Στις 04.00΄ τα ξημερώματα, μια επίλεκτη ιταλική μεραρχία, η 3η Μεραρχία Αλπινιστών (ΜΑ), η «Τζούλια», που έλαβε το όνομά της από τις Ιουλιανές Άλπεις, εισέβαλε στο ελληνικό έδαφος. Η «Τζούλια» ήταν μια πραγματικά επίλεκτη μονάδα. Οι άντρες της ήταν εκπαιδευμένοι στον ορεινό αγώνα και διέθεταν και τα ανάλογα μέσα.
Συγκροτημένη από δύο Συντάγματα Αλπινιστών (ΣΑ), το 8ο και το 9ο, ενισχυμένη με ένα σύνταγμα ορειβατικού πυροβολικού, με 24 πυροβόλα και με μια ίλη ιππικού, οι 11.000 σχεδόν άντρες της, από τον διοικητή της υποστράτηγο Τζιρότι μέχρι και του τελευταίου μάγειρα, θα διακατέχονταν σίγουρα από ένα αίσθημα υπεροχής, αναλογιζόμενοι τους αντιπάλους που είχαν να αντιμετωπίσουν.
Απέναντί τους το ελληνικό Απόσπασμα Πίνδου, με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Δαβάκη, διέθετε επί μετώπου 35 χλμ. σε ευθεία γραμμή, μόλις δύο τάγματα πεζικού, μια πυροβολαρχία με 4 πυροβόλα και 48 ιππείς. Συνολικά 2.000 άνδρες!
Οι Ιταλοί, βέβαιοι για την επιτυχία τους, σκόπευαν, μετά τη γρήγορη συντριβή του Αποσπάσματος Πίνδου, να κινηθούν νοτιοδυτικά και να πλαγιοκοπήσουν την VIII ΜΠ. Aν το σχέδιό τους επιτύγχανε, ο πόλεμος θα έληγε τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου του 1940. Έχουν γραφτεί πολλά για τον αγώνα του Δαβάκη και των αντρών του.
Πολέμησαν σκληρά, ολομόναχοι, επί 48 ώρες τους Ιταλούς επίλεκτους, προσπαθώντας μάταια να τους κρατήσουν. Οι Ιταλοί όμως, υπερέχοντας 5:1 σε άντρες, 6:1 σε πυροβολικό και 4:1 σε ιππικό, κατόρθωσαν να θραύσουν την ελληνική αντίσταση, αλλά όχι και το ελληνικό μέτωπο, το οποίο συνέχισε να υφίσταται.
Ωστόσο δημιουργήθηκε μια εξαιρετικά επικίνδυνη για το ελληνικό μέτωπο εισέχουσα, ένας ευρύς θύλακας. Νότια η VIII ΜΠ κατόρθωσε να καλύψει το εκτεθειμένο δεξιό πλευρό της, με το Απόσπασμα Φριζή, κρατώντας γερά τη νότια όχθη του Αώου. Με τον τρόπο αυτό εξουδετερώθηκε σε πρώτη φάση το ιταλικό σχέδιο. Οι Ιταλοί όμως δεν απογοητεύτηκαν.
Συνέχισαν την προς τα εμπρός κίνησή τους με σκοπό να κόψουν στα δύο, εγκάρσια, το ελληνικό μέτωπο, να φτάσουν στο Μέτσοβο, παρακάμπτοντας την πλαγιοφυλακή της VIII ΜΠ. Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική διοίκηση, θορυβημένη από την ιταλική επιτυχία, απέστειλε, με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, ενισχύσεις στον απειλούμενο τομέα. Καταρχήν, στις 30 Οκτωβρίου, έφτασε στην περιοχή και ανέλαβε τη διοίκηση ο διοικητής της Ι ΜΠ, ο υποστράτηγος Βραχνός. Ο Βραχνός δεν ήταν ένας τυχαίος αξιωματικός. Ανήκε στην ειδική αυτή κατηγορία των υπέροχα «τρελών» που γεννά τούτος ο τόπος. Γενναίος και εξαιρετικά ψύχραιμος, σχεδίασε άμεσα τα αναγκαία μέτρα για να κλείσει την πληγή που άνοιξε η «Τζούλια». Ωστόσο ο Βραχνός δεν είχε στρατεύματα.
Η μεραρχία του δεν είχε επιστρατευθεί. Έτσι αναγκάστηκε να διαθέσει ό,τι είχε στη διάθεσή του, όχι όμως για να αμυνθεί, αλλά για να επιτεθεί! Την ίδια ώρα το Β΄ Σώμα Στρατού διέταξε τη Μεραρχία Ιππικού υπό τον υποστράτηγο Στανωτά και την Ταξιαρχία Ιππικού υπό τον συνταγματάρχη Δημάρατο να σπεύσουν προς την Πίνδο.
Μια μικρή υπομονάδα ιππικού ωστόσο βρισκόταν ήδη σε δράση. Ήταν η 1η Ίλη της Β΄ Ομάδας Αναγνώρισης, υπό τον ίλαρχο Γεωργιάδη. Η ίλη ήταν πλήρης και καλά οπλισμένη.
Διέθετε 4 ουλαμούς, με 48 άντρες ο καθένας, 12 οπλοπολυβόλα, 2 πολυβόλα και δύο όλμους των 81 χλστ. Συνολικά διέθετε λιγότερους από 300 άντρες. Την ίδια ώρα η Μεραρχία και η Ταξιαρχία Ιππικού είχαν ήδη αρχίσει την κίνησή τους προς την Πίνδο, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμα επιστρατευτεί όλες τους οι μονάδες.
Η Ταξιαρχία Ιππικού (ΤΙ) διέθετε στις 31 Οκτωβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού (ΣΙ), μια μηχανοκίνητη ίλη, μια πυροβολαρχία των 75 χλστ., τη Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης και ένα τάγμα του 7ου ΣΠ. Η δε Μεραρχία Ιππικού (ΜΙ) διέθετε, θεωρητικά, το 3ο ΣΙ, το Μηχανοκίνητο Σύνταγμα Ιππικού (μείον μία ίλη), μία μοίρα πυροβολικού (μείον μία πυροβολαρχία), μία ίλη μηχανικού, μία ίλη διαβιβάσεων και δύο τάγματα πεζικού του 4ου ΣΠ. Η έφιππη μοίρα πολυβόλων της ΜΙ επιστρατευόταν στη Λάρισα. Έτσι την 31η Οκτωβρίου, ουσιαστικά στην Πίνδο είχαν φτάσει οι διοικήσεις των δύο σχηματισμών του ιππικού, η μεν της ΜΙ στο Μέτσοβο, η δε ΤΙ στο Δούτσικο Γρεβενών.
Τα ξημερώματα της 1ης Νοεμβρίου ο Βραχνός, έχοντας πραγματοποιήσει ήδη την προηγούμενη αναγνώριση της περιοχής, διέταξε όσα τμήματα είχε στη διάθεσή του να επιτεθούν. Οι μικρές ελληνικές δυνάμεις είχαν χωριστεί σε τρία τακτικά συγκροτήματα. Το βόρειο διέθετε δύο λόχους πεζικού, υπό τον αντισυνταγματάρχη Μισύρη, την 1η Ίλη, υπό τον Γεωργιάδη, και δύο πυροβόλα. Το συγκρότημα αυτό όφειλε να επιτεθεί στην περιοχή της Κάτω Αρένας, με αντικειμενικό σκοπό το χωριό Λυκορράχη. Το κεντρικό συγκρότημα, υπό τον συνταγματάρχη Δαβάκη –2 λόχοι πεζικού, 4 πολυβόλα, 2 πυροβόλα- θα επιτίθεντο προς το χωριό Φούρκα, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψώματος «Προφήτης Ηλίας».
Το νότιο, τέλος, συγκρότημα –2 λόχοι πεζικού, 8 πολυβόλα, 4 πυροβόλα, ουλαμός ιππικού– υπό τον ταγματάρχη Καραβία, θα επιτίθεντο βόρεια της Φούρκας, με σκοπό να υποβοηθήσει την ενέργεια του κεντρικού συγκροτήματος. Συνολικά, σε όλο το μήκος του μετώπου ο Βραχνός θα επιτίθετο κατά της «Τζούλια» με 6 λόχους πεζικού και 12 πυροβόλα!
Οι Ιταλοί πίεζαν με το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών τα ελληνικά τμήματα στη διάβαση Ρωμιού, με σκοπό να καταλάβουν τη Σαμαρίνα και κατόπιν το Μέτσοβο. Ο Βραχνός λοιπόν, μη διαθέτων τις απαραίτητες δυνάμεις να σταματήσει τους Ιταλούς στο Ρωμιό, αποφάσισε να επιτεθεί στις πλαγιοφυλακές τους. Αν τις διασπούσε, ολόκληρο το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών θα κινδύνευε να περικυκλωθεί.
Πολύ νωρίς το πρωί τα τμήματα άρχισαν την κίνησή τους. Στο βόρειο συγκρότημα ως εμπροσθοφυλακή τέθηκε η ίλη του ιππικού. Το ιππικό, παρά τις εδαφικές δυσχέρειες, κινήθηκε ταχύτατα. Γύρω στις 07.30΄ οι ανιχνευτές ανέφεραν στον ίλαρχο Γεωργιάδη ότι εντόπισαν εχθρικό τμήμα, 300 περίπου αντρών, με τα μεταγωγικά τους, να κινούνται ανατολικά της Λυκορράχης. Αμέσως ο Γεωργιάδης ανέπτυξε την ίλη. Οι Έλληνες ιππείς, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, σχεδόν κύκλωσαν το ιταλικό τμήμα.
Με τον ουλαμό των όλμων από τη μια και των πολυβόλων από την άλλη, οι ουλαμοί των ιππέων όρμησαν επί των Ιταλών. Την ίδια στιγμή τα δύο ελληνικά πολυβόλα και οι δύο όλμοι άνοιξαν πυρ. Οι Ιταλοί, δεχόμενοι πυρά από τρεις κατευθύνσεις, αιφνιδιάστηκαν τελείως. Αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την ελληνική πίεση, υποχώρησαν στο χωριό Λυκορράχη. Εκεί βρισκόταν και άλλο ιταλικό τμήμα. Όλοι μαζί οι Ιταλοί οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού και άρχισαν καταιγιστικά πυρά. Οι ιππείς απάντησαν στα πυρά και η μάχη φούντωσε στο χωριό.
Οι ιππείς, αν και οι Ιταλοί ήταν περισσότεροι, συνέχισαν μόνοι τον αγώνα εναντίον τους. Πολέμησαν έτσι πάνω από 3 ώρες. Στο μεταξύ έφτασε γύρω στις 11.00΄ στο χωριό και η διλοχία του Μισύρη και επιτέθηκε με τη σειρά της. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν γενναία και παραδόθηκαν μόλις στις 17.00΄ το απόγευμα. Η νίκη όμως, η πρώτη των Ελλήνων στην Πίνδο, ήταν πλέον γεγονός, παρά τον ηρωισμό των Ιταλών. Μόνο οι Ιταλοί αιχμάλωτοι έφτασαν τους 210. Οι νεκροί ήταν εξάλλου πολλοί.
Επίσης 120 μουλάρια, φορτωμένα με εφόδια, πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων, δώρο πολύτιμο για τα ελληνικά τμήματα. Η μάχη στοίχισε στην ίλη έναν νεκρό και έναν τραυματία. Το δε πεζικό είχε 30 νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο αντισυνταγματάρχης Μισύρης, ο οποίος παρέμεινε τραυματισμένος επί 6 ώρες στο πεδίο της μάχης, εμψυχώνοντας τους άντρες του, και μόνο μετά την παράδοση των Ιταλών δέχτηκε να μεταφερθεί πίσω για να περιποιηθούν τα τραύματά του.
Νοτιότερα το συγκρότημα Δαβάκη επέτυχε επίσης να καταλάβει μέρος των εχθρικών θέσεων, χάρη στον ηρωισμό του 2ου Λόχου του 2/51 ΣΠ. Ο διοικητής του, ανθυπολοχαγός Σπυρόπουλος, οδήγησε προσωπικά τους άντρες του και με τη λόγχη και τις χειροβομβίδες ανέτρεψαν τους επίλεκτους Ιταλούς. Ο ίδιος ο Σπυρόπουλος εξουδετέρωσε μόνος τα ιταλικά πολυβόλα που είχαν καθηλώσει τους άντρες του. Ο μεγάλος ήρωας της ημέρας όμως ήταν ο έφεδρος ανθυπασπιστής Κουμπουρλής.
Και αυτός τέθηκε επικεφαλής της διμοιρίας του, εξουδετέρωσε τα εχθρικά πολυβολεία με χειροβομβίδες, αλλά τραυματίστηκε. Παρ’ όλα αυτά αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους άντρες του και συνέχισε μέχρι που τραυματίστηκε για δεύτερη φορά. Και πάλι όμως δεν εγκατέλειψε, αν και δεν μπορούσε πλέον να κινηθεί. Παρέμεινε στη θέση του και με φωνές και ιαχές παρότρυνε τους άντρες του να συνεχίσουν την επίθεση! Το μεγαλύτερο όμως δράμα εκτυλίχθηκε λίγο νοτιότερα, στο ύψωμα της Τσούκας.
Το ύψωμα το κρατούσαν οι Ιταλοί με ισχυρές δυνάμεις. Εναντίον του κίνησε ο 2ος Λόχος του 1/4 Τάγματος Πεζικού, με επικεφαλής έναν υπολοχαγό, καταγόμενο από τη σκλαβωμένη τότε Χάλκη των Δωδεκανήσων, τον Αλέξανδρο Διάκο. Ο λόχος, με τον Διάκο κυριολεκτικά επικεφαλής, όρμησε εναντίον των Ιταλών. Η ιαχή «Αέρα» ακούστηκε στα παγωμένα βουνά. Οι Ιταλοί όμως αντέταξαν λυσσαλέα αντίσταση. Ωστόσο η ελληνική λόγχη έκανε θαύματα και η Τσούκα καταλήφθηκε. Ο εχθρός όμως δεν παραιτείται. Αντεπιτίθεται και πετά τους Έλληνες πίσω.
Τότε ο Διάκος αντεπιτίθεται με τη σειρά του, αλλά αποκρούεται. Επαναλαμβάνει την προσπάθεια, αλλά ένα ιταλικό πολυβόλο τον θερίζει. Δίπλα του πέφτει και ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ντάσκας και 4 στρατιώτες. Ήταν οι πρώτοι νεκροί Έλληνες αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού που σκοτώθηκαν στην Αλβανία. Τη θλιβερή, μα και τόσο ένδοξη «πρωτιά» είχε προλάβει να τους την κλέψει η Πολεμική Αεροπορία μία μέρα πριν, με τον Ευάγγελο Γιάνναρη.
Η αντεπίθεση του Βραχνού μόνο στο βόρειο σκέλος της είχε επιτύχει πλήρως. Παρ’ όλα αυτά σηματοδότησε τη μεγάλη αλλαγή. Όπως έγραψε ο αείμνηστος Τερζάκης: «Ο βράχος είχε σταματήσει να κυλά. Τώρα έπρεπε να τον γυρίσουν πίσω»!
Στο μεταξύ οι ενισχύσεις άρχισαν να φτάνουν στην Πίνδο. Οι Ιταλοί όμως είχαν επιτεθεί με δύο τάγματα και είχαν καταλάβει τη διάβαση του Ρωμιού, απωθώντας τα ελληνικά τμήματα, τα οποία υποχώρησαν προς τη Σκούρτζα (υψ. 1799). Εκεί ανασυγκροτήθηκαν και ενώθηκαν με τα πρώτα τμήματα της ΤΙ, που μετά από αγωνιώδη προσπάθεια κατόρθωσαν, με τη βοήθεια των χωρικών που άνοιγαν τους δρόμους, να φτάσουν εγκαίρως. Στο ύψωμα αναπτύχθηκε η μηχανοκίνητη ίλη ιππικού. Νότια, στο ύψωμα Αννίτσα (υψ. 1700), τάχθηκαν το εντελώς καταπονημένο 1ο Τάγμα του 51ου ΣΠ.
Μέχρι το μεσημέρι της 2ας Νοεμβρίου είχαν φτάσει και το 1ο ΣΙ και η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης στην περιοχή και έλαβαν αμέσως θέσεις στην τοποθεσία Σκούρτζα – Αννίτσα. Μη έχοντας ακριβείς πληροφορίες για τον εχθρό, ο διοικητής της ΤΙ συνταγματάρχης Δημάρατος αποφάσισε να εκτελέσει επιθετική αναγνώριση προς τα εμπρός της τοποθεσίας του υψώματα Ρέντα και Μπαλή. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τη μηχανοκίνητη ίλη.
Οι Ιταλοί απάντησαν με καταιγισμό πυρών, κάτι που σήμαινε ότι διέθεταν ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή. Οι ελληνικές δυνάμεις αποσύρθηκαν και πάλι στις θέσεις τους. Αλλά και οι Ιταλοί, φοβούμενοι μεγάλης κλίμακας ελληνική επίθεση, εγκατέλειψαν τελικά το ύψωμα Ρέντα και υποχώρησαν στη Σαμαρίνα, όπου και οχυρώθηκαν. Την ίδια ώρα, βόρεια στις πλαγιές του Σμόλικα, ο Βραχνός συνέχιζε την επίθεσή του. Με νέα ορμή το συγκρότημα Δαβάκη επιτίθεται και πάλι και καταλαμβάνει τελικά τον «Προφήτη Ηλία» και τη Φούρκα.
Οι Ιταλοί όμως το απόγευμα εκδήλωσαν σφοδρή αντεπίθεση. Ο Δαβάκης, που μαζί με τον Σπυρόπουλο διεύθυνε τη μάχη, πληγώθηκε βαριά, με διαμπερές τραύμα. Παρά το σχεδόν μοιραίο τραυματισμό του Δαβάκη, οι άντρες του όχι μόνο απέκρουσαν την ιταλική αντεπίθεση, αλλά και καταδίωξαν τους Ιταλούς και κατέλαβαν το ύψωμα Λιάγκη. Αλλά και το ιππικό δεν μπορούσε να υστερήσει. Ο Δημάρατος αποφάσισε να επιτεθεί με ό,τι είχε στη διάθεσή του με σκοπό να καταλάβει τη Σαμαρίνα, κόβοντας την «Τζούλια» στα δύο. Πραγματικά η στιγμή ήταν κατάλληλη. Οι Ιταλοί είχαν προωθήσει το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών από τη Σαμαρίνα ως το Δίστρατο και το 9ο στον Αώο. Αν έπεφτε η Σαμαρίνα, θα δημιουργούνταν επικίνδυνο ρήγμα στο ιταλικό μέτωπο. Η επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της 3ης Νοεμβρίου.
Οι άντρες της μηχανοκίνητης ίλης, μαζί με αυτούς της Β΄ Ομάδας Αναγνώρισης και με 20 πεζικάριους κινήθηκαν γρήγορα. Κατέλαβαν χωρίς αντίσταση το ύψωμα Ρέντα, από όπου είχαν υποχωρήσει οι Ιταλοί, και κατόπιν όρμησαν για τη Σαμαρίνα. Την επίθεση δεν υποστήριζε το πυροβολικό, καθώς το έδαφος ήταν τόσο δυσπρόσιτο που δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος για την τάξη των πυροβόλων. Παρ’ όλα αυτά, και παρά τα δραστικά πυρά των οχυρωμένων στο χωριό Ιταλών, οι ιππείς άρχισαν να εκκαθαρίζουν ένα προς ένα τα σπίτια του χωριού.
Τελικά οι Ιταλοί δεν άντεξαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 5 νεκρούς και 11 αιχμαλώτους, αλλά και βάζοντας φωτιά στη Σαμαρίνα, για να μην επιτρέψουν στους Έλληνες να τους καταδιώξουν. Κυριεύτηκαν ασύρματοι και όπλα, αλλά δυστυχώς όχι τρόφιμα. Η ΤΙ, για να κινηθεί γρήγορα, είχε αφήσει πίσω της όλα τα μεταγωγικά. Οι άντρες της επέζησαν εκείνες τις ημέρες τρώγοντας ελάχιστο ψωμί και λίγο τυρί.
Σφίγγει ο κλοιός για την «Τζούλια»
Η πείνα δεν εμπόδισε τους Έλληνες ιππείς να συνεχίσουν την επίθεσή τους. Η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης ανακατέλαβε τη σπουδαία διάβαση του Ρωμιού, συλλαμβάνοντας και 11 αιχμαλώτους. Παράλληλα η Ι ΜΠ κατέλαβε το σπουδαίο ύψωμα Ταμπούρι. Έτσι η «Τζούλια» είχε πλέον περιοριστεί στην περιοχή από τη βόρεια όχθη του Αώου μέχρι το Σμόλικα και το Δίστρατο, σχηματίζοντας ένα νοητό τρίγωνο με κορυφή το Δίστρατο. Οι ελληνικές δυνάμεις την είχαν σχεδόν περικυκλώσει.
Η Ι ΜΠ του Βραχνού κινούνταν με βορειοδυτική κατεύθυνση με σκοπό να κόψει τον άξονα συγκοινωνιών των Ιταλών. Η ΤΙ θα κινούνταν προς το Δίστρατο, με σκοπό να το καταλάβει, αν ήταν εφικτό, κόβοντας στους Ιταλούς το δρόμο προς τη Βωβούσα. Η ΜΙ εξάλλου διατάχθηκε να καλύψει το Μέτσοβο, ώστε ακόμα και αν οι Ιταλοί έφταναν στη Βωβούσα, να σταματήσουν εκεί.
Η μάχη είχε φτάσει στην πλέον κρίσιμη φάση της. Στη Βωβούσα είχε πάρει θέσεις ένας ελληνικός λόχος, υπό τον λοχαγό Παππά, και πολεμούσε μόνος τους Ιταλούς, περιμένοντας ενισχύσεις. Βόρεια, η ΤΙ συγκεντρώθηκε στη Σαμαρίνα και αφού οι άντρες της έφαγαν κυριολεκτικά ψωμί και ελιές, κίνησαν προς το Δίστρατο. Στο μεταξύ οι ιταλικές επιθέσεις κατά της Βωβούσας αποκρούστηκαν με σοβαρές απώλειες των Ιταλών.
Έτσι ο κλοιός άρχισε να σφίγγει όλο και περισσότερο γύρω από την «Τζούλια». Η ιταλική ηγεσία προσπάθησε να αντιδράσει. Η Μεραρχία «Μπάρι», με την οποία σκόπευε να καταλάβει την Κέρκυρα, στάλθηκε εσπευσμένα στην Αλβανία για να υποστηρίξει την «Τζούλια». Ήταν όμως δύσκολο να προλάβει. Η ΤΙ ήταν έτοιμη να επιτεθεί. Το Δίστρατο είναι ένα μικρό χωριό ανάμεσα στα υψώματα της Σμίλιανης (υψ. 1792) δυτικά, και Γομάρας (υψ. 2027) και Βασιλίτσας (υψ. 2249) ανατολικά.
Τα υψώματα αυτά, ειδικά η Γομάρα και η Βασιλίτσα, αποτελούσαν το «κλειδί» της τοποθεσίας, προστατεύοντας το χωριό από ανατολικά – βορειοανατολικά, από την κατεύθυνση δηλαδή επίθεσης της ΤΙ. Οι Ιταλοί είχαν αναπτύξει στο μέτωπο επίθεσης της ΤΙ το 8ο Σύνταγμα Αλπινιστών, το οποίο μπορούσαν να ενισχύσουν και με μονάδες του 9ου. Είχαν μάλιστα εγκαταστήσει το σταθμό διοίκησής τους στο Δίστρατο, γεγονός που φανερώνει και τη σημασία του. Ο συνταγματάρχης Δημάρατος χώρισε τις δυνάμεις του σε δύο φάλαγγες.
Η πρώτη, με το καταπονημένο 1/51 Τάγμα, τη μηχανοκίνητη ίλη και μία ίλη του 1ου ΣΙ, θα κινούνταν νοτιοανατολικά με αποστολή να καταλάβουν τον αυχένα της Γομάρας, κλείνοντας στους Ιταλούς το δρόμο προς τα Γρεβενά. Η δεύτερη φάλαγγα, με επικεφαλής τον ίδιο τον Δημάρατο, αποτελούμενη από το 3/7 και το 1/5 Τάγμα, το 1ο ΣΙ (μείον μία ίλη) και τη Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης. Με εμπροσθοφυλακή μια ίλη του 1ου ΣΙ η φάλαγγα Δημάρατου κινήθηκε από τα ξημερώματα της 5ης Νοεμβρίου προς το Δίστρατο. Η ίλη της εμπροσθοφυλακής, υπό τον ίλαρχο Αγόρο, έφτασε στις 05.00΄ στη θέση Πριόνια, όπου εντόπισε εχθρικό τμήμα, το οποίο κατάφερε να εξουδετερώσει, γρήγορα και ήσυχα, συλλαμβάνοντας 30 αιχμαλώτους. Στη συνέχεια κινήθηκε προς το ύψωμα Τσούμα (υψ. 1792). Εκεί όμως προσέκρουσε σε πολύ ισχυρές ιταλικές δυνάμεις, υποστηριζόμενες από όλμους και πυροβολικό.
Η ίλη με θάρρος κατόρθωσε να κρατήσει τις θέσεις της μέχρι τις 11.00΄. Τότε έφτασε στο ύψωμα και το 3/7 Τάγμα. Όλοι μαζί, πεζοί και ιππείς, εξόρμησαν κατά των Ιταλών, έστω και χωρίς υποστήριξη πυροβολικού, και ύστερα από αγριότατη πάλη με τη λόγχη κατέλαβαν τα αντερείσματα του υψώματος. Αλλά και το 1ο ΣΙ κατάφερε να καταλάβει το ύψωμα 1971, στα νώτα του ιταλικού 9ου ΣΑ. Η σημασία του υψώματος αυτού ήταν μεγάλη, καθώς αποτελούσε το σημείο συνδέσμου των δύο ιταλικών συνταγμάτων.
Η άλλη φάλαγγα της ΤΙ είχε στο μεταξύ λάβει επαφή με τους Ιταλούς στη Γομάρα. Δεν εκδηλώθηκε επίθεση όμως, καθώς η τοποθεσία κατεχόταν πολύ ισχυρά από τους Ιταλούς. Το βράδυ πάντως η ΤΙ ενισχύθηκε και με το 3/5 Τάγμα Πεζικού. Στο μεταξύ ο πανικός άρχισε να κάνει την εμφάνισή του στο αντίπαλο στρατόπεδο. Ο διοικητής της «Τζούλια», υποστράτηγος Τζιρότι, θορυβήθηκε ιδιαίτερα από την επιτυχία της ΤΙ. Ιδιαίτερα ενοχλητική ήταν η κατάληψη των υψωμάτων βόρεια του Δίστρατου, που άφηνε ακάλυπτα τα νώτα του 9ου ΣΑ. Η έκθεση του Τζιρότι αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το πρωί της 5ης Νοεμβρίου ο εχθρός αύξανε την πίεσή του επί των ανατολικών κλιτείων του Σμόλικα και κατόπιν επτάωρου αγώνα κατόρθωσε να καταλάβει το ύψωμα 1609, προσπαθώντας να προωθήσει στοιχεία οπλισμένα με πολυβόλα στην περιοχή του Δίστρατου. Αποκρούστηκε και διώχθηκε από το 1609 από το Τάγμα “Τζεμόνε” και τη 14η Πυροβολαρχία, που έβαλε από μηδενική απόσταση.
Ο εχθρός έθεσε το Δίστρατο υπό τα πυρά των όλμων του, οι οποίοι έπληξαν και το στρατηγείο και το σταθμό του ασυρμάτου. Ήταν εμφανής η πρόθεση του εχθρού να διεισδύσει μεταξύ των 8ου και 9ου ΣΑ, για να τα διαχωρίσει. Προς αντιμετώπιση της απειλής η διοίκηση της Μεραρχίας διέταξε το 9ο ΣΑ να προωθήσει το Τάγμα “Ακουίλα”, μέσω των κορυφών στις νοτιοανατολικές κλιτείς του Σμόλικα για να επιτεθεί κατά του ασκούντος την πίεση επί του Τάγματος “Τζεμόνε” εχθρού και να συμμορφωθεί με τη διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης, που καθόριζε να συγκρατηθεί ο εχθρός και να εξασφαλιστεί η οδός προς Κόνιτσα.
Στο μεταξύ εκδηλώθηκαν εχθρικές επιθέσεις μεταξύ Γομάρας και Βασιλίτσας, και το Τάγμα “Τσιβιντάλε” ανέφερε απόπειρα υπερφαλάγγισης του αριστερού του πλευρού από εχθρικό τάγμα. Οι εχθρικές δυνάμεις επιτίθενται κατά της Μεραρχίας από όλες τις κατευθύνσεις. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες η διοίκηση της Μεραρχίας ανέφερε στην Ανώτατη Διοίκηση ότι η κατάσταση της διοίκησης της Μεραρχίας και του 8ου ΣΑ έγινε αφόρητη και ότι μόνο η κατάληψη των νοτιοανατολικών κλιτύων του Σμόλικα από το 9ο ΣΑ θα απέτρεπε την συνένωση των δύο εχθρικών τακτικών ομάδων».
Ο Τζιρότι, αν και ψεύδεται ασύστολα όσον αφορά τη δήθεν απόκρουση των επιθέσεων προς το 1609 και τη Γομάρα, οι οποίες δεν εκδηλώθηκαν ποτέ –μόνο περίπολοι στάλθηκαν– εντούτοις φάνηκε ότι είχε καταλάβει το ελληνικό σχέδιο. Αλλά δεν ήταν πλέον σε θέση να αντιδράσει. Έτσι όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση, μόνο «εξωτερική» βοήθεια μπορούσε να τον σώσει. Η «Μπάρι» όμως θα αργούσε πολύ να έρθει. Μόνο ένα τάγμα της έφτασε εγκαίρως και ενεπλάκη κατά της Ι ΜΠ. Το πρωί της 6ης Νοεμβρίου έφτασε στο σταθμό διοίκησης της ΤΙ και ο διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγος Παπαδόπουλος.
Ο σωματάρχης, αφού ενημερώθηκε για τον αγώνα της προηγούμενης μέρας, διέταξε το 3/5 Τάγμα να ενισχύσει τις απέναντι στη Γομάρα δυνάμεις. Αυτές, ενισχυμένες τώρα, όφειλαν να επιτεθούν άμεσα και να καταλάβουν τη Γομάρα. Παράλληλα η πρώτη φάλαγγα, με επικεφαλής τον Δημάρατο, θα συνέχιζε την επίθεσή της προς Δίστρατο, με τελικό αντικειμενικό σκοπό τα χωριά Άρματα και Πάδες, τα οποία βρίσκονταν στη βόρεια όχθη του Αώου.
Ουσιαστικά ο σωματάρχης διέταζε την ΤΙ να διασπάσει το μέτωπο του 8ου ΣΑ, να το καταδιώξει και να επιτεθεί εκ των νώτων στο 9ο ΣΑ. Και αυτό η ΤΙ όφειλε να το επιτύχει διαθέτοντας τρία τάγματα πεζικού, εκ των οποίων το ένα άκρως καταπονημένο, ενός συντάγματος ιππικού, αντιστοιχούντος ουσιαστικά σε ένα ακόμα τάγμα πεζικού και μία ομάδα αναγνώρισης των 300 αντρών! Αυτή ήταν αποστολή που μόνο Έλληνες μπορούσαν να εκπληρώσουν.
Η επίθεση άρχισε τα ξημερώματα της 6ης Νοεμβρίου. Πρώτος αντικειμενικός σκοπός ήταν το ύψωμα Κέργολι (υψ. 1802), ένα από τα δυτικά του Δίστρατου υψώματα. Εναντίον των οχυρωμένων στις «αετοφωλιές» Ιταλών εξόρμησε το 3/7 Τάγμα. Οι Ιταλοί πολέμησαν ηρωικά, υποστηριζόμενοι από το πυροβολικό τους. Άντεξαν σε τέσσερις ελληνικές εφόδους.
Η πέμπτη όμως τους διασπά. Οι Αλπινιστές υποχώρησαν προς το χωριό Άρματα, αφήνοντας πίσω τους αρκετό από τον οπλισμό τους. Την ίδια ώρα το 1ο ΣΙ εξόρμησε και κατέλαβε και την κορυφή του υψώματος Τσούμα, αναγκάζοντας τους Ιταλούς να υποχωρήσουν προς το χωριό Πάδες.
Οι Ιταλοί αντεπιτέθηκαν με ισχυρές δυνάμεις με σκοπό την ανακατάληψη της Τσούμας, αλλά αποκρούστηκαν από τους Έλληνες ιππείς. Στο αριστερό της ΤΙ η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης, η ελαφρά μηχανοκίνητη ίλη, μια ίλη του 1ου ΣΙ και το 1/5 Τάγμα εξόρμησαν κατά των οχυρωμένων στη Γομάρα Ιταλών.
Η ίλη του 1ου ΣΙ τηρούσε ήδη την επαφή με τον εχθρό. Με την υποστήριξη δύο λόχων πεζικού του 1/5 Τάγματος οι ιππείς επιτέθηκαν το απόγευμα και ύστερα από άγρια μάχη, σώμα με σώμα, κατέλαβαν τις πρώτες ιταλικές θέσεις. Παράλληλα μια ενωμοτία ιππέων (16 άντρες), υπό τον ανθυπασπιστή Αναλαμπιδάκη, προωθήθηκε στα νώτα των Ιταλών, αποκόπτοντάς τους την οδό υποχώρησης προς το Δίστρατο.
Η ίδια ενωμοτία είχε την τύχη να αιχμαλωτίσει ιταλικά μεταγωγικά με τρόφιμα. Στο μεταξύ, υπό την πίεση των ελληνικών δυνάμεων οι Ιταλοί υποχώρησαν σε νέες θέσεις, επί της κορυφογραμμής της Γομάρας (υψ. 2027). Η μάχη διακόπηκε λόγω της νύκτας, μιας νύκτας πολικής. Με το πρώτο φως της 7ης Νοεμβρίου όμως η ΤΙ συνέχισε την επίθεση σε όλο της το μέτωπο. Δεξιά, το 3/7 Τάγμα επιτέθηκε με σκοπό να αποκόψει την οδό Άρματα – Δίστρατο.
Οι Ιταλοί όμως πολέμησαν με πείσμα και δεν επέτρεψαν την αποκοπή της οδού από τους Έλληνες. Αλλά και το 1ο ΣΙ, επιτιθέμενο προς Πάδες, δέχεται σφοδρότατες ιταλικές αντεπιθέσεις. Ήταν φανερό ότι ο Τζιρότι είχε αφήσει προκαλυπτικές δυνάμεις στην όχθη του Αώου και είχε ρίξει το βάρος της «Τζούλια» κατά της ΤΙ με σκοπό να σπάσει το θανατηφόρο κλοιό που άπλωνε γύρω του το ελληνικό ιππικό.
Το 1ο ΣΙ πολέμησε άγρια, λυσσαλέα. Οι επιθέσεις διαδέχονταν τις αντεπιθέσεις. Τα βλήματα σφύριζαν, η γη αναταραζόταν από τις εκρήξεις. Ένας Έλληνας ανθυπίλαρχος, ο Γρηγόριος Καραθανάσης, αψηφώντας τα εχθρικά πυρά, εμψυχώνοντας τους άντρες του, θέριζε τους Ιταλούς. Η ιταλική επίθεση έσπασε. Ο ίδιος όμως και δύο στρατιώτες του έπεσαν.
Στο αριστερό πλευρό οι Ιταλοί υποχώρησαν το βράδυ από τη Γομάρα, όχι προς το Δίστρατο, αφού ο δρόμος είχε αποκοπεί, αλλά προς το ύψωμα Βασιλίτσα (υψ. 2249), κατευθείαν προς Νότο. Τα ελληνικά τμήματα προωθήθηκαν και εκκαθάρισαν την τοποθεσία, συλλαμβάνοντας 11 αιχμαλώτους και κυριεύοντας 2 οπλοπολυβόλα, 5 όλμους και πυρομαχικά.
Επίσης 11 ημίονοι πέρασαν στα ελληνικά χέρια. Η μάχη της Γομάρας είχε κρατήσει 3 μέρες και είχε στοιχίσει στους Έλληνες 11 νεκρούς και 7 τραυματίες. Πέραν του εχθρού όμως οι Έλληνες στρατιώτες είχαν να αντιμετωπίσουν και έναν ακόμα αντίπαλο, την πείνα.
Ο ανεφοδιασμός δεν μπορούσε να φτάσει πάνω στα κορφοβούνια της Πίνδου, που τα έδερνε ο άνεμος, η βροχή και το χιόνι. Ιδιαίτερα υπέφεραν τα άλογα του ιππικού.
Τα άμοιρα ζώα, που δεν καταλάβαιναν τίποτε από τις ανοησίες των ανθρώπων, υπέμεναν πιστά τις κακουχίες και με εξαιρετική προσήλωση, θα έλεγε κανείς, πέθαιναν στο πλευρό των ανθρώπων συντρόφων τους. Και αν οι στρατιώτες και οι χωρικοί στην Πίνδο εξελίχθηκαν σε φυσιογνωμίες ηρωικές, τα άλογα και τα ταπεινότερα ξαδέλφια τους, τα μουλάρια, δεν υστέρησαν καθόλου σε αυτοθυσία.
Λες και ζήλεψαν και αυτά τη δόξα των δικών τους προγόνων, του Βουκεφάλα του Μ. Αλεξάνδρου και του Δόρκωνα, του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Δεν είναι τυχαίο που ο μεγάλος ζωγράφος του Έπους του ’40 και αυτόπτης μάρτυρας, ο Αλέξανδρος Αλεξανδράκης, έχει απεικονίσει σε τόσους πίνακές του τα «κτήνη» του Ελληνικού Στρατού. Ειδικά για τους ιππείς τα άλογα δεν ήταν απλώς ζώα. Ήταν οι πραγματικοί τους εν όπλοις σύντροφοι, το άλλο τους μισό.
Η καταδίωξη
Η 8η Νοεμβρίου προσπαθούσε να ξημερώσει. Τα πυκνά σύννεφα όμως, που άγγιζαν τις βουνοκορφές, δεν το επέτρεπαν. Το κρύο ήταν ανυπόφορο, η βροχή πότιζε ως το κόκαλο άντρες και ζώα. Μια βροχή παγωμένη που σύντομα μετατράπηκε σε χιόνι. Τα ορεινά μονοπάτια είχαν μεταβληθεί σε λασπότοπους. Αλίμονο σε όποιον βούλιαζε μέσα τους. Το φαγητό ελάχιστο.
Ήταν η τέταρτη μέρα που οι άντρες θα έτρωγαν ψωμί και ελιές και που θα μοιραζόταν και αυτά τα λίγα με τα άλογά τους, που τόσες μέρες δεν είχαν φάει τίποτα. Η μάχη όμως έπρεπε να συνεχιστεί. Ο εχθρός έπρεπε να εκδιωχθεί από την Ελλάδα. Αυτός ο σκοπός ήταν που έδινε φτερά στους κατάκοπους άντρες. Χωρίς αυτή τη σκέψη στο μυαλό τους, όλοι τους θα έπεφταν από την εξάντληση.
Η ΤΙ συνέχισε λοιπόν την επίθεσή της. Δεξιά επιχείρησε και πάλι να αποκόψει την οδό προς Άρματα, χωρίς να το κατορθώσει, αφού οι Ιταλοί γνώριζαν τη σημασία της οδού και είχαν συγκεντρώσει εκεί ισχυρότατες δυνάμεις, αφήνοντας όμως ελαφρές δυνάμεις στο χωριό Δίστρατο. Το γεγονός αυτό εκμεταλλεύτηκε η ελληνική διοίκηση, διατάσσοντας δύο διμοιρίες να σπεύσουν να καταλάβουν το χωριό. Πραγματικά οι δύο διμοιρίες αιφνιδίασαν τους Ιταλούς και κατέλαβαν το χωριό. Συνέλαβαν 61 Ιταλούς αιχμαλώτους. Οι υπόλοιποι Ιταλοί είχαν προλάβει να υποχωρήσουν προς Άρματα και Πάδες.
Στον τομέα του 1ου ΣΙ οι Ιταλοί συνέχισαν με ορμή τις επιθέσεις τους, όμως όχι μόνο αποκρούστηκαν, αλλά προς στιγμή έχασαν και το χωριό Άρματα από ελληνική αντεπίθεση. Το ίδιο βράδυ εισήλθε στο Δίστρατο η ΜΙ, η οποία θα αναλάμβανε τώρα την αποστολή καταδίωξης των υποχωρούντων Ιταλών. Εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας τέθηκε η ακαταπόνητη Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης. Από το πρωί της 9ης Νοεμβρίου άρχισε η καταδίωξη. Με μια ίλη σε πρώτο κλιμάκιο, η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης κινήθηκε προς το χωριό Άρματα.
Η ίλη της εμπροσθοφυλακής υπό τον ίλαρχο Μελίδη κατάφερε με επιδέξιους ελιγμούς να αιφνιδιάσει και να εξαναγκάσει σε παράδοση ιταλικό τμήμα 35 αντρών και να καταλάβει, χωρίς να πέσει τουφεκιά, το χωριό Άρματα.
Αφού άφησε ένα μικρό τμήμα να φρουρεί τους αιχμαλώτους, η ίλη συνέχισε την κίνησή της προς το χωριό Πάδες, μέσω ορεινού μονοπατιού. Η εμπροσθοφυλακή της ίλης, ένας ουλαμός με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπασπιστή Μυλωνά, έφτασε ως το χωριό, όπου δέχτηκε πυρά από τους οχυρωμένους σε αυτό Ιταλούς. Οι άντρες του Μυλωνά αφίππευσαν και πήραν θέσεις γύρω από το χωριό. Σε λίγο έφτασε και η υπόλοιπη ίλη και ο αγώνας γενικεύτηκε.
Οι Ιταλοί είχαν τάξει πολυβόλα και οπλοπολυβόλα στα σπίτια του χωριού και έβαλλαν κατά των ακάλυπτων Ελλήνων. Με επικεφαλής τον ίλαρχό τους όμως οι Έλληνες ιππείς εφόρμησαν με ενθουσιασμό και με την ιαχή «Αέρα». Αυτό που ακολούθησε δύσκολα περιγράφεται. Φονικές οδομαχίες με τη λόγχη και με τις χειροβομβίδες εξελίσσονταν στο μικρό ορεινό χωριό. Ο δεκανέας Χρήστος Μαριώτης, επικεφαλής της ομάδας του, επιτέθηκε σε ένα σπίτι όπου οι Ιταλοί είχαν ένα πολυβόλο. Με μια χειροβομβίδα ανατίναξε την πόρτα και όρμησε μέσα με τους άντρες του με προτεταμένες τις λόγχες. Ακολούθησε σύντομη αλλά εξαιρετικά βίαιη συμπλοκή.
Τελικά οι 20 Ιταλοί που επέζησαν παραδόθηκαν. Ο Μαριώτης αμέσως μετά όρμησε σε ένα άλλο σπίτι. Ακολουθεί νέα άγρια συμπλοκή με τις ξιφολόγχες. Ο Μαριώτης σκοτώνεται, αλλά οι άντρες του εκδικούνται.
Οι 15 Ιταλοί που επέζησαν πέταξαν τα όπλα και σήκωσαν τα χέρια ψηλά, γύρω από τον νεκρό δεκανέα. Στο μεταξύ έφτασε στο χωριό η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης. Ο διοικητής της, αντισυνταγματάρχης Κόκκινος, διέταξε αμέσως δύο ουλαμούς να κινηθούν πίσω από το χωριό και να το περικυκλώσουν. Ο ίδιος με τους υπόλοιπους άντρες του ενίσχυσε τη μαχόμενη στο χωριό ίλη. Οι Ιταλοί αντιστάθηκαν μέχρι το απόγευμα. Τελικά όμως παραδόθηκαν. Περισσότεροι από 150 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ δεκάδες σκοτώθηκαν. Οι Έλληνες θρήνησαν μόνο τον Μαριώτη. Άλλοι 6 ιππείς τραυματίστηκαν.
Οι νικητές πάντως δεν αναπαύτηκαν. Η καταδίωξη συνεχίστηκε με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό που επέτρεπε το ανύπαρκτο οδικό δίκτυο και οι άθλιες καιρικές συνθήκες.
Η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης κινήθηκε κατά μήκος του ορεινού «δρόμου» προς το χωριό Παλαιοσέλι, όπου όμως δεν συνάντησε εχθρικό στρατό. Από εκεί συνέχισε την κίνησή της προς το χωριό Ελεύθερο. Ενισχυμένη και με ένα τάγμα πεζικού, η Β΄ Ομάδα Αναγνώρισης ανέλαβε αμέσως επίθεση κατά των οχυρωμένων στο χωριό Ιταλών.
Ο αντισυνταγματάρχης Κόκκινος και εδώ ακολούθησε την ίδια επιτυχημένη συνταγή. Έστειλε τμήματά του να κινηθούν στα νώτα των Ιταλών, περικυκλώνοντάς τους από παντού. Οι Ιταλοί, που επιχειρούσαν να οπισθοχωρήσουν, έπεσαν πάνω στα ελληνικά τμήματα και σαστισμένοι τράπηκαν σε φυγή προς το χωριό.
Τότε τα ελληνικά τμήματα επιτέθηκαν σε όλο το μήκος της εχθρικής περιμέτρου και ανάγκασαν τους Ιταλούς να καταθέσουν τα όπλα, ύστερα από μάχη που κράτησε 7 ώρες. Συνολικά 15 αξιωματικοί και 700 Ιταλοί οπλίτες αιχμαλωτίστηκαν. Στο χωριό βρέθηκαν τα πτώματα άλλων 300 Ιταλών. Το 8ο ΣΑ της «Τζούλια» είχε εξολοθρευτεί.
Η ΜΙ συνέχισε την καταδίωξη των Ιταλών και τις επόμενες μέρες. Στις 11 Νοεμβρίου η 1η Επιλαρχία του 3ου ΣΙ έδωσε σκληρή μάχη με το 9ο ΣΑ στα υψώματα ανατολικά της διάβασης Πεκλάρι. Η καταδίωξη συνεχίστηκε μέχρι τις 16 Νοεμβρίου, όταν ανακαταλήφθηκε από το 3ο ΣΙ η πυρπολημένη από τους Ιταλούς Κόνιτσα. Το Ιππικό όμως συνέχισε να γράφει σελίδες δόξας στην Αλβανία πολεμώντας τους Ιταλούς. Τον Απρίλιο του 1941 κλήθηκε να πολεμήσει και τους Γερμανούς.
Και τους πολέμησε. Στο Πισοδέρι, στη Βεύη, στις Πρέσπες, το ελληνικό ιππικό πολέμησε με άφταστο ηρωισμό. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 3ο ΣΙ κράτησε όλες τις γερμανικές επιθέσεις στη διάβαση Πισοδερίου και υποχώρησε μόνο όταν η διάσπαση του μετώπου στο Κλειδί το απειλούσε με κύκλωση.