«Πέθανε στη ψάθα» λέει ο ελληνικός λαός όταν θέλει να εξηγήσει ότι κάποιος πέθανε σε κατάσταση μεγάλης ένδειας και φτώχειας, σύμφωνα με μία θεωρία, η φράση καθιερώθηκε μετά την ελληνική επανάσταση.
Το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ήταν κατεστραμμένο από τις πολεμικές συγκρούσεις. Τα οικονομικά μέσα ήταν πενιχρά και δεν υπήρχε η δυνατότητα συνταξιοδότησης των αγωνιστών και στρατιωτικών της επανάστασης. Όπως εξήγησε ο δικηγόρος Δημήτρης Σταθακόπουλος, πολλές οικογένειες που προεπαναστατικά είχαν καλή οικονομική κατάσταση, αλλά μετά την επανάσταση κατέληξαν πάμφτωχοι, δεν μπορούσαν να πληρώσουν το φέρετρο των συγγενών τους. Έτσι, έβαζαν τον σαβανωμένο νεκρό πάνω σε ένα ψάθινο χαλάκι της εκκλησίας, που το ονόμαζαν ψαθί.
Στη συνέχεια, πετούσαν τη σορό του νεκρού μέσα στον λάκκο και τον έθαβαν. Ο Δημήτρης Σταθακόπουλος ανέφερε το περιστατικό των προγόνων του. Ο προπάππους του ήταν ο Ιωάννης Tσορνωτόπουλος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης παρείχε σημαντική βοήθεια. Προεπαναστατικά είχε μεγάλη περιουσία στον οικισμό του Αγίου Θεοδώρου. Είχε αλώνι, καλύβια, κτήματα και αιγοπρόβατα. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης ήταν ο δημογέροντας του χωριού Λευκάσιο στην Αχαΐα. Υποστήριζε τη Φιλική Εταιρία και έδωσε όλη την περιουσία του στον αγώνα για την ενίσχυση των στρατιωτών και των συγχωριανών του.
Μετά την επανάσταση δεν αποζημιώθηκε ποτέ από το ελληνικό κράτος για τη συμβολή του στον αγώνα. Απεβίωσε το 1838 «επί της ψάθης», δηλαδή εντελώς φτωχός. Σε οικογενειακά αρχεία του Σταθακόπουλου βρέθηκε μια επιστολή των παιδιών του Tσορνωτόπουλου που ζητούσαν οικονομική ενίσχυση από το κράτος «Απωλέσαμε το σπίτι μας. Ζούμε σε κάτι καλύβια μαζί με τα κατσίκια. Δεν έχουμε να προικίσουμε τις ορφανές αδερφές μας. Εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε οικογένεια».
Βεβαίως το πάμφτωχο ελληνικό κράτος δεν είχε δυνατότητα να βοηθήσει ουσιαστικά τους αγωνιστές καθώς ακόμη και στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε καν η έννοια της κοινωνικής ασφάλισης ή της σύνταξης.