«Αιγαίον Ι»
Το οπλιταγωγό Αιγαίον ναυπηγήθηκε το 1906 στα Γερµανικά Ναυπηγεία Φλένσµπουρκ, και υπηρέτησε στο γερµανικό Ναυτικό µε το όνοµα MV Hagen και το χαρακτηρισµό 4210 ΤV. Μετά το πέρας του Α’ Παγκοσµίου πολέµου, παραχωρήθηκε από την Γερµανία στην Μεγάλη Βρετανία το 1919 ως µέρος των επανορθώσεων.
Το 1921 πουλήθηκε στην Ελλάδα οπότε και µετονοµάστηκε σε «Αιγαίο». Το πλοίο χρησιµοποιήθηκε σαν οπλιταγωγό σε όλη την διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας, και στη συνέχεια αξιοποιήθηκε για µεταφορά υλικού του Ελληνικού Ναυτικού αλλά και ως ναυτικά κρατητήρια.
∆ιαγράφηκε από τη δύναµη του στόλου το 1935. Το πλοίο είχε µήκος 118 µ., και πλάτος 15,5 µ. και ανέπτυσσε µέγιστη ταχύτητα 10,5 κόµβων αξιοποιώντας σύστηµα πρόωσης ισχύος 2800 ίππων.
«Αιγαίον-ΙΙ» (D-11)
Η έναρξη ναυπήγησης του έγινε στα ναυπηγεία της J.S. THORNYCROFT τον ∆εκέµβριο του 1939, και καθελκύστηκε τον Αύγουστο του 1941, ενώ εντάχθηκε σε υπηρεσία µε βρετανικό Ναυτικό, ως HMS Lauderdale ένα χρόνο αργότερα τον Αύγουστο του 1942.
Το πλοίο σε βρετανική υπηρεσία πραγµατοποίησε λίγο αργότερα ταξίδι στον Καναδά προκειµένου να πραγµατοποιήσει δοκιµές, ενώ στη συνέχεια έλαβε καθήκοντα συνοδείας νηοποµπών στην βόρεια Θάλασσα. Το 1943, άλλαξε τοµέα επιχειρήσεων και µετακινήθηκε στη Μεσόγειο, συµµετέχοντας στην συµµαχική απόβαση στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943. Το 1944 συνέχισε τις επιχειρήσεις του στη Μεσόγειο, για να λάβει στη συνέχεια µέρος στις αποβατικές επιχειρήσεις στη νότια Γαλλία.
Το τέλος του 1944 το βρίσκει στην Αδριατική. Το 1945 το HMS Lauderdale και µε το τέλος του πολέµου στην Ευρώπη το σκάφος κατέπλευσε στη Νότια Αφρική, όπου πραγµατοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης και αντικατάστασης εξοπλισµού στο σύστηµα πρόωσης.
Το σκάφος αφού παρέµεινε στην ευρύτερη περιοχή για κάποιο διάστηµα, αναχώρησε για την Ευρώπη προκειµένου να γίνει η µεταβίβασή του στο Ελληνικό Ναυτικό, βάσει δανεισµού, η οποία έγινε τελικά στις 20 Μαΐου του 1946.
Το σκάφος σε ελληνική υπηρεσία συµµετείχε στις επιχειρήσεις του εµφυλίου και επιστράφηκε στις 18 ∆εκεµβρίου του 1959, καθώς ήταν υπό καθεστώς δανεισµού και οι… γνωστοί Βρετανοί το ήθελαν πίσω, προκειµένου να το κάνουν σκραπ το 1960. Το σκάφος είχε µέγιστο εκτόπισµα 1.435 τόνους, µήκος 85,3 µ. πλάτος 10,16 µ. και βύθισµα 3,51 µ.
Η µέγιστη ταχύτητά του ήταν 27 κόµβοι, και 25,5 µε πλήρες εκτόπισµα και αυτονοµία 4.350 χλµ. µε 20 κόµβους ταχύτητα.
Σε ότι αφορά τον οπλισµό του διέθετε τέσσερα πυροβόλα Mark XVI των 101.6 χλστ., τέσσερα τετραπλά πυροβόλα των 40 χλστ. (τα γνωστά pom-pom) για αντιαεροπορική προστασία, δύο πυροβόλα Oerlikons των 20 χλστ. και δύο τορπιλοσωλήνες των 533 χλστ., ενώ για επιχειρήσεις κατά υποβρυχίων διέθετε 110 βόµβες βυθού.
«Αιγαίον-ΙΙΙ» D-03
Το δεύτερο αντιτορπιλικό µε το ίδιο όνοµα προσήλθε από την τότε ∆υτική Γερµανία και ανήκε στην κλάση Rhein.
Σε υπηρεσία στο γερµανικό Ναυτικό το σκάφος ονοµαζόταν «WESER» Α-62 και εκτελούσε καθήκοντα συνοδείας και υποστήριξης.
Το σκάφος ναυπηγήθηκε µεταξύ των ετών 1961-63 στο Elsfetherwerk της ∆υτικής Γερµανίας.
∆ιέθετε επιπρόσθετες ενδιαιτήσεις για περίπου 80 άτοµα. Παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Ναυτικό στο πλαίσιο της γερµανικής στρατιωτικής βοήθειας και παρελήφθη από τον Ανπχο. Ι. Φωκά στις 6 Ιουνίου 1976 και κατέπλευσε στην Ελλάδα στις 14 Αυγούστου 1976.
Ανήκε στη δύναµη ∆ιοικήσεως Αντιτορπιλικών και ήταν η έδρα του επιτελείου της ∆ιοίκησης Αντιτορπιλικών.
Παροπλίσθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 1991. Το σκάφος είχε µήκος 98,6 µ. πλάτος 11,8 µ. και βύθισµα 4,2 µ.
Το µέγιστο εκτόπισµά του ανερχόταν στους 2.540 τόνους και για την πρόωσή του χρησιµοποιούσε έξι κινητήρες Ντήζελ MTU ισχύος 14.400 ίππων, που κατέληγαν σε δύο προπέλες, δίνοντας µέγιστη ταχύτητα 21 κόµβων.
Η αυτονοµία του σκάφους ήταν 11.204 χλµ. µε 14 κόµβους ταχύτητα και 6.002 χλµ. µε ταχύτητα 19 κόµβων.
Ο οπλισµός του ήταν παρόµοιος µε αυτό του πρώτου «Αιγαίον», σε ότι αφορούσε το διαµέτρηµα, δηλαδή αποτελούνταν από 2 πυροβόλα (SK) L / 55 των 100 χλστ. και τέσσερα Flak L / 70των 40 χλστ. Το πλήρωµά του έφτανε τα 164 άτοµα.
Φρεγάτα «Αιγαίον» F-460
Το τέταρτο κατά σειρά σκάφος µε το ίδιο όνοµα είναι η Φ/Γ «ΑΙΓΑΙΟΝ» η τρίτη κατά σειρά Φ/Γ τύπου Standard που αποκτήθηκε από το Πολεµικό Ναυτικό.
Οι δυο προηγούµενες είναι οι Φ/Γ «ΕΛΛΗ» και «ΛΗΜΝΟΣ».
Το όνοµα «ΑΙΓΑΙΟΝ» δόθηκε σε αναγνώριση της σπουδαιότητας του οµώνυµου Ελληνικού Αρχιπελάγους, που επί χιλιετηρίδες αποτελεί τον συνδετικό κρίκο µεταξύ του χερσαίου κορµού της χώρας µας και των Ανατολικών Ελληνικών νήσων.
Το πλοίο ναυπηγήθηκε στην Ολλανδία από το Royal Schelde Shipyardσε στενή συνεργασία µε το Ολλανδικό Ναυτικό.
Καθελκύστηκε την 13-7-78 και τέθηκε σε επιχειρησιακή χρήση την 29-10-80 µε την επωνυµία «BANCKERT».
Το 1992 αποφασίσθηκε η αγορά του, µαζί µε άλλα δυο του αυτού τύπου, από το Πολεµικό Ναυτικό στο οποίο και παραδόθηκε στις 14-5-93 µετονοµαζόµενο σε Φ/Γ «ΑΙΓΑΙΟΝ», ενώ το σκάφος έχει περάσει από το πρόγραµµα εκσυγχρονισµού στο οποίο υποβλήθηκαν συνολικά 6 σκάφη της κλάσης.