Σημείο – ορόσημο για την εξέλιξη της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) υπήρξαν τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα του 1974, λόγω της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο.

Τα θλιβερά γεγονότα της Κύπρου αποτέλεσαν κατά κάποιον τρόπο ένα ξαφνικό «τράνταγμα» για τις Ένοπλες Δυνάμεις καθώς η απαίτηση για νέα όπλα για την υπεράσπιση της Κύπρου αλλά και γενικότερα του Αιγαίου ήταν επιβεβλημένη.

Η ενίσχυση αυτή ήταν επιβεβλημένη ακόμη και στα μεταφορικά αεροσκάφη.

Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια της παράτολμης αποστολής 12 μεταγωγικών NORD 2501 Noratlas, της 354 Μοίρας, τα οποία τον Ιούλιο του 1974 μετέφεραν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας μία Μοίρα Καταδρομών, με αποτέλεσμα την καταστροφή 4 αεροσκαφών, την απώλεια 4 Ελλήνων αεροπόρων και 27 Καταδρομέων.

Η προμήθεια των F-4E Phantom

Μπορεί μέχρι το 1974, η ΠΑ να ήταν εξοπλισμένη με εκατοντάδες αεριωθούμενα πρώτης γενιάς, αυτά προέρχονταν όμως κυρίως από τα αποθέματα χωρών του ΝΑΤΟ και ήταν περιορισμένων δυνατοτήτων.

Αν και είχε βολιδοσκοπηθεί η προμήθεια των κορυφαίων μαχητικών McDonnell Douglas F-4E Phantom II, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι δεν επέτρεψαν την προμήθεια.

Αυτή έγινε δυνατή μόνο τον Απρίλιο του 1974, με το πρόγραμμα Peace Icarus Ι και την παραγγελία 36 μαχητικών του τύπου.

Το 1971 η ΠΑ ενδιαφερόταν να βρει νέο μαχητικό. Οι «μνηστήρες» δεν ήταν πολλοί. Μόνο δύο.

Ο ένας, το Mirage F.1, ήταν υπό σχεδίαση και ο άλλος το F-4 Phantom της McDonnell-Douglas.

Το  Μάρτιο του 1972 υπογράφτηκε συμβόλαιο ανάμεσα στην Ελληνική Κυβέρνηση και την McDonnell-Douglas για την αγορά 36 F-4E Phantom II.

Ως «αντιπρόσωπος» της Ελλάδας θα ενεργούσε η USAF επρόκειτο επομένως για μια διακρατική συμφωνία.

Το συνολικό κόστος ανήλθε 150 εκατ. $ και η πληρωμή θα γινόταν μέσω FMS.

Είχε αποφασισθεί με τα νέα αεροσκάφη να εξοπλιστούν η 339 και η 338. Και οι δύο είχαν την ονομασία «Μοίρα Διώξεως-Βομβαρδισμού».

Και οι δύο πετούσαν με Republic F-84F Thunderstreak επομένως ήταν και οι ιδανικές για την συνέχιση των αποστολών αυτών με τον πιο σύγχρονο τύπο που υπήρχε τότε.

Ως βάση των ελληνικών Phantom αποφασίσθηκε να είναι η 117 ΠΜ, στην Ανδραβίδα.

Το 1973 η 117 ΠΜ κλείνει  προκειμένου να γίνουν τα απαραίτητα έργα υποδομής για την υποδοχή των νέων αεροσκαφών.

Τα δύο πρώτα F-4E παραδόθηκαν από την McDonnell-Douglas στην USAF, στις 15 Μαρτίου 1974. Στη συνέχεια παραδόθηκαν δύο και μετά ακόμη δύο.

Τα πρώτα έξι F-4E απογειώθηκαν από την έδρα της McDonnell-Douglas, την έδρα της McDonnell-Douglas, στο St. Louis για την Ανδραβίδα.

Τα αεροσκάφη, με ελληνικά εθνόσημα προσγειώθηκαν στην  117ΠΜ στις 5 Απριλίου 1974,για να ενταχθούν στη δύναμη της 339Μ.

Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο υποτίθεται ότι θα αποτελούσε το πρώτο πεδίο δράσης των νέων μαχητικών.

Αν και δεν ήταν ετοιμοπόλεμα, εντούτοις τα νέα αεροσκάφη απογειώθηκαν μια ημέρα μετά την εισβολή στις 21 Ιουλίου φορτωμένα με βόμβες με προορισμό το Ηράκλειο.

Γιατί στο Ηράκλειο και όχι κατευθείαν στην Κύπρο δεν έγινε ποτέ γνωστό.

Αντίθετα τα αεροσκάφη όχι μόνο δεν έφτασαν ποτέ στην Κύπρο (ούτε εκείνη την ήμερα αλλά ούτε και ποτέ), αλλά και ένα εξ αυτών το 6ο κατά σειρά παραδοτέο το 72-01506 καταστράφηκε κατά την προσγείωσή του στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου.

Παραδόσεις Phantom δεν έγιναν εκείνον τον Ιούλιο, μένοντας το κρίσιμο αυτό διάστημα η 339Μ με 5 επιχειρησιακά F-4E.

Αυτές συνεχίστηκαν τον Αύγουστο και ολοκληρώθηκαν το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Σε ότι αφορά την απώλεια του 1506 η ΠΑ κατάφερε να παραγγείλει ακόμη δύο αεροσκάφη με τους ίδιους όρους, όπως και τα προηγούμενα και τα οποία παραλήφθηκαν τον Ιούνιο του 1976.

Οι υπόλοιπες προμήθειες

Στο διάστημα που ακολούθησε μετά την Κυπριακή τραγωδία, η Ελλάδα βρέθηκε εκτός ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα πυροδότησαν ένα σημαντικό εξοπλιστικό πρόγραμμα, το οποίο αφενός ήταν προσανατολισμένο στα οπλικά συστήματα που άρμοζαν στις ανάγκες τις χώρας, αφετέρου στρεφόταν και σε άλλες πηγές πέραν των ΗΠΑ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αποκτήθηκαν 40 γαλλικά μαχητικά Dassault Mirage F-1CG μεταξύ των ετών 1975 και 1978.

Ο τομέας κρούσης επίσης ενισχύθηκε σημαντικότατα, από το 1975 και μετά, με την παραλαβή 65 αμερικανικών βομβαρδιστικών Vought A-7H Corsair II (60 μονοθέσια A-7H και 5 διθέσια TA-7H) στο διάστημα 1975-1977.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο στόλος των μαχητικών ισχυροποιήθηκε με την προσθήκη ακόμη 18 McDonnell Douglas F-4E Phantom II και 8 φωτοαναγνωριστικών RF-4E Phantom II.

Το σύνολο αυτό των μαχητικών 2ης γενιάς συμπληρώνονταν από τα προϋπάρχοντα  Lockheed F-104G Starfighter και Northrop F-5A/B Freedom Fighter που σε όλη αυτή την περίοδο είχαν σηκώσει το βάρος της αναχαίτισης, της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο.

Στον τομέα της εκπαίδευσης, το αειθαλές Lockheed T-33A Silver Star εκτοπίστηκε σε δευτερεύοντες ρόλους από το Rockwell T-2E Buckeye, ενώ ο τομέας των μεταφορικών  αεροσκαφών ενισχύθηκε σημαντικά με την προμήθεια 12 Lockheed C-130H Hercules από μια αρχική παραγγελία 18 αεροσκαφών και 5 βαρέων ελικοπτέρων Boeing Meridiolani CH-47C Chinook, τα οποία αργότερα μεταβιβάστηκαν στο Στρατό.

Το κοινωνικό έργο της ΠΑ ενισχύθηκε με την απόκτηση αεροσκαφών γεωργικών εφαρμογών τύπου Grumman Schweizer G.164 AgCat και PZL M-18 Dromader.

Το 1976 συστάθηκε το Σχολείο Όπλων Τακτικής στην 117 Πτέρυγα Μάχης.

Ως Κέντρο Αεροπορικής Τακτικής, από το 1983, δοκιμάζει νέα οπλικά συστήματα και τακτικές, συμβάλλοντας σε μέγιστο βαθμό, στην αύξηση της μαχητικής ικανότητας της ΠΑ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τέλος το 1979 η ΠΑ ενέταξε στο στόλο της τα πρώτα RF-4Ε PHANTOM II, τα οποία διατέθηκαν στην 348 Μοίρα Τακτικής Αναγνώρισης.