Με βάση την αρχαιοελληνική τακτική της λοξής φάλαγγας, ο πάντοτε υποδεέστερος αριθμητικά Πρωσικός Στρατός πέτυχε μεγαλειώδεις νίκες. Η μικρή Πρωσία έφτασε σε σημείο να βρίσκεται μόνη, αντιμέτωπη με όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, και να νικά. Το θαύμα αυτό επετεύχθη χάρη στην άριστη εκπαίδευση των ανδρών.
Το πρωσικό πεζικό
Από το 1713 ως το 1740 ο Πρωσικός Στρατός δεν ενεπλάκη σε καμία σύγκρουση. Το διάστημα αυτό όμως τέθηκαν οι βάσεις της περαιτέρω ανάπτυξής του. Ο πρίγκιπας του Άναλτ Ντεσάου, ένας από τους καλύτερους «πεζούς» της στρατιωτικής ιστορίας, ανέλαβε και στην περίοδο της ειρήνης, με ζήλο, το έργο της συντήρησης και της ανάπτυξης της μαχητικής αξίας του πεζικού.
Ο πρίγκιπας θεωρούσε ως πρωταρχική αρετή του πεζού στρατιώτη την επίδειξη τυφλής υπακοής στους ανωτέρους του. Κατά τη μάχη, οι άνδρες έπρεπε να συμπεριφέρονται ως αυτόματες μηχανές. Κάθε στρατιώτης αποτελούσε ένα μονάχα γρανάζι της μηχανής.
Η συνεχής εκπαίδευση και η διεξαγωγή δύο φορές το χρόνο μεγάλων γυμνασίων –πρωτοποριακή σύλληψη για την εποχή– έφεραν σταδιακά το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Δύο ακόμα παράγοντες βοήθησαν στην ισχυροποίηση του πρωσικού πεζικού. Ο πρώτος αφορούσε την επανεισαγωγή τού συγχρονισμένου βηματισμού –αυτού που σήμερα καλούμε απλά βήμα– γύρω στο 1730, από τον πρίγκιπα Λεοπόλδο. Το συγχρονισμένο βήμα είχε εξαφανιστεί από τους ευρωπαϊκούς στρατούς από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Χωρίς τη χρήση του, η κίνηση των τμημάτων, ιδιαίτερα σε σχηματισμό γραμμής, ήταν εξαιρετικά αργή.
Κάθε τόσο το τμήμα έπρεπε να αναστέλλει την κίνησή του και να στοιχίζεται. Με τη χρήση του συγχρονισμένου βηματισμού όμως τα δεδομένα άλλαξαν. Το πρωσικό πεζικό κατέστη ικανό να κινείται σε σχηματισμό γραμμής με τον εκπληκτικό ρυθμό των 75 βημάτων ανά λεπτό, τη στιγμή που τα τμήματα πεζικού των λοιπών ευρωπαϊκών στρατών σπάνια πλησίαζαν τον ρυθμό των 50 βημάτων ανά λεπτό.
Η ταχύτητα του πρωσικού πεζικού τού προσέδωσε ένα σοβαρό τακτικό πλεονέκτημα και επέτρεψε αργότερα στον Φρειδερίκο, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε ακριβώς το πλεονέκτημα αυτό, να εφαρμόσει την τακτική της λοξής φάλαγγας.
Ο δεύτερος παράγοντας που προσέδωσε τακτικό πλεονέκτημα στους Πρώσους πεζούς ήταν ο εφοδιασμός τους με σιδερένιες ράβδους γέμισης των μουσκέτων, έναντι των ξύλινων που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλοί τους. Με τη χρήση της σιδερένιας ράβδου, ο ρυθμός βολής αυξήθηκε κατακόρυφα.
Σε αυτό βέβαια βοηθούσε και η χρήση του βρετανο-ολλανδικού συστήματος εκτέλεσης και ελέγχου πυρός, το οποίο εφάρμοζε το πρωσικό πεζικό ήδη από το 1704. Το συγκεκριμένο σύστημα (platoon firing) επέτρεπε στον ηγήτορα του πεζικού να εκτοξεύει ισχυρές ομοβροντίες κατά του εχθρικού μετώπου, τηρώντας πάντα ως «εφεδρεία» πυρός το 1/3 των ανδρών του τάγματος.
Ένα πρωσικό τάγμα μουσκετοφόρων των 5 λόχων με δύναμη 600 ανδρών χωριζόταν για τις ανάγκες εκτέλεσης πυρών σε 8 διμοιρίες. Οι άνδρες παρατάσσονταν σε τρεις ζυγούς, με αυτούς του πρώτου γονατιστούς. Οι άνδρες του πρώτου ζυγού εκτελούσαν πυρά μόνο κατόπιν ειδικής διαταγής.
Αυτοί των δύο άλλων ζυγών έβαλλαν ανά δύο διμοιρίες. Συνήθως έβαλλαν ταυτόχρονα οι δύο διμοιρίες του κέντρου του τάγματος ή οι δύο ακραίες. Ακολουθούσαν οι άλλες δύο που βρίσκονταν στα πλευρά των πρώτων κ.ο.κ. Με τον τρόπο αυτό κάθε στιγμή το τάγμα ήταν ικανό να διαθέτει έναν σημαντικό αριθμό βαλλόντων ανδρών την ώρα που οι λοιποί σκόπευαν ή γέμιζαν.
Το πρωσικό πεζικό ήταν ικανό να βάλλει με ρυθμούς ασύλληπτους για την εποχή. Ο συνήθης ρυθμός βολής, σε συνθήκες μάχης, ήταν της τάξης των τεσσάρων βολών ανά λεπτό, διπλάσιος του αντίστοιχου όλων των άλλων ευρωπαϊκών στρατών. Κατά περίπτωση, ο ρυθμός μπορούσε να αυξηθεί και στις επτά βολές ανά λεπτό! Κατά μέσο όρο ένα πρωσικό τάγμα με δύναμη 600 ανδρών ήταν ικανό να βάλλει σε ένα λεπτό περί τα 2.500 φυσίγγια!
Ωστόσο, η περιορισμένη αποτελεσματικότητα του μουσκέτου δεν βοηθούσε στην επίτευξη ουσιαστικού αποτελέσματος παρά μόνο σε πολύ μικρή απόσταση από τον εχθρό. Αν και θεωρητικά το βεληνεκές μάχης του μουσκέτου έφτανε τα 400 μέτρα, ήταν εξαιρετικά απίθανο να επιτευχθεί πλήγμα, ακόμα και με στοχευμένη βολή, σε απόσταση μεγαλύτερη των 200 μέτρων. Συνήθως οι ομοβροντίες μεταξύ αντίπαλων τμημάτων πεζικού άρχιζαν να γίνονται από απόσταση 300 βημάτων (200 μέτρων).
Και πάλι όμως η μικρή ταχύτητα εξόδου βλήματος του μουσκέτου (περίπου 150 μέτρα ανά δευτερόλεπτο) δεν εξασφάλιζε την επίτευξη πλήγματος ικανού να σκοτώσει ή έστω να τραυματίσει καίρια τον αντίπαλο. Στη μάχη του Τσότουζιτς, για παράδειγμα, οι νικητές Πρώσοι πεζοί έβαλλαν συνολικά 650.000 φυσίγγια με τα οποία προκάλεσαν στους Αυστριακούς μόλις 5.000 απώλειες. Αν και ανεπαρκές σε απόσταση 100 μέτρων, το μουσκέτο ήταν ικανό να κατακερματίσει τις εχθρικές γραμμές σε απόσταση κάτω των 50 μέτρων. Μόνο οι άριστα εκπαιδευμένοι πεζοί όμως είχαν την ψυχραιμία να πλησιάσουν τόσο κοντά τον εχθρό, δεχόμενοι πρώτοι την φονική του ομοβροντία.
Όταν ο Φρειδερίκος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του βασιλείου της Πρωσίας, το πεζικό αποτελούνταν από 31 συντάγματα μουσκετοφόρων. Διέθετε ακόμα το Σύνταγμα Γρεναδιέρων της Φρουράς, το περίφημο «Σύνταγμα των Γιγάντων», το οποίο είχε συγκροτήσει ο πατέρας του νέου βασιλιά. Καθένας από τους 3.000 γρεναδιέρους του συντάγματος αυτού έπρεπε να έχει ύψος πάνω από 1,80 μ. Το σύνταγμα είχε περισσότερο τελετουργικό χαρακτήρα και λιγότερο πρακτικό. Γι’ αυτό και ο Φρειδερίκος το διέλυσε.
Το πρωσικό πεζικό διακρίνονταν σε βαρύ ή πεζικό της γραμμής και σε ελαφρύ. Ελαφρά τμήματα αρχικά δεν υφίσταντο. Πρωτοσυγκροτήθηκαν κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής (1740-48), περί το 1744. Έως το 1740 υπήρχαν δύο τύποι πεζών γραμμής, οι επίλεκτοι γρεναδιέροι και οι μουσκετοφόροι – οι απλοί τυφεκιοφόροι. Το 1740, με την έναρξη του πολέμου, ο Φρειδερίκος συγκρότησε νέα συντάγματα φουζιλιέρων.
Οι φουζιλιέροι πήραν το όνομά τους από το Fuzil, έναν ελαφρύτερο τύπο μουσκέτου, με το οποίο ήταν εξοπλισμένοι. Η ουσιαστική τους διαφορά από τους μουσκετοφόρους συναδέλφους τους πάντως ήταν το διαφορετικό, τύπου μίτρας, καπέλο που έφεραν, αντί του κλασικού τρίκοχου των μουσκετοφόρων. Στο διάστημα από το 1740 έως το 1758, ο Φρειδερίκος συγκρότησε 18 συντάγματα φουζιλιέρων. Το 1773-74 συγκροτήθηκε ένα ακόμα σύνταγμα μουσκετοφόρων και 5 φουζιλιέρων.
Όλοι οι πεζοί έφεραν τον ίδιο σχεδόν οπλισμό, ένα μουσκέτο ή fuzil, ένα μικρό σπαθί και μακριά ξιφολόγχη. Οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί ήταν οπλισμένοι με ξίφη και κοντοφόρα όπλα, κάτι μεταξύ δόρατος και λογχοδρέπανου, που ονομάζονταν spontoon.
Βασική μονάδα μάχης του πεζικού ήταν το σύνταγμα. Κάθε πρωσικό σύνταγμα πεζικού, είτε μουσκετοφόρων είτε φουζιλιέρων, διέθετε δύο τάγματα. Εξαίρεση αποτελούσαν το 15ο Σύνταγμα Μουσκετοφόρων της Φρουράς και το 3ο Σύνταγμα Μουσκετοφόρων του πρίγκιπα του Άναλτ Ντεσάου –τιμής ένεκεν– και το 6ο Σύνταγμα Γρεναδιέρων της Φρουράς. Τα δύο πρώτα διέθεταν τρία τάγματα και το τρίτο μόνο ένα αλλά ενισχυμένο τάγμα.
Κάθε τάγμα διέθετε πέντε λόχους τυφεκιοφόρων και ένα λόχο επίλεκτων γρεναδιέρων. Η δύναμη του λόχου ξεπερνούσε τους 120 άνδρες. Συνήθως γινόταν απόσπαση των λόχων των γρεναδιέρων από τα τάγματα. Οι λόχοι έπειτα ενώνονταν μεταξύ τους και σχηματίζονταν ανεξάρτητα επίλεκτα τάγματα γρεναδιέρων.
Κάθε τάγμα αποτελούνταν από τέσσερις λόχους και η αριθμητική του δύναμη δεν ξεπερνούσε τους 500 άνδρες. Τα τάγματα των γρεναδιέρων έπαιρναν την ονομασία τους από τους αριθμούς των συνταγμάτων στα οποία υπάγονταν οι λόχοι τους. Για παράδειγμα, το τάγμα γρεναδιέρων που είχε σχηματιστεί από τους λόχους γρεναδιέρων του 1ου και του 23ου Συντάγματος Μουσκετοφόρων ήταν γνωστό ως 1/23 Τάγμα Γρεναδιέρων.
Το πυροβολικό
Το πυροβολικό εκείνη την εποχή αποτελούσε για όλους τους Στρατούς, εκτός του Αυστριακού, το «φτωχό» συγγενή τον περήφανων όπλων του πεζικού και του ιππικού. Σε αυτό κατατάσσονταν κυρίως γόνοι αστικών οικογενειών, αφήνοντας τους ευγενείς να στελεχώνουν τα άλλα Όπλα. Ακόμα και η ένταξη ανδρών στο πυροβολικό ήταν προβληματική, αφού σε αυτό κατατάσσονταν κυριολεκτικά όσοι περίσσευαν από τα άλλα Όπλα.
Οι πυροβολητές, αξιωματικοί και άνδρες, αντιμετωπίζονταν ως στρατιώτες δεύτερης κατηγορίας, ως «τεχνίτες», χειρώνακτες, το «αναγκαίο κακό» του στρατού. Η αντιμετώπιση αυτή είχε ως φυσικό επακόλουθο τη χαμηλή ποιότητα του πρωσικού πυροβολικού και το χαμηλό ποσοστό επάνδρωσης των μονάδων του, ιδίως σε αξιόλογους αξιωματικούς.
Η σχετικά μέτρια απόδοση του πρωσικού πυροβολικού οφειλόταν πάντως και στη δυσχρηστία των πυροβόλων, με τα οποία ήταν οπλισμένο. Τα πρωσικά πυροβόλα ήταν κατά βάση βαρύτερα και είχαν μικρότερο βεληνεκές από τα αντίστοιχά τους αυστριακά. Πολλά δε ήταν κακής κατασκευής, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η εύκολη σκόπευσή τους.
Ο ίδιος ο Φρειδερίκος, κατά τη διάρκεια άσκησης, επέκρινε τους υπηρέτες ενός πυροβόλου για την αποτυχία τους να πλήξουν το στόχο. Ο βασιλιάς σκόπευσε μόνος του με το πυροβόλο και, μάλλον από τύχη, πέτυχε το στόχο. Θυμωμένοι οι πυροβολητές τον προκάλεσαν να επαναλάβει τη βολή. Η δεύτερη βολή του βασιλιά πράγματι υπήρξε τραγικά άστοχη. Το γεγονός αυτό καταδείκνυε άριστα την αναποτελεσματικότητα των πυροβόλων.
Ένας ακόμα αρνητικός παράγοντας ήταν ο ελλιπής οπλισμός των πυροβολητών. Οι άνδρες ήταν οπλισμένοι μόνο με ένα κοντό σπαθί. Έτσι είχαν εξ ορισμού ελάχιστες πιθανότητες να αντιπαρέλθουν εχθρικής εφόδου κατά των θέσεών τους. Παρά τα μειονεκτήματα πάντως, οι Πρώσοι πυροβολητές πολέμησαν ικανοποιητικά. Διακρίθηκαν μάλιστα ιδιαίτερα στις μάχες του Ρόσμπαχ, του Λιούτεν και του Κούνερσντορφ.
Το πρωσικό ιππικό
Στην αρχή τής υπό εξέτασης περιόδου, το πρωσικό ιππικό ήταν μάλλον ανάξιο να φέρει αυτό τον τίτλο. Σύμφωνα με τον Φρειδερίκο, οι Πρώσοι ιππείς «έμοιαζαν με γίγαντες που ίππευαν ελέφαντες. Δεν ήταν σε θέση όχι να ελιχθούν ή να πολεμήσουν, αλλά έπεφταν από τα άλογά τους ακόμα και στις παρελάσεις». Με αυτά τα καθόλου κολακευτικά σχόλια περιέγραφε ο νεαρός Πρώσος βασιλιάς το ιππικό που του κληροδότησε ο πατέρας του.
Οι φόβοι του Φρειδερίκου επιβεβαιώθηκαν στη μάχη του Μόλβιτς, όταν το ιππικό της δεξιάς του πτέρυγας τράπηκε σε φυγή στη θέα της επέλασης του αντίστοιχου αυστριακού. Το πρωσικό ιππικό όμως σύντομα, υπό την καθοδήγηση αξιωματικών όπως ο Χανς Ιωακείμ φον Τσίετεν και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Ζέιντλιτς, θα μετατρεπόταν στην πιο φονική λεπίδα της πρωσικής λόγχης.
Το πρωσικό ιππικό υπέφερε από δύο βασικά μειονεκτήματα. Το πρώτο έγκειτο στο γεγονός ότι τόσο οι ίπποι όσο και οι ιππείς ήταν πολύ ογκώδεις, και κατ’ επέκταση αργοκίνητοι. Το δεύτερο μειονέκτημα αφορούσε το τραγικό επίπεδο εκπαίδευσης των ανδρών. Ως πρώτο μέτρο ο Φρειδερίκος αντικατέστησε τους ίππους με μικρότερους και ταχύτερους. Στη συνέχεια αντικατέστησε και τους «γίγαντες» ιππείς και καθόρισε ως ανώτατο επιτρεπτό ύψος για την κατάταξη στο ιππικό το 1,70 μ. για το βαρύ ιππικό και το 1,65 μ. για το ελαφρύ. Επίσης, μειώθηκε το μήκος των λωρίδων των αναβολέων.
Σταδιακά, και με επίπονη εκπαίδευση, το θαύμα έγινε. Το ιππικό μεταμορφώθηκε, και ήδη από τον Β’ Σιλεσιακό Πόλεμο άρχισε να αναλαμβάνει το ρόλο που του άρμοζε ως το κατεξοχήν όπλο κρούσης και κρίσης του αγώνα. Στη μάχη του Χοενφρίεντμπεργκ, το 5ο Σύνταγμα Δραγόνων μόνο του επέλασε κατά της αυστριακής γραμμής και διέλυσε 16 εχθρικά τάγματα πεζικού –περίπου 10.000 άνδρες– αιχμαλωτίζοντας περί τους 2.500 Αυστριακούς!
Άλογα και ιππείς εκπαιδεύτηκαν επίμονα με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σε θέση να επελαύνουν με καλπασμό για περισσότερο από 1.000 μέτρα, χωρίς η μονάδα να χάνει τη συνοχή της. Ο δημιουργός πάντως αυτού του θαύματος ήταν ένας εξαίρετος ιππέας, ο φον Ζέιντλιτς.
Γόνος παλαιάς στρατιωτικής οικογένειας, ο Ζέιντλιτς ίππευε από μικρό παιδί. Λέγεται ότι ήταν ικανός να περνά καλπάζοντας ανάμεσα στη φτερωτή των ανεμόμυλων, την ώρα που αυτοί περιστρέφονταν με τη μέγιστη ταχύτητα! Σύντομα μεταλαμπάδευσε τις ικανότητες του αυτές και στους άνδρες του συντάγματός του –8ο Θωρακοφόρων- και μετά, ως ανώτατος διοικητής του ιππικού, στο σύνολο των Πρώσων ιππέων.
Ακόμα και οι ουσάροι του Πρωσικού Στρατού ήταν σε θέση να πολεμούν όπως το βαρύ ιππικό και να εκτελούν επελάσεις κατά συντεταγμένων εχθρικών δυνάμεων. Όλοι δε οι ιππείς, ακόμα και οι θωρακοφόροι, είχαν εκπαιδευτεί και στις τακτικές μάχης του πεζικού, όντας ικανοί να πολεμούν ακόμα και σε σχηματισμό γραμμής!
Το 1740 το πρωσικό ιππικό παρέτασσε 12 συντάγματα θωρακοφόρων, 10 συντάγματα δραγόνων και τρία συντάγματα ουσάρων. Κάθε σύνταγμα θωρακοφόρων και δραγόνων αποτελούνταν από πέντε ίλες, με 150-160 μαχητές ανά ίλη. Τα συντάγματα των ουσάρων αρχικά δεν είχαν όμοια σύνθεση. Τελικά το καθένα έφτασε να παρατάσσει 10 ίλες, με 100 περίπου άνδρες ανά ίλη. Το 5ο και το 6ο Συντάγματα Δραγόνων ήταν ιδιαίτερα ενισχυμένα και το καθένα παρέτασσε 10 ίλες. Με την άνοδό του στο θρόνο ο Φρειδερίκος συγκρότησε δύο ακόμα συντάγματα δραγόνων και το Σύνταγμα Θωρακοφόρων της Φρουράς, το οποίο παρέτασσε μόνο τρεις ίλες. Στο διάστημα 1756-1763 συγκροτήθηκαν άλλα έξι συντάγματα ουσάρων ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό τους σε εννέα. Επίσης, συγκροτήθηκε ένα λογχοφόρων. Συστάθηκαν κάποιες μονάδες εθελοντών ουσάρων και δύο freikorps, τα Λουμπομίρσκι και Μπάουερ, τα οποία αποτελούνταν μόνο από τμήματα ιππικού.
Οι άνδρες του βαρέος ιππικού ήταν εξοπλισμένοι με τον ίδιο τρόπο. Έφεραν μακριά, βαριά, ίσια δίκοπη σπάθη, ικανή να καταφέρει τόσο θλαστικά όσο και νυκτικά πλήγματα. Επίσης έφεραν κοντόκαννη εμπροσθογεμή καραμπίνα και δύο πιστόλες. Τα τρίκοχα καπέλα ήταν ενισχυμένα εσωτερικά με σιδερένιο πλέγμα, για να προστατεύουν από τα πλήγματα. Οι θωρακοφόροι μόνο έφεραν εμπρόσθιο ημιθωράκιο, μαύρου χρώματος.
Μόνο οι άνδρες του 13ου Συντάγματος Θωρακοφόρων της Φρουράς έφεραν ημιθωράκια σε ασημί χρώμα. Ο θώρακας αυτός ήταν επικλινής και εν μέρει αδιάτρητος από βολή μουσκέτου – φυσικά υπό προϋποθέσεις. Ίδιο οπλισμό με τους τακτικούς δραγόνους έφεραν και οι δραγόνοι και οι έφιπποι γρεναδιέροι (επίλεκτοι δραγόνοι) των ελεύθερων Σωμάτων.
Οι ουσάροι και οι λογχοφόροι ήταν οπλισμένοι με κυρτή σπάθη, ιδανική για θλαστικά πλήγματα. Οι λογχοφόροι (Βosniaken) έφεραν φυσικά και λόγχη, μήκους δύο περίπου μέτρων. Οι ουσάροι έφεραν επίσης καραμπίνα, ακόμα πιο κοντόκαννη από την αντίστοιχη των βαρέων ιππέων, ενώ οι λογχοφόροι έφεραν πιστόλα.
Όπως και στο πεζικό, έτσι και στο ιππικό, ορισμένα συντάγματα άφησαν πίσω τους βαριά ιστορική κληρονομιά. Το 1ο και το 2ο Σύνταγμα Θωρακοφόρων έδωσαν το «παρών» σε όλες σχεδόν τις μεγάλες μάχες της περιόδου. Το 2ο ειδικά, το περίφημο Σύνταγμα των «Κίτρινων Ιππέων» (που ονομάστηκε έτσι από το κίτρινο χιτώνιο που φορούσαν οι άνδρες του) πολέμησε ηρωικά στο Τσόντορφ και στο Τόργκαου. Το 8ο Σύνταγμα Θωρακοφόρων ήταν ίσως το πλέον επίλεκτο όλου του στρατού. Διοικητής του ήταν ο φον Ζέιντλιτς.
Μαζί με το 10ο Θωρακοφόρων (Ζεν ντ’ Άρμς) και το 13ο της Φρουράς, σχημάτιζαν συνήθως ταξιαρχία, υπό τη διοίκηση του ατρόμητου Ζέιντλιτς. Όσον αφορά τα συντάγματα των δραγόνων, ονομαστά έμειναν το τρομερό 5ο Σύνταγμα του Bayreuth και το 6ο Σαξονικό Σύνταγμα που το 1717 ανταλλάχτηκε για ένα πολύτιμο σερβίτσιο από πορσελάνη!
Για το λόγο αυτό το σύνταγμα αυτό ονομαζόταν «Σύνταγμα της Πορσελάνης». Από τα συντάγματα των ουσάρων, διάσημα ήταν το 2ο Σύνταγμα Ουσάρων της Σωματοφυλακής, που είχε διοικητή του τον στρατηγό φον Τσίετεν, τον καλύτερο ίσως διοικητή ελαφρού ιππικού της εποχής, το τρομερό 5ο Σύνταγμα Ουσάρων του Θανάτου, με το έμβλημα της νεκροκεφαλής στα καπέλα, και το 9ο Σύνταγμα Ουσάρων του «Ολικού Θανάτου», που είχε ως έμβλημα τον δρεπανηφόρο θάνατο!
Ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής (Σιλεσιακοί Πόλεμοι)
Ο Πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες πολεμικές συγκρούσεις, την πρώτη ίσως παγκόσμια σύγκρουση της Ιστορίας. Στα πλαίσιά του εντάσσονται και οι αυστροπρωσικές συγκρούσεις που διεξήχθησαν στην περιοχή της Σιλεσίας και έμειναν γνωστές στην Ιστορία ως Α’ και Β’ Σιλεσιακοί Πόλεμοι.
Η πρώτη από τις συγκρούσεις αυτές ξέσπασε το Δεκέμβριο του 1740, όταν ο Πρωσικός Στρατός, με επικεφαλής τον ίδιο το βασιλιά Φρειδερίκο, εισέβαλε στην τότε αυστριακή επαρχία της Σιλεσίας. Η Αυστρία εκείνη την εποχή βρισκόταν σε άθλια κατάσταση, σε όλα τα επίπεδα, γεγονός που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοί της προς ίδιον όφελος.
Με το πρόσχημα της μη αναγνώρισης του δικαιώματος διαδοχής στον αυτοκρατορικό θρόνο της Μαρίας Θηρεσίας και του συζύγου της Καρόλου, η Γαλλία, η Ισπανία και η Βαυαρία συμμάχησαν εναντίον της Αυστρίας. Η Γαλλία είχε σκοπό να εκμηδενίσει την αυστριακή επιρροή στα γερμανικά κρατίδια και να κυριαρχήσει και στις δύο όχθες του Ρήνου.
Η Ισπανία επεδίωκε να αποσπάσει αυστροκρατούμενα ιταλικά εδάφη και η Βαυαρία επεδίωκε να προωθήσει τον δικό της υποψήφιο στον αυτοκρατορικό θρόνο. Εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση και την πληθώρα απειλών που κύκλωναν την Αυστρία, ο βασιλιάς του μικρού πρωσικού κράτους, Φρειδερίκος, αποφάσισε να επιτεθεί και αυτός στην Αυστρία για να της αποσπάσει την πλούσια επαρχία της Σιλεσίας.
Η πρωσική επίθεση βρήκε τους Αυστριακούς εντελώς απροετοίμαστους. Αποτέλεσμα ήταν, μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Σιλεσία να καταληφθεί σχεδόν ολόκληρη. Μόνο διάφορα οχυρά και τα ελαφρά αυστριακά στρατεύματα, που εμπόδιζαν την πρωσική προέλαση, ήταν τα τελευταία σημάδια της αυστριακής παρουσίας στην περιοχή. Όπως-όπως το ανακτοβούλιο της Βιέννης προσπάθησε να συγκεντρώσει στρατεύματα για να ανακαταλάβει τη χαμένη Σιλεσία.
Τον Απρίλιο του 1741, οι Αυστριακοί εισέβαλαν με τη σειρά τους στην πρώην επαρχία τους. Αφού ήραν την πολιορκία διάφορων οχυρών, ανέκτησαν τον έλεγχο μεγάλου τμήματος της Σιλεσίας. Σαν να μην έφτανε αυτό, κατάφεραν να ελιχθούν με τόση επιδεξιότητα ώστε να βρεθούν πίσω από τα πρωσικά στρατεύματα που διοικούσε ο ίδιος ο Φρειδερίκος.
Ο τελευταίος, μην έχοντας άλλη επιλογή, αναγκάστηκε να δεχτεί τη μάχη με ανεστραμμένο μέτωπο, στην οποία τον οδηγούσαν οι αντίπαλοι του. Οι Πρώσοι βρίσκονταν παγιδευμένοι μεταξύ δύο ποταμών και του χωριού Μόλβιτς, το οποίο κατείχαν οι Αυστριακοί. Από το χωριό περνούσε η κύρια οδός ανεφοδιασμού, μέσω της οποίας επικοινωνούσε η στρατιά του Φρειδερίκου με τα πρωσικά εδάφη.
Τη 10η Απριλίου οι Πρώσοι επιτέθηκαν. Η πρωσική στρατιά αριθμούσε 21.000 έως 23.000 άνδρες. Οι Αυστριακοί του στρατάρχη Νέιπεργκ δεν ξεπερνούσαν τους 16.000 άνδρες. Ο Πρωσικός Στρατός αναπτύχθηκε για μάχη με το πεζικό, σε δύο γραμμές, στο κέντρο, και το ιππικό στις πτέρυγες. Το πεζικό είχε ταχθεί σε έναν περίκλειστο σχηματισμό ορθογωνίου παραλληλόγραμμου.
Το πρωσικό ιππικό υστερούσε αριθμητικά και –ακόμα– ποιοτικά του αντιπάλου. Η μάχη άρχισε τις πρώτες απογευματινές ώρες. Οι αυστριακοί ιππείς της αριστερής πτέρυγας, υπό τον γενναίο στρατηγό Ρέμερ, επιτέθηκαν αμέσως κατά των ομολόγων τους του πρωσικού δεξιού και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Μάταια ο Φρειδερίκος προσπάθησε να σταματήσει την επαίσχυντη φυγή του ιππικού του.
Στην προσπάθειά του αυτή μάλιστα παραλίγο να βρει και ο ίδιος το θάνατο. Παρά την επικράτησή του έναντι του πρωσικού ιππικού, όμως, το αυστριακό ιππικό διαλύθηκε κυριολεκτικά στην προσπάθειά του να διασπάσει τις γραμμές του εχθρικού πεζικού. Ο ίδιος ο επικεφαλής του έπεσε κατά τη διάρκεια των απέλπιδων αυτών επιθέσεων. Στο μεταξύ ο Φρειδερίκος είχε, μετά κόπου και βασάνων, πειστεί να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης. Επικεφαλής του στρατού έμεινε τώρα ο έμπειρος στρατάρχης φον Σβέριν.
Ο στρατάρχης, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και στη μαχητική αξία των πεζών του, δεν δίστασε να διατάξει την προέλαση του τεράστιου ζωντανού παραλληλογράμμου του πεζικού του, κατά του εχθρικού κέντρου, αγνοώντας την απειλή που συνιστούσε η παρουσία του αυστριακού ιππικού στο δεξιό του πλευρό. Το πρωσικό πεζικό κινήθηκε με απόλυτη τάξη, απέκρουσε κάθε απόπειρα των Αυστριακών ιππέων να ανακόψουν την κίνησή του και επιτέθηκε κατά του αυστριακού πεζικού κατακερματίζοντάς το. Ο αυστριακός Στρατός υποχώρησε αφήνοντας όμως πίσω του 4.500 άνδρες του και επτά πυροβόλα. Οι νικητές Πρώσοι είχαν επίσης υποστεί βαριές απώλειες – 4.600 άνδρες.
Η επόμενη μάχη του αυστροπρωσικού πολέμου δόθηκε ένα σχεδόν χρόνο αργότερα, στο Τσότουζιτς, στις 17 Μαΐου 1742. Αυτή τη φορά οι αντίπαλες δυνάμεις ήταν ισοδύναμες αριθμητικά – κάθε στρατιά αριθμούσε 28.000 άνδρες (Πρώσοι: 33 τάγματα πεζικού, 70 ίλες ιππικού και 80 πυροβόλα / Αυστριακοί: 36 τάγματα πεζικού, 92 ίλες ιππικού και 42 πυροβόλα). Οι Αυστριακοί είχαν τάξει τις δυνάμεις τους μεταξύ του ελώδους εδάφους, στις όχθες του μικρού ποταμού Μπρσλένκα και του χωριού Καλαμπούσεκ. Στο δεξιό, πλησίον των ελών είχαν ταχθεί δύο συντάγματα θωρακοφόρων και δύο συντάγματα δραγόνων. Στο κέντρο είχε ταχθεί το πεζικό και αριστερά είχαν πάρει θέσεις τέσσερα συντάγματα θωρακοφόρων, τρία δραγόνων, ένα ουσάρων και ένα σύνταγμα ελαφρού πεζικού.
O Aυστριακός διοικητής Κάρολος, πρίγκιπας της Λορένης, ήλπιζε να προλάβει την ένωση του πρωσικού Σώματος του πρίγκιπα του Άναλτ Ντεσάου (18.000 άνδρες) με το Σώμα που διοικούσε ο Φρειδερίκος (10.000 άνδρες). Δεν το κατόρθωσε όμως και, κατά την εξέλιξη της επίθεσής του κατά των δυνάμεων του πρίγκιπα του Άναλτ Ντεσάου, αφίχθησαν στο πεδίο της μάχης και οι δυνάμεις του Φρειδερίκου.
Οι Αυστριακοί επιτέθηκαν αρχικά με το ιππικό της αριστερής τους πτέρυγας κατά του πρωσικού δεξιού. Ο πρίγκιπας Λεοπόλδος όμως τους περίμενε, έχοντας τάξει, ως επιτροπή υποδοχής, 12 τουλάχιστον βαριά πυροβόλα και πολλά μικρότερα που είχε αποσπάσει από τα συντάγματα πεζικού. Το αποτέλεσμα ήταν η συντριβή του αυστριακού ιππικού. Στην άλλη πτέρυγα, το πρωσικό ιππικό διέσπασε την πρώτη γραμμή του αντίστοιχου αυστριακού.
Παρασύρθηκε όμως σε εις βάθος καταδίωξη, επιτρέποντας έτσι σε ορισμένες αυστριακές μονάδες να ανασυγκροτηθούν, να επιτεθούν και να διασπάσουν με τη σειρά τους τη δεύτερη γραμμή του πρωσικού ιππικού της αριστερής πτέρυγας.
Ευτυχώς για το σκληρά πιεζόμενο εκείνη την ώρα πρωσικό πεζικό, οι Αυστριακοί ιππείς προτίμησαν, αντί να τους επιτεθούν, να σπεύσουν να λεηλατήσουν το πρωσικό στρατόπεδο. Ανενόχλητοι οι Πρώσοι πεζοί αντεπιτέθηκαν και, με συνεχείς ομοβροντίες, κομμάτιασαν τις αυστριακές γραμμές. Περίπου 3.000 Αυστριακοί στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και άλλοι 3.300 αιχμαλωτίστηκαν, μαζί με 16 πυροβόλα τους που κυριεύτηκαν από τον εχθρό.
Οι Πρώσοι έχασαν συνολικά 5.000 περίπου άνδρες. Από αυτούς, οι 800 είχαν αιχμαλωτιστεί. Με τη μάχη του Τσότουζιτς έληξε ο Α΄ Σιλεσιακός Πόλεμος. Η Αυστρία παραχώρησε την επαρχία στην Πρωσία. Ωστόσο, δύο χρόνια αργότερα, οι Αυστριακοί, ενθαρρυμένοι από τις έως τότε επιτυχίες τους στα άλλα μέτωπα, αποφάσισαν να ξαναδοκιμάσουν την τύχη των όπλων και στη Σιλεσία.
Το καλοκαίρι του 1744 ο Φρειδερίκος εισέβαλε πρώτος στην αυστριακή επικράτεια για να προλάβει τον αντίπαλο. Πολιόρκησε και κατέλαβε την Πράγα. Δεν πρόλαβε όμως να συνεχίσει την κίνησή του προς νότο γιατί πληροφορήθηκε ότι μια ισχυρή αυστριακή στρατιά, με την οποία συνέπραττε και ο Στρατός της Σαξονίας, έσπευδε εναντίον του. Ο Πρωσικός Στρατός οπισθοχώρησε στη Σιλεσία καταδιωκόμενος από τους ενωμένους αντιπάλους.
Τελικά, στις 4 Ιουνίου 1745, οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Χοενφρίεντμπεργκ της Σιλεσίας. Η αυστροσαξονική στρατιά αριθμούσε 58.700 άνδρες (61 τάγματα, 164 ίλες και 122 πυροβόλα) και η πρωσική, 58.500 άνδρες (69 τάγματα, 151 ίλες και 192 πυροβόλα).
Ο πρωσικός Στρατός επιτέθηκε πρώτος. Το αναγεννημένο πρωσικό ιππικό μεγαλούργησε. Μόλις 45 πρωσικές ίλες διέλυσαν 60 εχθρικές, ανάμεσα τους και σαξονικές που θεωρούνταν από τις καλύτερες της Ευρώπης. Όσον αφορά το πρωσικό πεζικό, στη συγκεκριμένη μάχη για πρώτη φορά χρησιμοποίησε την τακτική της λοξής φάλαγγας. Το αυστριακό δεξιό άρχισε να καταρρέει από τα συγκεντρωτικά πλήγματα του πρωσικού πεζικού.
Την κρίσιμη στιγμή, μόλις ένα μικρό ρήγμα δημιουργήθηκε στην αυστριακή διάταξη, το 5ο Πρωσικό Σύνταγμα Δραγόνων εξόρμησε και, εισχωρώντας με τόλμη εντός του, ανέτρεψε τους Αυστριακούς και τους κατακερμάτισε. Ο Πρωσικός Στρατός ήταν και πάλι νικητής, έχοντας απολέσει 4.800 άνδρες, έναντι 13.750 αντιπάλων. Οι Πρώσοι κυρίευσαν και 66 εχθρικά πυροβόλα.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1745, Πρώσοι και Αυστριακοί συναντήθηκαν και πάλι στο Σουρ. Αυτή τη φορά οι Αυστριακοί διέθεταν συντριπτική αριθμητική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους (40.000 Αυστριακοί και Σάξονες έναντι 22.000 Πρώσων). Και πάλι όμως ο μικρός Πρωσικός Στρατός επιτέθηκε πρώτος, με τη γνωστή τακτική της λοξής φάλαγγας.
Αποκτώντας τοπική αριθμητική υπεροχή, οι Πρώσοι διέσπασαν τις εχθρικές γραμμές και έτρεψαν τους διπλάσιους αντιπάλους τους σε φυγή. Οι απώλειες του Πρωσικού Στρατού πλησίασαν τους 4.000 άνδρες, ενώ των αντιπάλων τους ξεπέρασαν τις 7.500. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν. Στις 23 Νοεμβρίου, στο Χένερσντορφ ένα πρωσικό τμήμα δυνάμεως 8.500 ανδρών, υπό τον στρατηγό Ρόσχοφ, επιτέθηκε και διέλυσε δύο σαξονικές ταξιαρχίες, υφιστάμενο απώλειες 120 μόλις ανδρών.
Η τελευταία πάντως μάχη του Β’ Σιλεσιακού Πολέμου δόθηκε στο Κέσελντορφ. Αυτή τη φορά τις πρωσικές δυνάμεις δεν τις διοικούσε ο βασιλιάς Φρειδερίκος αλλά ο γηραιός στρατάρχης πρίγκιπας Λεοπόλδος του Άναλτ Ντεσάου.
Επικεφαλής 30.000 ανδρών (35 τάγματα, 93 ίλες και 33 πυροβόλα), ο πρίγκιπας εισέβαλε στη Σαξονία. Στην τοποθεσία κοντά στο χωριό Κέσελντορφ τον ανάμεναν 21.000 Σάξονες και 10.000 Αυστριακοί στρατιώτες, υπό τις διαταγές του Σάξονα στρατάρχη Ρουτόφσκι (47 τάγματα, 63 ίλες και 42 πυροβόλα). Οι δυνάμεις των δύο συμμάχων είχαν οχυρωθεί σε μια σειρά γήλοφων κοντά στο χωριό. Στις 15 Δεκεμβρίου η μάχη άρχισε.
Ιστορική έχει μείνει η προσευχή του πρίγκιπα Λεοπόλδου πριν την έναρξη της μάχης: «Ουράνιε Πατέρα, σου ζητώ να με βοηθήσεις αυτή τη μέρα. Αλλά, αν δεν είσαι διατεθειμένος να το πράξεις, τουλάχιστον μη βοηθήσεις αυτούς τους αλήτες τους εχθρούς και ανάμενε, σε παρακαλώ, υπομονετικά το αποτέλεσμα»! Από ό,τι φαίνεται ο Θεός εισάκουσε τις προσευχές του Λεοπόλδου. Οι σύμμαχοι τσάκισαν από την επίθεση με τη λόγχη του πρωσικού πεζικού και τράπηκαν τελικά σε φυγή. Οι απώλειες των Πρώσων έφτασαν τους 5.100 άνδρες, ενώ των αντιπάλων ξεπέρασαν τους 10.500. Κυριεύτηκαν επίσης τα 40 από τα 42 εχθρικά πυροβόλα.
Μετά τη νέα νίκη των Πρώσων, οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν να υποκύψουν και να παραδώσουν επίσημα, με τη συνθήκη της Δρέσδης, τη Σιλεσία στην Πρωσία. Η πρώτη δοκιμασία για τον αναγεννημένο Πρωσικό Στρατό είχε τελειώσει, ιδιαίτερα ενθαρρυντικά.
Στο διάστημα από την άνοιξη του 1741 έως το χειμώνα του 1745, ο Πρωσικός Στρατός χρειάστηκε να δώσει έξι κατά παράταξη μάχες, από τις οποίες κέρδισε και τις έξι. Οι συνολικές του απώλειες και στις έξι μάχες δεν ξεπέρασαν τους 24.000 άνδρες. Αντίθετα, βαρύτερες ήταν οι απώλειες που υπέστη στο διάστημα αυτό ο Πρωσικός Στρατός από άλλους παράγοντες, όπως οι ασθένειες, οι λιποταξίες, η δράση των εχθρικών ελαφρών σωμάτων κ.λπ.
Η αρχή του Επταετούς Πολέμου
Ο Επταετής Πόλεμος (1756-63) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η συνέχεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής. Σε αυτόν συμμετείχαν όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν, πέρα από τη Γηραιά Ήπειρο, και στην Αμερική και την Ινδία. Η αιτία έκρηξης του πολέμου πάντως δεν ήταν άλλη από την πρόθεση της Αυστρίας να ανακαταλάβει τη Σιλεσία. Μαζί της τάχθηκε η Ρωσία, η Γαλλία και τα περισσότερα γερμανικά κράτη.
Η Πρωσία, με μοναδικούς συμμάχους τη Βρετανία και τα γερμανικά κρατίδια του Ανόβερο, του Μπράουνσβαϊγκ και της Έσις Κέσελ, σήκωσε το βάρος του αγώνα στο ευρωπαϊκό θέατρο επιχειρήσεων κατά των στρατών της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας!
Οι Βρετανοί έριξαν το βάρος τους στις υπερπόντιες εκστρατείες, πολεμώντας και νικώντας τους Γάλλους στον Καναδά και την Ινδία. Στην Ευρώπη απέστειλαν ένα μικρό εκστρατευτικό σώμα, το οποίο ενώθηκε με τις δυνάμεις του Ανοβέρο, του Μπράουνσβαϊγκ και της Έσης Κέσελ.
Ο Φρειδερίκος πληροφορήθηκε από την αδερφή του (τη βασίλισσα της Σουηδίας) τις ρωσικές και τις αυστριακές προετοιμασίες και, ως συνήθως, αποφάσισε να ενεργήσει πρώτος. Την 29η Αυγούστου 1756 ο Πρωσικός Στρατός διάβηκε τα σύνορα της συμμάχου των Αυστριακών, Σαξονίας. Αμέσως, η Αυστρία και η Ρωσία κήρυξαν πόλεμο κατά της Πρωσίας. Αγνοώντας τις πολιτικές εξελίξεις, ο Φρειδερίκος σάρωσε κυριολεκτικά τους Σάξονες, με μια εκστρατεία-πρότυπο, η οποία δίκαια χαρακτηρίστηκε από τους νεότερους μελετητές ως το Μπλίτζκριγκ του 18ου αιώνα.
Έως την 9η Σεπτεμβρίου, τα στρατεύματά του είχαν καταλάβει την πρωτεύουσα της Σαξονίας Δρέσδη και είχαν περιορίσει τα υπολείμματα των σαξονικών δυνάμεων στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο της Πίρνα. Αφού άφησε μέρος των δυνάμεών του να πολιορκήσει τους Σάξονες, ο Φρειδερίκος κινήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό προς τα αυστροσαξονικά σύνορα για να εμποδίσει τυχόν αποστολή αυστριακών ενισχύσεων στους πολιορκημένους Σάξονες.
Παράλληλα είχε διαθέσει άλλους 37.000, υπό τον στρατάρχη Σβέριν, για τη φρούρηση της Σιλεσίας, 11.000 άνδρες για τον έλεγχο της Πομερανίας και τον έλεγχο των σουηδικών φρουρών στο Στράνσουλτ και 26.000 άνδρες στην ανατολική Πρωσία για να αντιμετωπίσουν τυχόν ρωσική επίθεση.
Την 1η Οκτωβρίου δόθηκε η πρώτη κατά παράταξη μάχη του πολέμου στο Λόμποζιτς. Επρόκειτο για μια συγκεχυμένη μικρής κλίμακας συμπλοκή μέσα στην ομίχλη, από την οποία οι Πρώσοι εξήλθαν νικητές, ως συνήθως. Οι απώλειες των δύο στρατών ήταν περίπου ίσες, της τάξης των 3.000 ανδρών. Οι Αυστριακοί όμως είχαν αποτύχει στον αντικειμενικό τους σκοπό, στην άρση της πολιορκίας της Πίρνα. Ύστερα δε από την ήττα στο Λόμποζιτς, ο Σαξονικός Στρατός παραδόθηκε στους Πρώσους. Πολλοί Σάξονες υποχρεώθηκαν να καταταγούν σε 10 νεοσχηματισμένα συντάγματα φουζιλιέρων. Τα συντάγματα όμως αυτά σύντομα αυτοδιαλύθηκαν.
Οι άνδρες τους λιποτάκτησαν μαζικά και κατέφυγαν είτε στον Αυστριακό είτε στο Γαλλικό Στρατό. Εκεί ανασχημάτισαν, εν εξορία, το Σαξονικό Στρατό. Το χειμώνα του 1756-57 η Αυστρία, η Ρωσία και η Γαλλία ήρθαν σε συνεννόηση μεταξύ τους με σκοπό να καταπνίξουν κυριολεκτικά τον «ταραξία της Ευρώπης, Φρειδερίκο και το μικρό βασίλειό του.
Ο Φρειδερίκος από την πλευρά του, γνώριζε ότι μόνο αν αναλάμβανε την πρωτοβουλία των κινήσεων είχε ελπίδες επιτυχίας. Το ισοζύγιο των δυνάμεων ήταν τόσο πολύ εις βάρος του, ώστε μόνο με κεραυνοβόλες επιτυχίες, εναντίον καθενός ξεχωριστά από τους εχθρικούς στρατούς, μπορούσε να ελπίζει.
Με αυτό το σκεπτικό, την άνοιξη του 1757, ο Φρειδερίκος εισέβαλε στη Βοημία, επικεφαλής 116.000 ανδρών. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση του Πρωσικού Στρατού, από την εποχή της γέννησής του έως τους Ναπολεόντειους Πολέμους.
Στόχος του Φρειδερίκου ήταν η κατάληψη της βοημικής πρωτεύουσας, της Πράγας. Πίστευε πως οι Αυστριακοί δεν θα άφηναν σε καμιά περίπτωση ανυπεράσπιστη μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της αυτοκρατορίας τους, που ήταν παράλληλα και ανεφοδιαστικό κέντρο του στρατού τους, και πως θα του δινόταν η ευκαιρία να τους νικήσει. Μετά τη βέβαιη, όπως πίστευε, νίκη του, θα στρεφόταν να αντιμετωπίσει τους Γάλλους ή τους Ρώσους.
O Φρειδερίκος χώρισε τις δυνάμεις του σε τέσσερις φάλαγγες. Τις δύο τις κατηύθυνε νότια της πόλης για να ανακόψει τη ροή ενισχύσεων προς αυτή και, επικεφαλής των άλλων δύο, κινήθηκε εναντίον της. Οι Αυστριακοί είχαν όμως προλάβει και είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις έξω από την Πράγα. Μία μάλιστα ισχυρή στρατιά τους, υπό τον γενναίο στρατάρχη Ντάουν, είχε κατορθώσει να διασπάσει τις πρωσικές θέσεις και να ταχθεί επί της γραμμής των συγκοινωνιών τους.
Η εξέλιξη αυτή εξανάγκασε τον Φρειδερίκο να μετακινήσει τις δυνάμεις του, αφήνοντας ανοιχτές τις οδεύσεις προς την Πράγα. Παράλληλα ο κύριος όγκος του Αυστριακού Στρατού, υπό τον πρίγκιπα Κάρολο της Λορένης, είχε λάβει θέσεις μεταξύ της πόλης και του Πρωσικού Στρατού.
Έτσι, ο Φρειδερίκος βρέθηκε μεταξύ δύο αυστριακών στρατιών. Το μόνο που του απέμενε ως δυνατότητα ήταν να επιτεθεί κατά των ισχυρά εγκατεστημένων Αυστριακών του πρίγκιπα Καρόλου. Ένα άλλο μικρό τμήμα του στρατού θα επιτηρούσε τη στρατιά του Ντάουν.
Τη νύχτα της 5ης προς την 6η Μαΐου, οι πρωσικές δυνάμεις (64.000 άνδρες) άρχισαν να αναπτύσσονται για μάχη. Μια μικρή πρωσική δύναμη παρατάχτηκε απέναντι από το αυστριακό μέτωπο, ενώ ο όγκος των πρωσικών δυνάμεων τάχτηκε απέναντι από το αυστριακό δεξί πλευρό.
Το ξημέρωμα οι Πρώσοι επιτέθηκαν. Δυστυχώς δεν είχε προηγηθεί επισταμένη αναγνώριση του εδάφους, και το κακό δεν άργησε να συμβεί. Το έδαφος επί του άξονα προέλασης των Πρώσων ήταν βαλτώδες. Πεζοί και ιππείς προσπαθούσαν μάταια να ξεκολλήσουν από τον βάλτο, την ώρα που η παχιά πρωινή ομίχλη δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τις κινήσεις τους.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι οι Αυστριακοί τούς αντελήφθησαν και άνοιξαν καταιγιστικό πυρ εναντίον τους. Οι Πρώσοι για πρώτη φορά άρχισαν να υποχωρούν. Τότε όμως επενέβη ο στρατάρχης Σβέριν, ο οποίος άρπαξε στο χέρι τη σημαία τού 24ου Συντάγματος και όρμησε μπροστά προστάζοντας τους άνδρες του να τον ακολουθήσουν. Δεν πρόλαβε όμως να προχωρήσει πολύ. Ένας αυστριακός μύδρος τον κομμάτιασε.
Την κρίσιμη στιγμή της μάχης εμφανίστηκε από το πουθενά το πρωσικό ιππικό. Ο Φρειδερίκος είχε πριν την έναρξη της μάχης διατάξει μια δύναμη ιππικού να εκτελέσει υπερκερωτικό ελιγμό και να βρεθεί στο πλευρό των Αυστριακών. Έτσι και έγινε. Παράλληλα με την εμφάνιση του ιππικού, οι Αυστριακοί είχαν να αντιμετωπίσουν και νέες επιθέσεις των Πρώσων πεζών, οι οποίοι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διευκολύνουν τους έφιππους συναδέλφους τους.
Όπως ήταν φυσικό, οι Αυστριακοί δεν άντεξαν στη διπλή πίεση και άρχισαν να διασπώνται. Όταν μάλιστα ένα πρωσικό σύνταγμα πεζικού κατόρθωσε να εισχωρήσει, μέσω ενός κενού, εντός του εχθρικού κέντρου, οι Αυστριακοί τράπηκαν σε φυγή και κλείστηκαν στα οχυρά της Πράγας.
Οι Πρώσοι είχαν νικήσει, το τίμημα όμως ήταν βαρύ. Οι απώλειές τους ξεπέρασαν τους 13.000 άνδρες. Οι αντίστοιχες των Αυστριακών ξεπέρασαν τους 14.000 άνδρες. Η πύρρειος νίκη στην Πράγα επέτρεψε παρ’ όλα αυτά στον Φρειδερίκο να κινηθεί κατά και της άλλης αυστριακής στρατιάς του στρατάρχη Ντάουν, η οποία είχε οχυρωθεί στην περιοχή του Κολίν.
Ο Ντάουν διέθετε 53.500 άνδρες. Εναντίον του ο Φρειδερίκος επιτέθηκε με 33.000 άνδρες, χρησιμοποιώντας την κλασική πια τακτική της λοξής φάλαγγας. Από λανθασμένη εκτίμηση όμως ορισμένων ανωτάτων αξιωματικών, η όλη επιχείρηση εξελίχτηκε σε μετωπική επίθεση κατά των οχυρωμένων Αυστριακών, με φυσική συνέπεια τη βαριά ήττα των Πρώσων.
Οι απώλειές τους ήταν βαρύτατες και ξεπέρασαν τους 12.000 άνδρες έναντι 8.000 Αυστριακών. Η ήττα στο Κολίν ήταν η πρώτη που υπέστη ο Πρωσικός Στρατός από το 1741, που τέθηκε υπό τις διαταγές του Φρειδερίκου. Αποτέλεσμα ήταν να εγκαταλειφθεί η πολιορκία της Πράγας. Ωστόσο, τα υπολείμματα του Πρωσικού Στρατού οπισθοχώρησαν, χωρίς να ενοχληθούν από τους αντιπάλους τους.
Ποιος ήταν ο Φρειδερίκος
Ο Φρειδερίκος Β΄ (24 Ιανουαρίου 1712 – 17 Αυγούστου 1786), ο επικαλούμενος και Μέγας, ήταν γιος του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄ και εγγονός του Φρειδερίκου Α΄, μέλος του περίφημου Οίκου των Χοεντζόλερν.
Όταν η Γερμανίδα πριγκίπισσα και σύζυγος του εκλέκτορα Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α΄, Σοφία Δωροθέα, γέννησε τον γιο του το 1712, ο Πρώσος βασιλιάς προσπάθησε να αναθρέψει το διάδοχό του με την άκαμπτη αυστηρότητα που έδειχνε στα στρατιωτικά γυμνάσια κάτω από το πλέον βαρύ και αυστηρό πρωτόκολλο που χαρακτήριζε τη πρωσική βασιλική Αυλή.
Έτσι ο μικρός Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να ξυπνά πολύ νωρίς το πρωί, αποστήθιζε μεγάλες προσευχές, φορούσε πάντα στρατιωτική στολή, ακολουθούσε ένα απαράβατο πρόγραμμα ακαδημαϊκών σπουδών και γυμναστικών ασκήσεων και κοιμόταν πάλι πολύ νωρίς.
Η μητέρα του, αντίθετα είχε έντονο ενδιαφέρον για τα καλλιτεχνικά δρώμενα και η επιρροή της στον νεαρό Φρειδερίκο εξόργιζε τον πατέρα του, ο οποίος για να σκληραγωγήσει και να νουθετήσει τον γιο του τον μεταχειριζόταν με τρόπο που έφθανε στα όρια της κτηνωδίας.
Ο έφηβος Φρειδερίκος υποχρεωνόταν να γευματίζει καθισμένος στην πιο υποτιμητική θέση του τραπεζιού μακριά από τους γονείς του. Ο πατέρας του συχνά τον κτυπούσε μπροστά σε ξένους επισκέπτες και μία φορά τον έσυρε από τα μαλλιά στους διαδρόμους του ανακτόρου.
Σε ηλικία 18 ετών ο Φρειδερίκος επιχείρησε να πραγματοποιήσει την προσωπική του επανάσταση με μια απόπειρα να φύγει από την Πρωσία και να αναζητήσει άσυλο στον θείο του, βασιλιά της Αγγλίας, αλλά το σχέδιο του προδόθηκε και ο διάδοχος συνελήφθη και κατέληξε στην απομόνωση στο κάστρο του Κυστρίν, αφού προηγουμένως μπροστά στα μάτια του διατάχθηκε η εκτέλεση του φίλου του αξιωματικού φον Κάττε, που προσπάθησε να τον βοηθήσει στη δραπέτευσή του.
Μετά την αποφυλάκισή του πεπεισμένος πλέον ότι κάθε περαιτέρω αντίσταση στο πατρικό θέλημα ήταν ανώφελη, ακολούθησε έκτοτε πιστά τις προσταγές του πατέρα του βασιλιά, όπου και υποχρεώθηκε ν’ αναλάβει τη διοίκηση ενός συντάγματος γρεναδιέρων και να ασχολείται με τα κοινά του κράτους. Το 1732 υπό τη πίεση του πατέρα του νυμφεύθηκε τη Γερμανίδα πριγκίπισσα Ελισάβετ Κριστίνα της Βρουνσβίκης-Μπέβερν, χωρίς να ερωτηθεί.
Όταν τελικά ανέβηκε στο θρόνο της Πρωσίας σε ηλικία 28 ετών, το 1740, μετά τον θάνατο του πατέρα του, έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης της οικονομίας και ενίσχυσης του Στρατού, ο οποίος αποτελούσε και την κυριότερη μέριμνα του. Είχε ελάχιστη εμπιστοσύνη στους ανθρώπους, τρέφοντας μία μόνιμη καχυποψία («Όσο περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί, τόσο περισσότεροι κλέφτες»).
Η εφευρετικότητα του σε ό,τι αφορούσε την πολεμική τέχνη ήταν αδιαμφισβήτητη. Ο Φρειδερίκος ήταν πρόθυμος να επωφεληθεί από την εμπειρία του («Μόνο ένας ανόητος θα μπορούσε να ισχυρισθεί, ότι ήταν το ίδιο ψύχραιμος κατά την πρώτη του μάχη όσο και κατά τη δέκατη»).
Το σωματικό σθένος, που του εξασφάλισε η σκληρή διαπαιδαγώγηση («Είμαι πάνω στο άλογο μου ακόμη και άρρωστος, όταν άλλοι στη θέση μου θα βρισκόταν στο κρεβάτι κλαψουρίζοντας»), βρήκε το ταίρι της στην οξύνοια και στην αποφασιστικότητα («Όλος ο κόσμος καταφρονεί τους στρατιωτικούς διοικητές, οι εφημερίδες τους χλευάζουν, αλλά από τους χιλιάδες που τους ασκούν κριτική δεν μπορεί να βρει κανένας ούτε έναν που να μπορεί να διοικήσει ακόμη και ένα τάγμα»).
Επεξέτεινε το κράτος του σε σημαντικό βαθμό, αντιμετωπίζοντας τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις με επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τον Επταετή Πόλεμο με το τέλος του οποίου η Πρωσία είχε καταστεί μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη. Αυτό το γεγονός, οι απαράμιλλες ικανότητες στην διπλωματία αλλά και στο πεδίο της μάχης, η μεγάλη του μόρφωση και οι γνωριμίες με μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Βολταίρος, του χάρισαν την προσωνυμία Φρειδερίκος ο Μέγας.
Ο Φρειδερίκος πέθανε σε ηλικία 74 ετών και είναι θαμμένος έξω από το θερινό ανάκτορο του Σανσουσί στο πάρκο Σανσουσί (Sans Souci = χωρίς σκοτούρες) στο Πότσδαμ μαζί με τα 11 κυνηγετικά σκυλιά του.