Η μαγική εικόνα της σοβιετικής παντοδυναμίας σύντομα θα άρχιζε να καταρρέει, όταν ένας παραδοσιακός εχθρός τόσο της τσαρικής Ρωσίας όσο και της ΕΣΣΔ, η Πολωνία, θα αποφάσιζε να σπάσει τα δεσμά της.
Η Πολωνία δέχτηκε τον Σεπτέμβριο του 1939 την επίθεση του Χίτλερ. Πολέμησε άνισα, ως σύμμαχος των Βρετανών και των Γάλλων, οι οποίοι εγγυήθηκαν την ακεραιότητά της.
Μετά την κατάληψη της χώρας, η πολωνική κυβέρνηση κατέφυγε στο Λονδίνο στο πλευρό των Συμμάχων, μαζί με χιλιάδες Πολωνούς στρατιώτες στο εξωτερικό και χιλιάδες μαχητές στο εσωτερικό.
Ωστόσο, η Πολωνία, γα πολιτικούς λόγους παραδόθηκε από Βρετανούς και Αμερικανούς στον Στάλιν. Οι Σοβιετικοί εγκαθίδρυσαν ένα κράτος μαριονέτα, υπό την εποπτεία των Πολωνών κομμουνιστών, καταπνίγοντας κάθε αντίθετη φωνή και χαρακτηρίζοντας «προδότες του λαού» ακόμα και τους ήρωες Πολωνούς αξιωματικούς και στρατιώτες που πολέμησαν τον Άξονα, ακόμα και τους ηρωικούς Πολωνούς μαχητές της Εξέγερσης της Βαρσοβίας, τον Αύγουστο του 1944, τους οποίους ο Στάλιν έβριζε ως φασίστες και οι στρατιώτες του τους αντίκριζαν, ατάραχοι, να σφαγιάζονται από τους Γερμανούς, λίγα μέτρα μακριά τους.
Αυτοί οι Πολωνοί λοιπόν μόνο ευγνωμοσύνη δεν θα μπορούσαν να νιώθουν για τη σοβιετική «απελευθέρωση». Ωστόσο, αν και υπήρξε αντίσταση για αρκετό χρόνο, τελικά υποτάχθηκαν στη συντριπτική σοβιετική υπεροχή. Το 1980 όμως οι συνθήκες φαίνεται πως είχαν πια ωριμάσει για μια νέα απόπειρα αναζήτησης της χαμένης ανεξαρτησίας.
Τον Αύγουστο του 1980 μια ομάδα εργαζομένων στα ναυπηγεία Λένιν του Γκαντσκ, υπό τον Λεχ Βαλέσα, με την υποστήριξη και της πολωνικής Καθολικής Εκκλησίας, αποφάσισε να ιδρύσει το πρώτο μη ελεγχόμενο από το κομμουνιστικό κόμμα συνδικάτο εργαζομένων.
Ο Βαλέσα είχε από νωρίς αναπτύξει αντικομμουνιστική δράση. Εργαζόταν στα ναυπηγεία από το 1970 και το έτος αυτό συμμετείχε στην πρώτη, παράνομη κατά τους κυβερνώντες, απεργία στα ναυπηγεία. Το 1976 διώχτηκε από τα ναυπηγεία. Δύο χρόνια αργότερα εντάχθηκε σε παράνομη συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία αποτέλεσε πρόγονο της «Αλληλεγγύης».
Τον Αύγουστο του 1980 ξέσπασε η απεργία στα ναυπηγεία Λένιν και οι εργάτες τα κατέλαβαν. Στις 14 Αυγούστου ο Βαλέσα εξελέγη από τους απεργούς επικεφαλής της κίνησης και ίδρυσαν επίσημα το συνδικάτο «Αλληλεγγύη».
Σύντομα όμως οι κυβερνώντες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια γενικευμένη αντίδραση των Πολωνών σε ολόκληρη τη χώρα, ο πληθυσμός της οποίας σχεδόν στο σύνολό του τάχθηκε υπέρ της «Αλληλεγγύης».
Η σοβιετική αντίδραση
Η μεγάλη και ταχεία εξάπλωση των «ταραχών» στην Πολωνία θορύβησε έντονα την ηγεσία του Κρεμλίνου.
Η πρώτη σκέψη των εγκεφάλων του Πολιτμπιρό ήταν ότι επρόκειτο για κατευθυνόμενη από τη Δύση αντισοβιετική συνομωσία – θεωρία που ακόμη προβάλλεται και από τους εν Ελλάδι νοσταλγούς της πάλαι ποτέ ΕΣΣΔ. Η θεώρηση αυτή έχει φυσικά βάση και κάτι τέτοιο είναι απόλυτα λογικό.
Αυτό όμως που αρνούνταν η ηγεσία του Κρεμλίνου να αντιληφθεί ήταν ότι οι δικές της ενέργειες επί δεκαετίες ήταν αυτές που έστρεψαν μαζικά εναντίον της τους Πολωνούς, τους Ούγγρους, του Τσεχοσλοβάκους, τους Ρουμάνους, τους κατοίκους των Βαλτικών κρατών κ.λπ.
Η δική τους εμμονή σε στερεότυπα, η δική τους αδυναμία να αντιληφθούν τις ιδιαιτερότητες και τις παραδόσεις του κάθε λαού, τον οποίο οι ηγέτες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» επέμεναν να βάζουν στο ίδιο τσουβάλι, ήταν η γενεσιουργός αιτία της εναντίον τους αντίδρασης.
Οι θρησκευτικές διώξεις, οι ανόητες απαγορεύσεις και η γενικότερη αρτηριοσκλήρυνση του καθεστώτος επέφεραν τα αυτά αποτελέσματα. Γιατί ακόμα και αν δεχτούμε ανεπιφύλακτα την άποψη ότι ο Βαλέσα ήταν πράκτορας των ΗΠΑ, θα μπορούσαμε να δεχτούμε την ίδια θεώρηση για τους εξεγερμένους της Βουδαπέστης, θα μπορούσαν οι μετέχοντες στην Άνοιξη της Πράγας να χαρακτηριστούν και αυτοί πράκτορες;
Η ουσία είναι ότι ο κάθε αντίπαλος εκμεταλλεύεται τις εκάστοτε αδυναμίες του πολεμίου και τις επιτείνει στο μέτρο του δυνατού. Και φυσικά η «Αλληλεγγύη» είχε επαφές με την πολωνική Εκκλησία, το Βατικανό και τον πολωνικής καταγωγής πάπα Ιωάννη Παύλο Β ́, με τους Πολωνούς εξόριστους που ζούσαν στη Δύση από το 1945, διωγμένοι από τη χώρα για την οποία πολέμησαν. Θα έπρεπε να θεωρείται αφύσικο κάτι τέτοιο;
Σε πρώτη φάση πάντως η τρόικα που ουσιαστικά κυβερνούσε εκείνη την εποχή την ΕΣΣΔ, οι Αντρόποφ, Ουστίνοφ και Γκρομίκο (ο Μπρέζνιεφ διοικούσε από απόσταση πια), είχαν να ανησυχούν για τυχόν εξάπλωση της εξέγερσης εντός αυτών των ίδιων των σοβιετικών συνόρων. Υπήρχαν άλλωστε ήδη ανάλογες εξεγέρσεις στις Βαλτικές χώρες και ιδίως στη Λετονία.
Ο Αντρόποφ με αναφορά του ενημέρωνε το Πολιτμπιρό (Πολιτικό Γραφείο) ότι: «…τα γεγονότα στην Πολωνία επηρεάζουν την κατάσταση στις δυτικές επαρχίες της χώρας μας, ειδικά στη Λευκορωσία».
Ενόψει μιας ενδεχόμενης ενδοσοβιετικής εξέγερσης αποφασίστηκε τότε το εκ νέου κατέβασμα του σιδηρού παραπετάσματος. Οι σοβιετικές Αρχές σφράγισαν τα σύνορα με την Πολωνία. Κάθε επαφή απαγορεύτηκε, προγράμματα ανταλλαγής μαθητών, πολιτιστικές ανταλλαγές, τουρισμός. Οι συνδρομές σε πολωνικά έντυπα διακόπηκαν, οι πολωνικοί ραδιοσταθμοί έξαφνα άρχισαν να μην ακούγονται από τα παράσιτα.
Όλοι τότε, εντός και εκτός των τειχών, ήταν βέβαιοι ότι μια νέα επιχείρηση τύπου Πράγας ετοιμάζονταν. Ωστόσο, αυτός που αντέδρασε σε μια νέα στρατιωτική επιχείρηση, ειδικά κατά των Πολωνών ήταν ο Μπρέζνιεφ.
Ο Σοβιετικός ηγέτης σωστά διείδε ότι μια τέτοιου τύπου επιχείρηση θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες, κατ’ αρχήν στην Πολωνία, όπου μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και σε εμφύλιο πόλεμο, αλλά και ευρύτερα σε παγκόσμιο επίπεδο, από τη στιγμή μάλιστα που ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου ήταν ο Ρόναλντ Ρέιγκαν, ένα «γεράκι», σε σχέση με το «περιστέρι» Κάρτερ.
Ωστόσο, μόνο στενός κύκλος των συνεργατών του Μπρέζνιεφ γνώριζε την πρόθεσή του να μην εισβάλει στην Πολωνία. Στους κόλπους της σοβιετικής ηγετικής ομάδας όμως υπήρχαν αντιδράσεις.
Ο υπουργός Άμυνας Ντμίτρι Ουστίνοφ ήταν ο φανατικότερος υπέρμαχος της στρατιωτικής εισβολής στην Πολωνία, με το σκεπτικό ότι αν χανόταν η Πολωνία οι σοβιετικές δυνάμεις στην Ανατολική Γερμανία θα απομονώνονταν.
Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας θα κατέρρεε, έλεγε, χωρίς την Πολωνία. Στη θεώρησή του αυτή είχε αρωγό και τον στρατιωτικό διοικητή των δυνάμεων του Συμφώνου της Βαρσοβίας στρατάρχη Βίκτορ Κουλίκοφ.
Ο Αντρόποφ, ο ηγέτης της KGB από την άλλη, ο άνθρωπος που σχεδίασε τις σοβιετικές εισβολές στην Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και το Αφγανιστάν, αυτήν τη φορά διαφωνούσε. Η διαφωνία του είχε να κάνει με την επιθυμία του να «χριστεί» διάδοχος του Μπρέζνιεφ – κάτι που πέτυχε.
Τυχόν εισβολή στην Πολωνία θα «σκότωνε την ευρωπαϊκή detente», όπως έλεγε, το μορατόριουμ, δηλαδή, που επικρατούσε στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης, το οποίο είχε ήδη σοβαρά διαταραχθεί από την εισβολή στο Αφγανιστάν.
Υπήρχε, κατά τον Αντρόποφ, φόβος να τιναχτούν στον αέρα ακόμα και οι Συμφωνίες του Ελσίνκι (τελική πράξη Ελσίνκι για την ασφάλεια και τη συνεργασία στην Ευρώπη). Έπρεπε λοιπόν να αναζητηθεί ένας άλλος τρόπος δράσης.
«Ο νέος Πιλσούντσκι»
Ωστόσο, το Κρεμλίνο δεν ήταν αποφασισμένο να εγκαταλείψει την Πολωνία. Ο ειδικός επίτροπος για το «πολωνικό πρόβλημα» Μιχαήλ Σουσλόφ εισηγήθηκε θα ήταν προτιμότερο να δεχτούν «μερικούς σοσιαλδημοκράτες στην πολωνική κυβέρνηση», παρά να επέμβουν στρατιωτικά.
Ο Πολιτμπιρό όμως είχε ήδη αρχίσει να επεξεργάζεται το σενάριο του νέου Πιλσούντσκι. Όπως είναι γνωστό, ο στρατάρχης Γιόζεφ Πιλσούντσκι ήταν ο ήρωας της πολωνικής ανεξαρτησίας, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ο άνδρας που απέκρουσε την σοβιετική εισβολή του 1920 και θεωρείται ο πατέρας του σύγχρονου πολωνικού κράτους. Οι Σοβιετικοί ηγέτες αναζητούσαν λοιπόν έναν νέο, ελεγχόμενο από τους ίδιους Πολωνό ηγέτη, ο οποίος θα εγκαθιστούσε δικτατορικό καθεστώς. Δύο ήταν οι βασικοί υποψήφιοι για αυτήν τη θέση.
Ο πρώτος ήταν ο Στανιζλάβ Κάνια, γενικός γραμματέας του ΚΚ Πολωνίας και ο άλλος ο αρχηγός των πολωνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο στρατηγός Βόιτσεκ Γιαρουζέλσκι. Η σοβιετική ηγεσία είχε ήδη προσεγγίσει τον Κάνια, αλλά αυτός δεν διέθετε το σθένος να κινηθεί. Ο Κάνια είχε καταρρεύσει ψυχολογικά από τα γεγονότα και έβρισκε παρηγοριά μόνο στο ποτό.
Για να πιέσουν τον Κάνια να πάρει μέτρα, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να τον οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Πολωνία. Για τον σκοπό αυτό οι δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας πραγματοποίησαν μεγάλης κλίμακας ασκήσεις επί πολωνικού εδάφους. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχε ξεκινήσει και η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1968.
Ο Κάνια παρ’ όλα αυτά δεν αντέδρασε. Έτσι τον Μάρτιο του 1981 κλήθηκε στη Μόσχα μαζί με τον Γιαρουζέλσκι. Ο Κάνια συναντήθηκε πρώτα με τον Ουστίνοφ, ο οποίος του μίλησε πολύ σκληρά. Ύστερα από έντονη λογομαχία ο Ουστίνοφ του είπε: «Σύντροφε Κάνια, η υπομονή μας εξαντλήθηκε. Έχουμε ανθρώπους στην Πολωνία στους οποίους μπορούμε να βασιστούμε.
Σου δίνουμε προθεσμία δύο εβδομάδων να επαναφέρεις την τάξη στην Πολωνία». Η όλη σκηνοθεσία θα έπρεπε να πείσει τον Πολωνό ηγέτη να λάβει τα αναγκαία μέτρα κατά της «Αλληλεγγύης». Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν συνέβη, όπως άλλωστε δεν πραγματοποιήθηκε και η πολυδιαφημιζόμενη σοβιετική εισβολή.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι Σοβιετικοί από το καλοκαίρι του 1981 έκαναν ότι μπορούσαν για να ανακαλύψουν και να οργανώσουν «υγιείς» δυνάμεις εντός του πολωνικού ΚΚ, οι οποίες θα ασκούσαν επιπλέον πίεση στον Κάνια και τον Γιαρουζέλσκι.
Σύντομα όμως απογοητεύτηκαν, αφού οι σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές στην Πολωνία ήταν πλέον είδος προς εξαφάνιση. Υπήρχαν ορισμένοι πεπαιδευμένοι κομμουνιστές, οι οποίοι όμως είχαν ταχθεί υπέρ της πραγματοποίησης σημαντικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από τη Μόσχα, επιεικώς, ως «δεξιοί αναθεωρητές».
Οι εξελίξεις αυτές πάντως δεν τρόμαξαν μόνο το Κρεμλίνο. Στο Βερολίνο, στη Βουδαπέστη, στην Πράγα και κυρίως στο Βουκουρέστι το πολωνικό ζήτημα προκάλεσε φόβο γενικευμένης εξέγερσης. Οι ηγέτες της Αν. Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Τσεχοσλοβακίας και ιδίως ο Ρουμάνο Νικολάι Τσαουσέσκου επισκέφτηκαν τον Μπρέζνιεφ, το καλοκαίρι του 1981 στην Κριμαία και του ζήτησαν ανοικτά να εισβάλει στην Πολωνία.
Ο Μπρέζνιεφ αρνήθηκε. Ένας επιπλέον λόγος για την άρνησή του αυτή ήταν και το οικονομικό κόστος μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής επιχείρησης κατά της Πολωνίας και το κόστος συντήρησης των στρατευμάτων κατοχής. Η ΕΣΣΔ δεν ήταν σε θέση, οικονομικά, να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος! Τη δεκαετία του 1980 η ΕΣΣΔ χρηματοδοτούσε 69 συμμαχικές και δορυφόρους χώρες και κινήματα ανά την υφήλιο.
Επίσης, από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960 και μετά πάνω από το 25% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ξοδεύονταν ετησίως σε στρατιωτικές δαπάνες. Το καθεστώς παραδοσιακά προσπαθούσε να κλείσει τις «μαύρες τρύπες» του προϋπολογισμού είτε μέσω λαϊκών ομολογιών, είτε πουλώντας βότκα με αποτέλεσμα -κρυφά φυσικά από τους πολίτες- να υπάρχει πλέον ένα τεράστιο οικονομικό έλλειμμα. Η ΕΣΣΔ είχε επίσης έσοδα από την πώληση πετρελαίου και φυσικού αερίου. Όμως, ενώ οι διεθνείς τιμές των προϊόντων αυτών είχαν τετραπλασιαστεί στην περίοδο αυτή, η Μόσχα ήταν υποχρεωμένη να τροφοδοτεί τα δορυφόρα καθεστώτα όχι μόνο στη μισή τιμή, αλλά και καλύπτοντας το κόστος με χαμηλότοκα δάνεια.
Ουσιαστικά δηλαδή, δάνειζε χρήματα στα «σοσιαλιστικά» καθεστώτα για να αγοράζουν το πετρέλαιο και το φυσικό της αέριο στη μισή από την κανονική τιμή! Σοβιετικοί οικονομολόγοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου στους κυβερνώντες αλλά δεν εισακούγονταν, με το σκεπτικό ότι αν η Μόσχα έπαυε τη χρηματοδότηση των καθεστώτων αυτών, αυτά θα κατέρρεαν, με όποια επίπτωση θα είχε κάτι τέτοιο.
Ήταν άλλωστε τα καθεστώτα αυτά τόσο λαοπρόβλητα! Σημαντικός παράγοντας ήταν και τα οικονομικά μέτρα κατά της ΕΣΣΔ που έλαβαν οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν. Το γεγονός αυτό είχε σημαντικότερες επιπτώσεις στις δορυφόρους χώρες της ΕΣΣΔ στην Ευρώπη, των οποίων οι «λαϊκές οικονομίες» βάδιζαν κατά κρημνό και για τις οποίες οι εμπορικές επαφές με τη Δύση ήταν μάννα εξ ουρανού.
Μόνο στην Πολωνία, οι Σοβιετικοί, σε μια προσπάθεια να ξεπεραστεί η κρίση, έδωσαν 4 δισ. δολάρια στο τετράμηνο Αυγούστου-Δεκεμβρίου 1980, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα. Η πολωνική οικονομία, συνεπεία και των απεργιών, άρχισε να αποσυντίθεται και τα αντισοβιετικά αισθήματα να κορυφώνονται.
Και όμως, η ΕΣΣΔ είχε παραχωρήσει τα χρήματα αυτά κυριολεκτικά από το υστέρημά της αφού την ίδια ώρα, εντός των συνόρων, η επισιτιστική κατάσταση άρχισε να εκτραχύνεται. Το βούτυρο, το κρέας, το πετρέλαιο, σε ορισμένες περιπτώσεις και το ψωμί ακόμα, άρχισαν να λείπουν. Οι πολίτες μπορούσαν να τα βρουν μόνο στη μαύρη αγορά σε σημαντικά υψηλότερες φυσικά τιμές.
Μεγάλες ουρές πολιτών σχηματίζονταν στα καταστήματα ακόμα και στην προνομιούχο Μόσχα. Στην Πολωνία η κατάσταση ήταν χειρότερη και για αυτό η Μόσχα υπέστη τον έσχατο εξευτελισμό να επιτρέψει την παροχή τροφίμων στους Πολωνούς από τη Δύση. Τον Νοέμβριο του 1980 η κατάσταση ήταν τόσο τραγική που ο Μπρέζνιεφ ενημέρωσε τους «συντρόφους» σε Αν. Γερμανία, Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και Βουλγαρία ότι θα σταματούσε την παροχή πετρελαίου στις χώρες αυτές με σκοπό «να πουλήσει το πετρέλαιο στην καπιταλιστική αγορά για να εξασφαλιστεί σκληρό συνάλλαγμα», για να βοηθηθεί το πολωνικό καθεστώς.
Στις 18 Οκτωβρίου ο Γιαρουζέλσκι έκανε την πρώτη του κίνηση. Κατέχοντας ήδη τη θέση και του πρωθυπουργού –η οποία πάντως μικρή βαρύτητα είχε– παραμέρισε τον Κάνια και ανέλαβε την ηγεσία του πολωνικού ΚΚ. Ο Γιαρουζέλσκι ήταν η τελευταία ελπίδα της Μόσχας. Ο στρατηγός Γιαρουζέλσκι ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Μετά το αναίσχυντο μοίρασμα της Πολωνίας μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν το 1939, ο Γιαρουζέλσκι είχε συλληφθεί από την τρομερή NKVD και είχε γνωρίσει τις ομορφιές της Σιβηρίας.
Εκεί «αναμορφώθηκε», προφανώς επιθυμώντας να ζήσει, και κατετάγη στα υπό σοβιετική διοίκηση πολωνικά στρατεύματα. Μετά τον πόλεμο παρέμεινε στον «λαϊκό» πλέον πολωνικό Στρατό και έφτασε στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, λόγω της εμπιστοσύνης της Μόσχας την οποία απολάμβανε.
Αν και αντιστάθηκε για μήνες στις σοβιετικές πιέσεις για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, τελικά υπέκυψε, γιατί, αν η χώρα δεν έβγαινε από την κρίση, ο χειμώνας που μόλις είχε μπει προβλεπόταν φονικός, με δεδομένες τις ελλείψεις σε τρόφιμα και καύσιμα, αλλά και γιατί η μετριοπαθής ηγεσία της «Αλληλεγγύης» είχε ήδη υπερκεραστεί από φανατικότερα στοιχεία που ζητούσαν πλέον ανοικτά την κατάργηση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Πολωνία.
Έτσι, ο Γιαρουζέλσκι άρχισε κρυφά να προετοιμάζει τις κινήσεις του, χωρίς όμως να ενημερώσει άμεσα το Κρεμλίνο. Στη Μόσχα, ο Πολωνός στρατηγός ανέφερε μονάχα συνεχώς ότι φοβόταν την επίσημη σύμπραξη της Καθολικής Εκκλησίας με την «Αλληλεγγύη» και την έκρηξη «ιερού πολέμου» στη χώρα. Παράλληλα, ζητούσε οικονομική βοήθεια από τη Μόσχα και ρωτούσε αν υπήρχαν σοβιετικά στρατεύματα σε άμεση ετοιμότητα να τον ενισχύσουν αν χρειαζόταν.
Η αναφορά αυτή του Γιαρουζέλσκι άναψε φωτιές στο Κρεμλίνο. Αμέσως συγκλήθηκε σύσκεψη του Πολιτμπιρό στην οποία ο Αντρόποφ δήλωσε ξεκάθαρα ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν σε θέση να επέμβει στην Πολωνία, ακόμα και η «Αλληλεγγύη» κέρδιζε την εξουσία! «Ο Γιαρουζέλσκι», είπε, «προσπαθεί να μας φορτώσει τα πάντα». «Πρέπει να σκεφτούμε πρώτα απ’ όλα την ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ. Η σκέψη αυτή πρέπει να είναι ο οδηγός μας», κατέληξε.
Ο Αντρόποφ γνώριζε ότι οι ελλείψεις σε τρόφιμα ακόμα και στη Μόσχα και το Λένινγκραντ απειλούσαν να τινάξουν στον αέρα και τη σοβιετική εσωτερική σταθερότητα. Φοβόταν ότι η εξέγερση των Πολωνών εργατών μπορούσε να μεταδοθεί και στους Σοβιετικούς εργάτες.
Ενώπιον της γενικευμένης κρίσης μάλιστα, ο αρχηγός της KGB δεν δίστασε να ζητήσει ανοικτά την εγκατάλειψη του «Δόγματος Μπρέζνιεφ» -της αρχής δηλαδή ότι καμία δορυφόρος της ΕΣΣΔ χώρα δεν θα επιτραπεί να εγκαταλείψει το Σύμφωνο της Βαρσοβίας- και την εγκατάλειψη των προσπαθειών «εξαγωγής της σοσιαλιστικής επανάστασης».
Ο Γιαρουζέλσκι τελικά επέβαλε τον στρατιωτικό νόμο στις 13 Δεκεμβρίου του 1981, εξαλείφοντας την άμεση απειλή για το Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η πολωνική κρίση φαινόταν να έχει τελειώσει.
Στην πραγματικότητα, μια νέα μεγάλη κρίση μόλις έμπαινε στην τελική της φάση, η κρίση της ΕΣΣΔ και του «υπαρκτού σοσιαλισμού» γενικότερα, και η πολωνική κρίση συνεχίστηκε ουσιαστικά σε οικονομικό επίπεδο για την ΕΣΣΔ.
Η Πολωνία για να ορθοποδήσει χρειάστηκε νέα γενναία οικονομική ενίσχυση από την ΕΣΣΔ, τόσο με τη μορφή κονδυλίων, όσο και με τη δωρεάν παραχώρηση πρώτων υλών, τροφίμων και κυρίως καυσίμων.
Επίλογος
Η πολωνική κρίση ήταν η σοβαρότερη που ταλάνισε μέχρι τότε την ΕΣΣΔ και ήταν αυτή που υπέσκαψε θανάσιμα τα θεμέλια του ανελεύθερου καθεστώτος της.
Η ΕΣΣΔ, μετά την καταστολή και της εξέγερσης της Άνοιξης της Πράγας, το 1968, ένιωθε πανίσχυρη, ικανή να αντιμετωπίσει το αντίπαλο δέος επί ίσοις όροις. Στην πραγματικότητα, η πολιτική που ακολουθούσε η ηγετική ομάδα Μπρέζνιεφ ήταν αδιέξοδη και οδηγούσε μοιραία στην πτώση.
Η κρίση με την Πολωνία όμως έκανε τους Σοβιετικούς ηγέτες να καταλάβουν για πρώτη φορά ίσως τα όρια τους, τα όρια των δυνατοτήτων του κράτους τους και του καθεστώτος τους.
Ήταν πλέον φανερό ότι η «παλαιά φρουρά» του Κρεμλίνου είχε οδηγήσει την κατάσταση στα τελευταία της όρια. Αυτή ήταν η πραγματική αιτία της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ.