Σαν σήμερα στις 12 Μαρτίου 1964 η Αθήνα κήδευε τον Βασιλιά Παύλο.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, τότε, ότι ο αποθανών θα είχε το προνόμιο να είναι ο τελευταίος εν ενεργεία Βασιλιάς της σύχρονης ελληνικής ιστορίας.
Πάμε λίγες μέρες νωρίτερα. Το μεσημέρι της 6ης Μαρτίου 1964 οι περισσότερες εφημερίδες κυκλοφορούσαν την είδηση της βελτίωσης της υγείας του.
Η αλήθεια ήταν ότι εδώ και μέρες στα ανάκτορα ο Παύλος έδινε άνιση μάχη για να παραμείνει στη ζωή. Οι δημοσιογράφοι από την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό, προσπαθούσαν να αποσπάσουν μια πληροφορία για το τι γινόταν μέσα στα ανάκτορα. Κι είχαν… κατασκηνώσει έξω από αυτά.
Τα fake news της εποχής έδιναν τελείως διαφορετική εικόνα της κατάστασης. Απόδειξη η β’ έκδοση τις εφημερίδας «Η Βραδυνή» που κυκλοφόρησε στις 12 το μεσημέρι.
Εντελώς διαφορετική εικόνα παρουσίασε η εφημερίδα «Έθνος».
Λίγο πριν τις 5 το απόγευμα η ίδια εφημερίδα κυκλοφορούσε με το θλιβερό νέο που οι περισσότεροι αγνοούσαν. Διαβάζουμε σε μονόστηλο της πρώτης σελίδας την επόμενη μέρα
Τι είχε συμβεί; Ο ρεπόρτερ της εφημερίδας Γιώργος Καράγιωργας είχε τη θλιβερή αποκλειστικότητα. Τα πως και τα γιατί τα έγραψε λίγο αργότερα στο περιοδικό «Ελευθεροτυπία» του Αλέκου Φιλιππόπουλου που απευθυνόταν, κυρίως, στον δημοσιογραφικό κόσμο. Το κείμενο είναι αποκαλυπτικό, αλλά και οδηγός για όσους.,.. ψάχνουν την είδηση και δεν αρκούνται στις επίσημες ανακοινώσει.
Γράφει λοιπόν ο Καράγιωργας:
Η είδησις δεν έρχεται ποτέ μόνη. Προϋποθέτει μακράν προπαρασκευήν και κατάστρωσιν ενός στρατηγικού σχεδίου το οποίον προβλέπει όλα τα ενδεχόμενα. Ο συντάκτης, τότε, αφού μελετήσει τις λεπτομέρειες και τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν από απρόοπτες ανατροπές (που οφείλει να πρβλέψει) αναμένει.
Στην συγκεκριμένη περίπτωσιν είχα λάβει σειράν μέρων και ένας ετερόκλητος κόσμος ήταν, κατά κάποιον τρόπον, δικτυωμένος στην υπηρεσία της ειδήσεως, έτοιμος να πάρη την επαφή με τα πρόσωπα που θα αποτελούσαν την «ομάδα του εγχειρήματος, για να θυμηθούμε λιγάκι και τον Στρατό.
Οι πηγές ήσαν αρκετές, και όλοι ευρισκόμεθα σε συναγερμνόν. Παρά τις διαβεβαιώσεις, εκ πείρας κάθε δημοσιογράφου, είναι γνωστόν ότι ο πλέον καλοπροαίρετος φίλος σε τέτοιες κρίσιμες ώρες, το μόνον που λησμονεί, είναι ο φίλος του ο δημοσιογράφος.
Έπρεπε λοιπόν να γίνει, κάτι ισχυρότερον από την φιλία, την υπόμνησι, την παράκλησι, την επιμονή. Έπρεπε, η πιο αξιόλογη από τις πηγές, να υποστή έναν ψυχοιλογικόν συγκλονισμόν, – αν η έκφρασις δεν είναι υπερβολική – ώστε να μη θυμηθή το μυαλό, αλλά η ψυχή του τον δημοσιογράφο που περίμενε την επιτυχία.
Πέντε μέρες προ του θανάτου του Βασιλώς Παύλου, μετά τα νυχτερινά τηλεφωνήματα «πως πάμε» κλπ, απεφάσισα να διανυκτερεύσω έξω από το σπίτι της «πηγής» μου. Κατοικούσε μακρυά, στην Εκάλη, οι νύχτες ήσαν παγωμένες, σκοτεινές και η δουλειά της ημέρας σκληρή.
Ή θα επέστρεφε από τα ανάκτορα ή θα επήγαινε εκτάκτως, και λησμονούσε – εντελώς δικαιλογημένα άλλωστε – να με ειδοποιήση, θα τον σταματούσα εγώ. Ένα πρωινό, θάταν γύρω στις πέντε, το φως άναψε μέσα στο δωμάτιο και μετά δέκα λεπτά η «πηγή» μου εμφανιζόταν στον δρόμο. Φυσικά προτού μπη στο αυτοκίνητο βρέθηκα μπροστά.
-Τι θέλεις εσύ τέτοιαν ώρα εδώ;
-Περιμένω για την είδηση.
Ο άνθρωπος συγκινήθηκε, αισθάνθηκε τον «συγκλονισμό» μέσα στα έγκατα του είναι του.
-Μα σου έχω δώσει τον λόγο μου, ότι θα σε ειδοποιήσω εγώ αν το μάθω. Πόσες νύχτες έμεινες έξω από το σπίτι μου;
-Κάθε νύχτα γιατρέ μου.
Ο άνθρωπος χλώμιασε κι έφυγε.
Από τότε, δεν ξαναδιανυκτέρευσα. Ήμουν βέβαιος, ότι τον ανάγκασα να με θυμηθή και με θυμήθηκε.
Κατ’ ευτυχή σύμπτωσι βρισκόμουν σπίτι όταν έγινε το περιπόθητο τηλεφώνημα. Και η μετάδοσις προς την εφημερίδα έγινε μέσα σε ένα λεπτό. Τα πάντα στο τυπογραφείο ήσαν έτοιμα και το «Έθνος» επώλησε δεκάδες χιλιάδων αντιτύπων.
Πιθανόν, την είδησητην πήραν κι άλλοι συνάδελφοι, ενωρίτρερα από τον υπογράφοντα. Συνέβη όμως, άλλος να απουσιάζει, άλλος να μη διέθετε ταχύ τυπογραφείο ή αυτο να ήταν κατειλημένο. Γιαυτό μίλησα πριν για τον παράγοντα τύχη.
Μου ετηλεφώνησαν στις 4.17′. Μόλις είχα ντυθή και ετοιμαζόμουν να φύγω. Μετά πέντε λεπτά, δεν θα έπαιρνα το τηλεφώνημα της επιτυχίας.