Ο Γιόσιπ Μπροζ Τίτο ανέλαβε την οργάνωση του κινήματος κατά της ναζιστικής κατοχής όταν οι Ναζί επιτέθηκαν στη Γιουγκοσλαβία.
Όλοι οι σύμμαχοι τον αναγνώρισαν ως ηγέτη των Παρτιζάνων, στέλνοντάς του συχνά πολεμοφόδια και τροφή.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Τίτο σταδιακά απογοητεύτηκε με την ΕΣΣΔ, ισχυριζόμενος ότι είχαν συμβεί «μεγάλες αδικίες» στο καθεστώς του Στάλιν. Οι σχέσεις των δυο αντρών έφτασαν σε πολύ κακή φάση, με τον Στάλιν να μην το παίρνει πολύ ψύχραιμα.
Έστειλε λοιπόν ανθρώπους να τον δολοφονήσουν. Τον έναν μετά τον άλλο (λέγεται ότι έφτασαν τους 22). Αλλά ο Τίτο κατάφερνε να τη γλιτώσει. Και κάποια στιγμή αποφάσισε να γράψει ένα γράμμα στον Στάλιν. Ένα γράμμα που ήθελε αρκετά κότσια για να γράψει κάποιος.
«Σταμάτα να στέλνεις ανθρώπους να με σκοτώσουν. Έχουμε πιάσει ήδη 5 από αυτούς, έναν με μια βόμβα και έναν με ένα τουφέκι. Αν δεν σταματήσεις να στέλνεις δολοφόνους, θα στείλω έναν άνδρα στη Μόσχα και δεν θα χρειαστεί να στείλω άλλον».
Λέγεται πως ο Στάλιν αισθάνθηκε τόσο δέος με το θάρρος του, που σταμάτησε να στέλνει δολοφόνους αμέσως και κράτησε το γράμμα στο γραφείο του μέχρι και τον θάνατό του. Ο Τίτο επέλεξε από εκεί και πέρα να παραμείνει ουδέτερος όσον αφορά στον Ψυχρό Πόλεμο.
Ο Σλοβένος ιστορικός Joze Pirjavec από την άλλη, υποστήριξε σε βιβλίο του το 2012, πως ο Τίτο ήξερε ότι ο Στάλιν δεν θα σταματήσει και πως το γράμμα του δεν ήταν απλώς απειλή, αλλά κάτι που θα γινόταν σίγουρα. Γράφει λοιπόν πως ήταν ο Τίτο εκείνος που τον δηλητηρίασε και προκάλεσε το θάνατό του και όχι το εγκεφαλικό. Η αργοπορία των φρουρών να ειδοποιήσουν τους γιατρούς, έχει κάνει πολλούς ιστορικούς να υποστηρίξουν ότι έχασαν χρόνο για να εξαφανίσουν τα στοιχεία.
Όταν ο διάδοχος του Στάλιν, Νικίτα Χρουστσόφ, πήγε στη Γιουγκοσλαβία, ζήτησε συγνώμη από τον Τίτο για τις απόπειρες δολοφονίας και του είπε πως κατάφερε να προστατέψει καλά τον εαυτό του. Ο Τίτο απάντησε: «Ο Στάλιν γνώριζε πως ήμουν πολύ καλά φρουρούμενος. Μετά από τις προειδοποιήσεις μου ότι αρκετά πια με τις απόπειρες δολοφονίας, προφανώς φοβήθηκε λίγο»…