Σίγουρα οι συντελεστές των εγχειρημάτων αυτών δεν διέθεταν ούτε τα προηγμένα μέσα αλλά ούτε και τον επαγγελματισμό, που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες μονάδες ειδικών επιχειρήσεων. Διέθεταν όμως ένα πολύτιμο στοιχείο, το οποίο σήμερα απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον στα γνωστά θέατρα των επιχειρήσεων: το ψυχικό σθένος, που πήγαζε από τον διακαή πόθο για την ελευθερία….
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Αδόλφου Χίτλερ, που αποσκοπούσαν στην ανάδειξη της Γερμανίας ως κυρίαρχης δύναμης, αρχικά στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση στον υπόλοιπο κόσμο, άρχισαν να υλοποιούνται από την προσάρτηση της Αυστρίας στις 28 Μαρτίου 1938. Ο επόμενος στόχος του ήταν η Τσεχοσλοβακία, διότι αποτελούσε ισχυρή στρατιωτική δύναμη στην καρδιά της Ευρώπης και κύριο στήριγμα της αντιγερμανικής πολιτικής της Γαλλίας και της Ρωσίας.
Ο βασικός μοχλός που διέθετε ο Χίτλερ για να κλονίσει την Τσεχοσλοβακία ήταν τα 3.235.000 Σουδητών Γερμανών που ζούσαν στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας και τους οποίους βέβαια χρησιμοποίησε ως πρόσχημα. Ο Χίτλερ άρχισε με διπλωματικό τρόπο να πιέζει την κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας να αναγνωρίσει τα δικαιώματα αυτής της γερμανικής μειονότητας.
Παράλληλα, μέσω του «Κόμματος των Γερμανών Σουδητών», διατύπωσε παράλογες απαιτήσεις προς την τσεχοσλοβακική κυβέρνηση για το θέμα της μειονότητας, με σκοπό τη δημιουργία μιας κατάστασης διαρκούς ανασφάλειας στο εσωτερικό της χώρας. Ο απώτερος στόχος ήταν η επέμβαση των γερμανικών δυνάμεων, με τη δικαιολογία της αποτροπής εμφυλίου στην Τσεχοσλοβακία και την προστασία της γερμανικής μειονότητας.
Η κατάληξη όλων αυτών των κινήσεων ήταν η Συμφωνία του Μονάχου στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας, στην οποία ορίστηκε ότι τα εδάφη που στην πλειονότητά τους κατοικούνταν από Σουδήτες της Γερμανίας θα παραδίδονταν στη Γερμανία. Η παράδοση θα πραγματοποιούνταν σε τέσσερις φάσεις, από 1η έως 7 Οκτωβρίου.
Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, ως εγγυήτριες δυνάμεις, διασφάλιζαν την ομαλή αποχώρηση των Τσέχων από τα εδάφη χωρίς καταστροφή των υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Με τη συμφωνία αυτή η Γερμανία πέτυχε το σκοπό της, μέσω της διπλωματικής οδού, προσαρτώντας εδάφη 28.600 τ. χλμ.
Αν και με τις αποφάσεις του Μονάχου όλοι νόμιζαν ότι η ειρήνη στην περιοχή είχε εξασφαλιστεί, ο γερμανικός Τύπος εξαπέλυσε δριμύτατη επίθεση κατά των Τσεχοσλοβάκων, κατηγορώντας τους για φρικαλεότητες και τρομοκρατικές ενέργειες κατά του γερμανικού στοιχείου της Μοραβίας και της Βοημίας.
Με τον τρόπο αυτό, προετοιμάστηκε κατάλληλα η κοινή γνώμη και προλειάνθηκε το έδαφος, ώστε, πεντέμιση μήνες αργότερα, στις 15 Μαρτίου 1939, οι γερμανικές δυνάμεις να εισβάλουν και να καταλάβουν την Τσεχοσλοβακία. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Χίτλερ, συνοδευόμενος από τους Ρίμπετροπ, Κάιτελ και Χίμλερ, κατέφθασε στην Πράγα και την επομένη ανακήρυξε την Τσεχοσλοβακία προτεκτοράτο της Γερμανίας.
Τις επόμενες ημέρες αναλαμβάνει νέα κυβέρνηση, η οποία αποτελείται από ανδρείκελα ελεγχόμενα από τη Γερμανία αφού, ούτως ή άλλως, η επίσημη κυβέρνηση της χώρας ήταν επί της ουσίας… διακοσμητικό στοιχείο. Και αυτό διότι, σύμφωνα με το καθεστώς διακυβέρνησης των κατεχόμενων κρατών, εξουσία ασκούσε ο ανώτατος Γερμανός διοικητής σε συνεργασία με τον αναπληρωτή διοικητή. Τις αντίστοιχες θέσεις στην Τσεχοσλοβακία κατείχαν ο διπλωμάτης Κονσταντίν Φον Νόιρατ και ο Σουδήτης στην καταγωγή,
Γερμανός στρατηγός Καρλ Χέρμαν Φρανκ. Πολύ γρήγορα οι σχέσεις των δύο ανδρών έφθασαν σε οριακό σημείο, με αφορμή τις προσωπικές φιλοδοξίες του Φρανκ, που επεδίωκε να αναλάβει τη θέση του Νόιρατ. Πράγματι, με τον καιρό, κύκλοι στη ναζιστική Γερμανία προώθησαν στη θέση του διοικητή τον Φρανκ, ανακαλώντας τον Νόιρατ. Την κενή θέση του αναπληρωτή διοικητή πολύ σύντομα κατέλαβε ο Γερμανός αντιστράτηγος των Ες-Ες Ράινχαρτ Χάιντριχ.
Ο Ράινχαρτ-Τρίσταν-Όιγκεν Χάιντριχ είχε γεννηθεί στο Χάλε και ήταν γιος γνωστού βαρύτονου της όπερας, που είχε τοποθετηθεί διευθυντής σε τοπικό ωδείο. Από μικρός ο Χάιντριχ είχε δείξει την κλίση του στην κλασική μουσική και γρήγορα εξελίχθηκε σε εξαίρετο βιολιστή. Μεγαλώνοντας όμως, αν και η κλασική μουσική παρέμεινε η μεγάλη του αγάπη, τελικά ακολούθησε καριέρα αξιωματικού στο Πολεμικό Ναυτικό.
Το 1931, ως ανθυποπλοίαρχος, πέρασε από Ναυτοδικείο και καθαιρέθηκε. Πολύ γρήγορα όμως έγινε μέλος του ναζιστικού κινήματος και, χάρη στις υψηλές γνωριμίες της συζύγου του, προσέγγισε τον Χίμλερ. Όταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος, ο Χάιντριχ, σε ηλικία 29 ετών, ανέλαβε την αρχηγία της Υπηρεσίας Ασφαλείας των Ες-Ες.
Πολύ γρήγορα αναρριχήθηκε στο νούμερο τρία της ιεραρχίας των Ες-Ες και, σε ηλικία 32 ετών, ανέλαβε την αρχηγία της γερμανικής Ασφάλειας. Γρήγορα έδειξε μια «έφεση» σε αποστολές εκκαθαρίσεως, αρχικά πολιτικών αντιπάλων του Χίτλερ και μετέπειτα των Πολωνών, των Εβραίων και των Ρώσων.
Ο Ράινχαρτ Χάιντριχ καταφθάνει στην Πράγα
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, σε ηλικία 37 ετών, ο Χάιντριχ προάγεται στο βαθμό του αντιστράτηγου και μεταβαίνει στην Πράγα, μαζί με ένα επιτελείο αποτελούμενο από 62 «ειδικούς», που θα τον βοηθούσαν στα νέα του καθήκοντα. Τα απώτερα σχέδια του Χάιντριχ και των συνεργατών του –που προέρχονταν από τους κόλπους των κεντρικών γραφείων της Γερμανικής Ασφαλείας– ήταν να εκγερμανιστεί οποιοδήποτε «πολύτιμο» φυλετικό στοιχείο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι θα έπρεπε να εξαλειφθούν με διάφορες διακριτικές «μεθόδους» .
Πανούργος και αδίστακτος, ο Χάιντριχ κατάφερε να αποκρύψει εντέχνως τους πραγματικούς του σκοπούς. Αρχικά εμφανίστηκε ως ευεργέτης, δίδοντας αύξηση του ημερομισθίου και της μερίδας του συσσιτίου. Εκτός των εντυπώσεων τις οποίες αποσκοπούσε να δημιουργήσει, αυτή η κίνηση απέβλεπε και στην ικανοποίηση και τον εφησυχασμό του Τσέχου εργάτη, με αποτέλεσμα τη μέγιστη απόδοση, και κατά συνέπεια την οικονομική άνοδο του Γ’ Ράιχ.
Οι λίγοι υποψιασμένοι Τσέχοι που αντέδρασαν αντιλαμβανόμενοι τα σχέδια του Χάιντριχ, οδηγήθηκαν στις φυλακές Πάνκρακ. Στις δύο πρώτες εβδομάδες, οι συλληφθέντες έφθασαν τους 200, για να αυξηθούν στη συνέχεια με γεωμετρική πρόοδο.
Τα απώτερα σχέδια του Χάιντριχ έγιναν γρήγορα αντιληπτά από την τσεχική αντίσταση, η οποία ενημέρωσε την εξόριστη κυβέρνηση της χώρας, που βρισκόταν στην Αγγλία. Οι επικεφαλής της εξόριστης κυβέρνησης, βλέποντας τους πολίτες της χώρας τους να χάνουν κάθε ελευθερία και την οικονομία της να γίνεται βορά στο όραμα «άνθισης» του Γ’ Ράιχ, αποφάσισαν να αντιδράσουν δυναμικά.
Θέλοντας λοιπόν να πείσουν τον υπόλοιπο κόσμο πως η κυβέρνηση των ανδρείκελων της Τσεχίας δεν αντιπροσωπεύει την πλειοψηφία του τσεχικού λαού, αποφασίστηκε, σε συνεννόηση με τη βρετανική SOE, η πραγματοποίηση αποστολής, με σκοπό την εξόντωση του αντιστράτηγου Χάιντριχ.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου των γερμανικών δυνάμεων στην Τσεχία, πλήθος Τσέχων πατριωτών κατέφυγε στην Αγγλία. Οι νεότεροι εκπαιδεύθηκαν από τη SOE (Special Operations Executive), η οποία είχε συσταθεί τον Ιούλιο του 1940, με εντολή του ίδιου του Τσόρτσιλ. Σκοπός της ταχύρυθμης εκπαίδευσης των Τσέχων ήταν η επιστροφή τους το συντομότερο στην πατρίδα, για τη δημιουργία ισχυρού αντιστασιακού κινήματος κατά του εχθρού. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και δύο πρώην υπαξιωματικοί του Τσεχικού Στρατού, οι Γιάν Κιούμπις και Γιόζεφ Γκάμπκικ.
Οι δύο άνδρες γνωρίστηκαν μετά την είσοδό τους στους κόλπους της SOE και εκπαιδεύτηκαν μαζί το φθινόπωρο του 1941, σε μια μυστική βάση στη Σκωτία. Πολύ γρήγορα, μεταξύ των δύο ανδρών αναπτύχθηκε μια βαθιά φιλία, που, σε συνδυασμό με τη σκληρή εκπαίδευση και την πείρα που είχαν αποκομίσει ως υπαξιωματικοί, τους κατέστησε ένα άψογο επιχειρησιακό δίδυμο.
Όλα αυτά τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης και της κοινής τους καταγωγής, αποτέλεσαν τους κύριους λόγους ώστε να επιλεγούν για τη διεξαγωγή της αποστολής με το κωδικό όνομα «Manlik», που απέβλεπε στην εξόντωση του Χάιντριχ.
Φυσικά, οι δύο Τσέχοι δέχθηκαν με χαρά να αναλάβουν την αποστολή, όταν αυτό τους προτάθηκε, και αμέσως ξεκίνησε νέος κύκλος εκπαίδευσης, κατά τον οποίο εξειδικεύτηκαν στη χρήση αντιαρματικών όπλων, στα είδη των χειροβομβίδων, με έμφαση στην ιδιοκατασκευή χειροβομβίδων μεγάλης ισχύος για τη διάτρηση ισχυρής θωράκισης, και σε άλλα παρόμοια αντικείμενα. Η εκπαίδευσή τους ολοκληρώθηκε τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβρίου 1941, με το σχολείο ελεύθερων σκοπευτών.
Στις 27 Δεκεμβρίου, οι δύο άνδρες έλαβαν τελικές οδηγίες και την επομένη απογειώθηκαν με ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος από ένα αεροδρόμιο λίγο έξω από το Λονδίνο, με προορισμό την Τσεχοσλοβακία…
Οι «τιμωροί» του Χάιντριχ προσγειώνονται στην Τσεχοσλοβακία
Μετά από μια εφιαλτική πτήση επάνω από σχεδόν όλη την κατεχόμενη Ευρώπη, το βομβαρδιστικό φθάνει επάνω από την Τσεχοσλοβακία.
Ο πιλότος, διαγράφοντας ένα μικρό κύκλο, κατεβαίνει σε χαμηλό ύψος υπό συνθήκες νέφωσης. Κυριολεκτικά στα τυφλά, οι δύο αλεξιπτωτιστές εγκαταλείπουν το αεροσκάφος και προσγειώνονται χωρίς πρόβλημα κοντά στο χωριό Νέχβιζντι, που βρίσκεται σχεδόν 20 χλμ. έξω από την Πράγα.
Οι δύο άνδρες περιπλανιούνται για αρκετές ώρες μέσα στη νύχτα στα περίχωρα του χωριού, αναζητώντας ασφαλές καταφύγιο. Κάποια στιγμή εντοπίζουν ένα εγκαταλελειμμένο λατομείο και διανυκτερεύουν.
Το πρωί της επομένης τούς περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη, όταν αντιλαμβάνονται στην είσοδο του λατομείου την παρουσία ενός άγνωστου άνδρα. Με γρήγορες κινήσεις, ακινητοποιούν τον παρείσακτο, ο οποίος δεν πρόβαλε κάποια ιδιαίτερη αντίσταση.
Ο άγνωστος, που ονομάζεται Μίλερ Μπάουμαν, στην ανάκριση που επακολουθεί τους εξηγεί ατάραχος ότι ανήκει στην αντιστασιακή οργάνωση SOCOL και ότι το προηγούμενο βράδυ άκουσε το βόμβο από τους κινητήρες του αεροσκάφους και τους δύο αλεξιπτωτιστές να προσεγγίζουν το έδαφος. Τελικά τους πείθει για τις καλές του προθέσεις και υπόσχεται να τους φέρει σε επαφή με την αντιστασιακή οργάνωση.
Η SOCOL είχε δημιουργηθεί πολύ πριν την είσοδο των Γερμανών στην Τσεχοσλοβακία και εξέφραζε κυρίως το τσεχικό στοιχείο. Με την είσοδο των Γερμανών, σε αυτήν ενσωματώθηκε και η αντιστασιακή οργάνωση Γίντρα, της οποίας ο πυρήνας αποτελούνταν κυρίως από Σλοβάκους.
Ένα από τα ηγετικά στελέχη της Γίντρα, ο γνωστός καθηγητής χημείας Βλαντισλάβ Βάνεκ, μετά την ενοποίηση των δύο οργανώσεων, ανέλαβε και πάλι ηγετικό ρόλο στην κοινή πλέον οργάνωση. Με την είσοδο των Γερμανών στην Τσεχοσλοβακία, η αντιστασιακή οργάνωση είχε αποκτήσει επαφή με τη SOE, από την οποία δεχόταν οδηγίες, ενημερώνοντας παράλληλα την εξόριστη κυβέρνηση για την κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα.
Τη συγκεκριμένη όμως περίοδο η αντιστασιακή οργάνωση αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, διότι είχε συλληφθεί ένας ασυρματιστής από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, και η επικοινωνία με το Λονδίνο ήταν περιορισμένη. Η κατάσταση αυτή είχε κάνει την ηγεσία της οργάνωσης ιδιαίτερα επιφυλακτική, γι’ αυτό και όταν ο Μπάουμαν ανέφερε στον Βάνεκ ότι δύο κομάντο από την Αγγλία βρίσκονταν στα περίχωρα της Πράγας με εντολές να πραγματοποιήσουν μια υψίστης σημασίας αποστολή της οποίας δεν γνώριζε το περιεχόμενο, ο Βάνεκ σκέφθηκε ότι πιθανόν οι δύο άνδρες να ήταν Γερμανοί κατάσκοποι.
Την άποψη αυτή ενίσχυσε και το γεγονός ότι οι δύο κομάντο είχαν πει ότι έλαβαν εντολές απευθείας από το Λονδίνο, αλλά η SOE δεν είχε ενημερώσει την τσεχική οργάνωση. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Βάνεκ διέταξε τον Μπάουμαν να του φέρει τους δύο άνδρες το γρηγορότερο.
Πράγματι, ο Μπάουμαν ενημέρωσε σχετικά τον Κιούμπις και τον Γκάμπκικ στο καταφύγιο του λατομείου. Δύο με τρεις ημέρες αργότερα, καθορίστηκε το σημείο συνάντησης, αλλά για λόγους ασφαλείας πήγε εκεί μόνο ο Κιούμπις. Κατά τη διάρκεια της επαφής του Κιούμπις με τα μέλη της SOCOL, το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ, διότι ο Βάνεκ τον αντιμετώπιζε με επιφυλακτικότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα είδος ανάκρισης, και οι επιφυλάξεις του Βάνεκ ήρθησαν μόνο όταν ο Κιούμπις του ανέφερε ονόματα Τσέχων αξιωματικών και του περιέγραψε την περιοχή που γεννήθηκε.
Στη συνέχεια, και μετά από πιέσεις, ο Κιούμπις του αποκάλυψε ότι στόχος τους ήταν ο Χάιντριχ. Ο Βάνεκ, σκεπτόμενος τα γερμανικά αντίποινα κατά του λαού μετά τη δολοφονία ενός εκ των στυλοβατών της ναζιστικής ιεραρχίας, προσπάθησε να πείσει τον Κιούμπις να ακυρώσει την αποστολή. Ο τελευταίος, όμως, φανερά αδιάφορος, απάντησε ότι οι διαταγές του ήταν σαφείς κι ότι ο Χάιντριχ έπρεπε να εξοντωθεί.
Ο Βάνεκ, προσπαθώντας να επιτύχει την ακύρωση της αποστολής, ήλθε σε επαφή με τον ανθυπολοχαγό Μπάρτος που έχει επιστρέψει πρόσφατα από το Λονδίνο, και από κοινού αποφάσισαν να στείλουν σήμα στη βρετανική πρωτεύουσα, με το οποίο θα εξέθεταν την κατάσταση, ζητώντας την ακύρωση της αποστολής.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες επικοινωνίας, η απάντηση από το Λονδίνο έφτασε σχετικά σύντομα, αναφέροντας ότι η αποστολή έπρεπε να πραγματοποιηθεί πάση θυσία. Ο Βάνεκ, μη μπορώντας πλέον να αλλάξει την κατάσταση, αποφάσισε να συνεργαστεί. Θεωρώντας λοιπόν ύψιστο καθήκον της οργάνωσης να βοηθήσει όσο μπορούσε περισσότερο τους δύο κομάντο στην εκτέλεση της παράτολμης αποστολής τους, ανεξάρτητα με το αν συμφωνούσε ή όχι, έδωσε εντολή σε ένα από τα κορυφαία στελέχη της, τον Γιάν Ζέλενκα, να βοηθήσει με κάθε μέσο τους δύο άνδρες και βέβαια να φροντίσει να τους κρύψει.
Ο Ζέλενκα, γνωστός και με το παρατσούκλι «θείος Χάζκι», ήταν δάσκαλος στο επάγγελμα, και ένα από τα καθήκοντά του ήταν και η στρατολόγηση πρακτόρων στην αντίσταση.
Η πρώτη ενέργεια του Ζέλενκα ήταν να βρει ασφαλές καταφύγιο για τους δύο άνδρες στο κέντρο της Πράγας. Μετά τις απαραίτητες συνεννοήσεις και επαφές, οι δύο άνδρες φιλοξενήθηκαν από την οικογένεια Μοράβεκ, σε ένα σπίτι που βρισκόταν πολύ κοντά στην οικία του Ζέλενκα.
Η κυρία Μοράβεκ, με το παρατσούκλι «θεία Μαρία», ήταν ενεργό μέλος της αντίστασης, ενώ ο μεγάλος γιος της υπηρετούσε στη RAF. Περνώντας ένα μικρό διάστημα απραξίας, οι δύο άνδρες εφοδιάστηκαν με τα απαραίτητα πλαστά έγγραφα ώστε να κινούνται ελεύθερα. Παράλληλα, ο Ζέλενκα ήλθε σε επαφή με ένα άλλο μέλος της αντίστασης και παλαιό μαθητή του, τον Φράντισεκ Σαφάρικ, επιπλοποιό στο επάγγελμα, και του ζήτησε να βοηθήσει τους δύο άνδρες που θα του έστελνε να τον επισκεφθούν.
Ο Σαφάρικ, που είχε στρατολογηθεί από τον πρώην δάσκαλό του, ήταν ένθερμος αγωνιστής και εκείνη την εποχή εργαζόταν στον πύργο της Πράγας. Την επομένη, τον επισκέφθηκαν για πρώτη φορά οι δύο άνδρες ζητώντας του γενικές πληροφορίες για τον Χάιντριχ και τη φρουρά του. Έκτοτε άρχισαν να τον επισκέπτονται αρκετά συχνά, ενώ παράλληλα, χρησιμοποιώντας ποδήλατα για να μη δίνουν στόχο, περιφέρονταν στην Πράγα και τα προάστιά της, συλλέγοντας στοιχεία για το σχεδιασμό της αποστολής. Σε κάποια από τις επισκέψεις τους, ο Σαφάρικ τους έδειξε τη μαύρη Μερσεντές του Γερμανού στρατηγού και το αυτοκίνητο της φρουράς. Από εκείνη τη μέρα παρακολουθούσαν και επισήμαιναν το δρομολόγιο που ακολουθούσε ο στόχος τους, καταγράφοντας τα μέτρα ασφαλείας και τις καθημερινές του συνήθειες.
Την περίοδο αυτή, προστέθηκε στην ομάδα ως τρίτο μέλος, άλλος ένας Τσέχος που είχε περάσει από εκπαίδευση στην Αγγλία και γνώριζε τους δύο άνδρες, ο Γίοσεφ Βάλτσικ, ο οποίος είχε ειδικότητα ελεύθερου σκοπευτή.
Οι Κιούμπις και Γκάμπκικ, μετά από πολυήμερη παρακολούθηση, ανακάλυψαν ότι ο Χάιντριχ κινούνταν χωρίς να λαμβάνει ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, και ως κατάλληλο για την ενέδρα εντόπισαν ένα σημείο σε μια μεγάλη λεωφόρο, από όπου η Μερσεντές του διερχόταν δύο φορές την ημέρα. Το συγκεκριμένο σημείο παρείχε κάλυψη, διότι και στις δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν φυτεμένες καστανιές και ήταν το μοναδικό όπου ο δρόμος ήταν ευθύς και η διέλευση οχημάτων περιορισμένη.
Ο τρόπος διεξαγωγής της αποστολής βασίστηκε στο γεγονός ότι το αυτοκίνητο διέσχιζε το συγκεκριμένο σημείο με μεγάλη ταχύτητα, οπότε, τοποθετώντας ένα συρματόσκοινο εγκάρσια με το οδόστρωμα το οποίο θα τεντωνόταν την τελευταία στιγμή, ευελπιστούσαν ότι θα ακινητοποιούσαν το αυτοκίνητο.
Αμέσως μετά θα εκτελούσαν τον Χάιντριχ και τον οδηγό του με τα όπλα τους. Στην περίπτωση που το συρματόσκοινο σηκωνόταν πιο ψηλά και δεν ακινητοποιούσε το αυτοκίνητο, ευελπιστούσαν ότι θα λειτουργούσε ως φονικό εργαλείο και θα αποκεφάλιζε τα υποψήφια θύματα. Αν και αρχικά ενθουσιάστηκαν με την ιδέα τους αυτή, πολύ γρήγορα την εγκατέλειψαν, διότι διαπίστωσαν ότι η εφαρμογή της ενείχε ένα μεγάλο μειονέκτημα: και στις δύο περιπτώσεις δεν υπήρχε καμία περίπτωση να διαφύγουν με ασφάλεια από το χώρο της ενέδρας. Αποκαρδιωμένοι προς στιγμή, οι άνδρες πήραν το δρόμο της επιστροφής προς την Πράγα.
Ακολουθώντας με τα ποδήλατά τους την ίδια διαδρομή για να επιστρέψουν στην Πράγα, στο προάστιο του Λίμπεν, λίγο έξω από την πόλη, οι δύο άνδρες ανακάλυψαν ότι το αυτοκίνητο του Χάιντριχ περνούσε καθημερινά από εκεί για να μπει σε μια πάροδο που οδηγεί στη γέφυρα Τρόγισκα και εν συνεχεία στο κέντρο της πόλης.
Στο σημείο αυτό ακριβώς υπήρχε μια κλειστή στροφή, στην οποία όλα τα αυτοκίνητα μείωναν ταχύτητα. Το σημείο λοιπόν αυτό ήταν ιδανικό από κάθε άποψη για την ενέδρα, διότι τη στιγμή που το αυτοκίνητο μειώνει ταχύτητα, ένας καλός ελεύθερος σκοπευτής, όπως ο Βάλτικ, θα μπορούσε στα λίγα αυτά δευτερόλεπτα να εξολοθρεύσει τον στόχο.
Οι δύο άνδρες επέστρεψαν στην Πράγα, όπου συναντήθηκαν με τον Βάλτσικ για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης. Τελικά αποφάσισαν ότι ο Βάλτσικ θα εκτελούσε χρέη παρατηρητή, ενώ ως ομάδα κρούσης θα δρούσαν ο Κιούμπις και ο Γκάμπκικ. Σε γενικές γραμμές, το σχέδιο είχε ως εξής: Το ακριβές σημείο της ενέδρας ήταν η συμβολή των οδών Αρμάντι και Χολεζόβισκατς.
Οι τρεις άνδρες επρόκειτο να συναντηθούν σε μια στάση του τραμ αρκετά κοντά στο σημείο, εφόσον προηγουμένως είχαν αφήσει λίγο πιο πίσω δύο ποδήλατα, τα οποία θα χρησιμοποιούσαν για να διαφύγουν μετά το πέρας της αποστολής. Αμέσως μετά τη συνάντηση, ο Βάλτσικ θα πήγαινε σε μια γωνία της οδού Αρμάντι, περίπου 200-300 μέτρα από τη στροφή. Οι άλλοι δύο θα παρέμεναν στο σημείο της στάσης, δήθεν για να επιβιβαστούν στο τραμ, μέχρις ότου ο Βάλστικ αναγνωρίσει τη μαύρη Μερσεντές και τους κάνει σινιάλο με τον καθρέπτη που θα είχε μαζί του.
Με τη λήψη του σήματος, οι δύο άνδρες θα κινούνταν στο σημείο της ενέδρας γρήγορα, χωρίς να κινήσουν υποψίες και, τη στιγμή που θα ελάττωνε το αυτοκίνητο ταχύτητα, πριν τη στροφή, ο Γκάμπκικ, που θα έφερε ένα αυτόματο Στεν, θα γάζωνε τον Χάιντριχ και τον οδηγό του.
Σε περίπτωση που ο Γκάμπκικ δεν κατάφερνε να εξουδετερώσει το στόχο, τότε ο Κιούμπις θα έρριπτε μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα μεγάλης φονικής ακτίνας, ειδικά σχεδιασμένη για την αποστολή. Στη συνέχεια θα απομακρύνονταν γρήγορα από τον τόπο της ενέδρας, θα έφθαναν στο σημείο όπου θα βρίσκονταν τα ποδήλατα και, αφού επέβαιναν σε αυτά, θα χάνονταν μέσα στο πλήθος.
Τις επόμενες ημέρες, οι τρεις άνδρες συναντήθηκαν αρκετές φορές και συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Είχαν περάσει σχεδόν πέντε μήνες από την άφιξή τους στην Τσεχοσλοβακία, και η ανυπομονησία μέρα με τη μέρα κορυφωνόταν. Στα μέσα Μαΐου ανακοίνωσαν στον Βάνεκ το τελικό σχέδιο, ο οποίος –αν και δεν ενθουσιάστηκε σκεπτόμενος τα γερμανικά αντίποινα– συναίνεσε. Το μόνο που πλέον απέμενε, ήταν να καθοριστεί η ακριβής ημερομηνία.
Η αντίστροφη μέτρηση για τον Χάιντριχ έχει αρχίσει…
Καθώς κυλούσαν οι ημέρες, η ένταση μεγάλωνε τόσο για τα μέλη της ομάδας κρούσης όσο και για τα στελέχη της SOCOL, που υποστήριζαν το ριψοκίνδυνο εγχείρημα.
Το σχέδιο είχε βέβαια αρκετά τρωτά σημεία (ενέργεια την ημέρα και σε κατοικημένη περιοχή) αλλά ο Βάνεκ, στηριζόμενος στην απλότητα και την τόλμη, ήλπιζε ότι με λίγη τύχη όλα θα πήγαιναν κατ’ ευχήν.
Λίγες ημέρες αργότερα, ένας σύνδεσμος της αντίστασης που έδιδε πληροφορίες από το αρχηγείο του Χάιντριχ, ανέφερε ότι στις 27 Μαΐου 1942 ο Γερμανός στρατηγός θα εγκατέλειπε οριστικά την Τσεχοσλοβακία. Ο Βάνεκ, αφού πρώτα διασταύρωσε την πληροφορία, ειδοποίησε την ομάδα, μεταφέροντάς τους παράλληλα και την πεποίθησή του ότι η καλύτερη ημέρα για την πραγματοποίηση του εγχειρήματος θα ήταν η 27η Μαΐου, διότι ο Χάιντριχ, πηγαίνοντας στο αεροδρόμιο, δεν θα είχε λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Η ιδέα του Βάνεκ βρήκε σύμφωνους τους τρεις άνδρες.
Η 27η Μαΐου ήταν μια ήσυχη, ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη ημέρα. Οι τρεις άνδρες, συνεπείς στο ραντεβού τους, συναντιούνται στη στάση του τραμ στις 09.00 ακριβώς. Αμέσως ο Βάλτσικ απομακρύνεται για να σταματήσει λίγο πιο κάτω, στην οδό Αρμάντι. Φαινομενικά ήρεμος, με αδιάφορο βλέμμα, παρατηρεί τη συμβολή των οδών Αρμάντι και Χολεζοβίσκατς.
Κάποια στιγμή, διαπιστώνει ότι η ώρα είναι σχεδόν 10.00, αλλά η Μερσεντές του Χάιντριχ δεν φαίνεται πουθενά. Απέναντι και λίγα μέτρα πιο πίσω από τη στάση περνά το ένα τραμ πίσω από το άλλο. Όσοι επιβιβάζονται κοιτούν με περιέργεια τους Κιούμπις και Γκάμπκικ, που δεν ανεβαίνουν στο τραμ. Οι τελευταίοι ανταλλάσσουν ματιές μεταξύ τους, κοιτούν τα ρολόγια τους και ανησυχούν, γιατί ο συνάδελφός τους δεν τους έχει ειδοποιήσει ακόμη.
Αρκετά χιλιόμετρα πιο μακριά, ο Χάιντριχ, αποχαιρετώντας τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του, ξεκινά για το αεροδρόμιο, με μόνη συνοδεία τον οδηγό του, επιλοχία των Ες-Ες Κλάιν. Μεταξύ 10.30 με 10.45, η Μερσεντές πλησιάζει στη συμβολή των οδών και γίνεται αντιληπτή από τον Βάλτσικ, ο οποίος με τον καθρέπτη του κάνει σινιάλο στους συντρόφους του και απομακρύνεται.
Οι δύο άνδρες, λαμβάνοντας το σήμα, ξεκινούν γρήγορα. Πρώτος ο Γκάμπκικ διασχίζει κάθετα το δρόμο, αποφεύγοντας ένα διερχόμενο τραμ την τελευταία στιγμή. Ο Κιούμπις τον προσπερνά και βρίσκεται πρώτος στη θέση του.
Στο μεταξύ, η Μερσεντές πλησιάζει την επικίνδυνη στροφή και ο επιλοχίας Κλάιν κόβει ταχύτητα. Για κλάσματα του δευτερολέπτου το αυτοκίνητο σχεδόν ακινητοποιείται και οι δύο Γερμανοί βλέπουν τον Γκάμπκικ να τους απειλεί με το αυτόματο Στεν. Αμέσως ο Κλάιν φρενάρει απότομα και οι δύο Γερμανοί βγάζουν τα πιστόλια τους.
Ο Κίουμπις, εκνευρισμένος, φωνάζει και κοιτάζει προς το μέρος του συντρόφου του, αντιλαμβανόμενος ότι το όπλο του Γκάμπκικ έχει πάθει εμπλοκή. Ταυτόχρονα, βλέποντας τους δύο Γερμανούς με τα πιστόλια στο χέρι, βγάζει μια αυτοσχέδια χειροβομβίδα από μια τσάντα, την απασφαλίζει και τη ρίπτει προς το αυτοκίνητο.
Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα ακούγεται ένας εκκωφαντικός θόρυβος και ο χώρος γεμίζει από τα φλεγόμενα κομμάτια του αυτοκινήτου ενώ η μυρωδιά του καμένου δέρματος της ταπετσαρίας διαχέεται στον αέρα. Η κυκλοφορία σταματά και οι δύο Γερμανοί, χωρίς εμφανή τραύματα, εγκαταλείπουν το αυτοκίνητο.
Ο Χάιντριχ, περπατώντας ελάχιστα μέτρα καταρρέει επάνω στο καπό ενός διερχόμενου αυτοκινήτου. Ο Κλάιν, με το περίστροφο στο χέρι, καταδιώκει τον Γκάμπκικ, ο οποίος καταφέρνει και μπαίνει σε ένα μαγαζί που βρίσκεται σε ένα μικρό στενό λίγα μέτρα από τον τόπο της ενέδρας.
Από την άκρη της τζαμαρίας του καταστήματος βλέπει τον Κλάιν να περνά από μπροστά του. Αμέσως πετάγεται έξω, στο δρόμο, και τον σκοτώνει με το περίστροφό του. Στο μεταξύ, ο Κιούμπις είχε απομακρυνθεί πιο γρήγορα και, φθάνοντας στο ποδήλατό του, διαφεύγει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορεί, από τη γέφυρα Τρόγισκα.
Ο Γκάμπκικ, αντιλαμβανόμενος ότι πλησιάζει η Τσεχική Αστυνομία, τρέχει και, μέσα στον πανικό που επικρατεί, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, ανεβαίνει σε ένα διερχόμενο τραμ και χάνεται μέσα στο πλήθος. Μετά από αρκετή ώρα, ο Κιούμπις φθάνει στο σπίτι της οικογένειας Μοράβεκ με τραύμα στο μάτι, ενώ ο Γκάμπκικ βρίσκει ασφαλές καταφύγιο στην οικογένεια Φάφεκ, στο προάστιο Ζίσκοβ.
Τον μόνο που βρίσκει τελικά η αστυνομία στο χώρο της ενέδρας είναι ο αιμόφυρτος Χάιντριχ, ο οποίος και μεταφέρεται στο νοσοκομείο με ένα διερχόμενο όχημα. Εκεί διαπιστώνεται ότι η κατάστασή του είναι πολύ σοβαρή και το να επιβιώσει σχεδόν αδύνατο.
Το τέλος του Χάιντριχ, τα αντίποινα και η δραματική καταδίωξη των θυτών του
Το ίδιο κιόλας βράδυ, τα κακά νέα φθάνουν στο Βερολίνο. Την επομένη ημέρα, με διαταγή του ίδιου του Χίτλερ, καταφθάνει στην Πράγα ένα επιτελείο αποτελούμενο από τους κορυφαίους χειρουργούς του Βερολίνου. Όλα όμως είναι μάταια. Το μόνο που καταφέρνουν είναι να παρατείνουν τη ζωή του Χάιντριχ για εννέα μαρτυρικές ημέρες. Στις 4 Ιουνίου 1942, ο αντιστράτηγος υποκύπτει μέσα σε φρικτούς πόνους.
Τα θραύσματα της χειροβομβίδας είχαν ανοίξει τόσο μεγάλες τομές στο σώμα του, ώστε κομμάτια μετάλλου και καμένου δέρματος από την ταπετσαρία είχαν εισχωρήσει στη σπλήνα, με αποτέλεσμα να προκληθεί εκτενής μόλυνση του αίματος (σηψαιμία). Η σορός του Χάιντριχ μεταφέρθηκε στο Βερολίνο και, στις 8 Ιουνίου 1942, μέσα σε βαρύ πένθιμο κλίμα, πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, με όλες τις αρμόζουσες τιμές. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Χίτλερ, ζητώντας δημοσίως από τα στελέχη του την ανεύρεση και την υποδειγματική τιμωρία των δραστών.
Το θέμα είχε ήδη λάβει μεγάλες διαστάσεις στην Τσεχοσλοβακία. Οι Κίουμπις και Γκάμπκικ, μέσα στο πανικό τους από την ανορθόδοξη τελικά διεξαγωγή της επιχείρησης, κατά την αποχώρησή τους από το χώρο της ενέδρας άφησαν πίσω τους πολλά ίχνη: ο μεν Κιούμπις άφησε τον σκούφο και την τσάντα μέσα στην οποία μετέφερε τη χειροβομβίδα και άλλα υλικά, ο δε Γκάμπκικ άφησε το όπλο, το παλτό, την τσάντα του και –το κυριότερο– το ποδήλατο, που ανήκε στην κυρία Μοράβεκ.
Η αντίδραση των Γερμανών υπήρξε άμεση. Αρχικά επικήρυξαν τους δύο άνδρες, υποσχόμενοι αμοιβή δέκα εκατομμύρια κορόνες σε όποιους βοηθούσαν σημαντικά στις έρευνες. Παράλληλα εκφόβιζαν τον τσεχικό λαό με τυφεκισμό ολόκληρης της οικογένειας που θα αποδεικνυόταν ότι παρείχε άσυλο στους δράστες. Σε μια βιτρίνα, σε κεντρική πλατεία της Πράγας, τοποθετήθηκαν τα αντικείμενα που ξέχασαν οι δύο άνδρες.
Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί κυριολεκτικά «πολιορκούσαν» την κοινή γνώμη με συνεχείς περιγραφές των δραστών, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα και την υπέρογκη αμοιβή, που μετά από λίγες ημέρες διπλασιάστηκε. Στον Τύπο δημοσιευόταν συνεχώς μια φωτογραφία της βιτρίνας όπου είχαν τοποθετηθεί τα αντικείμενα. Το τελικό και πιο περιοριστικό μέτρο ήταν η κήρυξη της πόλης σε κατάσταση πολιορκίας, με αποτέλεσμα την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 09.00 το βράδυ.
Ο κλοιός για τους δύο καταζητούμενους, ημέρα με την ημέρα γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Αλλάζοντας συνεχώς κρησφύγετα, οι Κιούμπις και Γκάμπκικ διέφευγαν τη σύλληψη, αλλά η γερμανική προπαγάνδα έσπερνε τον τρόμο, με αποτέλεσμα οι οικογένειες που τους παρείχαν καταφύγιο να διατρέχουν τεράστιο κίνδυνο. Οι γερμανικές έρευνες επεκτάθηκαν αρχικά στα περίχωρα της Πράγας και έπειτα σε όλη την Τσεχοσλοβακία.
Τις επόμενες ημέρες ανακρίθηκαν περίπου πέντε εκατομμύρια Τσεχοσλοβάκοι και συνολικά ο αριθμός των Γερμανών στρατιωτών που αναμείχθηκαν στις έρευνες έφθασε τις 450.000! Εκατοντάδες Τσέχοι φυλακίστηκαν και πολλές δεκάδες εκτελέστηκαν για αντίποινα. Όσο οι δράστες παρέμεναν ασύλληπτοι, οι Γερμανοί σκλήραιναν τη στάση τους.
Οι δύο κομάντο έβρισκαν πλέον πολύ δύσκολα καταφύγιο, και πραγματικά είχαν φθάσει σε απόγνωση. Τότε εμφανίστηκε κι έδωσε προσωρινή λύση ο διάκονος της ορθόδοξης εκκλησίας Aγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου, Βλαντιμίρ Πέτρεκ, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει στην εκκλησία. Πράγματι, οι δύο άνδρες έφθασαν χωριστά στο ναό, ενώ μετά από λίγο κατέφθασε ο Βάλτσικ μαζί με τέσσερις άλλους καταζητούμενους πατριώτες. Οι επτά άνδρες ουσιαστικά διέμεναν στην εκκλησία μόνο τη νύχτα, ενώ την ημέρα περιφέρονταν στην Πράγα ανάμεσα στο πλήθος.
Οι Γερμανοί, μη μπορώντας να τους ανακαλύψουν, σκλήρυναν ακόμη περισσότερο τη στάση τους. Στις 11 Ιουνίου, αφάνισαν το χωριό Λίντιτσε και λίγες ημέρες αργότερα, το χωριό Λέκαζι. Αλλά και στην ίδια την Πράγα, εκτελέστηκαν περισσότερα από 1.000 άτομα. Στον ημερήσιο Τύπο και το ραδιόφωνο επαναλαμβανόταν συνεχώς ότι η γερμανική στάση επρόκειτο να γίνει ακόμη πιο σκληρή εάν μέχρι τις 18 Ιουνίου δεν παραδίδονταν οι δράστες.
Παρ’ όλα αυτά, οι γερμανικές δυνάμεις στην Τσεχοσλοβακία βρίσκονταν σε αδιέξοδο. Το Βερολίνο τους πίεζε συνεχώς, διότι είχαν περάσει σχεδόν 20 ημέρες και δεν υπήρχε καμία ουσιαστική πρόοδος. Ίσως τελικά να είχαν αρχίσει και οι ίδιοι να πιστεύουν ότι οι δράστες θα μπορούσαν να διαφύγουν, αν δεν εμφανιζόταν από το πουθενά ο «Εφιάλτης», στο πρόσωπο του Κάρελ Κιούρντα.
Ο Κιούρντα, ήταν και αυτός μέλος της αντίστασης που είχε εκπαιδευτεί στη SOE. Ήταν ενήμερος για την Επιχείρηση «Manlik» και είχε πέσει και αυτός με αλεξίπτωτο στην Τσεχοσλοβακία με διαταγές να έλθει σε επαφή με την αντίσταση. Φθάνοντας όμως στην Πράγα, κρύφτηκε στο κτήμα του πατέρα του.
Δειλός και με ευμετάβλητη ψυχολογία, μην αντέχοντας τη γερμανική προπαγάνδα, παρουσιάστηκε μόνος του στο Αρχηγείο της Γερμανικής Ασφαλείας, αναγνώρισε ορισμένα από τα αντικείμενα των δραστών, τους εξήγησε ότι ανήκε στην αντίσταση και τους έδωσε τα ονόματα των εμπλεκόμενων στην επιχείρηση. Δεν γνώριζε όμως το κρησφύγετό τους.
Οι Γερμανοί, με τα νέα στοιχεία που έχουν πλέον στη διάθεσή τους, κινητοποιούνται άμεσα. Αρχικά «επισκέπτονται» τον Γιάν Ζέλενκα που είχε αναλάβει, όπως έχει προαναφέρθηκε, την εξασφάλιση καταφυγίων για τους δύο κομάντο. Ο Ζέλεγκα αντιλαμβανόμενος τους Γερμανούς και γνωρίζοντας το τι θα επακολουθήσει, αυτοκτονεί καταπίνοντας θανατηφόρο κάψουλα. Η επόμενη «στάση» ήταν στην οικογένεια Μοράβεκ. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, η Μαρία Μοράβεκ αυτοκτονεί μπροστά στα έντρομα μάτια του 17χρονου γιου της.
Ο άνδρας της και ο μικρότερος γιος της οικογένειας οδηγούνται στην Ασφάλεια, όπου και ανακρίνονται μέχρι εξαντλήσεως σε αντιπαραβολή με άλλα μέλη της αντίστασης. Μετά από 24 ώρες, ο μικρός Άτα, βλέποντας το κομμένο κεφάλι της νεκρής μητέρας του και υπό τις απειλές ότι την ίδια τύχη θα έχει και ο πατέρας του, υποκύπτει, και τους αποκαλύπτει την εκκλησία όπου κρύβονται οι δύο κομάντο.
Ο επικεφαλής στρατηγός των Ες-Ες Τρόιενφελντ, δίδει εντολή άμεσης μετάβασης των δυνάμεων στον περιβάλλοντα χώρο της εκκλησίας. Μέσα σε τρεις ώρες, οι γερμανικές δυνάμεις έχουν απλωθεί διακριτικά γύρω από την εκκλησία, ασφαλίζοντας την περίμετρο με τη δημιουργία δύο ομόκεντρων κλοιών.
Εκείνη τη στιγμή, στο εσωτερικό της εκκλησίας, ο Κιούμπις με δύο ακόμη πατριώτες εκτελούν χρέη σκοπού, ενώ οι υπόλοιποι κοιμούνται σε μια κρύπτη κάτω από την εκκλησία. Είναι σχετικά ήρεμοι, διότι είναι η τελευταία ημέρα διαμονής τους στην εκκλησία, αφού υπολογίζουν ότι την επομένη θα μεταφερθούν σε ασφαλές κρησφύγετο έξω από την Πράγα.
Ξαφνικά οι τρεις άνδρες αντιλαμβάνονται την εισβολή των Γερμανών στρατιωτών και ανοίγουν πυρ εναντίον τους. Παράλληλα, ανοίγουν πυρ και οι ακροβολισμένοι στα γύρω μπαλκόνια Γερμανοί και, μέσα σε δευτερόλεπτα, το εσωτερικό της εκκλησίας μοιάζει βομβαρδισμένο.
Κατόπιν διαταγής, τα πυρά των Γερμανών σταματούν, προς αποφυγή απωλειών αμάχων πολιτών. Η γερμανική ομάδα ενισχύεται με μια ειδικά εκπαιδευμένη ομάδα κρούσης της Ταξιαρχίας Ες-Ες «Ντόιτσλαντ». Μετά από ηρωική μάχη που διήρκεσε σχεδόν δύο ώρες, οι τρεις άνδρες χάνουν τον άνισο αγώνα. Ο Κιούμπις αυτοκτονεί πριν συλληφθεί, ενώ οι άλλοι δύο πατριώτες, βαριά τραυματισμένοι από τα θραύσματα των χειροβομβίδων, υποκύπτουν λίγα λεπτά αργότερα.
Οι Γερμανοί, απογοητευμένοι που δεν μπόρεσαν να μάθουν κάποια νέα στοιχεία, καλούν τον προδότη Κιούρντα για να αναγνωρίσει τους δράστες. Καθώς ο προδότης αναγνωρίζει μόνο τον ένα από τους δύο κομάντο, οι Γερμανοί διεξάγουν λεπτομερή έρευνα στο εσωτερικό της εκκλησίας και τον περιβάλλοντα χώρο, εντοπίζοντας στη δυτική πύλη του ναού μια μαρμάρινη πλάκα.
Όταν τη μετακινούν, ανακαλύπτουν μια ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο υπόγειο. Επίσης, δίπλα από την Αγία Τράπεζα, εντοπίζουν άλλη μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, που φαίνεται ότι έχει τοποθετηθεί πρόσφατα. Ο Τσέχος αρχηγός της πυροσβεστικής που συνοδεύει τους Γερμανούς, τους πληροφορεί ότι χρειάζονται τουλάχιστον τρεις ώρες για να μετακινηθεί η πλάκα. Από το υπόγειο ξεκινούσε ο φωταγωγός που κατέληγε σε ένα μικρό οριζόντιο τετράγωνο φεγγίτη.
Αρχικά οι Γερμανοί πείθουν τον ιερέα της εκκλησίας Κτσικλ να προσπαθήσει να πείσει τους φυγάδες να παραδοθούν. Εφόσον αντιλαμβάνονται από τις συνεχείς αρνήσεις ότι οι δράστες δεν πρόκειται να παραδοθούν, καλούν την πυροσβεστική, σφραγίζουν την τρύπα του υπογείου και ρίχνουν νερό με τις αντλίες, σε συνδυασμό με δακρυγόνα. Η ώρα όμως περνούσε χωρίς η στάθμη του νερού να ανεβαίνει, καθώς υπήρχε σημείο εξόδου του νερού. Για να μην ανακαλύψουν οι καταδιωκόμενοι κάποια πιθανή έξοδο διαφυγής, ο Γερμανός διοικητής διατάσσει εισβολή από το μικρό φεγγίτη.
Οι πατριώτες, με το που αντιλαμβάνονται τη γερμανική ενέργεια, ανοίγουν πυρ. Οι Γερμανοί ανταποδίδουν. Ο επικεφαλής των Γερμανών, για να προστατεύσει τους άνδρες του, διατάσσει διακοπή της αποστολής έως ότου μετακινηθεί η μεγάλη μαρμάρινη πλάκα. Τελικά, μετά από 10 λεπτά, η βαριά πλάκα σπάει και εμφανίζεται μπροστά τους μια μεγάλη σκάλα.
Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι Γερμανοί στρατιώτες εισβάλουν μην αντιμετωπίζοντας καθόλου αντίσταση. Σύντομα ανακαλύπτουν και τους τέσσερις αντιστασιακούς νεκρούς. Δύο από αυτούς, εκτός από τα πολλά τραύματα που έφεραν από θραύσματα των χειροβομβίδων, είχαν αυτοπυροβοληθεί και στο κεφάλι.
Έτσι, μετά από έξι δραματικές ώρες, τελείωσε με τον χειρότερο τρόπο η καταδίωξη των επτά πατριωτών. Οι σοροί τους σύρονται στο πεζοδρόμιο και ο προδότης Κιούρντα αναγνωρίζει τους τρεις που έλαβαν μέρος στην εξόντωση του Χάιντριχ.
Όμως ο κύκλος του αίματος για τη δολοφονία του Γερμανού στρατηγού δεν είχε ακόμα κλείσει. Τις επόμενες ημέρες καταδικάζονται σε θάνατο ο διάκονος Πέτρεκ και ο ιερέας Κτσικλ. Την τύχη τους θα είχαν τις επόμενες ημέρες και οι οικογένειες των επτά πατριωτών. Ο καθηγητής Βάνεκ συλλαμβάνεται, αλλά τελικά δεν δικάζεται διότι δεν προκύπτουν επαρκή στοιχεία για την καταδίκη του.
Η δολοφονία του Χάιντριχ στοίχισε τη ζωή σε συνολικά 1.500 Τσέχους, ενώ περισσότεροι από 10.000 στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από γερμανικής πλευράς, εκτός του Χάιντριχ και του Κλάιν, κατά την καταδίωξη των δραστών σκοτώθηκαν 14 στρατιώτες, ενώ 21 τραυματίστηκαν σοβαρά.
Ο φάκελος της Επιχείρησης «Manlik» έκλεισε οριστικά το 1946, με την καταδίκη και εκτέλεση στην αγχόνη του προδότη Κάρελ Κιούρντα και του Γερμανού στρατηγού Καρλ Χέρμαν. Ο ουσιαστικός μάρτυρας κατηγορίας στην υπόθεση Κιούρντα ήταν ο επικεφαλής της τσεχικής αντίστασης, καθηγητής Βλαντισλάβ Βάνεκ.
Η επιχείρηση «Manlik» είναι σαφώς μια σελίδα δόξας που γράφτηκε από την τσεχική αντίσταση, με τον ηρωισμό, την ανδρεία και την αυταπάρνηση των συντελεστών της. Ωστόσο, αν και επιτεύχθηκε ο αντικειμενικός σκοπός της αποστολής, που ήταν η δολοφονία του Χάιντριχ, αξιολογώντας κανείς το γεγονός στο ευρύτερο πλαίσιο της γερμανικής κατοχής στην Τσεχοσλοβακία, το μόνο αντίκτυπο που είχε η επιχείρηση ήταν να θίξει λίγο τη γερμανική υπερηφάνεια. Ουσιαστικά, η παράτολμη και αιματηρή επιχείρηση δεν επηρέασε στο ελάχιστο την εξέλιξη του πολέμου.
Η αντίληψη της εξόριστης τσεχοσλοβάκικης κυβέρνησης, ότι τα τρομερά αντίποινα των Γερμανών θα ενδυνάμωναν την αντίσταση στην Τσέχων, αποδείχτηκε ότι είχε πράγματι κάποια βάση, όμως ο φόρος αίματος τελικά υπήρξε δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το αποτέλεσμα.
Από πλευράς επιχειρησιακού σχεδιασμού, υπήρξαν πολλά τρωτά σημεία και παραλήψεις, με βασικότερο όμως μειονέκτημα τη μη εκπόνηση εναλλακτικών σχεδίων δράσης και διαφυγής της ομάδας κρούσης.
Επίσης, τα ιδιαίτερα ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας, και πιο συγκεκριμένα η απουσία διαστρωμάτωσης των πληροφοριών στη δομή της αντιστασιακής οργάνωσης, είχαν ως αποτέλεσμα να κλονιστούν σοβαρά τα θεμέλιά της.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.