Ο Σάιγκο Τακαμόρι, (23 Ιανουαρίου 1828 – 24 Σεπτεμβρίου 1877), υπήρξε σημαντική φυσιογνωμία της ιαπωνικής ιστορίας, καθώς ήταν ο τελευταίος σαμουράι.
Βοήθησε στην παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην περίοδο Μεϊτζί και κατόπιν κυνηγήθηκε από τους αυτοκρατορικούς συμβούλους. Έγραψε ποίηση με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Σάιγκο Νανσού.
Ο Σάιγκο γεννήθηκε στο Καγκοσίμα, σε μια οικογένεια με κληρονομικά ευγενικές καταβολές, αν και κατώτερης τάξης. Ο πατέρας του Σάιγκο έζησε περισσότερο σαν γκόσι, (αυτάρκης αγρότης-πολεμιστής), παρά σαν σαμουράι, (σι ή Τζοκάσι). Η οικογένεια δανείστηκε τα χρήματα για να αγοράσει γη για καλλιέργεια.
Το οικογενειακό υπόβαθρο του Σάιγκο ήταν εξαρχής συνδεδεμένο με την επαρχία Σατσούμε και υπηρετούσε τον νταΐμιο Σιμάτζου. Η πατριά Σιμάτζου αντιτάχθηκε ούτως ή άλλως στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα το 1600 και έτσι ο νταΐμιο Τοτζάμα χαρακτηρίστηκε ως «εξωτερικός άρχοντας».
Οι σαμουράι που δεν αντιτάχθηκαν, χαρακτηρίστηκαν ως Φουντάι νταΐμιο, δηλαδή «υποτελείς κύριοι». Το σογκουνάτο κρατούσε τους νταΐμιο υπό τον έλεγχό του, υποχρεώνοντάς τους να μένουν ένα μέρος του χρόνου στο Έντο, (Τόκιο), αναγκάζοντάς τους κατά συνέπεια τους σε ακριβά, χρονοβόρα ταξίδια, κρατώντας ταυτόχρονα τις οικογένειές τους ως όμηρους στο κάστρο Έντο.
Ο οίκος Σιμάτζου έκρυψε τον Σάιγκο όταν κυνηγήθηκε από την αυτοκρατορική κυβέρνηση και τον εξόρισε στα νησιά Αμάμι, όπου ανακάλυψε μια κουλτούρα διαφορετική από εκείνη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τελικά κατέληξε να αγαπήσει τα νησιά Αμάμι και τον πολιτισμό τους. Ο Σάιγκο εξορίστηκε για δεύτερη φορά σε ένα άλλο νησί Αμάμι, το Οκινοεραμπουκίμα.
Φαίνεται πως η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήθελε να τον βγάλει από τη μέση, αλλά τον ήθελε ζωντανό. Τον κάλεσε άλλωστε πίσω για να υπηρετήσει όταν άλλαξε το πολιτικό κλίμα. Το νησί Οκινοεραμπουκίμα ήταν ένας ψυχρός, δυσάρεστος τόπος με ισχυρούς ανέμους.
Κρατήθηκε εκεί για δύο χρόνια και υπέστη αρκετές κακουχίες που αποδυνάμωσαν την υγεία του. Στην αρχή τον κρατούσαν σε μια περίφραξη που έμοιαζε με κλουβί και εργότερα τον περιόρισαν κατ’ οίκον.
Όντας εξόριστος στο Οκινοεραμπουκίμα μελέτησε την τέχνη της καλλιγραφία και έγινε δάσκαλος των παιδιών. Διάβασε εκτενώς την κινεζική και ιαπωνική φιλοσοφία, καθώς επίσης τους Κινέζους κλασικούς και την ποίηση. Σε αυτή τη στιγμή στη ζωή του έγινε ποιητής και ένα από τα καλύτερα ποιήματά του ήταν το «Σκέψεις στη φυλακή».
Ο Σάιγκο εξορίστηκε ενάντια στη θέλησή του, αλλά αυτό τον βοήθησε να δυναμώσει το χαρακτήρα του, δεδομένου ότι είχε το χρόνο να αναπτύξει τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα και να σκεφτεί για τη ζωή και την πολιτική του.
Έμαθε να απολαμβάνει τα πιο απλά πράγματα ως μοναχός του Ζεν Βουδισμού και αποσύρθηκε από την πολιτική από το 1874 έως το 1876. Βρήκε τη γαλήνη ψαρεύοντας, διαβάζοντας βιβλία, μαθαίνοντας καλλιγραφία, εντρυφώντας στη χαλάρωση με διαλογισμό Ζεν. Όταν είχε χρόνο, έφτιαχνε αχυρένια σαντάλια.
Κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές
Ο Σάιγκο Τακαμόρι έζησε σε μια περίοδο μεγάλων αλλαγών κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών. Συνεπώς έχει μεγάλη σημασία να γνωρίζουμε την πραγματική σημασία της εποχής του σογκουνάτου Τοκουγκάβα για τους σαμουράι και τα ήθη τους.
Η κυριαρχία των σαμουράι έφθασε στην πλήρη άνθησή της κατά την πρώιμη περίοδο Τοκουγκάβα, όταν οι ταξικές διακρίσεις ήταν ιδιαίτερα εμφανείς.
Οι σαμουράι βρίσκονταν στην κορυφή των τεσσάρων τάξεων -επάνω από τους αγρότες, τους τεχνίτες και τους εμπόρους. Ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να φέρουν ξίφη και είχαν το δικαίωμα να σκοτώνουν οποιοδήποτε μέλος των κατώτερων τάξεων για ασεβή συμπεριφορά.
Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα εγκαθιδρύθηκε στο Έντο και παρέμεινε στην εξουσία επί 250 χρόνια. Ήταν χρόνια ειρήνης και σταθερότητας στην Ιαπωνία, που χαρακτηρίστηκαν από την απομόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, την αύξηση των πόλεων, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική κινητικότητα.
Εντούτοις, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου, πολλοί σαμουράι βρέθηκαν άνεργοι καθώς οι κύριοί τους έχασαν τη γη τους με τoυς αναδασμούς της γης. Πολλοί έγιναν ρόνιν ή σαμουράι χωρίς αφέντη.
Οι μαχητικές τους δεξιότητες δε θεωρούνταν πλέον σημαντικές και οι σαμουράι ως τάξη υπέστησαν σημαντικές φθορές. Ορισμένοι από αυτούς αναζήτησαν θέσεις ως ανώτεροι υπάλληλοι στην κυβέρνηση Μεϊτζί.
Mε τον όρο παλινόρθωση Μεϊτζί (Μeiji Ishin) οι ιστορικοί περιγράφουν συνήθως μια αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν σε μια αλλαγή στην πολιτική και κοινωνική δομή της Ιαπωνίας από το 1866 έως το 1869, μια περίοδο 4 ετών του τέλους της εποχής Έντο (συχνά αποκαλείται και εποχή του σογκουνάτου Τοκουγκάβα) και αρχή της εποχής Μεϊτζί.
Ο σχηματισμός της συμμαχίας Σάτσο το 1866 μεταξύ του Σάιγκο Τακαμόρι, ηγέτη της επαρχίας Σατσούμε και του Κίντο Ταγκαγιόσι, ηγέτη της επαρχίας Κχόσου, οριοθετεί την έναρξη της παλινόρθωσης Μεϊτζί.
Οι δύο ηγέτες υποστήριξαν τον αυτοκράτορα ενάντια στο σογκουνάτο Τοκουγκάβα (bakufu) και αποκατατέστησαν την αυτοκρατορική δύναμη.
Το σογκουνάτο Τοκουγκάβα τερματίστηκε επίσημα στις 9 Νοεμβρίου 1867 με την παραίτηση του 15ου σόγκουν Τοκουγκάβα Γιοσινόμπου και την «παλινόρθωση» (Taisei Houkan) του αυτοκρατορικού κανόνα.
Ο 15χρονος Μουτσουχίτο διαδέχθηκε τον πατέρα του, αυτοκράτορα Κομέι, και τον επόμενο χρόνο έγινε ο αυτοκράτορας Μεϊτζί ή «φωτισμένος κανόνας» και υπέγραψε τον Καταστατικό Όρκο.
Σύντομα τον Ιανουάριο του 1868, άρχισε ο πόλεμος Μποσίν (πόλεμος του έτους του δράκου) με τη μάχη του Τόμπα Φουσίμι, στον οποίο ο στρατός της νέας κυβέρνησης, νίκησε τον στρατό του σόγκουν με τη βοήθεια των Τακαμόρι και Τακαγιόσι.
Ο πόλεμος τελείωσε στις αρχές του 1869 με την πολιορκία του Χακοντάτε, στο νησί Χοκάιντο. Η στρατιωτική ήττα του σόγκουν (με στρατηγό τον Χιτζικάτα Τοσίτζο) σήμανε και το τέλος της παλινόρθωσης Μεϊτζί και κάθε είδους ανυπακοή στον αυτοκράτορα και τον κανόνα του τελείωσε.
Η εξέγερση Σατσούμε
Η πρώτη δοκιμασία της νέας κυβέρνησης Μεϊτζί ήρθε με την εξέγερση της ισχυρής πατριάς Σατσούμε που που κατείχε τη νότια περιοχή του νησιού Κιούσου. Αυτή η σημαντική πατριά ελεγχόταν από τον οίκο Σιματζού, και την είχε ιδρύσει ο Σιματζού Τανταχίσα, γιος του Μιναμότο Γιοριτόμο, στην περίοδο Καμακούρα.
Ήταν μια από τις δύο ισχυρές γενιές (άλλο ήταν η Κχόσου) που έκαναν δυνατή την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής δύναμης. Μετά από εννιά χρόνια κοντά στην κεντρική κυβέρνηση, οι σαμουράι της Σατσούμε ήταν δυσαρεστημένοι με την κατεύθυνση που έπαιρνε η κυβέρνηση. Οργάνωσαν το δικό τους στρατό για να πολεμήσουν ενάντια στα αδοκίμαστα ακόμη στρατεύματα της κεντρικής κυβέρνησης.
Ήταν μια μνημειώδης μάχη μεταξύ του ιαπωνικού παραδοσιακού τρόπου μάχης στην πραγματικότητα και ενός νέου στρατού αγροτών, εκπαιδευμένου στη δυτική στρατηγική και τη χρήση δυτικών όπλων. Ηγέτης της εξέγερσης ήταν ο Σάιγκο Τακαμόρι, ένας γίγαντας με ισχυρή προσωπικότητα που, ακριβώς πριν από μερικά χρόνια, ήταν ηγέτης της κυβέρνησης και υπεύθυνος για την οργάνωση του κυβερνητικού στρατού.
Ο Σάιγκο ήταν ένας από τους τρεις νέους σαμουράι που προσχώρησαν στην κυβέρνηση και με τον προσωπικό μαγνητισμό του είχε βοηθήσει στην ένωση και την επιβίωσή της. Ο δεύτερος ήταν ο Κίντο Κόιν, σαμουράι από την πατριά Κχόσου, εξαιρετικά ικανός διπλωμάτης, ένας δάσκαλος της τέχνης της πειθούς.
Η ιστορική σημασία του Κίντο έγκειται πρώτιστα στην πεποίθησή του ότι η φεουδαρχία έπρεπε να καταργηθεί για να ευημερήσει το έθνος, μαζί με την ικανότητά του να πείσει τους φεουδάρχες κυρίους ότι ήταν προς το συμφέρον τους και πατριωτικό καθήκον τους να επιστρέψει ο αυτοκράτορας και να υποστηριχθεί η νέα κεντρική κυβέρνηση.
Ο τρίτος της τριανδρίας ήταν Οκούμπο Τοσιμίτσι ο οποίος, όπως και ο Σάιγκο, ήταν μέλος της πατριάς Σατσούμα. Ο Σάιγκο ήταν ο ισχυρός άνδρας της δράσης, ο Κίντο ο διπλωμάτης και ο Οκούμπο ο αρμόδιος για το σχεδιασμό του νέου καθεστώτος. Αργότερα εξαιτίας της αντίθεσης του Οκούμπο στις ιδέες του Σάιγκο για την κατάκτηση της Κορέας και την επέκταση της Ιαπωνίας, ο Σάιγκο παραιτήθηκε από την κυβέρνηση.
Ο Σάιγκο είχε καταστρώσει ένα σχέδιο για την κατάκτηση της Κορέας που περιελάμβανε την αποστολή ενός απεσταλμένου με στόχο να προβάλλει προσβλητικές απαιτήσεις. Αυτό θα οδηγούσε, εξήγησε, τους Κορεάτες στην εκτέλεση του απεσταλμένου και θα παρείχε στην Ιαπωνία τη δικαιολογία κήρυξης πολέμου.
Ο απεσταλμένος, επέμεινε, θα ήταν ο ίδιος. Ο Οκούμπο και ο Κίντο του αρνήθηκαν και ο Σάιγκο επέστρεψε στο σπίτι του στο Κιούσου. Εκεί, ένωσε τους επαναστατημένους σαμουράι για να τους οδηγήσει ενάντια στον κυβερνητικό στρατό. Η κυβέρνηση ενέργησε γρήγορα για να συντρίψει την εξέγερση.
Υπήρξε μεγάλη σύγκρουση στη μάχη της Σιρογιάμα. Μετά από δύο εβδομάδες μαχών με τον αυτοκρατορικό στρατό, οι επαναστάτες σαμουράι μαζί με τον Σάιγκο μειώθηκαν από 40.000 περίπου σε 200 πολεμιστέ. Κατά τη διάρκεια της μάχης ο Σάιγκο τραυματίστηκε, αλλά δεν είναι γνωστός ο ακριβής τρόπος του θανάτου του.
Αφηγήσεις συμπολεμιστών του οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προχώρησε σε τελετουργική αυτοκτονία σεπούκου με τη βοήθεια του συμπολεμιστή του Μπέπου Σινσούκε.
Ο Μύθος του Σάιγκο
Γίγαντας ύψους 1,80 και βάρους 112 κιλών, ο Σάιγκο Τακαμόρι λιγομίλητος, με ευπροσήγορο χαμόγελο ήταν ένας από τους δημοφιλέστερους πολιτικούς στη σύγχρονη εποχή της Ιαπωνίας. Η εγκάρδια προσωπικότητά του, η θυελλώδης σταδιοδρομία του και ο τραγικός του θάνατος άγγιξαν τις καρδιές πολλών Ιαπώνων, και ενέπνευσαν σεβασμό για το πρόσωπό του.
Η ιστορία του Σάιγκο ζει διασκορπισμένη στους διάφορους «θρύλους του Σάιγκο», πιστοποιώντας την αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την κατάσταση της πολιτικής σήμερα και μια ψυχολογική ανάγκη για ήρωες.
Στην πραγματικότητα, το 1877, έτος θανάτου του Σάιγκο, ήταν ήταν η χρονιά κατά την οποία ο Άρης έφθασε στην πιο κοντινή προσέγγισή του στη γη. Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είδαν το φωτεινό, κόκκινο σαν αίμα αστέρι και είπαν ότι ήταν το άστρο του Σάιγκο, σημάδι πως ο Σάιγκο ήταν ακόμα ζωντανός κάπου.
Ο μύθος είναι μια ιστορία με σημαντικές οντολογικές συνέπειες, που περνούν από το άτομο σε άτομο. Ο μύθος είναι μια έννοια, μια ιδανική ή μισο-αληθινή ιστορία με μυθικές ιδιότητες που περιλαμβάνει συνήθως έναν ηρωικό χαρακτήρα ή φανταστικό τόπο και είναι ριζοβολημένος σε έναν πυρήνα αλήθειας και λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας ιδιαίτερης κουλτούρας.
Μερικοί μύθοι γνωρίζουμε σήμερα ότι έχουν τη βάση τους σε ιστορικά γεγονότα και ο μύθος του Σάιγκο είναι ένας από αυτούς. Αρκετοί από τους μύθους που κυκλοφόρησαν για το πρόσωπό του αρνούνταν το θάνατό του. Πολλοί στην Ιαπωνία τον περίμεναν να επιστρέψει από την Ινδία ή την Κίνα για να νικήσει την κοινωνική αδικία.
Η αντίθεση στον δυτικό εκσυγχρονισμό
Με την πτώση του σογκουνάτου Τοκουγκάβα και την έναρξη της περιόδου Μεϊτζί, 1868 – έγιναν σημαντικές αλλαγές στην Ιαπωνία. Η νέα ιαπωνική αυτοκρατορική κυβέρνηση εισήγαγε ριζικές μεταρρυθμίσεις και πολιτική εκσυγχρονισμού: δημιουργήθηκαν σιδηρόδρομοι, καθιερώθηκε η υποχρεωτική εκπαίδευση και η στρατιωτική θητεία, εισήχθη το ηλιακό ημερολόγιο και καταργήθηκαν τα φέουδα μαζί με το σύστημα των τάξεων.
Πολλοί άνεργοι, δυσαρεστημένοι σαμουράι κράτησαν τις παραδοσιακές του αξίες και φοβούνταν τη «δυτικοποίηση». Σκέφτονταν ότι οι ξένοι «θα μόλυναν» την Ιαπωνία, ενώ άλλοι υποστήριζαν αντιθέτως ότι η τεχνολογία και το εμπόριο θα εμπλούτιζαν τη χώρα, και θα ενίσχυαν τους στρατιωτικούς. Η επένδυση της Ιαπωνίας για να γίνει ισχυρό κράτος δυτικού τύπου ήρθε σε μια στιγμή που οι σαμουράι ήταν έντονα δυσαρεστημένοι από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις.
Ο Σάιγκο αγαπούσε τις παραδοσιακές αρχές και κατά περιόδους βρέθηκε αντιμέτωπος με μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πίστεις του, μια στον αυτοκρατορικό στρατό και την άλλη στους σαμουράι της Σατσούμε. Ωστόσο, αρχικά διαφώνησε με τον εκμοντερνισμό της Ιαπωνίας και το εμπόριο με τη Δύση. Επίσης, ήταν αντίθετος με τη διαμόρφωση σιδηροδρομικού δικτύου, θεωρώντας πως τα χρήματα θα έπρεπε να ξοδευτούν για τον εκσυγχρονισμό του Στρατού.
Η αυτοκρατορική κυβέρνηση γοητεύθηκε από τον δυτικό πολιτισμό. Ένα παράδειγμα αυτής της αποπλάνησης ήταν πως η κυβέρνηση του Τόκιο ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τις πολιτιστικές της παραδόσεις χάριν των δυτικότροπων αιθουσών χορού, (επιπολαιότητες), όπως τις αποκαλούσε ο Σάιγκο και την ίδια στιγμή απαρνείτο την τιμιότητα των δικών της αξιωματούχων. Η κυβερνητική διαφθορά έφθασε στο απόγειό της, ιδιαίτερα σε ό,τι σχετιζόνταν με τις υπέρογκες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και τις πιέσεις για άνοιγμα των εμπορικών δρόμων της Ιαπωνίας.
Κληρονομιά
Πέρα από γενναίος μαχητής, όμως, ο Σάιγκο ήταν πηγή έμπνευσης για τον πολιτισμό και πολλοί έμαθαν από τη σοφία του. Απολάμβανε τη μελέτη, και διαρκώς βελτίωνε τις γνώσεις του μελετώντας. Ενθάρρυνε τις κοινότητες της επαρχίας Σατσούμα να είναι πολιτιστικά αυτάρκεις σε μια εποχή κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια της μεταρρύθμισης της περιόδου Μεϊτζί.
Ο Σάιγκο συνδέθηκε με την ίδρυση της σχολής Γιοσίνο, (που έδρευε σε ένα μικρό χωριό κοντά στην πόλη Καγκοσίμα). Οι μαθητές αυτής της ακαδημίας καλλιεργούσαν τη γη στη διάρκεια της ημέρας και ασχολούνταν με τη μάθηση στις απογευματινές και βραδυνές ώρες.
Η πολιτική ιδεολογία του Σάιγκο ήταν και ρομαντική και πρακτική. Δεν ήταν αντιδυτικός, αλλά απεχθανόταν τις παγιδεύσεις του δυτικού πολιτισμού. Θεωρούσε πως η Ιαπωνία θυσίαζε τις παραδόσεις της για τα ψεύτικα σύμβολα του δυτικού «ατομικισμού» και «της ελευθερίας».
Όπως το θέτει ο Μαρκ Ραβίνα, «ο θάνατος του Σάιγκο ήταν ένα αντίδοτο στην πολιτιστική δυσφορία της Ιαπωνίας. Δεν φοβήθηκε ότι η Ιαπωνία θα μάθαινε από τη Δύση, αλλά ότι θα αντλούσε τα λανθασμένα πρότυπα και όχι τις πραγματικές αρετές που οδήγησαν τη Δύση στη δύναμή της». Ακόμη και στο θάνατο η κυβέρνηση φοβήθηκε το πνεύμα του. Δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς γύρισε η παλίρροια της ιαπωνικής κοινής γνώμης. Ο Σάιγκο ήταν ο ήρωάς τους. Φοβούμενη περαιτέρω συγκρούσεις και εξεγέρσεις, η αυτοκρατορική κυβέρνηση τον αποκατέστησε μετά θάνατον στις 22 Φεβρουαρίου του 1889.
Η ζωή του μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη στην ταινία «Ο Τελευταίος Σαμουράι». Αν και η ιστορική βάση της ταινίας είναι αληθινή, τα γεγονότα δεν εκτυλίχθηκαν επακριβώς με τον τρόπο που περιγράφονται στο σενάριο της ταινίας.