Η γεω-ιστορική προσέγγιση απαιτεί την εφαρμογή της ανωτέρω μεθοδολογικής αρχής με τα δεδομένα που απορρέουν από τον χώρο της στρατηγικής, έτσι όπως αυτή υπηρετεί μια συγκεκριμένη γεωπολιτική αντίληψη.
Χρησιμοποιώντας για την περίπτωση της συγκρότησης και της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τοποθετείται χρονικά στην περίοδο 1300-1700, τον όρο «γεωπολιτική», ο οποίος δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ού αι., δεν είναι αναχρονισμός.
Και τούτο διότι, ως έννοια, η γεωπολιτική ήταν γνωστή ήδη από την αρχαία εποχή: ανιχνεύεται στη σκέψη του Ηροδότου και πιστοποιείται στο έργο του Θουκυδίδη σχετικά με το χαρακτήρα του Πελοποννησιακού Πολέμου ως κατεξοχήν ιστορικού προτύπου της σύγκρουσης «χερσαίων και ναυτικών δυνάμεων».
Γεωπολιτικός ήταν και ο βασικός στόχος του «πνευματικού πονήματος» του Τούρκου πειρατή του 16ου αιώνα, Πίρι Ρέις, συγγραφέα του περίφημου «Βιβλίου της θάλασσας» με το οποίο διευκολυνόταν το κατακτητικό έργο του σουλτάνου.
Το δόγμα της «στρατηγικής της κατάκτησης» που εφάρμοσε ο οθωμανικός παράγοντας είναι με αυτή την έννοια ένα γεωπολιτικό μέγεθος άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνικοπολιτική υφή του οθωμανικού κράτους.
Συγκρίνοντας την Οθωμανική Αυτοκρατορία με τα άλλα μεγάλα και μακρόβια πολυφυλετικά αυταρχικά κράτη της ιστορίας, παρατηρούμε δύο ουσιώδεις διαφορές. Η πρώτη είναι ότι σε αυτή, και καθ’ όλη τη διάρκεια του ιστορικού βίου της, κυβέρνησε μόνο μια δυναστεία, των Οσμανλίδων (1299-1923), από το όνομα του ιδρυτή της Οσμάν.
Η δεύτερη είναι ότι στήριξε την εσωτερική δομή και κοινωνική συνοχή της σε ένα μοναδικής έμπνευσης (και εφαρμογής) σύστημα, αυτό της διαίρεσης των υπηκόων της σε «θρησκευτικά γένη» («millet»): αυτά ήταν τέσσερα και αποτελούνταν από τους «λαούς της Βίβλου» (μωαμεθανούς, ορθόδοξους Ρωμιούς, γρηγοριανούς Αρμένιους και Εβραίους), από τους οποίους όμως μόνο το «γένος των πιστών του Προφήτη» είχε τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και συγκροτούσε τις ένοπλες δυνάμεις του κράτους.
Ο βασικός ιστός που ένωνε το προσωποπαγές καθεστώς του δεσπότη- σουλτάνου με την κοινωνική διαίρεση του «ποιμνίου» του (raya=κοπάδι), ήταν αυτό που η επιστήμη της κοινωνιολογίας αποκαλεί «κοινοτικό συναίσθημα», το οποίο και βρίσκεται στη βάση του κάθε νοοτροπικού μηχανισμού που επιβάλλει το στερεότυπο του Ενός Αρχηγού/Ηγέτη/Οδηγού. Ο κοινοτισμός λειτουργεί καταρχήν θρησκευτικά-μεταφυσικά και, με βάση την έννοια της «συγγένειας», δημιουργεί ένα ολόκληρο σύστημα απόλυτης εξάρτησης της μάζας από τον Ηγέτη της.
Το σύστημα αυτό εδράζεται από οικονομικής πλευράς στην αγροτική παραγωγή, η οποία δημιουργεί και τις λεγόμενες «κλειστές κοινωνίες» με κυρίαρχο γνώρισμά τους τη δεισιδαιμονία και τη συντήρηση, ενώ από νομικής, στη μετουσίωση της βούλησης του Ηγέτη σε «νόμο» μέσα από την αντίληψη ότι αυτός αποτελεί τον «επί της γης εκπρόσωπο» του Θεού.
Tο πόσο ισχυρό ήταν το κοινοτικό συναίσθημα μεταξύ των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακόμα και στην όψιμη φάση της, φαίνεται και από την κυρίαρχη θέση που κατείχε στη νοοτροπία ακόμα και των Ρωμιών της εποχής: Eπί παραδείγματι, οι εκπρόσωποι του «κινήματος των Κολλυβάδων» που έδρασαν στις παραμονές της εθνεγερσίας του 1821 και εμφορούνταν από καθαρές αντεπαναστατικές διαθέσεις, από τη μια πλευρά κήρυσσαν την «εθελοδουλεία» με το σκεπτικό ότι ήταν «θέλημα Θεού» η υποταγή στον σουλτάνο και, από την άλλη πλευρά, παρότρυναν τους Έλληνες να μην ασχολούνται με το εμπόριο, διότι το «κέρδος» διαλύει τις παραδοσιακές δομές της βασισμένης στη γεωργία κοινοτικής οργάνωσης.
Τα ανωτέρω δεδομένα της κοινωνιολογίας και της πολιτικής ψυχολογίας είναι πολύ χρήσιμα στη διερεύνηση του γεωπολιτικού στοιχείου της συγκρότησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι επιτρέπουν την άμεση οριοθέτηση της κατακτητικής στρατηγικής του τουρκικού παράγοντα.
Και αυτή η οριοθέτηση γίνεται στο πλαίσιο εκείνης της συνιστώσας που αποτέλεσε τον κύριο μοχλό της τουρκικής κατακτητικής ορμής, δηλαδή του νομαδισμού.
Η συνεχής διάθεση του τουρκικού παράγοντα για επεκτατισμό, από τον Μεσαίωνα ως τις μέρες μας, ερμηνεύεται από τους περισσότερους ιστορικούς με αποκλειστική αναγωγή στο ισλαμικό του περιεχόμενο. Είναι βέβαια αναμφισβήτητο ότι ο «ιερός πόλεμος» («τζιχάντ») κατά των «απίστων» αποτελεί πυλώνα της μωαμεθανικής θρησκείας και λειτούργησε ως βασικό γεωστρατηγικό μέγεθος τόσο της αραβικής όσο και της τουρκικής εξάπλωσης: ο παγκόσμιος χώρος διαιρείται στη «σφαίρα του καλού», με επικεφαλής των κατοίκων της τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ επί της γης (χαλίφη-σουλτάνο), ο οποίος έχει ιερό καθήκον να επεκτείνει τα όριά της σε βάρος της «σφαίρας του κακού» που κατοικείται από τους απίστους μέχρι του σημείου της τελικής εξαφάνισής της.
Είναι ύστερα από το μπόλιασμά τους με αυτή την αντίληψη από τη διδασκαλία του προφήτη Μωάμεθ (7ος αι.), που οι Άραβες, από γενικά φιλήσυχοι νομάδες της ερήμου, μετατράπηκαν σε φανατικούς «πολεμιστές της πίστης» και δημιούργησαν μέσα σε λίγες δεκαετίες τον δικό τους «κόσμο» στην Ανατολική Μεσόγειο. Εδώ πρέπει να τονιστεί η ουσιώδης διαφορά μεταξύ του αραβικού και του τουρκικού νομαδισμού.
Ο πρώτος, ήταν ένας «κυκλικός» νομαδισμός της ερήμου, που υποχρέωνε τους Άραβες να «συνυπάρχουν» μεταξύ τους και, σε πρώτη ευκαιρία, να εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα.
Αντίθετα, ο δεύτερος ήταν ένας «ευθύγραμμος» νομαδισμός, επεκτεινόμενος όλο και περισσότερο προς τη Δύση με αφετηρία του τον μογγολικό χώρο της κεντρικής Ασίας και στοχοθεσία του όχι την «επιβίωση», αλλά την «κατάκτηση» και τη λαφυραγώγηση. Γι’ αυτό και οι Άραβες, όταν τους το επέτρεψαν οι συγκυρίες, προσαρμόστηκαν εύκολα στον αστικό τρόπο ζωής, έγιναν ακόμα και έμποροι και δεν δίστασαν να ασχοληθούν και με τη θαλασσοπλοΐα.
Αντίθετα, οι Τούρκοι, ακόμα και στην ακμή της αυτοκρατορίας τους, συνέχισαν να προτιμούν τις στρατιωτικές ενασχολήσεις και τις μεγάλες γαιοκτησίες από την ενασχόληση με το εμπόριο και τις χρηματοοικονομικές διαδικασίες. Στην περίπτωση λοιπόν του τουρκικού παράγοντα, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι στην περίπτωση του αραβικού:
1) Oι μογγολικής καταγωγής τουρκικές φυλές είχαν τη δική τους κατακτητική ορμή πολύ πριν φτάσουν στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και την ορμή αυτή την όφειλαν στο νομαδικό τρόπο ζωής τους, ο οποίος επέβαλε αφενός την πρακτική της λαφυραγώγησης ως στρατηγικό μέγεθος της κυριαρχίας τους και αφετέρου την υποταγή στον αρχηγό της φάρας-πατριάς εννοούμενου ως «πολεμικού ηγέτη» και όχι ως «εκπροσώπου του Θεού».
2) Στους πρώτους αιώνες του εξισλαμισμού τους, οι Τούρκοι παρέμεναν πιστοί σε ένα κράμα πρωτόγονου σαμανισμού και μυστικιστικού μωαμεθανισμού (σουφισμού): είναι μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου (1517) που ο «πολεμικός ηγέτης» τους σουλτάνος γίνεται και «θρησκευτικός», οικειοποιούμενος τον τίτλο του χαλίφη, τον οποίο έφερε μέχρι τότε ο Άραβας μονάρχης της Αιγύπτου.
Η μογγολικής-νομαδικής εκπόρευσης αντίληψη του «πολέμαρχου ηγέτη» είναι αυτή που βρίσκεται στο υπόστρωμα της τουρκικής κατάκτησης. Aυτή η αντίληψη συνεπικουρήθηκε έντεχνα από τον θρησκευτικό παράγοντα («τζιχάντ»), αλλά παρέμεινε κατά βάθος αυτονομημένη σε όλη τη διάρκεια της συγκρότησης της οθωμανικής ισχύος.
Είναι ακριβώς από τη στιγμή που αρχίζει –εκ των πραγμάτων– να εξαφανίζεται αυτή η πρωτογενής «πολεμική» ιδιότητα του σουλτάνου απορροφούμενη όλο και περισσότερο στη «θρησκευτική» (με τις κοινωνικο-πολιτικές συνιστώσες της), που δρομολογείται η διαδικασία συρρίκνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ας δούμε τα πράγματα αναλυτικότερα, στο μέτρο που μας το επιτρέπει η περιορισμένη έκταση ενός άρθρου σαν αυτό.
Ο σουλτάνος, ως αρχηγός «κράτους», παρέμενε στο πρώτο διάστημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ένα είδος «αρχηγού πατριάς», ένα είδος ηγέτη μιας νομαδικής φυλής. Τον χειμώνα, εποχή ακατάλληλη για εκστρατείες, ξεκουραζόταν στο ανάκτορό του και την άνοιξη έμπαινε επικεφαλής των στρατευμάτων του για νέες κατακτήσεις.
Επί του προκειμένου, η έρευνα έχει συγκρίνει πολύ εύστοχα τους δύο σημαντικότερους ηγεμόνες του 16ου αιώνα, τον Οθωμανό Σουλεϊμάν Μεγαλοπρεπή και τον Γερμανό Κάρολο Ε’: «Ο Κάρολος ποτέ δεν απέφυγε τις υποχρεώσεις του στρατηγού. Αλλά το ουσιώδες σχέδιο των ταξιδιών του είναι ενός μονάρχου που έχει σκοπό να ενισχύσει ή να διορθώσει το δίκτυο της κυβερνήσεως που ένωνε και συνέδεε τις σκορπισμένες κτήσεις του. Πήγαινε ευσυνείδητα από τη μια περιφερειακή πρωτεύουσα στην άλλη, περιστοιχιζόμενος από γραφειοκράτες, δείχνοντας τον εαυτό του στους υπηκόους του, διατηρώντας αυλή, δεχόμενος ταχυδρόμους, μελετώντας αιτήσεις και διεξάγοντας αλληλογραφία. Αντιθέτως, ο Σουλεϊμάν περνούσε μόνο τους χειμερινούς μήνες με διοικητικές δραστηριότητες, σπάνια μετακινούμενος αυτή την εποχή του έτους από την Κωνσταντινούπολη για να επισκεφθεί τις επαρχιακές πρωτεύουσες. Όμως, κάθε καλοκαίρι τον εύρισκε μακριά από τη μητρόπολη, με τον στρατό, στα σύνορα της αυτοκρατορίας του, ενώ φρούρια και πεδία μαχών, μάλλον, παρά πόλεις και διοικητικά κέντρα σημείωναν τα στάδια της πορείας του».
Ως «πολέμαρχος», διατηρούσε όλα τα δικαιώματα πάνω στις κατακτημένες περιοχές, των οποίων όμως την επικαρπία παραχωρούσε στους πολεμιστές «γαζήδες» υπό μορφή αγροτικών τιμαρίων, τα οποία οι δικαιούχοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να παραχωρήσουν στους απογόνους τους. Όπως στη νομαδική φυλή όπου το κάθε μέλος της οφείλει να «αποδείξει» την αξία του σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, έτσι και οι υπήκοοι του σουλτάνου όφειλαν να «κερδίζουν με το σπαθί τους» ακόμα και αγαθά που μπορεί μεν να καρπούνταν οι πατέρες τους, πλην όμως παρέμεναν «συλλογική ιδιοκτησία» με αποκλειστικό «διαχειριστή» τους τον ηγέτη.
Είναι χαρακτηριστική η αντίληψη που εξέφρασε το 1534 ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής στον πρεσβευτή της Αυστρίας σχετικά με το αμφισβητούμενο βασίλειο της Ουγγαρίας: «Αυτό το βασίλειο ανήκει σε μένα και εγκατέστησα εκεί μέσα τον δούλο μου… Του έδωσα αυτό το βασίλειο, μπορώ να το πάρω πίσω απ’ αυτόν, αν θέλω, γιατί δικό μου είναι το δικαίωμα να το διαθέτω καθώς και όλους τους κατοίκους του, οι οποίοι είναι υπήκοοί μου».
Πάλι ως «πολέμαρχος», ο σουλτάνος επέβλεπε ο ίδιος τα ζητήματα δικαιοσύνης, ακολουθώντας την παραδοσιακή νομαδική πρακτική, αυτή της άμεσης επαφής με τους υπηκόους του. Όπως ο αρχηγός της νομαδικής φυλής κάθεται ανάμεσα στα μέλη της και διευθετεί άμεσα τις ανακύπτουσες αντιδικίες, έτσι και ο σουλτάνος δεχόταν τους υπηκόους του ως ο ανώτατος δικαστής των υποθέσεών τους.
Με βάση την ίδια κατά βάθος αντίληψη, όλο το σύστημα διοίκησης του κράτους του ήταν καθορισμένο από τη νομαδική παράδοση. Στην επαρχιακή διοίκηση δεν υπήρχε καμία διάκριση μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας, όχι για λόγους «διοικητικής πρακτικής» επιβαλλομένης και από το πλαίσιο εθνικής ασφάλειας (όπως συνέβη π.χ. σε μια περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), αλλά επειδή η έννοια της πολιτικής, ανύπαρκτη στη νομαδική ζωή, ήταν πλήρως απορροφημένη στο οθωμανικό κράτος από την στρατιωτική λειτουργία. Ο κάθε διοικητής ήταν «στρατιώτης» του πολέμαρχου ηγέτη(10).
Όλο αυτό το «καταρχήν» στρατιωτικό οικοδόμημα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τα πραγματικά αίτια της εσωτερικής συνοχής του τα οποία το διαφοροποιούν ριζικά από τη δυτική αντίληψη περί κρατικής συνοχής και ισχύος, το είχε αναλύσει με ξεχωριστή ενάργεια ήδη τον 15ο αιώνα ο Νικολό Μακιαβέλι στο κλασικό έργο του «Ο ηγεμόνας»:
«Ο Τούρκος και ο βασιλιάς της Γαλλίας, στην εποχή μας, αποτελούν παραδείγματα για αυτούς τους δύο διαφορετικούς τρόπους διακυβέρνησης. Ολόκληρη η μοναρχία του Τούρκου κυβερνάται από έναν ηγεμόνα, οι άλλοι είναι υποτελείς του, έχει χωρίσει το βασίλειό του σε σαντζάκια, όπου στέλνει διαφορετικούς διοικητές, τους οποίους μετακινεί και αλλάζει όπως θέλει ο ίδιος. Αντίθετα, ο βασιλιάς της Γαλλίας βρίσκεται ανάμεσα σε ένα πλήθος παλαιών φεουδαρχών, οι οποίοι αναγνωρίζονται και εκτιμούνται από τους υπηκόους τους γι’ αυτή τους την καταγωγή, αυτοί κρατούν τα προνόμιά τους και ο βασιλιάς δεν μπορεί να τους τα αφαιρέσει χωρίς κίνδυνο. Όποιος λοιπόν εξετάσει και το ένα και το άλλο απ’ αυτά τα κράτη, θα διαπιστώσει ότι είναι δύσκολο να κατακτηθεί το κράτος του Τούρκου, αλλά, αν κατακτηθεί, είναι πολύ εύκολο να κρατηθεί. Έτσι, αντίθετα, από μια άποψη, θα αντιληφθείτε ότι είναι πιο εύκολο να κατακτηθεί το κράτος της Γαλλίας, αλλά πολύ δύσκολο να κρατηθεί.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς για να μπορέσει να κατακτήσει το βασίλειο του Τούρκου βρίσκονται στο ότι δεν μπορεί να προσκληθεί από τους ηγεμόνες αυτού του βασιλείου ούτε να ελπίζει ότι μπορεί να διευκολύνει την επιχείρησή του βασισμένος στην εξέγερση εκείνων που περιβάλλουν τον Τούρκο. Αυτό οφείλεται στους λόγους που προαναφέρθηκαν, γιατί, καθώς όλοι είναι υποτελείς και υποχρεωμένοι σ’ αυτόν, μπορούν να εξαγοραστούν με μεγαλύτερη δυσκολία. Και αν ακόμα κατάφερνε κανείς να τους εξαγοράσει, δεν μπορεί να ελπίζει ότι θα είναι πολύ χρήσιμοι, αφού δεν θα μπορούν να τραβήξουν μαζί τους τον λαό, για τους λόγους που αναφέραμε.
Έτσι, όποιος επιτεθεί στον Τούρκο είναι απαραίτητο να σκεφτεί ότι θα τους βρει όλους ενωμένους και τον συμφέρει να ελπίζει περισσότερο στις δικές του δυνάμεις παρά στις εξεγέρσεις των άλλων. Αλλά αν ηττηθεί και συντριβεί σε μάχη ανοιχτού πεδίου, έτσι ώστε να μην μπορεί να ξανασυγκροτήσει στρατεύματα, δεν έχει να φοβηθεί τίποτε άλλο παρά τη γενιά του ηγεμόνα. Αν αυτός αφανιστεί, δεν απομένει άλλος που να πρέπει να φοβάται ο κατακτητής, γιατί οι άλλοι δεν έχουν την εμπιστοσύνη του λαού, και, όπως ο νικητής πριν από τη νίκη δεν μπορούσε να ελπίζει σ’́αυτούς, έτσι δεν πρέπει μετά από τη νίκη να τους φοβάται»(11).
Ο τομέας που ξεχωρίζει ιδιαίτερα το νομαδικό υπόστρωμα της τουρκικής κατακτητικής ορμής, είναι η μετάπλαση του θρησκευτικού-πνευματικού στοιχείου σε πραγματικό στρατηγικό μέγεθος και πολλαπλασιαστή στρατιωτικής ισχύος, με τη διπλή έννοια του όρου: τόσο της ενίσχυσης της επιθετικής δύναμης όσο και της αποδυνάμωσης της ισχύος του αντιπάλου.
Ως νομάδες, εμποτισμένοι επί αιώνες με τα σαμανικά δρώμενα της κοιτίδας της κεντρικής Ασίας, οι Τούρκοι δεν βίωσαν το ισλάμ ως μια πραγματική θρησκεία, αλλά ως ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταφυσικού προβληματισμού και θεολογικής αναφοράς, συμβατό με τις παραδοσιακές πεποιθήσεις και πρακτικές τους(12).
Έτσι, από πολύ νωρίς (13ο αι. και εξής) έκαναν την εμφάνισή τους μεταξύ τόσο των Σελτζούκων όσο και των Οθωμανών Tούρκων «μυστικιστικά ισλαμικά (σουφικά) τάγματα» τα οποία παρουσίαζαν την εξής γενική δογματική και τελεστική δομή: το υπόβαθρό τους ήταν γνήσια σαμανικό-κεντροασιατικό, το περίγραμμα που καθόριζε την «επίσημη ταυτότητά» τους ήταν το ισλάμ και το περιεχόμενο των αντιλήψεών τους ήταν ένας συγκερασμός από νεοπλατωνικές, ορθόδοξες-ησυχαστικές και περσικές «μεταφυσικές ανησυχίες».
Αρκετές δεκαετίες πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης ορισμένα από αυτά τα τάγματα είχαν συγκεκριμένο αντικειμενικό στόχο την «απορρόφηση» των ορθόδοξων πληθυσμών. Χρησιμοποιώντας έντεχνα το συγκριτικό τους μανδύα, που τα έκανε να θεωρούνται «αιρετικά» από το επίσημο σουνιτικό ισλάμ, χρησιμοποιήθηκαν ως πέμπτη φάλαγγα ακόμα και από το Μωάμεθ Πορθητή εναντίον του Βυζαντίου: άλλοτε ακολουθώντας τα τουρκικά στρατεύματα και άλλοτε προπορευόμενα αυτών, τα εν λόγω τάγματα κατόρθωσαν να «μυήσουν» στις αδελφότητές τους τεράστιο αριθμό ορθοδόξων στη Μικρά Ασία, τη Θράκη και την ευρύτερη Βαλκανική Χερσόνησο. (14)
Από τα εν λόγω τάγματα, εκείνο των Μπεκτασήδων διαδραμάτισε και έναν άλλο ρόλο, εξίσου καταλυτικής σημασίας για την ενίσχυση της τουρκικής κατάκτησης μέσα από τη νομαδική αντίληψη της εξουσίας του σουλτάνου: αποτέλεσε τη θρησκευτική αδελφότητα που είχε αναλάβει την ταυτόχρονα πνευματική και μοναστική διαπαιδαγώγηση του σώματος των γενιτσάρων. Το σώμα αυτό ήταν όχι μόνο η αιχμή του δόρατος της τουρκικής πολεμικής μηχανής, αλλά και η εγγύηση της σουλτανικής κυριαρχίας έναντι των αριστοκρατών και γαιοκτημόνων που τυχόν φιλοδοξούσαν να αυτονομηθούν έναντι της κεντρικής εξουσίας.
Η καταλυτική σημασία όλων των ανωτέρω νομαδικής προέλευσης χαρακτηριστικών για τη γεωστρατηγική του οθωμανικού κράτους καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι όταν αυτό σταματήσει τους κατακτητικούς πολέμους και αναγκαστεί να «απαρνηθεί» το νομαδικό γεωιστορικό υπόστρωμά του, θα αρχίσει και η φάση της παρακμής και της πτώσης του.
Αυτό θα συμβεί κυρίως από τον 17ο αι. και εξής, όταν η τουρκική ορμή θα θρυμματιστεί στα τείχη της Βιέννης και η εμφάνιση της τσαρικής ισχύος θα εμποδίσει την προέλαση των Οθωμανών προς τα ρωσικά εδάφη.
Από τη στιγμή που η δυνατότητα της κατάκτησης εξαφανίζεται και οι νομαδικές πρακτικές χάνουν τη στρατηγική σημασία τους, ο πολέμαρχος ηγέτης χάνει αυτόματα και την στρατιωτική λειτουργία του. Και μαζί με αυτή χάνει και όλη την ισχύ του, η οποία αρχίζει σταδιακά να μεταβιβάζεται σε άλλους κοινωνικούς «τύπους».
Ο Μεγάλος Bεζύρης, εκπρόσωπος του πολιτικού στοιχείου, οικειοποιείται τη δικαστική λειτουργία και κινεί τα νήματα της διοίκησης του κράτους, οι σουνίτες θρησκευτικοί ταγοί θέλουν να επιβάλουν ένα άκαμπτο πνευματικό οικοδόμημα, οι διοικητές των επαρχιών αρχίζουν να αυτονομούνται, το Σώμα των γενιτσάρων να διαλύεται.
Η στροφή προς τα δυτικά πρότυπα, που θα γίνει από τον 19ο αι. και εξής, δεν θα έχει ως αποτέλεσμα παρά την επιτάχυνση της πτώσης, εφόσον θα απομακρύνει ακόμα περισσότερο την τουρκική πραγματικότητα από το «νομαδικό-μογγολικό ιδεότυπο».