Τον Απρίλιο του 1828, τρεις μήνες μετά την άφιξή του στο Ναύπλιο, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, ήρθε αντιμέτωπος με την πανδημία της πανώλης, τις πρώτες μέρες εμφάνισης της στην Ύδρα και τις Σπέτσες πέθαιναν περίπου 80 με 100 άνθρωποι τη μέρα.
Η πανώλη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1828 από την Υδρα και σύντομα επεκτάθηκε στα υπόλοιπα νησιά. Ο κυβερνήτης, έχοντας ιατρικές γνώσεις, αντιλήφθηκε αμέσως τον κίνδυνο και επέβαλε καραντίνα 50 ημερών στους κατοίκους, οι οποίοι αρχικά δέχθηκαν τα μέτρα ευχαριστώντας τον Καποδίστρια. Η επιδημία όμως δεν υποχωρούσε, που σημαίνει πως μάλλον εν τοις πράγμασι τα μέτρα δεν τηρούνταν. Ο Καποδίστριας σύντομα αναγκάστηκε να λάβει ακόμη πιο σκληρά μέτρα: παράταση της καραντίνας και «ζώνες» περιορισμού της νήσου με λέμβους που θα έλεγχαν τον αποκλεισμό της Υδρας. Τα μέτρα πάλι δεν είχαν αποτέλεσμα. Σύντομα η πανώλη μεταφέρθηκε σε Αργολίδα, Σπέτσες, Πόρο, Μέγαρα, Χαλκίδα και Καλάβρυτα, σημαίνοντας συναγερμό.
Τον ρόλο του ελέγχου και της επιβολής του νόμου ανέλαβε ο Βιάρος Καποδίστριας, αδελφός του κυβερνήτη, που ταξίδεψε στην Πελοπόννησο.
Ο Βιάρος αμέσως αυστηροποίησε την καραντίνα διορίζοντας επιστάτες επιφορτισμένους με το έργο να επισκέπτονται κάθε μέρα όλα τα σπίτια του νησιού ψάχνοντας για νέα κρούσματα. Αν συναντούσαν ασθενή, όφειλαν να τον περιορίσουν στο σπίτι του. Οι επιστάτες των λιμανιών όφειλαν να εμποδίζουν τον απόπλου όλων των πλοίων εκτός των αλιευτικών, ενώ καθόριζε μια νέα αγορά για προμήθειες με νέους αυστηρούς κανόνες υγιεινής.
Η οικονομία είχε καταστραφεί και σύντομα άρχισαν οι αντιδράσεις από τους εμπόρους κυρίως των νησιών, που κατηγορούσε την κυβέρνηση για περιορισμό των ελευθεριών και ζητούσε χαλάρωση των μέτρων. Ο Καποδίστριας δεν επέτρεπε καμία εμπορική δραστηριότητα αν δεν έμεναν χωρίς κρούσματα επιδημίας για τουλάχιστον 40 ημέρες συνεχόμενες.
Στις 19 Μαΐου 1828 ο Καποδίστριας επέκτεινε την καραντίνα των νησιών στα παράλια της Αττικής, στην Εύβοια και στον κόλπο του Βόλου. Όλα αυτά τα αυστηρά μέτρα σύντομα απέδωσαν καρπούς στην Ύδρα και η επιδημία εξαλείφθηκε πλήρως στο νησί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.Η επιδημία όμως είχε παρουσιάσει τα περισσότερα κρούσματα στον Πόρο και αυτό ανάγκασε τον Καποδίστρια να επιφορτίσει τον διάσημο Ελβετό γιατρό Λουί Αντρέ Γκοσέ, τον οποίο εξουσιοδότησε να κάνει όσα έκρινε εκείνος σωστά ώστε να αναχαιτίσει την πανώλη. Ο Γκοσέ επέβαλε έκτακτα μέτρα, διέταξε την έξοδο των αρρώστων από τα σπίτια και την τοποθέτηση τους κάτω από την σκιά φυλλωμάτων σε απόσταση έξι μέτρων του ενός από τον άλλο. Παράλληλα χρησιμοποίησε την ιατρική τεχνική της ”καυτηρίασης των οιδημάτων” που εμπόδισε την εξάπλωση της επιδημίας, όρισε λοιμοκαθαρτήρια, επέβαλλε την καύση των ρούχων των νεκρών, την ματαίωση των εκκλησιασμών, κλείσιμο των καφενείων κτλ.
Με αυταπάρνηση ο Ελβετός γιατρός –που κινδύνευσε και ο ίδιος– συνέβαλε αποφασιστικά στη μείωση των κρουσμάτων και η –τότε– Ελλάδα πέτυχε να εξαλείψει την επιδημία, που είχε ξεκινήσει τον Απρίλιο, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Η χαλάρωση όμως των μέτρων έφερε δεύτερο κύμα τον Οκτώβριο, καθώς δεν τηρούνταν τα μέτρα υγιεινής. Η πιο σοβαρή αμέλεια των κατοίκων ήταν ότι δεν τηρούσαν τους αυστηρούς κανόνες υγιεινής καθώς και την ειδική διαδικασία καθαρισμού των ρούχων τους. Η επιδημία μεταδόθηκε από το Διακοφτό και στο χωριό Βραχνί που είχε 700 κατοίκους πέθαναν 53 άτομα, ενώ στα Καλάβρυτα που είχαν 1000 κατοίκους πέθαναν 15.
Τα Καλάβρυτα, ως επίκεντρο της επιδημίας, μπαίνουν σε καραντίνα, με στρατιωτικά σώματα να ελέγχουν την τήρηση των μέτρων. Ο Γάλλος συνταγματάρχης Σνάιντερ κατέβαλλε 1000 φράγκα ώστε να προμηθεύσει με νέα ρούχα τους κατοίκους της περιοχής. Χάρις τις συντονισμένες προσπάθειες όλων των αξιωματούχων της κυβέρνησης στην περιοχή, η επιδημία δεν διαδόθηκε στην υπόλοιπη Πελοπόννησο αλλά καταπολεμήθηκε και στις περιοχές που είχε κάνει την επανεμφάνισή της.
Ο Γκοσέ τιμήθηκε από τον Καποδίστρια με τα δικαιώματα του «γνησίου και αυτόχθονος Ποριώτου» και δεν ξέχασε ποτέ την Ελλάδα. Ακόμη και μετά την αποχώρησή του, συνέχισε ως μέλος της Φιλελληνικής Επιτροπής της Γενεύης να στέλνει χρήματα, διατηρούσε τακτική αλληλογραφία με τον Ιωάννη Καποδίστρια και τον αδερφό του Βιάρο, ενώ το 1838 επισκέφθηκε με την σύζυγο του την ελεύθερη Ελλάδα, όπου συνάντησε παλιούς φίλους και συναγωνιστές.
Σε ειδική τελετή ο Βασιλιάς Όθωνας του απένειμε το αριστείο του Αγώνος και τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος για τις μεγάλες υπηρεσίες που πρόσφερε στην Ελλάδα.