Σύμφωνα με τα έθιμα, των αγώνων προηγούνταν θυσίες και ακολουθούσε μεγάλη πομπή. Αργότερα, στο εορταστικό πρόγραμμα συμπεριλήφθηκαν και άλλα αγωνίσματα. Οι αρχαιότεροι αγώνες που οργανώθηκαν στη Ρώμη, το 509 π.Χ., ήταν οι ρωμαϊκοί αγώνες (ludi romani), προς τιμήν του Δία. Εκείνη την περίοδο, η Ρώμη βρισκόταν υπό την πολιτιστική επίδραση των Ετρούσκων.

Μετά το 366 π.Χ. οι αγώνες άρχισαν να διεξάγονται ετησίως στο Σίρκους Μάξιμους (Circus Maximus), δηλαδή στον Μεγάλο Ιππόδρομο της Ρώμης, που βρίσκεται στην κοιλάδα που σχηματίζεται ανάμεσα στον Παλατίνο λόφο και αυτόν του Αβεντίνου. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων οι θεατές κάθονταν στις πλαγιές των δύο λόφων, επάνω στο έδαφος. Το 264 π.Χ. το πρόγραμμα των αγώνων μεταμορφώθηκε αισθητά, όταν σε αυτό εισήχθησαν για πρώτη φορά μονομαχίες.   

Οι μονομαχίες

Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, στο έργο του Δειπνοσοφισταί (Α΄153 f), δίνει την πληροφορία ότι κατά τη διάρκεια των συμποσίων των Καμπανών κάποιοι από αυτούς μονομαχούσαν. Επίσης, αναφερόμενος στις Ιστορίες του Νικολάου Δαμασκηνού, λέει ότι οι Ρωμαίοι κατά τον δείπνο πραγματοποιούσαν μονομαχίες.

Περιγράφει δε αυτή τη συνήθεια ως εξής: «Τα θεάματα των μονομάχων όχι μόνο στις πανηγύρεις και στα θέατρα παρουσίαζαν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι παρέλαβαν από τους Τυρρηνούς (Ετρούσκους) αυτή τη συνήθεια, αλλά και στα συμπόσιά τους. Ορισμένοι καλούσαν φίλους σε συμπόσιο και τους έδιναν την υπόσχεση ότι θα δουν και άλλα θεάματα, επιπλέον δύο ή τρία ζεύγη μονομάχων, που θα τους καλούσαν στην αίθουσα του συμποσίου.

Ενώ δε ένας από τους δύο μονομάχους θα σκοτωνόταν, αυτοί χειροκροτούσαν από ευχαρίστηση. Ένας μάλιστα Ρωμαίος είχε γράψει στη διαθήκη του να μονομαχήσουν γυναίκες ωραιότατες, διαλέγοντας από αυτές που είχε αγοράσει. Άλλοι πάλι ζητούσαν να κάμουν το ίδιο οι δούλοι ή οι ερωμένοι τους».

Στη συνέχεια, ο Αθήναιος (Α΄ 154 a, b) αναφέρει ότι και οι Κέλτες μονομαχούσαν κατά τον δείπνο. Δηλαδή συνέρχονταν ένοπλοι, χτυπούσαν συνήθως στον αέρα και διαπληκτίζονταν μεταξύ τους, αλλά κάποτε προχωρούσαν μέχρι και τραύματος, ενίοτε δε έφθαναν έως το φόνο εάν δεν τους σταματούσαν οι παρόντες.

Αυτές οι αναφορές του Αθήναιου ήταν υποθετικά σωστές, διότι οι Ρωμαίοι δανείστηκαν πολλά από τους γειτονικούς λαούς. Όμως δεν υπήρχαν αρχαιολογικά ευρήματα που συνηγορούσαν προς αυτή την άποψη. Ωστόσο, οι τοιχογραφίες που βρέθηκαν στην κάτω Ιταλία, σε οσκο-λουκανικούς τάφους της Ποσειδωνίας (Paestum) που χρονολογούνται μεταξύ 340-370 π.Χ., περιέχουν παραστάσεις νεκρών, αρματοδρομία, πυγμαχία και μία μονομαχία δύο ανδρών που φέρουν κράνος, ασπίδα και δόρυ. Έτσι, επιβεβαιώθηκε η πληροφορία του Αθήναιου ως προς την πηγή από την οποία δανείστηκαν οι Ρωμαίοι τις μονομαχίες.

Η ιδέα, να χύνεται αίμα στον τάφο του νεκρού, είναι πολύ παλαιά, αποτελεί δε ταφικό έθιμο πολλών πολιτισμών της Μεσογείου. Θεωρείται ότι με το αίμα επέρχεται η συμφιλίωση του νεκρού με τους επιζώντες. Οι Ρωμαίοι δεν οργάνωναν μονομαχίες μόνο κατά τη διάρκεια των επίσημων εορτών, αλλά και κατά τη διάρκεια των συμποσίων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.

Μονομαχίες οργανώθηκαν για πρώτη φορά δημόσια στην Ρώμη το 264 π.Χ., όταν οι γιοι του Δέκιμου Ιούνιου Πέρο οργάνωσαν μονομαχία τριών ζευγαριών προς τιμήν του πατέρα τους, στο Φόρουμ Μποάριουμ (Forum Boarium).

Η σχέση ανάμεσα στα έθιμα της ταφής, στους αθλητικούς αγώνες και την αιματοχυσία, παραπέμπει στην περιγραφή του Ομήρου στην Ιλιάδα (Ψ 20-23) που αναφέρεται στην ταφή του Πατρόκλου, όπου εμφανίζεται ο Αχιλλεύς να λέει ότι θα δώσει τον Έκτορα να τον φάνε τα σκυλιά και ότι θα σφάξει 12 ανδρείους Τρώες προ της νεκρικής πυράς. Στη συνέχεια οργανώνει αγώνες αρματοδρομίας, πάλης και πυγμαχίας προς τιμήν του νεκρού φίλου του.

Επομένως, είναι πιθανό, κατά τους αρχαϊκούς χρόνους οι Έλληνες να μετέφεραν στη νότια Ιταλία τον αγώνα προς τιμήν των νεκρών και την ένοπλη μονομαχία. Έτσι, δεν αποκλείεται η μονομαχία ανάμεσα σε δύο άνδρες, που συναντάται στους Ετρούσκους και τους Σαμνίτες, να έχει ελληνική προέλευση.

Ο Τερτυλιανός (De Spectaculi, 12,1-4) ξεκινώντας από τη λέξη munus (χρέος, καθήκον), αναφέρει ότι οι παλαιοί πίστευαν ότι με ένα τέτοιο θέαμα οι συγγενείς και η πολιτεία εκτελούσαν το καθήκον τους προς τους νεκρούς, αφού η θυσία θα συμφιλίωνε τους νεκρούς με τους ζωντανούς. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, κατά τις ταφές θανατώνονταν αιχμάλωτοι και σκλάβοι που είχαν αγοραστεί ειδικά για το σκοπό αυτό.

Αργότερα, κατά τη διάρκεια της τελετής λατρείας των νεκρών, οι συγγενείς προέβαιναν σε θυσίες ανδρών που είχαν εκπαιδευτεί στα όπλα, για να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο. Αυτή ήταν η αρχή της μονομαχίας.

Ότι οι Ετρούσκοι δανείστηκαν από τους Έλληνες τους αγώνες προς τιμήν των νεκρών και τους μετέτρεψαν σε θανατώσεις ανθρώπων, δεν είναι μια υπόθεση που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εξάλλου οι Ετρούσκοι θεωρούνταν φοβεροί, άγριοι και σκοτεινοί και έκαναν ανθρωποθυσίες μέχρι τους ιστορικούς χρόνους. Έτσι οι Ευρωπαίοι επιστήμονες του 19ου αιώνα δέχθηκαν με μεγάλη ανακούφιση την υπόθεση ότι οι Ρωμαίοι πήραν αυτό το έθιμο από τους Ετρούσκους, διότι έτσι μπόρεσαν να δικαιολογήσουν –έστω και εν μέρει– τους Ρωμαίους, οι οποίοι θεωρούνται από κάποιους ως οι ιδρυτές του ευρωπαϊκού λατινικού πολιτισμού.

Ενώ στην ύστερη περίοδο της ρωμαϊκής δημοκρατίας οι μονομαχίες οργανώθηκαν σε σχέση με τους νεκρούς και τις ταφικές τελετές, κατά την περίοδο των αυτοκρατορικών χρόνων η ταφική πλευρά της μονομαχίας τέθηκε σε αχρηστία. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος καθόρισε την munera (μονομαχίες), ως τμήμα του εορτολογίου της επίσημης κρατικής θρησκείας. Έτσι κάθε Δεκέμβριο, με το τέλος του χρόνου, διοργανώνονταν αγώνες, κατά τους οποίους αγωνίζονταν οι μονομάχοι. Αργότερα, το έθιμο αυτό αποφασίστηκε να επαναλαμβάνεται κάθε Μάρτιο, στην αρχή της άνοιξης.

Σχέση στρατού και μονομάχων

Ενώ υπάρχουν σαφείς διαφορές ανάμεσα σε στρατιώτες και μονομάχους, υπάρχει άμεση σχέση ως προς τον εξοπλισμό τους. Στη Ρώμη, όπως και σε άλλες πόλεις της αρχαιότητας, η έννοια του στρατιώτη ταυτιζόταν με αυτή του πολίτη, αφού το Πολιτικό Δίκαιο ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη στρατιωτική θητεία. Στην περίοδο της ύστερης Δημοκρατίας, από τους εθνοφρουρούς προέκυψε ένας στρατός εθελοντών, ο οποίος διαμορφώθηκε από τον Αύγουστο σε μόνιμο επαγγελματικό στρατό.

Η στρατολόγηση για τη στελέχωση των λεγεώνων γινόταν με βάση το Πολιτικό Δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο οι λεγεωνάριοι έπρεπε να είναι Ρωμαίοι πολίτες, ενώ για τις βοηθητικές Μονάδες (auxilia) επιλέγονταν ελεύθεροι κάτοικοι των επαρχιών, οι οποίοι μετά από προϋπηρεσία 25 ετών αποκτούσαν τα δικαιώματα των Ρωμαίων πολιτών. Από την στρατιωτική θητεία αποκλείονταν οι σκλάβοι, οι ηθοποιοί, οι εγκληματίες, αλλά και οι μονομάχοι.

Όμως, κατά τη διάρκεια της κρίσης με τους τευτονικούς λαούς και της αναδιοργάνωσης του στρατού από τον Μάριο, στρατολογήθηκαν και δάσκαλοι ξιφομαχίας (doctores, magistri), εκπαιδευτές μονομάχων, προκειμένου να διδάξουν στους στρατιώτες τη χρήση των όπλων.

Ο Κικέρων συχνά αναφέρει στους λόγους του την ομοιότητα ανάμεσα στην τεχνική που χρησιμοποιούσαν οι στρατιωτικοί και οι μονομάχοι. Και στις δύο περιπτώσεις, απονέμονταν στους νικητές στεφάνι, περιλαίμιο (torques) και το τιμητικό δόρυ (hasta). Επίσης, ο Πλίνιος ο νεότερος (Panegyricus 33.1 f) αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Τραϊανός, αντί να προσφέρει παντομίμες και θεατρικές παραστάσεις στον λαό, προσέφερε ως διασκέδαση αγώνες μονομάχων, που δεν αποχαύνωναν, δεν μείωναν και δεν κατέστρεφαν το ανδρικό πνεύμα των πολιτών. Αντίθετα, οι αγώνες αυτοί έδιναν στους πολίτες τη δυνατότητα να αντέξουν με χαρά τους τραυματισμούς και να δουν τον θάνατο με αδιαφορία.

Η λατρεία νεκρών και αυτοκρατόρων

Ενώ το 264 π.Χ., κατά την ταφή του Δέκιμου Ιούνιου Πέρο, μονομάχησαν μόνο λίγα ζευγάρια στο Φόρουμ Μποάριουμ, το 216 π.Χ. κατά την ταφή του Μάρκου Αιμίλιου Λέπιδου, αγωνίστηκαν 22 ζεύγη μονομάχων στο Φόρουμ Ρομάνουμ (Forum Romanum), το οποίο έκτοτε καθιερώθηκε ως τόπος διεξαγωγής των μονομαχιών. Κατά την ταφή του Πόπλιου Λικίνιου, το 183 π.Χ. τα ζεύγη των μονομάχων αυξήθηκαν σε 60.

Ο Αντίοχος Δ΄ ο Επιφανής, βασιλιάς των Σελευκιδών, το 174 π.Χ. οργάνωσε μονομαχίες στην ελληνιστική Ανατολή. Οι αγώνες αυτοί, αρχικά, δεν έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό, όμως κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων οι μονομαχίες έγιναν πολύ δημοφιλείς και στις επαρχίες της Ασίας. Το 44 π.Χ. η Σύγκλητος της Ρώμης αποφάσισε τη διεξαγωγή μονομαχιών προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα, που είχε δολοφονηθεί.

O ανεψιός και διάδοχός του Αύγουστος, ενώ περιόρισε τη διεξαγωγή μονομαχιών σε δύο μόνο φορές το χρόνο, ο ίδιος κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής του θητείας οργάνωσε 8 φορές μονομαχίες στις οποίες έλαβαν μέρος 10.000 μονομάχοι. Την ίδια περίοδο συμπεριλήφθηκαν στο πρόγραμμα του θεάματος των μονομαχιών και οι θηριομαχίες (venationes).

Μια ιδέα για τη δημοτικότητα των μονομαχιών, μας παρέχει το εξής περιστατικό: Το 160 π.Χ., κατά τη διάρκεια της παραστάσεως Hecyra του Τερέντιου, όταν οι θεατές πληροφορήθηκαν ότι σε κάποιο άλλο σημείο της πόλεως εκτελούνταν μονομαχίες, εγκατέλειψαν το θέατρο για να παρακολουθήσουν τους αγώνες αυτούς, με αποτέλεσμα να διακοπεί η θεατρική παράσταση έως το πέρας των μονομαχιών.

Συμπεραίνεται λοιπόν ότι οι μονομαχίες προσφέρονταν για την καθοδήγηση και χειραγώγηση των μαζών ανάλογα με τις πολιτικές επιδιώξεις των οργανωτών, οι οποίοι, ξοδεύοντας άφθονα χρήματα, κατόρθωναν να εξασφαλίζουν την εύνοια του λαού, αλλά και την πολυπόθητη ψήφο του. Έτσι οι μονομαχίες αποτέλεσαν ένα σπουδαίο στοιχείο της ρωμαϊκής ευεργεσίας. Το θέαμα που διοργάνωναν οι πλούσιοι ξοδεύοντας απλόχερα και αυθόρμητα για την τέρψη των φτωχών, ήταν κυρίως αυτό των μονομαχιών και των θηριομαχιών που παρουσιαζόταν στην αρένα.

Στη Ρώμη, ευεργεσίες πραγματοποιούνταν κυρίως όταν οι πλούσιοι ενδιαφέρονταν για την κατάληψη μιας δημόσιας θέσης. Στην περίπτωση αυτή, η ευεργεσία γινόταν ab honorem. Εξάλλου, το μεγαλείο μιας πλούσιας και ευγενούς οικογενείας είχε άμεση σχέση με τον αριθμό των ανώτατων δημοσίων θέσεων που κατείχαν τα μέλη της.

Η Σύγκλητος θέσπιζε κατά καιρούς νόμους, στην προσπάθειά της να μειώσει την επίδραση που μπορεί να είχαν οι μονομαχίες προς όφελος των διοργανωτών, ως προς το αποτέλεσμα των εκλογικών αναμετρήσεων, προκειμένου να αποτρέψει την υφαρπαγή της λαϊκής ψήφου με την προσφορά θεαμάτων. Ωστόσο, τα μέτρα της Συγκλήτου συχνά δεν εφαρμόζονταν.

Τελικά, ο περιορισμός του αριθμού των συμμετεχόντων στις μονομαχίες δεν επιτεύχθηκε, με αποτέλεσμα τον 1ο αιώνα π.Χ. τα ζεύγη των μονομάχων να αυξηθούν και να φθάσουν τις εκατοντάδες. Έτσι, οι προσπάθειες της Συγκλήτου για τον περιορισμό του αριθμού των μονομάχων περιορίστηκαν στον έλεγχο των απαιτούμενων δαπανών των υποψηφίων προς εκλογή. Δηλαδή δεν μπορούσε κάποιος να ξοδέψει πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό.

Ένας άλλος λόγος που συνηγορούσε υπέρ του περιορισμού του αριθμού των διαγωνιζομένων στις μονομαχίες ήταν ο φόβος για τη διασάλευση της δημόσιας τάξης από τους μονομάχους, οι οποίοι προ των αγώνων κατασκήνωναν μέσα στις πόλεις. Ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός, γιατί αυτοί ενίοτε επαναστατούσαν (όπως συνέβη με την επανάσταση του Σπάρτακου), αλλά και κατά τη διάρκεια που εκτελούσαν χρέη σωματοφύλακα και μισθοφόρου κατ’ εντολή του κυρίου τους, ήταν δυνατόν να προκαλέσουν σοβαρά επεισόδια.

Οργάνωση και εκπαίδευση των μονομάχων

Μολονότι οι μονομαχίες δεν εφευρέθηκαν από τους Ρωμαίους, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτοί τις διαμόρφωσαν και τις τελειοποίησαν κατά τα ήθη τους, βάζοντας σε αυτές τη σφραγίδα τους. Έτσι, οι μονομαχίες θεωρείται ότι εκφράζουν απόλυτα τη ρωμαϊκή άποψη των πολεμικών τεχνών.

Αρχικά οι μονομάχοι ήταν σκλάβοι ή αιχμάλωτοι που αγωνίζονταν κατά την ταφή επιφανών Ρωμαίων. Μετά την αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων στις τελετές αυτές, μοιραία απαιτήθηκε και η σωστή οργάνωση, όχι μόνο των αγώνων αλλά και των διαγωνιζομένων. Έτσι, ιδρύθηκαν οι σχολές (ludi), επικεφαλής των οποίων βρισκόταν ένας ιδιώτης που χρηματοδοτούσε την επιχείρηση. Αυτός ήταν ο υπεύθυνος για την εύρεση των κατάλληλων υποψηφίων, με τη βοήθεια αγγελιών και αγοροπωλησιών. Οι υποψήφιοι, αφού πρώτα εκπαιδεύονταν, στη συνέχεια διετίθεντο στην αγορά.

Οι υποψήφιοι μονομάχοι, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν κακοποιοί, αιχμάλωτοι αλλά και εθελοντές, ακολουθούσαν μια ορισμένη δίαιτα, υποβάλονταν σε σκληρή εκπαίδευση, είχαν όμως και υγειονομική περίθαλψη. Η εκγύμνασή τους πραγματοποιόταν σε μια μικρή αρένα, με όπλα που δεν ήταν αιχμηρά.

Αρχικά ο αντίπαλος των μονομάχων ήταν ένας πάσαλος, πράγμα που συνηθιζόταν και στην εκπαίδευση στον στρατό, ενώ αργότερα γυμνάζονταν κατά ζεύγη. Κάθε ομάδα μονομάχων είχε τους δικούς της πασάλους, όπως palus primus, palus secundus κλπ. Οι επιδόσεις του μονομάχου τηρούνταν επιμελώς σε ένα σημειωματάριο, στο οποίο καταγραφόταν πόσες φορές είχε αγωνιστεί, καθώς και πόσες φορές είχε νικήσει ή ηττηθεί. Τα στοιχεία αυτά, συχνά υπάρχουν στις επιτάφιες στήλες των μονομάχων, που έχουν βρεθεί.

Τα μέλη των σχολών, σχημάτιζαν μια οικογένεια μονομάχων (familia gladiatoria), η οποία ήταν γνωστή με το όνομα του ιδιοκτήτη της. Στους επίσημους αγώνες, πολλές φορές, τα μέλη μιας οικογένειας αγωνίζονταν μεταξύ τους, επειδή σε περίπτωση ενός θανατηφόρου τραύματος, επιθυμούσαν να δεχθούν το τελικό κτύπημα από έναν συνάδελφό τους! Όμως, πολλές φορές, μέλη διαφόρων σχολών συμμετείχαν στην ίδια παράσταση, συχνά δε οργανώνονταν περιοδεύουσες παραστάσεις αγώνων.

Προς το τέλος της ρωμαϊκής δημοκρατίας και στην αρχή των αυτοκρατορικών χρόνων, σημειώθηκαν τα πρώτα βήματα για την κρατικοποίηση των μονομαχιών και την απαλλαγή από τη συμμετοχή των μονομάχων στην ιδιωτική λατρεία των νεκρών. Έτσι, μαζί με τις ιδιωτικές σχολές, δημιουργήθηκαν και κρατικές σχολές, επικεφαλής των οποίων ετοποθετούντο ευγενείς αξιωματούχοι (procuratores).

Ο ίδιος ο Ιούλιος Καίσαρας είχε στην Καπύη (Capua), στην κεντρική Ιταλία, όχι μακριά από τη Ρώμη, δική του σχολή μονομάχων, γνωστή ως ludus Iulianus. Από τη σχολή αυτή δημιουργήθηκε η διοίκηση των αυτοκρατορικών μονομάχων. Κατά το τέλος του 1ου αιώνα υπήρχαν τέσσερις μεγάλες αυτοκρατορικές σχολές μονομάχων, η σπουδαιότερη των οποίων ήταν η μεγάλη σχολή (ludus magnus) δίπλα στο Κολοσσαίο και συνδεόταν με αυτό με υπόγειο διάδρομο.

Έτσι, μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας, οι μονομαχίες αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ρωμαϊκής ταυτότητας (Romanita). Ο ελληνικός όρος «μονομάχος» επικράτησε ήδη κατά την αρχαιότητα και χρησιμοποιήθηκε στην Ανατολή αντί του λατινικού όρου gladiator.

Οι αγώνες πραγματοποιούνταν σε τακτές ημερομηνίες, περιλάμβαναν δε παρελάσεις, θεατρικές παραστάσεις ιεροτελεστικού χαρακτήρα, αθλητικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Αυτοί οι αγώνες δεν είχαν καμία σχέση με τις μονομαχίες, οι οποίες θεωρούνταν κατ’ εξαίρεση εορτή. Επειδή οι μονομαχίες δεν τελούνταν σε καθορισμένες ημερομηνίες, ήταν δυνατόν να συμπέσουν με τους εκλογικούς αγώνες των ενδιαφερομένων να εντυπωσιάσουν το κοινό.

Οπλα και εξοπλισμός των μονομάχων

Από το είδος του εξοπλισμού των μονομάχων που έχει αποκαλυφθεί κατά την ανασκαφή της σχολής των μονομάχων στην Πομπηία, προκύπτει ότι τα ζωτικά μέρη του σώματος (όπως το στήθος και η πλάτη) ήταν εντελώς γυμνά, προφανώς για να προκαλέσουν το ατσάλινο όπλο του αντιπάλου. Αλλά το χέρι του μονομάχου με το οποίο κρατούσε το σπαθί, καθώς και τα πόδια του, ήταν καλυμμένα. Στην περίπτωση του στρατού συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο. Οι στρατιώτες έφεραν ελαφρότερα κράνη τα οποία συνήθως άφηναν το πρόσωπο ελεύθερο, σπάνια δε τα χέρια και τα πόδια καλύπτονταν. Αντίθετα, το στήθος καλυπτόταν από μεταλλικό θώρακα, γνωστό ως lorica.

Η αντίθεση ανάμεσα στο γυμνό στήθος και στην τέλεια θωράκιση του κεφαλιού του μονομάχου είναι πολύ έντονη, ώστε να μην προκαλέσει την περιέργεια και τον σκεπτικισμό μας ως προς τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε η δήθεν προστασία των μονομάχων.

Δυστυχώς, οι αρχαίες πηγές δεν παρέχουν στοιχεία που να μπορούν να διαφωτίσουν τη μεγάλη αυτή διαφορά που υφίστατο ανάμεσα στους στρατιώτες και τους μονομάχους. Δημιουργείται μάλιστα η αίσθηση ότι οι μονομάχοι βρίσκονταν στην αρένα για να δώσουν το αίμα τους, το ερυθρό χρώμα του οποίου, επάνω στο γυμνό σώμα του μονομάχου, ήταν ορατό ακόμη και από τους θεατές της τελευταίας σειράς του αμφιθεάτρου. Οι μονομάχοι βρίσκονταν στην αρένα όχι για να αγωνιστούν, αλλά για πεθάνουν θεαματικά, βουτηγμένοι μέσα στο αίμα τους, σκορπώντας τη χαρά στους ευγενέστατους κατά τα άλλα Ρωμαίους πολίτες και αξιωματούχους.

Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτά γίνονταν στην Αιώνια Πόλη, η οποία είχε κατηγορήσει τους Καρχηδονίους ως αιμοδιψείς, προκειμένου να αιτιολογήσει τα επεκτατικά της σχέδια. Εξάλλου, ποιος θυμόταν πλέον τους Καρχηδονίους, οι οποίοι είχαν εξαφανιστεί από προσώπου γης, όταν οι μονομαχίες ήταν του συρμού;

Το κράνος

Κανένα τμήμα του εξοπλισμού των μονομάχων δεν απέκτησε τόση φήμη, όσο το κράνος με προσωπείο. Αρχικά, οι μονομάχοι φορούσαν κράνη με παρειές, που δεν διέφεραν από αυτά των στρατιωτών. Όμως, γύρω στο 30 μ.Χ. το κράνος των μονομάχων απέκτησε τον ανώνυμό του χαρακτήρα, όταν σε αυτό προστέθηκε το προσωπείο, που απέκρυβε με αυτόν τον τρόπο την ταυτότητα του εκτελεστή. Οι κυριότεροι τύποι κράνους των μονομάχων είναι οι παρακάτω:

α) Ελληνική – νοτιοϊταλική παράδοση. Αυτός ο τύπος κράνους έχει ως πρότυπο τα κράνη της Χαλκιδικής και της Αττικής, με διάφορες παραλλαγές και εκτελέσεις.

β) Κελτική – ιταλική παράδοση. Τα κράνη του τύπου Weisenau και το κράνος του Προβοκάτορα. Τα κράνη κελτικού τύπου άρχισαν να χρησιμοποιούνται κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Αυγούστου και τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ. ήταν τα κατεξοχήν κράνη του ρωμαϊκού στρατού. Αυτός ο τύπος κράνους, όπως ήταν επόμενο, επηρέασε και τα κράνη των μονομάχων. Τα κράνη ήταν κατασκευασμένα από ορείχαλκο ή από σίδηρο. Όμως, τα πρώτα θεωρούνταν ανώτερα και ευγενέστερα, σε αντίθεση με τα σιδηρά, επειδή δεν διαβρώνονταν αλλά και επειδή γυάλιζαν στον ήλιο.

γ) Κελτική – ιταλική παράδοση. Τα ωόμορφα κράνη του τύπου των εσεδάριων (essedarii) και των σεκουτόρων (secutores). Από τα κράνη αυτά δεν έχει διασωθεί κανένα. Το προσωπείο του κράνους είχε δύο μικρές οπές στη θέση των ματιών και υποδοχές για την τοποθέτηση πτερών. Από το ωόμορφο κράνος των εσεδάριων προέκυψε και το κράνος του σεκούτωρα, ο οποίος αποτελούσε μια παραλλαγή του Μορμίλλου.

δ) Ελληνική παράδοση: αττικός – βοιωτικός τύπος. Αυτός ο τύπος ήταν ο πλέον διαδεδομένος τύπος κράνους στους μονομάχους. Το χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι το γείσο, που συνεχίζεται σε όλη την περιφέρειά του με πτυχές. Το βοιωτικό κράνος έχει ως πρότυπο τον πέτασο, που φορούσαν οι Αθηναίοι ιππείς.   

Μετά την εισαγωγή και την επικράτηση του αττικού – βοιωτικού κράνους ακολούθησε η εισαγωγή του προσωπείου, που έκλεινε εντελώς το πρόσωπο. Τα κράνη των μονομάχων διέφεραν από αυτά των στρατιωτικών, βασικά ως προς το προσωπείο. Βέβαια, το κράνος με προσωπείο έχει τις ρίζες του στο στρατιωτικό κράνος με παρειές. Το κράνος με προσωπείο έχει και τις εξής παραλλαγές: Chieti, Pompeii και Berlin.

Οι κνημίδες

Οι κνημίδες των μονομάχων έχουν στενή σχέση με τις περικνημίδες των Ελλήνων οπλιτών, που αποτέλεσαν το πρότυπο για αυτές. Όμως η κατασκευή τους είναι διαφορετική. Ενώ οι κλασικές ελληνικές περικνημίδες περιέβαλαν όλη την κνήμη, οι ρωμαϊκές κνημίδες (Ocreae) κάλυπταν μόνο το μπροστινό τμήμα της κνήμης και στερεώνονταν πίσω με ιμάντες.

Η ασπίδα

Η ασπίδα, αναλόγως του σχήματός της, ονομαζόταν scutum, clipeus, parma, parmula. Από τις κατηγορίες των μονομάχων μόνο οι ρετιάριοι δεν έφεραν ασπίδα. Οι ασπίδες που χρησιμοποίησαν οι μονομάχοι είχαν και αυτές, ελληνικά, ιταλικά και κελτικά πρότυπα. Η μεγάλη ασπίδα scutum των λεγεωνάριων ήταν ορθογώνια με κυλινδρική μορφή. Ήταν κατασκευασμένη από ξύλο, καλυπτόταν δε από λινό, πίλο ή δέρμα. Η μικρή στρογγυλή ασπίδα που χρησιμοποιούσαν ορισμένοι μονομάχοι εκαλείτο parma. Εκτός από την κυρίως ασπίδα, υπήρχε και ασπίδα σε σχήμα πέτασου (galerus) που κάλυπτε τον ώμο, μιας ορισμένης μερίδας μονομάχων.

Σπαθιά

Η λατινική ονομασία Gladiator προέρχεται από τη λέξη gladius, που σημαίνει ξίφος. Οι τύποι των μονομάχων Μορμίλλονες (murmillones), Προβοκάτορες (provocatores) και Ιππείς (equites), αγωνίζονταν με ξίφος τύπου Mainz, που είχε μήκος 50 εκατοστά και πλάτος 8,7 εκατοστά. Το είδος αυτού του ξίφους ήταν δίκοπο. Αυτός ο τύπος χρησιμοποιήθηκε έως τον 1ο αιώνα μ.Χ., στη συνέχεια δε αντικαταστάθηκε από το σπαθί τύπου Pompeii, που είχε μήκος 45 εκατοστά και πλάτος 5 έως 6 εκατοστά. Όμως, το σπαθί των μονομάχων Θρακών ήταν διαφορετικό. Είχε μια μικρή καμπυλότητα και ονομαζόταν sica.

Δόρατα και ακόντια

To δόρυ (hasta) χρησιμοποιόταν από τους Οπλομάχους και τους Ιππείς. Το ακόντιο (iaculum, telum) χρησιμοποιόταν από τον τύπο των μονομάχων που ήταν γνωστοί ως Εσεδάριοι. Το δόρυ είχε μήκος 2,20 μέτρα και βάρος 1 κιλό, ενώ το ακόντιο είχε μήκος περίπου 1,5 μέτρο.

Η τρίαινα

Η τρίαινα (tridens, fuscina) χρησιμοποιόταν από τον Ρετιάριο και είχε μήκος 1,6 μέτρα. Από το δίχτυ (rete), που ήταν μέρος του εξοπλισμού του Ρετιάριου, πήρε αυτός και το όνομά του.

Η αρένα

Ενώ οι πρώτες μονομαχίες έγιναν στο Φόρουμ Μποάριουμ, σύντομα αυτές μεταφέρθηκαν στο Φόρουμ Ρομάνουμ, συνεχίστηκε δε η διεξαγωγή τους εκεί έως την ανοικοδόμηση του Κολοσσαίου, κατά το δεύτερο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ. Η αρένα βρισκόταν στο Φόρουμ Ρομάνουμ ανάμεσα στη Βασιλική του Αιμίλιου και την Ιουλία Βασιλική, ενώ είχε ελλειπτική μορφή. Οι διαστάσεις της ήταν 60×35 μέτρα περίπου. Στον 2ο αιώνα π.Χ. γύρω από την αρένα κατασκευάστηκε περιμετρικά ένας αριθμός κερκίδων, αποτελουμένων από ξύλινα έδρανα. Αυτή η κατασκευή ήταν ο πρόδρομος των λίθινων αμφιθεάτρων του 1ου αιώνα μ.Χ. στην Ιταλία και στις ρωμαϊκές επαρχίες. Κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, η κατασκευή των αμφιθεάτρων εξαπλώθηκε σε όλη την επικράτεια, ως πρότυπο δε ελήφθη το Κολοσσαίο της Ρώμης.

Ο αριθμός των αμφιθεάτρων που κατασκευάστηκαν σε ολόκληρη την έκταση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ανέρχεται σε 186. Όμως, μονομαχίες και θηριομαχίες επραγματοποιούντο και σε κτίρια που από τυπολογική άποψη τοποθετούνται ανάμεσα στα αμφιθέατρα και τα θέατρα. Στην ελληνιστική Ανατολή, όπου τα αμφιθέατρα για μονομαχίες και θηριομαχίες σπάνιζαν, τα θεάματα αυτά πραγματοποιούνταν στα θέατρα, αφού προηγουμένως κατασκευαζόταν ένας υπερυψωμένος περιμετρικός τοίχος (podium), προκειμένου να προστατευθούν οι θεατές από τα άγρια ζώα. Οι διαστάσεις της αρένας στα μεγάλα αμφιθέατρα κυμαίνονταν μεταξύ 65-80×35-50 μέτρα.

Επειδή οι μονομαχίες, στην πλειοψηφία τους, γίνονταν ανάμεσα σε πεζούς, οι μεγάλες αυτές διαστάσεις της αρένας δεν ήταν απαραίτητες. Όμως, οι παρελάσεις ή πομπές που προηγούνταν των μονομαχιών με τη συνοδεία ορχήστρας, απαιτούσαν μεγαλύτερο χώρο. Στην ύστερη αυτοκρατορική περίοδο, οι θηριομαχίες, που αρχικά πραγματοποιούνταν στο Σίρκους Μάξιμους, μεταφέρθηκαν στα αμφιθέατρα.

Η αρένα (harena, άμμος) ήταν ένα δάπεδο καλυμμένο με άμμο, όπου οι πρωταγωνιστές είχαν τη δυνατότητα να δρουν ελεύθερα. Σε πολλά αμφιθέατρα της περιόδου αυτής, το δάπεδο της αρένας, που καλυπτόταν με μια στρώση άμμου, εδραζόταν σε μια ξύλινη κατασκευή. Οι υπόγειοι χώροι που σχηματίζονταν από κάτω, χρησίμευαν ως αποθήκες για τα όπλα και τα υπόλοιπα χρειώδη αλλά και ως χώροι προετοιμασίας των μονομάχων και του βοηθητικού προσωπικού και ως χώρος παραμονής των αγρίων ζώων. Από τα υπόγεια αυτά, που συχνά είχαν δύο ορόφους, ζώα και μονομάχοι εμφανίζονταν ξαφνικά στην αρένα με τη βοήθεια ανελκυστήρων, εντυπωσιάζοντας έτσι τους θεατές.

Επιπλέον, πίσω από τον περιμετρικό τοίχο της αρένας βρισκόταν μια σειρά δωματίων (carceres), ενίοτε δε και ένας περιμετρικός διάδρομος. Στα αμφιθέατρα που δεν διέθεταν υπόγειους χώρους, τα άγρια ζώα και ο εξοπλισμός των μονομάχων στεγάζονταν στους χώρους αυτούς, πίσω από τον περιμετρικό τοίχο. Σε λίγα αμφιθέατρα, όπως της Βερόνας, της Μέριντα και του Κολοσσαίου της Ρώμης (πριν την κατασκευή του υπογείου από τον Δομιτιανό), στην αρένα υπήρχαν μεγάλες πισίνες που καλύπτονταν κατά τη διάρκεια των κανονικών αγώνων των μονομάχων. Αυτές οι πισίνες γέμιζαν με νερό για την παράσταση κυνηγιού αμφιβίων ζώων, όπως κροκοδείλων και ιπποπόταμων. Ωστόσο, αυτές οι πισίνες ήταν πολύ μικρές για την παράσταση ναυμαχιών. Πιστεύεται ότι οι ναυμαχίες που αναφέρονται σε αρχαίους συγγραφείς πραγματοποιούνταν σε παρακείμενες λίμνες. Στην αρένα κατασκευάζονταν σκηνικά με τη χρήση λίθων, δένδρων και κτιρίων για τον εντυπωσιασμό των θεατών.

Η διασφάλιση της προστασίας των θεατών απαιτούσε τη λήψη ορισμένων μέτρων. Εκτός από τον τοίχο γύρω από την εξέδρα, ο οποίος είχε ύψος από 2,4 έως 4 μέτρα, λαμβάνονταν και πρόσθετα μέτρα λόγω των μεγάλων αιλουροειδών που μπορούσαν να υπερπηδήσουν αυτόν τον τοίχο. Γι’ αυτό, τοποθετούνταν δίκτυα πάνω από τον τοίχο ή πάσαλοι στο έδαφος, στους οποίους στερεωνόταν ένα δίχτυ. Επιπροσθέτως, υπήρχε πάντοτε ο κίνδυνος απόδρασης ορισμένων μονομάχων βαρυποινιτών. Η παρακολούθηση των υπόπτων είχε ανατεθεί στους στρατιώτες που βρίσκονταν μέσα στην αρένα. Η ύπαρξη των στρατιωτών αποσκοπούσε και στην αποτροπή ταραχών ανάμεσα στους θεατές.

Ωστόσο, οι θεατές των αμφιθεάτρων ήταν πιο ήσυχοι από αυτούς των ιπποδρόμων και των θεάτρων, επειδή ανάμεσα σε αυτούς δεν υπήρχαν οι ομάδες των «γαλάζιων», «κόκκινων», «πράσινων» και «λευκών». Οι δημοφιλείς μονομάχοι διέθεταν πολυάριθμους οπαδούς, οι οποίοι τους ζητωκραύγαζαν σε όλες τις μονομαχίες. Το ίδιο ίσχυε και με τις διάφορες κατηγορίες των μονομάχων. Έτσι, στον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. σημειώθηκαν σκληρές μάχες, ανάμεσα στους οπαδούς των μονομάχων οι οποίοι αγωνίζονταν με μεγάλη ασπίδα (scutum) και αυτών που διέθεταν μικρή ασπίδα (parma), δηλαδή τους σκουτάριους (scutari) και τους παρμουλάριους (parmulari).   

Τύποι μονομάχων

Οι μονομαχίες της περιόδου της ρωμαϊκής δημοκρατίας είχαν διαφορετική μορφή αυτών της αυτοκρατορικής περιόδου. Επί Αυγούστου, η οργάνωση των αγώνων ακολουθούσε τους κανόνες του παρελθόντος. Παραστάσεις μονομαχιών του 4ου αιώνα π.Χ. σώζονται σε τοιχογραφίες τάφων της Ποσειδωνίας (Paestum), ενώ για τον 2ο και 3ο αιώνα π.Χ. δεν έχουμε απεικονίσεις. Αντίθετα, οι παραστάσεις αυξάνονται τον 1ο αιώνα π.Χ., προέρχονται δε από τους τάφους δημοσίων λειτουργών, που χρημάτισαν χορηγοί (editores muneris) των μονομαχιών.

Οι μονομάχοι παριστάνονται στην πλειοψηφία τους γυμνοί εκτός από το περίζωμα (subligaculum) και τον ζωστήρα (balteus). Τα περισσότερα κράνη ανήκουν στον τύπο της ύστερης ελληνιστικής περιόδου, έχουν δε στοιχεία του βοιωτικού κράνους με πλατύ γείσο και του αττικού με πλατύ μέτωπο, μεταλλικό λοφίο και παρειές. Η ασπίδα είναι κυλινδρική και μεγάλη. Οι μονομάχοι σε ορισμένες παρατάσεις φέρουν ένα είδος θώρακα (Lorica squamata) ή μια πλάκα που κάλυπτε το στήθος (pectorale, kardiophylax). Δόρατα και λόγχες δεν παριστάνονται, ενώ το κυρίως όπλο είναι ένα κοντό σπαθί, το γνωστό ως gladius hispanensis.

Διάφοροι τύποι μονομάχων αυτής της περιόδου μνημονεύονται συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς. Για παράδειγμα, ο Σαμνίτης (samnis), ο οποίος σχετίζεται με τους Σαμνίτες της Καμπανίας. Ο Σαμνίτης μονομάχος εξέλειπε στην αρχή της αυτοκρατορικής περιόδου. Ακόμη δύο τύποι μονομάχων, προήρχοντο από δύο άλλες προς την Ρώμη εχθρικές φυλές: ο Γαλάτης (gallus) και ο Θραξ (Thraex). Άλλοι δύο τύποι μονομάχων που δημιουργήθηκαν την περίοδο αυτή, είναι οι Ιππείς και οι Προβοκάτορες. Οι κυριότεροι τύποι μονομάχων της αυτοκρατορικής περιόδου είναι οι παρακάτω:     

Ο Μορμίλλων

Ο Μυρμίλλων ή Μορμίλλων (Murmillo, Myrmillo) φαίνεται ότι σχετίζεται με την ελληνική ονομασία ενός ψαριού. Αυτός ήταν ο βασικός οπλομάχος της αυτοκρατορικής μονομαχίας και ανήκε στους βαριά οπλισμένους μονομάχους. Ήταν εφοδιασμένος με μεγάλη ασπίδα και φορούσε περίζωμα (subligaculum), ζωστήρα (balteus) και χειρόδεσμο (manica) στο δεξί του χέρι. Αυτά τα εξαρτήματα ήταν κοινά σχεδόν σε όλους τους τύπους των μονομάχων. Ο Μορμίλλων διακρινόταν για τη μεγάλη ασπίδα που έφεραν οι λεγεωνάριοι. Επίσης, έφερε κοντό σπαθί (Gladius), μεγάλο κράνος αττικό-βοιωτικού τύπου με λοφίο στο οποίο τοποθετούνταν φτερά ή αλογοουρά. Είχε γκέτα στη δεξιά κνήμη και στην αριστερή ένα χοντρό επίδεσμο που έμοιαζε με γύψο. Εμπρός από τον επίδεσμο έφερε μια μικρή κνημίδα. Ο οπλισμός του είχε βάρος 15-18 κιλά. Αντίπαλοι του Μορμίλλου ήταν οι μονομάχοι που έφεραν μικρή ασπίδα, δηλαδή ο Θραξ ή ο Μονομάχος. Ο Μυρμίλλων μονομαχούσε με γυμνό το άνω μέρος του σώματός του.

Ο Θραξ (Thraex)

Ο Θραξ ή Θραιξ αναφέρεται από τον Κικέρωνα στους Φιλιππικούς του (6.13), ως αντίπαλος του Μορμίλλου. Συχνά τον συγχέουν με τον Οπλομάχο, διότι αυτοί οι δύο τύποι μονομάχων έχουν κοινό οπλισμό, όπως η κάλυψη και των δύο κάτω άκρων, δύο μεγάλες κνημίδες, κράνος με γείσο και λοφίο σε σχήμα δρέπανου με απόληξη γρύπα. Ο Θραξ διαφέρει από τον Οπλομάχο ως προς την κυλινδρική τετράγωνη ασπίδα (parma, parmula) και το καμπύλο σπαθί.

Ο Οπλομάχος (Hoplomachus)

Έφερε αττικο-βοιωτικού τύπου κράνος, με φτερά δίχως λοφίο. Φορούσε μακριά παντελόνια ή καλσόν και υψηλές κνημίδες. Έφερε μικρή στρογγυλή ασπίδα, μικρό δόρυ και μικρό ευθύγραμμο σπαθί. Συχνά στις μονομαχίες ο οπλομάχος αγωνιζόταν εναντίον του Μορμίλλωνα ή του Θράκα.

Ο Προβοκάτωρ (Provocator)

Φορούσε περίζωμα και χειρόδεσμο στο δεξί χέρι. Είχε μια κοντή κνημίδα στο αριστερό πόδι, έφερε χαρακτηριστική θωράκιση τετράγωνη ή δρεπανοειδή στο στήθος, είχε ευθύγραμμο μικρό σπαθί και ορθογώνια μεγάλου σχήματος ασπίδα με ομφαλό. Το κράνος του δεν είχε γείσο και λοφίο, όμως ήταν εφοδιασμένο με προσωπείο.

Ο Ρετιάριος (Retiarius)

Έφερε δίχτυ (rete) στο οποίο οφείλει το όνομά του. Είναι ο πλέον ελαφρά οπλισμένος μονομάχος. Δεν ήταν εφοδιασμένος με κράνος ή με κνημίδες, ούτε έφερε ασπίδα, ο δε χειρόδεσμος περιέβαλε το αριστερό του χέρι και όχι το δεξί. Όμως, ο αριστερός του ώμος έφερε θωράκιση σε σχήμα πετάσου (galerus). Ο Ρετιάριος ήταν οπλισμένος με τρίαινα, δίχτυ και ένα εγχειρίδιο.

Ο οπλισμός του Ρετιάριου, έχει σχέση με τη θάλασσα και όχι τον στρατό. Οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν πώς διαμορφώθηκε αυτός ο τύπος του μονομάχου. Η μάχη ανάμεσα στον Ρετιάριο και τον Μορμίλλωνα φαίνεται ότι είχε απροσδόκητη εξέλιξη, πράγμα που ενθουσίαζε τους θεατές. Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο Ρετιάριος δεν έφερε θωράκιση στον αριστερό ώμο αλλά χειράλυση, που κάλυπτε τον ώμο και μέρος του στήθους του. Το δίχτυ του Ρετιαρίου είχε διάμετρο 3 μέτρων και μεγάλες οπές. Επειδή δε τιναζόταν εναντίον του αντιπάλου, ονομαζόταν και iaculum. Το κυρίως όπλο του Ρετιαρίου ήταν η τρίαινα (fuscina, tridens). Όταν το δίχτυ βρισκόταν στο έδαφος και δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθεί, ο Τριάριος κρατούσε την τρίαινά του με δύο χέρια. Ο αντίπαλός του, ο Σεκούτωρ, φορούσε κλειστό κράνος, το οποίο παρείχε κάποια προστασία εναντίον της τρίαινας. Ο οπλισμός του Ρετιαρίου ζύγιζε 7-8 κιλά και το βάρος του δικτύου ήταν 2-3 κιλά. Εκτός από τις μονομαχίες του Ρετιαρίου με έναν Σεκούτορα, έχει διαπιστωθεί ότι αυτός μονομαχούσε και με δύο Σεκούτορες ταυτοχρόνως. Στην περίπτωση αυτή ο Ρετιάριος βρισκόταν επάνω σε μια εξέδρα, η οποία είχε δύο μικρές κλίμακες. Επίσης, ο Ρετιάριος ήταν εφοδιασμένος με λίθινες σφαίρες, τις οποίες πετούσε εναντίον των αντιπάλων του, καθώς αυτοί προσπαθούσαν να ανέβουν στην εξέδρα ή στη γέφυρα (pons) όπου εκείνος στεκόταν. Στην περίπτωση που ο Ρετιάριος μονομαχούσε με δύο Σεκούτορες επάνω στην εξέδρα, ονομαζόταν Ποντάριος (Pontarius).

Ο Σεκούτωρ (Secutor)

Η λέξη σημαίνει διώκτης. Ήταν ένας Μορμίλλων που είχε ειδικευτεί στους αγώνες εναντίον του Ρετιάριου. Βασική διαφορά του Σεκούτορα από τον Μορμίλλωνα είναι ο διαφορετικός τύπος του κράνους. Η λεία επιφάνεια, η κυκλική μορφή, οι μικρές οπές για τα μάτια και το πτερυγωτό λοφίο, προσδίδουν στο κράνος αυτό μια όψη ιχθύος, που ταιριάζει απόλυτα με τον Ρετιάριο, ο οποίος συμβολίζει τον ψαρά με την τρίαινα και το δίχτυ. Με το δίχτυ προσπαθούσε να   παγιδεύσει τον αντίπαλό του.

Η τακτική του Σεκούτορα, κατά τη διάρκεια του αγώνα, ήταν η προσπάθειά του να σπρώξει τον αντίπαλό του με τη μεγάλη ασπίδα που διέθετε, να τον στριμώξει και να τον χτυπήσει με το σπαθί του. Βέβαια αυτός απέφευγε τη μάχη εκ του σύνεγγυς και υποχωρώντας περίμενε να του δοθεί η ευκαιρία για να χρησιμοποιήσει το δίχτυ ή την τρίαινα.

Στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας έχουν βρεθεί αγαλματίδια που παριστάνουν τον Σεκούτορα, δίχως ασπίδα. Σε ορισμένες περιπτώσεις φορούσε μακρύ χιτώνα ή πουκάμισο μεταλλικό πλεκτό και κρατούσε στο αριστερό χέρι ένα κοπίδι ώστε να μπορεί να κόψει το δίχτυ του Ρετιαρίου, ενώ στο δεξί χέρι κρατούσε σπαθί. Ο μονομάχος που έφερε αυτό τον εξοπλισμό ονομάστηκε Κόπτης (Scissor).

Ο Ιππεύς (Eques)

Αγωνιζόταν μόνον εναντίον ενός άλλου ιππέα, με το δόρυ. Ωστόσο, στην τελική φάση της μάχης, ξεπέζευε από το άλογο και αγωνιζόταν πεζός με το σπαθί.

Οι Ιππείς έφεραν κράνη αττικο-βοιωτικού τύπου, δίχως λοφίο. Το κράνος ήταν εφοδιασμένο με προσωπείο και έφερε διακόσμηση με φτερά στα πλάγια.

Οι Ιππείς φορούσαν μακρύ χιτώνα μέχρι τα γόνατα, χειρόδεσμο στο δεξί χέρι, δεν έφεραν κνημίδες αλλά γκέτες και στα δύο πόδια. Η ασπίδα τους ήταν στρογγυλή, μεσαίου μεγέθους, όπως αυτή που έφεραν οι Ιππείς του ρωμαϊκού στρατού. Ήταν εφοδιασμένοι με ένα δόρυ μήκους 2-2,5 μέτρων και ένα σπαθί μεσαίου μεγέθους. Το συνολικό βάρος του οπλισμού του Ιππέα ήταν 10-12 κιλά. Σύμφωνα με ιστορικό της περιόδου εκείνης, οι Ιππείς είχαν λευκά άλογα και μονομαχούσαν πρώτοι στην αρένα.

O Εσεδάριος (Essedarius)

Το όνομα προέρχεται από τη λέξη essedum, δηλαδή δίτροχη άμαξα. Ήταν μονομάχος που αγωνιζόταν επάνω σε άμαξα κελτικού τύπου. Έφερε μικρή στρογγυλή ασπίδα, ακόντιο, εισερχόταν δε στην αρένα επάνω σε άμαξα που την έσερναν δύο άλογα. Ο αγώνας διεξαγόταν πάντοτε ανάμεσα σε ίδιου τύπου μονομάχους. Πιθανότατα, μετά την είσοδό τους στην αρένα, οι μονομάχοι εγκατέλειπαν την άμαξα και αγωνίζονταν πεζοί, όπως συνηθιζόταν και με τους ομηρικούς ήρωες.    

Ο Διμάχαιρος (Dimachaerus)

Έφερε πιθανότατα δύο σπαθιά. Όμως, στερούμεθα λεπτομερειών για την πλήρη περιγραφή του εξοπλισμού αυτού του μονομάχου.

Ο Τοξότης (Sagittarius)

Λίγα στοιχεία είναι γνωστά και γι’ αυτόν. Στις παραστάσεις που έχουν διασωθεί, εμφανίζονται με τόξα ανατολικής προέλευσης, κράνη και θωράκιση.

Οι αγώνες αυτού του τύπου των μονομάχων πρέπει να εμπεριείχαν κινδύνους για τους θεατές, διότι οι τοξότες ήταν δυνατόν να αστοχήσουν. Για τον λόγο αυτό, λαμβάνονταν ιδιαίτερα μέτρα προστασίας των θεατών.

Οι αρχαίοι συγγραφείς, αναφερόμενοι στις μονομαχίες, μνημονεύουν και άλλους τύπους μονομάχων, όπως τον Laquearius που χρησιμοποιούσε λάσο, τον Paegniarius που αγωνιζόταν στα διαλείμματα δίχως κράνος και ασπίδα και τον Cruppellarius που έφερε βαριά θωράκιση.

Όμως γι’ αυτούς τους τύπους των μονομάχων δεν διαθέτουμε πολλά στοιχεία. Μονομάχοι με κλειστά μάτια (Αndabata) φαίνεται ότι υπήρχαν και στους Ετρούσκους.

Σε τοιχογραφία τάφου της Ταρκύνιας έχει διασωθεί παράσταση ενός άνδρα με δεμένα τα μάτια που αγωνίζεται εναντίον ενός άγριου σκυλιού.   

Οι αγώνες

Όταν επρόκειτο να γίνουν αγώνες μονομαχίας, ο χορηγός ή χρηματοδότης (editor) των αγώνων, που ήταν πάντοτε κρατικός λειτουργός, συμφωνούσε με τον ιδιοκτήτη των μονομάχων για τον τρόπο διεξαγωγής των αγώνων, στη συνέχεια δε μεριμνούσε για την ανάρτηση μιας αγγελίας, σχετικής με τη διεξαγωγή των μονομαχιών (edicta muneris), σε εμφανή σημεία της πόλεως όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθούν οι αγώνες.

Στις μονομαχίες συμμετείχαν πολλοί μονομάχοι, ο αριθμός των οποίων ανερχόταν σε εκατοντάδες ή και χιλιάδες. Αυτό συνέβη όταν ο αυτοκράτορας Τραϊανός νίκησε τους Δάκες. Τότε ο θρίαμβος του αυτοκράτορα γιορτάστηκε με αγώνες που κράτησαν 123 ημέρες, με τη συμμετοχή 10.000 μονομάχων. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στα αγωνιστικά προγράμματα της Πομπηίας, που η μονομαχία ήταν πολύ δημοφιλής, τα ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν κυμαίνονταν μεταξύ 10 και 49.

Μία ή δύο ημέρες πριν την έναρξη των αγώνων, οι διαγωνιζόμενοι επαρουσιάζονταν στο κοινό με ψευδώνυμα, σε μια μεγάλη πλατεία ή στην αγορά της πόλεως. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι διοργανωτές παρέθεταν ένα δείπνο για να έλθουν σε επαφή οι διαγωνιζόμενοι με το κοινό που συμμετείχε. Συγχρόνως δε εκδιδόταν και το πρόγραμμα των αγώνων (libellus muneris). Οι ομαδικές μονομαχίες ήταν σπάνιες και όταν πραγματοποιούνταν, σε αυτές δεν συμμετείχαν επαγγελματίες μονομάχοι αλλά θανατοποινίτες που αγωνίζονταν ομαδικά.

Η έναρξη των αγώνων γινόταν με μια εορταστική παρέλαση (pompa) και στη συνέχεια εξετάζονταν τα όπλα (probatio armorum) που θα χρησιμοποιούνταν από τους διαγωνιζόμενους, ενώ μετά ακολουθούσε μια σύντομη προθέρμανση.

Μέσα στην αρένα, εκτός από τους μονομάχους ευρίσκοντο οι διαιτητές, η μουσική ορχήστρα και το βοηθητικό προσωπικό. Η μονομαχία γινόταν σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, τους dictata ή legas pugnandi. Ο διαιτητής (summa), μαζί με τον βοηθό του (secunda rudis), ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση των κανόνων από τους μονομάχους και την καλή εκτέλεση των αγώνων. Στους αγώνες υπήρχαν γύροι με διαλείμματα (diludium). Στο διάλειμμα, οι μονομάχοι δέχονταν τις υπηρεσίες των γιατρών και των φυσιοθεραπευτών. Επίσης, οι μονομάχοι είχαν την ευκαιρία να ξεδιψάσουν. Η μονομαχία μπορούσε να λήξει με 4 τρόπους:

α) Με τον θάνατο ενός από τους δύο μονομάχους, λόγω σοβαρού τραυματισμού του.

β) Με την παραίτηση ενός εκ των δύο διαγωνιζομένων και εκτέλεσή του με ένα σήμα του χρηματοδότη των αγώνων.

γ) Με την παραίτηση και υπό προϋποθέσεις απελευθέρωση (missio) του ηττημένου.

δ) Με ισόπαλο αγώνα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι αγώνες έληγαν με τον θάνατο του ηττημένου, ενώ η περίπτωση της ισοπαλίας ήταν σπανιότατη. Το θανατηφόρο τραύμα μπορούσε να συμβεί σε όλους τους αγώνες, από το όπλο του αντιπάλου. Τότε, το κοινό φώναζε «habet» (χτυπήθηκε ή την έφαγε). Εάν ένας των αντιπάλων παραιτείτο λόγω τραυματισμού ή κόπωσης, τον τελευταίο λόγο είχε ο χρηματοδότης των αγώνων, ο οποίος όμως ελάμβανε υπόψη του και την επιθυμία του κοινού. Εάν ο ηττημένος είχε αγωνιστεί καλά και είχε προσφέρει ωραίο θέαμα, θα ήταν μεν ο ηττημένος, ωστόσο μπορούσε να ελπίζει ότι θα εγκατέλειπε τον αγώνα ζωντανός. Στην περίπτωση αυτή, το κοινό με χειροκροτήματα, με ανέμισμα ενός πανιού ή με σφιγμένη τη γροθιά και αναφωνώντας «mitte» ή «missum», ζητούσε την απαλλαγή του, ενώ ο ηττημένος μονομάχος ύψωνε το χέρι του με τον δείκτη προς τα επάνω, για να προκαλέσει τη συμπάθεια του κοινού.

Έτσι, η φράση «αγώνας έως το δάκτυλο» (ad digitum pugnare) παρέμεινε παροιμιώδης. Εάν ο ηττημένος δεν είχε ικανοποιήσει τους θεατές, τότε ακουγόταν στην αρένα η φοβερή ιαχή «iugula», δηλαδή «κτύπα τον». Συγχρόνως, οι θεατές τέντωναν τα χέρια τους με γυρισμένο τον αντίχειρα (pollice verso). Υπάρχουν πολλές απόψεις επάνω σε αυτό το θέμα, εάν ο αντίχειρας ήταν στραμμένος προς τα κάτω, προς τα επάνω ή προς το στήθος του ηττημένου. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο αγώνας έληγε με σφαγή (iugulatio). Τότε, εάν ο ηττημένος είχε ακόμη τις δυνάμεις του, αναμενόταν να γονατίσει και να τεντώσει τον λαιμό του για να δεχθεί αξιοπρεπώς το θανατηφόρο κτύπημα του ατσάλινου σπαθιού (ferum accipere). Αυτή η μακάβρια σκηνή έχει αποτυπωθεί σε πολλές παραστάσεις μονομαχιών που διασώζονται.

Στο ερώτημα πόσα χρόνια ζούσε ο μονομάχος, θα πρέπει πρώτα να πούμε ότι οι αγώνες στην αρένα δεν ήταν συχνοί. Μάλιστα, έχουν διασωθεί παράπονα μονομάχων, οι οποίοι είχαν περάσει τα καλύτερά τους χρόνια δίχως να συμμετάσχουν σε αγώνες. Εάν θεωρήσουμε ότι ο μονομάχος αγωνιζόταν 3 φορές το χρόνο, τότε σύμφωνα με στατιστικές θα έπρεπε να πεθάνει τον τέταρτο χρόνο της καριέρας του. Όμως, η μεγάλη πλειοψηφία των μονομάχων πέθαινε κατά τη διάρκεια του πρώτου αγώνα. Εάν ο μονομάχος μπορούσε να νικήσει στην αρχή της καριέρας του, οι πιθανότητες επιβιώσεώς του μεγάλωναν. Ο πρώτος αγώνας του κάθε μονομάχου χρησίμευε ως μέσο επιλογής.

Οι επαναλαμβανόμενοι αγώνες αύξαναν την πείρα του μονομάχου, την αυτοπεποίθηση και τη δημοτικότητά του. Επίσης, η φήμη του αήττητου ήταν πολλές φορές αρκετή για να εκφοβίσει τους αντιπάλους του πρωταθλητή, που τους κυρίευε η ηττοπάθεια και υπέκυπταν μοιραία στις ζητωκραυγές του πλήθους. Ο πρωταθλητής μονομάχος διέθετε ανάμεσα στο κοινό και πολλούς θαυμαστές και θαυμάστριες, οι οποίοι δεν τον εγκατέλειπαν σε περίπτωση ήττας, απαιτώντας με φωνές να συγχωρεθεί και να αφεθεί ελεύθερος. Έτσι εξηγείται γιατί ορισμένοι βετεράνοι μονομάχοι, σύμφωνα και με τις επιγραφές των επιταφίων στηλών, είχαν σημειώσει έως και 150 νίκες. Από αυτό προκύπτει ότι ορισμένοι μονομάχοι αγωνίζονταν πολλές φορές το χρόνο.

Από τους τάφους μονομάχων του 1ου αιώνα μ.Χ. προέκυψε ότι ο μέσος όρος ζωής ενός μονομάχου ήταν τα 27 χρόνια. Βέβαια, οι επιτάφιες στήλες στις οποίες αναφερθήκαμε ανήκουν σε μονομάχους που διέπρεψαν και όχι σε πρωτάρηδες που σκοτώθηκαν στο πρώτο τους ραντεβού με τον θάνατο. Έτσι μπορούμε να υποθέσουμε ότι η διάρκεια ζωής ενός μονομάχου κυμαινόταν από 18 έως 25 χρόνια.

Οι θηριομαχίες

Στα αμφιθέατρα, εκτός από τους αγώνες ανάμεσα σε μονομάχους, πραγματοποιούνταν και αγώνες εναντίον αγρίων ζώων. Ο όρος venatio (κυνήγι) χρησιμοποιήθηκε για πολλών ειδών θηριομαχίες. Αυτού του είδους οι μάχες έγιναν του συρμού όταν οι Ρωμαίοι απέκτησαν άγρια θηρία με τους καρχηδονιακούς πολέμους.

Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής δημοκρατίας, οι θηριομαχίες προστέθηκαν στους αγώνες μονομαχίας και πραγματοποιούνταν συνήθως στον Μεγάλο Ιππόδρομο της Ρώμης. Οι συμμετέχοντες στις θηριομαχίες ήταν, όπως και οι μονομάχοι, σκλάβοι, αιχμάλωτοι, κατάδικοι και εθελοντές. Από παραστάσεις του 1ου αιώνα μ.Χ. προκύπτει ότι οι θηριομάχοι είχαν τον ίδιο εξοπλισμό με τους μονομάχους. Μετά τα μέσα του αιώνα, οι θηριομάχοι έφεραν μόνο χιτώνιο και επιδέσμους στα πόδια.

Το όπλο τους ήταν η κυνηγετική λόγχη. Οι θηριομάχοι (venatores) κυνηγούσαν έφιπποι ή πεζοί εναντίον σχετικά ακίνδυνων ζώων. Πιο επικίνδυνο ήταν το αγώνισμα με ταύρους. Ο ταυρομάχος προσπαθούσε, κρατώντας τον ταύρο από τα κέρατα, να τον ρίξει στο έδαφος! Όμως, ακόμη πιο επικίνδυνος ήταν ο αγώνας εναντίον μεγάλων αιλουροειδών.

Στο πρόγραμμα με τα θηρία περιλαμβάνονταν και οι εκτελέσεις κατάδικων, που είχαν καταδικαστεί ad bestias, δηλαδή να ριχτούν στα άγρια θηρία. H εκτέλεση των κατάδικων αυτών (noxii) πραγματοποιόταν το μεσημέρι, προφανώς για να ανοίξει η όρεξη των θεατών, οι οποίοι απολάμβαναν το γεύμα τους, κοιτώντας τα άγρια θηρία να κατασπαράσσουν ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί να πεθάνουν με αυτόν τον τρόπο.

Αυτή η καταδίκη μαζί με τη σταύρωση και την πυρπόληση, θεωρούνταν οι βαρύτερες θανατικές ποινές που αποφάσιζε ένας Ρωμαίος δικαστής. Οι κατάδικοι αυτής της κατηγορίας δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα σωτηρίας, αφού τους έριχαν στα άγρια και πεινασμένα θηρία σχεδόν γυμνούς, άοπλους και συχνά σφιχτοδεμένους σε έναν πάσσαλο. Τα πτώματά τους τα πετούσαν στον Τίβερη ή σε κάποιον άλλο ποταμό. Σε τάφους του αμφιθεάτρου της γερμανικής πόλεως Trier έχουν εντοπιστεί υπολείμματα ανθρώπινων σκελετών ή μελών του ανθρώπινου σώματος που ανήκαν σε άνδρες αλλά και σε γυναίκες. Έτσι αποδεικνύεται ότι υπήρχαν και γυναίκες θανατοποινίτισσες που τις έριχναν στα ζώα.

Επίλογος

Οι πρωταγωνιστές των αγώνων στα αμφιθέατρα ήταν συνήθως αιχμάλωτοι πολέμου, σκλάβοι και κατάδικοι, που ο δικαστής τούς είχε επιβάλει την ποινή ad gladium (στο σπαθί) ή ad bestias (στα ζώα). Ωστόσο, η καταδίκη ad ludum (στη σχολή μονομάχων), επέτρεπε στους κατάδικους να ελπίζουν ότι θα απέφευγαν τον θάνατο με αρκετή τύχη και επίδειξη των ικανοτήτων τους, αφού πριν από τη μονομαχία τούς διδόταν η ευκαιρία να γυμναστούν. Η καταδίκη στα άγρια θηρία μπορούσε να επιβληθεί και για μικρότερα αδικήματα, όπως η απάτη. Αλλά και οι χριστιανοί καταδικάζονταν με τον τρόπο αυτό, αφού η θρησκεία τους δεν τους επέτρεπε να συμμετάσχουν στη λατρεία του αυτοκράτορα.

Οι χριστιανοί θεωρούνταν μεγάλοι προδότες, αφού αρνούνταν να συμμορφωθούν με τη βασική αρχή του ρωμαϊκού κράτους, που ήταν η θεοποίηση και η λατρεία του αυτοκράτορα. Η καταδίκη αυτή επιβαλλόταν όχι μόνο σε άτομα, αλλά και σε ολόκληρες κοινότητες.

Όπως αναφέρει ο Σουετώνιος, υπήρχαν και γυναίκες μονομάχοι, οι οποίες μονομαχούσαν τη νύχτα υπό το φως δαυλών. Αυτό προκύπτει και από την Ρωμαϊκή Ιστορία του Κασίου του Δίωνος, όπου αναφέρονται μονομαχίες γυναικών. Παραστατική απόδειξη του γεγονότος αποτελεί επίσης ένα μαρμάρινο ανάγλυφο από την Αλικαρνασσό, στο οποίο απεικονίζονται δύο γυναίκες (η Αμαζόνα και η Αχείλλια), ενώ αναφέρεται ότι αυτές απέσπασαν απαλλαγή (missio) και απελευθερώθηκαν λόγω της μεγάλης τους δεξιοτεχνίας στην ξιφομαχία κατά τη διάρκεια μονομαχιών.

Οι μονομαχίες τόσο πολύ έλκυαν τους Ρωμαίους πολίτες, ώστε μερικοί μονομάχοι απέκτησαν τεράστια φήμη και περιουσία. Αυτή η προοπτική προσέλκυσε διάφορους τυχοδιώκτες στην αρένα, οι οποίοι προσφέρθηκαν εθελοντικά να μονομαχήσουν. Οι νικητές δεν ελάμβαναν μόνο ένα κλαδί από φοινικιά, αλλά και χρήματα, καθώς και άλλα δώρα. Κατά τις μονομαχίες που διοργανώθηκαν από τον Τιβέριο, αναφέρεται η περίπτωση ενός παλαίμαχου μονομάχου, ο οποίος εισέπραξε 100.000 σηστερτίους (sestertii, ρωμαϊκό νόμισμα από ορείχαλκο ή χαλκό) για να συμμετάσχει στους αγώνες.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα κέρδη σε περίπτωση νίκης ήταν τόσο μεγάλα, που δελέαζαν ακόμη και ευγενείς Ρωμαίους πολίτες να δοκιμάσουν την τύχη τους στην αρένα. Αναφέρεται ανάμεσα σε διάφορους επωνύμους η περίπτωση ενός συγκλητικού και ενός μέλους μιας οικογενείας πραιτόρων. Ακόμη και αυτοκράτορες αρέσκονταν να εμφανίζονται στην αρένα ως μονομάχοι. Ο Καλιγούλας, εκτός του ότι είχε προσλάβει μονομάχους του είδους των Θρακών στην προσωπική του φρουρά, εμφανίστηκε και στην αρένα με τον εξοπλισμό του Θρακός.

Η αγάπη του αυτοκράτορα Κόμοδου για τις μονομαχίες ήταν τόσο μεγάλη, που υπήρχε η διάδοση ότι ο πατέρας του δεν ήταν ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρίλιος, αλλά ένας μονομάχος που είχε ερωτευτεί την αυτοκράτειρα Φαυστίνα.

Η παρακολούθηση των μονομαχιών στα αμφιθέατρα ήταν μια προσφιλής ψυχαγωγία των απλών πολιτών, που αποτελούσαν την πλειοψηφία των θεατών, αλλά και των μελών της υψηλής κοινωνίας. Σύμφωνα με ένα διάταγμα του Αυγούστου, στο αμφιθέατρο της Πομπηίας, που ήταν το πρώτο λίθινο κτίσμα του είδους, καθώς και στα άλλα αμφιθέατρα της ρωμαϊκής επικράτειας, οι πρώτες σειρές προορίζονταν για τους συγκλητικούς. Επίσης, οι στρατιωτικοί κάθονταν ξεχωριστά από τον λαό, οι παντρεμένοι των κατωτέρων τάξεων είχαν και αυτοί τις δικές τους κερκίδες, όπως και τα παιδιά με τους παιδαγωγούς τους. Οι γυναίκες κάθονταν χωριστά από τους άνδρες στο άνω διάζωμα.

Σύμφωνα με τις συμβουλές του Ρωμαίου Πόπλιου Οβίδιου Νάσο, οι νέοι άνδρες, προκειμένου να γνωρίσουν ωραίες γυναίκες, έπρεπε εκτός από τον Ιππόδρομο και το Θέατρο να πάνε και στο αμφιθέατρο. Κατά τον Ιουβενάλιο (Juvenal), οι γυναίκες συνωστίζονταν στα αμφιθέατρα επειδή «λάτρευαν τον γυμνό σίδηρο». Στις ανασκαφές της σχολής μονομάχων, στην Πομπηία, ανάμεσα στα πτώματα των μονομάχων βρέθηκε και το πτώμα μιας γυναίκας της ανώτερης τάξης, όπως συμπεραίνεται από τα ακριβά κοσμήματά της, η οποία φαίνεται πως έπεσε θύμα της οργής του Βεζούβιου, κατά την ώρα των περιπτύξεών της με τον αγαπημένο της μονομάχο.

Φαίνεται λοιπόν ότι το μεγαλείο της Ρώμης απαιτούσε πολύ αίμα, που άρχισε να ρέει λιγότερο όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος απαγόρευσε την καταδίκη σε μονομαχίες και θηριομαχίες, σταμάτησε δε εντελώς όταν ο αυτοκράτορας Ονώριος απαγόρευσε τις μονομαχίες στη Δύση.