Μετά από πρόσκληση του Γκουκούνι Κλουέντεϊ, του νόμιμου κυβερνήτη, οι Λίβυοι είχαν έλθει να απελευθερώσουν τους συντρόφους τους από την καταπίεση. Το «ράδιο-αρβύλα» του στρατοπέδου έλεγε ότι μερικά από τα αδέλφια τους, τους σοσιαλιστές του Τσαντ, είχαν αρχίσει να αυτομολούν στην άλλη πλευρά που πλήρωνε καλά. Ας είναι. Ο σκοπός που υπηρετούσε ήταν δίκαιος και οι οχυρώσεις τους ήταν ασφαλείς. Ο Μοχάμεντ πήρε μια χούφτα άμμο και την άφησε να κυλήσει ανάμεσα από τα δάχτυλά του.

Η όαση ήταν σαν κι αυτή δίπλα στο σπίτι του κοντά στην Τρίπολη, μόνο πιο ζεστή, του θύμιζε τη ζεστή αγκαλιά της γυναίκας του και του μικρού παιδιού του. Σηκώθηκε όρθιος τινάζοντας το πόδι του για να διώξει την άμμο που είχε εισχωρήσει στο άρβυλο κι αναρωτιόταν πότε θα ξανάβλεπε την παραλία της Μεσογείου ξανά.

Αυτές ήταν και οι τελευταίες του σκέψεις, οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τον τύφλωσαν και δεν είδε από πού ήρθε η ριπή που τον γάζωσε. Καθώς το άψυχο κορμί του έπεφτε στην άμμο, η έρημος πήρε φωτιά.

Ημιφορτηγά και τζιπ μάρκας Toyota, οπλισμένα με αντιαρματικές ρουκέτες, ΠΑΟ των 106 και πολυβόλα των 14,5 χλστ. πηδούσαν σαν διάβολοι στους αμμόλοφους και έσπερναν τον θάνατο. Έτσι άρχισε η επίθεση του Χάμπρε, που σκόπευε να πετάξει τους Λίβυους έξω από το έδαφος του Τσαντ και να τελειώσει οριστικά τον εικοσαετή εμφύλιο πόλεμο.

Γενική κατάσταση

Το Τσαντ είναι μια φτωχή χώρα περίπου 5 εκατομμυρίων ανθρώπων, με κατά κεφαλήν εισόδημα 90-100 δολάρια. Την περίοδο 1983-1985 που επικρατούσε ξηρασία, το 4% του πληθυσμού πέθανε από ασιτία.

Η χώρα δεν έχει αναπτυγμένες πλουτοπαραγωγικές περιοχές, ούτε σιδηρόδρομο, ενώ έχει ελάχιστα αναγνωρισμένα κοιτάσματα, και διαθέτει περίπου 200 χλμ. ασφαλτοστρωμένο δρόμο – μία χώρα που έχει μήκος περίπου 1.500 χλμ. και πλάτος περίπου 1.000 χλμ. Είναι δηλαδή σε έκταση διπλάσια από τη Γαλλία. Η πρωτεύουσα Ν’Τζαμένα είναι λίγο μεγαλύτερη από ένα αγροτικό χωριό, με λίγα μεγάλα κτίρια.

Η έρημος καλύπτει τα δύο τρίτα της χώρας και η θερμοκρασία είναι συνήθως 40 βαθμοί υπό σκιάν. Επιπλέον, την περίοδο 1983-1985 που είχε ξηρασία, το 4% του πληθυσμού πέθανε από ασιτία. Συνολικά, στην περίοδο που εξετάζουμε, υπήρχαν μόλις 10 γηγενείς γιατροί. Στο Τσαντ, η φυλή των Σάρα αριθμεί το 20% του πληθυσμού και ζει στις σχετικά εύφορες κοιλάδες δύο ποταμών.

Στο μέσον της χώρας, ζουν στην περιοχή της σαβάνας 4 φυλές, που κατάγονται από βασίλεια του παρελθόντος. Αυτά τα παλιά βασίλεια έλεγχαν τα δρομολόγια των καραβανιών και εμπορεύονταν σκλάβους.

Στην έρημο του βορρά κατοικούν διάφορες φυλές που αριθμούν περίπου 100.000 άτομα και είναι μουσουλμάνοι νομάδες. Στο Τσαντ μιλιούνται περισσότερες από 100 γλώσσες και διάλεκτοι. Η LINGUA FRANCA είναι η αραβική, εκτός από τις κοινότητες των Σάρα που έχουν την δική τους. Θρησκευτικώς, ο πληθυσμός είναι περίπου 50% μουσουλμάνοι, 43% ανιμιστές (λάτρεις φυσικών φαινομένων) και 7% χριστιανοί.

Ο φανατισμός μεταξύ των διαφορετικών μουσουλμανικών δογμάτων εγγυάται τη μη ένωση των μουσουλμάνων σε μία πανίσχυρη αδελφότητα που θα καταλάμβανε το Τσαντ.

Με αυτές τις μεγάλες φυλετικές, γλωσσικές και θρησκευτικές διαφορές, το τεχνητό κρατικό κατασκεύασμα των μεγάλων δυνάμεων υπό την ονομασία Τσαντ φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να ενωθεί σε ένα έθνος-κράτος. Το Τσαντ, όμως, έχει και άλλα πολλά προβλήματα: τα τεχνητά σύνορα που έχουν φτιάξει οι μεγάλοι χωρίζουν ομάδες των ίδιων φυλών, η οικονομία δεν είναι βιώσιμη λόγω της αδιαφορίας των Γάλλων κατά την αποικιοκρατική περίοδο και της διεφθαρμένης διαχείρισης των μετέπειτα «ανεξάρτητων» κυβερνήσεων. Φυσικά, στην όλη κατάσταση έχουν συμβάλει και οι δολοπλοκίες των γειτονικών και «φιλικών» κρατών.

Όταν κανείς κοιτάζει τον χάρτη της Αφρικής με τα μάτια της μεγάλης δύναμης, βλέπει ότι το Τσαντ είναι στο μέσον, κατέχει στρατηγική θέση δίπλα σε σημαντικές χώρες όπως η πετρελαιοφόρος Νιγηρία και το Σουδάν. Νότιά του βρίσκεται το πλούσιο σε κοιτάσματα Κονγκό, ενώ προς βορράν βρίσκονται τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Λιβύης. Υπάρχουν υπόνοιες για ύπαρξη πετρελαίου στη λίμνη Τσαντ και κοιτασμάτων ουρανίου στη λωρίδα Αούζου. Τέλος, ΗΠΑ και Γαλλία φοβούνταν την εποχή εκείνη ότι ο Καντάφι με βάση το Τσαντ θα μπορούσε να «αποσταθεροποιήσει» τις κάτω από τη Σαχάρα αφρικανικές χώρες.

Ποιοι είναι οι κύριοι «παίκτες» που επεμβαίνουν στο Τσαντ; Η Γαλλία έχει επέμβει στο Τσαντ περισσότερες φορές από οποιαδήποτε άλλη αφρικανική χώρα και ο λόγος είναι ότι το θεωρεί ως χώρα ανάχωμα, που σταματά την επέκταση της Λιβύης προς νότον. Με αυτό το σκεπτικό, η Γαλλία υποστήριξε δεξιούς δικτάτορες, μαρξιστές επαναστάτες και φανατικούς ισλαμιστές επαναστάτες, αρκεί να κατείχαν την πρωτεύουσα Ν’Τζαμένα και να ήταν αντι-Κανταφικοί.

Η Γαλλία αποίκισε το Τσαντ το 1900, αποσπώντας περιοχές από τον δουλέμπορο Ραμπάχ στα ανατολικά και το Τάγμα της Σανούσιγια με βάση τη Λιβύη στα βόρεια. Η χώρα κατείχε την κατώτατη θέση του γαλλικού ενδιαφέροντος και μόνο οι νότιες περιοχές τύχαιναν προσοχής. Έτσι, τις βόρειες φυλές Τούμπου δεν τις «ειρήνευσαν», παρά μόνον το 1920 και πάντα έπαιζαν το παιχνίδι της διαίρεσης, δίνοντας δύναμη στο νότο που δεν είχε και παίρνοντάς την από τις φυλές του βορρά, που την είχαν παραδοσιακά.

Για να επιτύχει σταθερότητα και ανάπτυξη στη δυτική Αφρική, η Γαλλία διατηρεί ένα σύστημα συμμαχιών και συμφωνιών με τις αποκαλούμενες φραγκόφωνες χώρες. Αυτές είναι βασικά οι πρώην γαλλικές αποικίες Μπενίν (Δαχομέη), Καμερούν, Δημοκρατία Κεντρικής Αφρικής, Τσαντ, Κονγκό, Γκαμπόν, Ακτή Ελεφαντοστού, Μαυριτανία, Νίγηρας (από εδώ προμηθεύεται η Γαλλία ουράνιο για τα ατομικά της όπλα), Σενεγάλη, Τόγκο, Μπουρκίνα Φάσο και Μαδαγασκάρη. Μέσω διμερών συμφωνιών, η Γαλλία παρέχει συμβούλους και στρατιωτική βοήθεια, σε αντάλλαγμα βάσεων που διασφαλίζουν τη συνεχόμενη στρατηγική παρουσία της στην πλούσια σε πόρους Αφρική.

Σύμφωνα με τους όρους των συμφωνιών, τα κράτη αυτά διαθέτουν δικές τους δυνάμεις ασφαλείας, αλλά η Γαλλία είναι «υποχρεωμένη» να επέμβει σε ακραίες καταστάσεις κατόπιν αίτησης των νομίμων κυβερνήσεων. Έτσι, έχει κατασκευασθεί στη Ν’Τζαμένα μία στρατηγική αεροπορική βάση και εκεί στρατοπεδεύει ένας Λόχος Αλεξιπτωτιστών και το 6ο Διακλαδικό Υπερπόντιο Σύνταγμα.

Αυτή η βάση επιτρέπει στη Γαλλία να μεταφέρει ένα Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών σε οποιοδήποτε μέρος της Αφρικής κληθεί. Οι γαλλικές δυνάμεις στο Τσαντ ήταν οι μεγαλύτερες στην Αφρική μετά το Τζιμπουτί. Βάσει αυτών των συμφωνιών, η Γαλλία επενέβη στρατιωτικά στο Τσαντ στις δεκαετίες του ’60 και ’70.

Μετά την άνοδο του Γκουκούνι το 1979, η έμφαση δόθηκε όχι στην επίτευξη σταθερότητας, αλλά στην απόσπαση των ηγετών του Τσαντ από την αγκαλιά της Λιβύης! Υπάρχουν, όμως, και άλλοι λόγοι, ιστορικοί, που αποδεικνύουν τη γαλλική θέση. Το Τσαντ είχε αυτοκηρυχθεί ελεύθερη γαλλική περιοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από εκεί ξεκίνησε ο Ντε Γκολ την εισβολή στη Λιβύη.

Άλλος κύριος «παίκτης» είναι η Λιβύη. Κατά μία άποψη, η δεκαετία του ’80 ήταν στην Αφρική η δεκαετία του Καντάφι. Επενδύοντας σε ένα φιλόδοξο στρατηγικό σχέδιο, απέκτησε από τους Σοβιετικούς μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού υλικού. Παρείχε υποστήριξη στην ΡLO (Παλαιστίνιοι) και στην Πολισάριο (κίνημα της Δυτικής Σαχάρας), προσπάθησε να ανατρέψει τις κυβερνήσεις της Αιγύπτου, του Σουδάν και του Τσαντ και αναμίχθηκε στη γαλλική σφαίρα επιρροής (φραγκόφωνους) μέσω και ενός πραξικοπήματος το 1982 στο Μπουρκίνα Φάσο.

Στο Τσαντ, ο Καντάφι διαφημίστηκε ως ο διάδοχος της αδελφότητας Σανούσιγια, μίας προσηλυτιστικής ισλαμικής αδελφότητας που επεκτάθηκε νότια από τη Λιβύη κατά τον 19ο αιώνα. Από την επανάστασή του το 1969, ο Καντάφι έδειξε συνεχές ενδιαφέρον για το Τσαντ, λόγω της στρατηγικής του θέσης αφενός, αλλά και γιατί το θεωρεί τμήμα της Τζαμαχιρίγια (Μεγάλου Κράτους των Μαζών).

Γενικώς, με έξυπνες κινήσεις, ο Καντάφι οδήγησε τη Λιβύη σε κύριο παίκτη στην αφρικανική σκακιέρα και κύριο ανταγωνιστή των (πρώην) αποικιοκρατικών δυνάμεων.

Στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, τα θέματα του Τσαντ, του Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής και της Δυτικής Σαχάρα ήταν τα θέματα-κλειδιά της Αφρικής και δεν μπορούσε να βρεθεί εύκολα πολιτική λύση.

Οι χώρες που είχαν άμεσο ενδιαφέρον στα θέματα αυτά ήσαν η Νιγηρία, το Σουδάν και η Αίγυπτος, αν και τα υπόλοιπα μέλη του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας ανησυχούσαν με την ισχυροποίηση της Λιβύης.

Από την πλευρά του, ο Καντάφι προσπάθησε –αποτυχημένα– να αυξήσει την επιρροή του στον ΟΑΕ, εις βάρος των αποικιοκρατικών δυνάμεων. Από την αρχή της σύγκρουσης, ο ΟΑΕ σχημάτισε ειδική επιτροπή παρακολούθησης της σύγκρουσης στο Τσαντ, η οποία πρότεινε την πραγματοποίηση των διαφόρων «ειρηνευτικών επιχειρήσεων».

Αν και οι δυνάμεις που στάλθηκαν στο Τσαντ αποτελούνταν από καλούς στρατιώτες (κυρίως Ζαϊρινούς), εντούτοις απέτυχαν, γιατί οι πολιτικές οδηγίες τους δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρες.

Οι σύνοδοι του ΟΑΕ δεν μπόρεσαν ποτέ να αποφασίσουν αν θα έπρεπε να μείνει ο Οργανισμός ουδέτερος, να τερματίσει τον εμφύλιο χωρίζοντας τους αντιμαχόμενους ή να αναζητήσει τελική λύση, υποστηρίζοντας πλήρως κάποια πλευρά. Από αυτή την αναποφασιστικότητα κέρδισε ο Χάμπρε, όταν ανέλαβε το 1982.

Φυσικά, από την υπόθεση δεν έλειπαν οι ΗΠΑ, αν και οι κύριοι παίκτες ήταν πάντα η Γαλλία και η Λιβύη. Στη δεκαετία του ’80, παρ’ όλη την τηλεοπτική κάλυψη και τις υπερβολές των αμερικανικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι ΗΠΑ ήταν μικρός παίκτης.

Ωστόσο, όπως ήταν φυσικό, η κυβέρνηση Ρήγκαν παρενέβη υπέρ της πλευράς που ήταν αντίθετη με τον Καντάφι. Ο Χάμπρε και οι οπαδοί του έλαβαν πλούσια αμερικανική βοήθεια, που έπεσε ως «μάννα εξ ουρανού», κατορθώνοντας έτσι να αντισταθούν επιτυχώς στις λιβυκές επιθέσεις. Επιπλέον, τα αμερικανικά αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ηλεκτρονικού πολέμου (AWACS), από το Σουδάν, υποστήριξαν τις γαλλικές επιχειρήσεις το 1983.

Κάποια οικονομική βοήθεια δόθηκε (ειδικά κατά την περίοδο του λιμού) στον Χάμπρε, καθώς επίσης και σύγχρονα οπλικά συστήματα (TOW, Redeye και Stinger), γι’ αυτό η υποχώρησή του μπρος στους προελαύνοντες Λίβυους το 1987 αντιμετωπίσθηκε με οργή από την Ουάσιγκτον.

Ιστορική εξέταση

Οι σπόροι της σύγκρουσης φυτεύτηκαν από πολύ παλιά και έβγαλαν ρίζες κατά τον Μεσαίωνα, όταν τα βασίλεια της Σαχηλίας ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο της οδού των καραβανιών διαμέσου της Σαχάρας και για το δουλεμπόριο.

Οι Γάλλοι έφθασαν στην περιοχή τη δεκαετία του 1890 και με την εγκαθίδρυση της «Γαλλικής Αφρικής του Ισημερινού», το 1910, ανάγκασαν τους ντόπιους να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Όμως, τα παλαιά μίση και η έλλειψη εμπιστοσύνης παρέμειναν.

Η αναταραχή που οδήγησε σε σύγκρουση ξεκίνησε το 1960, με την παραχώρηση ανεξαρτησίας σ’ αυτόν τον εθνικά ανομοιογενή λαό. Οι Γάλλοι, εφαρμόζοντας την τακτική του «διαίρει και βασίλευε», ευνόησαν το λαό των Σάρα, οι οποίοι γρήγορα έφτιαξαν κατεστημένο και έλεγξαν τη νέα κυβέρνηση.

Ο πρόεδρος Νγκάρτα Τομπαλμπάγιε, Σάρα εκ καταγωγής, προχώρησε ως τυπικός Αφρικανός ηγέτης σε σύστημα συγκεντρωτικής εξουσίας, καταπιέζοντας και εκκαθαρίζοντας αδιακρίτως τους Άραβες μουσουλμάνους που ζούσαν στα βόρεια και στα ανατολικά. Η απόσπαση «φόρων», σχεδόν με εκβιασμό, από ανάλγητους δημόσιους υπαλλήλους των Σάρα και η επιβολή νόμων χωρίς λογική, όπως η απαγόρευση στους βεδουίνους νομάδες να φορούν τουρμπάνια και να φέρουν μαχαίρι στη ζώνη, τελικά κατάφεραν να φέρουν την επανάσταση.

Αρχικά η επανάσταση ξεκίνησε στην επαρχία Σαλαμάτ, που κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους, αλλά γρήγορα εξαπλώθηκε. Το 1966, διάφορες ομάδες επαναστατών συνενώθηκαν και σχημάτισαν το «Μέτωπο για Εθνική Απελευθέρωση του Τσαντ» (FROLINAT), που ήταν στην ουσία μία πολιτική οργάνωση η οποία συσπείρωνε διαφορετικές φατρίες: ο Πρώτος και ο Δεύτερος Απελευθερωτικός Στρατός δρούσαν στο Τιμπέστι στο βορρά και στις επαρχίες Κουαντάι και Σαλαμάτ στα ανατολικά.

Μέχρι το 1968, το FROLINAT είχε κερδίσει τον έλεγχο του 60% της χώρας και μόνο η επέμβαση της γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων απέτρεψε την κατάρρευση του καθεστώτος του Τομπαλμπάγιε.

Σε αυτή τη φάση, το FROLINAT διασπάσθηκε σε φυλετική βάση για την αντιμετώπιση των ξένων κι έτσι η επανάσταση αποσυντονίστηκε, ειδικά στα ανατολικά. Τελικά, η σύγκρουση κατέληξε να διεξάγεται μεταξύ περίπου 10 φυλών, που σχεδόν καθημερινά άλλαζαν πλευρά αναλόγως των συμφερόντων τους. Αυτή όμως η αποδιοργάνωση είχε ευεργετική επίδραση στην ηγεσία των επαναστατών.

Καθώς η παλαιότερη γενιά των σεΐχηδων και σουλτάνων σκοτώθηκε, αιχμαλωτίσθηκε ή αυτομόλησε στην κυβερνητική παράταξη, μια νέα γενιά, λιγότερο παραδοσιακών επαναστατών ηγετών, αναδύθηκε. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, αναδείχθηκαν δύο αρχηγοί φατριών από τις βόρειες φυλές Τούμπου, ο Χισένε Χάμπρε και ο Γκουκούνι Κουέντεϊ.

Γεννημένος το 1942, ο γαλλοσπουδαγμένος μαρξιστής Χάμπρε πρωτοεμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή όταν απέσπασε την προσοχή των τηλεοπτικών καναλιών απαγάγοντας μια Γαλλίδα αρχαιολόγο και κρατώντας την όμηρο επί τρία χρόνια. Το 1975, η απειλή ότι θα την εκτελούσε, του απέφερε πλούσια λύτρα σε μετρητά, όπλα και εφόδια από τον Γάλλο πρόεδρο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν.

Ο Χάμπρε, όμως, δεν τίμησε τη συμφωνία και προσπάθησε να ξαναπουλήσει το ίδιο εμπόρευμα προτού αναγκαστεί να το ελευθερώσει. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αναγνωριζόταν ως ο πρώτος τη τάξει διοικητής των δυνάμεων του FROLINAT. Ήταν πολύ φιλόδοξος, καιροσκόπος, αδυσώπητος, με μεγάλη φυσική αντοχή και κουράγιο.

Ο Γκουκούνι, γεννημένος το 1944, βάσισε την προβολή του στο γεγονός ότι ήταν γιος ενός θρησκευτικού ηγέτη της φυλής Τέντα, στα βουνά Τεμπέστι. Η κοινή γνώμη τον είχε για έναν εσωστρεφή, διανοητικά καθυστερημένο, αλλά αυτός απέδειξε ότι είχε ταλέντο στο να ενώνει αντίπαλες φατρίες-φυλές.

Ήταν όμως πολύ λιγότερο ικανός στο πεδίο της μάχης και τελικά ο Χάμπρε μπόρεσε να τον νικήσει μέσω ελιγμών. Η ιστορία του εμφυλίου πολέμου του Τσαντ είναι ουσιαστικά η ιστορία της αντιπαράθεσης αυτών των δύο ανδρών.

Η λιβυκή ανάμιξη

Η πρώτη ανάσα για τους επαναστάτες του FROLINAT ήρθε όταν τον Απρίλιο του 1979 έγινε πραξικόπημα κατά του προέδρου Τομπαλμπάγιε. Ωθούμενοι από τις φτωχές αποδοχές, τον παρωχημένο εξοπλισμό και τις συλλήψεις ανωτάτων αξιωματικών, οι ηγέτες των κυβερνητικών δυνάμεων του Τσαντ (FANT) κατέλαβαν την πρωτεύουσα, εκτέλεσαν τον πρόεδρο και διόρισαν τον υποστράτηγο Φίλιξ Μάλουμ κυβερνήτη της χώρας.

Ο Μάλουμ, όντας μουσουλμάνος και συμφωνώντας μερικώς με τα αιτήματα των επαναστατών, απεφάσισε να περιορίσει τη σύγκρουση σε εσωτερική υπόθεση του Τσαντ. Έτσι, απαίτησε από τις γαλλικές δυνάμεις, που βρίσκονταν εκεί από το 1968, να αποσυρθούν, πράγμα που οι Γάλλοι έπραξαν απρόθυμα.

Από το 1966 υπήρχε κάποια μικρή βοήθεια από τους Λίβυους προς τους επαναστάτες, αλλά αυτή η βοήθεια μεγάλωσε μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Μουαμάρ Καντάφι το 1969, ως αντίρροπο στη γαλλική στρατιωτική επέμβαση. Ο τότε πρόεδρος Τομπαλμπάγιε πρόσφερε στον Καντάφι τη λωρίδα γης Αούζου, με αντάλλαγμα 100 εκατομμύρια δολάρια και τη μη ανάμιξη στις υποθέσεις του Τσαντ.

Ο Καντάφι διεκδικούσε την περιοχή, βασιζόμενος σε κάποιες γαλλοϊταλικές συνθήκες, ιδίως αυτή του 1936, και έτσι αποδέχθηκε τη συμφωνία και κατέλαβε την περιοχή Αούζου το 1973. Δεν πλήρωσε, όμως, το χρηματικό ποσό και συνέχισε να υποστηρίζει το FROLINAT. Αργότερα, όταν η κατάσταση εξερράγη σε επανάσταση, υποστήριξε τις επαναστατικές φατρίες που ήταν πιστές σ’ αυτόν και αντιπαρατέθηκε σε όσες δεν ήταν. Για μία δεκαετία περίπου, όσο ήταν οι Γάλλοι στην περιοχή, έστελνε τον λιβυκό Στρατό σε επιχειρήσεις και τον απέσυρε με την ίδια ευκολία.

Όταν βγήκαν οι Γάλλοι από τη μέση, ο Καντάφι πίεσε το FROLINAΤ να κινηθεί κατά της Ν’Τζαμένα. Ο Χάμπρε, που δεν ήταν σύμμαχος με τους Λίβυους, αντιστάθηκε στην επιλογή αυτή και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον Μάλουμ, αποσκοπώντας σε συμφωνία για πολιτική λύση. Ο Γκουκούνι όμως, σύμμαχος των Λίβυων, τάχθηκε υπέρ της πολεμικής λύσης και κατάφερε την έξωση του Χάμπρε από το αξίωμα του αρχιστρατήγου του FROLINAT, τον Οκτώβριο του 1976.

Ο Χάμπρε, κατηγορώντας τους αντιπάλους του ως «μαριονέτες και πολιτικές δυνάμεις της Λιβύης», κατέφυγε στη Μπιλτίνε με τμήματα του Δεύτερου Απελευθερωτικού Στρατού. Οι εναπομείναντες ηγέτες του FROLINAT καταδίκασαν τον Χάμπρε ως «διεφθαρμένο καιροσκόπο». Ο Γκουκούνι, έχοντας πάρει λιβυκή βοήθεια σε εφόδια και οπλισμό, επιτέθηκε με τις δυνάμεις του από τα οχυρά στα βουνά Τιμπέστι και πέτυχε να νικήσει τις κυβερνητικές μονάδες που είχαν χαμηλό ηθικό.

Κατά το 1977 και τις αρχές του 1978, ο επαναστατικός στρατός του Γκουκούνι που τώρα ονομαζόταν «Λαϊκές Ένοπλες Δυνάμεις» (FAP) κατέλαβε ταχύτατα τις πόλεις Μπαρντάι, Ζουάρ, Φάγια-Λαργκό και Φάντα. Κατά τη διάρκεια των μαχών, οι επαναστάτες σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν πάνω από το 1/3 του Στρατού του Μάλουμ.

Σχεδόν χωρίς να σταματήσει καθόλου, ο Γκουκούνι έφθασε στις πόλεις Ατί και Μασακόρι, φθάνοντας 125 χιλιόμετρα από τη Ν’Τζαμένα. Στο τέλος του 1978, η κυβέρνηση του Μάλουμ έλεγχε πια λιγότερο από το 20% της χώρας.

Φυσικά, οι Γάλλοι και τα περισσότερα από τα μέλη του ΟΑΕ διέγνωσαν την πτώση της πρωτεύουσας. Η Γαλλία αύξησε την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στον Μάλουμ, έστησε σταθμούς παρακολούθησης (κινήσεων-τηλεφώνων κ.λπ.) και τελικά επενέβη στρατιωτικά. Η προέλαση των επαναστατών του FAP σταμάτησε με την άφιξη 1.000 Γάλλων αλεξιπτωτιστών της 11ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας.

Τον ίδιο καιρό, ο Χάμπρε, αντιδρώντας στην προέλαση του Γκουκούνι και λαμβάνοντας υποσχέσεις ότι θα λάβει μέρος στην κυβέρνηση, συμμάχησε με τον Μάλουμ, φέρνοντας τη φράξιά του που ονομαζόταν «Ένοπλες Δυνάμεις του Βορρά» (FANT) στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου

Στις αρχές του 1979, οι διπλωματικές προσπάθειες της Νιγηρίας για συμβιβαστική λύση μεταξύ των αντιμαχομένων άρχισαν να αποδίδουν. Στις 16 Μαρτίου, επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων πλευρών και υπογράφτηκε από τους Μάλουμ, Χάμπρε, Γκουκούνι και Αμπουμπάκερ Αμπντεραμάν.

Ο τελευταίος ήταν ηγέτης της «Λαϊκής Κίνησης Απελευθέρωσης του Τσαντ», η οποία ουσιαστικά ήταν ένα δημιούργημα της Νιγηρίας που τάχθηκε την τελευταία στιγμή με τον Γκουκούνι για να μοιραστεί τα λάφυρα. Η συμφωνία δεν τηρήθηκε και οι δυνάμεις και των τεσσάρων πλευρών που είχαν πλέον παρουσία στην Ν’Τζαμένα μετέτρεψαν την πρωτεύουσα σε σφαγείο.

Οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές δεν μπόρεσαν να ελέγξουν την κατάσταση και αναγκάστηκαν να λάβουν αμυντικές θέσεις στον τομέα τους. Η κυβέρνηση του Μάλουμ κατέρρευσε και ο ίδιος διέφυγε στη Νιγηρία.

Η νιγηριανή κυβέρνηση συνέχισε να επεμβαίνει διπλωματικά και κατόρθωσε να φέρει τις τέσσερις φατρίες πάλι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τώρα όμως είχαν δημιουργηθεί και άλλες επτά φράξιες, που διεκδικούσαν κι αυτές ένα κομμάτι από την πίτα και εκπροσωπήθηκαν στις διαπραγματεύσεις. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία κυβέρνησης ενότητας.

Ο Γκουκούνι θα ήταν ο πρόεδρος, ο αντισυνταγματάρχης Γουαντάλ Αμπντ Ελ-Καντέρ Καμούγκουε, που τώρα διοικούσε τις πρώην κυβερνητικές δυνάμεις, θα γινόταν αντιπρόεδρος και ο Χάμπρε ανέλαβε υπουργός Αμύνης. Η Γαλλία, οι ΗΠΑ και φυσικά η «διεθνής κοινότητα», αναγνώρισαν αμέσως τη νέα κυβέρνηση. Οι Γάλλοι, πιστεύοντας ότι τέλειωσε η «δουλειά», απέσυραν τις μονάδες επέμβασης στο τέλος του έτους.

Η νέα κυβέρνηση, αν και αντιπροσώπευε όλες τις φυλές και φατρίες, αντιμετώπισε εξαρχής προβλήματα. Οι νότιοι Σάρα θεώρησαν υποτιμημένη τη θέση τους σε σχέση με τις μουσουλμανικές φατρίες. Στις αρχές του 1980, λοιπόν, οι Σάρα με ηγέτη τον Καμούγκουε ψήφισαν απόσχιση. Οι αποσχιζόμενες και ανεξαρτητοποιούμενες επαρχίες ήταν οι πέντε πλουσιότερες του νότου. Αυτή η κίνηση βύθισε τον μουσουλμανικό βορρά σε αιματηρότατο εμφύλιο πόλεμο, ενώ ο νότος είχε ειρήνη και σταθερότητα.

Ο Καντάφι δεν ήταν από εκείνους που επιτρέπουν στις μεγάλες δυνάμεις να τον περιφρονούν χρησιμοποιώντας προτεκτοράτα τύπου Νιγηρίας. Έτσι, ενίσχυσε κάποιες μουσουλμανικές φατρίες του βορρά. Για τον Γκουκούνι και τους συμμάχους του, η κατοχή της πρωτεύουσας Ν’Τζαμένα σήμαινε διεθνή αναγνώριση, αλλά στην πράξη δεν σήμαινε και έλεγχο ολόκληρης της χώρας. Επίσης, διεξαγόταν ανταρτοπόλεμος και μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα (μέχρι το Μάιο 1980 είχαν πεθάνει 2.000 άνθρωποι στην πόλη), πράγμα που σήμαινε ότι ούτε η πρωτεύουσα ήταν υπό απόλυτο έλεγχο.

Με τους Γάλλους έξω από το παιχνίδι, ο Γκουκούνι ακολούθησε μία πολιτική συμμαχίας με το νότο και κινήθηκε εναντίον του Χάμπρε, για να τελειώνει μαζί του. Ο Χάμπρε, όμως, αισθανόμενος τον κίνδυνο, αποσύρθηκε με τους οπαδούς του στους λόφους και εγκαθίδρυσε οχυρωμένες θέσεις στο ανατολικό Τσαντ και μέσα στο Σουδάν, με αποτέλεσμα να διαχυθεί τώρα η σύγκρουση και στα γειτονικά κράτη.

Τον Ιούνιο του 1980, ο Γκουκούνι, ως αναγνωρισμένος νόμιμος κυβερνήτης, ζήτησε από τον Καντάφι βοήθεια για να νικήσει τον αντίπαλό του. Ο Καντάφι αμέσως έστειλε πάνω από 3.000 στρατιώτες της λιβυκής Ισλαμικής Λεγεώνας, για να τον βοηθήσει στον έλεγχο της πρωτεύουσας. Μέχρι το τέλος του έτους, 10.000 Λίβυοι στρατιώτες βοηθούσαν στρατιωτικά τη νόμιμη κυβέρνηση στον πόλεμο στο ανατολικό Τσαντ, χωρίς όμως να μπορούν να ξετρυπώσουν τον Χάμπρε από τους λόφους του.

Τον Ιανουάριο του 1981, ο Καντάφι ανακοίνωσε στον Γκουκούνι το βαρύ τίμημα της βοήθειας που του παρείχε: πολιτική ένωση (συνομοσπονδία) Τσαντ – Λιβύης. Ο Γκουκούνι το αποδέχθηκε χωρίς να του πολυαρέσει, αλλά οι περισσότεροι σύμμαχοί του είχαν αντίθετη άποψη και απειλούσαν.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Οι «Δυτικοί», βλέποντας τον κίνδυνο επέκτασης των λιβυκών συνόρων, προσφέρθηκαν να αντικαταστήσουν τα λιβυκά στρατεύματα, πράγμα που ο Γκουκούνι δέχθηκε. Το Νοέμβριο, τα λιβυκά στρατεύματα αποσύρθηκαν και τον επόμενο μήνα κατέφθασε μία «ειρηνευτική δύναμη» από χώρες-προτεκτοράτα των μεγάλων δυνάμεων, με 1.500 Νιγηριανούς, 900 Ζαϊρινούς και 600 Σενεγαλέζους.

Ο Χάμπρε, που τώρα διέθετε 7.000 άνδρες και είχε πάρει εφόδια από την κυβέρνηση Ρήγκαν, ως μία αντι-κανταφική κίνηση, περίμενε μία τέτοια ευκαιρία. Έτσι, στις αρχές του 1982 άρχισε την προέλασή του προς δυσμάς. Η αντίσταση από τις δυνάμεις του Γκουκούνι και τους συμμάχους του ήταν πολύ μικρή και η ειρηνευτική δύναμη απλώς παρακολουθούσε παθητικά τα γεγονότα.

Τον Ιούνιο, ο Χάμπρε κατέλαβε τη Ν’ Τζαμένα, ο Γκουκούνι διέφυγε στη Λιβύη και επέστρεψε για να φτιάξει εξόριστη κυβέρνηση στο Μπαρντάι. Ο Χάμπρε έφτιαξε κυβέρνηση συμφιλίωσης, στην οποία συμμετείχε και ο νότος. Αντίθετα με τους προκατόχους του, ο Χάμπρε εστίασε τις προσπάθειές του στην καλύτερη συνένωση των συμμάχων του και στη σωστή διοίκηση των επαρχιών που είχε υπό έλεγχο.

Μακροπρόθεσμα, η πολιτική αυτή, μαζί με την προσωπική του εντατική και σολομώντεια διπλωματία σε ό,τι αφορούσε τις διαφορές των φυλάρχων, άρχισε να σταθεροποιεί την κατάσταση στη χώρα.

Ο πόλεμος με τη Λιβύη

Οι περισσότερες αφρικανικές χώρες, όπως και η Γαλλία και οι ΗΠΑ, αναγνώρισαν αμέσως την κυβέρνηση Χάμπρε, όχι όμως και η Λιβύη. Υποστηρίζοντας τον Γκουκούνι, ο Καντάφι προσπάθησε στην αρχή να πετύχει την αναγνώριση της φατρίας του ως νόμιμης κυβέρνησης. Όταν αποδείχθηκε ότι οι Δυτικοί είχαν μεγαλύτερη επιρροή, κατέφυγε στη δύναμη των όπλων.

Το Μάιο του 1983, μία μηχανοκίνητη φάλαγγα του τακτικού λιβυκού Στρατού ενώθηκε με δυνάμεις του FAP και προέλασαν νότια. Μέχρι το τέλος Ιουνίου είχαν καταλάβει τη Φάγια-Λαργκό και στράφηκαν νοτιοανατολικά, φθάνοντας τον Ιούλιο στην Αμπέ.

Ο Γκουκούνι εκστασιάστηκε: οι δυνάμεις του με τους Λίβυους είχαν προελάσει 1.600 χιλιόμετρα μέσα σε δύο μήνες και το αντίπαλο FANT ψυχορραγούσε. Ο Χάμπρε είχε υποστεί μεγάλα πλήγματα, όμως συνέχιζε να παλεύει. Πηγαίνοντας στο πεδίο των επιχειρήσεων, αναπτέρωσε το ηθικό των ανδρών του και αποφάσισε ότι πλέον δεν θα αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του μετωπικά.

Με μία σειρά επιδρομών και πλευρικών ελιγμών, χτύπησε την εχθρική γραμμή επικοινωνιών-εφοδιασμού και μέσα σε τρεις εβδομάδες ανακατέλαβε όλα τα αστικά κέντρα μέχρι και τη Φάντα, κερδίζοντας το παρατσούκλι «ο Ναπολέων της Ερήμου».

Και ο Γκουκούνι, όμως, δεν ήταν απ’ αυτούς που δέχονται εύκολα την ήττα. Στις 10 Αυγούστου, αντεπιτέθηκε στη Φάγια-Λαργκό με την υποστήριξη λιβυκού πυροβολικού και μαχητικών MiG-23 και SU-22. Το FAP ξαναπήρε το χωριό και απώθησε το FANT 320 χιλιόμετρα προς νότον. Αλλά ο Γκουκούνι είχε μάθει το μάθημά του. Αντί να επεκτείνει τις γραμμές εφοδιασμού πάλι, επέλεξε να οχυρωθεί στη Φάγια και τη Φάντα. Το FANT του Χάμπρε ήταν αποκαμωμένο και έφτιαξε μία αμυντική γραμμή που εκτεινόταν μεταξύ Αμπές, Σαλάλ και Μάο.

Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Ζαΐρ ετοίμαζαν μία συνδυασμένη επιχείρηση «διασώσεως». Ο Ρήγκαν έστειλε αεροσκάφη AWACS προς υποστήριξη και ενέκρινε 25 εκατομμύρια δολάρια στρατιωτικής βοήθειας. Ο πρόεδρος Μομπούτου Σέσε Σέκο του Ζαΐρ έστειλε 2.700 στρατιώτες που έφθασαν μαζί με αεροπλάνα Μirage στη Ν’Τζαμένα, στις αρχές Αυγούστου. Ταυτοχρόνως, οι Γάλλοι ενεργοποίησαν την Επιχείρηση «Σελάχι» (Manta) στις 9 Αυγούστου και έστειλαν 3.000 στρατιώτες της 11ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και της 9ης Μεραρχίας Πεζοναυτών.

Μέχρι το Νοέμβριο, οι Γάλλοι είχαν φτιάξει την Κόκκινη Γραμμή, μία αλυσίδα στρατιωτικών φυλακίων περίπου μεταξύ των ορίων του βόρειου και μεσαίου νομού του Τσαντ. Παρ’ όλο που αυτό σταθεροποίησε τις θέσεις του FANT, σταμάτησε και τη σύρραξη, γιατί καμία πλευρά δεν μπορούσε πλέον να διεξαγάγει αποτελεσματική επίθεση.

Ο πόλεμος συνεχίστηκε με επιδρομές στην έρημο και αεροπορικές επιθέσεις, μέχρι που η διπλωματία κατάφερε να φθάσει σε γαλλολιβυκή συμφωνία για αμοιβαία απόσυρση στις 16 Σεπτεμβρίου 1984. Καμία πλευρά δεν έμεινε ικανοποιημένη. Οι Γάλλοι είχαν φύγει μέχρι το τέλος του χρόνου, ενώ ο Καντάφι απέσυρε περίπου τις μισές δυνάμεις του. Αυτό ήταν το λάθος που τελικά θα έκρινε τον πόλεμο.

Τελική επίθεση

Από το 1984 και μετά, οι Δυτικοί με διπλωματία και απλόχερη «βοήθεια» κατόρθωσαν να συνενώσουν όλες τις υπόλοιπες φατρίες εναντίον της Λιβύης, που «επενέβαινε» στα θέματά τους. Το 1985, ο Γκουκούνι έκανε άλλη μία μεγάλη νικηφόρα επίθεση, αλλά πάλι οι Γάλλοι έστειλαν ειρηνευτική δύναμη και τον σταμάτησαν.

Το 1986 υπήρξαν φήμες ότι δυνάμεις του Γκουκούνι συγκρούονταν με λιβυκά στρατεύματα στα βουνά Τιμπέστι. Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1986, ακόμη και δυνάμεις του FAP είχαν αυτομολήσει και ενωθεί με την UNIR (φατρία ενώσεως) εναντίον των Λιβύων.

Στις αρχές του 1987, ο Χάμπρε αποφάσισε να επωφεληθεί από τη δυσαρέσκεια και την αποδιοργάνωση των εναπομεινάντων επαναστατών της άλλης πλευράς. Την αυγή της 2ας Ιανουαρίου, το FANT, χρησιμοποιώντας τζιπάκια και ημιφορτηγά Τoyota, διενήργησε αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Φάντα.

Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά μέχρι το βράδυ η πόλη είχε καταληφθεί.  Δύο εβδομάδες αργότερα, μονάδες του FAP ενώθηκαν με την UNIR και κατέλαβαν το Ζουάρ στο Τιμπέστι, διώχνοντας τους Λίβυους. Ο Χάμπρε, χρησιμοποιώντας αμέσως γαλλικά αεροσκάφη που του διατέθηκαν, κατάφερε να ενισχύσει και να ανεφοδιάσει το απομονωμένο αυτό χωριό. Αυτές οι επιτυχίες και η αυτομόληση των μονάδων του Ζουάρ έφεραν και άλλους επαναστάτες στο στρατόπεδο του Χάμπρε. Τελικά, ακόμη και ο Γκουκούνι προσχώρησε, αναγνωρίζοντας τη νομιμότητα της UNIR τον Μάρτιο.

Αυτές οι αυτομολήσεις έκαναν τον Καντάφι να καταλάβει ότι έχανε το παιχνίδι και αποφάσισε να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Κάλεσε το λαό σε Ισλαμική Τζιχάντ (Ιερό Πόλεμο) και κατηγόρησε τις διάφορες χώρες της Δυτικής Αφρικής που είχαν βοηθήσει με βάσεις τις γαλλικές «ειρηνευτικές δυνάμεις», ως «βάσεις των σταυροφόρων εναντίον του Ισλάμ». Αλλά όλα αυτά ήσαν χωρίς αποτέλεσμα.

Η μάχη στο Oυάντ-Ντουμ, στις 23 Μαρτίου, διήρκεσε λιγότερο από 90 λεπτά. Το ξεκαθάρισμα, η λεηλασία οπλισμού, τροφών και εξοπλισμού, μαζί με το αποτελείωμα ζωντανών Λίβυων, διήρκεσε περισσότερο από τέσσερις ώρες. Ο διοικητής του Τσαντ, Χασάνε Ντζάμους, πληγώθηκε και τον απαγκίστρωσαν με ελικόπτερο, στέλνοντάς τον για ανάρρωση σε νοσοκομείο κοντά στο Παρίσι.

Ο συνάδελφός του, Αχμέτ Γκορού, ανέλαβε και συνέχισε την προέλαση προς Φάγια-Λαργκό.

Την αυγή της 27ης Μαρτίου, ο Χάμπρε επανέλαβε με τον ίδιο τρόπο την επιτυχία της Φάντα, διώχνοντας αυτή τη φορά 2.500 οχυρωμένους Λίβυους από τη Φάγια-Λαργκό. Μηχανοκίνητα στρατεύματα με φορτηγά, τζιπάκια και τεθωρακισμένα περικύκλωσαν γρήγορα το χωριό. Η δύση του ηλίου βρήκε τους Λίβυους επιζώντες να κινούνται βόρεια προς τη Λιβύη και τα βουνά Τιμπέστι.

Kαι στις δύο μάχες, ανιχνευτές του Τσαντ είχαν θέσει για πολλές ώρες υπό επιτήρηση τις βάσεις, εντοπίζοντας τις διόδους που χρησιμοποιούσαν οι Λίβυοι για να περνούν μέσα από τα ναρκοπέδια που τις προστάτευαν περιμετρικά. Έτσι, οι διοικητές του Τσαντ ήξεραν καλύτερα τα ναρκοπέδια από τους Λίβυους. Αυτή η παρατήρηση γινόταν με την υποστήριξη και τη βοήθεια ντόπιων.

Οι στρατιώτες του Τσαντ κινήθηκαν γρήγορα και επιτέθηκαν χωρίς υποστήριξη πυροβολικού. Οι μονάδες του Τσαντ, παρ’ όλο που διέθεταν μερικούς όλμους, δεν τους χρησιμοποίησαν, γιατί πίστευαν ότι έτσι θα προειδοποιούσαν τους Λίβυους. Άλλωστε ο ίδιος ο Ντζάμους ήταν της άποψης ότι η ταχεία επίθεση περιορίζει ή και αχρηστεύει την αξία της προπαρασκευής πυροβολικού. Μιας και οι στρατιώτες του δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα από την ευστοχία του λιβυκού πυροβολικού, δεν χρειαζόταν να προγραμματίσει βολές αντιπυροβολικού.

Η τακτική της έναρξης της επίθεσης με μία μικρή δύναμη σε ένα πλευρό και ύστερα από λίγο της επίθεσης με όλη την υπόλοιπη δύναμη στην απέναντι πλευρά, είχε αποτελέσματα.

Οι διοικητές των δυνάμεων του Τσαντ οδηγούσαν επικεφαλής τις μονάδες τους και αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτητα από απόσταση 700-1.000 μέτρων από τις εχθρικές γραμμές, πέρναγαν τα ναρκοπέδια και έμπαιναν μέσα στις λιβυκές αμυντικές θέσεις, μετατρέποντας τα άρματα σε μεταλλικά φέρετρα!

Η πτώση της Φάγια-Λαργκό είχε τρομερή στρατηγική και συμβολική σημασία για τους κατοίκους του Τσαντ. Από τον Αύγουστο του 1983, υπήρχε συνεχής λιβυκή στρατιωτική παρουσία εκεί, ήταν το κλειδί της διόδου προς νότον και η γενέτειρα του Χάμπρε. Η κατάληψη της όασης έφερε έκρηξη χαράς στη Ν’Τζαμένα, γιατί σήμαινε πώς το τέλος του εικοσαετούς πολέμου πλησίαζε. Όμως, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει ακόμα.

Αφού οργάνωσε τις κατακτήσεις του, ο Χάμπρε ξανάρχισε να προελαύνει στο τέλος Ιουλίου, καταλαμβάνοντας την όαση Αούζου στις 8 Αυγούστου. Είκοσι ημέρες αργότερα, οι Λίβυοι αντεπιτέθηκαν χρησιμοποιώντας μαζικά άρματα Τ-54 και Τ-55 και με υποστήριξη από βομβαρδιστικά SU-24 έφθασαν στο Μπαρντάι.

Σποραδικές επιδρομές και αεροπορικοί βομβαρδισμοί συνέχισαν και από τις δύο πλευρές, ώσπου στις 5 Σεπτεμβρίου παίχτηκε η τελευταία πράξη του έργου. Δυνάμεις του Τσαντ, δηλαδή μονάδες του Χάμπρε, εξοπλισμένες από τους Δυτικούς και με καθοδήγηση Αμερικανών και Γάλλων συμβούλων, επιτέθηκαν στη λιβυκή αεροπορική βάση στη Ματάν-ας-Σάραχ, 80 χιλιόμετρα εντός του λιβυκού εδάφους! Αυτό «έπεισε» τον Καντάφι να ζητήσει ανακωχή, που εφαρμόσθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1987.

Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει την πιθανότητα μία καλά εφοδιασμένη σε καύσιμα δύναμη του Τσαντ να σπείρει τον όλεθρο στις οάσεις στα νότια της χώρας του. Υπολογίζεται ότι η τελική επίθεση του Χάμπρε κόστισε στους Λίβυους σχεδόν 7.500 στρατιώτες (σχεδόν το 10% της συνολικής δύναμης), περίπου 100 αεροσκάφη (κατεστραμμένα στο έδαφος ή εν πτήσει από φορητούς πυραύλους Redeye) και εξοπλισμό αξίας περίπου 1 δισ. δολαρίων, πέρα βεβαίως από την οριστική απώλεια του βορείου Τσαντ.

Παρόλο που περίπου 2.000 Λίβυοι παρέμεναν στο Αούζου στα τέλη του 1987, ο Καντάφι είχε χάσει μεγάλο μέρος του κύρους και της επιρροής του στην Αφρική. Επιπλέον, ο «στρατός» του Τσαντ απέκτησε μία υπολογίσιμη αεροπορία, καθώς και δύο επιλαρχίες μέσων αρμάτων, από εγκαταλελειμμένο υλικό των υποχωρούντων Λίβυων. Έτσι, κατέστη πλέον υπολογίσιμη δύναμη.

Σύντομος απολογισμός

Καθώς οι φωτιές του πολέμου έσβηναν, ο Χάμπρε συνέχισε να οργανώνει τα κεκτημένα και να επεκτείνει τη διοίκησή του στο Τσαντ. Τελικά, οι περισσότερες εναπομείνασες επαναστατικές φατρίες ενώθηκαν με την UNIR, εκτός από τον Ασίχ Ιμπν Ουμάρ και το Επαναστατικό Δημοκρατικό Συμβούλιο, που παρέμενε εχθρικό με την υποστήριξη του Καντάφι.

Από την πλευρά του, ο Γκουκούνι αποσύρθηκε. Ο πόλεμος κράτησε τόσα πολλά χρόνια λόγω της συνεχούς ανάμειξης των γειτονικών κρατών στα εσωτερικά του Τσαντ. Η ύπαρξη ασύλων-καταφυγίων καθιστούσε αδύνατη την εξάλειψη των αντιπάλων. Ασχέτως από πού ερχόταν η υποστήριξη (Λιβύη, Αίγυπτο, Νιγηρία ή από αλλού) ένας φύλαρχος μπορούσε να βρει πάντα ένα φίλο και έτσι οι επαναστατικές φατρίες αυξάνονταν αριθμητικά, παρατείνοντας τη σύγκρουση.

Αυτή η κατάσταση ανατράπηκε το 1983, όταν η Λιβύη δεν απέσυρε και αυτή –όπως οι άλλες παρατάξεις– όλες τις δυνάμεις της, οπότε έδωσε το έναυσμα στον Χάμπρε να διατυμπανίσει ότι ο πόλεμος ήταν μεταξύ Τσαντ και Λιβύης.

Ο Χάμπρε διοικούσε έναν καλό στρατό με καλή ηγεσία μέχρι και το βαθμό του υπαξιωματικού. Οι στρατιώτες συνέχιζαν να πολεμούν ακόμη και μετά το θάνατο των αξιωματικών, έχοντας ξεκαθαρισμένο στο μυαλό τους τον σκοπό και μη χάνοντας τη συνοχή τους.

Οι πολεμιστές Τούμπου και στις δύο πλευρές αποδείχθηκαν εξαίρετοι μαχητές και το υψηλό ηθικό τους συχνά υποκαθιστούσε ελλείψεις σε εξοπλισμό, εκπαίδευση και εφόδια. Τελικά ο Χάμπρε νίκησε, γιατί ο στρατός του είχε καλή πειθαρχία και ο ίδιος δεν άλλαζε στόχους.

Μετά την ανακωχή του 1987, έχουν γίνει σποραδικά προσπάθειες για οριστική ειρήνη μεταξύ του Τσαντ και της Λιβύης, όμως κατά καιρούς οι συγκρούσεις αναζωπυρώνονται μεταξύ του FANT και της λιβυκής Ισλαμικής Λεγεώνας, όπως το 1989 κατά μήκος των συνόρων του Σουδάν.

Τον Δεκέμβριο του 1990, το Συμβούλιο Εθνικής Σωτηρίας του Τσαντ υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Ιντρίς Ντέμπι πήρε την εξουσία με «δημοκρατικό τρόπο» από τον πρόεδρο Χάμπρε. Το Συμβούλιο διόρισε τον Ντέμπι κυβερνήτη της πολιτείας, πρωτοκάθεδρο του Εθνικού Συμβουλίου και πρόεδρο.

Ο πολέμαρχος Χάμπρε δεν ήταν πια χρήσιμος, αν μη επιζήμιος λόγω της ανεξάρτητης σκέψης του.

Έτσι, για άλλη μία φορά, ο «πολιτισμένος κόσμος» κατόρθωσε μέσω «δημοκρατικών διαδικασιών» να τοποθετήσει στην εξουσία άνθρωπο διαλλακτικό, μετριοπαθή και εξυπηρετικό, ώστε να προστατευθούν πλήρως τα συμφέροντα της πλευράς που νίκησε: των ΗΠΑ και της Γαλλίας.