Στην Αρχαία ελληνική μυθολογία ο Ραδάμανθυς ήταν ήρωας της Κρήτης, ένας από τους γιούς του Δία και της Ευρώπης, αδελφοί του ήταν ο Μίνωας και ο Σαρπηδόνας
Τρεις ήταν οι βασικές του αρχές: α) είναι αθώος αυτός που χτυπά αμυνόμενος (αυτόν τον νόμο επικαλέστηκε ο Ηρακλής και αθωώθηκε για τον φόνο του δασκάλου του Λίνου με μια κιθάρα, γιατί εκείνος τον επέπληξε για τις επιδόσεις του)· β) να υφίσταται κανείς το κακό που έκανε· γ) να μην δίνονται όρκοι για ασήμαντα πράγματα.
Ο Σωκράτης στον «πλατωνικό» διάλογο Μίνως αναφέρει ότι ο Ραδάμανθυς είχε εκπαιδευτεί από τον ίδιο τον Μίνωα για την εποπτεία των δικαστηρίων, όχι όμως και στο σύνολο της βασιλικής τέχνης. Τα γνωρίσματα του Ραδάμανθυ ως δικαστή, νομοθέτη, πολιτικού, εποικιστή, φορέα πολιτισμού μνημειώνουν τη δραστηριότητα των Μινωιτών στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία.
Θεωρείται ότι έκανε νομοθετικό και πολιτικό έργο έξω από την Κρήτη: εποίκισε έρημους τόπους, συνένωσε μικρούς οικισμούς, ίδρυσε καινούριες πόλεις, στις οποίες όριζε το νομοθετικό, διοικητικό, πολιτικό πλαίσιο και τις σχέσεις τους με το κέντρο της κρητικής αυτοκρατορίας, και διόριζε άρχοντα κάποιο γιο του Μίνωα, δικό του γιο ή έμπιστο συνεργάτη του. Βία χρησιμοποιούσε μόνο εναντίον βαρβάρων και πειρατών.
Στη Μ. Ασία ίδρυσε τις Ερυθρές, στη δυτική πλευρά της ομώνυμης χερσονήσου, απέναντι από τη Χίο, με το όνομα του γιου του Έρυθρου που τον έκανε και πρώτο βασιλιά της. Στη Χίο εγκατέστησε τον Οινοπίωνα, στη Λήμνο τον Θόαντα, στη Σκύρο τον Ενυέα, στην Άνδρο τον Ανδρέα, στη Δήλο τον Άνιο, στην Πάρο τον Αλκαίο. Με αυτόν τον τρόπο οι πόλεις αποκτούσαν τίτλους που η απαρχή τους βρισκόταν στην Κρήτη (πολιτική διάσταση της μυθολογίας).
Λέγεται ότι ο Μίνωας φοβήθηκε τις ικανότητες του αδελφού του, γι’ αυτό τον έστειλε έξω από την Κρήτη. Λέγεται ακόμη ότι τα δύο αδέλφια πραγματικά συγκρούστηκαν και ο Ραδάμανθυς κατέφυγε στις Ωκαλέες της Βοιωτίας, όπου παντρεύτηκε την Αλκμήνη μητέρα του Ηρακλή, στον οποίο δίδαξε την τοξοβολία
Σύμφωνα με άλλους ο γάμος τους έγινε στα νησιά των Μακάρων, όταν και οι δυο τους ήταν πια νεκροί. Μυθολογείται ότι ο Δίας, πρώτος εραστής της Αλκμήνης, ζήτησε από τον Ερμή να κλέψει το σώμα της Αλκμήνης και να το μεταφέρει στα Νησιά. Και ότι μαζί με τον Μίνωα και τον Αιακό, άλλο γιο του Δία, έκριναν τους νεκρούς.
Ξυλογραφία του Goltzius, Hendrik, περίπου 1588-1590. Σε πρώτο επίπεδο παρουσιάζεται ο Πλούτων με την πλάτη στραμμένη, έχοντας δίπλα του ένα λαγήνι με τέσσερις ροές, συμβολίζοντας τους ποταμούς του Άδη: Στύγα, Κωκυτό, (Πυρι)Φλεγέθοντα και Αχέροντα. Στο βάθος οι φωτιές του Κάτω Κόσμου και οι τρεις κριτές, ο Μίνωας, ο Ραδάμανθυς και ο Αιακός, καθώς δικάζουν τις ψυχές που περνούν από μπροστά τους.
Μια άλλη παραλλαγή του μύθου (Κρης → Τάλος → Φαιστός → Ραδάμανθυς → Γόρτυνας) θέλει τον Ραδάμανθυ να ζει πολύ πριν τον Μίνωα. Γι’ αυτόν τον παλιό Ραδάμανθυ λένε ότι ήταν φορέας πολιτισμού όπως ο Φορωνέας στο Άργος και ο Κάδμος στη Θήβα· πρώτος αυτός εξημέρωσε τους ανθρώπους του τόπου του, τους συνοίκισε, νομοθέτησε γι’ αυτούς με οδηγό τον κρητικό Δία. Αυτόν θέλησε να μιμηθεί ο Μίνωας πολλές γενιές αργότερα, όταν η φήμη του Ραδάμανθυ είχε εξαπλωθεί παντού.
Για να το πετύχει αυτό ο Μίνωας έπρεπε να συνδεθεί μαζί του και να τον υποτάξει ως αδελφό του. Αυτή πρέπει να είναι η παλιά μορφή του μύθου, ανεξάρτητη από τον μύθο της Ευρώπης και του Δία, που δείχνει ότι ο Ραδάμανθυς ήταν παλαιός, χθόνιος θεός που επιβλήθηκε στη συνείδηση των ανθρώπων.
Στον τάφο της κρίσεως στη Μίεζα (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.), αριστερά και δεξιά της εισόδου του τάφου στέκονται τέσσερις μεμονωμένες μορφές, που όμως αποτελούν τμήματα ενιαίας σύνθεσης που διακόπτονται από την παρεμβολή των ημικιόνων και του ανοίγματος του τάφου.
Το θέμα της απεικόνισης είναι η κάθοδος του νεκρού στον Άδη με τη συνοδεία του Ερμή. Οι κριτές Ραδάμανθυς και Αιακός θα αποφασίσουν για την τύχη του νεκρού, αν δηλαδή θα σταλεί στο νησί των Μακάρων ή στα Τάρταρα. Ο Αιακός, γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, κρίνει όσους προέρχονται από την Ευρώπη, ο Ραδάμανθυς, καρπός του Δία και της Ευρώπης, όσους έρχονται από την Ασία, ενώ στη διαιτησία του Μίνωα καταλήγουν οι δύσκολες κρίσεις (Πλ., Γοργίας 523e-524a). Εδώ κύριος κριτής του νεκρού είναι ο Αιακός.
Η επιλογή του θέματος σαφώς σχετίζεται με την προσδοκία για ζωή μετά θάνατο, όμως ανακαλεί στη μνήμη και τη σύγκριση του Αλέξανδρου με τους τρεις κριτές που επιχείρησε ο Αρριανός:
Καθόλου κατώτερος βασιλιάς από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό η γέννηση των οποίων αποδόθηκε από τους παλιούς στον Δία, χωρίς να θεωρηθεί στάση αλαζονική. (Αρριανός, Z.29.3-4)
Η επιλογή του θέματος του Τάφου της Κρίσεως στη Μίεζα μπορεί να αποτελεί και τον απόηχο μιας άλλης μυθολογικής / ιστορικής παράδοσης για πιθανή παρουσία Κρητών στην περιοχή.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, που διασώζει μαρτυρία του Αριστοτέλη από το χαμένο σύγγραμμά το Βοτιαίων πολιτεία, οι νέοι και οι νέες που έστελναν οι Αθηναίοι στην Κρήτη, υποχρεωτική θυσία στον μυθικό Μινώταυρο, δεν σκοτώνονταν αλλά ζούσαν στο βασίλειο του Μίνωα ως σκλάβοι.
Κάποιοι από τους απογόνους τους στάλθηκαν από τους Κρήτες ως προσφορά στους Δελφούς μαζί με δικά τους παιδιά. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να διατρέφονται συνέχεια στους Δελφούς, πέρασαν στην Ιταλία και εγκαταστάθηκαν «γύρω από τη χώρα που ονομαζόταν Ιαπυγία· από εκεί πάλι μετέβησαν στη Θράκη και ονομάσθηκαν Βοττιαίοι» (Πλούταρχος, Θησέας 16). Στην ίδια εύφορη περιοχή έφτασαν στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. οι Αργεάδες Μακεδόνες, οπότε οι Βοττιαίοι κατέφυγαν στη Χαλκιδική.
Η παρουσία των Κρητών επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τον Μ. Σακελλαρίου, από κρητικά τοπωνύμια στην περιοχή της Μακεδονίας και «από την επιβίωση της παράστασης του διπλού πελέκεως σε ρόλο εμβλημάτων από ορείχαλκο, σε διάφορους τόπους της Μακεδονίας και γειτονικών χωρών, όπου θα διαδόθηκαν από τη Βοττία, με τη μετακίνηση ημινομάδων ποιμένων» (Μακεδονία, 1994, 48).