Στο νοτιότατο άκρο του Νοτίου Βιετνάμ διεξαγόταν ένας ακόμη πιο ιδιόρρυθμος πόλεμος, καθώς εκεί το νερό και η γη ανεμιγνύοντο σε τέτοιες αναλογίες και με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν έναν πραγματικό δαίδαλο από πλωτούς ποταμούς έως μεσαία και μικρά κανάλια, που μόλις χωρούσαν ένα μικρό ψαράδικο «σαμπάν».

Εκεί αναπτύχθηκε και έδρασε ένα ιδιαίτερο Ναυτικό, το οποίο έλαβε την ονομασία του από το χαρακτηριστικό χρώμα των υδάτων στα οποία έπλεε: «Ναυτικό των Καφετί Υδάτων» (Brown Water Navy).

To Brown Water Navy περιελάμβανε τις αμερικανικές και νοτιοβιετναμικές παραποτάμιες ναυτικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν ως αποστολή τη διατήρηση του ελέγχου του μεγαλύτερου Δέλτα του κόσμου, του Δέλτα του ποταμού Μεκόνγκ, το οποίο ήταν η κύρια πηγή τροφοδότησης του Νοτίου Βιετνάμ.

Παράλληλα ωστόσο με τις δυνάμεις αυτές, δρούσε και ένα μικρότερο ακόμη Ναυτικό, αυτό των κομμάντο του αμερικανικού Ναυτικού, των SEAL, οι οποίοι διεξήγαγαν τον δικό τους ανελέητο πόλεμο κατά των Βιετκόνγκ. Τις ανορθόδοξες επιχειρήσεις τους υποστήριζαν ένα πλήθος ειδικών σκαφών που ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους, καθώς και αρκετά σκάφη του Brown Water Navy.

Τα ειδικά αυτά σκάφη απετέλεσαν καθοριστικό παράγοντα επιτυχίας της αποστολής των SEAL και δημιούργησαν τις βάσεις για τη δημιουργία του σύγχρονου ναυτικού ειδικών επιχειρήσεων, των σημερινών μονάδων SEAL.

Υδάτινος κόσμος: Το Δέλτα του Μεκόνγκ

Η περιγραφή του χώρου στον οποίο έδρασαν τα σκάφη αυτά είναι απαραίτητη, ώστε να κατανοηθεί η αναγκαιότητα της χρήσης τους, οι συνθήκες που αντιμετώπισαν, καθώς και η σημασία στην έκβαση του πολέμου στο σημείο αυτό της νοτιοβιετναμικής επικράτειας.

Το Δέλτα του Μεκόνγκ είναι ένα τεράστιο τρίγωνο με τη βάση του προς τον βορρά, συνολικής έκτασης 40.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, το οποίο σχηματίζεται από 4 παραποτάμους στους οποίους διαιρείται ο ποταμός Μεκόνγκ, μετά την είσοδό του στο έδαφος του Νοτίου Βιετνάμ. Αυτοί είναι οι ποταμοί Μπασάκ, Κο Τσιέν, Χαμ Λονόνγκ και Μάι Το, οι οποίοι στους κύριους κορμούς τους είναι πλωτοί και από τα μεγάλα σκάφη.

Ωστόσο, από το 800 π.Χ., οι ιθαγενείς κάτοικοι και εν συνεχεία οι αποικιοκράτες Γάλλοι ανέπτυξαν το πιο εκτενές πλεύσιμο σύστημα καναλιών και αρδευτικών έργων του κόσμου, το οποίο έχει μήκος 2.400 χλμ. και 4.000 χλμ. αντιστοίχως, δημιουργώντας έναν υδάτινο κυκεώνα (αν υπολογισθούν και τα αμέτρητα και αγεωγράφητα μικρότερα κανάλια και αρδευτικά έργα).

Το έδαφος του Δέλτα καλύπτεται από βάλτους, ορυζώνες και πυκνά τροπικά δάση, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι το έδαφος του Ου Μινχ, στη δυτική ακτή του οποίου η πυκνή βλάστηση σε συνδυασμό με τον δαίδαλο των καναλιών δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για ενέδρες, με αποτέλεσμα να ονομάζεται από τους Αμερικανούς ως το «Δάσος των Δολοφόνων».

Ωστόσο, όλα τα κανάλια προσφέρουν ευκαιρίες για μια περίφημη ενέδρα, καθώς οι όχθες τους καλύπτονται από πυκνή βλάστηση.

Δίπλα στα κανάλια βρίσκονται οι ορυζώνες που παράγουν το μεγαλύτερο ποσοστό της παραγωγής ρυζιού του Νοτίου Βιετνάμ. Την τεράστια αυτή παραγωγή ήθελαν να ελέγξουν οι Βιετκόνγκ, ώστε να τροφοδοτούν αφενός τα στρατεύματά τους και αφετέρου να δημιουργούν αγανάκτηση του τοπικού πληθυσμού προς την κυβέρνηση της Σαϊγκόν.

Στα μέσα του 1966, η δύναμη των Βιετκόνγκ στο Δέλτα αριθμούσε 20.000 μόνιμους αντάρτες (κύρια δύναμη), 50.000 περιστασιακούς αντάρτες (τοπικές δυνάμεις) και 11.000 μέλη του κομμουνιστικού κόμματος που ενεργούσαν ως «σκιώδης κυβέρνηση» και συνιστούσαν τη δομή του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου.

Η οργάνωσή τους περιελάμβανε 3 συντάγματα, 20 ανεξάρτητα τάγματα, 69 ανεξάρτητους λόχους και 11 διμοιρίες. Τις δυνάμεις αυτές αντλούσαν από τα 8 εκατομμύρια Νοτιοβιετναμέζων που κατοικούσαν στο Δέλτα, καθώς και από τον τακτικό στρατό (NVA) του Βορείου Βιετνάμ.

Πέραν από τους Βιετκόνγκ και το έδαφος, οι Αμερικανοί είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα κλίμα που ευνοούσε την ελονοσία και τον δάγκειο πυρετό με θερμοκρασίες έως 38οC και εξίσου υψηλή υγρασία. Τα δηλητηριώδη φίδια, οι βδέλες και τα έντομα ήταν ακόμη ένας εχθρός που έκανε τις επιχειρήσεις αφόρητες για τον ασυνήθιστο άνθρωπο.

Οι στρατιώτες που ευρίσκοντο επί τρεις ημέρες συνεχώς στο πεδίο των επιχειρήσεων εξαντλούντο και έπρεπε να περάσουν δύο ημέρες για να ανανήψουν, ενώ μεγαλύτερης διάρκειας επιχειρήσεις οδηγούσαν σε φοβερές μυκητιάσεις των ποδιών, μολύνσεις και έλκη του δέρματος.

Αστάθμητος παράγοντας ήταν και οι παλίρροιες στο Δέλτα, οι οποίες δύο φορές την ημέρα άλλαζαν το βάθος των καναλιών έως και κατά 4 μέτρα, καθιστώντας τα ακατάλληλα για πλεύση, με αποτέλεσμα να ακυρώνονται προσχεδιασμένες επιχειρήσεις από τις παραποτάμιες δυνάμεις των Αμερικανών και των Νοτιοβιετναμέζων. Παράλληλα, συχνή ήταν και η αλλαγή της ταχύτητας αλλά και της ροής των υδάτων των καναλιών, δυσκολεύοντας περισσότερο τις επιχειρήσεις.

Σε αυτόν τον υδάτινο κόσμο κλήθηκαν να δράσουν οι Ομάδες SEAL του αμερικανικού Ναυτικού θεωρούμενες –λόγω ιδιότητας– ως οι πλέον κατάλληλες για ανορθόδοξο πόλεμο σ’ αυτό το είδος του περιβάλλοντος. Τα πλωτά μέσα που τους επέτρεψαν την επιτυχή –όπως απεδείχθη– δράση τους, απετέλεσαν ένα ιδιαίτερο ανεπίσημο Ναυτικό, που έγινε αναπόσπαστο τμήμα των επιχειρήσεων των SEAL, σε μία περιοχή όπου και τα χωριά ήταν πλωτά και οι δρόμοι ήταν υδάτινοι δίαυλοι.

Ανορθόδοξο Ναυτικό για ανορθόδοξο πόλεμο

Η δημιουργία του μικρού ανορθόδοξου Ναυτικού των SEAL είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δημιουργία των Ομάδων SEAL την περίοδο αυτή, καθώς το αμερικανικό Ναυτικό εισερχόταν και αυτό στη «μόδα των Ειδικών Δυνάμεων που είχε εγκαινιάσει ο Πρόεδρος Κέννεντυ με την ίδρυση των Πρασινοσκούφηδων» του Στρατού.

Έως τότε, το αμερικανικό Ναυτικό διέθετε τις Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών (Underwater Demolitions Teams/ UDT) σε ρόλους υδρογράφησης και αναγνώρισης ακτών, καθώς και καταστροφής εμποδίων στην ακτή (επιφανειακών και υποθαλάσσιων). Ωστόσο, οι συγκρούσεις μικρής κλίμακος που χαρακτήρισαν τον Ψυχρό Πόλεμο, οδήγησαν και το Ναυτικό στην ανάπτυξη μονάδων ανορθόδοξου πολέμου, που θα δρούσαν πλησίον των ακτών, χωρίς οπουδήποτε να υπάρξει σκέψη για παρατεταμένες επιχειρήσεις σε εκτεταμένα ποτάμια ύδατα.

Οι ομάδες αυτές ονομάσθηκαν SEAL (Sea, Air, Land), δηλώνοντας ότι μπορούν να εισέλθουν στη μάχη από ξηρά, αέρα και θάλασσα. Η εκπαίδευσή τους, αν και αρχικά κοινή με των UDT (σχολείο BUD/SEAL), έδινε ιδιαίτερη έμφαση στον ανορθόδοξο πόλεμο σε παράκτιο-παραποτάμιο περιβάλλον.

Το Βιετνάμ και ιδιαίτερα το Δέλτα του Μεκόνγκ θα αποτελούσε το ιδανικό πεδίο δράσης αλλά και αξιολόγησης και εν συνεχεία άνδρωσης των νεοσύστατων Ομάδων SEAL.

Άμεση επίπτωση της δράσης των SEAL στο περιβάλλον του Δέλτα ήταν η ανάπτυξη  μονάδων με σκάφη υποστήριξης, πιο γνωστών ως BSU (Boat Support Units). Οι BSU περιελάμβαναν τα ειδικά σκάφη που χρησιμοποιούσαν οι SEAL και τα οποία προσέφεραν μεταφορά κατά τη διείσδυση και απαγκίστρωση ομάδων βατραχανθρώπων καθώς και υποστήριξη με πυρά, εάν χρειαζόταν.

Παράλληλα, οι SEAL υπεστηρίζοντο από Κινητές Μονάδες Υποστήριξης (Mobile Support Units/MSU) και μονάδες ελικοπτέρων του Ναυτικού, αποτελώντας μαζί με τους βατραχανθρώπους ένα «πακέτο SEAL», όπως χαρακτηριζόταν από το αμερικανικό Ναυτικό.

Έως το 1964, οι SEAL χρησιμοποιούσαν μέσα που εδανείζοντο από το «Ναυτικό των Καφετί Υδάτων», ωστόσο την 1η Φεβρουαρίου του έτους αυτού, ιδρύθηκε η Boat Support Unit-1 (BSU-1) με αποκλειστική αποστολή την υποστήριξη των ομάδων SEAL, αποτελώντας έμπρακτη αναγνώριση της ανάγκης για μία εξειδικευμένη βοηθητική μονάδα που θα ελεγχόταν από τους ίδιους τους εκτελεστές των ανορθοδόξων επιχειρήσεων.

Οι BSU περιελάμβαναν σκάφη STAB (SEAL Team Assault Boat), LSSB (Light SEAL Support Boat ή Boston Whalers ή S Kimmers), MSSB (Medium SEAL Support Boat), PBA (Plastic Boat Assault) και μικρές ελαστικές λέμβους IBS (Inflatable Boat Small), ενώ οι μονάδες MSU διέθεταν βαρύτερα και με ισχυρό οπλισμό σκάφη αποβάσεων LCM-6 «Might Moe», LCVP «Papa», LCPL Mk11 και Mk4, καθώς και τορπιλλακάτους κλάσης NASTY.

STAB: το σκάφος κρούσης των SEAL

To STAB (SEAL Τeam Assault Boat) (ή κατ’ άλλη ερμηνεία Strike Assault Boat) αναπτύχθηκε ως ένα ταχύπλοο και ελαφρά θωρακισμένο σκάφος υποστήριξης επιχειρήσεων SEAL, σε ποτάμιο περιβάλλον. Τα STAB ανήκαν στις Μοίρες Σκαφών Κρούσεως (Strike Assault Boat Squadrons) και χρησίμευαν στην παροχή υποστήριξης των SEAL, είτε ως συνοδεία προστασίας των μεταφορικών σκαφών LSSB είτε ως καλυπτική δύναμη στη διάρκεια της απαγκίστρωσης κάποιας περιπόλου είτε ως πρόσθετη δύναμη πυρός και αποκοπή σε ποτάμιες ενέδρες των ομάδων SEAL.

To σκάφος του STAB είχε μήκος 26 ποδών και ήταν κατασκευασμένο από αλουμίνιο και επένδυση από κεραμική θωράκιση, η οποία προσέφερε προστασία από πυρά ελαφρών όπλων των Βιετκόνγκ.

Το πλάτος του ανερχόταν σε 10 πόδια και 4 ίντσες, ενώ το βύθισμα δεν ξεπερνούσε τα 3 πόδια και 9 ίντσες. Το εκτοπίσματος 8.600 κιλών STAB εκινείτο από δύο εσωλέμβιους βενζινοκινητήρες ισχύος 350 ίππων, οι οποίοι επετύγχαναν μέγιστη ταχύτητα 45 κόμβων, ενώ η αυτονομία του ήταν 450 ναυτικά μίλια.

Ο οπλισμός του STAB περιελάμβανε τρία πολυβόλα Μ-60 των 7,62 χλστ. και ένα βομβιδοβόλο Μk-18 της Honeywell των 40 χλστ., του οποίου η αναχορηγία από την ταινία βλημάτων γινόταν χειροκίνητα. Το πλήρωμα του σκάφους ήταν τριμελές, περιλαμβάνοντας έναν κυβερνήτη και δύο χειριστές-μηχανικούς των όπλων. Οι υπόλοιπες θέσεις των όπλων επανδρώνοντο από τους άνδρες της μεταφερόμενης ομάδας SEAL. Η δευτερεύουσα αυτή δυνατότητα επέτρεπε στο STAB να μεταφέρει  μία πλήρη ομάδα SEAL των 6 έως 8 ανδρών, καθιστάμενο κατ’ αυτό τον τρόπο όχι μόνο βάση πυρός, αλλά και μέσο διείσδυσης και απαγκίστρωσης των SEAL. Στον εξοπλισμό του STAB περιελαμβάνετο και ένα ραντάρ ναυτιλίας LN-66, το οποίο το καθιστούσε ναυαρχίδα του μικρού στολίσκου των απλών μεταφορικών LSSB που συνόδευε, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ο θόλος του ραντάρ αφαιρείτο.

Κύριο πλεονέκτημα του STAB ήταν η πολύ χαμηλή σιλουέτα του η οποία, ιδίως τη νύκτα όπου δρούσαν κυρίως οι SEAL, του επέτρεπε την αφανή διείσδυση και το δύσκολο εντοπισμό του όταν ενέδρευε στα κανάλια του Δέλτα, αραγμένο ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα της όχθης.

Όταν ενεργοποιείτο η ενέδρα της ομάδας που είχε αποβιβάσει, το STAB επενέβαινε δυναμικά, εάν χρειαζόταν, για να κυνηγήσει τυχόν διαφεύγοντα εχθρικά «σαμπάν» (μικρές μακρόστενες μηχανοκίνητες ή κωπήλατες ξύλινες λέμβοι) που μετέφεραν αντάρτες ή πυρομαχικά-εφόδια.

Παρομοίως, το STAB επενέβαινε όταν η ομάδα των SEAL εκινδύνευε από υπέρτερες δυνάμεις των Βιετκόνγκ. Στην περίπτωση αυτή, ο καταιγισμός από 3 πολυβόλα Μ-60 και το βομβιδοβόλο των 40 χλστ. ήταν αρκετός ώστε να καθηλωθεί ο εχθρός και να δοθεί η ευκαιρία στους SEAL να εισέλθουν στην προστατευτική θωρακισμένη αγκαλιά του STAB, το οποίο απομακρυνόταν με μεγάλη ταχύτητα.

Τον Ιούλιο του 1968 εμφανίστηκε μια νέα έκδοση του STAB, η οποία ήταν βραχύτερη σε μήκος (24 πόδια) αλλά διέθετε καρίνα τύπου Deep V και ισχυρότερους κινητήρες των 427 ίππων, οι οποίοι όμως κινούσαν δύο υδροστροβίλους και όχι προπέλες, όπως γινόταν στα προηγούμενα STAB. Το νέο STAB ήταν πιο κατάλληλο για τα γεμάτα βλάστηση ύδατα των καναλιών του Δέλτα, ταχύτερο και πιο ευέλικτο, με αποτέλεσμα να αντικαταστήσει τα παλαιότερα σκάφη και να μείνει σε υπηρεσία έως την απόσυρση των Αμερικανών από το Βιετνάμ, το 1972.

Συγκεκριμένα, το νέο STAB ή Light SEAL Support Craft (LSSG) κατασκευαζόταν από την εταιρεία Grafton και διέθετε 2 βενζινοκινητήρες Ford 427 CID Cobra, οι οποίοι κινούσαν 2 υδροστρόβιλους Jacuzzi (διαμέτρου 12 ιντσών) που προσέδιδαν ταχύτητα έως και 60 κόμβων.

Το LSSG διέθετε ένα ραντάρ Raytheon 1900 με μέγιστη εμβέλεια 32 μιλίων, ενώ η κεραμική θωράκιση προστάτευε όχι μόνο τους επιβάτες αλλά και τους κινητήρες, από βλήματα των 0,30 και 0,50 ιντσών. Εκτός αυτού, τα τοιχώματα του σκάφους ήταν γεμάτα ειδικό αφρώδες υλικό που καθιστούσε το σκάφος αβύθιστο, ενώ οι πρόσθετες ελαστικές δεξαμενές ήταν άφλεκτες, καθώς ήταν γεμάτες με ειδικό αεροπορικό αφρώδες υλικό.

Οι κινητήρες διέθεταν ειδικό σύστημα «σιωπηλής» εξαγωγής καυσαερίων, το οποίο εξήγαγε τα καυσαέρια υποθαλασσίως, ενώ οι ίδιοι οι κινητήρες διέθεταν καλύμματα που, σε χαμηλές ταχύτητες, τους έκαναν σχεδόν τελείως αθόρυβους. Στον τομέα των επικοινωνιών το LSSG διέθετε 2 ασυρμάτους, έναν PRC-77 και έναν VRC-46. Το LSSG βαμμένο μαύρο ή σκούρο πράσινο, ήταν σχεδόν αόρατο τη νύκτα, ενώ μπορούσε να εκτελέσει στροφή εντός του μήκους του και να επιβιώσει από βίαιη πτώση στο νερό από ύψος 15 ποδών.

Ο οπλισμός του LSSG ήταν βαρύτερος εκείνου του παλαιότερου STAB, καθώς περιελάμβανε 3 πολυβόλα Μ-60, βαρύ πολυβόλο Μ2ΗΒ των 0,50 και ένα αυτόματο βομβιδοβόλο Μk-19 των 40 χλστ. Προαιρετικά, ήταν δυνατή και η τοποθέτηση ενός περιστρεφόμενου Minigun ή ενός όλμου 60 των χλστ.

Τα ελαφρά μεταφορικά LSSB, PBA και οι λέμβοι IBS

Ελαφρύτερα και με αποκλειστικό σκοπό τη μεταφορά των SEAL, ήταν τα Light SEAL Support Boat, τα οποία απεκαλούντο από την κατασκευάστρια εταιρεία και Boston Whalers ή Skimmers. Το μήκους 18 ποδών LSSB ήταν ιδανικό για διείσδυση και απαγκίστρωση ομάδων SEAL, καθώς η σιλουέτα του ήταν ακόμη πιο χαμηλή από εκείνη του STAB/ LSSG. Και αυτό το σκάφος διέθετε μια στοιχειώδη θωράκιση στα πλευρά του από κεραμικό υλικό, προσφέροντας προστασία στους επιβάτες.

Την περίοδο 1967-68 τα LSSB διέθεταν 2 εξωλέμβιους κινητήρες Chrysler των 105 ίππων, επιτυγχάνοντας ταχύτητες έως και 35 κόμβων, με πλήρες φορτίο, το οποίο συνήθως συνιστούσε μια 7μελής ομάδα SEAL και 2 χειριστές από τη μονάδα BSU που υποστήριζε τη συγκεκριμένη μονάδα των SEAL.

Ο οπλισμός του μπορούσε να περιλαμβάνει 2 πολυβόλα Μ-60 για αυτοπροστασία και παροχή κάλυψης των SEAL, εάν χρειαζόταν. Το LSSB συχνά δρούσε σε συνδυασμό με τα STAB/ LSSG ή με μεγαλύτερα ποτάμια σκάφη, τα οποία ρυμουλκούσαν ή μετέφεραν ένα ή περισσότερα LSSB. Όταν η περιοχή του στόχου προσεγγιζόταν, οι SEAL μεταπηδούσαν από τα μητρικά σκάφη (LGM-6, Swift Boats κ.λπ.) στα LSSB και συνέχιζαν τη διείσδυση.

Για λιγότερο επικίνδυνες επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα ημερήσιους ελέγχους «σαμπάν» σε ποταμούς, εχρησιμοποιούντο πλαστικά σκάφη από υαλονήματα, μήκους 16 ποδών. Αυτά απεκαλούντο ΡΒΑ (Plastic Boat Assault) και δεν είχαν τίποτε το ξεχωριστό, εκτός από μια βάση εμπρός για τοποθέτηση πολυβόλου Μ-60. Το ελάχιστο βύθισμά τους ωστόσο, τους επέτρεπε να δρουν ακόμα και στα πιο αβαθή ύδατα του Δέλτα. Τα ΡΒΑ μπορούσαν να φιλοξενήσουν μια ημι-ομάδα SEAL των τεσσάρων ανδρών (χειριστής λέμβου, πολυβολητής, δύο άνδρες για έρευνα στα σκάφη). Συνήθως τα ΡΒΑ διέθεταν έναν εξωλέμβιο κινητήρα Evinrude των 40 ίππων.

Στα υπερελαφρά πλωτά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι SEAL μπορούν να ενταχθούν και οι μικρές ελαστικοί λέμβοι IBS (Infatable Boat Small). Η λέμβος IBS είχε σχεδιασθεί αρχικά από το αμερικανικό Ναυτικό ως λέμβος διάσωσης εκτάκτου ανάγκης για τα μεγάλα ωκεανοπόρα σκάφη, ωστόσο η ευχρηστία της την κατέστησε καθιερωμένο υλικό των UDT και SEAL, ακόμη και στη βασική εκπαίδευση, όπου οι υποψήφιοι περνούν πολλές ώρες κωπηλασίας. Η IBS μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 7 άνδρες και 500 κιλά υλικών, ενώ η πλήρωσή της γινόταν από φύσιγγες διοξειδίου του άνθρακα.

Αυτές οι λέμβοι εχρησιμοποιούντο από τους SEAL όταν απαιτείτο απόλυτη σιγή (χρησιμοποιώντας ως εκ τούτου κουπιά) και όταν έπρεπε να διεισδύσουν σε περιοχές του Δέλτα, που το βάθος των υδάτων και η μορφολογία της περιοχής απαγόρευαν τη χρήση άλλου πλωτού μέσου. Συχνά η δυνατότητα να βγουν από τη λέμβο, να τη μεταφέρουν σε μεγάλη απόσταση στην ξηρά και να συνεχίσουν σε άλλο κανάλι (αυτή η απαίτηση δημιούργησε την καθιέρωση του αντικειμένου της λεγομένης «βαρκοπορείας» κατά τη βασική εκπαίδευση των υποψηφίων) ήταν το κύριο κριτήριο εκλογής του μέσου αυτού, καθώς πολλές φορές η τακτική κατάσταση ή το έδαφος υπαγόρευε δρομολόγια όπου το έδαφος διαδεχόταν το νερό με μεγάλη συχνότητα.

Εξοπλισμένες αποβατικές άκατοι για τους SEAL

Η διεξαγωγή μεγαλύτερης κλίμακας επιχειρήσεων και εντός βαριά οχυρωμένων περιοχών και άντρων των Βιετκόνγκ, απαιτούσε πολύ πιο ισχυρά και θωρακισμένα σκάφη για να μεταφέρουν και να υποστηρίζουν τους SEAL στις αποστολές τους. Το βαρύτερο όπλο που διέθεταν οι Βιετκόνγκ στο Δέλτα ήταν η αντιαρματική ρουκέτα Β-40, η κινεζική έκδοση των ρουκετών RPG-7 του σοβιετικού Στρατού. Οι Β-40 προκάλεσαν και τις περισσότερες απώλειες σε σκάφη και SEAL, καθώς η διατρητική τους ισχύ και ευστοχία, λόγω των μικρών αποστάσεων εμπλοκής, επέφεραν τρομακτικά αποτελέσματα σε υλικό και άνδρες.

Ως εκ τούτου απαιτείτο η ανάπτυξη βαριά θωρακισμένων και βαριά οπλισμένων σκαφών, με (ταυτόχρονα) σημαντική μεταφορική δυνατότητα. Μοναδικές πλατφόρμες για ανάπτυξη τέτοιων σκαφών ήταν οι αποβατικές άκατοι, που είχαν σχεδιασθεί για μεταφορά προσωπικού στα αβαθή ύδατα των ακτών του Ειρηνικού, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Το MSSC (Medium SEAL Support Craft) ή απλώς «Medium» (το Μεσαίο) όπως το έλεγαν οι SEAL, ήταν μια μικρή αποβατική άκατος με καταπέλτη στην πρύμνη, ικανή να μεταφέρει 16 πλήρως οπλισμένους SEAL, με ταχύτητα άνω των 25 κόμβων και σε απόσταση έως και 200 ναυτικών μιλίων. Το μήκους 10,9 μέτρων και πλάτους 3,95 μέτρων «Medium» ήταν θωρακισμένο με διπλά ατσάλινα τοιχώματα και εσωτερική κεραμική θωράκιση που συνήθως προστάτευε το 3μελές πλήρωμα και τους SEAL από το υγρό μεταλλικό τζετ χιλιάδων βαθμών Κελσίου μιας ρουκέτας Β-40.

Το συνολικό  εκτόπισμα του «Medium» ήταν 12,5 τόνοι έχοντας βύθισμα 90 εκατοστών, που του απαγόρευε την είσοδο στα πολύ μικρά και ρηχά κανάλια. Εκτός από τη βαριά θωράκιση, κύριο πλεονέκτημα του «Medium» ήταν ο ισχυρότατος οπλισμός του. Συνολικά διέθετε 7 βάσεις για πολυβόλα Μ2ΗΒ, Μ-60 και βομβιδοβόλα Μk-19, καθώς και για έναν όλμο των 60 χλστ. Για παράδειγμα, ένας συνδυασμός 4 πολυβόλων, 2 βομβιδοβόλων και ενός όλμου, προσέφερε τρομακτική ισχύ πυρός. Τα «Medium» εχρησιμοποιούντο κυρίως για αμφίβιες κρούσεις και αποστολές απαγόρευσης και περιπολιών, καθώς εθεωρείτο αρκετά θορυβώδες για διείσδυση και απαγκίστρωση ομάδων SEAL. Ωστόσο, αρκετοί SEAL προτιμούσαν στην απαγκίστρωση να χρησιμοποιούν το «Medium», καθώς όταν έφερε Minigun με ταχυβολία 6.000 βολίδων το λεπτό, κυριολεκτικά «έκοβε» τη ζούγκλα και τους Βιετκόνγκ που καταδίωκαν τους αποχωρούντες SEAL.

Το «Medium» χρησιμοποιούσε 2 πετρελαιοκινητήρες General Motors 8V53M που απέδιδαν έκαστος 283 ίππους και οι οποίοι κινούσαν 2 υδροστροβίλους. Το πλήρωμα του σκάφους ήταν τριμελές και ανήκε στις μονάδες BSU ή MSU.

Εκτός του MSSB ή «Medium», έχοντας ως πλατφόρμες ανάπτυξης αποβατικές ακάτους (Landing Craft Utility/ LGU) του Ναυτικού, είχε αναπτυχθεί μια σειρά Βαρέων Σκαφών Υποστήριξης SEAL (Heavy SEAL Support Craft/ HSSC), τα οποία ενσωμάτωναν ακόμη πιο ισχυρό οπλισμό.

Ένα από τα σκάφη αυτά ήταν ο «Πανίσχυρος Μο» (Mighty Moe), όπως το έλεγαν οι SEAL. Στην ουσία επρόκειτο για ένα LCM-6 (Landing Craft Mechanized-6) μήκους 56 ποδών και εκτοπίσματος 58 τόνων, το οποίο είχε θωρακισθεί και εξοπλισθεί, ενεργώντας ως κανονιοφόρος και σκάφος μεταφοράς και υποστήριξης SEAL. Το 4μελές πλήρωμά του ανήκε σε μονάδες MSU ή BSU και διέθετε βαρύτατο οπλισμό, ο οποίος περιελάμβανε 3 πολυβόλα Μ2ΗΒ των 0,50 στη δεξιά πλευρά και άλλα 3 Μ2ΗΒ στην αριστερή πλευρά, ένα ΠΑΟ των 57 χλστ. και ένα βομβιδοβόλο Μk-18 ή Μk-19 των 40 χλστ. δεξιά και αριστερά της καμπίνας διακυβέρνησης στην πλώρη, καθώς και έναν όλμο των 81 χλστ., σε συνδυασμό με ένα πολυβόλο Μ2ΗΒ (επάνω από τον σωλήνα του όλμου), ακριβώς πίσω από τον καταπέλτη.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Τα «Mighty Moe» προστατεύοντο πλευρικά από μεταλλικά πλέγματα που εξουδετέρωναν ως ένα σημείο τις ρουκέτες Β-40, ενώ η οροφή τους είχε καλυφθεί από μεταλλικά φύλλα που συνήθως εκαλύπτοντο από γεώσακκους για μεγαλύτερη ασφάλεια. Κατά γενική ομολογία, οι SEAL αισθάνοντο ιδιαίτερα ασφαλείς στα «Mighty Moe», αλλά το ταξίδι που έκαναν με αυτά ήταν αργό, καθώς τα σκάφη ανέπτυσσαν μέγιστη ταχύτητα μόλις 10 κόμβων, ενώ ο πετρελαιοκινητήρας τους ήταν πολύ θορυβώδης για διεξαγωγή διεισδύσεων. Επιπλέον, το βύθισμα των 110 εκατοστών του επέβαλε τον πλου στο κέντρο των καναλιών, εκθέτοντάς το στη θέα και τα πυρά του εχθρού.

Συνήθης τακτική για τα «Mighty Moe» ήταν η διεξαγωγή «αναγνώρισης με πυρά», όπου το σκάφος εκινείτο σε ύποπτα σημεία του ποταμού και πυροβολούσε στα τυφλά, εναντίον διαφόρων πιθανών σημείων ενέδρας, με σκοπό να προκαλέσει τα πυρά του εχθρού.

Σκοπός ήταν να καταβληθούν οι Βιετκόνγκ με τα πυρά του οπλισμένου LCM και εν συνεχεία να εξαπολυθούν οι SEAL μέσω του καταπέλτη, ώστε να συνεχίσουν την καταδίωξη του εχθρού με την υποστήριξη και επιθετικών ελικοπτέρων. Ωστόσο, οι SEAL απεχθάνοντο αυτόν τον άμεσο τρόπο δράσης, καθώς προειδοποιούσε τον εχθρό για την παρουσία τους, επιτρέποντάς του να οργανώνει ενέδρες στις επόμενες στροφές του ποταμού.

Χαρακτηριστική των επιπτώσεων της τακτικής αυτής είναι η περίπτωση της 4ης Απριλίου 1967, όπου ένα «Mighty Moe», που προκαλούσε με τα πυρά του τους Βιετκόνγκ στην εκβολή του ποταμού Βαμ Σατ στην Ειδική Ζώνη Ρουνγκ Σατ (Rung Sat Special Zone), εδέχθη επίθεση με ομοβροντίες ρουκετών Β-40.

Μία από τις ρουκέτες σκότωσε τρεις SEAL και τραυμάτισε αρκετούς περισσότερους, αναγκάζοντας το σκάφος να αποσυρθεί φλεγόμενο για να διασωθεί. Οι SEAL δικαιώθηκαν και απαίτησαν τα «Mighty Moe» να χρησιμοποιούνται ως βάσεις υποστήριξης πυρός, ως σταθμοί διοίκησης και αναμετάδοσης επικοινωνιών, καθώς και ως μεταφορικά άλλων ελαφρών σκαφών διείσδυσης, όπως τα LSSB. Τα τελευταία ερυμουλκούντο ή εσύροντο δεμένα στα πλευρά των LCM-6.

Παρόμοια διασκευή με εκείνη των LCM-6 είχαν υποστεί και ορισμένα LCPL (Landing Craft Personnel Launch) και LCVP (Landing Craft Vehicle Personnel). Τα σκάφη αυτά μήκους 36 ποδών, είχαν βύθισμα 117 εκατοστών και διέθεταν έναν πετρελαιοκινητήρα GRAY απόδοσης 300 ίππων, που επετύγχανε ταχύτητα 17 κόμβων και αυτονομία 173 ναυτικών μιλίων.

Τα σκάφη «Πάπα» (Papa) όπως ονόμαζαν οι SEAL τα LCPL/ LCVP, εχρησιμοποιούντο στη συνήθη μορφή τους ως αποβατικές άκατοι, είτε ως εξοπλισμένα σκάφη, διαθέτοντας πρόσθετες μεταλλικές πλάκες στα πλευρά τους και στην οροφή, καθώς και 2 πολυβόλα Μ2ΗΒ εμπρός (δεξιά και αριστερά του καταπέλτη) και 2 πολυβόλα Μ-60 στο πίσω μέρος (δεξιά και αριστερά της καμπίνας διακυβέρνησης).

Κύρια χρήση τους ήταν η μεταφορά, διείσδυση και απαγκίστρωση SEAL σε πλωτούς ποταμούς και γενικά ευρείς ποτάμιους χώρους, όπου η συγκοινωνία (πολιτική και στρατιωτική) ήταν αυξημένη και η παρουσία τους ή η διέλευσή τους δεν προσήλκυε την προσοχή των Βιετκόνγκ και των πρακτόρων τους.

Συμπλέοντας με το «Ναυτικό των Καφετί Υδάτων»

Η εμπλοκή των SEAL στο Βιετνάμ είχε αρχίσει από το 1962, μαζί με ομάδες UDT που δρούσαν στις ακτές του Βορείου και του Νοτίου Βιετνάμ. Ωστόσο, η ανάπτυξη ειδικών σκαφών αποκλειστικά για χρήση των SEAL, άρχισε το 1964. Έως τότε τον ρόλο υποστήριξης είχε αναλάβει το «Ναυτικό των Καφετί Υδάτων», με τα ποικίλα ποταμόπλοιά του.

Κύριο μέσο υποστήριξης και μεταφοράς των SEAL ήταν το PBR (Patrol Boat River), ένα ταχύπλοο μικρό σκάφος από υαλονήματα, το οποίο εκινείτο με 2 υδροστροβίλους. Το 31 ποδών PBR Mk I ανέπτυσσε ταχύτητα 28 κόμβων χάρη σε δύο πετρελαιοκινητήρες General Motors των 270 ίππων που κινούσαν 2 υδροστροβίλους Jacuzzi. Λίγο μεγαλύτερο και με ισχυρότερους κινητήρες ήταν το PBR MkII, το οποίο μαζί με το ΜkΙ απετέλεσαν το σήμα κατατεθέν του πολέμου στα νερά των ποταμών του Δέλτα του Μεκόνγκ.

Ο οπλισμός των PBR ήταν όντως εντυπωσιακός, καθώς –παρά το μικρό μέγεθος– διέθεταν δύο πολυβόλα Μ2ΗΒ στην πρύμνη, ενώ στην πλώρη μπορούσε να φέρει ένα πολυβόλο Μ-60, ένα πολυβόλο Μ2ΗΒ και ένα βομβιδοβόλο Μk-18. Ωστόσο, στη θέση των όπλων αυτών μπορούσαν να τοποθετηθούν Minigun, ΠΑΟ των 90 χλστ., πυροβόλα των 20 χλστ. καθώς και όλμοι των 60 χλστ.

Ένας αριθμός PBR είχε διατεθεί για συνεργασία με τους SEAL, εκτελώντας αποστολές διείσδυσης, απαγκίστρωσης και υποστήριξης στις ενέδρες που οργάνωναν οι κομμάντο του Ναυτικού. Παράλληλα, τα PBR εκτελούσαν αποστολές συνοδείας σε επιχειρήσεις κρούσης των SEAL, δρώντας σε συνεργασία με τα STAB, «Mighty Moe» και «Papa».

Ένα ακόμη σκάφος υποστήριξης των SEAL ήταν το 50 ποδών PCF (Patrol Craft Fast) MkI Swift Boat. Το Swift, αν και σχεδιασμένο για παράκτιες περιπολίες και έχοντας βύθισμα 4 ποδών και 10 ιντσών, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άνετα στους μεγαλύτερους παραπόταμους του Μεκόνγκ. Το πλεονέκτημα του Swift έγκειτο στο ότι ήταν πολιτική σχεδίαση που προοριζόταν για μεταφορά προσωπικού και υλικών στις θαλάσσιες πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου στον Κόλπο του Μεξικού. Ως εκ τούτου, προσέφερε μια άνετη πλατφόρμα μεταφοράς των SEAL σε μεγάλες αποστάσεις, μαζί με τα υλικά τους.

Η ταχύτητα του Swift έφθανε τους 25 κόμβους χάρη σε 2 πετρελαιοκινητήρες των 475 ίππων, ενώ ο οπλισμός του προσέφερε ικανοποιητική αυτοπροστασία και υποστήριξη, καθώς συνίστατο σε έναν πύργο δίδυμων πολυβόλων Μ-2ΗΒ επάνω από το θάλαμο διακυβέρνησης, ένα πολυβόλο Μ-60 στην πρύμνη και έναν συνδυασμό όλμου 81 χλστ. και πολυβόλου Μ2ΗΒ.

Στην υπηρεσία των SEAL είχαν τεθεί και 14 τορπιλάκατοι κλάσης NASTY, νορβηγικής κατασκευής, που υποστήριζαν το Συγκρότημα Ειδικών Επιχειρήσεων 34 (Special Operations Group 34). Οι τορπιλάκατοι μετέφεραν SEAL σε παράκτιες επιδρομές στο Δέλτα του Μεκόνγκ και στα πλωτά σημεία των εκβολών των παραποτάμων του.

Οι NASTY επετύγχαναν μέγιστη ταχύτητα 40 κόμβων, χάρη σε δύο πετρελαιοκινητήρες που απέδιδαν 6.200 ίππους. Τα 94 ποδών σκάφη διέθεταν πληρώματα των 14 ανδρών που εχειρίζοντο ένα πυροβόλο των 40 χλστ., δύο πυροβόλα των 20 χλστ. και έναν όλμο 81 των χλστ. Ωστόσο δεν έφεραν τορπιλοσωλήνες, αφήνοντας χώρο στο κατάστρωμα για τοποθέτηση ελαστικών λέμβων και άλλων υλικών που χρησιμοποιούσαν οι SEAL στις επιδρομές τους.

Ένα από τα πιο ασυνήθιστα μέσα υποστήριξης των SEAL, ήταν οι πλωτές βάσεις που φιλοξενούσαν ομάδες SEAL, αλλά και αρκετά σκάφη και πληρώματα των BSU και MSU. Το σκεπτικό των βάσεων αυτών, που προσέφεραν στρατωνισμό, επισκευές και συντήρηση των σκαφών που δρούσαν στο Δέλτα, ήταν ότι παρείχαν αυξημένη προστασία από επιθέσεις Βιετκόνγκ, οι οποίες θα ήταν αναπόφευκτες εάν οι εγκαταστάσεις αυτές ευρίσκοντο στις όχθες των ποταμών του Μεκόνγκ.

Η δύναμη των πλωτών βάσεων περιελάμβανε δύο Πλοία–Στρατώνες–Αυτοκινούμενους (ΑΡΒ), ένα Πλοίο–Στρατώνα–Μη Αυτοκινούμενο (APL), ένα Πλοίο Επισκευής Αποβατικών Σκαφών (ARL), μία Φορτηγίδα Επισκευών, Δεξαμενισμού και Ενδιαίτησης (YRBM), ένα Μεγάλο Ρυμουλκό Λιμένος (ΥΤΒ) και ένα πλοίο πόντισης δικτύων (ΑΝ).

Συγκεκριμένα, ορισμένες ομάδες SEAL διέμεναν μόνιμα ή προσωρινά στο αυτοκινούμενο πλοίο-στρατώνα USS Benewah (APB-35) μήκους 328 ποδών και ναυαρχίδα της Κινητής Παράκτιας Δύναμης (MRF). Ο οπλισμός του για αυτοπροστασία αλλά και υποστήριξη στη γύρω περιοχή περιελάμβανε 4 όλμους των 4,2 ιντσών, 2 τετράκαννα πυροβόλα των 40 χλστ., 2 δίδυμα πυροβόλα των 20 χλστ., καθώς και 10 πολυβόλα Μ-60.

Παρόμοιο ήταν και το πλοίο-στρατώνας USS Colleton (APB 36), με δυνατότητα ενδιαίτησης 1.300 ανδρών. Στα δύο αυτά πλοία οι ομάδες των SEAL στάθμευαν μόνιμα ή προσωρινά ή απλώς έκαναν στάση πηγαίνοντας για διεξαγωγή επιχειρήσεων ή επιστρέφοντας από αυτές. Στα πλοία αυτά μετεφέροντο οι τραυματίες για επίδεση τραυμάτων, καθώς τα ελικοδρόμια που διέθεταν επέτρεπαν την προσγείωση ελικοπτέρων Huey. Μόνο σε έναν χρόνο δράσης, στο Benewah διεξήχθησαν 5.000 προσγειώσεις ελικοπτέρων.

Σημαντική επίσης ήταν και η τεχνική υποστήριξη που πρόσφεραν τα πλοία-συνεργεία στον στολίσκο των SEAL, που απετελείτο από τα μικρά ΡΒΑ και STAB έως τα «Mighty Moe» και «Papa». Συγκεκριμένα, διετίθετο το διασκευασμένο αρματαγωγό USS Askari (ARL-30) με φορτηγίδες Ammi στα πλευρά του, το οποίο μπορούσε να επισκευάζει ταυτόχρονα το 1/3 των σκαφών μίας Μοίρας σκαφών, όπως και το αδελφό του πλοίο USS Krishma (ARL-38).

Γενικά, τα πλοία αυτά επέτρεψαν, αν και αφανείς συντελεστές, την άψογη λειτουργία των μονάδων BSU και MST και των σκαφών που διέθεταν, προσφέροντας στους SEAL τα μέσα εκτέλεσης της δύσκολης αποστολής τους στο Δέλτα του Μεκόνγκ.

Θεμέλια για το μέλλον

Με την αποχώρηση των Αμερικανών από το Βιετνάμ, τα περισσότερα ειδικά σκάφη των SEAL εδόθησαν στους Βιετναμέζους συναδέλφους τους, ωστόσο η εμπειρία που αποκτήθηκε οδήγησε στην εκτίμηση της διάθεσης στο δυναμικό των SEAL ειδικών σκαφών, τα οποία μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των αποστολών τους.

Σήμερα, η Διοίκηση Ναυτικού Ειδικού Πολέμου (NSWC), το ανώτατο διοικητικό όργανο των SEAL, διαθέτει δύο Μοίρες Σκαφών Υποστήριξης (Support Boat Squadrons), οι οποίες διαθέτουν αριθμό Μονάδων Σκαφών Υποστήριξης (Support Boat Units/ SBU) και υποστηρίζουν αντιστοίχως τα 1ο και 2ο Ναυτικά Συγκροτήματα Ειδικού Πολέμου (NSWG).

H SBS-1 διαθέτει τις SBU-11/12/13, ενώ η SBS-2 τις SBU 24/25/22/20. Οι μονάδες αυτές περιλαμβάνουν φουσκωτές ελαστικές λέμβους διαφόρων εκτοπισμάτων και μηκών (Rigid Inflatable Boat/RIB, Combat Rubber Raiding Craft/CRRC) ταχύπλοα σταθερής καρίνας (Patrol Boat Light/PBL) θωρακισμένες αποβατικές ακάτους MATC (Mini Armored Troop Carrier) απευθείας απογόνους των «Medium» του Βιετνάμ, ενώ τη θέση των PBR και των «Swift» έχουν λάβει τα σκάφη ειδικών επιχειρήσεων ανοικτής θαλάσσης Mk V Specter, Mκ III Specter και PC κλάσης Typhoon.