Η ηρωική πράξη των Σουλιωτισσών, μνημονεύεται μέχρι και σήμερα. Χορεύοντας και τραγουδώντας, αρνήθηκαν να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, που πολιορκούσαν τον Ζάλογγο και ρίχτηκαν στον γκρεμό με τα παιδιά τους, γράφοντας ένα από τα πιο λαμπρά κεφάλαια περηφάνιας και αυτοθυσίας στην ιστορία του έθνους. Ωστόσο το μέρος του χορού, έχει αμφισβητηθεί ότι συνέβη στην πραγματικότητα.
Πριν την Ελληνική Επανάσταση, το 1803, ο Αλή Πασάς ήθελε να υποτάξει μια για πάντα τους Σουλιώτες, τους πεισματάρηδες και περήφανους Έλληνες, που του είχαν προκαλέσει πολλά προβλήματα μέχρι τότε. Μετά από μήνες πολιορκίας, τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου. Ο βασικός όρος ήταν να αφήσουν τα σπίτια τους. Τέσσερις ημέρες αργότερα οι Σουλιώτες χωρίστηκαν σε τρείς φάλαγγες και εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη τους.
Στις 18 Δεκεμβρίου, η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στον Ζάλογγο, από ένα πολυάριθμο σώμα Τουρκαλβανών. Από την σφοδρότατη σύγκρουση, μια ομάδα Σουλιωτών εγκλωβίστηκε από τον εχθρό. Ανάμεσά τους υπήρχαν και 60 γυναίκες, αρκετές από αυτές εγκυμονούσες. Για να μην πέσουν λοιπόν στα χέρια του εχθρού, έριξαν τα παιδιά τους από την κορυφή του Ζαλόγγου, πιάστηκαν χέρι-χέρι και έπεσαν κι αυτές, τραγουδώντας και χορεύοντας.
Η μαρτυρία για το περιστατικό ήταν μια και μοναδική και προερχόταν από τις τάξεις του εχθρού, αφού το μετέφερε ο Σουλεϊμάν Αγάς, ένας από τους αξιωματικούς του Αλή Πασά, που ισχυρίστηκε ότι ήταν μπροστά στην αυτοθυσία των Σουλιωτισσών. Το αφηγήθηκε στον Γάλλο μισθοφόρο Ιμπραήμ Μανσούρ Εφέντι στο Παρίσι 25 χρόνια αργότερα, και εκείνος με την σειρά του το συμπεριέλαβε στο βιβλίο του με τις αναμνήσεις του από την αυλή του Αλή Πασά.
Όπως αναφέρει στο βιβλίο του, οι γυναίκες «πιάστηκαν από τα χέρια κι άρχισαν ένα χορό, που τα βήματά του τα κινούσε ένας ασυνήθιστος ηρωισμός και οι αγωνία τού θανάτου τόνιζε το ρυθμό του… Στο τέλος των επωδών, οι γυναίκες βγάζουν μία διαπεραστική και μακρόσυρτη κραυγή, που ο αντίλαλός της σβήνει στο βάθος ενός τρομακτικού γκρεμού, όπου ρίχνονται μαζί με όλα τα παιδιά τους».
Ένας Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής το κατέγραψε πρώτος το 1804, χωρίς όμως να αναφερθεί στον χορό. Ο αγωνιστής του ’21 Χριστόφορος Περραιβός ανέφερε και αυτός τον «χορό του Ζαλόγγου» στο βιβλίο του «Ιστορία του Σουλίου και της Πάργας» (1815). Στην έκδοση, όμως, του 1857 δεν κάνει ούτε αυτός αναφορά στον χορό.
Το 1888, ύστερα από έρευνα στο σημείο ο Συριανός ιστορικός Περικλής Ζερλέντης διατύπωσε τις επιφυλάξεις του για τον χορό, αλλά όχι για την αυτοθυσία των Σουλιωτισσών. Αρκετά χρόνια αργότερα, ο φιλόλογος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αλέξης Πολίτης, με άρθρο του υποστήριξε πως το τραγούδι που συνόδευε τον χορό, το «Έχε για καημένε κόσμε», δεν είχε αναφερθεί ποτέ πριν το 1908.
Αναφέρθηκε από τον συγγραφέα της «Γκόλφως», Σπυρίδων Περεσιάδη, στο θεατρικό του έργο «Ο χορός του Ζαλόγγου» το οποίο έγινε πολύ γνωστό στην Ελλάδα και ίσως συνέβαλε στην διάπλαση του «Χορού του Ζαλόγγου» ως ιστορικού γεγονότος. Το 1960, στον βράχο του Ζαλόγγου, στήθηκε ιστορικό μνημείο που αναπαριστά τις γυναίκες να χορεύουν, έτοιμες να πέσουν στον γκρεμό. Η αυτοθυσία λοιπόν δεν αμφισβητείται από κανέναν, εκείνο για το οποίο έχουν αμφιβολία οι ιστορικοί και οι ερευνητές είναι για τον χορό και για το τραγούδι των γενναίων Σουλιωτισσών.