Το μεγάλο στρατηγικό σχέδιο που αποδίδεται στον ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας δηλαδή μια κίνηση «τανάλια» από την ΕΣΣΔ και τη Μέση Ανατολή για την κατάληψη των ενεργειακών πεδίων του Ιράκ και του Ιράν δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, ίσως γιατί πολύ απλά αυτά δεν υπήρχαν στο βαθμό που πολλοί νομίζουν σήμερα.

Η παράδοση των γερµανικών και ιταλικών στρατευµάτων στην Τυνησία το Μάιο του 1943  αποτέλεσε το «κύκνειο άσµα» της γερµανικής παρουσίας στη βόρεια Αφρική. Πολλοί ιστορικοί έχουν αναρωτηθεί αν ο Χίτλερ ήθελε πραγµατικά την συγκεκριµένη εκστρατεία   ή ήταν οι ιταλικές αποτυχίες που οδήγησαν τις γερµανικές δυνάµεις στις ακτές της βόρεια Αφρικής.

Ένα άλλο ερώτηµα που έχει τεθεί είναι γιατί δεν έριξε το κύριο βάρος των στρατιωτικών του επιχειρήσεων εκεί καταλαµβάνοντας την Αίγυπτο και ανοίγοντας το δρόµο ανατολικότερα, ακόµη και µέχρι το Ιράν αποκτώντας πρώτα τα κοιτάσµατα πετρελαίου της Μέσης Ανατολής πριν εισβάλλει στην ΕΣΣ∆ τον Ιούνιο του 1941.Τέλος τι θα γινόταν εάν τα έκανε όλα αυτά; Πόσο διαφορετικό θα ήταν το αποτέλεσµα του Β΄ΠΠ;

Η εκστρατεία στη Βόρεια Αφρική

Η εκστρατεία της Γερµανίας στη βόρεια Αφρική κατά την διάρκεια του Β΄ΠΠ ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1941 και ολοκληρώθηκε στις 13 Μαΐου του 1943, µε την παράδοση των γερµανικών δυνάµεων στην Τυνησία. Οι µάχες στη βόρεια Αφρική ξεκίνησαν σχεδόν µε την κήρυξη του πολέµου από την Ιταλία κατά της Βρετανίας και της Γαλλίας στις 10 Ιουνίου του 1940.

Οι Ιταλοί διέθεταν στην Λιβύη, όπου ήταν αποικία τους, 200.000 στρατιώτες, ενώ οι Βρετανοί στην Αίγυπτο µόλις 36.000 οι οποίοι ήταν επιφορτισµένοι µε τη φύλαξη του Σουέζ και των αραβικών κοιτασµάτων πετρελαίου.

Στις 14 Ιουνίου οι βρετανικές δυνάµεις διέσχισαν τα σύνορα από την Αίγυπτο προς την Λιβύη καταλαµβάνοντας το ιταλικό οχυρό Capuzzo.

Οι ιταλικές δυνάµεις αντέδρασαν εξαπολύοντας αντεπίθεση κατά των βρετανικών δυνάµεων στην Αίγυπτο καταλαµβάνοντας το Σίντι Μπαράνι τον Σεπτέµβριο του 1940, το οποίο όµως ανακαταλήφθηκε από τις βρετανικές δυνάµεις τον ∆εκέµβριο στο πλαίσιο της βρετανικής επιχείρησης Compass.

Κατά την διάρκεια της βρετανικής αντεπίθεσης οι ιταλικές δυνάµεις υπέστησαν ολοκληρωτική ήττα µε την 10η ιταλική Στρατιά να καταστρέφεται ολοκληρωτικά και 130.000 Ιταλούς να πιάνονται αιχµάλωτοι.

Η ήττα των Ιταλών έγινε αφορµή για την γερµανική επέµβαση στη βόρεια Αφρική προκειµένου να διασώσουν  τις ιταλικές δυνάµεις. Η ανάπτυξη του γερµανικού εκστρατευτικού σώµατος Αφρικής (πιο γνωστό ως DAK Deutsches Afrikakorps ή Africa Κorps) ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1941. 

Μια σειρά µαχών για τον έλεγχο της Λιβύης και της Αιγύπτου έφτασε στο αποκορύφωµά της τον Οκτώβριο του 1942 µε την δεύτερη µάχη του Ελ Αλαµέιν, όταν οι δυνάµεις της 8ης Στρατιάς του Βρετανού στρατηγού Μπέρναρντ Μοντγκόµερυ απώθησαν τις γερµανικές δυνάµεις του Έρβιν Ρόµελ στην Τυνησία, εξαφανίζοντας ταυτόχρονα τη δύναµη των τεθωρακισµένων δυνάµεων του Ρόµελ.

Μετά την επιχείρηση Torch, την απόβαση των αµερικανικών και βρετανικών δυνάµεων  στην Καζαµπλάνκα, το  Αγλέρι και το Οράν µε περίπου 45.000 Αµερικανούς στρατιώτες και περί τους 62.000 Βρετανούς το Νοέµβριο του 1942 οι Σύµµαχοι περικύκλωσαν τις εναποµένουσες γερµανικές και ιταλικές δυνάµεις στην Τυνησία όπου και παραδόθηκαν.

Οι γερµανικές δυνάµεις που παραδόθηκαν ανέρχονταν σε τουλάχιστον 100.000 στρατιώτες και οι υπόλοιπες από τις 267.000 ανήκαν στους Ιταλούς.

Οι γερµανικές επιδιώξεις για τα  πετρέλαια της Μέσης Ανατολής

Όπως αναφέρθηκε πολλοί είναι αυτοί που θέτουν το ερώτηµα αν ο Χίτλερ έβλεπε διαφορετικά το πεδίο µάχης της βόρειας Αφρικής και έδινε την απαραίτητη βαρύτητα σε αυτό αντί να το αντιµετώπιζε µάλλον ως «συµπληρωµατικό».

Να σηµειωθεί ότι την περίοδο που οι επιχειρήσεις στη µάχη του Τοµπρούκ βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη  η Γερµανία πραγµατοποιούσε ταυτόχρονα την εισβολή στην ΕΣΣ∆ τον Ιούνιο του 1941.

Ο Χίτλερ αφελώς  νόµιζε ότι η Βρετανία ήταν περίπου ηττηµένη το 1940/41. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να ξεκινήσει έναν πόλεµο εναντίον της ΕΣΣ∆ δεσµεύοντας τεράστιες δυνάµεις  για την επιχείρηση «Μπαρµπαρόσα».

Όταν οι Ιταλοί αποφάσισαν να ασκήσουν πίεση στην Βρετανία, εισβάλλοντας στις κτήσεις της στη Μέση Ανατολή όπως το Σουδάν και την Αίγυπτο, το Βερολίνο δεν έδειξε να ανησυχεί, το αντίθετο µάλιστα.

Θεώρησε την ιταλική εµπλοκή ως επιβοηθητική στην προσπάθεια της Γερµανίας να «λυγίσει» το βρετανικό σθένος για αντίσταση.

Όταν όµως οι Ιταλοί υπέστησαν την συντριπτική ήττα µε την απώλεια της 10ης Στρατιάς τον θορύβησε στέλνοντας δυνάµεις «συγκρατηµένες» όµως  σε αριθµούς, καθώς το 1941 το DAK απαριθµούσε 33.500 προσωπικού. Και ο ανεφοδιασµός µιας τέτοιας µεγάλης δύναµης δεν ήταν εύκολος.

Η Βρετανία ήλεγχε ήδη το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα και την Αίγυπτο, το βρετανικό Ναυτικό ήταν σχεδόν κυρίαρχο στην κεντρική και ανατολική Μεσόγειο και υπήρχε µια καλή πιθανότητα οι Βρετανοί να εισέλθουν σύντοµα στην ιταλική Λιβύη και να κάνουν κινήσεις προς Αλγερία και Μαρόκο που τότε ελέγχετο από το κράτος του Vichy.

Η αποστολή εποµένως του Adrika Korps ήταν προβληµατική εξ αρχής, παρά το γεγονός ότι η Κρήτη ήταν υπό τον έλεγχο του Άξονα.

Έτσι η αιτία γιατί η Γερµανία δεν θέλησε να «επενδύσει» σοβαρά σε µια εκστρατεία στη βόρεια Αφρική οφείλεται σε δύο παράγοντες: Πρώτον στις τεράστιες ανάγκες της επιχείρησης «Μπαρµπαρόσα» και κατά δεύτερον στην δυσκολία να τις υποστηρίζει επαρκώς.

Τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής

Οι περισσότερες εκτιµήσεις σήµερα συγκλίνουν στο γεγονός ότι η απόφαση του Χίτλερ να µην προχωρήσει πιο ανατολικά στην βόρεια Αφρική υπαγορεύτηκε τόσο από επιχειρησιακούς όσο και γεωστρατηγικού ρόλους.

Στο υποθετικό σενάριο πάντως που η ναζιστική Γερµανία δεν εισέβαλλε στην ΕΣΣ∆ και αντ΄ αυτού έριχνε όλο το βάρος της κατάκτηση της Μέσης Ανατολής τα οφέλη δεν θα ήταν µεγάλα. Αυτό γιατί την περίοδο εκείνη ο χώρος της Μέσης Ανατολής δεν ήταν ο µεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου, ενώ κάποιες χώρες όπως για παράδειγµα η Σαουδική Αραβία δεν είχαν καν παραγωγή.

Οι µεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου το 1941 ήταν οι ΗΠΑ µε 182,657 εκατ. τόνους, η ΕΣΣ∆ µε 29,7 εκ/τ. (το 1940 παρήγαγε 34 εκ/τ. και η µείωση οφείλεται στην γερµανική εισβολή) , η Βενεζουέλα µε 27,4 εκ/τ., η Ινδονησία µε 7,9 εκ/τ., το Μεξικό µε 6,7 εκ/τ., η Αργεντινή µε 2,8 εκ/τ., το Τρινιντάντ µε 2,8 εκ/τ., το Περού µε 1,7 εκ/τ., η Βιρµανία (σήµερα Μιανµάρ) µε 1,088 εκ/τ. και ο Καναδάς  µε 1,082 εκ/τ.

Εκτός από τις παραπάνω χώρες υπήρχαν και άλλες µε σηµαντική παραγωγή πετρελαίου. Το Ιράν ήταν η χώρα µε την πιο ανεπτυγµένη παραγωγή στην περιοχή της Μέσης Ανατολής µε 10,4 εκ/τ. το 1941, ενώ το Ιράκ είχε παραγωγή 3,4 εκ/τ. Τα αποθέµατα όµως αυτά ήταν αµφίβολο εάν επαρκούσαν για τις τεράστιες ανάγκες του γερµανικού Στρατού.

Είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να βρεθούν στοιχεία πόσες ήταν οι µηνιαίες ανάγκες του γερµανικού Στρατού κατά την διάρκεια του Β΄ΠΠ, αλλά το 1938 οι ετήσιες ανάγκες της Γερµανίας ανέρχονταν στους 5,9 εκ/τ., ή 44 εκατ. βαρέλια.

Τον Ιανουάριο του 1941, σχεδόν έξι µήνες πριν την εκδήλωση της γερµανικής εισβολής στην ΕΣΣ∆ η Γερµανία είχε δηµιουργήσει ένα απόθεµα της τάξης των 7,51 εκ/τ., ισοδύναµο µε 56 εκατ. βαρέλια.

Ενδιαφέρον είναι και ένα δηµοσίευµα της εποχής (Ιούνιος 1942)  του «THE  ATLANTIC  MONTHLY» για τις ανάγκες της Γερµανίας σε πετρέλαιο: Ο Χίτλερ έχει επί του παρόντος µια προσφορά από 10 έως 12 εκατοµµύρια τόνους πετρελαίου ετησίως. Αυτός ο αριθµός περιλαµβάνει την ευρωπαϊκή παραγωγή 6 εκατοµµυρίων τόνων, τη συνθετική παραγωγή 4 εκατοµµυρίων τόνων και όλα τα υποκατάστατα — περίπου 2 εκατοµµύρια τόνους.

Η κατεχόµενη Ευρώπη έχει ετήσια ελάχιστη κατανάλωση για µη στρατιωτικούς σκοπούς τουλάχιστον 8 εκατοµµυρίων τόνων σε σύγκριση µε 20 εκατοµµύρια τόνους πριν από τον πόλεµο.

Αυτή η κατανάλωση δεν µπορεί να µειωθεί περαιτέρω, γιατί εάν µειωθεί τότε θα µειωθεί και το παραγωγικό, βιοµηχανικό και γεωργικό δυναµικό της ναζιστικής πολεµικής µηχανής.

Αυτή η ελάχιστη κατανάλωση πρέπει να διατηρηθεί για να συνεχίσει η Σουηδία να στέλνει τα µεταλλεύµατά της. Ισπανία, πυρίτες; Γαλλία, οινόπνευµα, νέφτι και κινητήρες. ∆ανία, αυγά; Ολλανδία, βούτυρο; Βέλγιο, κασσίτεροι και φορτηγά αυτοκίνητα. Γιουγκοσλαβία, χαλκός; Ελλάδα, καπνός; Ρουµανία και Βουλγαρία, Πολωνία και Τσεχοσλοβακία, φρούτα, ξύλο και βιοµηχανικά προϊόντα. Ελβετία, όργανα ακριβείας.

Η γερµανική πολεµική µηχανή βασισµένη σε σηµαντικά προπολεµικά αποθέµατα, δεν αντιµετώπισε οξύ ζήτηµα πετρελαίου, ειδικά αφού η λεία πετρελαίου που αποκτήθηκε από κατακτηµένες περιοχές έχει ξαναγεµίσει µέρος των αποθεµάτων.

Αλλά η συνεχιζόµενη µαζική κατανάλωση της ρωσικής εκστρατείας χωρίς περαιτέρω  παροχές σε πετρέλαιο ανάγκασε τη Γερµανία να αξιοποιήσει σε µεγάλο βαθµό το υπάρχον απόθεµά της.

Παρά την ανάπαυλα των σχετικά ήσυχων χειµερινών µηνών, ο Χίτλερ θα ξεκινήσει τη νέα πολεµική χρονιά µε αποθέµατα µόνο 3 έως 5 εκατοµµυρίων τόνων, τα οποία θα διαρκέσουν, το πολύ, από τέσσερις έως έξι µήνες, εάν ο πόλεµος γίνει µε τον ρυθµό του περασµένου έτους.

Η µηνιαία µέγιστη προσφορά 1.000.000 τόνων και η ελάχιστη µηνιαία αστική κατανάλωση των 700.000 τόνων αφήνει µόνο 300.000 τόνους για τον ίδιο τον πόλεµο.

Εάν ο Χίτλερ δεν αποκτήσει τον έλεγχο του Καυκάσου µέχρι τον Αύγουστο ή, το αργότερο, µέχρι τον Οκτώβριο του 1942, µπορεί να µην είναι σε θέση να διεξαγάγει επιθετικό πόλεµο και ως εκ τούτου θα χάσει την πρωτοβουλία.

Εάν, από την άλλη, καταφέρει να κατακτήσει τον Καύκασο, θα στερήσει από καύσιµα τους µηχανοκίνητους στρατούς της Ρωσίας και την βιοµηχανία της.

Η πολιτική της «καµένης γης» θα τον αναγκάσει να ξεκινήσει ξανά τις γεωτρήσεις, να ξαναχτίσει διυλιστήρια και εγκαταστάσεις αποθήκευσης, να διυλίσει το αργό πετρέλαιο και να µεταφέρει τα τελικά προϊόντα στα βιοµηχανικά κέντρα και τα πεδία των µαχών.

Για να αντικαταστήσει το κατεστραµµένο υλικό, θα χρειαστεί να µεταφέρει τα διυλιστήρια και τον εξοπλισµό από τη Γαλλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και την Τσεχοσλοβακία. Η εναλλακτική λύση θα ήταν η αποστολή αργού πετρελαίου στα αδρανή ευρωπαϊκά διυλιστήρια, αλλά αυτό θα συνεπαγόταν µεγαλύτερες δυσκολίες µεταφοράς και µεγαλύτερους κινδύνους βοµβαρδισµού.

Στην καλύτερη περίπτωση, οι πετρελαϊκοί πόροι δεν θα είναι διαθέσιµοι στον Χίτλερ πριν από το 1943, οπότε η στρατιωτική ισχύς των Συµµάχων θα έχει φτάσει στην πλήρη ανάπτυξή της».

Το ιδιαίτερα εύστοχο δηµοσίευµα από τον Ιούνιο του 1942 καταδεικνύει τα προβλήµατα αλλά και8 τα διλλήµατα που αντιµετώπιζε η Γερµανία στην τροφοδότηση της πολεµικής της µηχανής.

Ήδη η Γερµανία προµηθευόταν µεγάλες ποσότητες πετρελαίου από την Ρουµανία, η παραγωγή της οποίας το 1941 ανήλθε στους 5,7 εκ/τ., αλλά τα µεγάλα κοιτάσµατα, αυτά που θα έδιναν στην Γερµανία πρόσβαση στο ενεργειακό Ελ Ντοράντο βρίσκονταν ανατολικά στο Μπακού και στον Καύκασο.

Περίπου το 85%του ρωσικού πετρελαίου παραγόταν στον Καύκασο, ιδιαίτερα στην περιοχή του Μπακού, όπου η παραγωγή έφτανε  τους 24 εκατοµµύρια τόνους, στα τέλη του 1941. Άλλα κοιτάσµατα βρίσκονταν µεταξύ Ροστόφ και Μπακού -όπως το Γκρόζνι και το Μαϊκόπ- τα οποία παρήγαγαν  περίπου 5 εκατοµµύρια τόνους.

Κάπου το 1935 είχαν ανακαλυφθεί και νέα κοιτάσµατα πετρελαίου ανάµεσα στα Ουράλια Όρη και τον ποταµό Βόλγα, γύρω από το Ishinbajevo, που είχε ονοµαστεί τότε, λίγο πρόωρα, δεύτερο Μπακού.

Ενώ αυτό το κέντρο παραγωγής ήταν πολλά υποσχόµενο, δεν ξεπέρασε την ετήσια παραγωγή των 2 εκατοµµυρίων τόνων πριν από τη γερµανική επίθεση στη Ρωσία. Ωστόσο, εγκατασταθήκαν εκεί µεγάλα διυλιστήρια, που παρήγαγαν από 10 έως 14% της συνολικής ρωσικής παραγωγής βενζίνης.

Έτσι ο Χίτλερ είχε  ουσιαστικά να διαλέξει πριν την επιχείρηση «Μπαρµπαρόσα» που θα κατευθυνόταν για την εξεύρεση του πολύτιµου ορυκτού. Προς τη Μέση Ανατολή ή την Ρωσία.

Προτίµησε τελικά το δεύτερο, αν και για κάποιο διάστηµα µπορεί να θεωρούσε ότι θα κατάφερνε να πετύχει και τα δύο: ∆ηλαδή και κατάληψη των πετρελαιοπηγών στον Καύκασο αλλά και προέλαση µέσω Αιγύπτου και Παλαιστίνης προς Ιράκ και Ιράν. Στο τέλος όµως δεν πέτυχε ούτε το ένα ούτε και το άλλο.

Τι θα σήµαινε η κατάληψη του Ιράκ και του Ιράν

Τα αποθέµατα πετρελαίου εποµένως στην περιοχή της Μέσης Ανατολής αν και υπήρχαν δεν ήταν αξιοποιηµένα. Η Αίγυπτος είχε παραγωγή που δεν ξεπερνούσε τους 1 εκ/τ. για την ακρίβεια το 1941 παρήγαγε 929.000 τόνους, τα κοιτάσµατα της Λιβύης δεν είχαν ανακαλυφθεί,  το Μπαχρέιν είχε 1,062, το Κατάρ καµία, όπως και το Οµάν και το Κουβέιτ η παραγωγή του οποίου ξεκίνησε ουσιαστικά µετά τον Β΄ΠΠ, µε 800.000 τόνους  το 1946.

Η Σαουδική Αραβία, ήταν ένα πολλά υποσχόµενο πεδίο αλλά οι πρώτες γεωτρήσεις ξεκίνησαν το 1939 αν και το 1946 είχε παρουσιάσει παραγωγή 8,2 εκ/τ.

Να σηµειωθεί πως η ετήσια παραγωγή της Αραβικής Χερσονήσου (Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, Κατάρ, Κουβέιτ, Μπαχρέιν, Οµάν, Σαουδική Αραβία, Υεµένη) το 1941 ανήλθε στους µόλις 267.380 τόνους (περίπου 2 εκατ. βαρέλια) κάτι που ενισχύει το γεγονός και την ιστορική θεώρηση πως η περιοχή που σήµερα αποτελεί κύρια πηγή πετρελαίου το 1940 δεν αντιπροσώπευε κανένα δέλεαρ για τον Χίτλερ για να την κατακτήσει.

Αντίθετα το Ιράκ και το Ιράν (το τελευταίο τα νότια πεδία) θα µπορούσαν να χρησιµεύσουν ως πηγές τροφοδοσίας αλλά το Ιράκ ήταν υπό βρετανικό έλεγχο.

Το Ιράν δεν ήταν αλλά για να έφταναν οι Γερµανοί στο Ιράν δεν θα έπρεπε να εισβάλλουν στην ΕΣΣ∆. Έτσι θα έπρεπε να είχαν δώσει όλο το βάρος στις επιχειρήσεις στη βόρεια Αφρική, εκδιωχθέντας τους Βρετανούς προκειµένου να φτάσουν στα πεδία του Ιράκ και του Ιράν, το οποίο τότε ήταν θετικά διακείµενο απέναντι στην ναζιστική Γερµανία.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Αλλά ακόµη και εάν ο Χίτλερ κατακτούσε τη Μέση Ανατολή, θα αποκτούσε κοιτάσµατα πετρελαίου στο Ιράκ και την Αίγυπτο, που θα ανερχόταν µόνο σε περίπου 4,5 εκατοµµύρια τόνους που θα εξορύσσονταν ετησίως και άλλοι 10 εκ/τ.στο Ιράν, στη συνέχεια όµως όλες αυτές οι ποσότητες θα έπρεπε να αποσταλούν στα διυλιστήρια της Ρουµανίας, της Ιταλίας ή της Γερµανίας. Πράγµα τροµερά δύσκολο.

∆εν υπήρχαν αγωγοί πετρελαίου, δεν υπήρχε σιδηροδροµικό δίκτυο και όλες οι ποσότητες θα έπρεπε να µεταφερθούν οδικώς.

Η απόσταση από την Τικρίτ του Ιράκ στη Βηρυτό είναι 1.000 χλµ. και αυτό σε συνδυασµό και µε το υποτυπώδες οδικό δίκτυο θα ήταν ένας εφιάλτης σε ότι αφορά την επιµελητεία. Ακόµη όµως και αν ο Ρόµµελ κατάφερνε να διώξει τους Βρετανούς καταλαµβάνοντας Αίγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία, Ιράκ και Ιράν η µεταφορά του πετρελαίου µέσω θαλάσσης προς τα διυλιστήρια της Ρουµανίας στο Πλοϊέστι θα ήταν επισφαλής λόγω του κυρίαρχου βρετανικού Ναυτικού, σε όλη τη Μεσόγειο.

Βέβαια σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο  το βρετανικό Ναυτικό θα είχε χάσει τις βάσεις του (Αλεξάνδρεια) στην ανατολική Μεσόγειο, έχοντας ουσιαστικά µόνο το Γιβραλτάρ. Βέβαια η βρετανική Αεροπορία  θα εξακολουθούσε να διαθέτει τη βάση της στην Μάλτα αλλά από εκεί και πέρα το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση είναι φυσικά πολύ δύσκολο να εκτιµηθεί.

Επίλογος

Η απώλεια τόσο των ρωσικών πετρελαιοπηγών όσο και το άδοξο τέλος της εκστρατείας στη βόρεια Αφρική έφεραν σε δύσκολη θέση τη γερµανική πολεµική προσπάθεια. 

Παρά το γεγονός ότι το 1943 η Ρουµανία παρήγαγε 45 εκ/τ., η Ουγγαρία 13 εκ.τ., και η Γερµανία µαζί µε την Αυστρία 15 εκ.τ.

Η Γερµανία αντιµετώπισε τότε µια τεράστια κρίση καυσίµων στρεφόµενη στην παραγωγή συνθετικού πετρελαίου µε βάση τον άνθρακα υπό τη γενική διεύθυνση του ενεργειακού Τσάρου Στρατηγού Χέρµαν Γκέρινγκ.

Περισσότερο από το 92% της αεροπορικής κηροζίνης  και το ήµισυ του συνολικού πετρελαίου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου προέρχονταν από εργοστάσια συνθετικών καυσίµων.

Στο αποκορύφωµά της στις αρχές του 1944, η γερµανική βιοµηχανία παρήγαγε περισσότερα από 124.000 βαρέλια την ηµέρα από 25 εργοστάσια.