Ο νέος διοικητής της Στρατιάς της Ιταλίας φαινόταν και ήταν εξαιρετικά δραστήριος. Αφού ρώτησε τους διοικητές του για την κατάσταση των ανδρών τους και έλαβε τις πιο απογοητευτικές απαντήσεις, τους δήλωσε με στόμφο: «Κύριοι, αύριο να ετοιμάσετε το στράτευμα για επιθεώρηση. Μεθαύριο ξεκινάμε». Μάταια προσπάθησαν να τον μεταπείσουν. «Δεν υπάρχουν εφόδια, τροφές, χρήματα», του είπαν. Αυτός όμως επέμεινε.

Την επόμενη μέρα, η Στρατιά ήταν έτοιμη για επιθεώρηση. Ο Ναπολέων στάθηκε απέναντι στους άνδρες του, αντικρίζοντας τις μονάδες του παραταγμένες.

Η εικόνα τους ήταν απογοητευτική. Επρόκειτο για άνδρες με κουρελιασμένες στολές, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν ανυπόδητοι. Λίγα Θα μπορούσε να πει κανείς στους άνδρες αυτούς, στον ξεχασμένο αυτό Στρατό, που έως και το ψωμί τού έλειπε. Άρχισε να μιλά: «Στρατιώτες, είστε γυμνοί και χωρίς τροφή. Η πατρίδα σάς χρωστά πολλά, δεν μπορεί όμως να σας δώσει τίποτε.

Η υπομονή και το θάρρος που δείχνετε εδώ, ανάμεσα σε τούτα τα βράχια, είναι αξιοθαύμαστη, αλλά δεν σας προσδίδει δόξα. Ακολουθήστε με. Θέλω να σας οδηγήσω στις πιο γόνιμες πεδιάδες του κόσμου. Θα αποκτήσετε τιμές, δόξα και πλούτο».

Ελιγμοί επί εσωτερικών γραμμών

Σε λίγο η Στρατιά της Ιταλίας, όπως κατ’ ευφημισμόν ονομάζονταν οι τρεις μεραρχίες του Ναπολέοντα, ξεκίνησε την πορεία της. Θεωρητικά, διέθετε 45.000 άνδρες. Στην πράξη δεν μπορούσε να παρατάξει περισσότερους από 35.000.

Ο εχθρός όμως δεν τους περίμενε πριν από το καλοκαίρι και το λιώσιμο των χιονιών. Ωστόσο, ο Ναπολέων, ως γνήσιος μαθητής του Αννίβα, αποφάσισε ακριβώς να εκμεταλλευτεί τις καιρικές συνθήκες και να αιφνιδιάσει τις δύο αντίπαλες Στρατιές που βρίσκονταν απέναντι, αυτή του φον Κόλι -με 25.000 Πεδεμόντιους, η οποία φρουρούσε τις δυτικές εισόδους της πεδιάδας της Λομβαρδίας- και την αυστριακή Στρατιά του στρατηγού Μπόλιο, με 35.000 άνδρες.

Οι δύο «σύμμαχοι», κατά τα άλλα, στρατηγοί είχαν κάκιστες σχέσεις μεταξύ τους, με αποτέλεσμα και οι σύνδεσμοι μεταξύ των δυνάμεών τους να είναι σχεδόν ανύπαρκτοι. Αυτό ακριβώς θα εκμεταλλευόταν ο Ναπολέων, εφαρμόζοντας άριστα στην περίπτωση αυτή τον διάσημο ελιγμό του επί εσωτερικών γραμμών.

Την ώρα που με ένα μικρό τμήμα της Στρατιάς του θα απασχολούσε τη μία από τις εχθρικές Στρατιές, θα έριχνε τον όγκο των δυνάμεών του κατά της άλλης. Έχοντας νικήσει την πρώτη, θα αντέστρεφε την ίδια διαδικασία.

Ήταν Απρίλιος του 1796. Η ρακένδυτη Στρατιά του Ναπολέοντα διέσχισε με χίλιους κόπους τα ορεινά μονοπάτια και έλαβε θέσεις ανάμεσα στις δύο εχθρικές Στρατιές. Τον σύνδεσμο ανάμεσα σε αυτές εξασφάλιζε η μικρή μεραρχία -6.000 ανδρών- του Αυστριακού στρατηγού Αρτζεντάου, που στάθμευε στο Μοντενότε. Ο Ναπολέων επιτέθηκε εναντίον της.

Οι Αυστριακοί πάντως, αν και λιγότεροι, κρατούσαν έως τη στιγμή που ο Μασενά τούς πλευροκόπησε και τους ανάγκασε να υποχωρήσουν.

Η νίκη είχε σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο ηθικό των αντίπαλων στρατιωτών, όσο και στην τακτική κατάσταση στην περιοχή. Οι εχθρικές Στρατιές είχαν οριστικά αποσυνδεθεί. Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Σύμφωνα με το σχέδιό του, ο Ναπολέων σκόπευε να επιτεθεί πρώτα στους Πεδεμόντιους, αφήνοντας τη μεραρχία του Μασενά να απασχολεί τους Αυστριακούς.

Ο Μασενά όμως ηττήθηκε από την αυστριακή μεραρχία του Βουκάσοβιτς και έχασε όλο το πυροβολικό του. Ο Ναπολέων πάντως δεν απογοητεύτηκε. «Η τύχη των όπλων, αγαπητέ Μασενά, αλλάζει από μέρα σε μέρα. Ό,τι χάσαμε σήμερα θα το κερδίσουμε αύριο», αρκέστηκε να του πει.

Στις 16 Απριλίου, ο Ναπολέων επανέλαβε την επίθεση κατά του Κόλι. Με εμπροσθοφυλακή τη μεραρχία του Οζερό, επιτέθηκε στις εχθρικές θέσεις στο χωριό Τσέβα. Οι Πεδεμόντιοι αρχικά απέκρουσαν τις γαλλικές επιθέσεις. Σταδιακά, όμως, καθώς η γαλλική πίεση αυξήθηκε, δεν άντεξαν και υποχώρησαν, καταδιωκόμενοι.

Ο Κόλι προσπάθησε και κατάφερε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του με τις οποίες κατέλαβε μια φύσει οχυρή τοποθεσία στο Μοντόβι. Εναντίον της ισχυρής αυτής τοποθεσίας, ο Ναπολέων επιτέθηκε την 21η Απριλίου και, ύστερα από σφοδρή μάχη, τη διέσπασε. Σημαντικό ρόλο στη νίκη διαδραμάτισε ο στρατηγός Σερουριέρ, ο οποίος ηγήθηκε προσωπικά της εφόδου της μεραρχίας του.

Σύντομα, η υποχώρηση των Ιταλών μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή. Ο Στρατός τους είχε χάσει πια το ηθικό του και σύντομα είχε μετατραπεί σε μια τρομοκρατημένη μάζα.

Ο Ναπολέων συνέχισε την καταδίωξη του ηττημένου Στρατού. Σε λίγο, κάθε αντίσταση είχε καταρρεύσει και ο βασιλιάς της Σαβοΐας Βίκτωρ Αμαντέους αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Έτσι, με τη συνθήκη του Κεράσκο, το Βασίλειο Σαβοΐας-Πεδεμοντίου αποσύρθηκε ουσιαστικά από τον πόλεμο.

Μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, ο Ναπολέων είχε εξουδετερώσει τον έναν από τους δύο αντίπαλους Στρατούς, ενώ είχε ουσιαστικά περιορίσει το ιταλικό βασίλειο σε προτεκτοράτο της Γαλλίας. Σιγά-σιγά, ο Στρατός του έφτασε στις παρυφές της καταπράσινης πεδιάδας του Πεδεμοντίου.

Αφού ξεκούρασε και εφοδίασε τις δυνάμεις του, ο Ναπολέων ετοιμάστηκε να καταδιώξει τους Αυστριακούς από την Ιταλία. Οι Αυστριακοί, έπειτα από τη συντριβή των συμμάχων τους, είχαν αναπτυχθεί αμυντικά κατά μήκος του Πάδου και των παραποτάμων του καλύπτοντας το σημαντικότερο σημείο στηρίγματός τους στη βόρεια Ιταλία, την οχυρωμένη Μάντοβα.

Στις 8 Μαΐου, οι Γάλλοι διέσχισαν τον ποταμό κοντά στην Πιατζέντζα, απειλώντας να αποκόψουν τους Αυστριακούς από τη Μάντοβα. Ο Μπόλιο αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι αργοκίνητοι Αυστριακοί δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους ταχύτατα κινούμενους αντιπάλους τους, γι’ αυτό, φοβούμενος μήπως κυκλωθεί, ο Μπόλιο οπισθοχώρησε ξανά, αφήνοντας τον στρατηγό Σεμπότεντορφ με 10.000 άνδρες να υπερασπίσει τη σημαντική γέφυρα του ποταμού Άντα στην πόλη Λόντι.

Στις 09.00 της 10ης Μαΐου του 1796, ο Ναπολέων, επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής του, έφτασε μπροστά στη μικρή πόλη Λόντι. Αμέσως διέταξε τους ιππείς του να εκκαθαρίσουν τις παρυφές της πόλης από τα εχθρικά φυλάκια διαθέτοντάς τους και τέσσερα ελαφρά πυροβόλα.

Το γαλλικό ιππικό εξουδετέρωσε γρήγορα τους αντιπάλους, τους οποίους και ανάγκασε να υποχωρήσουν μέσα στην πόλη. Την ίδια στιγμή, οι αυστριακές δυνάμεις εγκατέλειπαν την πόλη μέσω της γέφυρας. Μόνο ένα τάγμα πεζικού και δύο ίλες ιππικού παρέμειναν στην πόλη Λόντι για να καθυστερήσουν τους Γάλλους. Γρήγορα όμως και η οπισθοφυλακή αυτή εγκατέλειψε τη βομβαρδιζόμενη από τους Γάλλους πόλη και διέσχισε τη γέφυρα. Η πόλη βρισκόταν πια στα χέρια του Ναπολέοντα, ο οποίος όμως δεν διέθετε αρκετό πεζικό για να αποτολμήσει συνέχιση της επίθεσης.

Βέβαια, οι αγγελιαφόροι για τον Οζερό και τον Μασενά είχαν ήδη ξεκινήσει μεταφέροντας επείγοντα μηνύματα στους δύο στρατηγούς να σπεύσουν στη γέφυρα όπου κρινόταν η νίκη. Όμως, ώσπου να φτάσει ο όγκος των γαλλικών δυνάμεων εκεί, οι Αυστριακοί είχαν τοποθετήσει στη γέφυρα και στην ανατολική όχθη του ποταμού 20 περίπου πυροβόλα. Μόλις αφίχθησαν οι πρώτες ενισχύσεις, ο Ναπολέων επιτέθηκε αμέσως στη γέφυρα. Ωστόσο, τρεις επιθέσεις απέτυχαν, με μεγάλες απώλειες. Ο πεισματάρης Κορσικανός όμως επιχείρησε και νέα επίθεση, τιθέμενος ο ίδιος επικεφαλής.

Με μεγάλη ορμή αυτή τη φορά, οι Γάλλοι στρατιώτες ανέτρεψαν την αντίσταση των Αυστριακών και κατέλαβαν τη γέφυρα. Οι Αυστριακοί συνέχισαν να υποχωρούν, ενώ μετά τη νίκη τους και οι Γάλλοι, στις 15 Μαΐου, μπήκαν θριαμβευτικά στο Μιλάνο. Οι Αυστριακοί, εκτός από ένα μέρος των δυνάμεών τους που υποχώρησε προς Βορρά, έπειτα από μερικές μάχες οπισθοφυλακών υποχώρησαν στην καλά οχυρωμένη πόλη-φρούριο της Μάντοβας, όπου και πολιορκήθηκαν.

Μάντοβα

Η Μάντοβα ήταν τοποθεσία μεγάλης στρατηγικής σημασίας, καθώς αποτελούσε το σταυροδρόμι που ένωνε τη νότια Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστρία. Ήταν λογικό και για τους δύο αντιπάλους να επιδιώκουν να τη θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Για τους Αυστριακούς, η απελευθέρωση της πολιορκημένης φρουράς ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου, όχι μόνο για τη σωτηρία της φρουράς των 12.500 ανδρών, αλλά γι’ αυτόν καθαυτόν τον έλεγχο της βόρειας Ιταλίας.

Έτσι, συγκρότησαν μια ισχυρή Στρατιά 50.000 περίπου ανδρών με την οποία σχεδίαζαν να ανατρέψουν τους Γάλλους, να άρουν την πολιορκία του οχυρού και, αφού ενωθούν και με τη φρουρά, να εκδιώξουν τους αντιπάλους τους από την Ιταλία. Διοικητής της Στρατιάς αυτής τέθηκε ο 73χρονος στρατηγός Ντάγκομπερτ Βίρμσερ.

Ο Βίρμσερ, αφού ενώθηκε με τα υπολείμματα των δυνάμεων του Μπόλιο, κινήθηκε νότια μέσω των λομβαρδικών Άλπεων. Φτάνοντας κοντά στη λίμνη Γκάρντα, χώρισε τις δυνάμεις του σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη, με 24.000 άνδρες υπό τον ίδιο, θα βάδιζε ανατολικά της λίμνης. Η δεύτερη, υπό τον στρατηγό Πέτερ Κουστάνοβιτς, με 18.000 άνδρες, θα κινούνταν δυτικά της λίμνης με στόχο να αποκόψει τις συγκοινωνίες των Γάλλων με το Μιλάνο. Το αριστερό πλευρό της φάλαγγας Βίρμσερ καλυπτόταν από μια μικρή δύναμη 5.000 ανδρών.

Την ίδια ώρα, στο γαλλικό στρατόπεδο, ο Ναπολέων ήταν ενήμερος για τις εχθρικές κινήσεις και αποφάσισε δράσει αμέσως. Αν επέμενε στην πολιορκία της Μάντοβα, κινδύνευε να βρεθεί κυκλωμένος από δύο εχθρικά τμήματα. Αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιορκία μαζί με το σύνολο των βαρέων πολιορκητικών του πυροβόλων και ολμοβόλων (179 συνολικά). Ο Βίρμσερ, αφού ενώθηκε και πάλι με το απόσπασμα που κάλυπτε το αριστερό του πλευρό, έφτασε μπροστά στην πόλη. Ήταν η ώρα να δράσει και πάλι ο Ναπολέοντας και να αναβιώσει ο κλασικός ελιγμός του επί εσωτερικών γραμμών. Αυτό απλώς σήμαινε ότι ο εχθρός θα προσβαλλόταν και θα κατακερματιζόταν τμηματικά.

Ο Ναπολέων σωστά έκρινε ότι τη μεγαλύτερη απειλή συνιστούσε η φάλαγγα του Κουστάνοβιτς που απειλούσε τη γραμμή των συγκοινωνιών του. Γι’ αυτό, αφού άφησε τον Σερουριέ με 9.000 άνδρες να επιτηρεί τη φρουρά της Μάντοβα και τον Οζερό να επιτηρεί τον Βίρμσερ, συγκέντρωσε ό,τι δυνάμεις είχε στη διάθεσή του και επιτέθηκε στον Κουστάνοβιτς στο Λονάτο, στις 3 Αυγούστου του 1796. Εκμεταλλευμένος την ταχύτητα των στρατευμάτων του, ο Ναπολέων διέσπασε τη δεξιά πτέρυγα των Αυστριακών και τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. Δύο μέρες αργότερα, οι Γάλλοι επιτέθηκαν ξανά κατά του Κουστάνοβιτς και εξολόθρευσαν τις δυνάμεις του. Τα θλιβερά υπολείμματα της δεξιάς αυστριακής αρπάγης τράπηκαν σε φυγή.

Ο Ναπολέων όμως είχε ήδη στραφεί προς τη δεύτερη απειλή, τον Βίρμσερ. Οι Αυστριακοί, 25.000 περίπου, είχαν σταματήσει στο Καστιλιόνε όπου αναπτύχτηκαν αμυντικά. Εναντίον τους ο Ναπολέων είχε συγκεντρώσει 30.000 άνδρες. Το σχέδιό του προέβλεπε απασχόληση του αυστριακού μετώπου και παράλληλα υπερκέραση του εχθρικού αριστερού πλευρού. Ωστόσο, λόγω κακού συγχρονισμού, τα γαλλικά τμήματα επιτέθηκαν τμηματικά και ο Βίρμσερ κατάφερε να αποκρούσει την επίθεση. Τότε ο Ναπολέων εξαπέλυσε κατά μέτωπο επιθέσεις, υποχρεώνοντας τον Βίρμσερ να υποχωρήσει με τάξη, με απώλειες 3.000 ανδρών.

Οι εξαντλημένες γαλλικές δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να καταδιώξουν τους Αυστριακούς. Πάντως, έστω και πύρρειος, η νίκη ήταν χρήσιμη αφού χάρη σε αυτήν αποκρούστηκε η πρώτη αυστριακή προσπάθεια άρσης της πολιορκίας της Μάντοβα, η οποία στις 24 Αυγούστου πολιορκήθηκε και πάλι στενά.

Στο μεταξύ, ο Βίρμσερ, μετά την προηγούμενη ήττα του, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει 35.000 άνδρες, με τους οποίους θα δοκίμαζε για δεύτερη φορά να διασπάσει τον κλοιό των Γάλλων γύρω από τη Μάντοβα. Αφού και πάλι διαχώρισε τις δυνάμεις του σε δύο τμήματα, ο ηλικιωμένος Αυστριακός στρατηγός άρχισε, επικεφαλής 20.000 ανδρών, να κατεβαίνει την κοιλάδα του ποταμού Μπρέντα. Άλλοι 15.000 Αυστριακοί στρατιώτες, υπό τον στρατηγό Νταβίντοβιτς, έμειναν κοντά στο Τρέντο για να καλύψουν το Τιρόλο. Ο Βίρμσερ, αν και ο υστερούσε αριθμητικά του αντιπάλου του, υπολόγιζε να τον αιφνιδιάσει ακολουθώντας ένα δρόμο μακρύτερο μεν, αλλά απρόσμενο.

Ο Αυστριακός στρατηγός όμως είχε και πάλι διαπράξει το ίδιο λάθος. Είχε διασπάσει τις δυνάμεις του επιτρέποντας στον Ναπολέοντα να εκτελέσει τον ίδιο ελιγμό των διαδοχικών πληγμάτων κατά των απομακρυσμένων μεταξύ τους Αυστριακών.

Πρώτα ήταν η σειρά του Νταβίντοβιτς να δοκιμάσει τη γαλλική ισχύ. Ο Νταβίντοβιτς, εκτελώντας πιστά την αποστολή που του είχε ανατεθεί, είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του στο στενό μεταξύ της ανατολικής όχθης του ποταμού Άντιτζε και των παρυφών των ιταλικών Άλπεων. Ο Αυστριακός στρατηγός είχε στηρίξει το δεξιό πλευρό του στο μικρό χωριό Μάρκο, καλύπτοντας τον μοναδικό δρόμο που σχεδόν ακολουθούσε την κοίτη του ποταμού. Απέναντι στην ισχυρή τοποθεσία των Αυστριακών είχε λάβει θέσεις η γαλλική εμπροσθοφυλακή, η μεραρχία του Μασενά, με 10.000 περίπου άνδρες. Παρά την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο ορμητικός Μασενά αποφάσισε να επιτεθεί.

Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1796, η μάχη του Ροβερόντο, όπως έμεινε γνωστή, άρχισε με την ορμητική έφοδο των Γάλλων κατά του εχθρικού δεξιού πλευρού. Στη σύγκρουση αυτή, το γαλλικό ελαφρύ πεζικό αποδείχθηκε πραγματικός βασιλιάς της μάχης, συντρίβοντας την απεγνωσμένη αντίσταση των γενναίων Γκρέντσνερ (αυστριακό ελαφρύ πεζικό) και διασπώντας τελικά την εχθρική γραμμή άμυνας στο χωριό Μάρκο. Την ίδια ώρα και το γαλλικό ελαφρύ ιππικό διέσπασε την εχθρική τοποθεσία στο ύψος του δρόμου. Το μόνο που κατόρθωσε ο Νταβίντοβιτς ήταν να περισώσει 8.000 άνδρες του, τρεπόμενος σε φυγή. Οι Γάλλοι αιχμαλώτισαν τουλάχιστον 6.000 Αυστριακούς και κατέσχεσαν 20 πυροβόλα.

Η μάχη στο Ροβερόντο αφύπνισε την ηγεσία και στα δύο στρατόπεδα. Ο Βίρμσερ συνειδητοποίησε ότι ο αντίπαλός του ήταν «αποκλεισμένος» στην κοιλάδα του Άντιτζε και αποφάσισε να το εκμεταλλευτεί κινούμενος στα νώτα του. Αλλά και ο Ναπολέων, έχοντας εξακριβώσει τις προθέσεις του αντιπάλου του, έδρασε ακαριαία. Αφού άφησε 10.000 περίπου άνδρες να φρουρούν την κοιλάδα του Άντιτζε, απέναντι στα υπολείμματα του Νταβίντοβιτς, ο ίδιος με την υπόλοιπη Στρατιά του κινήθηκε ταχύτατα προς τον Βίρμσερ με σκοπό, αν ήταν δυνατόν, να μην του επιτρέψει να εισέλθει στη λομβαρδική πεδιάδα.

Ο Ναπολέων, οδηγώντας τους άνδρες μέσω του Τρέντο, εισήλθε στην κοιλάδα του Μπρέντα, στα νώτα του Βίρμσερ. Στις 7 Σεπτεμβρίου, η μεραρχία του Οζερό πρόλαβε την οπισθοφυλακή του Βίρμσερ και την κατανίκησε στο Πριμολάνο. Την ίδια ώρα, η αυστριακή εμπροσθοφυλακή έφτανε στη Βερόνα. Ο κύριος όγκος του Βίρμσερ όμως δεν πρόλαβε να αναπτυχθεί στην πεδιάδα, αφού δέχθηκε την επίθεση του Ναπολέοντα στο Μπασάνο. Βιαστικά, οι Αυστριακοί ανέστρεψαν μέτωπο και προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν την απροσδόκητη απειλή. Ο Ναπολέων διέθετε 14.000-15.000, 1.500 περίπου ιππείς υπό τον Μιρά και 20 περίπου πυροβόλα. Οι δυνάμεις του Βίρμσερ ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες, 15.000 πεζοί, 2.700 ιππείς και 35-40 πυροβόλα, αλλά το ηθικό τους ήταν χαμηλό εξαιτίας του στρατηγικού αιφνιδιασμού που είχαν υποστεί.

Υπό το φως του φθινοπωρινού ήλιου, η μάχη άρχισε, με τους Μασενά και Οζερό να υπερφαλαγγίζουν και να συντρίβουν και τις δύο εχθρικές πτέρυγες. Σε λίγο, οι Αυστριακοί είχαν τραπεί σε φυγή καταδιωκόμενοι από τον Μιρά. Μέσα στη σύγχυση, ένα τμήμα Αυστριακών αποκόπηκε και υποχώρησε προς το Φρίουλι. Ο κύριος όγκος, περίπου 11.000 άνδρες υπό τον Βίρμσερ, κατόρθωσε να υποχωρήσει, έστω και άτακτα, και να ενωθεί με τους 5.000 άνδρες της εμπροσθοφυλακής. Η μάχη όμως είχε χαθεί και πάνω από 4.000 Αυστριακοί είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί, ενώ 35 πυροβόλα τους είχαν περιέλθει στα χέρια του εχθρού.

Χωρίς ηθικό, χωρίς εφόδια και χωρίς πυροβολικό, ο Βίρμσερ κατευθύνθηκε προς τη Μάντοβα. Μάταια οι Γάλλοι προσπάθησαν να τον σταματήσουν. Το κουρασμένα τμήματα του Μασενά είχαν διανύσει 180 χλμ. σε έξι ημέρες και ηττήθηκαν από το αυστριακό ιππικό στο Καστελέρο. Έτσι, η ηττημένη Στρατιά του Βίρμσερ εισήλθε στη Μάντοβα, όπου και πολιορκήθηκε.

Αρκόλα-Ρίβολι

Ο Βίρμσερ αποφάσισε να εισέλθει στη Μάντοβα, μην έχοντας άλλη επιλογή. Ο Στρατός του, που είχε χαμηλό ηθικό και έπασχε από έλλειψη εφοδίων και όπλων, δεν μπορούσε να αντιπαραταχθεί στους Γάλλους στο ανοιχτό πεδίο. Ούτε όμως μπορούσε να υποχωρήσει προς τη Βενετία, αφού η ανώτερη κινητικότητα του γαλλικού Στρατού προεξοφλούσε την κύκλωση και την καταστροφή του.

Εν τω μεταξύ, είχε φτάσει γύρω από την πόλη ο Στρατός του Ναπολέοντα που απέκρουσε, ύστερα από σκληρή πάλη, την αναμενόμενη έξοδο των Αυστριακών, προκαλώντας τους απώλειες πάνω από 4.000 άνδρες. Έτσι, ο Βίρμσερ αποκλείστηκε από παντού μαζί με τους 15.000 μάχιμους και τους 9.000 ασθενείς στρατιώτες του. Διαθέτοντας λίγο πια κουράγιο και ακόμα λιγότερα εφόδια, ο ηλικιωμένος στρατηγός στήριζε τις ελπίδες του σε μια νέα απελευθερωτική προσπάθεια των συμπατριωτών του. Αλλά και ο Ναπολέων ήταν σίγουρος ότι οι Αυστριακοί θα ξαναδοκίμαζαν την τύχη τους στη βόρεια Ιταλία. Γι’ αυτό προσπάθησε να αποκλείσει όλους τους πιθανούς άξονες εισβολής.

Εγκατέστησε τη μεραρχία του Βουμπουά στο Τρέντο, με αποστολή την απόφραξη της κοιλάδας του Άντιτζε και του δρόμου που μέσω της ορεινής διάβασης του Μπρένερ οδηγεί από το Τιρόλο στην Ιταλία. Η μεραρχία του Μασενά εγκαταστάθηκε στο Μπασάνο, περιφρουρώντας την κοιλάδα του Μπρέντα και τις οδεύσεις από τις βενετικές Άλπεις έως την Αδριατική.

Άλλη μία μεραρχία, υπό τον ιρλανδικής καταγωγής στρατηγό Κίλμεϊν, αποτελούσε τον πολιορκητικό κλοιό γύρω από τη Μάντοβα. Ο Ναπολέων τέλος, με τη μεραρχία του Οζερό υπό διοίκηση, βρισκόταν στη Βερόνα, όντας έτσι σε θέση να σπεύσει όπου υπήρχε ανάγκη.

Δεν ήταν όλα ευχάριστα όμως στο γαλλικό στρατόπεδο. Από τους 40.000 άνδρες που παρέτασσε η Στρατιά Ιταλίας, πάνω από 14.000 ήταν τραυματίες ή ασθενείς. Παρά την έκκληση του Ναπολέοντα στην κυβέρνηση του Διευθυντηρίου για αποστολή ενισχύσεων, ουσιαστικά καμία εξέλιξη δεν υπήρχε. Οι Αυστριακοί από την πλευρά τους είχαν, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, συγκροτήσει δύο Στρατιές.

Η μία, υπό τον Νταβίντοβιτς, με 18.000 άνδρες, θα ξεκινούσε από το Τιρόλο και, αφού ανέτρεπε την εχθρική αντίσταση στο Τρέντο, θα προωθούνταν έως τη Βερόνα όπου και θα ενώνονταν με το κύριο σώμα, ένα σώμα δύναμης 28.000 περίπου ανδρών υπό την ηγεσία του έμπειρου και γενναίου Τρανσυλβανού στρατηγού Ιωσήφ Αλβίντσι.

Στις αρχές Νοεμβρίου, το σώμα του Αλβίντσι ξεκίνησε από την Τεργέστη με προορισμό τη Βερόνα. Το σχέδιο των Αυστριακών ήταν πράγματι φιλόδοξο και επιτυχημένο ως σύλληψη. Απαιτούσε όμως τέλειο συγχρονισμό μεταξύ των δυνάμεων του Αλβίντσι, του Νταβίντοβιτς και του πολιορκημένου Βίρμσερ, τον οποίο επεδίωκε να απελευθερώσει.

Ο Ναπολέων δεν διέθετε ακριβείς πληροφορίες για την ισχύ του αντιπάλου. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισε να επιτεθεί. Πρώτος του στόχος ήταν οι 18.000 άνδρες του Νταβίντοβιτς. Σκόπευε να επιτεθεί εναντίον τους με τη μεραρχία Βουμπουά αρχικά και στη συνέχεια να τους πλαγιοκοπήσει με τις εφεδρείες του.

Πράγματι, ο Βουμπουά επιτέθηκε με 7.000 άνδρες που είχε στη διάθεσή του έναντι υπερδιπλάσιων εχθρών, και κατά συνέπεια ηττήθηκε. Μόνο ύστερα από την ήττα αυτή συνειδητοποίησε ο Ναπολέων την ισχύ και τις προθέσεις των αντιπάλων του. Στο μεταξύ όμως, ο Αλβίντσι είχε φτάσει στις θέσεις του Μασενά και άρχισε να τον πιέζει ασφυκτικά. Η εξέλιξη αυτή ανάγκασε τον Ναπολέοντα να ξεχάσει κάθε σκέψη περί καταστροφής του Νταβίντοβιτς και να ασχοληθεί με το πιο επείγον, τη στήριξη του Μασενά. Διέθεσε τη μεραρχία Οζερό, που τηρούσε σε εφεδρεία, και κατόρθωσε να σταματήσει τον Αλβίντσι στη δεύτερη μάχη του Μπασάνο.

Από την ήττα στο θρίαμβο

Παρ’ όλα αυτά, ο Ναπολέων υποχρεώθηκε, εν όψει της προέλασης του Νταβίντοβιτς, να εγκαταλείψει τον Μπασάνο και να υποχωρήσει στη Βιτσέντζα. Ο πεισματάρης όμως Ναπολέων δεν παραιτήθηκε και αποφάσισε να επιτεθεί στον Αλβίντσι, στο Καλντιέρο. Η επίθεση ήταν μια αποτυχία που του στοίχισε 2.000 άνδρες και την πρώτη ήττα της σταδιοδρομίας του.

Ο Αλβίντσι, δε, κέρδισε την ιστορική αναγνώριση ως ο πρώτος νικητής του Ναπολέοντα. Η ήττα στο Καλντιέρο σκόρπισε απογοήτευση στο γαλλικό στρατόπεδο. Γρήγορα όμως ο Ναπολέων ανέκτησε το θάρρος του και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να επιτρέψει τη συνένωση των δυνάμεων του Αλβίντσι με αυτές του Νταβίντοβιτς.

Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, η ήττα του ήταν βέβαιη. Θα επιχειρούσε και πάλι ελιγμό επί εσωτερικών γραμμών. Με λίγη τύχη θα προλάβαινε να νικήσει τον Αλβίντσι προτού ο Νταβίντοβιτς εξόντωνε τον Βουμπουά και ο Βίρμσερ τον Κίλμεϊν. Έτσι, το βράδυ της 14ης προς τη 15η Νοεμβρίου του 1796, ο Ναπολέων με 18.000 άνδρες και 35 πυροβόλα ξεκίνησε για την αποφασιστική μάχη. Αν νικούσε, η Ιταλία θα ήταν δική του.

Η μικρή του Στρατιά κινήθηκε νοτιοανατολικά, απειλώντας να υπερκεράσει το εχθρικό αριστερό πλευρό και να αποκόψει τον Αλβίντσι από τη γραμμή των συγκοινωνιών του.  Ο Αυστριακός στρατηγός δεν μπορούσε να αγνοήσει αυτή την απειλή και με τη σειρά του κινήθηκε ανατολικά για να καλύψει το εκτεθειμένο του πλευρό. Είχε στη διάθεσή του 23.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.

Το πρωί της 15ης Νοεμβρίου, οι δυνάμεις του Ναπολέοντα διέσχισαν, από μια πλωτή γέφυρα που είχε εγκαταστήσει το Μηχανικό, τον ποταμό Άντιτζε στο ύψος του χωριού Ρόνκο. Αντικειμενικός σκοπός τους ήταν το χωριό Αρκόλα και η γέφυρα του ποταμού Αλπόνε στην είσοδό του. Αν η Αρκόλα κυριευόταν, οι Αυστριακοί θα απειλούνταν ξανά με υπερκέραση και θα αναγκάζονταν να υποχωρήσουν.

Αν δεν υποχωρούσαν, θα κυκλώνονταν και θα εξοντώνονταν. Για να αντιμετωπίσει αυτά τα ενδεχόμενα, ο Αλβίντσι οχύρωσε την Αρκόλα και επιτέθηκε στο χωριό Μπελφιόρε ντι Πόρκιλε, που βρισκόταν απέναντι από την Αρκόλα, επιδιώκοντας να θέσει τους Γάλλους ανάμεσα σε δύο πυρά. Το Μπελφιόρε ντι Πόρκιλε καταλήφθηκε από τους 4.000 Αυστριακούς του στρατηγού Πρόβερα και η μεραρχία του Οζερό δέχτηκε ισχυρό πλήγμα προσπαθώντας να διαβεί τη γέφυρα της Αρκόλα.

Εκείνο το βράδυ της 15ης Νοεμβρίου η τακτική κατάσταση ήταν εξαιρετικά δυσμενής για τον Ναπολέοντα, ο οποίος, ανησυχώντας για τις προόδους του Νταβίντοβιτς στα αριστερά του, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει πίσω από τον ποταμό Άντιτζε. Οι άνδρες του και ο ίδιος είχαν πολεμήσει γενναία. Δεν είχαν καταφέρει όμως να διαβούν τη γέφυρα παρά τις εφόδους τους, μία εκ των οποίων προσπάθησε να οδηγήσει προσωπικά ο ίδιος ο Ναπολέων, ο οποίος, κρατώντας μια σημαία, τέθηκε επικεφαλής της φάλαγγας εφόδου.

Ευτυχώς για τον ίδιο, ένας αξιωματικός του τον έσπρωξε και τον έριξε στο ποτάμι τη στιγμή που οι Αυστριακοί άνοιγαν πυρ, κι έτσι δεν έπαθε το παραμικρό. Η νύχτα της 15ης προς τη 16η Νοεμβρίου ήταν γεμάτη αγωνία. Ο Ναπολέων έτρεμε, και αυτό δεν οφειλόταν μόνο ότι είχε βγει από το λασπόλουτρο.

Αν ο Νταβίντοβιτς είχε νικήσει τον Βουμπουά, ο Στρατός του θα βρισκόταν μεταξύ σφύρας και άκμονος και αναμφίβολα θα καταστρεφόταν. Στα χέρια του δεν βρισκόταν μόνο η τύχη της εκστρατείας, αλλά η ζωή και προπάντων η τιμή αρκετών χιλιάδων ανδρών.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Όλη τη νύχτα δεν είχε φτάσει κανένα νέο από τον Βουμπουά. Ο Ναπολέων είχε λάβει την απόφασή του. Το σχέδιο επίθεσης παρέμενε το ίδιο στους βασικούς του άξονες. Ο Μασενά έπρεπε να καταλάβει το Μπελφιόρε ντι Πόρκιλε για να διασφαλίσει το αριστερό πλευρό του Στρατού. Ο Οζερό ανέλαβε και πάλι τη δύσκολη επιχείρηση της κατάληψης της γέφυρας στην Αρκόλα. Παράλληλα με την κατά μέτωπο επίθεση, ο Ναπολέων έστειλε μια ταξιαρχία πεζικού για να διαβεί τον ποταμό Αλπόνε νότια της Αρκόλα, στο Αλμπαρέντο, και να χτυπήσει τους Αυστριακούς στο πλευρό.

Με το πρώτο φως η επίθεση επαναλήφθηκε. Στα αριστερά ο Μασενά κατόρθωσε, ύστερα από σφοδρό και αιματηρό αγώνα, να καταλάβει το Μπελφιόρε ντι Πόρκιλε. Ο Οζερό όμως απέτυχε οικτρά στην προσπάθειά του να περάσει τη γέφυρα και ο υπερκερωτικός ελιγμός απέτυχε επίσης, αφού ο Αλβίντσι μετέφερε γρήγορα τις εφεδρείες του και κάλυψε το απειλούμενο πλευρό του. Μάταια ο Ναπολέων προσπαθούσε να εμψυχώσει τους άνδρες του θυμίζοντάς τους το Λόντι.

Οι επιθέσεις τους αποκρούστηκαν η μία μετά την άλλη. Άλλη μια νύχτα αγωνίας έφτασε για τον Ναπολέοντα και το Στρατό του. Ο ίδιος επιδίωκε μια όσο το δυνατόν ταχύτερη νίκη, και αντ’ αυτού βρισκόταν επί δύο ημέρες καθηλωμένος μπροστά στον ποταμό Αλπόνε. Ευτυχώς ο Βουμπουά αντιστεκόταν ακόμα.

Ο Ναπολέων αποφάσισε να διαθέσει και τις τελευταίες του εφεδρείες, αποσύροντας 3.000 άνδρες από τη δύναμη του Κίλμεϊν που επιτηρούσε τη Μάντοβα. Αυτή τη φορά τροποποίησε και το σχέδιό του. Η αξία του αντιπάλου τον ανάγκασε να φανερώσει όλη του τη στρατιωτική ιδιοφυΐα. Ο Ναπολέων άφησε μόνο μία ταξιαρχία της μεραρχίας Μασενά απέναντι στον Πρόβερα και συγκέντρωσε τις άλλες δύο μεραρχίες μπροστά στην Αρκόλα.

Παράλληλα, έστειλε τον Οζερό να διασχίσει από άλλα σημεία τον ποταμό, ώστε να βρεθεί στα πλευρά και στα νώτα των εχθρών, και έστειλε ένα μικρό απόσπασμα ιππικού πίσω από την εχθρική διάταξη με εντολή να κάνει όσο περισσότερο θόρυβο μπορεί ώστε να νομίζουν οι Αυστριακοί ότι κυκλώθηκαν.

Σε λίγο ξημέρωσε και η μάχη άρχισε. Γρήγορα το σχέδιο του Ναπολέοντα άρχισε να αποδίδει καρπούς, καθώς το αριστερό πλευρό των Αυστριακών κλονίστηκε και τελικά κατέρρευσε από τη συνδυασμένη δράση των δυνάμεων του Οζερό και των λίγων θαρραλέων ιππέων. Ο Αλβίντσι άρχισε να υποχωρεί. Τότε όμως επιτέθηκε και ο Μασενά, που κατέλαβε επιτέλους τη γέφυρα και ένα τμήμα του χωριού της Αρκόλα.

Ύστερα από το νέο αυτό πλήγμα, ο Αλβίντσι διέταξε γενική υποχώρηση. Αυτός και οι άνδρες του είχαν πολεμήσει γενναία. Είχαν την ατυχία όμως να βρεθούν απέναντι σε έναν στρατηγό από τους μεγαλύτερους που ανέδειξε η Ιστορία.  Η μάχη είχε λήξει με μεγάλες απώλειες και για τις δύο πλευρές.

Πάνω από 7.000 άνδρες είχαν χάσει οι Αυστριακοί. Αλλά και οι Γάλλοι είχαν απώλειες της τάξης των 4.500 ανδρών. Η μάχη της Αρκόλα σίγουρα δεν ήταν μια μάχη εξόντωσης. Ήταν όμως μια σπουδαία τακτική επιτυχία, που απέτρεψε το σύνδεσμο μεταξύ των δύο αυστριακών Στρατιών και την άρση της πολιορκίας της Μάντοβα.

Επίσης, το αποτέλεσμά της είχε σημαντική επίπτωση και στο ηθικό των εμπολέμων, αφήνοντας στους Αυστριακούς την πικρή γεύση της ήττας παρά το γεγονός ότι πολέμησαν ηρωικά.

Ύστερα από τη μάχη της Αρκόλα, τίποτε δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να σταματήσει τον Βοναπάρτη. Την ίδια στιγμή στη Μάντοβα, οι πολιορκημένοι στρατιώτες του Βίρμσερ λιμοκτονούσαν. Η φρουρά δεν θα άντεχε για πολύ αν δεν έφτανε βοήθεια. Έτσι, οι Αυστριακοί οργάνωσαν μια νέα εκστρατεία.

Επικεφαλής τέθηκε ξανά ο Αλβίντσι, που είχε στη διάθεσή του 42.000 περίπου άνδρες. Ως συνήθως, ο Αλβίντσι χώρισε τις δυνάμεις του σε τρεις αυτή τη φορά φάλαγγες, και ξεκίνησε την προέλαση. Ο ίδιος, επικεφαλής 28.000 περίπου ανδρών, κινήθηκε κατά μήκος της κοιλάδας του Άντιτζε.

Ανατολικά κινήθηκε μια άλλη φάλαγγα 8.000 περίπου Αυστριακών. Η τρίτη φάλαγγα -9.000 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του Πρόβερα- κινούνταν ακόμα ανατολικότερα προς το Λενιάνο.

Ο Ναπολέων, που είχε λάβει ορισμένες ενισχύσεις, διέθετε συνολικά 43.000 άνδρες. Από αυτούς όμως οι 9.000 ήταν καθηλωμένοι γύρω από τη Μάντοβα, ενώ οι υπόλοιποι ήταν τοποθετημένοι απέναντι από τους άξονες προέλασης των Αυστριακών. Ο Οζερό κάλυπτε τη δεξιά πτέρυγα, ο Μασενά το κέντρο και ο Ζουμπέρ, που είχε αντικαταστήσει τον Βουμπουά, κάλυπτε την κοιλάδα του Άντιτζε. Οι Μασενά και Οζερό δέχθηκαν πρώτοι την εχθρική επίθεση-αντιπερισπασμό. Ο Ναπολέων όμως ήταν πεπεισμένος ότι η κύρια απειλή ερχόταν από τον Βορρά, από τη δύναμη του Αλβίντσι.

Και πράγματι, είχε δίκιο, αφού ο Ζουμπέρ ανέφερε στις 13 Ιανουαρίου ότι δεχόταν πίεση από υπέρτερες αριθμητικά εχθρικές δυνάμεις. Ο Ζουμπέρ αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς το Ρίβολι. Ο Ναπολέων, όταν ενημερώθηκε για την αναφορά του μεράρχου του, συγκέντρωσε το μεγαλύτερο τμήμα της μεραρχίας Μασενά και τμήματα των μεραρχιών Σερουριέρ και Οζερό, συνολικά περί τους 23.000 άνδρες.

Ο Αλβίντσι επιτέθηκε πρώτος αυτή τη φορά. Αρχικά, οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν επίθεση κατά του γαλλικού κέντρου με σκοπό να το αγκιστρώσουν μάλλον παρά να το διασπάσουν. Παράλληλα, επιτέθηκαν και στη μία πτέρυγα και προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν την άλλη. Όμως, υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Ναπολέοντα, τα γαλλικά στρατεύματα αντιμετώπισαν μία προς μία τις εχθρικές κρούσεις και κατόρθωσαν να κυκλώσουν και να αναγκάσουν σε παράδοση ένα αυστριακό τμήμα που υποτίθεται ότι θα εκτελούσε υπερκερωτικό ελιγμό.

Ύστερα από αυτό, ο Αλβίντσι άρχισε να υποχωρεί καταδιωκόμενος από τα γαλλικά τμήματα. Στο μεταξύ όμως, η φάλαγγα του στρατηγού Πρόβερα είχε διασπάσει την αμυντική γραμμή του Οζερό και κατευθυνόταν προς τη Μάντοβα. Την ίδια ώρα πραγματοποίησε έξοδο με σκοπό να ενωθεί με τον Πρόβερα και ο αποκλεισμένος Βίρμσερ.

Αποκρούστηκε όμως και κλείστηκε ξανά στο οχυρό. Αλλά και ο Πρόβερα κυκλώθηκε και παραδόθηκε με τους άνδρες του. Η νέα αυτή νίκη των Γάλλων έσβησε τις τελευταίες ελπίδες του Βίρμσερ να αποφύγει το μοιραίο.

Έτσι, στις 2 Φεβρουαρίου του 1797, παρέδωσε το οχυρό στον Ναπολέοντα, ο οποίος στο μεσοδιάστημα είχε προλάβει να καταλύσει και το παπικό κράτος.