Ήταν η πρώτη ημέρα του Δεκεμβρίου του 1955, όταν η θρυλική Rosa Parks επέστρεφε σπίτι από το μέρος που εργαζόταν ως μοδίστρα. Κάθισε σε μια θέση στο λεωφορείο, την εποχή όμως που οι θέσεις ήταν διαχωρισμένες σε θέσεις λευκών και μαύρων. Ο οδηγός τότε της ζήτησε να σηκωθεί από τη θέση για να κάτσει ένας λευκός.
Η Rosa Parks αρνήθηκε λέγοντας πως ήταν πολύ κουρασμένη για να σηκωθεί. Αυτή έμελλε να είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές του κινήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μέσα σε μερικές μόλις ημέρες στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα, ξεκίνησαν οι εκκλήσεις για μποϊκοτάζ από μαύρους στα λεωφορεία. Το Μποϊκοτάζ των Λεωφορείων στο Μοντγκόμερι, δημιούργησε ήρωες για το κίνημα όπως η Rosa Parks και ο Martin Luther King. Η αφροαμερικανική κοινότητα είχε βρει την αφορμή σε μια νότια πολιτεία, για να περάσει στην ενεργή δράση.
Οι εφημερίδες που ανήκαν σε μαύρους αλλά και οι εκκλησία, διέδωσαν την απόφαση για μποϊκοτάζ. Μόλις τέσσερις ημέρες αργότερα, 40.000 Αφροαμερικανοί, που αντιστοιχούσαν στα 3/4 των επιβατών στα λεωφορεία του Μοντγκόμερι, αρνήθηκαν σύσσωμοι να ανέβουν στα λεωφορεία, δίνοντας ένα δυνατό χτύπημα στα μέσα μαζικής μεταφοράς της πόλης.
Το μποϊκοτάζ κράτησε έναν χρόνο και όταν ο Martin Luther King ανακοίνωσε τη λήξη του είχε πει «Διαπιστώσαμε ότι, μακροπρόθεσμα, είναι πιο τιμητικό να περπατάς με αξιοπρέπεια παρά να σε μεταφέρουν με ταπείνωση».
Ωστόσο, χωρίς τη βοήθεια των μαύρων οδηγών ταξί, το μποϊκοτάζ θα είχε στεφθεί από αποτυχία. Την πρώτη ημέρα, το μποϊκοτάζ είχε τρομερή επιτυχία. Οι ηγέτες του κινήματος συναντήθηκαν την επόμενη ημέρα για να συζητήσουν τον τρόπο που θα μπορούσαν να συνεχίσουν το μποϊκοτάζ μέχρι η πόλη του Μοντγκόμερι να ικανοποιήσει το αίτημά τους για κατάργηση του διαχωρισμού στα λεωφορεία.
Ήξεραν πως χρειαζόταν μια εναλλακτική μεταφορά, ώστε να κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε. Οι εταιρείες ταξί, που ανήκαν σε μαύρους και διαχειρίζονταν 210 ταξί, προσφέρθηκαν εθελοντικά να μειώσουν τα ναύλα τους σε 10 σεντς, όσα δηλαδή έδιναν οι επιβάτες για μια διαδρομή με λεωφορείο.
Έτσι, τα λεωφορεία της πόλης ένιωσαν στην πράξη την απώλεια, χάνοντας καθημερινά 30 με 40 χιλιάδες επιβάτες.
Μπροστά στο μποϊκοτάζ, που επέμενε σθεναρά, η αστυνομία θέσπισε νόμο για ελάχιστα κόμιστρα στα ταξί και συνέλαβε μαύρους οδηγούς ταξί, οι οποίοι βοηθούσαν τους μαύρους κατοίκους της πόλης να μετακινηθούν. Η ιθύνοντες της πόλης από τη μεριά τους, πίεσαν τις ασφαλιστικές εταιρείες να μην δίνουν ασφάλειες ή ακόμα και να τις ανακαλέσουν, αν επρόκειτο για μαύρους οδηγούς αυτοκινήτων.
Αλλά όλοι είχαν πάρει σοβαρά το κίνημα και αρνήθηκαν να υποχωρήσουν. Οι διαδηλωτές επέλεξαν να περπατάνε η να μοιράζονται το ίδιο αυτοκίνητο. 200 άτομα προσέφεραν εθελοντικά τα αυτοκίνητά τους, τα οποία σταματούσαν και έπαιρναν κόσμο σε 100 σημεία της πόλης.
Στο ημερολόγιό του, ο ηγέτης των πολιτικών δικαιωμάτων Bayard Rustin ανέφερε ότι μιλούσε με άντρες που περπατούσαν έως και 14 μίλια κάθε μέρα προς τιμήν του μποϊκοτάζ, και συλλογιζόταν τους μαύρους οδηγούς που συνέβαλαν σε αυτό.
«Αναρωτήθηκα ποια θα ήταν η απάντηση των οδηγών, αφού 28 από αυτούς είχαν συλληφθεί με την κατηγορία της συνωμοσίας για την καταστροφή της εταιρείας λεωφορείων», έγραψε ο Rustin. «Ένας ένας δεσμεύτηκαν ότι, αν χρειαστεί, θα συλλαμβάνονταν ξανά και ξανά».
Στις 5 Ιουνίου 1956, το ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μοντγκόμερι έκρινε ότι οι νόμοι που απαιτούσαν φυλετικό διαχωρισμό στα λεωφορεία παραβίαζαν την 14η Τροπολογία. Έξι μήνες αργότερα, στις 21 Δεκεμβρίου του 1956, τα λεωφορεία του Μοντγκόμερι δεν είχαν πια επιβάτες με φυλετικούς διαχωρισμούς.