Γύρω στις οκτώ το πρωί, είδαν μέσα από τις χαραμάδες του πέτρινου τοίχου που περιτοίχιζε το χοιροστάσιο τον άνθρωπο που περίμεναν, να εισέρχεται στην αγορά του μικρού χωριού συνοδευόμενος από δύο ενόπλους. Μόλις πλησίασε αμέριμνος, σε μικρή απόσταση από το χοιροστάσιο, ολόκληρος ο τοίχος πετάχτηκε προς τα έξω αποκαλύπτοντας πέντε εφιαλτικές φιγούρες, οι οποίες θέρισαν με τα αυτόματα τυφέκιά τους τους τρεις άνδρες, μετατρέποντάς τους σε ματωμένα και διαμελισμένα ανδρείκελα.

Γρήγορα οι πέντε βατραχάνθρωποι έψαξαν το κορμί του φοροεισπράκτορα ανακαλύπτοντας δεκάδες χαρτονομίσματα σε πακέτα, «προσφορές» άλλων χωριών. Τα έχωσαν μέσα στα χιτώνιά τους και εξαφανίστηκαν μέσα στη ζούγκλα αφήνοντας πίσω τους έκπληκτους και τρομαγμένους χωρικούς, καθώς και ένα σημαντικό τμήμα –κατεστραμμένο πλέον– της πολιτικής δομής της σκιώδους κυβέρνησης των κομμουνιστών ανταρτών του Νότου.

Η αποστολή αυτή ήταν μια από τις χιλιάδες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος «Φοίνιξ» από τους Αμερικανούς στο Νότιο Βιετνάμ την περίοδο 1967-1973 και αποτελεί περιγραφή ενός βατραχανθρώπου SEAL του αμερικανικού Ναυτικού.

Το όνομα και μόνο «Φοίνιξ» προκαλούσε τρόμο στους Βιετκόνγκ, καθώς ήταν υπεύθυνο για χιλιάδες συλλήψεις και κυρίως δολοφονίες. Σκοπός του «Φοίνικα» ήταν η διάλυση της αόρατης κυβέρνησης των κομμουνιστών του Νότου, η οποία κατηύθυνε τον ανταρτοπόλεμο κατά της κυβέρνησης της Σαϊγκόν και των Αμερικανών συμμάχων της.

«Επαναστατικός Πόλεμος»

Το 1936 ο Μάο Τσε Τουνγκ είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «Επαναστατικός Πόλεμος» για να περιγράψει τον αγώνα του για επιβολή ενός κομμουνιστικού καθεστώτος στην Κίνα. Αυτός συνδύαζε τον παραδοσιακό ανταρτοπόλεμο με την προπαγάνδιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας.

Στόχος του Μάο δεν ήταν μόνο το σώμα των εχθρών ή φίλων, αλλά και το μυαλό και η ψυχή τους. Σ’ αυτόν τον παράλληλο πόλεμο χρησιμοποιούνταν πολιτική δράση και ψυχολογικές επιχειρήσεις. Οι κομμουνιστές δεν κατακτούσαν μόνο το κορμί των χωρικών που επιστράτευαν αλλά και την ψυχή τους, δίνοντάς τους ένα πολιτικό όραμα, ενώ ταυτόχρονα τους έπειθαν ότι η νίκη τους ήταν αναπόφευκτη εναντίον των παρηκμασμένων εχθρών τους.

Η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε στη Μαλαισία το 1950, αλλά απέτυχε χάρη στις βρετανικές μεθόδους αντεπαναστατικού αγώνα. Αποτυχία σημείωσε και στις Φιλιππίνες στις αρχές της δεκαετίας του ’50, όταν ο αρχιπράκτορας της CIA Edward Lansdale εφάρμοσε εναντίον των επαναστατών ιθαγενών Huk έναν αντιανταρτικό αγώνα που συνοδευόταν από πρόγραμμα κοινωνικής αναμόρφωσης και βοήθειας προς τους χωρικούς των πληγεισών περιοχών.

Η περίπτωση του Βιετνάμ, ωστόσο, ήταν πολύ πιο δύσκολη. Γεωγραφικά το Ν. Βιετνάμ δεν ήταν απομονωμένο όπως η Μαλαισία και οι Φιλιππίνες. Τα εκτενή σύνορά του επέτρεπαν τη διείσδυση μέσω δυσπρόσιτων τροπικών δασών ολόκληρων μεραρχιών του εχθρού, καθώς και τη δημιουργία αφανών γραμμών ανεφοδιασμού των ανταρτών από απρόσιτα στρατιωτικώς και πολιτικώς κέντρα.

Οι ΗΠΑ θα έπρεπε να εισβάλουν σε δύο χώρες (Καμπότζη και Λάος) για να σφραγίσουν τα δυτικά σύνορα του Ν. Βιετνάμ. Μια ενέργεια που θα σήμαινε τη χρησιμοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων στρατιωτών, με όλες τις πολιτικές επιπλοκές στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και διεθνή κατακραυγή και πιθανότατα επέμβαση της ΕΣΣΔ και της Κίνας με κίνδυνο να δημιουργηθεί μια νέα τεράστια «Κορέα».

Πολιτικά, η κατάσταση στο Ν. Βιετνάμ ήταν χαώδης. Η κυβέρνηση της Σαϊγκόν έπρεπε να πολεμά έναν ανταρτοπόλεμο, να προσπαθεί να δημιουργήσει μία δημοκρατία από ένα φεουδαρχικό καθεστώς, να καταπολεμήσει τη διαφθορά, ενώ ταυτόχρονα δεν ανεχόταν τις αμερικανικές παρεμβάσεις, αν και οι ΗΠΑ ήταν αυτές που τη συντηρούσαν. Επιπλέον, υπήρχε το αυστηρό μάτι των δυτικών μέσων μαζικής ενημέρωσης που δημοσιοποιούσαν όλα τα στραβά (καθώς αυτά είχαν ακροαματικότητα), σε αντίθεση με τον Βορρά όπου όλα διοχετεύονταν από το όργανο της κυβέρνησης του Χο Τσι Μινχ.

Οι Βιετκόνγκ, εκμεταλλευόμενοι καταρχάς το χαμηλό βιοτικό επίπεδο των χωρικών και την ομολογούμενη καταπίεση των τοπικών αρχόντων, πρόσφεραν στους Νοτιοβιετναμέζους διάφορα οράματα: εθνικά ανεξάρτητη χώρα, αναδιανομή της γης και κοινωνική επανάσταση. Η ιδεολογική τους κατήχηση και οι ψυχολογικές επιχειρήσεις τους είχαν ως δόλωμα τα ανωτέρω επιτεύγματα. Παράλληλα, όπου δεν «έπιπτε λόγος», «έπιπτε ράβδος». Η τρομοκρατία, στην πιο φρικτή της μορφή, ανάγκαζε τους ολιγόπιστους να συνεργασθούν.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ασφάλεια που παρείχαν τα στρατεύματα του Νότου ήταν ένας από τους λόγους για τον οποίο οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών διάλεγαν την πλευρά των Βιετκόνγκ.

Η δράση των Βιετκόνγκ είχε πολιτικούς περισσότερο παρά στρατιωτικούς στόχους. Οι επιθέσεις εναντίον κυβερνητικών φυλακίων και οι δολοφονίες δεν στόχευαν τόσο στους αντιπάλους των Βιετκόνγκ, αλλά στο να αποδείξουν στον πληθυσμό ότι η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να τους προστατέψει.

Ο πολιτικός αντικειμενικός σκοπός είχε πολύ μεγαλύτερο βάρος από τον στρατιωτικό, γιατί οι Βιετκόνγκ γνώριζαν ότι η καθαρά στρατιωτική νίκη ήταν αδύνατη. Δεν ήθελαν να προκαλέσουν τη συντριβή των στρατιωτικών δυνάμεων του Ν. Βιετνάμ, αλλά να δημιουργήσουν πολιτικές συνθήκες που θα ανέτρεπαν την κυβέρνηση και θα οδηγούσαν τον λαό σε επανάσταση ή τουλάχιστον σε άρνηση της συνεργασίας του, σε όλα τα επίπεδα –στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό– με τη Σαϊγκόν.

Οι Βιετκόνγκ ακολουθούσαν κατά γράμμα τα τέσσερα βασικά στάδια του επαναστατικού-ανταρτικού αγώνα. Το πρώτο είναι η ανατροπή, όπου ο εχθρός διεισδύει στον πληθυσμό, στρατολογεί μέλη και δημιουργεί δίκτυα· το δεύτερο είναι η χρήση μικρών στρατιωτικών δυνάμεων με τακτικές ανταρτοπόλεμου· το τρίτο είναι η επανάσταση και το τελικό, ο γενικός εμφύλιος πόλεμος.

Οι Βιετκόνγκ είχαν πετύχει και στα τέσσερα αυτά στάδια, με κορύφωση το έτος 1968, όπου στην εορτή της αλλαγής του έτους (Τet) εξαπέλυσαν μια γενική επίθεση σε όλη την επικράτεια του Ν. Βιετνάμ προκαλώντας στους αντιπάλους τους, αλλά και στους ίδιους, τεράστιες απώλειες. Στρατιωτικά έχασαν, ωστόσο νίκησαν πολιτικά στο εσωτερικό των ΗΠΑ. Οι σκηνές σφαγών και ολοκαυτωμάτων στην αμερικανική τηλεόραση ξεσήκωσαν θύελλα διαμαρτυριών από τον αμερικανικό λαό, ο οποίος άρχισε να πιέζει την κυβέρνησή του για πλήρη αποχώρηση από το Βιετνάμ.

Πίσω από την επιτυχία των Βιετκόνγκ υπήρχε ένας πολιτικός οργανισμός παράλληλος με τη νόμιμη κυβέρνηση και τις λειτουργίες της σε κάθε επίπεδο. Υπήρχε ένας νομάρχης Βιετκόνγκ για κάθε νομάρχη της Σαϊγκόν, ένας δήμαρχος Βιετκόνγκ για κάθε δήμαρχο της Σαϊγκόν, ένας κοινοτάρχης και αρχηγός χωριού για κάθε ανάλογο νόμιμο της κυβέρνησης. Υπήρχε υπουργείο οικονομικών και φορολογικό σύστημα με φοροεισπράκτορες που συνέλεγαν «εισφορές» από τα χωριά, υπήρχε υπουργείο Στρατιωτικών που στρατολογούσε έστω και βίαια νεοσύλλεκτους, υπήρχε υπουργείο Προπαγάνδας που περιφερόταν στα χωριά ευαγγελιζόμενο τον κομμουνιστικό παράδεισο που ήθελαν να επιβάλουν οι «σύντροφοι» του Βορρά.

Η πολιτική αυτή δομή αποτελείτο από μέλη του Λαϊκού Επαναστατικού Κόμματος (Κομμουνιστικό Κόμμα Ν. Βιετνάμ), το οποίο στην ουσία ήταν κλάδος του Lao Dong, του Κ.Κ. Βορείου Βιετνάμ. Τα σκληροπυρηνικά αυτά μέλη σχεδίαζαν, επέβλεπαν και διεύθυναν όλες τις δραστηριότητες των Βιετκόνγκ, ενώ προετοίμαζαν χώρους υποδοχής και παραμονής μεγάλων στρατιωτικών μονάδων του Βορρά που διείσδυαν στον Νότο μέσω των δυτικών συνόρων, από το Λάος ή την Καμπότζη. Επιπλέον, ήταν αυτοί που καθοδηγούσαν σε άγνωστες περιοχές τα στρατεύματα αυτά για να διεξάγουν τις επιθέσεις τους κατά των βάσεων του νοτιοβιετναμέζικου Στρατού.

Η παρακυβέρνηση του ΚΚΝΒ είχε δημιουργήσει ένα τεράστιο δίκτυο εθελοντών και μη, πρακτόρων-παρατηρητών, που επέβλεπαν κάθε κίνηση του στρατού της Σαϊγκόν, γνώριζαν τι γινόταν στα στρατόπεδά τους, τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αξιωματικών τους, ενώ σχεδόν πάντα υπήρχαν και Βιετκόνγκ στις τάξεις του κυβερνητικού Στρατού, πολλές φορές σε ανώτατα επίπεδα.

Οι κομμουνιστικοί «τυφλοπόντικες» είχαν τρυπώσει και στον πολιτικό μηχανισμό του Ν. Βιετνάμ μετά την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή των Γάλλων. Η ηγεσία του Ανόι προέβλεπε για το μέλλον, με αποτέλεσμα ανώτατα στελέχη του στρατού και της κυβέρνησης της Σαϊγκόν να είναι υψηλόβαθμοι Βιετκόνγκ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αντισυνταγματάρχη Pham Ngoc Thao, ο οποίος θεωρείτο ένας από τους πιο λαμπρούς αξιωματικούς του Νότου και γι’ αυτό τοποθετήθηκε διοικητής της επαρχίας Ben Tre.

Στην επαρχία αυτή η δραστηριότητα των Βιετκόνγκ μηδενίστηκε οικειοθελώς από τους ίδιους, ώστε ο ίδιος να λάβει εύσημα καλής διοίκησης. Ωστόσο, το Ben Tre αποτελούσε χώρο ανάπαυσης και ανασυγκρότησης των Βιετκόνγκ των γειτονικών επαρχιών, στις οποίες η δράση των Βιετκόνγκ είχε αυξηθεί κατακόρυφα! Επιπλέον, ο Thao ήταν από τους πιο συχνούς πραξικοπηματίες και πάντα μπλεκόταν σε ίντριγκες, δημιουργώντας αναταραχή και αποξενώνοντας την κυβέρνηση από τον λαό.

Αμερικανική αντίδραση: «Ειρήνευση»

Ο πρόεδρος Κένεντι ήταν από τους πρώτους που αντελήφθησαν τη νέα μορφή πολέμου που εξαπλωνόταν στην υδρόγειο από τον αντίπαλο κομμουνιστικό συνασπισμό: τον ανταρτοπόλεμο. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός ειδικού συμβουλίου μέσα στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας (NSC), το οποίο ονομαζόταν Special Group (Counter-Insurgency), δηλαδή Ειδική Ομάδα (Αντι-ανταρτοπολέμου).

Η δράση του SG(CI) αφορούσε σε ειρηνευτικές μεθόδους, όπως χτίσιμο σχολείων, παροχή φύτρων για σπορά, ιατρεία κλπ., χωρίς όμως να συνοδεύονται από πολιτική προπαγάνδα. Όμως ο «απολιτικός» χαρακτήρας της δράσης αυτής δεν μπορούσε να ανταγωνισθεί τον ιδεολογικό, ψυχολογικό πόλεμο που είχαν εξαπολύσει οι Βιετκόνγκ.

Ο στρατηγός Lansdale, σε ένα άρθρο του το 1964 με τίτλο «Βιετνάμ: Μπορούμε να κατανοήσουμε την Επανάσταση;» συνέκρινε το Βιετνάμ με τις Φιλιππίνες και τη Μαλαισία, υπογραμμίζοντας ότι για να επιτύχει ο αντι-ανταρτοπόλεμος πρέπει «να υπάρχει ένας σκοπός που να τον αισθάνονται οι χωρικοί βαθιά μέσα στην καρδιά τους και στον οποίο να είναι αφοσιωμένη η κυβέρνηση, ένας σκοπός που να είναι πιο ελκυστικός από αυτόν που προσφέρουν οι κομμουνιστές».

Με άλλα λόγια, γινόταν ένα είδος προεκλογικής εκστρατείας για να κερδηθούν ψηφοφόροι, μόνο που ο αγώνας γινόταν με πολυβόλα και χειροβομβίδες, εκτός από τις υποσχέσεις για παροχές. Η αντιμετώπιση των υποσχέσεων των Βιετκόνγκ, που έταζαν «τον ουρανό με τ’ άστρα» στους χωρικούς, προϋπέθετε την ύπαρξη ενός προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης με αναδιανομή της γης, οικονομική βελτίωση και κοινωνικές παροχές (σχολεία, ιατρεία, κοινωφελή έργα).

Ωστόσο, για να πετύχουν τα προγράμματα αυτά, έπρεπε να περιβάλλονται με ένα δίκτυ ασφαλείας, ώστε να αντιμετωπισθεί η δολιοφθορά των Βιετκόνγκ και η τρομοκρατία κατά των χωρικών, η οποία τους εμπόδιζε να δεχτούν τις προσφορές αυτές.

Μια μέθοδος ήταν η συγκέντρωση του αγροτικού πληθυσμού σε προστατευμένες περιοχές, ώστε να χωρισθεί ο αντάρτης από τη «θάλασσα» που κολυμπούσε, σύμφωνα με τον Μάο, ενώ ταυτόχρονα οι περιοχές αυτές θα ήταν καταλληλότερες για παροχή προστασίας από τον εχθρό. Το πρώτο σχέδιο του προέδρου του Ν. Βιετνάμ, Ντιέμ, ονομαζόταν «Agrovilles».

Κάθε χωριό τύπου Agroville θα διέθετε 400 οικογένειες (2.000-3.000 άτομα) και θα είχε υπεραγορά, ηλεκτροδότηση, σχολεία και νοσοκομεία. Οι αγρότες, ωστόσο, αντέδρασαν σθεναρά. Κανείς δεν ήθελε να εγκαταλείψει το σπίτι του. Αυτή ήταν μια καθαρά ανθρώπινη αντίδραση, η οποία δεν ελήφθη υπόψη από τους σχεδιαστές, που μεταχειρίστηκαν τους ανθρώπους σαν κοπάδια ζώων.

Το επόμενο ειρηνευτικό σχέδιο, τα «Στρατηγικά Χωριά» (Strategic Hamlets), επίσης έμπνευση του Ντιέμ, υπήρξε αποτυχία όπως και το πρώτο, για τους ίδιους λόγους. Οι μετακινήσεις αγροτών έγιναν διά της βίας, ενώ οι Βιετκόνγκ διείσδυσαν σ’ αυτά τα χωριά εξαπολύοντας μια σειρά δολοφονιών και φορολογώντας τους κατοίκους, οι οποίοι ήταν τώρα… πλουσιότεροι. Ωστόσο, το μήνυμα ήταν το ίδιο: η κυβέρνηση της Σαϊγκόν ήταν τυραννική και ταυτόχρονα ανίκανη να τους προστατέψει.

Η ειρηνοποιός CIA

Στα μέσα του 1965, σύμφωνα με αναφορές, οι Βιετκόνγκ έλεγχαν το 60% του πληθυσμού των 12 εκατομμυρίων του Ν. Βιετνάμ χάρη σε 30.000 «πυρήνες» του κόμματος και 130.000 αντάρτες. Ο στρατός των 230.000 του Ν. Βιετνάμ και η Εθνοφυλακή και η Αστυνομία με 320.000 μέλη ήταν ανίκανοι να παράσχουν ασφάλεια στον νοτιοβιετναμέζικο πληθυσμό.

Η άφιξη αμερικανικών δυνάμεων επισκίασε το πρόγραμμα ειρήνευσης και ενώ αυτές στράφηκαν κατά των κύριων δυνάμεων των Βιετκόνγκ και του βορειοβιετναμέζικου Στρατού, ο μισός στρατός του Νότου ARVN (Army of the Republic of Viet Nam) δηλαδή 50 τάγματα, ανέλαβε τον έλεγχο των χωριών της υπαίθρου. Ο ARVN θεωρείτο ανίκανος από τους Αμερικανούς, οι οποίοι υποστήριζαν ότι διεξάγει αποστολές «Έρευνας και Διαφυγής» και όχι «Έρευνας και Καταστροφής».

Τότε, το ειρηνευτικό πρόγραμμα πέρασε στα χέρια της αμερικανικής CIA (Central Intelligence Agency), η οποία εμφάνισε μεγάλα ποσοστά επιτυχίας, καθώς δεν περιοριζόταν από γραφειοκρατικές μεθοδεύσεις ούτε είχε πρόβλημα χρηματοδότησης από επίσημες πηγές. Ένα από τα πρώτα προγράμματα που δημιούργησε ήταν το CIDG (Civilian Irregular Defence Groups – Άτακτες Ομάδες Πολιτικής Άμυνας), το οποίο καλυπτόταν από το γενικό Σχέδιο «Village Defence» (Άμυνα Χωριών).

Η CIA μελέτησε τις μεθόδους των ανταρτών και τα γραπτά του στρατηγού του Βορρά και αρχιτέκτονα της εκστρατείας κατά του Νότου, Γκιαπ, ενώ χρησιμοποίησε τις αρχές και τις μεθόδους αυτές εναντίον των Βιετκόνγκ, αφού τις βελτίωσε και τις υποστήριξε με καλύτερη οργάνωση.

Όταν το πρόγραμμα CIDG πέρασε στα χέρια του αμερικανικού Στρατού, υπό την Επιχείρηση «Swithback» και συγκεκριμένα τέθηκε υπό την ευθύνη των Πρασινοσκούφηδων (Special Forces), απέκτησε μια πιο επιθετική μορφή. Τα χωριά όχι μόνο αμύνονταν, αλλά και έστελναν περιπόλους που «κυνηγούσαν» τους Βιετκόνγκ. Ωστόσο, το CIDG δεν έγινε δεκτό από τη Σαϊγκόν, καθώς οι «βουνίσιοι» ( Montagnards) θεωρούνταν από τους πεδινούς Βιετναμέζους «άγριοι» (Moi) και στην ουσία ήταν εθνότητα που ενείχε κινδύνους για την κυβέρνηση.

Παρ’ όλα αυτά, η CIA δημιούργησε και άλλα επιτυχημένα προγράμματα στο πολυπληθές Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, του οποίου η τεράστια παραγωγή ρυζιού τροφοδοτούσε το Βιετνάμ και, ως εκ τούτου, ήταν κύριος στόχος της κομμουνιστικής διείσδυσης. Αυτά περιελάμβαναν τις ομάδες «Census-Grivance» (Απογραφή Παραπόνων), οι οποίες περιφέρονταν στα χωριά ακούγοντας τα παράπονα των κατοίκων και ταυτόχρονα στρατολογούσαν τοπικούς πράκτορες και εντόπιζαν στελέχη των Βιετκόνγκ.

Μια ακόμη απόρροια της «πολιτικής δράσης» της CIA ήταν οι Ειδικές Ομάδες Πληροφοριών (Special Intelligence Teams), των οποίων τα μέλη μεταμφιέζονταν σε χωρικούς, οπλισμένοι με πιστόλια. Οι SIT ανέφεραν κατευθείαν στον έπαρχο για τη δράση των Βιετκόνγκ.

Περισσότερο προσανατολισμένες στη «δράση» ήταν οι Αντι-Τρομοκρατικές Ομάδες ή Ομάδες-Χ, που χρησιμοποιούσαν τις πληροφορίες από διάφορες πηγές για να εξοντώσουν τοπικούς ηγέτες των κομμουνιστών. Οι τακτικές τους περιελάμβαναν ενέδρες, απαγωγές και δολοφονίες, μιμούμενες εκείνες των Βιετκόνγκ, και αποτέλεσαν τον πρόδρομο του προγράμματος «Φοίνιξ».

Η CIA βοήθησε ακόμα και ιδιωτικούς στρατούς, προκειμένου να καταπολεμήσει τον αόρατο εχθρό, όπως τους «Ατάκτους της Κανέλας και της Γαρίδας», μια μονάδα 500 ανδρών οργανωμένη από έναν πλούσιο επιχειρηματία της Σαϊγκόν για να προστατεύει το εμπόριο κανέλας και γαρίδας κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Σαϊγκόν-Βουνγκ Τάου. Τελικά ο αριθμός του έφθασε τις 5.000 άνδρες και κατέστειλε σε σημαντικό βαθμό τη δράση των Βιετκόνγκ στην περιοχή.

Οι Αμερικανοί πεζοναύτες, βετεράνοι αρκετών ανταρτοπολέμων στις Φιλιππίνες, στη Λατινική Αμερική και στην Κίνα, συνέβαλαν και αυτοί στον πόλεμο κατά της πολιτικής δομής του εχθρού, οργανώνοντας τις Combined Action Platoons (Διμοιρίες Συνδυασμένης Δράσης). Μια ομάδα πεζοναυτών των 14 ανδρών και μια διμοιρία 38 ανδρών των Λαϊκών Δυνάμεων (Popular Forces) και ήταν υπεύθυνες για την ασφάλεια χωριών με 3.500 κατοίκους περίπου (στην ουσία μιας ομάδας οικισμών).

Ωστόσο, κατά την περίοδο 1964-1967 η κομμουνιστική τρομοκρατία εξακολουθούσε να αποτελεί κύριο πρόβλημα, καθώς 8.000 τουλάχιστον κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ηγέτες κοινοτήτων είχαν εκτελεσθεί από τους Βιετκόνγκ.

Πρόγραμμα CORDS

Το 1967 ο Λευκός Οίκος είχε αντιληφθεί πλέον ότι, πέραν του συμβατικού πολέμου από αμερικανικές μονάδες στο Βιετνάμ, ο οποίος δεν οδηγούσε πουθενά, παρά σε μια στείρα και πολλές φορές αμφιβόλου αξιοπιστίας καταμέτρηση πτωμάτων, έπρεπε να οργανωθεί και ένας άλλος πόλεμος πίσω από τις σκιές. Ο τελευταίος θα είχε ως στόχο του αφενός «την καρδιά και το μυαλό» των κατοίκων της υπαίθρου του Ν. Βιετνάμ και αφετέρου την αόρατη κυβέρνηση των κομμουνιστών που οργάνωνε, σχεδίαζε και διεύθυνε μια αιματηρή εκστρατεία τρόμου και φθοράς του Νότου.

Για τον σκοπό αυτό, δημιουργήθηκε ένας οργανισμός ο οποίος θα επέβλεπε όλα τα επιμέρους «ειρηνευτικά» προγράμματα, ενώ θα δημιουργούσε και άλλα, και ο οποίος έφερε τελικά την ονομασία Civil Operations and Revolutionary Development Support – CORDS (Πρόγραμμα Πολιτικών Επιχειρήσεων και Υποστήριξης Επαναστατικής Ανάπτυξης). Διοικητής ήταν ο Robert Κomer, από το επιτελείο του Λευκού Οίκου και άμεσος εκπρόσωπος του προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος απεχθανόταν τη γραφειοκρατία και ήθελε να επιτυγχάνει αποτελέσματα.

Κύριο μέσο επιβολής του προγράμματος ήταν οι ομάδες Revolutionary Development (Επαναστατική Εξέλιξη), οι οποίες επισκέπτονταν τα χωριά και επεδείκνυαν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την ασφάλεια των κατοίκων τους και για το βιοτικό τους επίπεδο. Σκοπός των ομάδων RD ήταν να δώσουν στον μέσο χωρικό έναν λόγο για να πολεμήσει και να υποστηρίξει την κυβέρνηση της Σαϊγκόν.

Η νοτιοβιετναμέζικη Υπηρεσία Πληροφοριών συνέβαλε στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πολιτικού πολέμου των Βιετκόνγκ με την οργάνωση των Ομάδων Son Truong (Ομάδες Ένοπλης Προπαγάνδας), που περιδιάβαιναν τα χωριά έχοντας στις τάξεις τους επαγγελματίες προπαγανδιστές υπέρ της πολιτικής της Σαϊγκόν, οι οποίοι προστατεύονταν από ένοπλα τμήματα.

Μια από τις πρώτες ενέργειες του Κomer ήταν η αναδιοργάνωση των Λαϊκών/Επαρχιακών Δυνάμεων της Εθνικής Αστυνομίας, γνωστών και ως «Ραφ-Παφ» από τα αρχικά RF/PF (Regional Forces/Popular Forces), που αποτελούσαν την τυπική εθνοφυλακή, καθώς και η ενίσχυση του προγράμματος Chieu Hoi (Ανοικτές Αγκάλες), το οποίο έδινε αμνηστία στους μετανοούντες αντάρτες Βιετκόνγκ.

Το 1968, μετά τη γενική επίθεση του Τετ, που αποδεκάτισε και εξέθεσε τη δομή των κομμουνιστών, δημιουργήθηκε ένα κενό το οποίο κάλυψαν γρήγορα οι δυνάμεις ειρήνευσης του CORDS. Βελτιωμένες δυνάμεις RF/PF, όχι μόνο εκκαθάρισαν, αλλά και διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους παραδοσιακές περιοχές επικράτησης των ανταρτών. Δείγμα της επιτυχίας του CORDS ήταν η ανάπτυξη μιας πολιτοφυλακής γνωστής ως Λαϊκή Δύναμη Αυτοάμυνας (PSDF), το 1969, η οποία αριθμούσε το 1971 περί τα 4 εκατομμύρια μέλη, εφοδιασμένα με 500.000 όπλα.

Οι Βιετκόνγκ, αναγνωρίζοντας τον φοβερό κίνδυνο που διέτρεχαν, προσπάθησαν να διαφθείρουν το πρόγραμμα, «φυτεύοντας», μέσω υποτιθέμενων λιποτακτών από τις τάξεις τους –στο πλαίσιο του προγράμματος Chieu Hoi– πράκτορες στις μονάδες RF/PF. Μια προσπάθεια που αναγνωρίστηκε το 1971, μετά την εξόντωση διαφόρων φυλακίων των κυβερνητικών δυνάμεων από προδοσία.

«Φοίνιξ»: Αναγέννηση από τις στάχτες

Το CORDS ήταν η επίσημη προσπάθεια ειρήνευσης, η οποία συνδύαζε την πολιτική επίθεση της κυβέρνησης της Σαϊγκόν, την κοινωνική-αγροτική μεταρρύθμιση και τα νόμιμα και φανερά μέσα αστυνόμευσης και άμυνας. Ωστόσο, στη σκιά του CORDS ζούσε ένας άλλος θηριώδης οργανισμός, ο οποίος εκπροσωπούσε την πληρωμένη απάντηση στην κτηνωδία και την τρομοκρατία των Βιετκόνγκ. Έμβλημά του το μυθικό πτηνό Φοίνιξ, καθώς, σύμφωνα με το ομώνυμο πρόγραμμα, μέσα από τις στάχτες της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ θα αναγεννιόταν το νέο ελεύθερο Βιετνάμ.

Αρχικά το «Φοίνιξ» ξεκίνησε ως ICEX (Intelligence Coordination and Exploitation – Συντονισμός και Εκμετάλλευση Πληροφοριών). Στόχος του η μυστική κυβέρνηση των κομμουνιστών και η δομή της μέσα στον κοινωνικό ιστό του Ν. Βιετνάμ. Αργότερα, το 1968, το ICEX ονομάσθηκε «Phoenix» ή Phung Hoang στη βιετναμέζικη γλώσσα.

Επικεφαλής του «Φοίνικα» ήταν ο πρώην σταθμάρχης της CIA στη Σαϊγκόν, Ουίλιαμ Κόλμπι, ο οποίος αργότερα –επί Ρήγκαν– διετέλεσε διευθυντής της CIA. Ο Κόλμπι ήταν ο πλέον κατάλληλος για παραστρατιωτικές επιχειρήσεις, καθώς, ως νεαρός αξιωματικός, είχε εκτελέσει αρκετές αποστολές πίσω από τις γερμανικές γραμμές στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν υπηρετούσε στον πρόδρομο της CIA, το OSS (Office of Strategic Studies – Γραφείο Στρατηγικών Μελετών). Ο Κόλμπι πέθανε μυστηριωδώς το 1996, ενώ βρισκόταν σε αποστρατεία.

Το ICEX και αργότερα «Φοίνιξ» προέβλεπε την τοποθέτηση ενός Αμερικανού αξιωματικού πληροφοριών σε κάθε περιοχή, ώστε να συντονίζει τις ποικίλες υπηρεσίες πληροφοριών του Ν. Βιετνάμ στην επίθεσή τους κατά της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ. Συγκεκριμένα, το «Φοίνιξ» προέβλεπε τη συγκέντρωση πληροφοριών, τη σύλληψη και την ανάκριση υπόπτων πρακτόρων των Βιετκόνγκ, καθώς και τη χρήση στρατιωτικής βίας για τη σύλληψη ή την εξόντωση των υπόπτων, εάν η σύλληψή τους δεν ήταν δυνατή με νόμιμα μέσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πράκτορες του εχθρού δεν θα προλάβαιναν να στρατολογήσουν νέα μέλη, να φορολογήσουν τους χωρικούς ή να σχεδιάσουν και να ηγηθούν επιθέσεων κατά των κυβερνητικών δυνάμεων.

Η οργάνωση του «Φοίνικα» προέβλεπε τρία επίπεδα αξιολόγησης των πληροφοριών και δράσης. Στο πρώτο εμπλεκόταν το Κέντρο Συντονισμού Περιοχής ή DIOCC (District Co-ordination Center). Εκεί φυλάσσονταν οι φάκελοι με τα ονόματα Βιετναμέζων πολιτών που υπήρχαν υποψίες ότι ήταν πράκτορες των Βιετκόνγκ ή συνεργάτες τους. Μόλις σε έναν ύποπτο καταγράφονταν τρεις πράξεις ανατρεπτικής συμπεριφοράς, το πρόσωπο αυτό έμπαινε στην «πράσινη λίστα» της Αστυνομίας. Ο ύποπτος μπορεί να συλλαμβανόταν και να φυλακιζόταν χωρίς το δικαίωμα πολιτικής δίκης. Συχνά η αστυνομία περιερχόταν τα χωριά και εξέταζε κάθε έναν κάτοικο, σύμφωνα με την πράσινη λίστα που διέθετε.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το επόμενο επίπεδο ήταν το Επαρχιακό Ανακριτικό Κέντρο ή Provisional Interrogation Center – PIC, το οποίο απαρτιζόταν από μέλη των υπηρεσιών ασφαλείας του Ν. Βιετνάμ, του Στρατού των ΗΠΑ και της CIA. Ο ύποπτος, μετά την ανάκριση, μεταφερόταν στην Επαρχιακή Επιτροπή Ασφαλείας ή Province Security Committee – PSC, η οποία αποτελείτο από αρχηγούς αστυνομίας καθώς και από συμβούλους του αμερικανικού Στρατού.

Η PSC είχε το δικαίωμα να φυλακίζει για δύο χρόνια τους υπόπτους και να επιφυλάσσεται αν τελικά χρειαζόταν ή όχι να δικαστούν από στρατοδικείο.

Το τρίτο και «ανύπαρκτο» επίσημα επίπεδο, ήταν η απαγωγή ή δολοφονία πρακτόρων των Βιετκόνγκ, οι οποίοι είχαν περάσει στην παρανομία ή βρίσκονταν σε σημεία που ο επίσημος στρατός ή η αστυνομία δεν μπορούσε να προσεγγίσει, είτε γιατί θα προειδοποιούνταν έγκαιρα ο ύποπτος, είτε γιατί ήταν επικίνδυνη περιοχή.

Αξιολόγηση σε επίπεδα υπήρχε και μεταξύ των πρακτόρων των Βιετκόνγκ. Υπήρχαν τρεις κατηγορίες πρακτόρων: οι Ηγέτες, οι Πυρήνες και οι Οπαδοί. Η περίοδος της φυλάκισης καθοριζόταν από τις κατηγορίες αυτές, έτσι η πρώτη προέβλεπε φυλάκιση δύο ετών, η δεύτερη ενός έτους και η τρίτη έξι μηνών.

Συλλογή πληροφοριών

Σημείο-κλειδί για την επιτυχία της επιχείρησης ήταν η απόκτηση πληροφοριών για τον εντοπισμό των πρακτόρων του εχθρού. Αυτές προέρχονταν από τα αλλεπάλληλα δίκτυα πληροφοριών της Αστυνομίας και των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών του Ν. Βιετνάμ και της CIA. Οι «πηγές» έπρεπε να διαπιστωθεί ότι είναι έγκυρες για να χρησιμοποιηθούν ασφαλώς οι πληροφορίες τους.

Συχνά οι τελευταίες έφθαναν μέσω απίθανων προσώπων που περιελάμβαναν απατημένες ερωμένες των πρακτόρων των κομμουνιστών, αντίζηλους, πράκτορες που υποσκελίσθηκαν στην προαγωγή τους από άλλους, ανθρώπους που εκδικούνταν τον θάνατο δικών τους από τους Βιετκόνγκ, καθώς και χωρικούς που τους έκλεψαν τη σοδειά ή στρατολόγησαν βίαια τον γιο τους.

Φυσικά, χρησιμοποιούνταν και άλλες κλασικές μέθοδοι, όπως αφίσες καταζητουμένων με υψηλές αμοιβές, ένα σημαντικό κίνητρο στον πληττόμενο από φτώχια αγροτικό πληθυσμό, καθώς και ένα πρόγραμμα αμνηστίας για τους μετανοημένους πράκτορες. Το τελευταίο σύστημα είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα αποδοτικό και συχνά οι πρώην Βιετκόνγκ αποδεικνύονταν οι καλύτεροι πολέμιοι των πρώην συντρόφων τους.

Σύμφωνα με το αρχικό ICEX –μετέπειτα «Φοίνιξ»– σε κάθε διοικητική περιοχή του Ν. Βιετνάμ τοποθετήθηκε ένας Αμερικανός αξιωματικός πληροφοριών, ώστε να συντονίζει τις προσπάθειες συλλογής πληροφοριών των διαφόρων υπηρεσιών. Οι αξιωματικοί αυτοί παρακολουθούσαν το Σχολείο Πληροφοριών του Στρατού των ΗΠΑ στο Φορτ Χόλαμπερντ της Φλώριδας, με εξειδίκευση στην αντικατασκοπεία. Αυτοί και οι Βιετναμέζοι ομόλογοί τους απάρτιζαν το πρώτο στάδιο του «Φοίνικα»: το προαναφερθέν DIOCC.

Το πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ορισμένες φορές ο Βιετναμέζος ομόλογος και διοικητής της περιοχής. Σε περίπτωση που ήταν ακέραιος χαρακτήρας, τα αποτελέσματα κατά των Βιετκόνγκ ήταν εντυπωσιακά. Σε περίπτωση όμως που ήταν διεφθαρμένος, η δραστηριότητα των Βιετκόνγκ αυξανόταν, καθώς ο χρηματισμός του ήταν σχεδόν βέβαιος από τον εχθρό.

Η ανακάλυψη υπόπτων συχνά εκτρεπόταν και μετατρεπόταν σε «δημιουργία» υπόπτων. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η ιδέα του Komer να δίδεται η οικονομική βοήθεια σε κάθε περιοχή, αναλόγως της αριθμητικής της επιτυχίας κατά των Βιετκόνγκ. Το τραγικό αποτέλεσμα ήταν να ενοχοποιούνται άσχετοι πολίτες, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των συλληφθέντων και να παραληφθεί η πολύτιμη βοήθεια.

Οι «ομολογίες» πολλές φορές γίνονταν κάτω από βασανιστήρια, ενώ ταυτόχρονα η απελευθέρωση των αθώων υπόπτων γινόταν κατόπιν του κατάλληλου «λαδώματος». Όμως, μαζί με τους αθώους υπόπτους απελευθερώνονταν και πραγματικοί Βιετκόνγκ, αντί 25 ή 50 δολαρίων. Ο τεράστιος αριθμός υπόπτων ήταν ακόμη ένα πρόβλημα στη διάκριση των αυθεντικών πληροφοριών. Το Κέντρο Κράτησης της Εθνικής Αστυνομίας (NPDC) ανέκρινε και κρατούσε συνολικά 180.000 υπόπτους τον χρόνο, ενώ σ’ αυτούς δεν υπολογίζονται εκείνοι που κρατούνταν σε στρατιωτικές φυλακές ή κέντρα ανακρίσεων.

Οι Αμερικανοί έκαναν τότε μια προσπάθεια για να αποκτήσουν ταυτότητα όλοι οι κάτοικοι του Ν. Βιετνάμ, ώστε να ελέγχονται εύκολα και να καταστεί δύσκολη η κίνηση των πρακτόρων των κομμουνιστών. Το σχέδιο αυτό ονομάστηκε Πρόγραμμα Εθνικής Κάρτας Αναγνώρισης (NICP). Όλοι οι άρρενες Βιετναμέζοι άνω των 15 ετών έπρεπε να φέρουν τη νέα ταυτότητα, διαφορετικά φυλακίζονταν.

Επιπλέον, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής RAND παρακολουθούσε 15 εκατομμύρια υπόπτους της επιχείρησης «Φοίνιξ» και διασταύρωνε πληροφορίες και δακτυλικά αποτυπώματα με τους 10 εκατομμύρια φακέλους που είχε αποθηκευμένους στη μνήμη του. Αυτή η διαδικασία έδινε την εντύπωση ότι ο «Φοίνιξ» ήταν στην ουσία μια μικρογραφία μιας ολοκληρωτικής κυβέρνησης, όπως περιγράφεται στο έργο του Όργουελ, «1984».

Μονάδες δράσης

Οι κύριες μονάδες που επέβαλαν και εφάρμοζαν το πρόγραμμα «Φοίνιξ» ανήκαν σε διάφορες υπηρεσίες και ήταν αυτές που εκμεταλλεύονταν τις συγκεντρωθείσες πληροφορίες και προέβαιναν σε συλλήψεις, ενέδρες, απαγωγές και εκτελέσεις πρακτόρων και μελών των Βιετκόνγκ.

Αρχικώς, υπήρχε η παραστρατιωτική National Police Field Force (Χωροφυλακή), η οποία χρησιμοποιούσε βαριά οπλισμένους άνδρες για να ανακαλύπτουν και να καταστρέφουν εχθρικά χωριά και ομάδες ανταρτών, δρώντας όπως ο τακτικός στρατός. Το κύριο όμως ανορθόδοξο όργανο καταπολέμησης των πρακτόρων των Βιετκόνγκ ήταν οι Επαρχιακές Δυνάμεις Αναγνώρισης ή Provincial Reconnaissance Units – PRU. Συνήθως βρίσκονταν σε επίπεδο ομάδας 18 ανδρών, υπό τη διοίκηση του αρχηγού της περιοχής (district commander). Ωστόσο, μεγαλύτερες μονάδες βρίσκονταν σε στρατόπεδα Ειδικών Δυνάμεων (Green Berets) για μεγαλύτερης έκτασης επιχειρήσεις.

Οι PRU χρηματοδοτούνταν από τη CIA και εκπαιδεύονταν από 50 Πρασινοσκούφηδες στο κέντρο εκπαίδευσης My Tho, ορισμένοι δε από αυτούς ήταν αλεξιπτωτιστές. Σύμφωνα με ομολογίες των ίδιων των Αμερικανών, τα μέλη των PRU περιλάμβαναν κατάδικους για διάφορα εγκλήματα, όπως δολοφονίες, βιασμούς και κλοπές, πρώην Βιετκόνγκ και γενικά απόκληρους της κοινωνίας.

Οι αποστολές στις οποίες ειδικεύονταν οι PRU ήταν περιπολίες μακράς ακτίνας, επιδρομές, ενέδρες, απαγωγές («snatches» στη στρατιωτική ορολογία) και γενικά οι ειδικές επιχειρήσεις αντι-ανταρτικού αγώνα. Η αποτελεσματικότητά τους ήταν ομολογουμένως εντυπωσιακή, σε αντίθεση με τον τακτικό στρατό. Στο τέλος του πολέμου είχαν ανακηρυχθεί ως η πλέον αποτελεσματική μονάδα κατά των Βιετκόνγκ και των Βορειοβιετναμέζων, γεγονός που εξηγεί και το απύθμενο μίσος των τελευταίων εναντίον τους.

Εκτός των βιετναμέζικων μονάδων, οι οποίες συνήθως καθοδηγούνταν από τον Αμερικανό αξιωματικό πληροφοριών ή μέλη των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ, στην εκστρατεία κατά της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ συμμετείχαν και αμιγώς αμερικανικές μονάδες. Οι βατραχάνθρωποι του Ναυτικού των ΗΠΑ, γνωστοί ως SEAL, εκτός από τον αντιανταρτοπόλεμο που διεξήγαγαν, συχνότατα χρησιμοποιούνταν από τη CIA ως μονάδες απαγωγής και δολοφονιών των πολιτικών μελών του κομμουνιστικού κόμματος.

Η δράση των SEAL αφορούσε κυρίως σε «δύσκολους στόχους», βαθιά σε εχθρική περιοχή, με ισχυρή προστασία. Κύρια περιοχή της δράσης τους ήταν το Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ με τους χιλιάδες παραπόταμους και τα κανάλια, τα οποία αποτελούσαν έναν τρομακτικό δαίδαλο.

Οι βατραχάνθρωποι ήταν ιδανικοί στο υδάτινο αυτό περιβάλλον, του οποίου οι δρόμοι ήταν μάλλον πλωτά κανάλια, ενώ το έδαφος ήταν μια λασπώδης μάζα που μπορούσες να χωθείς άνετα έως τη μέση. Συχνά η οργιώδης βλάστηση δημιουργούσε απόρθητα φυσικά φρούρια λίγα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα της Σαϊγκόν. Το «Δάσος των Δολοφόνων» ήταν ένα από αυτά, γεμάτο από ελεύθερους σκοπευτές των Βιετκόνγκ και πράκτορες που κατεδείκνυαν στόχους για δολοφονίες φιλοκυβερνητικών πολιτών.

«Κάρτες θανάτου»

Ο πολιτικός πόλεμος των Βιετκόνγκ, εκτός από την κομμουνιστική προπαγάνδα, ήταν στην ουσία ένα τρομακτικό κύμα βίας, το οποίο στόχευε στην ψυχή των πολιτών του Ν. Βιετνάμ. Οι δοξασίες στη διάρκεια του πολέμου των μέσων μαζικής ενημέρωσης της Δύσης υμνούσαν τους Βιετκόνγκ, οι οποίοι πολεμούσαν εναντίον ενός διεφθαρμένου καθεστώτος και των πολεμοκάπηλων Αμερικανών. Ωστόσο, ξεχνούσαν ότι όταν χωρίστηκε το Βιετνάμ σε Βόρειο (κομμουνιστικό) και Νότιο (δημοκρατικό) σχεδόν ένα εκατομμύριο Βορειοβιετναμέζοι ψήφισαν «με τα πόδια» τους, μεταναστεύοντας στο Νότο.

Τα χρόνια του πολέμου που ακολούθησαν, όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήθελαν τον πληθυσμό σύσσωμο κατά της Σαϊγκόν και των ΗΠΑ. Ίσως να ήταν, πώς όμως έγινε αυτό και άλλαξε η διάθεσή τους;

Το γεγονός είναι ότι οι Βιετκόνγκ και οι Βορειοβιετναμέζοι προστάτες τους υπήρξαν ανηλεείς και αδίστακτοι στην εφαρμογή των αρχών του ανταρτοπολέμου-πολιτικού πολέμου. Αντίθετα, οι Νότιοι και οι Αμερικανοί, περιορισμένοι από επιτροπές ελέγχου διεθνείς και εγχώριες, καθώς και κάτω από το κριτικό και μεροληπτικό βλέμμα των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ήταν εξαναγκασμένοι σε ημίμετρα.

Οι Βιετκόνγκ πετύχαιναν στην προπαγάνδα τους, διότι αυτοί την υποστήριζαν με μελετημένες μεθόδους πλύσης εγκεφάλων, εκ των οποίων η καλύτερη ήταν όχι απλώς ο φόβος αλλά ο τρόμος και η φρίκη.

Συνήθης τακτική των Βιετκόνγκ ήταν ο παραδειγματικός βασανισμός και η δολοφονία των αντιφρονούντων. Κύριες μέθοδοι ήταν το ξεκοίλιασμα ανδρών και γυναικών, οι αποκεφαλισμοί στην πλατεία, οι ξυλοδαρμοί με σιδερόβεργες, η εξόντωση όλων όσοι δέχονταν αμερικανική βοήθεια (έστω και ιατρική) ακόμη και παιδιών, οι ακρωτηριασμοί, οι εμπρησμοί χωριών, οι θεατρικές δολοφονίες (π.χ. παλουκωμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κομμένες γλώσσες κλπ.).

Η Οριάνα Φαλάτσι στο βιβλίο της «Βιετνάμ», αν και απροκάλυπτα μεροληπτική υπέρ των Βιετκόνγκ, συγχωρεί τον αρχηγό της Αστυνομίας της Σαϊγκόν, Λόαν, όταν αυτός βρίσκεται στο νοσοκομείο τραυματίας, για την εν ψυχρώ δολοφονία ενός Βιετκόνγκ με πολιτικά. Η σχετική φωτογραφία τότε έκανε τον γύρο του κόσμου και προκάλεσε κατακραυγή από τον πολιτισμένο κόσμο. Όμως, η Φαλάτσι ομολογεί πως ο δολοφονηθείς ήταν μέλος ομάδος δολοφόνων των Βιετκόνγκ, που στη διάρκεια της επίθεσης του Τετ είχε, πριν εξουδετερωθεί, σκοτώσει δεκάδες αθώους πολίτες με τις οικογένειές τους, μόνο και μόνο επειδή ήταν φιλοκυβερνητικοί.

Η απάντηση των Αμερικανών και των Νοτίων υπήρξε ανάλογη. Ποτέ, ωστόσο, δεν έφτασε καν τα επίπεδα βίας των Βιετκόνγκ και γι’ αυτό άλλωστε ο Νότος τελικά έχασε. Όχι μόνο δεν μπόρεσαν να απαντήσουν ανάλογα οι Αμερικανοί, αλλά και κατηγορήθηκαν και για σχέδιο δολοφονιών στο πλαίσιο του «Φοίνιξ». Αρκετοί υπεύθυνοι κλήθηκαν από τη Γερουσία να καταθέσουν, ανάμεσά τους ο Komer και ο Kolby. Και οι δύο αρνήθηκαν ότι υπήρχαν επίσημες διαταγές που έθεταν σε εφαρμογή ένα συγκεκριμένο σχέδιο δολοφονιών κατά υπόπτων Βιετκόνγκ, ενώ ισχυρίσθηκαν ότι οι περιπτώσεις ήταν μεμονωμένα επεισόδια.

Ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες αξιωματικών της στρατιωτικής κατασκοπείας των ΗΠΑ, υπήρχε μια «αλληλοκατανόηση» μεταξύ των διοικητών και των εκτελεστικών οργάνων (Ειδικών Δυνάμεων και PRU) για το τι «πρέπει να γίνει» ώστε να «ουδετεροποιηθεί» ο ύποπτος. Ποτέ επισήμως δεν εκδόθηκε γραπτή διαταγή δολοφονίας, ωστόσο είναι βέβαιο ότι τα στελέχη της CIA, στις μυστικές ενημερώσεις των ομάδων δράσης των Ειδικών Δυνάμεων και των PRU, τόνιζαν ότι ο ύποπτος πρέπει να «τερματισθεί με ιδιαίτερη προκατάληψη», που στην αργκό της CIA σήμαινε ότι έπρεπε να δολοφονηθεί.

Επίσημη έρευνα, πάντως, των αρχείων του «Φοίνικα», έδειξε ότι από τον Ιανουάριο του 1970 έως τον Μάρτιο του 1971 είχαν σκοτωθεί 616 μέλη της πολιτικής δομής των Βιετκόνγκ, ένα ποσοστό 2% επί του συνόλου όλων των Βιετκόνγκ που σκοτώθηκαν σε μάχες στο Νότιο Βιετνάμ. Επιπλέον, δεν καθοριζόταν εάν δολοφονήθηκαν ή σκοτώθηκαν αντιστεκόμενοι στη σύλληψή τους.

Επιτυχία ή αποτυχία;

Η απόσυρση των ΗΠΑ από το Ν. Βιετνάμ το 1971 και η τελική πτώση του τελευταίου το 1975 είναι η καθαρή απόδειξη της νίκης των κομμουνιστών του Βορρά. Ωστόσο, η μάχη του Βιετνάμ δεν χάθηκε στους ορίζοντες και τις ζούγκλες ή τα υψίπεδα της χώρας, αλλά στους δρόμους και τα εκλογικά κέντρα των ΗΠΑ.

Οι Βορειοβιετναμέζοι, με τη δική τους αιμορραγία και των αντιπάλων τους, ζύγισαν τον αμερικανικό λαό, ο οποίος απαίτησε από τις κυβερνήσεις του την άμεση απεμπλοκή από τον πόλεμο. Αυτές, κρίνονταν και καταψηφίζονταν με το κριτήριο αυτό.

Οι πολιτικοί ψηφοθήρες έδωσαν ως συνήθως μεγαλύτερη σημασία στο εκλογικό αποτέλεσμα, παρά στις αρχές της ελευθερίας και της δημοκρατίας, για τις οποίες, όπως ισχυρίζονταν επί χρόνια, πολεμούσαν στο Βιετνάμ.

Το πρόγραμμα «Φοίνιξ», όμως, είχε τελικά επιτύχει τους στόχους του ή όχι; Οι Αμερικανοί είχαν νικήσει στρατιωτικά τους Βορείους σε κάθε συμβατική αναμέτρηση, τους είχαν νικήσει όμως και στο πολιτικό πεδίο του πολέμου; Σύμφωνα με τον υπουργό Εξωτερικών Nguyen Co Thach του Β. Βιετνάμ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 «το πρόγραμμα δολοφονιών της CIA εξαφάνισε επίσημα 12.000 κομμουνιστές… Σε ορισμένες επαρχίες δολοφονήθηκε το 95% των πολιτικών πυρήνων από τα όργανα του “Φοίνικα”».

Όντως, οι Βιετκόνγκ το 1969 υπέστησαν βαρύτατες απώλειες, ωστόσο, οι αμερικανικές στατιστικές δείχνουν ότι περισσότερα πολιτικά στελέχη σκοτώθηκαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, παρά σε δραστηριότητες του «Φοίνιξ». Οι απώλειες αυτές οδήγησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα στην επιτάχυνση της διάβρωσης του CORDS – «Φοίνιξ» με πράκτορες, οι οποίοι διείσδυαν μέσω του προγράμματος Chieu-Hoi (Ανοικτές Αγκάλες). Οι τελευταίοι παρουσιάζονταν ως μετανοημένοι αποστάτες, μεταφέρονταν σε στρατόπεδα όπου ελάμβαναν πολιτική κατήχηση έξι εβδομάδων και κατόπιν ελευθευρώνονταν, αφού τους παρέχονταν χρήματα και ρούχα.

Από τους 47.000 αποστάτες, αρκετές χιλιάδες παρέμειναν ενεργά στελέχη των Βιετκόνγκ, οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις στις διάφορες στρατιωτικές και πολιτικές υπηρεσίες του Ν. Βιετνάμ. Έως την άνοιξη του 1970 υπολογίζεται ότι 30.000 πράκτορες των Βιετκόνγκ είχαν καταταγεί στην αστυνομία, τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες. Τουλάχιστον 3.000 πράκτορες είχαν διεισδύσει στη βιετναμέζικη CIA και στις υπηρεσίες πληροφοριών του στρατού και της αστυνομίας. Αυτοί ενημέρωναν τους αρχηγούς των Βιετκόνγκ, αποκάλυπταν πράκτορες των Νοτίων και οδηγούσαν επιχειρήσεις σε αποτυχία. Σύμφωνα με δηλώσεις Αμερικανών αξιωματούχων στο περιοδικό TΙΜΕ, η διάβρωση αυτή ήταν ο κύριος λόγος αποτυχίας του «Φοίνιξ».

Ο πρώτος αρχηγός του CORDS-«Φοίνιξ», ο Komer, δήλωσε μετά τη λήξη του πολέμου ότι το πρόγραμμα ήταν τελικά «μία επιχείρηση με κακή διαχείριση και αμφίβολα αποτελέσματα», προσθέτοντας ότι «η μαζική βοήθεια των ΗΠΑ δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα».

Η εξήγηση, όμως, γιατί δεν πέτυχε το «Φοίνιξ», δεν δίδεται ξεκάθαρα από κανέναν. Ο αναλυτής της CIA Douglas Blaufarb υποστηρίζει ότι οι ΗΠΑ πρόσφεραν «τεχνικές» στην κυβέρνηση της Σαϊγκόν, αλλά δεν πέτυχαν να αναλύσουν την κοινωνική και πολιτική δομή της νοτιοβιετναμέζικης κοινωνίας και κυβέρνησης. Μεταξύ των χωρικών και της κυβέρνησης υπήρχε ένα τεράστιο «πολιτιστικό χάσμα», το οποίο απαγόρευε την επικοινωνία μεταξύ λαού και κυβέρνησης. Αυτό ήταν και το κύριο πολιτικό πρόβλημα του Ν. Βιετνάμ, το οποίο εκμεταλλεύθηκαν οι Βιετκόνγκ.

Το «πολιτιστικό χάσμα» ήταν ταυτόχρονα και «ταξική διαφορά». Η κοινωνία του Ν. Βιετνάμ ήταν μια έντονα διαστρωματωμένη κοινωνία με αυστηρά περιχαρακωμένες τάξεις. Οι κυβερνήσεις του Ν. Βιετνάμ ανήκαν σε μια ανώτερη, πλούσια, μορφωμένη και καθολική στο θρήσκευμα τάξη, σε αντίθεση με τους φτωχούς χωρικούς, βουδιστικής κυρίως θρησκευτικής τοποθέτησης.

Η κρατούσα τάξη των εύπορων Βιετναμέζων αντιδρούσε σε κάθε κοινωνική αλλαγή, που ήταν απαραίτητη για να κερδηθεί η ψυχή των χωρικών, όπως επιθυμούσαν τα προγράμματα ειρήνευσης των ΗΠΑ.

Αναγκαστικά, οι κυβερνήτες της Σαϊγκόν συνεργάζονταν με τους υπεύθυνους των CORDS-«Φοίνιξ», για να λαμβάνουν τη βοήθεια των ΗΠΑ, αλλά υπογείως αδιαφορούσαν για την εφαρμογή των προγραμμάτων αυτών ή και τα ωθούσαν σε αποτυχία. Το έδαφος, επομένως, ήταν ανοικτό προς εκμετάλλευση για τους Βιετκόνγκ, οι οποίοι εμφανίζονταν πιο κοντά στους χωρικούς και οι οποίοι προσέφεραν μια πιο ρεαλιστική οδό προς την κοινωνική αναμόρφωση: την επανάσταση!

Οι Αμερικανοί από την άλλη πλευρά δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το πρόβλημα και να το λύσουν. Παρέχοντας χρήματα και τεχνικές λύσεις που ταιριάζουν στην κτηνοτροφία περισσότερο παρά σε κοινωνικές ομάδες ανθρώπων, δεν κατάφεραν να κερδίσουν τις ψυχές των αγροτών.

Η άτσαλη προσπάθεια των Αμερικανών, που όλα τα κρίνουν με βάση τις χαμηλότερες ανάγκες του ανθρώπου (τροφή, ασφάλεια, δυνατότητα αγοράς αγαθών, κτήση αγαθών) αγνοώντας ισχυρότερες και βαθύτερες δυνάμεις και ανάγκες (αξιοπρέπεια, εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική συνείδηση, ελευθερία κλπ.), απεικονίζεται εύστοχα σε ένα ανέκδοτο της εποχής που περιγράφεται στο βιβλίο «Βιετνάμ» της Φαλάτσι. Κάποιοι Αμερικανοί παρίστανται στη Σταύρωση του Χριστού. Εξοργισμένοι που βασανίζεται ένας καλός άνθρωπος, διώχνουν Ρωμαίους και Εβραίους και αρχίζουν να αποκαθηλώνουν το σώμα του Χριστού. Αρχίζουν όμως από τα χέρια, με αποτέλεσμα αυτό να πέσει στη γη και να χτυπήσει περισσότερο.

Έτσι και η προσπάθειά τους να σώσουν το Βιετνάμ, ενώ είχε καλό σκοπό, ήταν μια άτσαλη και επιδερμικού χαρακτήρα ενέργεια, που οδήγησε στην πτώση του Ν. Βιετνάμ.

Όσο για την αναμόρφωση και τον παράδεισο που υπόσχονταν οι κομμουνιστές στον λαό του Ν. Βιετνάμ, το κατά πόσο επιτεύχθηκε φαίνεται από τους χιλιάδες απελπισμένους φυγάδες, που επάνω σε σαπιοκάραβα διακινδύνευαν για να ξεφύγουν από τον «παράδεισο» αυτό.

Τελικά οι άνθρωποι αυτοί υπήρξαν τα θύματα της κτηνωδίας και των δύο πλευρών και πλήρωσαν, όπως και άλλοι λαοί, την «παράξενη» συμπεριφορά της υπερδύναμης των ΗΠΑ, που ενώ τους ώθησε σε μια ένοπλη αναμέτρηση με τους κομμουνιστές επί 10 χρόνια, τελικά τους εγκατέλειψε, έρμαια της τύχης τους.

Χιλιάδες υπήρξαν τα μέλη των PRU, της Αστυνομίας, των βουνίσιων (Montangards) που είχαν επιστρατεύσει οι Πρασινοσκούφηδες, αλλά και άλλων μονάδων, που δεν μπόρεσαν να φύγουν από το Βιετνάμ με την κατάρρευση του μετώπου και σφαγιάσθηκαν ή εξοντώθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Συμπεράσματα

Ο πόλεμος του Βιετνάμ δεν ήταν ο τελευταίος όπου εφαρμόσθηκαν μέθοδοι αντί-ανταρτοπολέμου και πολιτικού πολέμου. Ακολούθησαν το Αφγανιστάν, το Σαλβαδόρ, η Νικαράγουα και πολλές άλλες συρράξεις, που βρίσκονται ακόμα και σήμερα σε εξέλιξη. Σε όλες εφαρμόσθηκαν και εφαρμόζονται οι τεχνικές και οι μέθοδοι που περιγράφηκαν παραπάνω, με διάφορες παραλλαγές. Σε όλες τις περιπτώσεις η μάχη κρίθηκε ή θα κριθεί από την επιτυχία των αντιπάλων να επηρεάσουν το μυαλό και την ψυχή της μάζας των απλών πολιτών.

Σήμερα ο ανταρτοπόλεμος και αντι-ανταρτοπόλεμος έχουν επεκταθεί στο internet, όπου δεκάδες «αντάρτικα» κινήματα έχουν σχηματίσει προπαγανδιστικές σελίδες. Οι ΗΠΑ ήδη σχημάτισαν σώμα «κυβερνοπολέμου», ενώ συζητείται και η ίδρυση «ειδικών κυβερνοδυνάμεων».  Και ο πόλεμος συνεχίζεται…