Στις 25 Μαρτίου του 1802 υπεγράφη η Συνθήκη της Αμιένης, η οποία έθετε και τυπικά τέλος στον πόλεμο. Η συνθήκη αυτή περιελάμβανε όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τη Γαλλία και μάλλον ως αποτυχία της βρετανικής διπλωματίας μπορεί να χαρακτηρισθεί.

Συγκεκριμένα, οι Βρετανοί αναγνώριζαν τα νέα σύνορα της Γαλλίας και των κρατών που είχε υπό την εποπτεία της και της απέδιδαν τις αποικιακές κτήσεις της, που είχαν προηγουμένως κυριεύσει.

Σε αντάλλαγμα, οι Γάλλοι θα έπρεπε να αποσύρουν τα στρατεύματά τους από τις Κάτω χώρες, την Ελβετία και την Ιταλία και να «ανοίξουν» τα λιμάνια τους στα βρετανικά εμπορικά πλοία.

Η ειρήνη όμως αυτή δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ. Στη Βρετανία οι αντιδράσεις της αντιπολίτευσης υπήρξαν εντονότατες, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να «παρασπονδήσει» σε κάποιους όρους της συνθήκης, (δεν εκκενώθηκε η Μάλτα). Αλλά και στη Γαλλία, ο Ναπολέων αντιμετώπιζε τη συνθήκη της Αμιένης ως ανακωχή που θα του επέτρεπε να αναπληρώσει τις φθαρμένες δυνάμεις του και να επιβάλει την τάξη στο εσωτερικό.

Προς τον νέο πόλεμο

Ο Ναπολέων, έχοντας κερδίσει αρκετό χρόνο, άρχισε να παραβιάζει ανοικτά τη Συνθήκη της Αμιένης. Τα γαλλικά στρατεύματα δεν αποχώρησαν από την Ολλανδία. Τον Ιανουάριο του 1803, ο γαλλικός Στρατός εισέβαλε πάλι στην Ελβετία και την κατέλαβε όπως και το Πεδεμόντιο και το νησί Έλβα. Λίγο αργότερα, ο Ναπολέων ανακήρυξε τον εαυτό του ύπατο της Ιταλικής Δημοκρατίας ενώνοντας ουσιαστικά τη Βόρεια Ιταλία με τη Γαλλία.

Το μεγαλύτερο όμως ατόπημά του ήταν η επέμβασή του στη Γερμανία. Από τα 360 περίπου κρατίδια που αποτελούσαν τη Γερμανική Αυτοκρατορία, ο Ναπολέων «παρήγαγε» λιγότερα από 40. Από την ενέργεια αυτή ωφελήθηκαν ιδιαίτερα κράτη όπως η Βαυαρία ή η Βυρτεμβέργη που είδαν τη θέση τους να αναβαθμίζεται, ζημιώθηκαν όμως οι δύο παραδοσιακές γερμανικές δυνάμεις, η Αυστρία και η Πρωσία. Αργότερα, βέβαια, ζημιώθηκε και ο ίδιος ο Ναπολέων, αφού δεν κατόρθωσε να «δαμάσει» τον γερμανικό εθνικισμό που ωστόσο ο ίδιος είχε αφυπνίσει.

Ο Ναπολέων καταστρατηγούσε τη Συνθήκη και έφερνε τον πόλεμο τόσο κοντά διότι το προσωποπαγές καθεστώς που ο Κορσικανός δικτάτορας είχε ιδρύσει χρειαζόταν τον πόλεμο. Χάρη σε αυτόν επιβλήθηκε και χάρη σε αυτόν θα επιζούσε – εφόσον «τρεφόταν» με στρατιωτική δόξα. Παράλληλα με τις δραστηριότητές του στην Ευρώπη, ο Ναπολέων άρχισε να αναπτύσσει και υπερατλαντικές δραστηριότητες, άκρως ενοχλητικές για τους Βρετανούς. Πρώτα απ’ όλα τέθηκε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα ανακατασκευής του γαλλικού στόλου. Κατόπιν, ο Ναπολέων ήλθε σε συνεννόηση με τους ηγεμόνες της Τυνησίας και της Αλγερίας για κοινή δράση στη Μεσόγειο.

Στην Αμερική οι Γάλλοι επέκτειναν την κυριαρχία τους στη Λουϊζιάνα. Επίσης, σημαντικές δυνάμεις εστάλησαν στον Άγιο Δομίνικο για να καταπνίξουν την εξέγερση των μαύρων σκλάβων. Όλα αυτά δεν μπορούσαν να αφήσουν ασυγκίνητη τη Βρετανία της οποίας τα συμφέροντα θίγονταν άμεσα.

Έτσι στα μέσα Μαΐου του 1803 η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία, έναν πόλεμο που ελλείψει συμμάχων στην ηπειρωτική Ευρώπη περιορίσθηκε στη θάλασσα, στις αποικίες και στην Ινδία. Παρά την κήρυξη του νέου πολέμου, στην Ευρώπη επικρατούσε ησυχία. Ο πόλεμος όμως δεν θα αργούσε να ξεσπάσει με υπαιτιότητα της Γαλλίας. Η αποκάλυψη στο Παρίσι μιας νέας συνωμοσίας κατά του Ναπολέοντα πυροδότησε τις εξελίξεις. Γνωστά πρόσωπα της παρισινής κοινωνίας, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Μόρο, συνελήφθησαν. Οι ανακρίσεις αποκάλυψαν ότι στη συνωμοσία είχαν εμπλακεί και μέλη της βασιλικής οικογένειας των Βουρβόνων.

Κυριότερος ύποπτος θεωρήθηκε εντελώς άδικα ο δούκας Ντ’ Αγκιέν που ζούσε εξόριστος στο γερμανικό κρατίδιο του Μπάντεν. Ο Ναπολέων δεν δίστασε. Με μια ανεπίτρεπτη, βάσει του διεθνούς δικαίου, ενέργεια, γαλλικά τμήματα παραβίασαν τα σύνορα του Μπάντεν και συνέλαβαν τον ανύποπτο δούκα, που χωρίς αποδείξεις δικάστηκε, καταδικάσθηκε και εκτελέσθηκε. Η ενέργεια αυτή του Ναπολέοντα, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε εκρήξεις οργής σε όλα τα ανακτοβούλια της Ευρώπης όχι μόνο για τον θάνατο αυτόν καθ’ αυτό του δούκα αλλά και για το θράσος των Γάλλων να εισβάλουν σε ένα ανεξάρτητο κράτος.

Ο Ναπολέων συμπεριφερόταν ως απόλυτος κύριος της Ευρώπης προκαλώντας τις λοιπές ευρωπαϊκές δυνάμεις. Η Αυστρία, ορκισμένη εχθρός της Γαλλίας, άρχισε τις επαφές με τη Βρετανία προσπαθώντας να προσδέσει στο αντιγαλλικό άρμα και τη Ρωσία. Ο Ναπολέων όμως δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Περισσότερο τον απασχολούσε να βρει τον προσφορότερο τρόπο για να αναρριχηθεί στο ανώτατο αξίωμα, αυτό του αυτοκράτορα. Έτσι με χαρά δέχθηκε μια «αυθόρμητη» πρόταση της ελεγχόμενης από τον ίδιο Γερουσίας που ζητούσε την επαναφορά της μοναρχίας –υπό μια νέα δυναστεία– και την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου.

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1804 ο Ναπολέων στέφτηκε αυτοκράτορας από τον πάπα, που «μεταφέρθηκε» εσπευσμένα –εκών άκων- από τη Ρώμη για τον σκοπό αυτό. Η επίσημη αναγνώριση του Ναπολέοντα ως αυτοκράτορα αποτέλεσε νέα πρόκληση για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις που ήδη είχαν υπογράψει μια προκαταρκτική συμφωνία αμοιβαίας βοήθειας ενάντια στη Γαλλία. Ο Ναπολέων όμως δεν σταμάτησε εκεί. Κατήργησε την Ιταλική Δημοκρατία και ίδρυσε το Βασίλειο της Ιταλίας με βασιλιά τον ίδιο και ουσιαστικό κυβερνήτη τον γιο της Ιωσηφίνας, Ευγένιο.

Και σε άλλα ιταλικά κρατίδια όμως τοποθέτησε ως ηγεμόνες συγγενείς του. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με τη γαλλική κατοχή στο Ανόβερο και στη Νεάπολη οδήγησαν τον τσάρο να απευθύνει τελεσίγραφο στον Ναπολέοντα ζητώντας του να απελευθερώσει τα παραπάνω κράτη. Ο Ναπολέων αρνήθηκε να αποδεχθεί τους όρους του ρωσικού τελεσιγράφου και ο τσάρος διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Γαλλία.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1804 η Ισπανία κήρυξε τον πόλεμο στη Βρετανία ύστερα από επίθεση που πραγματοποίησαν βρετανικά πολεμικά σε ισπανικά πλοία. Οι φλόγες του πολέμου είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται στη Γηραιά Ήπειρο. Η Βρετανία και η Ρωσία είχαν έλθει σε συνεννόηση και στις 28 Ιουλίου του 1805 συγκρότησαν τον Τρίτο Συνασπισμό. Μερικές μέρες αργότερα προσχώρησε στον Συνασπισμό και η Αυστρία.

Όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, εκτός της Πρωσίας, βρίσκονταν τώρα ενάντια στη Γαλλία και τα μικρά γερμανικά κράτη που είχε για συμμάχους. Οι τρεις Σύμμαχοι στους οποίους αργότερα προστέθηκε και η Σουηδία, αποφάσισαν να προλάβουν τους Γάλλους και να επιτεθούν πρώτοι.

Το σχέδιο ενέργειάς τους προέβλεπε την απελευθέρωση του Ανοβέρου από βρετανικά, σουηδικά και ρωσικά στρατεύματα, την κατάληψη της Βαυαρίας από αυστριακές και ρωσικές δυνάμεις, την ανακατάληψη της Βόρειας Ιταλίας από τη στρατιά του αρχιδούκα Καρόλου της Αυστρίας, και την απελευθέρωση της Νότιας Ιταλίας από Βρετανούς, Ρώσους και Σικελούς.

Ο Ναπολέων παρακολουθούσε προσεκτικά τις εξελίξεις. Από τους πράκτορές του στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες γνώριζε τις προετοιμασίες των Συμμάχων, και κινήθηκε ανάλογα. Βασικό θέατρο επιχειρήσεων Θα ήταν σύμφωνα με τον Ναπολέοντα η Γερμανία. Γι αυτό, αφού διέθεσε ορισμένες δυνάμεις στους στρατάρχες του για να καλύψουν τα δευτερεύοντα μέτωπα, άρχισε να συγκεντρώνει τον όγκο της Μεγάλης Στρατιάς στον Ρήνο. Από εκεί θα την οδηγούσε σε έναν από τους πιο εκπληκτικούς ελιγμούς της στρατιωτικής Ιστορίας που θεμελίωσαν τον θρύλο του ως μία από τις μεγαλύτερες ιδιοφυΐες της πολεμικής τέχνης.

Αναίμακτη νίκη στην Ουλμ

Στην όμορφη Βιέννη ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος συσκεπτόταν με τους επιτελείς του για να καθορίσει οριστικά τη στάση που η χώρα του θα κρατούσε στον επερχόμενο ευρωπαϊκό πόλεμο. Γιατί, αν και η Αυστρία είχε προσχωρήσει στον Τρίτο Συνασπισμό, οι γνώμες για το αν ήταν έτοιμη να διεξαγάγει έναν νέο πόλεμο διίσταντο.

Οι πλέον αισιόδοξοι και φιλοπόλεμοι υποστήριζαν ότι, παρά τις όποιες του αδυναμίες, ο αυστριακός Στρατός μπορούσε να νικήσει τους Γάλλους, ειδικά αν συνέπραττε μαζί του και ο ρωσικός Στρατός. Από την άλλη πλευρά οι «ειρηνόφιλοι», με επικεφαλής τον αρχιδούκα Κάρολο, αδελφό του αυτοκράτορα Φραγκίσκου και υπουργό Άμυνας, διατείνονταν ότι ο Στρατός δεν είχε ακόμα αναλάβει από την προηγούμενη ήττα και ότι η οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας δεν επέτρεπε την ανασύνταξη του Στρατού σε μικρό χρονικό διάστημα. Επικεφαλής της φιλοπόλεμης μερίδας είχε ταχθεί ο στρατηγός Μακ, μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα με ήδη «βεβαρημένο» παρελθόν. Κατά τη διάρκεια των πρώτων εκστρατειών στην Ιταλία, ο Μακ είχε ηττηθεί από τους Γάλλους.

Αργότερα, ανέλαβε τη διοίκηση του Στρατού του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και σώθηκε χάρη στους Γάλλους -στους οποίους παραδόθηκε- από την οργή των ίδιων των στρατιωτών του. Κι όμως, ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος αφέθηκε να παρασυρθεί από τον «άτυχο» στρατηγό Μακ και διέταξε την κινητοποίηση των δυνάμεών του. Η κατάσταση όμως στην οποία βρισκόταν ο αυστριακός Στρατός ήταν ανησυχητική.

Η ήττα του έτους 1800 σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική κατάρρευση που προκλήθηκε, είχαν καταστήσει τον αυστριακό Στρατό «σκιά», του προηγούμενου εαυτού του. Όταν δόθηκε η διαταγή κινητοποίησης, οι περισσότερες μονάδες είχαν δύναμη μικρότερη από το ήμισυ της προβλεπόμενης. Πολλά συντάγματα πεζικού έφθασαν να αποτελούνται από 1 .000 περίπου άνδρες αντί των 3.500 που θα έπρεπε να διαθέτουν. Στο ιππικό υπήρχαν αρκετοί άνδρες, αλλά όχι ίπποι. Το πυροβολικό διέθετε ελάχιστους ίππους έλξης και παλαιά πυροβόλα. Δεν υπήρχαν είδη ένδυσης και υπόδησης, υλικά στρατοπεδείας και οργανωμένη υπηρεσία επιμελητείας.

Αυτή ήταν η εικόνα που παρουσίαζε ο ετοιμοπόλεμος, σύμφωνα με τον Μακ, αυστριακός Στρατός. Το μόνο πρόβλημα το οποίο ο «έξοχος» αυτός στρατιωτικός θεωρούσε ως υπαρκτό ήταν το παρωχημένο τακτικό δόγμα του Στρατού, το οποίο και προσπάθησε επίμονα να βελτιώσει τις παραμονές του νέου πολέμου, αυξάνοντας τη σύγχυση στον καταπονημένο αυστριακό Στρατό. Πρώτα απ όλα ο Μακ ανασυγκρότησε τα συντάγματα πεζικού, τα οποία σύμφωνα με το νέο οργανόγραμμα θα διέθεταν τέσσερα τάγματα γραμμής και ένα τάγμα γρεναδιέρων. Η αναδιοργάνωση αυτή δεν είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς τι σύγχυση προκάλεσε καθώς «οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν πια τους άνδρες τους και οι άνδρες τους αξιωματικούς τους».

Με αυτόν τον Στρατό ο Μακ εισέβαλε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1805 στη Βαυαρία. Η Ευρώπη βρισκόταν και πάλι στις φλόγες. Με την είσοδό τους στη Βαυαρία οι Αυστριακοί προσπάθησαν ανεπιτυχώς να προσεταιρισθούν τον ηγέτη της χώρας, Μαξιμιλιανό. Ο τελευταίος όμως προτίμησε να παραμείνει πιστός στον Ναπολέοντα και με τον Στρατό του αποσύρθηκε στις βόρειες επαρχίες της χώρας του.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Μακ είχε συγκεντρώσει στην περιοχή γύρω από τις πόλεις Ουλμ και Μέμιγκεν 88 τάγματα πεζικού, 148 ίλες ιππικού και 200 περίπου πυροβόλα. Στην περιοχή εκείνη ακινητοποίησε τις δυνάμεις του αναμένοντας την άφιξη ρωσικών ενισχύσεων. Ο Μακ πίστευε ότι ο Ναπολέων θα ακολουθούσε την «παραδοσιακή» οδό εισβολής στη Βαυαρία μέσω του Μέλανα Δρυμού.

Δεν πίστευε ότι ο Ναπολέων θα τολμούσε ποτέ να παραβιάσει τα σύνορα του Άνσμπαχ –το οποίο αποτελούσε τμήμα της πρωσικής επικράτειας– και να του επιτεθεί από τα βόρεια. Γι’ αυτό και οχυρώθηκε στην πόλη Ουλμ επιθυμώντας με τον τρόπο αυτόν να σταματήσει τους 70.000 Γάλλους (πίστευε ότι ο Ναπολέων δεν είχε στη διάθεσή του ισχυρότερες δυνάμεις) έως την άφιξη των Ρώσων με τη βοήθεια των οποίων θα εισέβαλε στη Γαλλία!

Όλο το σχέδιο του Μακ στηρίχθηκε σε μια σειρά υποθέσεων που ο ίδιος θεωρούσε βεβαιότητες. Για να επιτύχει το σχέδιο αυτό απαιτούσε και τη «συνεργασία» των Γάλλων. Ο «Μικρός» Κορσικανός «Δεκανέας» όμως αρνήθηκε να «βοηθήσει» τον Μακ, ο οποίος δεν είχε ούτε καν συνεννοηθεί ακριβώς με τους συμμάχους του Ρώσους, ούτε είχε λάβει υπόψη του ότι οι τελευταίοι ακολουθούσαν το Ιουλιανό ημερολόγιο σε αντίθεση με τους Αυστριακούς που ακολουθούσαν το Γρηγοριανό.

Στην άλλη πλευρά του λόφου, τα γαλλικά στρατεύματα κινούμενα με πρωτοφανή ταχύτητα, από τις ακτές του Ατλαντικού και το Ανόβερο, είχαν κατορθώσει στις 30 Σεπτεμβρίου –παραβιάζοντας τα σύνορα του Άνσμπαχ– να διασχίσουν τον Δούναβη εμφανιζόμενα στα νώτα των Αυστριακών. Εντελώς αιφνιδιασμένος από την απρόοπτη αυτή εξέλιξη, ο Μακ δεν προέβη στην παραμικρή ενέργεια, αναμένοντας μοιρολατρικά το τέλος – ένα τέλος που δεν θα αργούσε να έλθει. Στις 13 Οκτωβρίου ο Μακ έκανε επιτέλους την πρώτη του κίνηση προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό στο Έλσινγκεν.

Οι Αυστριακοί όμως ηττήθηκαν από τον στρατάρχη Νέι και οπισθοχώρησαν στην πόλη Ουλμ. Ο κατ’ όνομα διοικητής των Αυστριακών, αρχιδούκας Φερδινάνδος, αφού δεν κατόρθωσε να πείσει τον Μακ για την ανάληψη μιας συντονισμένης προσπάθειας απεγκλωβισμού του Στρατού από την παγίδα, οδήγησε προσωπικά 12 ίλες ιππικού στην επίθεση, διέσπασε τις γαλλικές γραμμές και διασώθηκε.

Το επεισόδιο αυτό φανερώνει από μόνο του την ανικανότητα του Μακ καθώς και τις δυνατότητες των Αυστριακών στρατιωτών κάτω από άξια ηγεσία. Την επόμενη ημέρα, η πόλη Ουλμ πολιορκήθηκε στενά από τους Γάλλους. Ο Μακ προσπάθησε να κερδίσει χρόνο διαπραγματευόμενος την παράδοση της πόλης στους Γάλλους αν δεν έφθανε βοήθεια ως τις 25 Οκτωβρίου. Ο Μακ όμως στάθηκε ασυνεπής ακόμα και σ’ αυτό παραδίδοντας την πόλη Ουλμ έξι ημέρες νωρίτερα, μαζί με 23.500 άνδρες και 60 πυροβόλα.

Ως τις 14 Νοεμβρίου το σύνολο των αυστριακών δυνάμεων που ο «άτυχος» Μακ είχε οδηγήσει στη Βαυαρία είχε εξουδετερωθεί. Συνολικά 60.000 Αυστριακοί στρατιώτες με 80 σημαίες και 200 πυροβόλα είχαν περιέλθει στα χέρια των Γάλλων. Άλλοι 4.000 Αυστριακοί είχαν πέσει νεκροί. Μόνο 1.800 ιππείς του αρχιδούκα Φερδινάνδου και οι δυνάμεις του στρατηγού Κινμάγιερ κατόρθωσαν να ξεφύγουν από την άνευ προηγουμένου αυτή καταστροφή.

Ο Ναπολέων χωρίς μάχη, έχοντας απώλειες μόλις 2.000 ανδρών, είχε εξουδετερώσει τον αυστριακό Στρατό, χρησιμοποιώντας την ευφυΐα του και μόνον. Το γεγονός βέβαια ότι είχε για αντίπαλο έναν «σπάνιο» στρατηγό σίγουρα ενίσχυσε την προσπάθειά του.

Το πιο επιτυχημένο σχόλιο πάντως έγινε από έναν Γάλλο τυφεκιοφόρο: «Ο αυτοκράτορας είχε επινοήσει έναν νέο τρόπο να κάνει πόλεμο. Τον έκανε περισσότερο με τα πόδια παρά με τα όπλα μας».

Λίγες ημέρες μετά από τη συντριβή στην πόλη Ουλμ, οι Αυστριακοί υπό τη διοίκηση του αρχιδούκα Καρόλου πέτυχαν τη μοναδική τους νίκη στον καταστροφικό αυτόν πόλεμο, στο Καλντιέρο της Ιταλίας. Επρόκειτο όμως για μια αμυντική επιτυχία που γρήγορα ακυρώθηκε από την ταχύτατη προέλαση της Μεγάλης Στρατιάς στη Γερμανία. Την ίδια ώρα, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα από εκεί, ο ναύαρχος Νέλσον κέρδισε οριστικά τον έλεγχο των θαλασσών συντρίβοντας τον ενωμένο γαλλοϊσπανικό στόλο στο Τραφάλγκαρ, με τίμημα όμως την ίδια του τη ζωή.

Ο ήλιος του Αούστερλιτς

Στο μεταξύ, ο ρωσικός Στρατός υπό τον Κουτούζοφ, που είχε φθάσει σχεδόν στη Βαυαρία, αναγκάσθηκε να οπισθοχωρήσει στο άκουσμα της καταστροφής της πόλης Ουλμ. Ο Ναπολέων, αφού ανάπαυσε για λίγο τις δυνάμεις του, άρχισε να καταδιώκει τους Ρώσους.

Ο Κουτούζοφ όμως ήταν ένας πολύ έμπειρος στρατηγός που όχι μόνο κατόρθωσε να εκτελέσει έναν υποδειγματικό υποχωρητικό ελιγμό, αλλά και δεν δίστασε να αντεπιτεθεί στους διώκτες του όταν αυτοί κινούνταν απρόσεκτα.

Μέχρι τις 9 Νοεμβρίου, οι Ρωσοαυστριακοί του Κουτούζοφ είχαν διασχίσει τον Δούναβη κατευθυνόμενοι με ασφάλεια προς τη Μοραβία με σκοπό να ενωθούν με μια δεύτερη ρωσική στρατιά, αυτή του στρατηγού Μπουξχόβεντεν. Αυτό ακριβώς δεν επιθυμούσε ο Ναπολέων. Γι’ αυτό διέταξε την επίσπευση της πορείας μέσω της κατεχόμενης από τους Αυστριακούς Βιέννης. Δεν σκόπευε να χρονοτριβήσει δίνοντας μάχη για τη Βιέννη. Οι στρατάρχες Λαν και Μιρά άλλωστε κατόρθωσαν να πείσουν τους επικεφαλής της αυστριακής φρουράς ότι είχε συμφωνηθεί η κατάπαυση του πυρός και ως εκ τούτου όφειλαν να παραδώσουν την πόλη αμαχητί.

Παρ’ όλα αυτά, οι Γάλλοι δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την ένωση των δύο εχθρικών Στρατιών που επιτεύχθηκε στις 20 Νοεμβρίου.

Ο τσάρος Αλέξανδρος και ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος διέθεταν τώρα 70.000 Ρώσους και 16.000 Αυστριακούς στρατιώτες στο Όλμουτζ υπερέχοντας αριθμητικά της καταπονημένης, από την ταχύτατη προέλαση, και διασπαρμένης Μεγάλης Στρατιάς.

Στο Ιταλικό Μέτωπο και στο Τυρόλο οι αυστριακές Στρατιές του αρχιδούκα Καρόλου και Ιωάννη αντίστοιχα οπισθοχωρούσαν αργά, πιεζόμενες συνεχώς από γαλλικές δυνάμεις σε μια προσπάθεια να βρεθούν στα νώτα του Ναπολέοντα, ο οποίος με 53.000 μόνο άνδρες βρισκόταν στο Μπρουν. Δεν ήταν μόνο η αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου όμως που προβλημάτιζε τον Ναπολέοντα.

Κυρίως τον απασχολούσε η δυσάρεστη εικόνα που παρουσίαζε η Μεγάλη Στρατιά. Η κόπωση, ύστερα από μια πορεία 1.200 χλμ. σε συνδυασμό με τα προβλήματα ανεφοδιασμού που ανέκυψαν αλλά και τα νέα της ήττας στο Τραφάλγκαρ, δεν ήταν σίγουρα τα πλέον ενδεδειγμένα μέσα για την τόνωση του ηθικού του Στρατού. Επίσης, η απουσία του Γάλλου αυτοκράτορα και του Στρατού από το Παρίσι είχαν επιτρέψει την «ύφανση» νέων δολοπλοκιών.

Η οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα επέτρεψε στους συνωμότες να βρουν πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση των ιδεών τους. Εξάλλου, υπήρχε πάντα το ενδεχόμενο εισόδου της Πρωσίας στον πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τον Ναπολέοντα που όμως, όπως πάντα σε περιόδους κρίσης, έδειχνε τον καλύτερό του εαυτό.

Σταθμίζοντας τα δεδομένα, ο Ναπολέων αποφάσισε να «παραχωρήσει» την πρωτοβουλία στον εχθρό. Μια ημέρα μετά την ένωση των αντίπαλων Στρατιών, ο Ναπολέων εκτέλεσε προσωπική αναγνώριση μαζί με τους επιτελείς του στη μικρή πεδιάδα δυτικά του υψώματος Πράτσεν, κοντά στο χωριό Αούστερλιτς.

Ο Ναπολέων είχε ήδη επεξεργασθεί στο μυαλό του το σχέδιο της μάχης. Μετά το πέρας της αναγνώρισης που εκτέλεσε, δήλωσε στους αξιωματικούς του: «Κύριοι, εξετάστε προσεκτικά το έδαφος. Εδώ θα γίνει μάχη στην οποία θα έχετε έναν ρόλο να διαδραματίσετε». Το πρόβλημα που έπρεπε τώρα να επιλύσει ήταν να πείσει τους Ρωσοαυστριακούς να «συνεργασθούν» στο σχέδιο που είχε καταστρώσει.

Για να το κατορθώσει αυτό, έπρεπε να «δείχνει αδύναμος». Προώθησε προς το Όλμουτζ μόνο τα Σώματα Στρατού του Λαν και του Σουλτ μαζί με το ιππικό του Μιρά. Έτσι, οι Σύμμαχοι θα διαπίστωναν ιδίοις όμμασι την αριθμητική κατωτερότητα των Γάλλων και θα έμπαιναν στον πειρασμό να τους επιτεθούν.

Στο αντίπαλο στρατόπεδο όμως δεν πείσθηκαν όλοι από τα «δώρα των Δαναών». Ο αυτοκράτορας της Αυστρίας και ο Κουτούζοφ συνιστούσαν σύνεση. Αντίθετα, ο τσάρος Αλέξανδρος μαζί με τους νεαρούς επιτελείς του και τον Αυστριακό στρατηγό Βάιροτερ είχαν τεθεί υπέρ της άμεσης επίθεσης κατά των λιγότερων και εξουθενωμένων Γάλλων.

Ο τσάρος Αλέξανδρος ήταν ήδη πεπεισμένος ότι είχε έλθει η ώρα να απαλλαγεί η Ευρώπη από τον «τύραννο». Ο Ναπολέων άλλωστε φρόντισε να ενισχύσει και άλλο την πίστη του αυτή στέλλοντας τον στρατηγό Σαβαρί να μεταφέρει στους αυτοκράτορες την «επιθυμία του» για τη σύναψη ανακωχής.

Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο. Αν η προθυμία του Ναπολέοντα να έλθει σε συνεννόηση μαζί τους τη στιγμή που νικούσε δεν ήταν απόδειξη αδυναμίας, τότε πώς αλλιώς Θα μπορούσε να ερμηνευθεί; Επιστρέφοντας από το συμμαχικό στρατόπεδο, ο Σαβαρί ενημέρωσε τον Ναπολέοντα για μετακινήσεις εχθρικών τμημάτων. Αυτό ήταν το νέο που ο «Αετός της Γαλλίας» περίμενε να ακούσει.

Η παγίδα του ήταν έτοιμη και το θήραμα φαινόταν προθυμότατο να εισέλθει σε αυτήν. Χωρίς να χάσει χρόνο ο Ναπολέων έστειλε με έφιππους αγγελιοφόρους μηνύματα στους διοικητές του Ι και του 3ου Σώματος Στρατού, στρατάρχες Μπερναντότ και Νταβού αντίστοιχα, καλώντας τους να σπεύσουν προς συνάντησή του στο πεδίο του Αούστερλιτς.

Για να βεβαιωθεί απόλυτα πάντως, ο Ναπολέων έστειλε ξανά τον Σαβαρί στον τσάρο για να του μεταφέρει αυτήν τη φορά την αίτησή του για μια προσωπική συνάντηση με τον Αλέξανδρο. Φυσικά, ο τσάρος αρνήθηκε. Δεν θα μπορούσε βέβαια ένας γνήσιος «γαλαζοαίματος» να καταδεχθεί να συναντήσει επί ίσοις όροις έναν σφετεριστή. Απέστειλε όμως στον Ναπολέοντα τον κόμη Ντολγκορούκι. Η συνάντηση των δύο ανδρών βέβαια δεν απέδωσε καρπούς – ο Ναπολέων άλλωστε δεν επεδίωκε κάτι τέτοιο από αυτήν. Κατέστησε όμως σαφή στους συμμάχους τη διάθεση του Ναπολέοντα για συνδιαλλαγή και θεωρήθηκε ως νέο δείγμα της αδυναμίας των Γάλλων να αγωνισθούν.

Οι τελευταίες αμφιβολίες των Συμμάχων άρθηκαν όταν τα γαλλικά στρατεύματα οπισθοχώρησαν άτακτα από το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Πράτσεν, αφήνοντας εκτεθειμένη τη δεξιά τους πτέρυγα και τη γραμμή των συγκοινωνιών τους. Μετά τη συνάντησή του με τον Ντολγκορούκι, ο Ναπολέων, εκνευρισμένος από το προσβλητικό ύφος του ευγενή Ρώσου αξιωματικού, επιθεωρούσε τις προφυλακές.

Ξαφνικά, στράφηκε σε έναν σκοπό και του είπε: «Αυτοί οι Ρώσοι νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν». Ο σκοπός χαμογέλασε και του απάντησε: «Σίγουρα όχι όσο εσείς είστε ζωντανός. Όχι εφόσον εξαρτάται λίγο και από εμάς». Ο Στρατός λάτρευε τον «Μικρό του Δεκανέα».

Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι, ύστερα από πολεμικό συμβούλιο, αποφάσισαν να επιτεθούν. Μόνο ο Κουτούζοφ τάχθηκε κατά της απόφασης αυτής αλλά δεν εισακούσθηκε. Μετά τη λήψη της απόφασης άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή το περίπλοκο σχέδιο του Αυστριακού στρατηγού Βάιροτερ που προέβλεπε συγκεντρωτική επίθεση κατά του γαλλικού δεξιού πλευρού και μετά τη θραύση του, την περικύκλωση του συνόλου του γαλλικού Στρατού και την εξόντωσή του.

Για τον σκοπό αυτό συγκροτήθηκαν πέντε ισχυρές φάλαγγες εφόδου. Η πρώτη, υπό την ηγεσία των στρατηγών Κινμάγιερ και Ντοκτόροφ είχε ως αντικειμενικά σκοπό την κατάληψη του χωριού Τέλνιτς, στα άκρο δεξιό πλευρό της γαλλικής παράταξης. Η δεύτερη φάλαγγα του στρατηγού Λανζερόν θα επιτίθετο κατά του χωριού Σοκόλνιτς το οποίο βρισκόταν βόρεια του Τέλνιτς. Το δεξιό πλευρό της φάλαγγας του Λανζερόν θα καλυπτόταν από μια τρίτη φάλαγγα, αυτή του στρατηγού Πριζμπίσβσκι. Όταν τα τμήματα αυτά θα είχαν επιτύχει την κατάληψη των αντικειμενικών τους σκοπών, θα έκλιναν προς τα δεξιά αρχίζοντας την επίθεση κατά του γαλλικού Κέντρου.

Σ’ αυτήν τη φάση θα εισερχόταν στη μάχη και η τέταρτη –και ισχυρότερη– φάλαγγα του στρατηγού Κόλοβρατ, η οποία θα διασπούσε οριστικά τη γαλλική αμυντική γραμμή. Απέναντι από το γαλλικό αριστερό πλευρό θα τάσσονταν οι δυνάμεις του στρατηγού Μπαγκρασιόν με αποστολή την αγκίστρωση των απέναντί τους αντιπάλων. Το συμμαχικό Κέντρο Θα συνδεόταν με το δεξιό πλευρό από το Σώμα Ιππικού του στρατηγού Λίχτενστάιν. Γενική εφεδρεία της συμμαχικής στρατιάς θα ήταν η τσαρική φρουρά υπό τις διαταγές του Μεγάλου δούκα Κωνσταντίνου.

Όλα φαίνονταν τέλεια πάνω στον χάρτη. Αν όμως οι Γάλλοι αρνούνταν να «συνεργασθούν» και αν η δεξιά τους πλευρά δεν κατέρρεε, το σχέδιο δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί ομαλά. Το αδύναμο συμμαχικό κέντρο, στο ύψωμα Πράτσεν θα κινδύνευε να διασπασθεί από μια συγκεντρωτική εναντίον του γαλλική επίθεση. Μόνο ο στρατηγός Λανζερόν όμως τόλμησε να θέσει τα εύλογα αυτά ερωτήματα.

Ο Βάιροτερ έσπευσε να τον καθησυχάσει. Κατά τη γνώμη του, οι Γάλλοι δεν θα αντιδρούσαν στον μεγαλοφυή ελιγμό του! Άλλωστε, κατά την εκτίμησή του πάντα, ήταν ήδη σχεδόν ηττημένοι, λίγοι σε αριθμό και με χαμηλό ηθικό. Και ο Ναπολέων, ήταν και αυτός ένας στρατηγός όπως όλοι και μπορούσε να ηττηθεί. Για έναν αντίπαλο όμως, όπως ο Ναπολέων, η εκτίμηση αυτή, επειδή ακριβώς τον υποτιμούσε πλήρως, ήταν λανθασμένη και προοιώνιζε την καταστροφή.

Ο Ναπολέων πέρασε όλη την ημέρα της 1ης Δεκεμβρίου του 1805 επιθεωρώντας τους σχηματισμούς του και εκδίδοντας διαταγές. Αρχικά είχε στη διάθεσή του τα Σώματα Στρατού των στραταρχών Δαν και Σουλτ και το ιππικό του Μιρά μαζί με τη Μεραρχία της Φρουράς. Σε λίγο όμως άρχισαν να καταφθάνουν τα πρώτα τμήματα του Σώματος Στρατού του Μπερναντότ.

Το Σώμα Στρατού του στρατάρχη Σουλτ, που ήταν και το ισχυρότερο αριθμητικά, θα διαδραμάτιζε καίριο ρόλο στην επερχόμενη σύγκρουση. Η ενισχυμένη 3η Μεραρχία του, υπό τις διαταγές του γενναίου υποστρατήγου Λεγκράν, όφειλε μόνη της να κρατήσει ολόκληρη τη δεξιά πτέρυγα της γαλλικής στρατιάς, από το χωριό Κόμπελνιτς ως το χωριό Τέλνιτς. Ήταν μια πολύ δύσκολη αποστολή για τον Λεγκράν και τους 12.000 άνδρες που θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν 60.000 περίπου εχθρούς.

Οι άλλες δύο Μεραρχίες του 5oυ Σώματος, θα καταλάμβαναν το κέντρο της παράταξης, αποτελώντας παράλληλα τη στρατηγική εφεδρεία της στρατιάς – μαζί με τη Φρουρά και το Σώμα Ιππικού του Μιρά. Αριστερά της Μεραρχίας Βαντάμ τάχθηκε η Μεραρχία Γρεναδιέρων του στρατηγού Ουντινό. Το άκρο αριστερό της διάταξης κατέλαβαν τα τμήματα του 5ου Σώματος Στρατού του στρατάρχη Λαν.

Το 1o Σώμα Στρατού του Μπερναντότ άρχισε να συγκεντρώνεται πίσω από το 5o Σώμα Στρατού με σκοπό να συμμετάσχει στην επίθεση κατά του εχθρικού κέντρου. Παράλληλα, μονάδες του 3ου Σώματος Στρατού του στρατάρχη Νταβού βαδίζοντας με εξαντλητικό ρυθμό, όφειλαν να φθάσουν εγκαίρως και να ενισχύσουν τη Μεραρχία Λεγκράν από τη δράση της οποίας άλλωστε εξαρτιόταν η επιτυχία του σχεδίου του Ναπολέοντα.

Από το απόγευμα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στο γαλλικό επιτελείο αναφορές σχετικές με τις δραστηριότητες των Συμμάχων. Την ίδια ώρα έφθασε και ο στρατάρχης Νταβού που ανέφερε στον αυτοκράτορα ότι τα πρώτα του τμήματα θα βρίσκονταν στις θέσεις τους το πρωί της επομένης. Τα νέα ήταν πράγματι ευχάριστα για τον Ναπολέοντα. Οι Σύμμαχοι έρχονταν εκεί ακριβώς που τους περίμενε και οι ενισχύσεις του είχαν φθάσει εγκαίρως.

Σίγουρος για το αποτέλεσμα της επερχόμενης μάχης, εξέδωσε την ημερήσια διαταγή του. «Στρατιώτες, οι θέσεις που κατέχουμε είναι ισχυρές. Αν οι Ρώσοι κινηθούν εναντίον μας, θα τους επιτεθώ στα πλευρά. Στρατιώτες, θα κατευθύνω προσωπικά το κάθε τάγμα, αποφεύγοντας να εκτεθώ σε κίνδυνο, εφόσον εσείς με τη συνήθη γενναιότητά σας δημιουργήσετε σύγχυση στις τάξεις του εχθρού. Αν όμως, έστω για μια στιγμή, η νίκη φαίνεται αβέβαιη, τότε θα δείτε τον αυτοκράτορά σας εκτεθειμένο μαζί σας στην πρώτη γραμμή».

Η ανάγνωση της ημερήσιας διαταγής σκόρπισε ρίγη ενθουσιασμού στους Γάλλους στρατιώτες. Το είδωλό τους θα τους οδηγούσε. Το μόνο που έπρεπε να πράξουν εκείνοι ήταν να νικήσουν γι αυτόν.

Λίγο μετά τα μεσάνυκτα, ο στρατηγός Σαβαρί ανέφερε στον Ναπολέοντα ότι ο εχθρός είχε καταλάβει το χωριό Τέλνιτς. Αμέσως ο Ναπολέων μαζί με τον Σουλτ έσπευσε προς το χωριό για να σχηματίσει σαφή εικόνα των γεγονότων. Γρήγορα όμως πείσθηκε ότι δεν συνέβαινε τίποτα το σοβαρό. Επρόκειτο για μια μικρής κλίμακας εχθρική ενέργεια που αντιμετωπίσθηκε. Ύστερα από αυτό, αντί να αναπαυθεί, προτίμησε να κάνει έναν περίπατο ανάμεσα στους άνδρες του. Οι στρατιώτες δεν άργησαν να αναγνωρίσουν τον μικρόσωμο άνδρα με τη μακριά γκρίζα χλαίνη. «Ζήτω ο αυτοκράτορας! Σήμερα είναι η επέτειος!», φώναζαν. Ώστε οι άνδρες του είχαν θυμηθεί ότι πριν από έναν ακριβώς χρόνο είχε στεφθεί αυτοκράτορας!

Οι άνδρες σηκώνονταν στο πέρασμά του φωτίζοντας τη νύκτα με τους αναμμένους πυρσούς που κρατούσαν. Οι ιαχές τους πλημμύριζαν τον σκοτεινό ουρανό. Ο Ναπολέων, πανευτυχής και βαθιά συγκινημένος, ευχαρίστησε με ένα νεύμα «τα παιδιά», τους στρατιώτες του. Ήταν το πιο ευτυχισμένο βράδυ της ζωής του. Στο συμμαχικό στρατόπεδο η λαμπαδηφορία και οι ιαχές προκάλεσαν έκπληξη. Σύντομα όμως ο φόβος μιας ενδεχόμενης νυκτερινής επίθεσης υποχώρησε και η ησυχία απλώθηκε ξανά χαρίζοντας λίγες ώρες ανάπαυσης σε 73.000 Γάλλους και 85.000 Ρώσους και Αυστριακούς στρατιώτες πριν από την αποφασιστική σύγκρουση που θα έκρινε την τύχη της εκστρατείας.

Πριν ο ήλιος ανατείλει στον χειμωνιάτικο ουρανό, οι σάλπιγγες και τα τύμπανα είχαν σημάνει το εγερτήριο για χιλιάδες στρατιώτες, που βιαστικά συντάσσονταν σε φάλαγγες και άρχιζαν να κινούνται προς τις προκαθορισμένες τους θέσεις. Η κίνηση των πυκνών ανθρώπινων μαζών ήταν δύσκολη μέσα στο αχνό φως και την πυκνή ομίχλη. Από τον λόφο του Πράτσεν οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας παρακολουθούσαν μαζί με τον Κουτούζοφ και τους επιτελείς τους, τα στρατεύματά τους να λαμβάνουν τις θέσεις εξόρμησης. Ο τσάρος αδημονούσε και πίεζε συνεχώς τον Κουτούζοφ να διατάξει την έναρξη της εφόδου. Ο έμπειρος στρατηγός όμως δίσταζε. Τελικά, αναγκάσθηκε να υπακούσει στην αυτοκρατορική διαταγή.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η ώρα ήταν 6.00 π.μ. όταν η πρώτη συμμαχική φάλαγγα άρχισε να κινείται κατά του άκρου δεξιού της γαλλικής παράταξης, του χωριού Τέλνιτς. Σε λίγο, οι Αυστριακοί της Μεραρχίας Κινμάγιερ βρίσκονταν μπροστά στο χωριό όπου και δέχθηκαν τις πρώτες ομοβροντίες από τους υπερασπιστές του, τους άνδρες της Κορσικανικής Λεγεώνας – γνωστούς ως «Εξαδέλφους του Αυτοκράτορα».

Επί μία ώρα η μάχη μαινόταν ανάμεσα στους λίγους Κορσικανούς και τους τριπλάσιους αντιπάλους τους χωρίς αποτέλεσμα. Όταν όμως εισήλθαν στη μάχη και οι Ρώσοι του Ντοκτόροφ, οι Κορσικανοί αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν εγκαταλείποντας το χωριό. Ο Κινμάγιερ όμως δεν προσπάθησε να εκμεταλλευθεί την πρώτη του αυτή επιτυχία. Αρκέσθηκε στην κατάληψη του Τέλνιτς και στάθμευσε εκεί αναμένοντας την έφοδο της φάλαγγας του Λανζερόν, η οποία όμως καθυστέρησε πάνω από μια ώρα δίνοντας πολύτιμο χρόνο στους Γάλλους.

Πράγματι, οι τελευταίοι, αφού ενισχύθηκαν, αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν το Τέλνιτς. Η κατάληψη όμως αυτή δεν διήρκεσε για πολύ αφού οι Σύμμαχοι αντεπιτέθηκαν με τη σειρά τους και κατέλαβαν τα χωριά Τέλνιτς και Σοκόλνιτς.

Ο Ναπολέων από τον λόφο Ζούρλαν όπου είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του παρακολουθούσε με ψυχραιμία τις εχθρικές προόδους. Γνώριζε ότι το 3ο Σώμα Στρατού του Νταβού ήταν έτοιμο για την αντεπίθεση που θα ανέκοπτε τη συμμαχική προέλαση στα νότια και θα του επέτρεπε να εκτελέσει τον πιο διάσημο ελιγμό του.

Σε λίγο ο στρατάρχης Νταβού –ο καλύτερος μετά τον Ναπολέοντα Γάλλος στρατηγός– τέθηκε επικεφαλής των ανδρών του και εξόρμησε εναντίον των, ως εκείνη τη στιγμή, θριαμβευτών Συμμάχων, απωθώντας τους άτακτα και κερδίζοντας τον έλεγχο των δύο χωριών για μια ακόμα φορά. Το θαύμα είχε επιτελεσθεί: 10.000 Γάλλοι απωθούσαν 50.000 αντιπάλους!

Περιχαρής ο Ναπολέων παρακολουθούσε την επιτυχία του σχεδίου του. Απότομα στράφηκε προς τον στρατάρχη Σουλτ. «Σουλτ, πόση ώρα χρειάζεσαι για να καταλάβεις το Πράτσεν;» ρώτησε. «Λιγότερο από 20 λεπτά», απάντησε ο στρατάρχης. «Τότε, ας περιμένουμε άλλα 15 λεπτά», δήλωσε κοφτά ο Ναπολέων.

Εν τω μεταξύ η μάχη είχε και πάλι ενταθεί γύρω από τα χωριό Τέλνιτς και Σοκόλνιτς. Οι Γάλλοι όμως, έστω και με δυσκολία, αντιστέκονταν απέναντι στην εχθρική πίεση. Την ίδια ώρα οι ρωσικές δυνάμεις του στρατηγού Μπαγκρασιόν άρχιζαν με τη σειρά τους την επίθεση κατά του Σώματος του στρατάρχη Λαν. Η ώρα ήταν 9 π.μ.. Ο «ήλιος του Αούστερλιτς» φώτιζε πια το πεδίο της μάχης. Όλα ήταν έτοιμα για τη μεγάλη αντεπίθεση, για τη μεγάλη ανατροπή.

Το σύνολο των συμμαχικών δυνάμεων ήταν εμπλεγμένο στη μάχη. Δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες εφεδρείες για να καλύψουν το αδύναμο συμμαχικό κέντρα. Το σχέδιο του Ναπολέοντα εκτελείτο με μαθηματική ακρίβεια. Ο Σουλτ τέθηκε επικεφαλής δύο μεραρχιών πεζικού και επιτέθηκε.

Στα συμμαχικό επιτελείο επικρατούσε αισιοδοξία. Όλα φαίνονταν να βαίνουν σύμφωνα με το σχέδιο. Η νίκη ήταν σίγουρη. Ξαφνικά ένας επιτελής φώναξε έκπληκτος: «Κοιτάξτε, Γάλλοι!». Μέσα από την ομίχλη άρχιζαν να ξεχωρίζουν οι γαλάζιες στολές του γαλλικού πεζικού: Όλα είχαν χαθεί για τους Συμμάχους. Μάταια ο Κουτούζοφ προσπάθησε να ενισχύσει το καταρρέον κέντρο του αποσπώντας δυνάμεις από τις φάλαγγες εφόδου. Ως τις 11 π.μ. οι δυνάμεις του Σουλτ βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου Πράτσεν.

Ο Ρώσος αρχιστράτηγος προσπάθησε να αποτρέψει την καταστροφή ρίχνοντας στη μάχη την τελευταία του εφεδρεία, την επίλεκτη Τσαρική Φρουρά. Ακόμα και αυτοί οι εξαίρετοι στρατιώτες όμως δεν μπόρεσαν να ανακόψουν την πορεία του ανεξάντλητου όγκου των Γάλλων που ο Ναπολέων εξαπέλυσε εναντίον τους.

Το σύνολο των γαλλικών εφεδρειών, το Σώμα του Μπερναντότ, η Φρουρά και οι γρεναδιέροι του Ουντινό ακολούθησαν την προέλαση του Σουλτ. Σταδιακά, η αντίσταση των Συμμάχων κατέρρευσε. Τα υπολείμματα του κέντρου μαζί με τους δύο αυτοκράτορες τράπηκαν σε φυγή. Στα συμμαχικό αριστερό πλευρό, οι φάλαγγες εφόδου, που με τόση σιγουριά και περηφάνια είχαν επιτεθεί, κυκλώθηκαν, παγιδεύτηκαν και εξολοθρεύτηκαν. Αλλά και βόρεια, οι δυνάμεις των Μπαγκρασιόν και Λίχτενστάιν είχαν τραπεί σε φυγή.

Μέσα σε λίγες ώρες ο μεγάλος στρατηλάτης είχε εξουδετερώσει δύο αυτοκρατορίες. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ αφού οι απώλειες του γαλλικού Στρατού υπερέβησαν τους 9.000 άνδρες. Οι απώλειες των Συμμάχων όμως έφθασαν τους 30.000 άνδρες. Οι Γάλλοι κυρίευσαν επίσης 186 εχθρικά πυροβόλα, 45 σημαίες και πλήθος άλλων υλικών.

Πράγματι, εκείνο το βράδυ «πολλές όμορφες κυρίες θα θρηνούσαν στην Αγία Πετρούπολη». Τη στιγμή του θριάμβου του ο Ναπολέων δεν ξέχασε αυτούς που του τον χάρισαν, το ανώνυμο πλήθος, τους άνδρες του. Όλοι, από τους στρατάρχες ως τους ταπεινότερους στρατιώτες, έλαβαν μεγάλα χρηματικά ποσά, ενώ με τη φροντίδα του Ναπολέοντα υπήρξε ειδική μέριμνα για τις οικογένειες των πεσόντων. Ο μεγάλος ηγέτης ήταν γενναιόδωρος στη νίκη.

Τα επακόλουθα

Δύο μέρες μετά τη νίκη του, ο Ναπολέων συναντήθηκε με τον Αυστριακό αυτοκράτορα Φραγκίσκο, ύστερα από πρωτοβουλία του τελευταίου. Έπειτα από δίωρη συζήτηση, οι δύο ηγεμόνες υπέγραψαν ανακωχή βάσει της οποίας συνομολογήθηκε αργότερα η Συνθήκη του Πρεσβούργου (Μπρατισλάβας).

Η ηττημένη και ταπεινωμένη Αυστρία έχανε τεράστιες εκτάσεις, οι οποίες παραχωρούνταν στο Βασίλειο της Ιταλίας (Δαλματία), στη Βαυαρία (Τυρόλο), στη Βυρτεμβέργη και στο Δουκάτο του Μπάντεν. Αφού διευθέτησε εκ νέου τα ευρωπαϊκά σύνορα, ο θριαμβευτής Ναπολέων επέστρεψε στο Παρίσι όπου έτυχε μεγαλειώδους υποδοχής.

Η μάχη του Αούστερλιτς κατέχει εξέχουσα θέση στη γαλλική στρατιωτική Ιστορία και η επέτειός της τιμάται ακόμα και σήμερα στις μονάδες του γαλλικού Στρατού και ιδιαίτερα στη Στρατιωτική Ακαδημία του Σεν Σιρ.