Σύμφωνα με τους στρατιωτικούς ιστορικούς, ο ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος αποτέλεσε προπομπό του Β’ Π.Π. Άλλοι ιστορικοί, αναλόγως του πολιτικού πρίσματος υπό το οποίο τον θέτουν, τον χαρακτηρίζουν ως θρίαμβο του φασισμού, ο οποίος άνοιξε τις πύλες τού Αρμαγεδδώνα στην Ευρώπη, ενώ άλλοι τον χαρακτηρίζουν ως σταυροφορία. Η αλήθεια είναι ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος ήταν όλα τα παραπάνω μαζί.
Η Ισπανία αποτέλεσε το πεδίο δοκιμών του Β’ Π.Π., χωρίς όμως να ευθύνεται για την έκρηξή του. Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωπαίοι κομμουνιστές, οι οποίοι έδωσαν το αίμα τους για τη δημοκρατία στην Ισπανία, είδαν, πέντε μόλις μήνες μετά τη συντριβή της δημοκρατίας, τον «πατερούλη» Στάλιν να υπογράφει το περίφημο σύμφωνο μη επιθέσεως με το φασισμό «αυτοπροσώπως», τη Γερμανία του Χίτλερ.
Στην Ισπανία συγκρούστηκαν δύο από τις απόλυτες ιδεολογίες που έχουν υπάρξει. Οι μαχητές στα πεδία της Ισπανίας, σε όποιο στρατόπεδο και αν ανήκαν, αλλά κυρίως στο δημοκρατικό, πολεμούσαν για τις ιδέες τους.
Οι άνδρες του Φράνκο ένιωθαν ότι υπεράσπιζαν την πίστη τους στον Θεό, την παράδοσή τους, τις αρχές και τις αξίες που είχαν κληρονομήσει από τους πατέρες τους. Ελάχιστοι από αυτούς ανήκαν ιδεολογικά στον φασισμό.
Από την άλλη πλευρά, και οι Δημοκρατικοί πολεμούσαν γιατί πίστευαν σε έναν καλύτερο κόσμο, χωρίς κοινωνικές αδικίες, πολυδιασπασμένοι όμως σε διάφορα ιδεολογικά «υποστρατόπεδα».
Και στα δύο στρατόπεδα, οι ηγετικές ομάδες ήταν που για λόγους συμφέροντος ταυτίστηκαν με συγκεκριμένες ιδεολογίες. Οι άνδρες και των δύο πλευρών πολέμησαν με φανατισμό και ηρωισμό και έπεσαν υπερασπιζόμενοι όλα όσα πίστευαν. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απλοί άνθρωποι, φιλήσυχοι, πριν την έκρηξη του πολέμου.
Ήταν αυτή καθαυτή η φύση του πολέμου, αλλά και η πόλωση που προκάλεσαν οι ηγετικές ομάδες των δύο στρατοπέδων, που ανάγκασαν αυτούς τους φιλήσυχους ανθρώπους να μισήσουν τόσο βαθιά τους αδελφούς τους.
Το κίνημα των στρατηγών
Το απόγευμα της 17ης Ιουλίου 1936 η θύελλα ξέσπασε. Η Στρατιά της Αφρικής στασίασε. Το κίνημα είχε εξαρχής πλήρη επιτυχία.
Οι στρατιώτες προτίμησαν να ταχθούν με τους κινηματίες παρά με τους λιγοστούς δημοκρατικούς αξιωματικούς, οι οποίοι και ταχύτατα συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. Αντίθετα, συγκρούσεις σημειώθηκαν μεταξύ Στρατού και αριστερών πολιτών.
Οι τελευταίοι οχυρώθηκαν στο τοπικό «Σπίτι του Λαού» στην πόλη Μελίλα και πολέμησαν, χωρίς ελπίδα επιτυχίας, έως το θάνατο. Το ίδιο συνέβη και στις πόλεις Θεούτα και Τετουάν. Έως το βράδυ της 18ης Ιουλίου όλο το Ισπανικό Μαρόκο βρισκόταν στα χέρια των κινηματιών.
Η κυβέρνηση της Μαδρίτης πληροφορήθηκε το γεγονός της στάσης του Στρατού λίγες ώρες μετά την εκδήλωσή της. Παρ’ όλα αυτά και πάλι δεν έπραξε το παραμικρό. Το πρωί της 18ης, οι Ισπανοί πληροφορούνταν μέσω ραδιοφώνου από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ότι εκδηλώθηκε κίνημα σε κάποιες περιοχές του Ισπανικού Μαρόκου, πως καμία κινήση στρατιωτικών τμημάτων δεν είχε σημειωθεί στο μητροπολιτικό έδαφος και πως εν τέλει δεν συνέτρεχε κανένας λόγος ανησυχίας.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν πληροφορήθηκε τα νέα, τα ξημερώματα της 18ης Ιουλίου, απάντησε: «Έκαναν κίνημα; Καλά, εγώ πάω να κοιμηθώ»!
Το πρωί που εγέρθηκε επιτέλους από το κρεβάτι του συνέστησε σε όλους ψυχραιμία. Η κατάσταση, νόμιζε, ήταν υπό έλεγχο. Την ίδια ώρα ο πιστός υποτίθεται στη δημοκρατία στρατηγός ντε Λιάνο έθετε υπό τον έλεγχο των κινηματιών ολόκληρη την Ανδαλουσία.
Ο πρωθυπουργός όμως συνέχιζε φαίνεται να τελεί εν υπνώσει. Γι’ αυτό ανακοίνωσε ο ίδιος στους Ισπανούς ότι «ένα ευρύ αντιδημοκρατικό κίνημα εκδηλώθηκε και κατεπνίγη».
Το όλο εγχείρημα των στρατηγών βασιζόταν στην ταχύτητα και τον αιφνιδιασμό. Γνώριζαν πως οι πρώτες 45 ώρες θα ήταν οι πλέον κρίσιμες για την επιτυχία ή την αποτυχία του σχεδίου τους. Φυσικά δεν αρκούσε η εξέγερση να επιτύχει στο Ισπανικό Μαρόκο μόνο.
Έπρεπε πάση θυσία να εξασφαλιστεί ένα εκτεταμένο προγεφύρωμα, τουλάχιστον, στο οποίο θα αποβιβαζόταν η Στρατιά της Αφρικής, η οποία θα έθετε υπό τον έλεγχό της τη χώρα. Βάσει του σχεδίου, η Στρατιά της Αφρικής θα στασίαζε πρώτη. Οι συνωμότες που βρίσκονταν στα μητροπολιτικά εδάφη θα κινούνταν 24 ώρες αργότερα. Στο διάστημα αυτό τα αφρικανικά στρατεύματα όφειλαν να έχουν θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό τους την αποικία.
Όπως αναφέρθηκε, οι στρατιώτες της Στρατιάς της Αφρικής κατόρθωσαν εύκολα να κυριαρχήσουν στο Ισπανικό Μαρόκο. Αντίθετα, στα μητροπολιτικά εδάφη η κατάσταση δεν εξελίχθηκε παντού σύμφωνα με τις επιθυμίες των κινηματιών.
Αν και η δημοκρατική κυβέρνηση επέδειξε άνευ προηγουμένου ανικανότητα, εν τούτοις σε πολλές περιπτώσεις τοπικοί παράγοντες της Αριστεράς πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και συνέτριψαν τους κινηματίες. Στη Σεβίλλη, όμως, για παράδειγμα, ο στρατηγός ντε Λιάνο έφτασε με ελάχιστους στρατιώτες και δύο αξιωματικούς στην πόλη.
Αμέσως πήγε στο γραφείο του στρατιωτικού διοικητή και τον συνέλαβε, όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να ενταχθεί στο κίνημα. Κατόπιν ο θρασύς ντε Λιάνο πήγε στο στρατόπεδο του 6ου Συντάγματος Πεζικού, το οποίο αποτελούσε τη φρουρά της πόλης. Εκεί βρήκε το σύνταγμα παρατεταγμένο, έτοιμο να κινηθεί. Ο στρατηγός συνεχάρη τον διοικητή του συντάγματος.
Όταν ο συνταγματάρχης του απάντησε ότι είχε ετοιμάσει τη μονάδα του για να αντιταχθεί στο κίνημα, τον συνέλαβε, όπως και όλους τους αξιωματικούς, εκτός από έναν λοχαγό, ο οποίος έθεσε εαυτόν υπέρ του κινήματος και ανέλαβε τη διοίκηση του συντάγματος. Με τον ίδιο περίπου τρόπο ο ντε Λιάνο πήρε με το μέρος του και το σύνταγμα πυροβολικού της Σεβίλλης.
Ενισχυμένος πλέον κινήθηκε για να καταλάβει την πόλη. Μόνο οι Ασάλδος επιχείρησαν να προβάλουν αντίσταση. Μερικές βολές των πυροβόλων του Στρατού όμως τους έπεισαν να παραδοθούν. Όλοι τους, μαζί με τους συλληφθέντες αξιωματικούς και τον διοικητή της Αστυνομίας, εκτελέστηκαν άμεσα. Όσοι αστυνομικοί και χωροφύλακες ζούσαν ακόμα έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις των στασιαστών. Οι αριστεροί της Σεβίλλης επιχείρησαν με σπασμωδικές κινήσεις, λόγω της συνεχούς διαμάχης μεταξύ αναρχικών και κομμουνιστών, να οργανώσουν αντίσταση κατά του Στρατού. Ήταν όμως ήδη αργά.
Ολόκληρη η πόλη, μαζί και ο ραδιοφωνικός της σταθμός, βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ντε Λιάνο. Ο ίδιος μάλιστα απηύθυνε ραδιοφωνικό μήνυμα με το οποίο ανακοίνωνε σε όλους τους Ισπανούς ότι το κίνημα όχι μόνο δεν είχε καταπνιγεί, αλλά αντίθετα είχε εδραιωθεί, και οι κινηματίες διέθεταν το απαραίτητο προγεφύρωμα, απέναντι ακριβώς από τις ακτές του Μαρόκου.
Ανατολικά της Σεβίλλης πάντως, στη Μάλαγα, οι κινηματίες απέτυχαν παταγωδώς, λόγω της δικής τους έλλειψης οργάνωσης. Στο άκουσμα της είδησης της έκρηξης του κινήματος, ένας νεαρός ενθουσιώδης λοχαγός οδήγησε το λόχο του προς το κέντρο της πόλης με σκοπό να το καταλάβει.
Καθ’οδόν όμως το τμήμα του δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ισχυρές δυνάμεις Ασάλδος και τράπηκε σε φυγή. Οι Ασάλδος κατόπιν, μαζί με ένοπλους αριστερούς πολίτες, πολιόρκησαν το παρακείμενο στρατόπεδο και εξανάγκασαν σε παράδοση το εκεί σταθμεύον στρατιωτικό τμήμα. Υπέρ της δημοκρατίας τάχθηκαν επιπλέον και οι άνδρες τού τοπικού αποσπάσματος της χωροφυλακής, οι οποίοι μάλιστα εκτέλεσαν τον συμπαθούντα το κίνημα συνταγματάρχη διοικητή τους.
Στην Αλμερία επίσης οι κινηματίες απέτυχαν λόγω των πυροβόλων του αντιτορπιλικού «Lepanto», το οποίο ναυλουχούσε στο λιμάνι της πόλης. Αντίθετα, στο άλλο μεγάλο λιμάνι της νότιας Ισπανίας, το Κάδιξ, η αστραπιαία αντίδραση του συνταγματάρχη Βαρέλα έσωσε την κατάσταση για τους κινηματίες.
Σε λίγο, η θέση τους ισχυροποιήθηκε κι άλλο με την άφιξη του αντιτορπιλικού «Churruca», από το οποίο αποβιβάστηκαν στο μητροπολιτικό έδαφος τα πρώτα τμήματα της Στρατιάς της Αφρικής. Παράλληλα οι κινηματίες εξασφάλισαν την κατοχή και όλων των άλλων λιμένων, από το Κάδιξ έως τις πορτογαλικές ακτές. Στη Λα Λίνεα μάλιστα οι βασιλόφρονες εκτέλεσαν 200 μασόνους που συνέλαβαν.
Η κυβέρνηση της Μαδρίτης στο μεταξύ, εξακολουθούσε να παραπαίει. Η αντεπίθεση που διετάχθη για την ανακατάληψη της Σεβίλλης απέτυχε, αφού τα αποσταλθέντα τμήματα ενώθηκαν με τους στασιαστές. Ο ίδιος ο τραγικός πρωθυπουργός Κουιρόχα παραιτήθηκε τα ξημερώματα της 19ης Ιουλίου. Η ακρωτηριασμένη Δημοκρατία βρέθηκε τώρα και απέναντι σε κενό εξουσίας, έστω και τύποις. Το πρωί της 19ης Ιουλίου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αθάνια ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον κεντρώο Μαρτίνες Μπάριο.
Αυτός σχημάτισε τελικά μια κυβέρνηση στην οποία δεν συμπεριέλαβε κανέναν ακραίο αριστερό, σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού της μεσαίας τάξης αλλά και των στρατηγών. Ο Μπάριος επιχείρησε μάλιστα να διαπραγματευτεί με τους κινηματίες. Μέσω τηλεφώνου μίλησε με τον στρατηγό Μόλα και πρότεινε την παύση του πυρός. Ο Μόλα όμως απέρριψε τις προτάσεις του.
Την ίδια ώρα οι οπαδοί της Αριστεράς οργάνωναν μαχητικές διαδηλώσεις κατά της έχουσας ζωή λίγων μόλις ωρών κυβέρνησης Μπάριος. Οι κραυγές του πλήθους δονούσαν την ατμόσφαιρα. «Προδότες, δειλοί» φώναζαν. Ο Μπάριος ενώπιον τέτοιας αντίδρασης παραιτήθηκε.
Η Δημοκρατία παρέμενε ακέφαλη τη στιγμή που οι αντίπαλοί της ισχυροποιούνταν όλο και περισσότερο. Η μοναδική ελπίδα σωτηρίας γι’ αυτή ήταν να αποκόψει με το στόλο τη θαλάσσια οδό Μαρόκου-Ισπανίας, μέσω της οποίας μεταφέρονταν στρατεύματα. Το Ναυτικό όμως δεν κινήθηκε.
Οι αξιωματικοί είχαν σφαγιαστεί από τα πληρώματα, σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και όταν δεν συμμετείχαν στο κίνημα, μόνο και μόνο λόγω του φόβου ότι θα μπορούσαν να συμμετάσχουν! Οι «επαναστατικές επιτροπές» των «δημοκρατικών ναυτών», αποτελούσαν το ιδανικό πεδίο για την ανάπτυξη επαναστατικής ρητορίας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να μετατρέψουν το εξαγριωμένο πλήθος ναυτών σε πληρώματα στόλου έτοιμου προς δράση.
Τη 19η Ιουλίου ο πρόεδρος Αθάνια ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον πανεπιστημιακό Χοσέ Χιράλ. Ο Χιράλ ανέλαβε αμέσως δράση και ως πρώτο μέτρο προχώρησε στην επίσημη διάλυση του Στρατού και διέταξε την παραχώρηση όπλων στους πολίτες. Ο στρατηγός Μιάχα, στρατιωτικός διοικητής της Μαδρίτης, επιφορτίστηκε με την επίβλεψη εκτέλεσης της διαταγής.
Πράγματι, περίπου 60.000 τυφέκια δόθηκαν στις πολιτικές νεολαίες και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Από αυτά όμως μόνο τα 5.000 είχαν κλείστρα. Τα υπόλοιπα φρόντισε να παρακρατήσει ο συνταγματάρχης Σιέρα, ένας από τους συνωμότες. Παρ’ όλα αυτά, στη Μαδρίτη το κίνημα απέτυχε πλήρως εν τη γενέσει του.
Την ίδια ώρα ένα μικρό αεροσκάφος, το οποίο είχε ξεκινήσει από το Λονδίνο, είχε φτάσει στη Λας Πάμλας των Καναρίων και παραλάμβανε έναν κοντό άνδρα ντυμένο με ένα κλασικό σκουρόχρωμο κοστούμι. Το μικρό αεροσκάφος προσγειώθηκε στην Καζαμπλάνκα του Γαλλικού Μαρόκου. Την αυγή της επομένης απογειώθηκε ξανά και σε λίγο προσγειώθηκε στην Τετουάν του Ισπανικού Μαρόκου.
Εκεί ο μικρόσωμος επιβάτης συναντήθηκε με ανωτάτους Ισπανούς αξιωματικούς, οι οποίοι τον ενημέρωσαν για την πρόοδο του κινήματος στη μητροπολιτική Ισπανία. Η κατάσταση δεν εξελισσόταν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα, του είπαν. Χρειαζόταν να αποσταλούν άμεσα ενισχύσεις, οι οποίες όμως μόνο αεροπορικώς θα μπορούσαν να φθάσουν, αφού ο στόλος βρισκόταν υπό τον έλεγχο των «κομμουνιστών».
Οι προσπάθειες των στασιαστών να ελέγξουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του ισπανικού εδάφους ακυρώνονταν από τις εξεγέρσεις των αριστερών πολιτών.
Παρ’ όλα αυτά, οι κινηματίες κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της Καστίλλης, της Αραγονίας και της Ναβάρας. Ολόκληρη η βορειοδυτική Ισπανία, με εξαίρεση την περιοχή των Βάσκων, βρέθηκε υπό τον έλεγχο των στασιαστών, κυρίως χάρη στη βοήθεια που προσέφεραν στο Στρατό οι Ναβαραίοι, όντες παραδοσιακά βασιλόφρονες.
Οι κινηματίες εξασφάλισαν τον έλεγχο ακόμα και της Σαραγόσα, της πρωτεύουσας της Αραγονίας. Αντίθετα, στην Καταλονία οι στασιαστές απέτυχαν παταγωδώς. Στη Βαρκελώνη, η προσπάθειά τους να κυριεύσουν την πόλη πνίγηκε στο αίμα από τους οπλισμένους πολιτοφύλακες των κομμάτων της Αριστεράς και από τους χωροφύλακες, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία παρέμειναν πιστοί στην κυβέρνηση.
Παράλληλα, στην Αφρική, ο Φράνκο, φορώντας ακόμα το σκουρόχρωμο κοστούμι του, προσπαθούσε να βρει λύση στο μεγάλο πρόβλημα της μεταφοράς της Στρατιάς της Αφρικής στην Ισπανία.
Τα ελάχιστα πολεμικά πλοία που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι κινηματίες δεν τους εξασφάλιζαν το ασφαλές πέρασμα τόσων ανδρών. Αν τα πολεμικά της Δημοκρατίας επενέβαιναν, θα προκαλούνταν καταστροφή της στρατιάς στη θάλασσα. Ο Φράνκο όμως δεν ήταν από τους ανθρώπους που παραιτούνται εύκολα.
Ζήτησε τη βοήθεια του Χίτλερ και του Μουσολίνι, με τους οποίους προφανώς οι Ισπανοί κινηματίες είχαν έρθει από πριν σε συνεννόηση, ώστε να του παραχωρήσουν μεταγωγικά αεροσκάφη με τα οποία θα περνούσε τμήμα της στρατιάς από τις μαροκινές ακτές στις ισπανικές. Πράγματι, οι δύο δικτάτορες του έστειλαν αεροσκάφη Ju 52 και Savoia. Με αυτά και με λίγα Breguet της Ισπανικής Αεροπορίας κατόρθωσαν να μεταφέρουν το 1/3 της Στρατιάς της Αφρικής σε διάστημα δύο μηνών. Ένα τμήμα των δυνάμεων αυτών προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο της Σεβίλλης.
Με αυτές τις ενισχύσεις ο ντε Λιάνο επιτέθηκε κατά των οχυρωμένων πολιτών που αντιστεκόταν ακόμα. Οι λεγεωνάριοι και οι Μαροκινοί συνέτριψαν κάθε αντίσταση με ιδιαίτερη σκληρότητα. Βορειότερα, οι Μαδριλένοι αριστεροί πολιτοφύλακες, έχοντας συντρίψει το κίνημα στην πρωτεύουσα, επιβιβάστηκαν σε κάθε είδους οχήματα, και κίνησαν να ανακαταλάβουν την Καστίλη. Στόχος τους ήταν η ιστορική πόλη του Τολέδο, στην οποία έδρευε η Στρατιωτική Ακαδημία.
Ο διοικητής της, συνταγματάρχης Μοσκάρντο, είχε προσχωρήσει στο κίνημα μαζί με τους ευέλπιδές του.
Ενώπιον της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής των αριστερών πολιτοφυλάκων, ο Μοσκάρντο κλείστηκε με 1.100 ευέλπιδες, στρατιώτες και φαλαγγίτες στο μεσαιωνικό αραβικό φρούριο του Αλκαζάρ. Μαζί τους κλείστηκαν στο φρούριο και 500 γυναικόπαιδα. Επίσης, οι ευέλπιδες πήραν μαζί τους και 100 αριστερούς ομήρους. Σύντομα, οι λιγοστοί αυτοί γενναίοι πολιορκήθηκαν από χιλιάδες αριστερούς πολιτοφύλακες, ενισχυμένους με βαρύ πυροβολικό.
Δεν υπήρχε όμως συγχρονισμός στους πολιορκητές, οι οποίοι, αφού δημιούργησαν χαρακώματα γύρω από το παλαιό φρούριο, περιορίστηκαν να σπαταλούν τα πυρομαχικά τους εναντίον του. Δύο φορές την ημέρα οι αντιμαχόμενοι έπαυαν τα πυρά, γιατί μεταξύ των θέσεών τους περνούσε ένας τυφλός ζητιάνος, ο οποίος ακολουθούσε πάντα το ίδιο δρομολόγιο.
Οι πολιτοφύλακες κρατούσαν όμηρο το γιο του Μοσκάρντο Λουίς, τον οποίο απειλούσαν να σκοτώσουν αν ο πατέρας του δεν τους παρέδιδε το φρούριο. Πατέρας και γιος μάλιστα συνομίλησαν μέσω τηλεφώνου, σε μια ύστατη προσπάθεια των Δημοκρατικών να πείσουν τον συνταγματάρχη να παραδώσει το Αλκαζάρ.
Ο Μοσκάρντο άκουσε τον γιο του και του είπε να πεθάνει έντιμα, σαν άνδρας. Ο ίδιος δεν επρόκειτο να παραδώσει το φρούριο. Ο γιος του Μοσκάρντο πράγματι εκτελέστηκε ένα μήνα αργότερα. Σε αντίποινα, ο συνταγματάρχης εκτέλεσε τους 100 ομήρους που κρατούσε στο φρούριο. Τελικά, η φρουρά του Αλκαζάρ απελευθερώθηκε το Σεπτέμβριο.
Στις αρχές του Αυγούστου οι δυνάμεις των κινηματιών, οι οποίες αριθμούσαν περί τους 100.000 άνδρες σε όλη την Ισπανία, κατείχαν δυσανάλογο του αριθμού τους τμήμα της χώρας. Έχοντας εξασφαλίσει σταθερό προγεφύρωμα, και με το δημοκρατικό στόλο αδρανοποιημένο από την έλλειψη στελεχών, το σύνολο των τμημάτων της Στρατιάς της Αφρικής είχε περάσει στο μητροπολιτικό έδαφος.
Με τους εμπειροπόλεμους αυτούς άνδρες ως αιχμή του δόρατος, ο Φράνκο προώθησε τις θέσεις του καταδιώκοντας το συρφετό των πολιτοφυλάκων. Ήταν τότε που οι Δημοκρατικοί αντιλαμβάνονταν με σκληρό τρόπο ότι δεν αρκούσε ο επαναστατικός ενθουσιασμός για να αντιμετωπιστούν τακτικά στρατεύματα. Το πρόβλημα των Δημοκρατικών εκείνη την περίοδο δεν ήταν –όπως από πολλούς υποστηρίζεται– αυτό του εξοπλισμού των πολιτοφυλάκων, αλλά αυτό που αφορούσε στη συνοχή και την οργάνωσή τους.
Εκμεταλλευόμενος όλα τα μειονεκτήματα των αντιπάλων του, ο Φράνκο εξαπέλυσε τη Στρατιά της Αφρικής (δυνάμεως Σώματος Στρατού στην πραγματικότητα), υπό τον Γιάγκουε. Η επίθεση του τελευταίου εξελίχθηκε σε έναν αγώνα δρόμου. Μέσα σε δύο εβδομάδες ο Γιάγκουε είχε προχωρήσει σε βάθος 800 χλμ. ανατρέποντας κάθε αντίσταση των Δημοκρατικών.
Τα εθνικιστικά στρατεύματα, όμως, την εποχή εκείνη υστερούσαν δραματικά σε αριθμό. Τόσο ώστε να μην είναι σε θέση να διατηρούν το κατακτηθέν έδαφος. Ευτυχώς για τον Φράνκο, οι Δημοκρατικοί δεν ήταν σε θέση να εκμεταλλευτούν την αδυναμία αυτή. Δεν υπήρχε συντονισμός μεταξύ των μαχομένων δημοκρατικών τμημάτων, κανείς δεν γνώριζε από πού θα εμφανιζόταν ο εχθρός και υπήρχαν πάντοτε οι διαμάχες μεταξύ των οπαδών των διαφόρων κομμάτων της Αριστεράς.
Αν υπήρχε ο κατάλληλος συντονιστής και οι Δημοκρατικοί κατόρθωναν να εξαπολύσουν μια σοβαρή αντεπίθεση, ο Ισπανικός Εμφύλιος θα είχε λήξει εντός του Αυγούστου του 1936 με πλήρη συντριβή του Φράνκο.
Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, όχι γιατί ο Φράνκο απολάμβανε της υλικής υποστήριξης των Χίτλερ και Μουσολίνι, όπως οι αριστεροί ιστορικοί υποστηρίζουν, αλλά γιατί η Δημοκρατία ήταν διαχωρισμένη σε πολλά μικρά αριστερά φέουδα.
Ο Φράνκο άρχισε να ενισχύεται σοβαρά από τους δύο δικτάτορες μετά τη μάχη της Μαδρίτης, και κυρίως από το Νοέμβριο του 1936 και έπειτα. Έως εκείνη τη χρονική στιγμή όμως και οι Δημοκρατικοί είχαν σοβαρά ενισχυθεί σε υλικό από την τότε Σοβιετική Ένωση, υλικό ανώτερο από το αντίστοιχο που διέθεταν οι εθνικιστές.
Πρέπει πάντως να λεχθεί ότι οι πολιτοφύλακες αμύνονταν γενναία στις επιθέσεις των πάντα λιγότερων από αυτούς Εθνικιστών. Είναι ενδεικτικό ότι ολόκληρη η νότια Ανδαλουσία κυριεύτηκε από μια δύναμη 400 Εθνικιστών στρατιωτών, υπό τον συνταγματάρχη Βαρέλα!
Έξω από την Κόρδοβα, στην ίδια περιοχή, 3.000 Δημοκρατικοί κράτησαν τις θέσεις τους απέναντι στους 400 του Βαρέλα, αποδείχθηκαν όμως εντελώς ανίκανοι να απωθήσουν τους αντιπάλους τους, αν και διοικούνταν από τον στρατηγό του τακτικού στρατού Μιάχα, τον μετέπειτα «ήρωα» της μάχης της Μαδρίτης. Στο βορρά επίσης οι μη βασκικές περιοχές κατακτήθηκαν από μόλις 1.500 Εθνικιστές, ενισχυμένους με στοιχεία πυροβολικού και ελαφρών αρμάτων μάχης.
Ένα βασικό μειονέκτημα των «μονάδων» πολιτοφυλακής της δημοκρατίας ήταν ότι οι πολιτοφύλακες δεν πείθονταν εύκολα να απομακρυνθούν από την πόλη ή το χωριό τους και να πολεμήσουν για μια άλλη πόλη ή ένα άλλο χωριό. Στο βορρά, για παράδειγμα, οι Βάσκοι αδιαφόρησαν πλήρως για τους σκληρά πιεζόμενους στο Ιρούν Δημοκρατικούς, τη στιγμή που με μια επιθετική τους επίδειξη έστω θα ήταν δυνατό να αναγκάσουν σε υποχώρηση τους λιγοστούς Εθνικιστές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Εθνικιστές προωθήθηκαν και κατέλαβαν τεράστιες περιοχές, αποκλείοντας τους Δημοκρατικούς στην ανατολική κυρίως Ισπανία. Στο βορρά, η Δημοκρατία κατείχε μια στενή λωρίδα γης στην περιοχή των Βάσκων. Άλλη μια στενή λωρίδα εδάφους είχε απομείνει στη Δημοκρατία στο νότο, έχουσα ως κέντρο τη Μάλαγγα.
Έως τα τέλη Αυγούστου είχαν δημιουργηθεί κανονικά μέτωπα, σαν να πολεμούσαν δύο ανεξάρτητα έθνη μεταξύ τους. Ο πραγματικός πόλεμος μόλις άρχιζε. Πεδίο δόξης λαμπρό ανοιγόταν για τους απανταχού συμμάχους και σωτήρες.
Οι δυτικές δημοκρατίες
Η Ισπανία σε όλη τη μακραίωνη ιστορία της είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον ξένων δυνάμεων, που τελικά επενέβησαν στις εσωτερικές της υποθέσεις. Τον 6ο αιώνα π.Χ. επενέβησαν οι Βυζαντινοί. Ακολούθησαν οι Άραβες. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, οι Άγγλοι κυρίως στήριξαν με Στρατό τις διάφορες αντιμαχόμενες μερίδες στην Ισπανία.
Το ίδιο έπραξαν και στον Πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής, τον πρώτο μεγάλο ισπανικό εμφύλιο, στους Ναπολεόντειους Πολέμους αλλά και κατά τη διάρκεια των πολέμων των Καρλιστών.
Στον νέο εμφύλιο όμως, λόγω της πολιτικής χροιάς του, αλλά και λόγω της περίπλοκης ευρωπαϊκής πολιτικής κατάστασης της εποχής, η Βρετανία προτίμησε να παραμείνει ουδέτερη. Η ουδετερότητα αυτή πήγαζε από το γεγονός ότι οι Βρετανοί πολιτικοί αντιπαθούσαν μεν τον Φράνκο, όμως παράλληλα φοβούνταν τον κομμουνισμό και ήταν αντίθετοι με αυτόν.
Φυσικά, η ουδετερότητα της Βρετανίας λειτούργησε ουσιαστικά υπέρ του Φράνκο, αφού η Επιτροπή Μη Επέμβασης που συνέστηθη με πρωτοβουλία της Βρετανίας εμπόδιζε μεν τον ευχερή εφοδιασμό της δημοκρατικής Ισπανίας, αλλά όχι και της εθνικιστικής – δεν έπρεπε να εξοργιστούν οι Χίτλερ και Μουσολίνι, τη στιγμή μάλιστα που η Βρετανία επιχειρούσε να επαναπροσέγγισει τον Ιταλό δικτάτορα για να τον χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην επεκτατική πολιτική του Χίτλερ.
Από την άλλη πλευρά, η Γαλλία, ανίσχυρη πολιτικά και βαθιά διχασμένη στο εσωτερικό, είχε εκ των πραγμάτων προσδεθεί στο βρετανικό άρμα ελπίζοντας έτσι να διασωθεί από την ολοένα και αυξανόμενη γερμανική απειλή. Στο διάστημα από το 1918 έως το 1936, η Γαλλία βρισκόταν σε συνεχή κατάπτωση. Όταν μάλιστα ξέσπασε ο ισπανικός πόλεμος, η νέα κυβέρνηση της Γαλλίας, το «Λαϊκό Μέτωπο» υπό τον Λεόν Μπλουμ, βρισκόταν στην εξουσία μόλις έξι εβδομάδες. Ο Μπλουμ και για ιδεολογικούς λόγους επιθυμούσε να ενισχύσει τη δημοκρατική Ισπανία.
Αυτό όμως θα έπρεπε να γίνει με άκρα μυστικότητα, ώστε να μην εξεγερθεί η γαλλική δεξιά αντιπολίτευση, οπαδοί της οποίας συγκρούονταν καθημερινά με οπαδούς της Αριστεράς στους δρόμους των γαλλικών μεγαλουπόλεων. Διακινδυνεύοντας ακόμα και το ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, ο Μπλουμ αποφάσισε να αποστείλει πολεμικό υλικό, κυρίως μαχητικά αεροσκάφη, στη δημοκρατική Ισπανία.
Η γαλλική Δεξιά όμως ανακάλυψε τη μυστική συμφωνία και άρχισε μεγάλη επίθεση κατά του Μπλουμ, «ο οποίος, αδιαφορώντας για τις αμυντικές ανάγκες της Γαλλίας, έσπευδε να ενιχύσει τους ομοϊδεάτες του». Μοιραία, ο Μπλουμ υπαναχώρησε επισήμως. Ανεπισήμως οι γαλλικές αεροναυπηγικές εταιρείες πουλούσαν αεροσκάφη, χωρίς όμως τον οπλισμό τους, στη Δημοκρατία.
Την ίδια ώρα η δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας απέστειλε αντιπροσώπους της στη Γαλλία με αίτημα την αγορά φορητού οπλισμού και πυροβόλων. Πράγματι, η κυβέρνηση Μπλουμ πούλησε όπλα στη δημοκρατία. Φρόντισε όμως να της πουλήσει ό,τι παλαιότερο είχε στις αποθήκες του ο Γαλλικός Στρατός, και μάλιστα σε πολύ υψηλές τιμές.
Ακόμα και αυτές οι παραδόσεις υλικού όμως έπρεπε να σταματήσουν. Η Βρετανία προειδοποίησε τη Γαλλία ότι αν συνέχιζε να ενισχύει τη Δημοκρατία, η ίδια δεν θα μπορούσε να αποτρέψει τους δικτάτορες να ενισχύουν τον Φράνκο. Υπήρχε άλλωστε ο κίνδυνος ο ισπανικός πόλεμος να κλιμακωθεί και να προκαλέσει την έκρηξη νέου ευρωπαϊκού πολέμου, τόνιζε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ίντεν στον Γάλλο ομόλογο του, Ντελμπός. Αργότερα, ο Ντελμπός εξομολογήθηκε ότι κατά τη διάρκεια των συνομιλιών, ο Ίντεν του είχε αναφέρει ότι ο ίδιος προτιμούσε να νικήσουν οι Εθνικιστές από το να δει την Ισπανία «κόκκινη».
Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει μάλλον να ιδωθεί και η βοήθεια που ήδη είχαν προσφέρει οι Βρετανοί στον Φράνκο τις πρώτες μέρες εκδήλωσης του κινήματος, αλλά και πριν, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του. Η βρετανική βάση του Γιβραλτάρ είχε καταστεί κέντρο διασποράς της εθνικιστικής προπαγάνδας προς το δυτικό κόσμο.
Από τους Εθνικιστές πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί, οι Βρετανοί δημοσιογράφοι εκμαίευαν ιστορίες φρίκης για την «ερυθρά λαίλαπα» που έπληττε την Ισπανία, τις οποίες και διοχέτευαν σε όλο τον κόσμο.
Επίσης, τα μέσα επικοινωνιών της βάσης εξυπηρέτησαν το Στρατό των κινηματιών, στα πρώτα και κρίσιμα στάδια του πολέμου. Την ίδια ώρα το βρετανικό θωρηκτό «Queen Elizabeth» απέτρεπε το δημοκρατικό στόλο από το βομβαρδισμό του ελεγχόμενου από τους Εθνικιστές λιμένα της Αλγκεθίρα.
Οι Αμερικανοί επισήμως τήρησαν ουδέτερη στάση. Αμερικανικών συμφερόντων όμως εταιρείες βοήθησαν όσο μπορούσαν τον Φράνκο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι Εθνικιστές παρέλαβαν περισσότερους από 3.500.000 τόνους πετρελαίου, με πίστωση από αμερικανικές εταιρείες. Άλλες εταιρείες, όπως η Ford ή η ΙΤΤ, ενίσχυσαν οικονομικά και υλικά τους Εθνικιστές, αλλά και τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λίγο αργότερα.
Ο ίδιος ο Ισπανός υφυπουργός Εξωτερικών δήλωσε σε κλειστό κύκλο το 1945 ότι «χωρίς το αμερικανικό πετρέλαιο, χωρίς τα αμερικανικά οχήματα και χωρίς τις αμερικανικές πιστώσεις, δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσουμε τον εμφύλιο πόλεμο».
Και όμως, ήταν η στάση των δυτικών δυνάμεων που ανάγκασε τη Δημοκρατία να καταστεί φέουδο του Στάλιν. Από τη στιγμή που η Σοβιετική Ένωση ήταν η μόνη χώρα που προμήθευε αφειδώς όπλα στους Δημοκρατικούς, ήταν απολύτως λογικό να ισχυροποιηθούν οι Ισπανοί κομμουνιστές και να γίνουν τελικά οι ρυθμιστές της κατάστασης και οι κυρίαρχοι στη δημοκρατική Ισπανία, μαζί με τους χιλιάδες «συμβούλους» που έστειλε ο Στάλιν.
Είναι δεδομένο ότι από ένα σημείο και έπειτα η δημοκρατική κυβέρνηση ουσιαστικά δεν υφίστατο. Με την ισχύ των ρωσικών όπλων, η δημοκρατική Ισπανία κυβερνιόταν από τους κομμουνιστές.
Γερμανία και Ιταλία
Οι στρατιωτικοί, πριν καν επιχειρήσουν το κίνημά τους, είχαν έρθει σε επαφή με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς. Ο αρχηγός του κινήματος στρατηγός Σανχούρχο, την ημέρα που εξερράγη το κίνημα –19 Ιουλίου– είχε εξουσιοδοτήσει τον Λουίς Μπολίν, τον μετέπειτα αξιωματικό Πληροφοριών του Φράνκο, να μεταβεί στη Ρώμη και να ζητήσει εκ μέρους του βοήθεια από τον Μουσολίνι.
Την ίδια μέρα ο Σανχούρχο σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, υποκινούμενο από τον Φράνκο, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ο οποίος και τον διαδέχθηκε ως επικεφαλής του κινήματος. Ο Μπολίν έγινε δεκτός από τους Τσιάνο και Μουσολίνι, οι οποίοι με ενθουσιασμό δέχθηκαν να βοηθήσουν «στην εξόντωση του κομμουνισμού στη Μεσόγειο».
Στις 30 Ιουλίου ο Μπολίν έφτανε με εννέα ιταλικά βομβαρδιστικά στο Μαρόκο. Ήταν μόνο μια μικρή προκαταβολή. Σύντομα οι Εθνικιστές θα ενισχύονταν με μαχητικά Fiat 32, αρματίδια CV 33 και 35, με βαρύ πυροβολικό, ακόμα και με στρατιώτες – ένα ολόκληρο ιταλικό Σώμα Στρατού, δυνάμεως τεσσάρων μεραρχιών στο απόγειο της ισχύος του έδρασε στην Ισπανία.
Αργότερα, η Ιταλία πούλησε ακόμα και υποβρύχια στους Εθνικιστές την ώρα που τα υποβρύχια του Ιταλικού Ναυτικού απέκλειαν τα δημοκρατικά λιμάνια και βύθιζαν τα σοβιετικά πλοία. Η Ιταλία ήταν η χώρα που βοήθησε καταλυτικά τον Φράνκο, υπολογίζοντας σε συμμαχία μαζί του κατά των Βρετανών όταν θα ξεκινούσε ο νέος μεγάλος πόλεμος. Αντίθετα, η Γερμανία του Χίτλερ περιορίστηκε στην αποστολή ποιοτικής και όχι ποσοτικής ενίσχυσης, με το αζημίωτο φυσικά.
Ο ίδιος ο Φράνκο ζήτησε αρχικά τη διάθεση των μεταγωγικών Ju 52 με τα οποία πέρασε τη Στρατιά της Αφρικής από το Μαρόκο στην Ισπανία. Ωστόσο, η σημασία αυτής της αερογέφυρας έχει μάλλον υπερεκτιμηθεί. Στις πρώτες κρίσιμες μέρες, τα Ju 52 δεν μετέφεραν περισσότερους από 1.500 στρατιώτες στο μητροπολιτικό ισπανικό έδαφος.
Χρειάστηκαν δύο περίπου μήνες για να περάσουν τα αφρικανικά στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η δε μεταφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας τους έγινε με πλοία, χάρη στην αδράνεια που δημοκρατικού στόλου, ο οποίος βεβαίως διοικούνταν από επαναστατική επιτροπή ναυτών.
Στα μέσα Αυγούστου οι Γερμανοί έστειλαν 20 Ju 52 και 6 διπλάνα καταδιωκτικά Heinkel 51. Σταδιακά εστάλησαν και άλλα αεροσκάφη, αντιεροπορικά πυροβόλα και ελαφρά άρματα μάχης Pz I. Τα τελευταία συνόδευσε στην Ισπανία ο συνταγματάρχης φον Τόμα, ο μετέπειτα τελευταίος διοικητής του περίφημου Άφρικα Κόρπς. Οι γερμανικές αεροπορικές και αντιεροπορικές μονάδες στην Ισπανία συντάχθηκαν το Νοέμβριο του 1936 υπό ενιαία διοίκηση, συγκροτώντας τη «Λεγεώνα Κόνδωρ» (αρχικά η λεγεώνα διέθετε 36 μόλις μαχητικά He 51 και άλλα τόσα Ju 52 μετασκευασμένα σε βομβαρδιστικά).
Αντίθετα με τα όσα διακήρυττε η δημοκρατική προπαγάνδα, η γερμανική βοήθεια προς τους Εθνικιστές δεν ήταν ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά ανάλογη αυτής που η Δημοκρατία λάμβανε από τη Σοβιετική Ένωση. Τα γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη He 51 ήταν σαφώς κατώτερα σε επιδόσεις των σοβιετικών καταδιωκτικών Polikarpov I 15, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Δημοκρατικοί, και εντελώς ξεπερασμένα απέναντι στα επίσης σοβιετικά Polikarpov Ι 16, που απέστειλαν αργότερα οι Σοβιετικοί.
Μόνο από την άνοιξη του 1937 και μετά, με την άφιξη των πρώτων καταδιωκτικών Μesserschmitt Βf 109 B, μπορεί να λεχθεί ότι η Λεγεώνα Κόνδωρ απέκτησε ποιοτική υπεροχή απέναντι στη Δημοκρατική Αεροπορία. Η υπεροχή των Γερμανών έναντι των Σοβιετικών και των δημοκρατικών Ισπανών έγκειτο στην καλύτερη εκπαίδευση των πληρωμάτων τους και μόνο, και στην ικανότητά τους να ενεργούν εν στενώ συνδέσμο με τις χερσαίες δυνάμεις.
Αντίθετα η Δημοκρατική Αεροπορία ουδέποτε κατόρθωσε να υποστηρίξει με επιτυχία τις φίλιες χερσαίες δυνάμεις, ακόμα και αν είχε κατορθώσει να αποκτήσει τοπική αεροπορική υπεροχή.
Στον τομέα των αρμάτων μάχης επίσης οι Δημοκρατικοί υπερείχαν έως το τέλος του πολέμου ποιοτικά, και κατά περίσταση και αριθμητικά. Οι Εθνικιστές χρησιμοποίησαν κυρίως ιταλικά αρματίδια Cv 33 και 35, τα οποία είχαν λεπτότατη θωράκιση, διατρητή κατά περίπτωση ακόμα και από πολυβόλα, και ήταν οπλισμένα με ένα ή δύο πολυβόλα.
Τα δε γερμανικά άρματα Pz I ήταν επίσης ελαφρά θωρακισμένα και οπλισμένα με δύο πολυβόλα των 7,92 χιλ. Μόνο τους τελευταίους μήνες του πολέμου απέστειλαν οι Γερμανοί στην Ισπανία άρματα Pz II, οπλισμένα με πυροβόλο των 20 χιλ., τα οποία όμως δεν πρόλαβαν να συμμετάσχουν. Απέναντι στα άρματα αυτά οι Δημοκρατικοί μπορούσαν να παρατάξουν τα εξαίρετα σοβιετικά ελαφρά άρματα Τ 26 και ΒΤ 7 (λίγα σε αριθμό) που διέθεταν και τα οποία ήταν οπλισμένα με πυροβόλο των 45 χιλ., ικανό να συντρίψει τα εθνικιστικά άρματα από μεγάλη απόσταση.
Στον τομέα των αντιαρματικών όπλων, οι Εθνικιστές ήταν κυρίως εξοπλισμένοι με τα γερμανικά αντιαρματικά πυροβόλα PAK 36 των 37 χιλ. και τα άχρηστα ιταλικά αντιαρματικά πυροβόλα των 47 χιλ. Οι Δημοκρατικοί από την πλευρά τους διέθεταν σοβιετικά αντιαρματικά πυροβόλα των 45 χιλ. και γαλλικά των 25 και των 47 χιλ.
Δεν ήταν λοιπόν η έλλειψη πολεμικού υλικού που υποχρέωσε τη Δημοκρατία σε ήττα. Ήταν ο τραγικός τρόπος χειρισμού του υλικού αυτού, σε στρατηγικό, τακτικό αλλά και ατομικό επίπεδο. Σύμφωνα με έναν Βρετανό εθελοντή των Διεθνών Ταξιαρχιών, οι Ισπανοί Δημοκρατικοί πολιτοφύλακες δεν είχαν καλές σχέσεις με τη συντήρηση του οπλισμού τους. Ακόμα και μετά τη μάχη δεν φρόντιζαν ούτε για τον καθαρισμό του ατομικού τους τυφεκίου. Τα περισσότερα τυφέκια ήταν κατασκουριασμένα, αναφέρει ο Βρετανός εθελοντής.
Ο Χίτλερ αποφάσισε σωστά, για τα σχέδιά του, να εμπλακεί στην Ισπανία με το μικρότερο δυνατό κόστος και το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος του επέτρεπε να αποσπάσει την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης από την κεντρική Ευρώπη και τις ενέργειες του εκεί.
Έστρεφε τα ενοχλητικά βλέμματα από το εσωτερικό της Γερμανίας στην Ισπανία και ενίσχυε τη διεθνή θέση της Γερμανίας. Από την άλλη, ο Χίτλερ πραγματικά επιθυμούσε την επικράτηση του Φράνκο, όχι τόσο για λόγους ιδεολογικής ταύτισης μαζί του, όπως αρέσκονται να αναφέρουν οι αριστεροί ιστορικοί, αλλά για λόγους καθαρά πρακτικούς.
Ο Χίτλερ δεν ασκούσε συναισθηματική πολιτική, όπως ο Λατίνος σύμμαχός του Μουσολίνι. Μια εθνικιστική Ισπανία στοιχειοθετούσε αυτωμάτως απειλή στα νώτα της αντιπάλου της Γερμανίας, Γαλλίας. Παράλληλα, η συμμαχία με τον Φράνκο θα του επέτρεπε να ελέγχει ουσιαστικά την είσοδο της Μεσογείου και κατ’ επέκταση θα του επέτρεπε τον αποκλεισμό του βρετανικού στόλου.
Επίσης, ο Χίτλερ είχε και οικονομικά οφέλη. Όλες οι πληρωμές πολεμικού υλικού γίνονταν σε χρυσό ή άλλα στρατηγικά υλικά –κυρίως χαλκό– απαραίτητα για τη γερμανική πολεμική μηχανή, η οποία την περίοδο εκείνη βρισκόταν υπό ανάπτυξη. Τέλος, η Ισπανία αποτέλεσε για τον Χίτλερ ένα εκτεταμένο πεδίο δοκιμών των νέων τακτικών δογμάτων της Λουφτβάφε και της Πάντσερβάφε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1940 ο Χίτλερ έθεσε υπό την κρίση του Φράνκο το σχέδιο «Φέλιξ», το οποίο αφορούσε την κατάληψη του Γιβραλτάρ από ένα γερμανικό Σώμα Στρατού, το οποίο θα περνούσε μέσα από το ισπανικό έδαφος. Ο Φράνκο, αφού κέρδισε όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε, απέρριψε τελικά το σχέδιο προς μεγάλη απογοήτευση του Χίτλερ.
Ο πονηρός Ισπανός δεν επιθυμούσε την εμπλοκή της χώρας του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην πλευρά μάλιστα αυτών που, όπως πίστευε, θα ήταν οι ηττημένοι. Η όλη βοήθεια του Φράνκο προς τον Χίτλερ κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου περιορίστηκε στην αποστολή της «Γαλάζιας Μεραρχίας» (Αζούλ) των εθελοντών της Φάλαγγας στο Ανατολικό Μέτωπο το 1941.
Σοβιετική Ένωση και Κομιντέρν
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος δεν απασχόλησε εξαρχής τον Σοβιετικό δικτάτορα Στάλιν. Το 1936 ο Στάλιν ετοιμαζόταν να αρχίσει τις εκκαθαρίσεις στον Ερυθρό Στρατό, εκκαθαρίσεις οι οποίες μετέβαλαν τον ισχυρότερο στρατό του κόσμου σε ένα άχρηστο, μαλθακό σώμα. Εξάλλου τυχόν εμπλοκή του ίσως προκαλούσε πόλεμο με τη Γερμανία, ενδεχόμενο που ο Στάλιν απευχόταν.
Η σιγή του Στάλιν, όμως, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ψιθύρους δυσαρέσκειας στους απανταχού κομμουνιστές. Ιδιαίτερα αντέδρασε ο εξόριστος Τρότσκι, ο οποίος κατηγόρησε τον αντίπαλό του για προδοσία της ισπανικής επανάστασης.
Ο Στάλιν λοιπόν, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να αντιδράσει. Ολόκληρη σοβιετική επικράτεια συνταράχθηκε από «αυθόρμητες» διαδηλώσεις των Σοβιετικών πολιτών υπέρ της δημοκρατικής Ισπανίας, προσδίδοντας έτσι στον Στάλιν τη δικαιολογία που ζητούσε για να επέμβει.
Αρχικά εστάλησαν «σύμβουλοι» στην Ισπανία, έχοντας ως αποστολή την «καθοδήγηση» του μικρού Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος και τη διεύρυνσή του. Από τον Οκτώβριο του 1936 άρχισαν οι μαζικές παραδόσεις πολεμικού υλικού και η αποστολή «στρατιωτικών» συμβούλων, Σοβιετικών αλλά και ξένων, κυρίως Ούγγρων, Ιταλών, Γερμανών κομμουνιστών.
Περί τους 4.000 Σοβιετικούς στρατιωτικούς συμβούλους υπηρέτησαν στην Ισπανία, κυρίως ως διοικητές σχηματισμών, καθοδηγητές μονάδων, ειδικοί στη χρήση αρμάτων μάχης και ως χειριστές αεροσκαφών. Επίσης, η ΝΚVD, η αντίστοιχη των SS οργάνωση της Σοβιετικής Ένωσης, δημιούργησε ειδικό παράρτημα στη Μαδρίτη, με επικεφαλής τον Ορλόφ.
Ο πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης στη Μαδρίτη, ο Εβραίος Ρόζενμπεργκ, εξελίχθηκε σε ηγετική φυσιογνωμία για τα πολιτικά πράγματα στη δημοκρατική Ισπανία, έως την «εκκαθάρισή» του από τον Στάλιν. Ο στρατηγός Γκόριεφ αποτέλεσε ουσιαστικά τον διοικητή του Δημοκρατικού Στρατού στη Μαρδίτη, τον οποίο τυπικά διοικούσε ο όχι ιδιαίτερα ικανός Μιάχα.
Ειδικός σύμβουλος επί των αρμάτων μάχης ήταν ο στρατηγός Παβλόφ (κωδικό όνομα, Πάμπλο), ο οποίος εκτελέστηκε από τον Στάλιν το 1941. Στην Ισπανία εστάλη και ο Ιλία Έρεμπουργκ, καθώς και πλήθος Ευρωπαίων κομμουνιστών, μεταξύ των οποίων ξεχώριζαν ο Ιταλός Τολιάτι (γενικός γραμματέας του ΚΚΙ εν εξορία), οι Κλέμπερ, Βάλτερ, Γκάλ και Τσόπικ και ο γνωστός και σε εμάς τους Έλληνες, Βούλγαρος Δημητρόφ, ο οποίος έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο την περίοδο 1943-49.
Συνολικά η Σοβιετική Ένωση απέστειλε στη δημοκρατική Ισπανία περισσότερα από 1.000 μαχητικά αεροσκάφη και πολλές δεκάδες βομβαρδιστικών Tupolev SB 2. Πολλά ακόμα μαχητικά Ι 15 κατασκευάστηκαν στα εργοστάσια της Δημοκρατίας με σοβιετική τεχνογνωσία. Οι Δημοκρατικοί εξασφάλισαν άλλα 300 αεροσκάφη από άλλες πηγές, κυρίως από τη Γαλλία και τη Βρετανία και λιγότερο από τις ΗΠΑ.
Οι Σοβιετικοί παραχώρησαν επίσης στη Δημοκρατία τουλάχιστον 800 άρματα μάχης και 400 θωρακισμένα οχήματα, 1.500 πεδινά και αντιαρματικά πυροβόλα, 4.000.000 βλήματα πυροβόλων, 15.000 πολυβόλα και 500.000 τυφέκια. Σίγουρα, η ήττα της Δημοκρατίας δεν οφειλόταν λοιπόν στην έλλειψη υλικού.
Πρέπει πάντως να τονιστεί ότι η Σοβιετική Ένωση παραχώρησε το πολεμικό υλικό στη Δημοκρατία με το αζημίωτο, καθώς η τελευταία παραχώρησε «προς φύλαξη» το 70% των αποθεμάτων χρυσού της Ισπανίας στον Στάλιν.
Υποχρεώθηκε δε να πληρώσει 80.000 δολάρια (σε τιμές του 1936) στη Σοβιετική Ένωση ως μεταφορικά έξοδα για το χρυσό! Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Στάλιν ζήτησε και έλαβε επιπλέον 70.000 δολάρια για τα έξοδα αποθήκευσης του χρυσού και 174.000 δολάρια κατ’ έτος για τα έξοδα φύλαξης του ισπανικού χρυσού στα σοβιετικά θησαυροφυλάκια.
Η σοβιετική βοήθεια λοιπόν κόστισε πολύ ακριβά στη Δημοκρατία, ακριβότερα από ό,τι θα της στοίχιζε στην ελεύθερη αγορά, αν φυσικά μπορούσε να αγοράζει όπλα από αυτή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η συμπεριφορά του Στάλιν απείχε παρασάγγας από τα επαναστατικά ιδεώδη που με θράσος υποστήριζε πως πρέσβευε.
Το τραγικότερο βέβαια είναι ότι στο βωμό αυτών των ιδεωδών θυσίασαν τη ζωή τους πολλοί. Φυσικά, οι αγνοί ιδεολόγοι κομμουνιστές δεν είχαν καμία σχέση με τις ατιμίες του «πατερούλη» Στάλιν. Πιστοί στην ιδεολογία τους, κατατάχθηκαν κατά χιλιάδες στις Διεθνείς Ταξιαρχίες, πολέμησαν και πολλοί σκοτώθηκαν υπερασπιζόμενοι τα «πιστεύω» τους.
Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες υπήρξαν δημιούργημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, της γνωστής Κομιντέρν. Η ιδέα συγκρότησής τους ανήκε στον Γάλλο κομμουνιστή ηγέτη Μορίς Τορέ. Η σκέψη του Τορέ ήταν να συγκροτήσει ένα στρατιωτικό Σώμα αποτελούμενο από εξόριστους κυρίως κομμουνιστές από κάθε γωνιά της γης.
Σταδιακά όμως στις ταξιαρχίες εντάχθηκαν και μη διωκόμενοι, ακόμα και μη κομμουνιστές – τουλάχιστον το 45% των ανδρών δεν ανήκε σε κομμουνιστικά κόμματα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου τουλάχιστον 35.000 άνδρες πολέμησαν ενταγμένοι στις ταξιαρχίες, προερχόμενοι από 53 διαφορετικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εργάτες, αγρότες ή άνεργοι, είχαν μικρή επαφή με τη «διαφώτιση» των κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών τους και ελάχιστα ήταν σε θέση να γνωρίζουν τι σημαίνει πόλεμος. Όλοι τους πάντως είχαν καλές προθέσεις, και η συμμετοχή τους στις ταξιαρχίες αποτελούσε συνειδητή επιλογή, για την οποία όμως πολύ σύντομα πολλοί από αυτούς μετάνιωσαν.
Η μεταστροφή αυτή είχε κυρίως να κάνει με τον τρόπο διοίκησης των ταξιαρχιών και χρησιμοποίησής τους στις μάχες, αλλά και με τη συμπεριφορά ορισμένων κομματικών αξιωματούχων. Ένας από αυτούς, ο Γάλλος Αντρέ Μαρτί, ήταν υπέυθυνος, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, για τις εκτελέσεις 500 τουλάχιστον «ταξιαρχιτών».
Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν κατηγορηθεί είτε για δειλία ενώπιον του εχθρού, είτε για κατασκοπία, είτε για αντικομμουνιστική δράση. Η τελευταία κατηγορία αποδίδετο συνήθως σε ταξιαρχίτες οπαδούς άλλου, μη ορθοδόξου κομμουνιστικού δόγματος, όπως για παράδειγμα στους τροτσκιστές ή στους αναρχικούς.
Οι Διεθνείς Ταξιαρχίες για λόγους εξυπηρέτησης της κομμουνιστικής προπαγάνδας θεωρήθηκαν ως επίλεκτα τμήματα, ως το αντίδοτο στη Λεγεώνα των Ξένων των Εθνικιστών. Φυσικά, οι άνδρες των ταξιαρχιών ήταν ανώτεροι των Ισπανών πολιτοφυλάκων, έχοντας υποστεί πολλοί από αυτούς –οι μη Αγγλοσάξονες– στρατιωτική εκπαίδευση στις χώρες τους.
Αρκετοί επίσης ήταν βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα λοιπόν με τους έως τότε άκαπνους Ισπανούς, γνώριζαν τι σημαίνει στρατός και πόλεμος. Σε καμία περίπτωση όμως οι ταξιαρχίες δεν αποτελούνταν από επίλεκτα τμήματα.
Έδιναν αυτή την εντύπωση λόγω της επιμονής των εκπαιδευτών τους στην ορθή εκτέλεση των ασκήσεων πυκνής τάξης. Υπέφεραν όμως και αυτές από τα ίδια προβλήματα τα οποία ταλάνιζαν και τις ισπανικές μονάδες. Αναμφισβήτητα οι άνδρες των ταξιαρχιών πολέμησαν γενναία, εμπνεόμενοι από τις ιδεολογικές τους παρακαταθήκες.
Κατά τα άλλα, η καθαρά στρατιωτική εκπαίδευση των ταξιαρχιών ήταν ελλιπέστατη και η στελέχωσή τους, τραγική, στις περισσότερες περιπτώσεις τουλάχιστον. Πολλά στελέχη των ταξιαρχιών όφειλαν την ανέλιξή τους στην κομματική πειθαρχία που επιδείκνυαν και όχι στις ικανότητές τους.
Η ανεπάρκειά τους ήταν δε εμφανέστατη στις μάχες και είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ασκόπων, σοβαρών απωλειών.