Η ιταλική επίθεση και η άμεση απάντηση των Ελλήνων είχε ξεκινήσει από την 28η Οκτωβρίου του 1940. Οι νίκες των Ελλήνων στο αλβανικό μέτωπο, έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τον «Ντούτσε», ο οποίος όμως δεν ήθελε αρχικά να ζητήσει τη βοήθεια του Χίτλερ.
Μετά την αποβίβαση των βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη, ο Χίτλερ θα δώσει οδηγία για προετοιμασία επίθεσης κατά της Ελλάδας. 8 ημέρες αργότερα, η Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Στρατού, θα ανακοινώσει πως θα επιτεθεί σε Γιβραλτάρ και Ελλάδα τον Ιανουάριο. Όμως ο Φράνκο απορρίπτει τα σχέδια επίθεσης στο Γιβραλτάρ και η επιδρομή των Ναζί στη Μεσόγειο καθυστερεί.
Στις 25 Μαρτίου, η Γιουγκοσλαβία προσχωρεί στον Άξονα και ζητά ως αντάλλαγμα την κυριότητα στη Θεσσαλονίκη, αλλά δυο ημέρες μετά, το πραξικόπημα του Σίμοβιτς θα ανατρέψει τη φιλο-χιτλερική κυβέρνηση. Ο Χίτλερ αντιδρά και αποφασίζει να επιτεθεί πρώτα στη Γιουγκοσλαβία και ύστερα στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στις 6 Απριλίου του 1941.
Η επίθεση της Γερμανίας εκδηλώθηκε στις 5.15 τα ξημερώματα, 45 λεπτά πριν από την προγραμματισμένη επίθεση, στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας. Οι Γερμανοί είχαν φροντίσει πριν να επιδώσουν μια διακοίνωση στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορύζη, στην οποία έλεγαν πως δεν στρέφονται κατά της Ελλάδας αλλά κατά της Αγγλίας, η οποία είχε στείλει 62.000 στρατιώτες σε ελληνικό έδαφος. Ο Κορύζης τότε είπε το δεύτερο «ΟΧΙ», που δεν είναι το ίδιο διάσημο με το πρώτο.
Η κωδική ονομασία της επίθεσης για τους Γερμανούς ήταν «Μαρίτα» και αφορούσε και την Γιουγκοσλαβία. Ο στρατός τους έφτανε τους 680.000 άνδρες, ενώ ο ελληνικός στρατός που κλήθηκε να υπερασπιστεί τη λεγόμενη «Γραμμή Μεταξά» στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα έφτανε μόλις τους 70.000, υπό τις διαταγές του στρατηγού Κωνσταντίνου Μπακόπουλου.
Η «Γραμμή Μεταξά» ήταν στα πρότυπα της γνωστής «Γραμμής Μαζινό» και είχε κατασκευαστεί με πρωτοβουλία του δικτάτορα για την αποφυγή του βουλγαρικού κινδύνου, αφού από τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά, οι Βούλγαροι είχαν βάλει στο μάτι τη Μακεδονία και τη Θράκη.
Οι στρατιώτες που υπερασπίζονταν τα σύνορα αμύνθηκαν σθεναρά για τρεις ημέρες. Οι Γερμανοί στην αρχή δυσκολεύτηκαν και δεν σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Το οχυρό Ρούπελ ήταν το μεγαλύτερο οχυρό της «Γραμμής Μεταξά». Οι Γερμανοί επιτέθηκαν πρώτα από την ξηρά και σχεδόν μια ώρα αργότερα από αέρος. Μετά από σκληρή προσπάθεια των Γερμανών, το οχυρό Ρούπελ δεν πέφτει, με τους κατακτητές να έχουν σοβαρές απώλειες.
Το ίδιο περίπου συνέβη και στο οχυρό Ιστίμπεη. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν ακριβώς την ίδια ώρα και κατάφεραν να εξουδετερώσουν το αντιαεροπορικό πολυβόλο, που πρόλαβε να καταρρίψει 4 εχθρικά αεροπλάνα. Μετά από ολοήμερη μάχη έπεσε η νύχτα και ο πόλεμος μεταφέρθηκε στις υπόγειες στοές, όπου αποσύρθηκαν οι Έλληνες υπερασπιστές του οχυρού. Οι Γερμανοί συνέχισαν να επιτίθενται κατά τη διάρκεια της νύχτας με νέες δυνάμεις, αλλά οι περισσότεροι έπεσαν νεκροί.
Η σθεναρή αντίσταση των Ελλήνων στη «Γραμμή Μεταξά» αναγκάζει τη γερμανική διοίκηση να την παρακάμψει. Στις 7 Απριλίου το οχυρό Ιστίμπεη θα πέσει, ύστερα από επίθεση των Γερμανών με τοξικά αέρια. Στις 8 Απριλίου, θα περάσουν στα σημερινά Σκόπια και θα παρακάμψουν τη «Γραμμή Μεταξά» και τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, θα καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη.
Την επόμενη μέρα με εντολή του αρχιστράτηγου Παπάγου, οι υπερασπιστές των οχυρών θα συνθηκολογήσουν. Οι Γερμανοί αισθάνονται δέος μπροστά στον ηρωισμό των Ελλήνων και τον αναγνωρίζουν με εκδηλώσεις θαυμασμού και στρατιωτικά αγήματα για τους αιχμαλώτους.
Οι απώλειες των τριών αυτών 24ωρων ήταν 1.000 νεκροί και τραυματίες για τους Έλληνες και 555 νεκροί και 2.134 τραυματίες για του Γερμανούς. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο μισό των συνολικών απωλειών τους στη διάρκεια της επιχείρησης Μαρίτα, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της ελληνικής αντίστασης.
Η επέλαση των Γερμανών προς τον Νότο ήταν ταχύτατη. Μέχρι τις 30 Απριλίου, ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα έχει καταληφθεί και η χώρα είχε τρεις κατακτητές. Τους Γερμανούς, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους. Η κατοχή αυτή κράτησε μέχρι τις 12 Οκτωβρίου του 1944.