Κατά τα πρώτα δυο χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο νομπελίστας από το 1963 ποιητής, Γιώργος Σεφέρης είχε επιλέξει την αποχή και την σιωπή από την πολιτική ζωή του τόπου.
Όμως άντεξε μέχρι τις 28 Μαρτίου του 1969, δυο μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό του. Μέχρι τότε και για δυο χρόνια, η μόνη του πράξη κατά της χούντας, ήταν να μην δημοσιεύει την δουλειά του στην Ελλάδα.
Όμως η εν λόγω δήλωση πριν από ακριβώς 48 χρόνια, ήρθε να τελειώσει την σιωπή του και να προκαλέσει πονοκέφαλο στο δικτατορικό καθεστώς.
Η δήλωση του Γ. Σεφέρη:
Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.
Για τη δήλωσή του αυτή, η χούντα του αφαίρεσε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμής και του απαγόρεψε να κάνει χρήση του διπλωματικού του διαβατηρίου. Για να δικαιολογηθεί στο λαό, πρόταξε το επιχείρημα πως η δήλωσή του μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο της Σοβιετικής Ένωσης, οπότε ήταν μέρος μιας προπαγάνδας και μάλιστα ανθελληνικής. Τα φιλικά προσκείμενα στην χούντα Μέσα Ενημέρωσης, κατηγόρησαν τον νομπελίστα ποιητή που δόξασε την Ελλάδα ότι «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», χαρακτηρίζοντας τον «κρυφοκομμουνιστή» και «όργανο ξένων κυβερνήσεων».