Στρατός δεν μπορούσε να ανταποκριθεί.

Αν και ο Τζερόνιμο δεν διέθετε παραπάνω από 150 πολεμιστές, εν τούτοις οι δολιοφθορές και οι καταστροφές που προκάλεσε έφεραν τις νοτιοδυτικές περιοχές των ΗΠΑ σε κατάσταση χάους.

Η Ουάσιγκτον απέστειλε στην Αριζόνα τον ικανότερο Αμερικανό αξιωματικό στους ινδιάνικους πολέμους, τον μοναδικό που κατανοούσε τους Απάτσι, τον στρατηγό Τζωρτζ Κρουκ. Ο Κρουκ, βετεράνος του Εμφυλίου και των πολέμων των Απάτσι, οι οποίοι τον αποκαλούσαν Νάνταν Λούπαν, δηλαδή Γκρίζο Λύκο, χρησιμοποίησε Απάτσι ανιχνευτές για να βρει τις κρυψώνες των Τσιρικάουα και, χάρη στην οξυδέρκειά του, διέβλεψε ότι μόνο αν δεν άφηνε περιθώριο κινήσεων στον Τζερόνιμο, θα μπορούσε να αναγκάσει τους Τσιρικάουα να παραδοθούν.

Η εκστρατεία του Κρουκ ήταν από τις μεγαλύτερες του αμερικανικού Στρατού εναντίον των Απάτσι.
Έχοντας 197 ιχνηλάτες Απάτσι από τις άλλες φυλές και 700 στρατιώτες, κατευθύνθηκε προς τη Σιέρρα Μάδρε και εξαπέλυσε ένα αδυσώπητο κηνηγητό, μην υπολογίζοντας τον χρόνο και το κόστος.

Παρά τις επικρίσεις από τον Τύπο για τη χρονική διάρκεια της εκστρατείας, ο Κρουκ συνέχισε απτόητος να ακολουθεί τον Τζερόνιμο, όπου κι αν κατευθυνόταν.

Μερικές από τις πιο εντυπωσιακές μάχες έγιναν κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας. Σε μία από αυτές, ο Τζερόνιμο κατόρθωσε με μια μικρή ομάδα πολεμιστών να διασπάσει τα νώτα των στρατιωτών και να τρέψει σε φυγή τα άλογά τους. Η καταστροφή απετράπη, χάρη στις ικανότητες των ανιχνευτών Απάτσι του Κρουκ, που έσωσαν τα περισσότερα και τα οδήγησαν σε ασφαλή τοποθεσία.

Ο Τζερόνιμο βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Ο στρατός είχε εισβάλει στο κρησφύγετό τους στη Σιέρρα Μάδρε, δεν τον άφηνε σε ησυχία, οι δικοί του δεν αισθάνονταν πουθενά ασφαλείς, ενώ και τα εφόδιά του τελείωναν. Έπειτα από τις εκκλήσεις και των ίδιων των πολεμιστών του, αποφάσισε να παραδοθεί στον Κρουκ και να ζήσει ειρηνικά έστω και στον καταυλισμό.

Ο πολεμιστής-θρύλος εναντίον όλων

Περισσότερο από κάθε άλλη ενέργεια, αυτό που άλλαξε την πορεία του πολέμου ήταν η διείσδυση του Κρουκ στη Σιέρρα Μάδρε. Οι  Απάτσι εξαντλημένοι εγκαταστάθηκαν στον καταυλισμό και ο Τζερόνιμο, υπό την εποπτεία του υπολοχαγού Μπρίτον Ντέιβις, εγκαταστάθηκε στο Τέρκι Κρικ.

Η Ουάσιγκτον αποφάσισε ότι οι Τσιρικάουα έπρεπε να γίνουν αγρότες, μην υπολογίζοντας τις συνήθειες του συγκεκριμένου λαού.

Ο Τζερόνιμο έμεινε έναν χρόνο στον καταυλισμό. Ύστερα από συνεχείς εντάσεις με τους αρμόδιους του καταυλισμού και έπειτα από μια πληροφορία ότι ο υπολοχαγός Ντέιβις θα τον συνελάμβανε με σκοπό να τον κρεμάσει, δραπέτευσε από τον καταυλισμό με 150 άντρες και γυναικόπαιδα.

Οι 15 μήνες της τελευταίας εκστρατείας εναντίον του Τζερόνιμο πήραν επικό χαρακτήρα και εκείνος έγινε θρύλος. Οι εφημερίδες των νοτιοδυτικών περιοχών καταλήφθηκαν από υστερία. «Ο Τζερόνιμο και οι δολοφόνοι του κυκλοφορούν ξανά ελεύθεροι», έγραφαν οι δημοσιογράφοι.

Οι Απάτσι σκότωσαν, μόλις κατευθύνθηκαν στο Μεξικό, 17 λευκούς. Πολλά από τα θύματα είχαν ακρωτηριαστεί. Ο Τζερόνιμο σκότωνε τους αποίκους, κυρίως επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα, άλογα και εφόδια. Σε πολλές περιπτώσεις, η αγριότητα με την οποία σκότωνε ήταν ανταπόδοση της βιαιότητας που υπέστησαν οι δικοί του άνθρωποι.

Ωστόσο, υπέφερε από έντονους εφιάλτες, καθώς μετάνιωνε για τα αθώα θύματά του.

Όταν πλησίασε ο στρατός, ο Τζερόνιμο χώρισε τις δυνάμεις του σε μικρές ομάδες και τις διασκόρπισε κάνοντας πολύ δύσκολο το έργο των στρατιωτών να τους ακολουθήσουν. Όταν οι στρατιώτες πίστεψαν ότι τον βρήκαν στο Μεξικό, αυτός διέσχιζε τα σύνορα των ΗΠΑ, για να κατευθυνθεί προς τον καταυλισμό και να πάρει τη γυναίκα του χωρίς να τον ανακαλύψει κανείς.

Ακολούθησαν νέες επιδρομές που χαρακτηρίστηκαν από πρωτοφανή αγριότητα εναντίον των ανιχνευτών Απάτσι, που βοηθούσαν τον στρατό. Ο στρατηγός Κρουκ όμως άρχισε ξανά να τον πιέζει, μην αφήνοντάς τον να πάρει ανάσα, σε μια καταδίωξη κατά μήκος των συνόρων δύο πολιτειών.

Έπειτα από μερικές συγκρούσεις οι οποίες δεν ανέδειξαν νικητή, οι πιέσεις από τους ίδιους τους Απάτσι να παραδοθεί, καθώς ο λαός τους πεινούσε χωρίς εφόδια, τον οδήγησαν στην απόφαση να παραδοθεί εκ νέου στον Κρουκ, στο φαράγγι του Εμπούδος στο Μεξικό. Ο Τζερόνιμο προσπάθησε να πετύχει ευνοϊκούς όρους, ο Κρουκ όμως ήταν ανένδοτος, δηλώνοντάς του ότι η παράδοση είναι άνευ όρων, διαφορετικά θα τον κυνηγούσε και θα σκότωνε και τον τελευταίο Απάτσι, ακόμη κι αν περνούσαν 50 χρόνια. Ο Τζερόνιμο δήλωσε ότι παραδίνεται, εκείνη τη νύχτα όμως με 36 πιστούς συντρόφους δραπετεύει εκ νέου προς νότο. Έτσι, άρχισε η τελική φάση του πολέμου των Τσιρικάουα.

Ο Κρουκ, εξαντλημένος και αποθαρρημένος από τις αρνητικές κριτικές των υψηλόβαθμων της Ουάσιγκτον, παραιτείται και τη θέση του παίρνει ο στρατηγός Μάιλς, ο οποίος απολύει τους ανιχνευτές Απάτσι και τους στέλνει με όλους τους Τσιρικάουα του καταυλισμού στη Φλόριντα. Χρησιμοποιώντας 5.000 στρατιώτες και το σύστημα του ηλιογράφου, προσπαθεί να συλλάβει τον Τζερόνιμο. Η πεντάμηνη εκστρατεία καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία, καθώς ο Τζερόνιμο αποφεύγει τον ηλιογράφο, μπερδεύει με καθρέφτες τους χειριστές του και οδηγεί αποσπάσματα στρατιωτών σε ενέδρες όπου τα εξολοθρεύει. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, δεν συλλαμβάνεται ούτε σκοτώνεται ούτε ένας Απάτσι!

Απελπισμένος ο Μάιλς έστειλε τον υπολοχαγό Γκέιτγουντ (τον οποίο εσέβοντο οι Τσιρικάουα) μαζί με δύο Απάτσι ανιχνευτές, να βρουν τον Τζερόνιμο και να του διαμηνύσουν ότι όλοι οι Απάτσι έχουν σταλεί στη Φλόριντα.

Η αποκάλυψη αυτή καταρρακώνει το ηθικό των Απάτσι, που λαχταρούν να δουν ξανά τις οικογένειές τους. Ο Τζερόνιμο αποφασίζει να παραδοθεί ξανά, για τελευταία φορά.

Το τέλος του Τζερόνιμο και των Τσιρικάουα Απάτσι

Ο Τζερόνιμο παραδόθηκε στον Μάιλς στις 4 Σεπτεμβρίου 1886 στο Σκέλετον Κάνυον, με τον όρο ότι θα ξανάσμιγε με την οικογένειά του και ότι θα συγχωρούνταν από το κράτος των ΗΠΑ για τον πόλεμο. Επιπλέον, ότι θα επέτρεπαν στους Τσιρικάουα να γυρίσουν στους αγαπημένους τους τόπους.

Τίποτα από αυτά δεν έγινε όμως. Για την αντίστασή τους, οι Τσιρικάουα τιμωρήθηκαν όσο καμία άλλη ινδιάνικη φυλή.

Έμειναν φυλακισμένοι όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, πρώτα στη Φλόριντα και στην Αλαμπάμα και μετά στην Οκλαχόμα. Εκεί ζουν και σήμερα οι απόγονοί τους.

Ο Τζερόνιμο το 1905 ζήτησε από τον Πρόεδρο Ρούζβελτ να επιστρέψουν αυτός και οι Απάτσι στην Αριζόνα. Το αίτημά του όμως απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι οι κάτοικοί της ήταν πολύ εχθρικά διακείμενοι σε αυτόν και τη φυλή του.

Σύμφωνα με αυτούς που έζησαν κοντά του τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετάνιωσε που παραδόθηκε και προτιμούσε να είχε πεθάνει πολεμώντας στη Σιέρρα Μάδρε.
Το 1909, ο Τζερόνιμο, 85 ετών πια, έπεσε από το άλογό του και έπαθε πνευμονία στο Λότον της Οκλαχόμα.

Υπέκυψε στην πνευμονία λίγες μέρες αργότερα. Λίγο πριν ξεψυχήσει φώναξε τα ονόματα των πολεμιστών του για τελευταία φορά.

Ακόμα και σήμερα λέγεται ότι στις επιβλητικές βουνοκορφές της Σιέρρα Μάδρε πλανιέται η σκιά του και αντηχεί η περήφανη πολεμική κραυγή των Απάτσι.