Σαν σήμερα 3 Σεπτεμβρίου του 1843, σημειώθηκε η Επανάσταση που έφερε το Σύνταγμα στην Ελλάδα.
Στον επικήδειο του Μακρυγιάννη το 1864 ο συγγραφέας Αναστάσιος Γούδας είπε ανάμεσα στα άλλα: «Σμικρόν τι εκινήθη κατά την αξιομνημόνευτον 3η Σεπτεμβρίου ο Μακρυγιάννης και τα πάντα έκλινον υπέρ του έθνους». Η κρίση του Γούδα ήταν απόλυτα σωστή.
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης πρώτος τόλμησε να αντιταχθεί στη βαυαρική τυραννία από τα χρόνια ακόμα της αντιβασιλείας, όταν ακόμα ο Όθων ήταν ανήλικος.
Στις 10 Ιανουαρίου ο γραμματέας επί των Εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός ενημέρωσε τις Προστάτιδες Δυνάμεις ότι η Ελλάδα δεν ήταν δυνατό να ανταπεξέλθει στις δανειακές υποχρεώσεις της χωρίς τη σύναψη νέου δανείου.
Για πρώτη φορά συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση των Δυνάμεων. Ακόμη και η Ρωσία, η οποία ανταποκρίθηκε στο αίτημα της ελληνικής πλευράς και κατέβαλε αρχικά το δικό της μερίδιο για το νέο δάνειο, στις 7 Μαρτίου έθεσε όρους για την εξόφληση του δανείου έως την 1η Ιουνίου, ζητώντας περικοπές στον ελληνικό προϋπολογισμό.
Ευρισκόμενη αντιμέτωπη με την απειλή ξένης επέμβασης, η ελληνική κυβέρνηση μείωσε τις κρατικές δαπάνες προβαίνοντας σε περικοπές μισθών, απολύσεις, ακόμη και σε κλείσιμο των διπλωματικών αποστολών της στο εξωτερικό.
Επιδεικνύοντας θέληση για βελτίωση της κατάστασης στην οικονομία, η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε με τις Προστάτιδες Δυνάμεις μια νέα συμφωνία, την οποία και υπέγραψε στις 2/14 Σεπτεμβρίου 1843. Οι όροι τους οποίους επέβαλαν οι Δυνάμεις ήταν ιδιαίτερα σκληροί, καθότι στερούσαν την οικονομική αυτονομία της χώρας και απαιτούσαν τη μείωση των δαπανών κατά 3,5 εκατομμύρια φράγκα.
Τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης συντέλεσαν στην αύξηση του αριθμού των δυσαρεστημένων όχι μονάχα με την οικονομική πολιτική του βασιλιά Όθωνα αλλά και με την αδυναμία συμμετοχής περισσότερων ανθρώπων στη διοίκηση. Το αίτημα για παραχώρηση Συντάγματος άρχισε να μεταδίδεται από στόμα σε στόμα.
Σύνταγμα ζητούσαν και οι παραγκωνισμένοι από τον Όθωνα πρόκριτοι και αγωνιστές του ’21, που ανήκαν κυρίως στο Ρωσικό Κόμμα και ήθελαν μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών να ακουστεί και πάλι η φωνή τους.
Η ιδέα του Συντάγματος έθελγε και τις λαϊκές μάζες, που είχαν μεν μια θολή εικόνα για το τι αυτό αντιπροσώπευε, αλλά πίστευαν ότι ήταν το αναγκαίο μέσο για να λυθούν τα οξυμένα προβλήματά τους.
Το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου ήταν προϊόν συνωμοσίας τριών ανθρώπων: του Κεφαλλονίτη αγωνιστή και διπλωμάτη Ανδρέα Μεταξά (Ρωσικό Κόμμα), που έφερε τον τίτλο του Κόμη, του Αιγιώτη αγωνιστή Ανδρέα Λόντου (Αγγλικό Κόμμα) και του στρατηγού Ιωάννη Μακρυγιάννη (Γαλλικό Κόμμα).
Αργότερα, μυήθηκαν και στρατιωτικοί, όπως ο συνταγματάρχης του Ιππικού Δημήτριος Καλλέργης, τον οποίο οι συνωμότες πέτυχαν να μεταθέσουν από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Οι αρχές είχαν πληροφορίες για επικείμενο στασιαστικό κίνημα, πήραν κάποια μέτρα, τα οποία όμως αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά.
Εξ αυτού του λόγου το κίνημα επισπεύσθηκε και εκδηλώθηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 (αντί της 25ης Μαρτίου 1844, όπως ήταν αρχικά προγραμματισμένο).
Η Φρουρά των Αθηνών, που στρατοπέδευε στο Μοναστηράκι, στασίασε και με αρχηγό τον Δημήτριο Καλλέργη παρατάχθηκε στην πλατεία έμπροσθεν των Ανακτόρων (κτίριο της σημερινής Βουλής), η οποία θα μετονομασθεί εξ αφορμής του γεγονότος αυτού σε Πλατεία Συντάγματος.
Την ίδια ώρα, πλήθος κόσμου με επικεφαλής τον Ιωάννη Μακρυγιάννη κατέφθασε μπροστά από τα ανάκτορα, αλαλάζοντας «Ζήτω το Σύνταγμα».
Ο Όθων εκείνο το βράδυ δεν είχε κοιμηθεί, παρά τη συνήθειά του, και εργαζόταν στο γραφείο του. Η βασίλισσα Αμαλία είχε φροντίσει προηγουμένως να ανακοινώσει στον σύζυγό της ότι οι επαναστάτες ζητούσαν Σύνταγμα και πολιτικές ελευθερίες. Τον συμβούλευσε, μάλιστα, να κάνει δεκτά τα αιτήματά τους.
Μετά από έντονες συζητήσεις και αμφιταλαντεύσεις ο Όθωνας αποδέχθηκε τους όρους, τους οποίους του έθεσαν οι επαναστάτες με επικεφαλής τον Καλλέργη. Ο Όθωνας αποδέχτηκε τον νέο του ρόλο ως «συνταγματικού βασιλέως».
Η 3η Σεπτεμβρίου ορίστηκε ως εθνική εορτή και οι συμμετέχοντες στην Επανάσταση έλαβαν τιμητικές διακρίσεις. Η είδηση της εκδήλωσης της Επανάστασης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην ελληνική επαρχία. Λίγες ημέρες αργότερα, όσοι Βαυαροί είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, απολύθηκαν και αποχώρησαν από τη χώρα.