Το υπαίθριο σούβλισμα του αρνιού το Πάσχα είναι ένα από τα παλαιότερα ελληνικά έθιμα με ρίζες μάλιστα, στην αρχαία Ελλάδα – Σε κάθε συνοικία, σε κάθε πλατεία έκαιγαν και ένα ομοίωμα του Ιούδα.
Είτε πλούσιος είτε φτωχός, κάθε Αθηναίος γιόρταζε το Πάσχα – όπως αναφέρουν στα βιβλία, “Η πόλις κατά τα παληά χρόνια –τα πρώτα μετά την επανάστασιν του 1821- μετεβάλετο την ημέραν του Πάσχα εις μίαν ατελεύτητον ψησταριάν. Και ο πλέον πτωχός εθεώρει τον εαυτόν του υποχρεωμένον να ψήση αρνί. Το ψήσιμο εγίνετο στην αυλή. Εκείνοι όμως που εστερούντο αυλής δεν εδίσταζαν να σκάψουν ένα λάκκο μπροστά στην πόρτα των και να ψήσουν το αρνί των”. Μαζί με το ψήσιμο το συνοδευτικό ήταν πυροβολισμοί και βαρελότα!
Σύμφωνα με το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, «Το Πάσχα οι νοικοκυραίοι από τα Μεσόγεια κατέφθαναν στην πόλη με μουσικά όργανα να χαιρετήσουν τον “καλό κόσμο” σπίτι- σπίτι. Κατέληγαν στο Θησείο, όπου έψηναν αρνιά και κοκορέτσια και ξεφάντωναν μέχρι το πρωί, με τη συμμετοχή των Αθηναίων. Ο χορός είχε επικεφαλής των ιερέα και οι άλλοι ακολουθούσαν κατά ηλικία τραγουδώντας».
Το υπαίθριο σούβλισμα του αρνιού το Πάσχα είναι ένα από τα παλαιότερα ελληνικά έθιμα με ρίζες μάλιστα, στην αρχαία Ελλάδα. Η παράδοση απαιτούσε οι αρχαίοι Έλληνες, σαράντα ημέρες μετά τον θάνατο των συγγενών τους, να μαγειρεύουν δίπλα από τον τάφο, καθώς πίστευαν ότι στο γεύμα που δίνεται μετά την ταφή και στο μνημόσυνο, συμμετέχει και ο ίδιος ο νεκρός. Οι αρχαίοι έψηναν αρνιά σε εστίες, έπιναν κρασί και χόρευαν για να τον τιμήσουν.
Η νύχτα της Ανάστασης είχε τις δικές της εκπλήξεις αφού τα κορίτσια τότε, είχαν ως συνήθεια να περιμένουν να κοιμηθούν για να δουν στον ύπνο τους αν θα “ανοίξει η τύχη τους” και θα βρουν γαμπρό “η νυξ της Αναστάσεως απετέλει μαντείον αλάθητον των ιδιοτροπιών της τύχης και ότι στο όνειρό των θα διέκρινον τον «καλόν» των!”. Χάραζαν το όνομα του αγαπημένου τους στο κερί, και μετά την εκκλησία, όταν έπεφταν για ύπνο, έπρεπε να κοιμηθούν μαζί του.
Το πρωί του Πάσχα ήξεραν. Αν η λαμπάδα είχε μείνει άθικτη ο οιωνός ήταν καλός. Αν είχε σβηστεί τότε μαύρα τα μαντάτα.
Στην μεταπολεμική Αθήνα, όταν το άστυ ήταν στην περιοχή της Κυψέλης και στο Κολωνάκι, οι βοσκοί από τα ορεινά, δηλαδή το Γαλάτσι και τον Υμηττό, κατέβαιναν με το κοπάδι των αρνιών στην πόλη. Ήταν συνήθειο φυσικά να καθαρίζουν το σπίτι και να το ανανεώνουν, ενώ οι λαμαρίνες με τα κουλούρια και τα τσουρέκια πήγαιναν κι ερχόντουσαν στους φούρνους!
Τη Μεγάλη Τετάρτη στα συστατικά του ευχέλαιου αποδίδονται θεραπευτικές ιδιότητες. Από το αλεύρι οι νοικοκυρές «ανάπιαναν» τη ζύμη για το ψωμί και την κουλούρα της Λαμπρής. Την Μεγάλη Πέμπτη από το πρωί οι γυναίκες έβαφαν τα αβγά, παλιότερα με μπακάμι, με ριζάρι, φύλλα από κρεμμύδια κλπ.
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οι πιστοί στόλιζαν το ναό με κλαδιά δάφνης με κορδέλες και δεντρολίβανο. Ο ιερέας λέγοντας το «Ανάστα ο Θεός» σκορπούσε δαφνόφυλλα. Οι πιστοί χτυπούσαν τα πόδια τους στο στασίδι αλλά και τις καμπάνες για να διώξουν τον θάνατο. Στην τελετή της Ανάστασης τα μεσάνυχτα, όταν ο ιερέας ψάλλει το «δεύτε λάβετε φως!» έτρεχαν οι νέοι να ανάψουν τη λαμπάδα τους, πρώτοι για γούρι και τα κορίτσια από κάποιον άντρα για να παντρευτούν.
Τέλος το απόγευμα της Κυριακής λάμβανε χώρα και το «κάψιμο του Ιούδα». Σε κάθε συνοικία, σε κάθε πλατεία έκαιγαν και ένα ομοίωμα του Ιούδα.