Το 1815 η κατάσταση δεν διαφαινόταν και τόσο ενθαρρυντική για τον Γάλλο αυτοκράτορα. Έχοντας 200.000 άνδρες στη διάθεσή του στάθμισε τη στρατιωτική κατάσταση.

Είχε να επιλέξει ανάμεσα σε δύο τρόπους ενέργειας, σε δύο στρατηγικές. Η πρώτη ήταν αμυντική.

Γνώριζε ότι οι Σύμμαχοι δεν θα ήταν σε θέση να επιτεθούν με μεγάλες δυνάμεις πριν τα μέσα του Αυγούστου του 1815. Αυτό του έδινε ένα χρονικό περιθώριο τεσσάρων μηνών για να προσπαθήσει να συγκεντρώσει επιπλέον δυνάμεις.

Αν το κατόρθωνε, θα ήταν σε θέση να αναπτύξει τις δυνάμεις αυτές μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Μάρνη και να σχηματίσει έναν αμυντικό δακτύλιο γύρω από το Παρίσι και τη Λυών, τον οποίο θα υποστήριζαν εξωτερικά δύο στρατιές συνολικής δύναμης 300.000 ανδρών.

Άλλοι 130.000 άνδρες θα σχημάτιζαν την αμυντική γραμμή γύρω από τις δύο πόλεις. Το συγκεκριμένο σχέδιο παρείχε, θεωρητικά, πλεονεκτήματα στον Ναπολέοντα. Είχε όμως και σοβαρότατα μειονεκτήματα, τα οποία κανείς σοβαρός αναλυτής δεν θα μπορούσε να παραβλέψει.

Πρώτον, η εφαρμογή του προϋπέθετε την εγκατάλειψη μεγάλου τμήματος της βόρειας Γαλλίας.

Δεύτερον, κανείς δεν ήταν σε θέση να εγγυηθεί στον Ναπολέοντα ότι θα κατόρθωνε να συγκεντρώσει τελικά τους 430.000 άνδρες που χρειαζόταν.

Τρίτον, κανείς δεν υποχρέωνε τους Συμμάχους να επιτεθούν εκεί που ο Ναπολέοντας επιθυμούσε ή σχεδίαζε. Θα μπορούσαν κάλλιστα να ακολουθήσουν τακτική πρόκλησης περιφερειακών πληγμάτων και να τον εξαναγκάσουν να εγκαταλείψει την αμυντική του ζώνη και να αναμετρηθεί μαζί τους σε ανοιχτό πεδίο, εκεί όπου η συντριπτική τους αριθμητική υπεροχή θα εξασφάλιζε το επιτυχές αποτέλεσμα. Θα μπορούσαν ακόμα, πολύ απλά, χωρίς καν να διακινδυνεύσουν να δώσουν μάχη, να αποκλείσουν το Γαλλικό Στρατό, όπως έπραξαν και στη Λειψία δύο έτη πριν.

Το δεύτερο επιθετικό σχέδιο ήταν αρκετά φιλόδοξο, ομολογουμένως, αλλά στη δεδομένη χρονική στιγμή και με δεδομένο το βαθμό ετοιμότητας των εμπόλεμων δυνάμεων, παρείχε μάλλον περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας στον Ναπολέοντα. Βάσει του σχεδίου αυτού, ο αυτοκράτορας θα εισέβαλε επικεφαλής 125.000 ανδρών στο Βέλγιο. Στόχος της εισβολής θα ήταν η στάγδην εμπλοκή και καταστροφή των δύο συμμαχικών στρατιών που στάθμευαν στη χώρα αυτή, της πρωσικής, του στρατάρχη Μπλίχερ (117.000 άνδρες) και της μεικτής βρετανικής, γερμανικής, βελγικής και ολλανδικής στρατιάς, του Βρετανού δούκα του Γουέλινγκτον (110.000 άνδρες).

Αν επιτύγχανε το σχέδιο αυτό, ο Ναπολέων θα ανακαταλάμβανε το Βέλγιο και θα μπορούσε να στρατολογήσει τους Βέλγους, όπως είχε πράξει και στο παρελθόν. Άλλωστε υπήρχαν πολλοί συμπαθούντες στο Βέλγιο, ακόμα και στις τάξεις του στρατεύματος. Ακόμα, τυχόν επιτυχία θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα και επί του ηθικού της γαλλικής κοινής γνώμης, αλλά και θα γεννούσε προβληματισμούς στην αντίπαλη συμμαχία. Εξάλλου, θα έδινε επιπλέον χρόνο στον Ναπολέοντα και θα στερούσε τους Συμμάχους από 200.000 και πλέον εμπειροπόλεμους άνδρες, καθοδηγούμενους από τους καλύτερους στρατηγούς της συμμαχίας.

Όπως ήταν φυσικό για το χαρακτήρα του, ο Ναπολέων επέλεξε το δεύτερο σχέδιο. Στις αρχές Ιουνίου θα εισέβαλε στο Βέλγιο. Πριν από την εισβολή, διοργάνωσε μια μεγαλόπρεπη τελετή στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της οποίας παρέδωσε τις σημαίες στους σημαιοφόρους των Συνταγμάτων του. Ήταν ωστόσο έκδηλη η έλλειψη πάθους, η απροθυμία των ανδρών. Απουσίαζε εντελώς ο παλμός από τους παρευρισκόμενους. Το πνεύμα της Επανάστασης είχε οριστικά πεθάνει. Η κραυγή «η πατρίδα σε κίνδυνο» δεν συγκινούσε πλέον τους Γάλλους. Παρ’ όλα αυτά, ο στρατός που ο Ναπολέων θα οδηγούσε στην τελευταία του εκστρατεία ήταν ο καλύτερος που είχε παρατάξει η Γαλλία μετά την καταραμένη ρωσική εκστρατεία.

Οι άνδρες ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία Γάλλοι, γεγονός που καθιστούσε ομοιογενές το στράτευμα. Το ηθικό τους, αν και όχι υψηλό, εμπεριείχε το σπέρμα αυτό της απελπισίας, της απέλπιδος προσπάθειας που μπορεί εύκολα να μεταμορφώσει έναν μαχητή σε ήρωα, αλλά μπορεί παράλληλα, το ίδιο εύκολα, να τον μετατρέψει σε ράκος. Οι άνδρες επίσης ήταν ικανοποιητικά εκπαιδευμένοι, και οι περισσότεροι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί ήταν εμπειροπόλεμοι και γνώριζαν άριστα τα καθήκοντά τους. Μόλις ολοκλήρωσε και τις τελευταίες προετοιμασίες του, ο Ναπολέων ξεκίνησε για το ραντεβού του με τη μοίρα.

Άφησε τους στρατάρχες Νταβού και Σουσέ με 70.000 τουλάχιστον άνδρες να φρουρούν το Παρίσι και τα ανατολικά σύνορα, και ο ίδιος βάδισε βόρεια, επικεφαλής 128.000 ανδρών, τους οποίους θα υποστήριζαν τα πυρά 366 πυροβόλων. Η στρατιά αυτή –Στρατιά του Βορρά, όπως την ονόμασε– διέθετε πέντε σώματα στρατού πεζικού, τέσσερα σώματα στρατού ιππικού και το Σώμα Στρατού της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Βασικό συστατικό της επιτυχίας ήταν η ταχύτητα κινήσεως. Έπρεπε να μην προλάβουν να συνενωθούν οι δύο αντίπαλες στρατιές, οι οποίες βρίσκονταν τώρα με τα τμήματά τους διεσπαρμένα σε όλο το νότιο Βέλγιο, από το Σαρλερουά και το Ναμίρ έως τις Βρυξέλλες.    

Την 6η Ιουνίου 1815, η επίθεση άρχισε. Χάρη στα αυστηρότατα μέτρα ασφάλειας που είχε λάβει ο Ναπολέων, οι δύο αντίπαλοι στρατηγοί δεν είχαν την παραμικρή ιδέα για τις προθέσεις ή τις κινήσεις του. Έως τις 14 Ιουνίου, τα προκεχωρημένα τμήματα της Στρατιάς του Βορρά είχαν φτάσει στην πόλη Μπομόν, λίγα χιλιόμετρα από τα γαλλοβελγικά σύνορα. Τα γαλλικά τμήματα έγιναν αντιληπτά από πρωσικές περιπόλους ιππικού.

Ο Πρώσος στρατηγός Τσίετεν μετέδωσε τις πληροφορίες που συνέλεξε στον στρατάρχη Μπλίχερ, ο οποίος και τον διέταξε να αποσυρθεί με το Σώμα του βόρεια του ποταμού Σαμπρ, για να αποφευχθεί έτσι το ενδεχόμενο παγίδευσής του στη νότια όχθη του ποταμού. Την επομένη, πράγματι η Στρατιά του Βορρά κινήθηκε σε τρεις άξονες προς το Σαρλερουά. Η εισβολή είχε αρχίσει. Τώρα πια ο Ναπολέων είχε διαβεί τον Ρουβίκωνά του. Δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής γι’ αυτόν.

Ήδη όμως ο Ναπολέων είχε πολλούς λόγους να είναι ευχαριστημένος. Είχε επιτύχει να αποκτήσει ήδη στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι των διασκορπισμένων εχθρικών στρατιών. Αν κατόρθωνε να κινηθεί με την ίδια ταχύτητα, ήταν βέβαιο ότι οι αντίπαλες στρατιές δεν θα προλάβαιναν να συγκεντρωθούν και θα καταστρέφονταν τμηματικά. Πρώτος στόχος του Ναπολέοντα ήταν η στρατιά του Μπλίχερ, τον οποίο εκτιμούσε και θεωρούσε δύσκολο και σκληρό αντίπαλο.

Αντίθετα, θεωρούσε εντελώς ανίκανο τον Γουέλινγκτον και τους άνδρες του. Πίστευε λοιπόν ότι αν κατέστρεφε τον ισχυρότερο αντίπαλό του, τον Μπλίχερ, η καταστροφή του Γουέλινγκτον θα ήταν μια πολύ απλή υπόθεση. Μιλούσε υποτιμητικά για τον Γουέλινγκτον και τον αποκαλούσε «στρατηγό των Ινδιών» (καθώς είχε συμμετάσχει, με ιδιαίτερη μάλιστα επιτυχία, στους αποικιακούς πολέμους στην Ινδία). Υποτιμούσε –όχι άδικα– τα βελγοολλανδικά του στρατεύματα αλλά εντελώς αδικαιολόγητα, και τα βρετανικά και γερμανικά τμήματα της στρατιάς του Γουέλινγκτον. Τους δε Σκοτσέζους τους αποκαλούσε «αμαζόνες», εξαιτίας της χαρακτηριστικής παραδοσιακής τους ενδυμασίας, του κιλτ.

Ωστόσο, το στρατηγικό πλεονέκτημα που ο Γαλλικός Στρατός είχε αποκτήσει, δεν θα το διατηρούσε επ’ άπειρον. Αυτό θα συνέβαινε εν μέρει εξαιτίας των προσώπων που ο Ναπολέων είχε επιλέξει για τη διοίκηση της Στρατιάς του Βορρά. Επιτελάρχη του τοποθέτησε τον στρατάρχη Σουλτ, έναν άριστο διοικητή σώματος στο παρελθόν, ο οποίος όμως δεν είχε την απαραίτητη επιτελική εμπειρία. Ήταν ένας στρατιώτης με όλη τη σημασία της λέξης, δεν υπήρξε όμως ποτέ καλός επιτελικός.

Η δεύτερη λανθασμένη επιλογή του Ναπολέοντα αφορούσε την ανάθεση της διοίκησης της αριστερής φάλαγγας της στρατιάς στον στρατάρχη Νέι. Ο Νέι ήταν γενναίος και ικανός να οδηγεί, με το σπαθί στο χέρι, μια επίθεση. Δεν αναλάμβανε όμως εύκολα πρωτοβουλία και είχε κατ’ επανάληψη αποδειχθεί ανίκανος να διοικήσει ανεξάρτητα, έξω από το προστατευτικό περίβλημα της αυτοκρατορικής επίβλεψης.

Η τρίτη λανθασμένη επιλογή του αυτοκράτορα αφορούσε τον διοικητή της δεξιάς φάλαγγας της στρατιάς, ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον στρατάρχη Εμμανουήλ Γκρουσί, έναν εξαίρετο ιππέα, που δεν είχε την παραμικρή εμπειρία στο χειρισμό μαζών πεζικού. Ο Γκρουσί αποτέλεσε την πλέον παρεξηγημένη προσωπικότητα των Ναπολεόντειων Πολέμων και θεωρήθηκε από πολλούς, σύγχρονούς του κυρίως, υπεύθυνος για την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό. Η θεώρηση αυτή όμως απέχει πολύ από την αλήθεια.

Τα πυροβόλα βρυχώνται

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Ιουνίου 1815, η Στρατιά του Βορρά, χωρισμένη σε τρεις φάλαγγες, άρχισε να κινείται προς Βορρά. Το πρώτο εμπόδιο που έπρεπε να υπερπηδηθεί ήταν ο ποταμός Σαμπρ. Επιλέχθηκαν τρία σημεία για τη διέλευση του ποταμού, ώστε να μην προκληθεί αταξία εξαιτίας του συνωστισμού. Δύο Σώματα Στρατού διέσχισαν τον ποταμό από τις γέφυρες των πόλεων Μαρσιάν και Τουίν.

Άλλα τρία σώματα και το Σώμα της Φρουράς θα διέρχονταν τον ποταμό από τις γέφυρες του Σαρλερουά. Στην πόλη αυτή σημειώθηκαν και οι πρώτες συγκρούσεις ανάμεσα σε γαλλικά και πρωσικά αποσπάσματα. Τελικά οι Πρώσοι εκδιώχθηκαν, και οι γαλλικές δυνάμεις διέσχισαν ανενόχλητες πλέον τον ποταμό.

Μάχη όμως δόθηκε και στη Μαρσιάν. Και εδώ οι πρωσικές οπισθοφυλακές αποσύρθηκαν τελικά αφού όμως πρώτα πέτυχαν να καθυστερήσουν αρκετά τις γαλλικές δυνάμεις. Ένα ακόμα σημαντικό γεγονός που προκάλεσε καθυστερήσεις αλλά και κατέδειξε πλήρως στους Συμμάχους τα σχέδια του Ναπολέοντα ήταν η λιποταξία του στρατηγού Μπουρμόντ.

Ο στρατηγός εγκατέλειψε τη μεραρχία του λίγο πριν αυτή διασχίσει τον ποταμό Σαμπρ, και κατέφυγε στους Πρώσους. Χάρη στις πληροφορίες του Τσίετεν αλλά και του Γάλλου λιποτάκτη στρατηγού, ο γηραιός στρατάρχης Μπλίχερ διέταξε τη συγκέντρωση τριών Σωμάτων Στρατού της στρατιάς του στο Σομπρεφέ. Το Σώμα του στρατηγού Τσίετεν θα εξακολουθούσε να ενεργεί ως οπισθοφυλακή της στρατιάς και θα υποχωρούσε σταδιακά έως το σημείο συγκέντρωσής της. Την ίδια ώρα και ο Γουέλινγκτον, ενημερωμένος από τον Πρώσο συνάδελφό του, άρχισε την εναγώνια προσπάθεια συγκέντρωσης της στρατιάς του.

Στο μεταξύ, ο Ναπολέων, μετά τη διέλευση του ποταμού από τη στρατιά του, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του, βάσει του οποίου θα επιτύγχανε το διαχωρισμό και την τμηματική καταστροφή των αντίπαλων δυνάμεων. Σχημάτισε δύο τμήματα στρατιάς, τα οποία έθεσε, όπως ειπώθηκε, υπό τους Νέι και Γκρουσί. Ο Νέι με δύο Σώματα Στρατού πεζικού και με το ιππικό της Αυτοκρατορικής Φρουράς, θα κινούνταν βορειοδυτικά, προς το Κατρ Μπρα, με στόχο την κατάληψη και την αποκοπή της κύριας αυτής οδικής αρτηρίας, που οδηγούσε προς τις Βρυξέλλες.

Παραμένει ωστόσο άγνωστο έως σήμερα το αν τελικά ο Ναπολέων είχε διατάξει τον Νέι να καταλάβει το Κατρ Μπρα ή απλώς να επιτηρεί τον οδικό άξονα.

Πάντως, με την κατάληψη της πόλης, θα διακοπτόταν αποτελεσματικά η επικοινωνία μεταξύ των δύο συμμαχικών στρατιών, με τους Βρετανούς αποκλεισμένους δυτικά και τους Πρώσους απομονωμένους ανατολικά. Το τμήμα στρατιάς του Γκρουσί προικοδοτήθηκε επίσης με δύο Σώματα πεζικού και με πολυάριθμο ιππικό και διατάχθηκε να κινηθεί προς την πόλη Σομπρεφέ. Ο ίδιος ο Ναπολέων, με το Σώμα της Φρουράς, εκτός του ιππικού, και το 6ο Σώμα Στρατού, θα παρέμενε στο Σαρλερουά, ως γενική εφεδρεία. Σύντομα πάντως ο Ναπολέων χρειάστηκε να επέμβει ώστε να επισπευστεί η κατάληψη της πόλης Φλερί από τις δυνάμεις του Γκρουσί.

Στο άλλο άκρο του μετώπου, το Σώμα του στρατηγού Ρεΐγ, που υπαγόταν στον Νέι, κατέλαβε την πόλη Γκοσελιέ. Παραδόξως, όμως, ο Νέι δεν εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του αλλά διέταξε τον Ρεΐγ να σταματήσει βόρεια της πόλης και να αναμένει εκεί την άφιξη και του άλλου Σώματος της διοίκησής τους, αυτό του στρατηγού ντ’ Ερλόν. Ο Νέι απέστειλε μόνο 2.000 ιππείς προς το Κατρ Μπρα για συλλογή πληροφοριών. Προφανώς ο στρατάρχης φοβήθηκε να προωθήσει τα τμήματά του εμπρός, χωρίς να γνωρίζει τι συμβαίνει στο άλλο άκρο του μετώπου.

Και στην άλλη πλευρά όμως η κατάσταση δεν ήταν ρόδινη. Ο στρατηγικός αιφνιδιασμός που οι Σύμμαχοι –κυρίως ο Γουέλινγκτον– είχαν υποστεί δεν τους επέτρεπε να αντιδράσουν άμεσα στις κινήσεις του εχθρού. Ο Γουέλινγκτον μάλιστα αποφάσισε να καλύψει με τις δυνάμεις τους την περιοχή των Βρυξελλών, αδιαφορώντας, κατά κάποιον τρόπο, για τον σύμμαχό του Μπλίχερ. Το βασικό του σφάλμα ήταν η μη εξασφάλιση του κόμβου του Κατρ Μπρα.

Στο σημείο όμως αυτό, ο επιτελάρχης του Σώματος Στρατού του πρίγκιπα της Οράγγης, διέταξε τον μέραρχο Πέρπονσερ να καλύψει το Κατρ Μπρα με μια ταξιαρχία. Πράγματι, μια γερμανική ταξιαρχία από το κρατίδιο του Νασάου –4.000 άνδρες με 8 πυροβόλα– υπό τον πρίγκιπα της Σαξονίας Βαϊμάρης, κατέλαβε το Κατρ Μπρα και απέστειλε μάλιστα προωθημένα τμήματα νότια της πόλης.

Τα τμήματα αυτά ενεπλάκησαν με την εμπροσθοφυλακή του Νέι, τους ιππείς της Φρουράς, και αποσύρθηκαν στην πόλη δίδοντας το σήμα του συναγερμού. Ήδη, όμως, χάρη στην απειθαρχία ενός υφισταμένου του, ο Γουέλινγκτον είχε εξασφαλίσει την κατοχή του Κατρ Μπρα, ενώ η διστακτικότητα του Νέι, η οποία θα συνεχιζόταν και την επομένη, θα του επέτρεπε να μετατρέψει το ασθενές δίκτυο προφυλακών γύρω από την πόλη σε σιδηρό δακτύλιο.

Πάντως, και το επόμενο βήμα για τη σωτηρία της πόλης έγινε από έναν υφιστάμενο του Γουέλινγκτον, ο οποίος επίσης παράκουσε τις διαταγές του και κατηύθυνε ολόκληρη τη Μεραρχία Πέρπονσερ στο Κατρ Μπρα. Παρ’ όλα αυτά, οι 8.000 πεζοί, οι 50 ιππείς και τα 16 πυροβόλα του Πέρπονσερ δύσκολα θα κρατούσαν την πόλη αν ο Νέι εξαπέλυε άμεση επίθεση με τα ένα Σώμα Στρατού που διέθετε. Για τη μη έγκαιρη εξαπόλυση της επίθεσης όμως ευθυνόταν και ο Ναπολέων, ο οποίος, αν και συναντήθηκε με τον Νέι το βράδυ της 15ης προς τη 16η Ιουνίου, δεν συμπεραίνεται ξεκάθαρα αν τον διέταξε να καταλάβει άμεσα την πόλη.

Ο Ναπολέων έως εκείνη τη στιγμή ήταν βέβαιος ότι δεν υφίστατο κίνδυνος. Θεωρούσε ότι οι Πρώσοι του Μπλίχερ βρίσκονταν σε πλήρη υποχώρηση. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η κατάληψη του Κατρ Μπρα δεν θα πρόσφερε σημαντικά πλεονεκτήματα. Αντίθετα, θα είχε μεγαλύτερη σημασία η αγκίστρωση του εχθρού εκεί από τον Νέι μέχρις ότου επιτύγχανε ο Ναπολέοντας την πλαγιοκόπηση και καταστροφή του. Άλλωστε, ο αυτοκράτορας ήταν πεπεισμένος ότι και ο Γουέλινγκτον υποχωρούσε προς τις Βρυξέλλες. 

Δυστυχώς όμως για τον Ναπολέοντα, ο Μπλίχερ όχι μόνο δεν υποχωρούσε, αλλά αντίθετα προήλαυνε προς συνάντησή τους. Ο Ναπολέων ποτέ δεν θα μπορούσε να πιστέψει ότι ο τρελός Πρώσος γερο-στρατάρχης θα τον πολεμούσε μόνος του, και μάλιστα στη σχετικά εκτεθειμένη τοποθεσία μεταξύ των χωριών Αμάντ και Λινί.

Η μάχη του Λινί

Στις 6 το πρωί της 16ης Ιουνίου ο Ναπολέων είχε ήδη εγερθεί και είχε συντάξει τις διαταγές προς τους δύο άμεσους υφισταμένους του, τον Νέι και τον Γκρουσί.

Ο Γκρουσί διατασσόταν να κινηθεί ταχέως προς Σομπρεφέ και Ζεμπλού και να κάμψει οποιαδήποτε αντίσταση που ενδεχομένως θα συναντούσε. Αναλόγως της αντίστασης, θα έστελνε ενισχύσεις στον Νέι, ο οποίος θα έπρεπε να είναι σε ετοιμότητα να κινηθεί προς τις Βρυξέλλες με την πρώτη ειδοποίηση. Σύμφωνα με τον Ναπολέοντα, ο Γκρουσί δεν αναμενόταν να συναντήσει περισσότερους από 40.000 Πρώσους στο Σομπρεφέ και στη Ζεμπλού.

Δεν είχαν όμως προλάβει οι αγγελιαφόροι να φύγουν από το στρατηγείο του Ναπολέοντα, όταν έφτασε σε αυτό αγγελιαφόρος του Γκρουσί, ο οποίος ανέφερε ότι το τμήμα στρατιάς εντόπισε ισχυρότατες πρωσικές συγκεντρώσεις νότια του Σομπρεφέ, κοντά στο Λινί. Ο Ναπολέων δεν πίστεψε την πληροφορία. Θεωρώντας την υπερβολική, αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος στο κοντινό στο Λινί χωριό Φλερί, ώστε να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συμβαίνει. Ακόμα όμως και όταν έφτασε εκεί και βρέθηκε απέναντι στο πρωσικό Σώμα Στρατού του φον Τσίετεν, δεν πείστηκε ότι επρόκειτο για επιθετική επιστροφή των Πρώσων. Πίστεψε ότι απλά είχαν απέναντί τους την πρωσική οπισθοφυλακή.

Έτσι, θεώρησε φρόνιμο να διατάξει την εκτέλεση άμεσης επίθεσης κατά της «οπισθοφυλακής» του εχθρού για να την καταστρέψει. Σε λίγο όμως είδε το σύνολο της Στρατιάς του Μπλίχερ να λαμβάνει θέσεις στα χωριά Αμάντ και Λινί. Απροετοίμαστος να δώσει μεγάλης κλίμακας μάχη ήταν ο Ναπολέων, που είχε τώρα δεχθεί τακτικό αιφνιδιασμό από τον κακό του δαίμονα, τον γερο-ουσάρο Μπλίχερ, ο οποίος, παρά τα 72 χρόνια του, ίππευε και πολεμούσε στο πλευρό των ανδρών του καλύτερα από νέο. Απέναντι στους 84.000 άνδρες (οι 8.000, ιππείς) του Μπλίχερ, ο Ναπολέων διέθετε μόλις 68.000 (οι 12.500 ιππείς).

Αν είχε πειστεί από την αναφορά του Γκρουσί και είχε κινηθεί προς το Λινί με όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις άμεσα, θα είχε προλάβει τον Μπλίχερ και θα είχε καταλάβει και το Αμάντ και το Λινί χωρίς μάχη. Ισχυρογνώμων όμως καθώς ήταν, έχασε πολύτιμο χρόνο. Δεν είχε καν διατάξει το Σώμα της Φρουράς και το 6ο Σώμα, που βρισκόταν στο Σαρλερουά, να κινηθούν.

Οι Πρώσοι εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα δύο χωριά και σε διάφορες αγροικίες που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Κάθε οίκημα μετατράπηκε σε μικρό οχυρό. Τυφεκιοθυρίδες ανοίχτηκαν στους τοίχους, και τα 224 διαθέσιμα πυροβόλα της στρατιάς τάχθηκαν στους γύρω λοφίσκους και μπροστά από τις θέσεις του πεζικού. Λίγο πριν την έναρξη της μάχης, ο Μπλίχερ δέχτηκε την επίσκεψη του Γουέλινγκτον.

Ο φλεγματικός Άγγλος ευγενής, αφού εξέφρασε την άποψη ότι οι πρωσικές θέσεις ήταν εκτεθειμένες στα πυρά του γαλλικού πυροβολικού, υποσχέθηκε να σπεύσει σε βοήθεια των συμμάχων του, εφόσον η στρατιά του δεν δεχόταν με τη σειρά της επίθεση. Κατόπιν, ο «Σιδηρός Δούκας» του Γουέλινγκτον αποχώρησε.

Ήταν ήδη 14.30, όταν οι βρυχηθμοί των 210 γαλλικών πυροβόλων έδωσαν το σήμα έναρξης της μάχης του Λινί. Τα πρωσικά πυροβόλα απάντησαν, και σε λίγο η μάχη γενικεύτηκε. Ο Ναπολέων διέταξε τέσσερις μεραρχίες πεζικού να επιτεθούν κατά του χωριού Αμάντ στο άκρο δεξιό της πρωσικής παράταξης. Την ίδια ώρα, το ιππικό του Γκρουσί πίεζε το αντίστοιχο πρωσικό στο γαλλικό δεξιό. Σε λίγο η μάχη απλώθηκε ως το σημείο στηρίγματος του Λινύ.

Οι Γάλλοι όρμησαν με θάρρος κατά του χωριού και κατόρθωσαν, χάρη στην ορμητικότητά τους, να διασπάσουν την άμυνα των Πρώσων και να εισέλθουν σε αυτό. Οι Πρώσοι όμως δεν υποχώρησαν. Αναδιοργανώθηκαν στην πλατεία του χωριού, και μόλις οι Γάλλοι έκαναν την εμφάνισή τους, τους υποδέχθηκαν με πυκνά πυρά.

Το γαλλικό 30ό Σύνταγμα Πεζικού της Γραμμής, το οποίο ηγείτο της εφόδου, αφανίστηκε. Το ποσοστό απωλειών του ξεπέρασε το 70 % της παρατακτέας δύναμης. Οι Πρώσοι ακροβολιστές θέριζαν με τα εύστοχα πυρά τους και τα πυροβόλα έβαλαν θραυσματοφόρα βλήματα από απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων. Με τον τρόπο αυτό, η πρώτη γαλλική έφοδος αποκρούστηκε. Ακολούθησαν άλλες τέσσερις έφοδοι, οι οποίες αποκρούστηκαν με τα ίδια αποτελέσματα για τους επιτιθεμένους. Τελικά με έκτη έφοδό τους οι Γάλλοι ανάγκασαν τους Πρώσους να εγκαταλείψουν την πρώτη αμυντική τους γραμμή. Βλέποντας τη μανιασμένη αντίσταση αλλά και τον αριθμό των Πρώσων, ο Ναπολέων κατάλαβε επιτέλους ότι είχε απέναντί του το σύνολο σχεδόν της Στρατιάς του Μπλίχερ. Μια χρυσή ευκαιρία του δινόταν να καταστρέψει μια για πάντα τους Πρώσους.

Αμέσως συνέταξε έγγραφο διαταγή προς τον Νέι, με την οποία του όριζε να σπεύσει προς το πεδίο του Λινί και να υπερφαλαγγίσει το ακάλυπτο δεξί πλευρό του Μπλίχερ. «Μην καθυστερήσεις ούτε στιγμή να εφαρμόσεις αυτή τη διαταγή του Αυτοκράτορα», του έγραφε ο επιτελάρχης Σουλτ. «Η μοίρα της Γαλλίας βρίσκεται στα χέρια σου», κατέληγε. Εκείνη τη στιγμή όμως έφτασε μήνυμα από τον Νέι, το οποίο ανέφερε την εμπλοκή του στρατάρχη με τις δυνάμεις του Γουέλινγκτον στο Κατρ Μπρα. Ήταν συνεπώς αδύνατο να σπεύσει ο Νέι προς υπερφαλάγγιση του Μπλίχερ.

Ο Ναπολέων όμως συνέταξε τότε νέα διαταγή με την οποία ζητούσε από τον Νέι να αποστείλει μόνο το Σώμα του στρατηγού ντ’ Ερλόν προς ενίσχυσή του. Ακόμα και αν μόνο το Σώμα του ντ’ Ερλόν πλαγιοκοπούσε τους Πρώσους, η συντριβή τους θα ήταν και πάλι σίγουρη, κατά τον Ναπολέοντα τουλάχιστον. Παράλληλα, ο Ναπολέων διέταξε και το ξεχασμένο στο Σαρλερουά Σώμα του στρατηγού Λομπό να σπεύσει με τη σειρά του προς το πεδίο μάχης του Λινί.

Το Σώμα του ντ’ Ερλόν πάντως δεν έμελλε να συμμετάσχει τελικά ούτε στη μάχη του Λινί ούτε σε αυτή του Κατρ Μπρα. Και όχι μόνο δεν συμμετείχε, αλλά η προσέγγισή του προς το πεδίο μάχης του Λινί έβλαψε τη γαλλική υπόθεση. Το Σώμα του ντ’ Ερλόν περιπλανιόταν μεταξύ των δύο πεδίων μαχών, με το διοικητή να έχει περιέλθει σε σύγχυση από τις αντικρουόμενες διαταγές που λάμβανε από το αυτοκρατορικό επιτελείο και από το επιτελείο του Νέι. Όταν σε κάποια στιγμή προσέγγισε το πεδίο μάχης του Λινί, προκάλεσε πανικό στους άνδρες του Σώματος του στρατηγού Βαντάμ, οι οποίοι θεώρησαν ότι επρόκειτο για εχθρικό σχηματισμό.

Την ώρα που ο Ναπολέων είχε απωθήσει τους Πρώσους στο κέντρο του μετώπου και ετοιμαζόταν να διατάξει την έφοδο της Φρουράς, η οποία αναμφίβολα θα του χάριζε τη νίκη, εμφανίστηκε έντρομος ενώπιόν του ο στρατηγός Βαντάμ, ο οποίος του ανέφερε την παρουσία 20.000 «αντιπάλων» στο αριστερό του πλευρό. Υπό αυτές τις συνθήκες, φυσικά η επίθεση της Φρουράς ανακλήθηκε και μία μάλιστα μεραρχία της Νέας Φρουράς διατέθηκε στον Βαντάμ για να συγκρατήσει τους πανικόβλητους στρατιώτες του!

Η ανάκληση πάντως της Φρουράς έδωσε στον Μπλίχερ τον απαραίτητο χρόνο για να αναδιοργανώσει τις σκληρά δοκιμαζόμενες δυνάμεις του. Και όχι μόνο τις αναδιοργάνωσε αλλά τις οδήγησε σε μια εμπνευσμένη αντεπίθεση με την οποία οι Γάλλοι απωθήθηκαν στις αρχικές τους θέσεις. Ο Μπλίχερ είχε πλέον αντιληφθεί ότι ούτε ο Γουέλινγκτον ούτε το Σώμα Στρατού του φον Μπίλοφ ήταν σε θέση να τον ενισχύσουν. Η μόνη του ελπίδα ήταν να κρατήσει ώσπου να πέσει το σκοτάδι και κατόπιν να υποχωρήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή τάξη.

Στο μεταξύ, το Σώμα του ντ’ Ερλόν έστριψε δυτικά και άρχισε να χάνεται τόσο ξαφνικά, όσο ξαφνικά είχε φανεί. Είχε φτάσει στον ντ’ Ερλόν η ανακλητική διαταγή του στρατάρχη Νέι, βάσει της οποίας το Σώμα έπρεπε να σπεύσει προς το Κατρ Μπρα. Έτσι λοιπόν ο Ναπολέων εκ των πραγμάτων εγκατέλειψε τον υπερκερωτικό ελιγμό και αποφάσισε να διατάξει εκ νέου επίθεση της Φρουράς κατά του Λινί. Ο χρόνος τώρα τον πίεζε. Σε λίγο θα έπεφτε η νύχτα. Αλλά και ο Μπλίχερ, για να κερδίσει χρόνο, εξαπέλυσε μια απέλπιδα επίθεση εναντίον του ακόμα παρουσιάζοντος προβλήματα συνοχής και πειθαρχίας Σώματος του Βαντάμ.

Ο ίδιος ο σεβάσμιος γέροντας Μπλίχερ, ως άλλος Νέστωρ, οδήγησε προσωπικά την επίθεση έξι ταγμάτων κατά του Βαντάμ. Πέραν πάσης προσδοκίας, η πρωσική επίθεση επέτυχε, και τμήμα του χωριού Αμάντ ανακαταλήφθηκε. Μόλις στις 19.30 κατόρθωσε ο Ναπολέων να σταθεροποιήσει την κατάσταση και να εξαπολύσει την έφοδο της Παλαιάς Φρουράς κατά του Λινί και της Νέας, κατά του Αμάντ. Ύστερα από άγρια μάχη που κράτησε μισή ώρα, οι άνδρες της Φρουράς είχαν εξαναγκάσει σε υποχώρηση τους αντιπάλους τους.

Οι Πρώσοι όμως δεν τράπηκαν σε φυγή. Αντίθετα, με επικεφαλής και πάλι τον «Γέρο Εμπρός», όπως  αποκαλούσαν οι άνδρες τον Μπλίχερ, 32 ίλες Πρώσων ιππέων εκτέλεσαν έφοδο κατά των τετραγώνων της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Οι πιθανότητες επιτυχίας της εφόδου ήταν σχεδόν μηδενικές. Χάρη στην έφοδο αυτή όμως κερδήθηκε μία πολύτιμη ώρα και δόθηκε η δυνατότητα στο πληγωμένο πρωσικό πεζικό να απαγκιστρωθεί με τάξη. Στην έφοδο παραλίγο να βρει το θάνατο και ο Μπλίχερ, όταν το άλογό του σκοτώθηκε και τον καταπλάκωσε. «Απεγκλωβίστηκε» από αξιωματικούς του, υπό την καυτή ανάσα των Γάλλων, και σώθηκε για να πάρει μέρος στην τελική μάχη κατά του ορκισμένου του εχθρού.

Η μάχη του Λινί είχε λήξει. Η ώρα ήταν 21.00 και η βροχή περιόριζε την ορατότητα και ελαχιστοποιούσε τις πιθανότητες επιβίωσης των χιλιάδων τραυματιών. Ο Ναπολέων θεώρησε τον εαυτό του μεγάλο νικητή. Είχε βέβαια αναγκάσει τους Πρώσους να υποχωρήσουν και τους είχε προκαλέσει 16.000 απώλειες. Και η στρατιά του όμως είχε υποστεί εξίσου σοβαρές απώλειες (12.000 άνδρες), τις οποίες μάλιστα δεν μπορούσε να αναπληρώσει.

Αντίθετα, ο Μπλίχερ είχε άθικτο το Σώμα του φον Μπίλοφ, δυνάμεως 30.000 περίπου ανδρών. Ο Ναπολέων δεν ήταν ο μεγάλος νικητής στο Λινί. Θα μπορούσε να είναι, θα μπορούσε να είχε αφανίσει τη Στρατιά του Μπλίχερ αν το Σώμα του ντ’ Ερλόν είχε κατορθώσει να επιπέσει κατά του εχθρικού πλευρού. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη, και η ευκαιρία χάθηκε. Ουσιαστικά η αποτυχία αυτή αποτέλεσε και το προανάκρουσμα της επερχόμενης ήττας στο Βατερλό.

Η μάχη του Κατρ Μπρα

Την ώρα που ο Ναπολέων έδινε σκληρή μάχη με τον Μπλίχερ στο Λινί, στο άλλο άκρο του μετώπου, ο στρατάρχης Νέι ενεπλάκη τελικά σε μάχη με τους άνδρες του Γουέλινγκτον στο Κατρ Μπρα. Οι δύο μάχες, του Λινί και του Κατρ Μπρα, διαδραματίστηκαν ταυτόχρονα και, έμμεσα έστω, επηρέασε η μία την εξέλιξη της άλλης.

Το βράδυ της 15ης προς τη 16η Ιουνίου ο στρατάρχης Νέι, μετά την επίσκεψή του στο αρχηγείο του αυτοκράτορα, επέστρεψε στο δικό του σταθμό διοίκησης. Δεν εξέδωσε καμία προειδοποιητική διαταγή για την επομένη. Είναι πιθανό ο Ναπολέων να είχε ήδη εφιστήσει την προσοχή του στρατάρχη του στη σημασία που είχε η κατάληψη του Κατρ Μπρα. Ποτέ, όμως, έως εκείνη τη στιγμή, δεν είχε δώσει ρητή εντολή στον Νέι να καταλάβει πάση θυσία το Κατρ Μπρα. Η γραπτή εντολή του αυτοκράτορα έφτασε στο αρχηγείο του Νέι μόλις στις 11.30 της 16ης Ιουνίου. Πολύτιμες ώρες είχαν όμως ήδη χαθεί. Λίγα λεπτά αργότερα, το Σώμα Στρατού του Ρεΐγ τέθηκε σε κίνηση.

Μόλις όμως κατά τις 14.00, το Σώμα κατόρθωσε να αναπτυχθεί για μάχη. Στο μεταξύ, και ο Γουέλινγκτον είχε κινητοποιήσει τις εφεδρείες του και τις κατηύθυνε προς το Κατρ Μπρα. Ήταν ένας αγώνας δρόμου. Όποιος από τους αντιμαχόμενους κατόρθωνε να μεταφέρει πρώτος τις εφεδρικές του δυνάμεις στο πεδίο της σύγκρουσης, θα κέρδιζε τη μάχη.

Όταν άρχισε η μάχη, τα αμυνόμενα συμμαχικά τμήματα της Μεραρχίας Πέρπονσερ (7.850 Βέλγοι, Ολλανδοί και από το κρατίδιο του Νασσάου στρατιώτες) ήταν απελπιστικά λίγα για να κρατήσουν ένα μέτωπο μήκους τριών χλμ. Ιδιαίτερη αδυναμία παρουσίαζε το μέτωπο της Μεραρχίας Πέρπονσερ, στο άκρο αριστερό της. Το σημείο αυτό ήταν σχεδόν ακάλυπτο. Η έλλειψη μάλιστα ιππικού (ο Πέρπονσερ είχε στη διάθεση του μόλις 50 ουσάρους) καθιστούσε την αδυναμία ακόμα μεγαλύτερη, από τη στιγμή που ο Νέι διέθετε την οργανική ταξιαρχία ιππικού του Σώματος του Ρεΐγ και ανέμενε και την άφιξη της Ταξιαρχίας Θωρακοφόρων του Κέλερμαν.

Η επίθεση του Ρεΐγ άρχισε ύστερα από σφοδρό κανονιοβολισμό των θέσεων των αμυνομένων από τα 60 πυροβόλα που το Σώμα του διέθετε. Τα 16 πυροβόλα του Πέρπονσερ απάντησαν με τη σειρά τους. Το γαλλικό πεζικό κινήθηκε επιφυλακτικά. Πρώτος στόχος ήταν η εκκαθάριση του δάσους νότια του χωριού. Στο σημείο αυτό ο Ρεΐγ έπεσε θύμα της δικής του φοβίας.

Έχοντας πολλάκις συγκρουστεί με τους Βρετανούς και τον Γουέλινγκτον στην Ισπανία, ο Ρεΐγ είχε μάθει να σέβεται, σε βαθμό υστερίας, τους αντιπάλους του. Διαθέτοντας σχετική εμπειρία, θεώρησε πως ο Γουέλινγκτον, τον οποίο επίσης θεωρούσε παρόντα, θα είχε τάξει μεγάλο αριθμό ανδρών εντός του δάσους. Για το λόγο αυτό, κίνησε το πεζικό του με μεγάλη διστακτικότητα.

Παρεμποδιζόμενοι μόνο από ελαφρά τμήματα ακροβολιστών, οι Γάλλοι πεζοί εκκαθάρισαν τελικά το δάσος, με μεγάλη όμως καθυστέρηση. Αναθαρρυμένοι κατόπιν από την επιτυχία αυτή, πίεσαν τους αμυνόμενους και κατέλαβαν την αγροικία Πιραμόντ, σημείο στηρίγματος της άμυνας στο εκτεθειμένο αριστερό πλευρό της διάταξης του Πέρπονσερ. Κατόπιν οι Γάλλοι κατέλαβαν και την αγροικία Ζεμινκούρτ. Ακολούθησε σκληρή μάχη για την κατάληψη της αγροικίας Πιερεπουάντ, η οποία τελικά κατελήφθη μόνο μετά την επέμβαση και της εφεδρικής Μεραρχίας του Ιερώνυμου Βοναπάρτη.

Η αμυντική γραμμή του Πέρπονσερ ήταν έτοιμη να καταρρεύσει, όταν εμφανίστηκε στο πεδίο της μάχης ο ίδιος ο Γουέλινγκτον με μια ταξιαρχία βέλγοολλανδικού ιππικού. Λίγο αργότερα έκανε την εμφάνισή της η Μεραρχία του εκκεντρικού Ουαλού στρατηγού Πίκτον, ο οποίος επέμενε να διοικεί φορώντας πολιτικά ρούχα και το χαρακτηριστικό ημίψηλο καπέλο της εποχής, ενώ στο χέρι του κρατούσε πάντα μια ομπρέλα!

Ο Πίκτον έφερνε μαζί του 8.000 άνδρες, περιλαμβανομένων και 4.000 περίπου Σκότων, καθώς και 12 πυροβόλα. Η βελγοολλανδική ταξιαρχία ιππικού, για να κερδηθεί χρόνος, πραγματοποίησε επέλαση κατά των γαλλικών τμημάτων, η οποία αποκρούστηκε με βαριές απώλειες για τους επιτιθεμένους. Η Μεραρχία του Πίκτον εξασφάλισε όμως τον αναγκαίο χρόνο, και αναπτύχθηκε για μάχη. Οι Γάλλοι επιτέθηκαν εναντίον της αλλά αποκρούστηκαν με τη σειρά τους. Σαν να μην έφτανε αυτό, νέες ενισχύσεις, με επικεφαλής τον Δούκα του Μπράουνσβαϊγκ, έφταναν σε ενίσχυση του Γουέλινγκτον.

Η ώρα ήταν ήδη 16.00, όταν ο Νέι έλαβε επιτέλους τη γραπτή διαταγή του επιτελάρχη του αυτοκράτορα Σούλτ, με την οποία διατασσόταν να καταλάβει το Κατρ Μπρα! Αμέσως ο Νέι απέστειλε αγγελιαφόρο στο Σώμα του ντ’ Ερλόν με τη διαταγή να σπεύσει το συγκεκριμένο Σώμα στο Κατρ Μπρα. Ταυτόχρονα διέταξε τον Ρεΐγ να εξαπολύσει νέα επίθεση κατά των εχθρικών θέσεων.

Η επίθεση εξαπολύθηκε αλλά και πάλι αποκρούστηκε από τους αποφασισμένους Σκότους του Πίκτον. Όσον αφορά το Σώμα του ντ’ Ερλόν, αυτό κατευθυνόταν προς το Κατρ Μπρα, όταν αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος το διέταξε να αλλάξει κατεύθυνση και να βαδίσει προς το Λινύ. Πράγματι, όπως είδαμε, το σώμα στράφηκε προς το Λινύ προκαλώντας πανικό στους ίδιους τους Γάλλους που πολεμούσαν εκεί. Όταν ο Νέι πληροφορήθηκε όμως ότι ο ντ’ Ερλόν βάδιζε προς το Λινί, έγινε έξω φρενών. Το Σώμα αυτό αποτελούσε τη μοναδική δύναμη που θα μπορούσε να τον ενισχύσει στη δυσμενώς γι’ αυτόν εξελισσόμενη μάχη και να μεταβάλει την πορεία της.

Την ώρα εκείνη αφίχθη στο στρατηγείο του Νέι αυτοκρατορικός αγγελιαφόρος ο οποίος κόμιζε τη διαταγή του Ναπολέοντα, βάσει της οποίας ολόκληρη η διοίκηση του Νέι θα έπρεπε να στραφεί προς το Λινί! Ο Νέι δεν άντεξε άλλο. Αφού περιέλουσε τον αγγελιαφόρο με όσες βρισιές γνώριζε, τον έστειλε πίσω στον αυτοκράτορα διατάσσοντάς τον να αναφέρει ότι η διοίκηση Νέι είναι εμπλεγμένη στο Κατρ Μπρα με ολόκληρη τη Στρατιά του Γουέλινγκτον.

Ο δε αγγελιαφόρος, τρέμοντας εμπρός στην οργή του στρατάρχη, έφυγε αμέσως, χωρίς καν να παραδώσει τη γραπτή διαταγή του αυτοκράτορα, την οποία κόμιζε!

Μέσα σε αυτό το απίστευτο μπέρδεμα, ο Νέι εξαπέλυσε και νέα επίθεση. Οι λογχοφόροι ιππείς του προκάλεσαν σοβαρές απώλειες σε δύο βρετανικά συντάγματα πριν τελικά αποκρουστούν. Παρ’ όλα αυτά, όμως, η άφιξη νέων ενισχύσεων αναπλήρωσε τις απώλειες της αμυντικής γραμμής του Γουέλινγκτον. Ήταν πια οι Σύμμαχοι που υπερείχαν αριθμητικά, έστω και ελαφρά, έναντι των Γάλλων.

Ο Νέι δεν είχε άλλη επιλογή από το να εξαπολύσει και νέα επίθεση, πριν οι νέες ενισχύσεις του αντιπάλου λάβουν θέσεις. Διέταξε λοιπόν τον Κέλερμαν να τεθεί επικεφαλής μιας ταξιαρχίας θωρακοφόρων και να επιτεθεί κατά της Λεπτής Κόκκινης Γραμμής του βρετανικού πεζικού.

Με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, οι ιππείς του Κέλερμαν επιτέθηκαν στις 17.00 κατά των Βρετανών. Το Βρετανικό 69ο Σύνταγμα Πεζικού δεν πρόλαβε να σχηματίσει τετράγωνο και κατακόπηκε από τους ορμητικούς ιππείς. Το επίσης βρετανικό 33ο Σύνταγμα Πεζικού υπέστη μεγάλες απώλειες. Κατόρθωσε όμως να οπισθοχωρήσει με σχετική τάξη στο παρακείμενο δάσος, βρίσκοντας εκεί καταφύγιο από το εχθρικό βαρύ ιππικό.

Η επιτυχία των θωρακοφόρων του βετεράνου Κέλερμαν ήταν προσωρινή. Τα βρετανικά 30ο και 73ο Συντάγματα Πεζικού, ενισχυμένα με μια πυροβολαρχία της Γερμανικής Λεγεώνας του Βασιλέως, εξαπέλυσαν καταχθόνιο πυρ κατά των άτυχων Γάλλων ιππέων. Όσοι από αυτούς επέζησαν, τράπηκαν σε άτακτη φυγή.

Η ώρα ήταν ήδη 18.30, και οι πιθανότητες του Νέι να επικρατήσει ήταν πια σχεδόν μηδενικές. Παρ’ όλα αυτά, και νέος αγγελιαφόρος από τον αυτοκράτορα εμφανίστηκε μεταφέροντας εκ νέου τη διαταγή για πάση θυσία κατάληψη του Κατρ Μπρα. Ο Ναπολέων, ως συνήθως, δεν είχε πειστεί για το ότι ο Νέι πράγματι αντιμετώπιζε τον Γουέλινγκτον. «Ο στρατάρχης δεν ξέρει τι λέει», ήταν η απάντηση του Ναπολέοντα στο άκουσμα της αναφοράς του Νέι, διά στόματος αγγελιαφόρου. «Εγώ πολεμώ με ολόκληρο τον Πρωσικό Στρατό. Ο Νέι πολεμά μόνο με την εμπροσθοφυλακή του Γουέλινγκτον», κατέληξε ο Ναπολέων, ο οποίος όμως βρισκόταν αρκετά μακριά για να είναι σε θέση να  γνωρίζει.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Στο μεταξύ, το ρεύμα ενισχύσεων προς τον Γουέλινγκτον δεν είχε διακοπεί. Στις 18.30 ο Βρετανός δούκας ήταν σε θέση να παρατάξει 36.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες, απέναντι στους 21.000 ετοιμοπόλεμους του Νέι. Ενισχυμένος ο Γουέλινγκτον επιτέθηκε. Σταδιακά οι Γάλλοι απώλεσαν όλο το κατακτημένο έδαφος και ως τις 21.00 οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις αρχικές τους θέσεις. Ο Νέι αποτραβήχτηκε έχοντας απολέσει 4.000 άνδρες.

Οι απώλειες των Συμμάχων ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες (4.800 άνδρες). Τακτικά η μάχη του Κατρ Μπρα δεν ήταν παρά μια αιματηρή «ισοπαλία». Στρατηγικά όμως αποτέλεσε θρίαμβο της αντιναπολεόντειας συμμαχίας. Ο δρόμος προς τις Βρυξέλλες παρέμενε υπό τον έλεγχο του Γουέλινγκτον. Για τη διάνοιξη της οδού αυτής θα διεξαγόταν δύο ημέρες αργότερα η κρίσιμη μάχη του Βατερλό. Αν ο Νέι νικούσε στο Κατρ Μπρα, η μάχη του Βατερλό δεν θα διεξαγόταν πιθανώς ποτέ.

Ο Νέι πάντως έσπευσε να χρεώσει την αποτυχία στον ντ’ Ερλόν, ο οποίος ήταν μάλλον ο λιγότερο υπεύθυνος γι’ αυτή. Στην αναφορά πεπραγμένων προς τον Ναπολέοντα, ο Νέι αναφέρει: «Επιτέθηκα στις αγγλικές θέσεις στο Κατρ Μπρα με τη μέγιστη ορμή. Όμως ένα λάθος του κόμη ντ’ Ερλόν μού στέρησε μια μεγάλη νίκη, αφού τη στιγμή που η 5η και η 9η Μεραρχία του Ρεΐγ σάρωναν ότι έβρισκαν μπροστά τους, το 1ο Σώμα (του ντ’ Ερλόν) βάδιζε προς το Αμάντ, σε υποστήριξη του αριστερού τής Αυτού Μεγαλειότητας.

Το χειρότερο όμως ήταν ότι το Σώμα αυτό, στρεφόμενο πίσω για να ενωθεί με τις δυνάμεις μου, δεν παρείχε τελικά υποστήριξη σε κανένα πεδίο. Η Μεραρχία του πρίγκιπα Ιερώνυμου πολέμησε γενναία.

Η Αυτού Βασιλική Υψηλότητα τραυματίστηκε ελαφρά. Στην πραγματικότητα, στη μάχη ενεπλάκησαν μόνο τρεις μεραρχίες πεζικού, μία ταξιαρχία θωρακοφόρων και το ιππικό του στρατηγού Πιρέ. Ο κόμης του Βαλμί (Κέλερμαν) εκτέλεσε μια υπέροχη επέλαση. Όλοι έπραξαν το καθήκον τους – εκτός του 1ου Σώματος. Ο εχθρός υπέστη μεγάλες απώλειες. Κυριεύσαμε μερικά πυροβόλα και μία σημαία. Εμείς είχαμε 2.000 νεκρούς και 4.000 τραυματίες. Έχω ζητήσει τις αναφορές των στρατηγών Ρεΐγ και ντ’ Ερλόν, τις οποίες και θα διαβιβάσω στην Εξοχότητά σας».

Η 16η Ιουνίου υπήρξε το χρονικό σημείο καμπής της όλης εκστρατείας. Παρά τις ατυχίες, ο Ναπολέων ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με το αποτέλεσμα και απόλυτα πεπεισμένος ότι η νίκη ήταν εξασφαλισμένη. Ίσχυε όμως μια τέτοια θεώρηση; Τα γεγονότα απέδειξαν πως όχι. Τόσο ο Ναπολέων, όσο και ο Νέι ήταν οι κύριοι υπεύθυνοι της αποτυχίας.

Στη δεδομένη χρονική στιγμή, η μόνη ελπίδα του καθεστώτος του Ναπολέοντα ήταν η επίτευξη συντριπτικών και όχι πύρρειων νικών, όπως αυτή του Λινί. Η πρωτοφανής ασυνεννοησία και το απίστευτο μπέρδεμα με τις διαταγές και τις αντιδιαταγές είχε καταστρεπτικά για τη γαλλική υπόθεση αποτελέσματα.

Αν ο Ναπολέων επικέντρωνε τις προσπάθειές του κατά μιας εχθρικής στρατιάς, αν συγκέντρωνε περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις και τη διάταξη του εχθρού, αν δεν ήταν τόσο δύσπιστος απέναντι στους στρατάρχες του, τότε το αποτέλεσμα θα ήταν πολύ διαφορετικό. Η Ιστορία ωστόσο δεν γράφεται με «αν» και «ίσως». Και η ψυχρή πραγματικότητα αποδείκνυε ότι τη 16η Ιουνίου ο Ναπολέων είχε χάσει τη χρυσή ευκαιρία να εφαρμόσει επιτυχώς το σχέδιό του.

Αυτός ο μαέστρος του ελιγμού επί εσωτερικών γραμμών, είχε αποτύχει παταγωδώς να τον εφαρμόσει την πλέον κρίσιμη στιγμή της ιστορικής του πορείας. Από το σημείο αυτό και έπειτα, το ρολόι της Ιστορίας άρχισε να χτυπά αντίστροφα για τον Ναπολέοντα. Ήταν ζήτημα μερικών ωρών πλέον να συναντήσει τη μοίρα του στο λόφο του Αγίου Ιωάννη, στο Βατερλό.