Η θύελλα του πολέμου δεν ήταν δυνατόν να αφήσει ανεπηρέαστη τη μικρή Ελλάδα. Μια Ελλάδα που είχε αναδειχθεί νικήτρια από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, και που ύστερα από μία σειρά νικών εναντίον Τούρκων και Βουλγάρων είχε διπλασιάσει την εδαφική της έκταση και είχε ελευθερώσει τους υπόδουλους Έλληνες από σκλαβιά αιώνων.
Ενώ η σύγκρουση των δυνάμεων της Αντάντ (Ρωσία, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία) με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία) μαινόταν στα πεδία των μαχών, στην Ελλάδα μία υποβόσκουσα διαμάχη ερχόταν στην επιφάνεια.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που είχε αναρριχηθεί στο θρόνο τον Μάρτιο του 1913, μετά τη δολοφονία του πατέρα του Γεωργίου, ήταν σταθερά προσανατολισμένος προς τις Κεντρικές Δυνάμεις και επεδίωκε προς όφελός τους την ουδετερότητα της Ελλάδας.
Η σύζυγός του βασίλισσα Σοφία, ήταν άλλωστε αδελφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β΄. Ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος υποστήριζε ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας θα εξυπηρετούντο καλύτερα αν η χώρα ετάσσετο στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, τις οποίες διέβλεπε ότι τελικά θα επικρατούσαν.
Η διαμάχη αυτή οδήγησε σε μία σειρά γεγονότων ανάμεσα στις δύο πλευρές, σε πολλά επίπεδα: απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις, παραιτήσεις κυβερνήσεων, παρασκηνιακές ενέργειες, εμπλοκή των δυνάμεων της Αντάντ με αποβίβαση στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη και κήρυξη γενικής επιστράτευσης.
Γεγονότα που κατέλυσαν κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας, αλλά και την ομοψυχία του λαού ύστερα από τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων.
Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η εκδήλωση του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη από βενιζελικούς πολιτικούς και αξιωματικούς του στρατού με την υποστήριξη του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγού Σαράιγ.
Στόχος του κινήματος ήταν η υποστήριξη των δυνάμεων της Αντάντ εναντίον των Βουλγάρων, ώστε να προστατευτεί το ελληνικό στοιχείο της Μακεδονίας από μία πιθανή βουλγαρική εισβολή.
Η ενέργεια αυτή όμως δεν στάθηκε ικανή να προστατεύσει την πόλη της Καβάλας η oποία κατελήφθη από βουλγαρικές δυνάμεις τον Σεπτέμβριο του 1916.
Ο διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού, υπακούοντας στις εντολές της φιλοβασιλικής κυβέρνησης της Αθήνας, παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του (400 αξιωματικούς και 6.000 άνδρες) στον βουλγαρικό Στρατό, οι οποίοι οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στο Γκαίρλιτς της Γερμανίας όπου και παρέμειναν μέχρι το τέλος του πολέμου.
Λίγες ημέρες μετά το γεγονός αυτό, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναχώρησε από την Αθήνα για τα Χανιά με 100 περίπου πολιτικούς και στρατιωτικούς συνεργάτες του. Στις 9 Οκτωβρίου (με το νέο Γρηγοριανό ημερολόγιο) η «τριανδρία» Ελευθέριος Βενιζέλος, ναύαρχος Κουντουριώτης και στρατηγός Δαγκλής σχημάτισαν στη Θεσσαλονίκη όπου είχαν μεταφερθεί, προσωρινή κυβέρνηση και ανέλαβαν την ηγεσία των δυνάμεων που είχαν πλαισιώσει το κίνημα της «Εθνικής Αμύνης». Σταδιακά, εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα άρχισαν να κατατάσσονται στις μονάδες του κινήματος.
Ο εθνικός διχασμός, τυπικά τουλάχιστον, τερματίστηκε με την εκθρόνιση του Κωνσταντίνου που αναχώρησε οικογενειακώς για την Ελβετία και την τοποθέτηση του δευτερότοκου γιου του Αλέξανδρου στο θρόνο, τον Ιούνιο του 1917. Τον ίδιο μήνα ο Βενιζέλος ορκίστηκε πρωθυπουργός του ενιαίου πια βασιλείου της Ελλάδας και αμέσως κήρυξε επίσημα τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις.
Παρ’ όλα αυτά, δεν κηρύχτηκε αμέσως γενική επιστράτευση, για δύο κυρίως λόγους: ο ένας ήταν ότι τα οικονομικά του κράτους δεν μπορούσαν να αντέξουν το μεγάλο κόστος που απαιτούσε μία τέτοια ενέργεια. Το πρόβλημα αυτό δεν λύθηκε ακόμα κι όταν η Γαλλία παρείχε δάνειο ύψους 50.000.000 χρυσών φράγκων, ποσό το οποίο ήταν ανεπαρκές.
Ο άλλος λόγος ήταν ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε κουραστεί ψυχολογικά από τα αλλεπάλληλα γεγονότα των τελευταίων ετών, ειδικά στο προ των Βαλκανικών Πολέμων «κράτος των Αθηνών», όπου ο έκπτωτος βασιλιάς είχε αρκετούς οπαδούς.
Πολιτικές έριδες, σχηματισμός βραχύβιων κυβερνήσεων, αποκλεισμοί από τις συμμαχικές δυνάμεις, ακόμα και ένοπλη παρέμβαση των δυνάμεων της Αντάντ στην Αθήνα («Νοεμβριανά») και τέλος η εκθρόνιση του Κωνσταντίνου, είχαν προκαλέσει ένα αρκετά βαρύ κλίμα στην κοινή γνώμη. Έτσι η επιστράτευση προχώρησε σταδιακά, με αργούς ρυθμούς, μέχρι την άνοιξη του 1918.
Η νέα κυβέρνηση, πριν από τη χορήγηση του δανείου από τη Γαλλία, είχε προβάλλει αντίστοιχο αίτημα και στις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς όμως θετική ανταπόκριση.
Παράλληλα, ο Έλληνας πρέσβης στο Παρίσι είχε υποβάλλει στους στρατηγούς Φος και Αλουέν αίτημα για χορήγηση πολεμικού υλικού και κυρίως πυροβολικού για τον Ελληνικό Στρατό. Με δεδομένο τον προβληματισμό για το κατά πόσον ήταν χρήσιμη στη συμμαχική προσπάθεια η ύπαρξη ενός Βαλκανικού Μετώπου τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η χορήγηση του υλικού αυτού αντιμετωπίστηκε με έντονο σκεπτικισμό. Από την άλλη πλευρά, η Μεγάλη Βρετανία, πιεζόμενη από τις ανάγκες του μετώπου της στην Παλαιστίνη, αρνήθηκε τη χορήγηση κάθε βοήθειας.
Τον Σεπτέμβριο του 1917 πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι διάσκεψη των Συμμάχων. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο Βενιζέλος, ο οποίος κατόρθωσε να πείσει τον Γάλλο ομόλογό του, που είχε μόλις αναλάβει την εξουσία στη χώρα του, για τη σπουδαιότητα της ύπαρξης του Βαλκανικού Μετώπου. Δεσμεύτηκε μάλιστα να συγκεντρώσει 300.000 άνδρες, εφόσον οι Σύμμαχοι αναλάμβαναν την υποχρέωση για τον εξοπλισμό και τη συντήρηση αυτού του στρατεύματος.
Αυτή τη φορά στάθηκε ευκολότερο να πεισθούν οι σύμμαχοι να χορηγήσουν στην Ελλάδα δάνειο ύψους 750.000.000 χρυσών φράγκων.
Ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Γάλλο ομόλογό του Ζωρζ Κλεμανσώ τη συνδρομή γαλλικής στρατιωτικής αποστολής για την αναδιοργάνωση του ελληνικού Στρατού. Αποτελούσε άλλωστε βασική προτεραιότητα να μεταφερθούν τα διδάγματα από την εμπειρία των αιματηρών μαχών του Δυτικού Μετώπου στις τακτικές των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ήδη, από το Νοέμβριο του 1916, ολιγομελής στρατιωτική αποστολή υπό τον στρατηγό Ζενέν είχε αναλάβει την οργάνωση και εκπαίδευση των στρατιωτικών δυνάμεων του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης».
Μετά από σύμβαση που υπεγράφη ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία, η νέα γαλλική στρατιωτική οργανωτική και εκπαιδευτική αποστολή αποτελούμενη από 60 αξιωμοτικούς και υπό τη διοίκηση του στρατιωτικού ακόλουθου της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα, στρατηγού Μπραγκέ, ανέλαβε καθήκοντα. Λίγoυς μήνες μετά, ο στρατηγός ανακλήθηκε στο Παρίσι για να αναλάβει τη διοίκηση μονάδας στο Δυτικό Μέτωπο.
Τον αντικατέστησε ο στρατηγός Μπορντώ. Ο ελληνικός Στρατός δεν ήταν κάτι άγνωστο στον Γάλλο στρατηγό. Ο Μπορντώ ήταν μέλος της στρατιωτικής αποστολής που υπό τον στρατηγό Εϋντού είχε αναλάβει το 1911 την οργάνωση των ελληνικών δυνάμεων πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Την ίδια περίοδο, η αεροπορία αποσπάσθηκε από το Μηχανικό όπου ανήκε οργανικά και απετέλεσε ανεξάρτητη υπηρεσία, την Αεροπορία Στρατού.
Στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης, η σύνθεση κάθε μεραρχίας είχε ως εξής: τρία συντάγματα πεζικού, μία μοίρα πεδινού πυροβολικού (τρεις πυροβολαρχίες), δύο μοίρες ορειβατικού πυροβολικού (δύο πυροβολαρχίες έκαστη), μία μοίρα πυροβολικού χαρακωμάτων, δύο λόχοι μηχανικού, μια ημιλαρχία ιππικού και οι απαιτούμενες υπηρεσίες υγειονομικού, τηλεγραφητών και επιμελητείας.
Κάθε σύνταγμα πεζικού απετελείτο από τρία τάγματα και κάθε τάγμα από τρεις λόχους και μια πολυβολαρχία. Στην περιοχή Νάρες, έξω από τη Θεσσαλονίκη, οργανώθηκε κέντρο εκπαίδευσης, όπου εκπαιδεύτηκε το μεγαλύτερο μέρος όσων επιστρατεύτηκαν.
Το σύνολο των δυνάμεων μοιράστηκε σε τρία Σώματα Στρατού. Κάθε ένα από αυτά θα αποτελείτο, όταν θα είχε ολοκληρωθεί η επιστράτευση, από τρεις μεραρχίες. Συγκεκριμένα, το Α΄ Σώμα Στρατού το αποτελούσαν η Ι Λαρίσης, η ΙΙ Αθηνών και η ΧΙΙΙ Μεραρχία με διοικητή τον αντιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Το Β΄ Σώμα Στρατού, η ΙΙΙ Πατρών, η ΙV Nαυπλίoυ και η XlV Καλαμών, με διοικητή τον αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Μηλιώτη.
Το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης οι Μεραρχίες Κρήτης, Σερρών και Αρχιπελάγους με διοικητή τον υποστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη. Επίσης συγκροτήθηκε και η ΙΧ Μεραρχία Ιωαννίνων.
Δεν πρέπει να διαφεύνει της προσοχής ότι η ενίσχυση των συμμαχικών δυνάμεων της Στρατιάς Ανατολής ήταν πρωταρχικής σημασίας. Με την κατάρρευση του Ρωσικού Μετώπου, 75 περίπου μεραρχίες απελευθερώθηκαν και ήταν στη διάθεση των Κεντρικών Δυνάμεων. Από αυτές, οι 15 θα μπορούσαν να διατεθούν στα Βαλκάνια.
Οι Γάλλοι από την πλευρά τους είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες στο Δυτικό Μέτωπο, και δεν μπορούσαν να ενισχύσουν αποτελεσματικά τις δυνάμεις τους στη Μακεδονία. Η δράση των γερμανικών υποβρυχίων στη Μεσόγειο δυσκόλευε ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Τα πρώτα φορτία με πολεμικό υλικό που έφτασαν από τις γαλλικές αποθήκες απεστάλησαν στο Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης για να συμπληρώσουν τα κενά των μονάδων που ήδη συμμετείχαν στο πλευρό των Συμμάχων στις επιχειρήσεις του Βαλκανικού Μετώπου. Μέχρι τότε, από πλευράς ατομικού οπλισμού, το βασικό όπλο του Ελληνικού Στρατού ήταν το τυφέκιο Mann1icner-Schonauer Μ1903 των 6,5 χλστ. της αυστριακής εταιρείας Steyr.
Μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε η Αυστρία ως εμπόλεμη διέκοψε την εκτέλεση των παραγγελιών, είχαν παραδοθεί σταδιακά στην Ελλάδα 190.000 τυφέκια και αραβίδες MS.
Από τα τέλη του 1916 άρχισε να παραδίδεται στις ελληνικές μεραρχίες ατομικός οπλισμός με τον οποίο ήταν ήδη εξοπλισμένος ο γαλλικός Στρατός. Οι παραδόσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του πολέμου και αφορούσαν τυφέκια Lebel, mod. 1886/93, τυφέκια MannlicherBerthier, mod. 07/15 και αραβίδες Mannlicher-Berthier mod. 1892, όλα διαμετρήματος Lebel 8 χλστ. mod. 1886D. Τα 64.000 τυφέκια και αραβίδες που παραχωρήθηκαν συνολικά, συνοδεύονταν από φορτία πυρομαχικών που έφτασαν συνολικά τα 29.240.000 φυσίγγια.
Παράλληλα άρχισε ο ανεφοδιασμός του πεζικού με εξοπλισμό που δεν είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, όπως το οπλοπολυβόλο και το βομβιδοβόλο τυφέκιο, για εκτόξευση οπλοβομβίδων.
Τα πρώτα οπλοπολυβόλα που παραδόθηκαν στις μονάδες πεζικού ήταν τα Chauchat mod. 1915 των 8 χλστ. Μέχρι το τέλος του πολέμου είχαν παραδοθεί 3.980 οπλοπολυβόλα. Eπίσης παραδόθηκαν ειδικές χοάνες που προσαρμόζονταν στις κάννες των τυφεκίων Lebel για την εκτόξευση των οπλοβομβίδων VB.
Όσον αφορά τα πολυβόλα, στις αρχές του Α΄ Παγκοσμfου Πολέμου, ο στρατός διέθετε 380 τύπου Schwarzlose, mod. 07/12 (6,5 χλστ.), ενώ παράλληλα υπήρχε και ένας αριθμός τουρκικών και βουλγαρικών λαφύρων των Βαλκανικών Πολέμων. Με δεδομένο όμως ότι ο τύπος αυτός ήταν αυστριακής προέλευσης, δεν υπήρχε περιθώριο για περαιτέρω παραλαβές.
Στα τέλη του 1916 οι Γάλλοι άρχισαν να παραδίδουν τα πρώτα πολυβόλα θέσεως St. Etiene, mod. 1907Τ των 8 χλστ. Ο συνολικός αριθμός όσων παραχωρήθηκαν έφτασε τα 689. Θα πρέπει εδώ να τονισθεί ότι το πολυβόλο ήταν το όπλο που από τις πρώτες συγκρούσεις του πολέμου φάνηκε η σπουδαιότητά του σε όλα τα μέτωπα.
Από το φθινότιωρο του 1917 κάθε τάγμα πεζικού είχε μία πολυβολαρχία (οκτώ πολυβόλα) και κάθε λόχος πεζικού οκτώ οπλοπολυβόλα και οκτώ βομβιδοβόλα τυφέκια (ένα οπλοπολυβόλο και ένα βομβιδοβόλο ανά ομάδα μάχης). Βέβαια η σύνθεση αυτή ήταν θεωρητική και δεν ανταποκρινόταν πάντα στις πραγματικές συνθήκες. Επίσης, ο εφοδιασμός του πυροβολικού με ορειβατικά και πεδινά πυροβόλα πραγματοποιήθηκε με πολύ αργούς ρυθμούς.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη όπλων διαφορετικής προέλευσης και διαμετρημάτων προκαλούσε σημαντικά προβλήματα εφοδιασμού και επιμελητείας. Η πολυτυπία αυτή συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου και παρά τις προσπάθειες που έγιναν δεν έλειψαν τα προβλήματα και στις επιχειρήσεις των επόμενων ετών.
Τον Δεκέμβριο του 1917 ο στρατηγός Σαράιγ ανακλήθηκε στη Γαλλία. Τον αντικατέστησε ο στρατηγός Γκιγιωμά, στη θέση του αρχιστράτηνου των συμμαχικών δυνάμεων του Μετώπου Μακεδονίας. Στην ηγεσία των δυνάμεων αυτών είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι ο αγώνας στο συγκεκριμένο μέτωπο έπρεπε να είναι κυρίως αμυντικός, με περιορισμένη επιθετική δραστηριότητα.
Όμως, λίγoυς μήνες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κλεμανσώ, ο οποίος κράτησε για τον εαυτό του και τον ρόλο του υπουργού Στρατιωτικών, στάλθηκε στον αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων του Μετώπου Ανατολής η ακόλουθη διαταγή:
«0ι συμμαχικές στρατιές της Ανατολής θα έχουν ως μετόπισθεν όχι μόνον την Θεσσαλονίκην, αλλ’ ολόκληρον την Ελλάδα. Αποστολή των συμμαχικών στρατιών θα είναι αρχικώς να ματαιώσουν την υπό του εχθρού κατάκτησιν της Ελλάδος. Άπαξ επιτευχθέντος του αμυντικού σκοπού, ο αρχιστράτηγος θα μελετήσει τους όρους, υπό τους οποίους θα αναλάβει την επίθεση.
Προκειμένου να μετάσχει του αγώνος ο ελληνικός στρατός, ο αρχιστράτηγος επιφορτίζεται να προσδιορίσει τα καθήκοντα του εν λόγω στρατού στην άμυνα και την επίθεση, να υποδείξει την ζώνη των ενεργειών και να προπαρασκευάσει την εγκατάσταση του ελληνικού στρατού εντός της ζώνης ταύτης σεβόμενος την αυθυπαρξίαν του. Με αυτό τον τρόπο θα εξαρθεί η πολεμική αξία του ελληνικού στρατού».
Ο στρατηγός Γκιγιωμά παρέταξε τις δυνάμεις του με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλιστεί σθεναρή άμυνα στο ενδεχόμενο μιας γερμανοβουλγαρικής επίθεσης. Η Μεραρχία Αρχιπελάγους άλλωστε, τον Ιανουάριο του 1918, αντιμετώπισε με επιτυχία βουλγαρική επίθεση που εκδηλώθηκε στον τομέα της.
Στο Δυτικό Μέτωπο, τον Μάρτιο του 1918, οι Γερμανοί είχαν αξιόλογες επιτυχίες νότια του Αρράς. Από την πλευρά των Συμμάχων υπήρξε ανησυχία ότι γερμανικές μεραρχίες επρόκειτο να μεταφερθούν από το μέτωπο της Μακεδονίας για την ενίσχυση των κεντρικών δυνάμεων στη Δύση. Οι δυνάμεις που θα απεσύροντο επρόκειτο να αντικατασταθούν από βουλγαρικά συντάγματα.
Στη χρονική αυτή στιγμή ο Γκιγιωμά έπρεπε να ενεργήσει επιθετικά, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε πάρει από το Παρίσι, ώστε να εμποδίσει την αποχώρηση μεγάλου αριθμού εχθρικών δυνάμεων από το συγκεκριμένο μέτωπο. Από την άλλη πλευρά, η βρετανική κυβέρνηση διέταξε τον διοικητή των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας στρατηγό Μιλν να αποστείλει σταδιακά στη Γαλλία δώδεκα τάγματα, τα οποία επρόκειτο να αντικατασταθούν στη Μακεδονία από αντίστοιχα ινδικά. Επίσης, αν και δεν είχε σταλεί σχετική διαταγή, η γαλλική κυβέρνηση θα επιθυμούσε τη μεταφορά δύο μεραρχιών για την άμυνα του πατρίου εδάφους.
Με προσωπικό διάβημα του Βενιζέλου απετράπη η μετακίνηση σημαντικών δυνάμεων από την περιοχή των Βαλκανίων. Ο πρωθυπουργός ήθελε πάση θυσία να μη δοθεί η εντύπωση στον ελληνικό λαό ότι μετά την είσοδο της χώρας στον πόλεμο, έναν πόλεμο που είχε προκαλέσει εθνικό διχασμό, οι Σύμμαχοι εγκατέλειπαν το Βαλκανικό Μέτωπο αφήνοντας μόνους τους Έλληνες.
Παράλληλα, εκτός από την Ι Μεραρχία που ενίσχυε τον βρετανικό τομέα στην ευρύτερη περιοχή του Στρυμόνα, απεστάλησαν σταδιακά στον τομέα αυτό η ΙΙ και η ΧΙΙΙ Μεραρχίες. Από τον Απρίλιο ξεκίνησαν και οι επιθετικές ενέργειες των Συμμάχων με σπουδαιότερη την επίθεση για την κατάληψη του Σκρα ντι Λέγκεν. Το Σκρα ντι Λέγκεν (υψόμετρο 1.096 μέτρα) ήταν φυσική οχυρή θέση, σε μια απότομη και βραχώδη τοποθεσία στο νομό του Κιλκίς, που είχε οργανωθεί αμυντικά από τους Βουλγάρους.
Η τοποθεσία αυτή αποτελούσε αμυντική «εξέχουσα» του βουλγαρικού μετώπου που κάλυπτε τρεις γεωγραφικές κατευθύνσεις (δυτικά, νότια και ανατολικά). Εκτός από το πλεονέκτημα του αποκλεισμού της περιοχής, τα παρατηρητήρια που υπήρχαν εκεί μπορούσαν να επιτηρούν τις θέσεις των Συμμάχων και να κατευθύνουν με επιτυχία βολές πυροβολικού.
Οι φυσικές οχυρώσεις είχαν ενισχυθεί με έργα από μπετόν αρμέ υπό την καθοδήγηση Γερμανών αξιωματικών, ενώ είχαν οργανωθεί δύο γραμμές άμυνας. Είχαν κατασκευασθεί χαρακώματα τα οποία επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ενώ υπήρχαν αλλεπάλληλες σειρές συρματοπλεγμάτων. Ορύγματα και οχυρές θέσεις έκρυβαν 66 πολυβόλα (τα 12 γερμανικά) με αλληλοκάλυψη των τομέων βολής, καθώς και μεγάλο αριθμό όλμων. Τρία βουλγαρικά συντάγματα πεζικού, το 2ο, το 49ο και το 50ό, είχαν την ευθύνη της άμυνας της περιοχής.
Κάθε σύνταγμα, εκτός από την κανονική του σύνθεση, διέθετε επιπλέον τρεις λόχους πολυβόλων. Άλλα τρία συντάγματα, το 8ο, το 60ό και το 54ο, καθώς και ένα γερμανικό, το 45ο, βρίσκονταν ως εφεδρεία στην ευρύτερη περιοχή. Τα γεγονότα όμως διαδραματίστηκαν τόσο γρήγορα, που οι δυνάμεις αυτές δεν πρόλαβαν να κινηθούν και να επηρεάσουν την κατάσταση.
Ο στρατηγός Ζερόμ είχε την ευθύνη της Α΄ Ομάδας Μεραρχιών και είχε επιφορτισθεί με την ανάληψη της επιθετικής ενέργειας εναντίον του Σκρα ντι Λέγκεν (οι γαλλικές ονομασίες είχαν δοθεί από το γαλλικό επιτελείο). Τη δεξιά, ανατολική, πλευρά του τομέα κατείχε η γαλλική 122α Μεραρχία υπό τον στρατηγό Τοπάρ, με τρία συντάγματα πεζικού στα oποία αργότερα προσετέθη και ένα σύνταγμα Ζουάβων (στρατιώτες από τις γαλλικές αποικίες της βορείου Αφρικής).
Δεξιότερα της γαλλικής μεραρχίας βρισκόταν η βρετανική 26η Μεραρχία, χωρίς όμως να υπάγεται στις δυνάμεις του Ζερόμ. Την αριστερή πλευρά του τομέα κατείχε το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη.
Στο κέντρο των ελληνικών δυνάμεων βρισκόταν η Μεραρχία Αρχιπελάγους (υποστράτηγος Εμμανουήλ Ιωάννου) με τα 5ο και 6ο Συντάγματα καθώς και το 1ο Σύνταγμα Σερρών, σε αναπλήρωση του 4ου Συντάγματος Αρχιπελάγους που είχε αποσταλεί τον Ιανουάριο στο εσωτερικό της χώρας. Τη δεξιά, ανατολική, πλευρά του ΣΣΕΑ κατείχε η Μεραρχία Κρήτης (υποστράτηγος Πανανιώτης Σπηλιάδης) με τα 7ο και 8ο Συντάγματα Κρητών και το 29ο Σύνταγμα Πεζικού. Την αριστερή, δυτική, πλευρά κατείχε η Μεραρχία Σερρών (υποστράτηγος Εμμανουήλ Ζυμβρακάκης) με τα 2ο και 3ο Συντάγματα Σερρών.
Για την υποστήριξη της επίθεσης είχε συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο μέρος του συμμαχικού πυροβολικού. Γαλλικές, σερβικές, ελληνικές και βρετανικές πυροβολαρχίες άρχισαν από τα τέλη Απριλίου να μετακινούνται προς τις τοποθεσίες όπου είχαν ταχθεί και οι άνδρες τους να κατασκευάζουν θέσεις πυρός και χώρους αποθήκευσης πυρομαχικών.
Παράλληλα, οι μονάδες που επρόκειτο να λάβουν μέρος στην επίθεση είχαν αποσταλεί στο στρατόπεδο εκπαίδευσης που είχε οργανωθεί στην τοποθεσία Μπερζερί, όπου αφενός πραγματοποιούσαν καθημερινά ασκήσεις κατάληψης οχυρών θέσεων και αφετέρου συμπλήρωναν τα κενά τους σε προσωπικό και υλικά.
Το στρατόπεδο επισκέφθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος όπου συμμετείχε σε σύσκεψη με την ηγεσία των μονάδων και στη συνέχεια μίλησε στους αξιωμστικούς: «Το Σκρα θεωρείται απόρθητο. Ακριβώς διά τον λόγον αυτόν, επιβάλλεται να κυριευθή. Διότι έτσι μόνον θ’ αποδειχθή εις τους Συμμάχους ότι χάρις εις τον στρατόν της Ελλάδος το Βαλκανικόν μέτωπον ημπορεί να διασπασθή, αφού το κλειδί του μετώπου αυτού, το απόρθητον Σκρα δεν θα κατορθώσει ν’ αντισταθή εις την εξόρμησιν των ελληνικών δυνάμεωv».
Κατόπιν επισκέφθηκε τις σκηνές των ανδρών και μίλησε με πολλούς από αυτούς. Σε όλη τη διάρκεια της επίσκεψης ήταν έκδηλη η αγωνία του για την έκβαση της μάχης.
Το κύριο βάρος της επίθεσης έπεφτε στους ώμους των ανδρών της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που είχαν να αντιμετωπίσουν τις οχυρές θέσεις του Σκρα ντι Λέγκεν. Παράλληλα με την κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του συγκεκριμένου στόχου, επρόκειτο να ξεκινήσει μια σειρά από επιθετικές ενέργειες εναντίον των εχθρικών δυνάμεων της ευρύτερης περιοχής, όχι μόνο από τις μονάδες της Α΄ Ομάδας Μεραρχιών, αλλά και από βρετανικές και σερβικές δυνάμεις.
Στις 27 και 28 Μαΐου το συμμαχικό πυροβολικό έπληξε τις εχθρικές γραμμές στην περιοχή της λίμνης Δοϊράνης, στις δύο όχθες του Αξιού ποταμού, προς το Ματσούκοβο (Εύζωνοι) και το Τζέοβο (Ειδομένη).
Την επομένη άρχισαν τα προπαρασκευαστικά πυρά πυροβολικού εναντίον των αντικειμενικών στόχων της επίθεσης. Συμμαχικά και ελληνικά πυροβόλα, παρά τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, συντόνιζαν τις βολές τους με κατεύθυνση τα εχθρικά οχυρά. Οι αντισυνταγματάρχες Φιλίππου και Χαβίνης ήταν οι επικεφαλής των μονάδων πυροβολικού των Μεραρχιών Αρχιπελάγους και Κρήτης αντίστοιχα. Μία από τις μοίρες πεδινού πυροβολικού διοικούσε ο γιος του πρωθυπουργού, Σοφοκλής Βενιζέλος.
Όταν έπεσε το σκοτάδι τα πυρά αραίωσαν, για να πυκνώσουν πάλι στις 04:30 τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας προετοιμάζοντας το έδαφος πριν από την επίθεση. Πράγματι, στις 04:45 οι πρώτοι άνδρες του πεζικού βγήκαν από τα ορύγματα εξορμήσεως και άρχισαν με γρήγορα βήματα στην αρχή και στη συνέχεια τρέχοντας, την ανηφορική εφόρμηση προς τις γραμμές του εχθρού.
Μόλις που μπορούσαν να διακρίνουν τον τρομακτικό όγκο του Σκρα που υψωνότον μπροστά τους.
Η κραυγή «Αέρα» εξαπλώθηκε από άκρη σε άκρη σε όλη τη γραμμή εφόδου, ενώ οι λάμψεις των φωτοβολίδων καθρεπτίζονταν στον ιδρώτα του προσώπου και στο κρύο ατσάλι της ξιφολόγχης. Πάνω από τα κεφάλια τους περνούσαν οι βολές του φίλιου πυροβολικού για να σχηματίσουν κινητό φραγμό, ενώ τα καρφιά στις αρβύλες τους βοηθούσαν να βαδίσουν στο σκληρό και απότομο έδαφος.
Σύμφωνα με το σχέδιο της επίθεσης, στο κέντρο του τομέα βρισκόταν το 1ο Σύνταγμα Σερρών της Μεραρχίας Αρχιπελάγους υπό τη διοίκηση του αντισυνταγματάρχη Γ. Κονδύλη, ενισχυμένο με δύο ουλαμούς μηχανικού, δύο γαλλικά πυροβόλα των 37΄΄ και μία γαλλική διμοιρία φλογοβόλων.
Με δεδομένο ότι η βάση εξορμήσεως του συντάγματος είχε πλάτος μόνο 700 μέτρα, ήταν πολύ δύσκολη η ταυτόχρονη εξόρμηση όλων των δυνάμεών του. ΄Ετσι λοιπόν ξεκίνησε από δεξιά το 1ο Τάγμα (ταγματάρχης Γ. Ψάρρας) και το 2ο Τάγμα (λοχαγός Ι. Σκαλτσογιάννης) από αριστερά. Κάθε ένα από τα δύο τάγματα είχε τους δύο λόχους του σε πρώτη γραμμή και τον τρίτο λόχο και την πολυβολαρχία σε δεύτερη. Το 3ο Τάγμα (ταγματάρχης Θ. Βαχάρογλου) παρέμεινε αρχικά ως εφεδρεία και ακολούθησε ως ενίσχυση των δύο προπορευόμενων.
Διανύοντας τα πρώτα μέτρα άρχισαν να πέφτουν οι πρώτοι νεκροί, είτε από πυρά ελαφρών όπλων είτε από τις εκρήξεις των οβίδων του εχθρικού πυροβολικού, χωρίς αυτό να ανακόψει την ορμή των επιτιθεμένων. Η απώλεια αρκετών αξιωματικών δημιούργησε μία μικρή αταξία, που όμως δεν είχε σημαντική επίδραση στο ηθικό των ανδρών.
Η συνεχής προέλαση αλλά και τα κενά που προκαλούν τα εχθρικά πυρά διασπούν τη συνοχή, με αποτέλεσμα να πολεμούν μαζί άνδρες από διαφορετικούς λόχους. Σε πολύ λίγο χρόνο κατελήφθησαν οι εχθρικές θέσεις της πρώτης γραμμής άμυνας του άξονα Μπαστιόν Ουέστ-Τρανσέ Μπρυν (φαιό χαράκωμα), ενώ οι υπερασπιστές της τράπηκαν σε φυγή αντικρίζοντας τις άγριες μορφές των ανδρών των ταγμάτων πεζικού να εμφανίζονται μέσα από τον ορυμαγδό των εκρήξεων με προτεταμένη την ξιφολόγχη. Πολλοί άνδρες του βουλγαρικού πεζικού άφησαν τα όπλα και σήκωσαν ψηλά τα χέρια.
Για τον περιορισμό των απωλειών από τα πυρά ανασχέσεως του εχθρικού πυροβολικού, είχε διαταχθεί η εξόρμηση ανάμεσα στις γραμμές άμυνας του εχθρού να πραγματοποιείται σε διαδοχικά κύματα. Έτσι λοιπόν, μετά από ολιγόλεπτη ανάπαυση και ανασύνταξη ξεκίνησε δεύτερη επίθεση όπου μέχρι τις 07:00 με ένα ακόμη άλμα κατελήφθη η γραμμή Πιτόν Ντενυντέ-Ποτ που αποτελούσε τον τελικό αντικειμενικό σκοπό του 1ου Συντάγματος.
Ήταν τόση η ορμή των επιτιθέμενων και τόσο μεγάλη η ταχύτητα προέλασης, που οι άνδρες των δύο ταγμάτων αλλά και του τρίτου που είχε προωθηθεί για να καλύψει τα κενά, βρέθηκαν για λίγο στον κινητό φραγμό πυρός του φίλιου πυροβολικού, γεγονός που κόστισε επιπλέον απώλειες. Οι γαλλικές μονάδες υποστήριξης που συνόδευαν το ελληνικό πεζικό τελικά δεν χρειάστηκε να επέμβουν.
Την ίδια ώρα που εξορμούσε το 1ο Σύνταγμα, στον ανατολικό τομέα της Μεραρχίας ξεκινούσε την επίθεση το 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους με διοικητή το συνταγματάρχη Κ. Εξαρχάκο, έχοντας στην πρώτη γραμμή το 3ο Τάγμα (ταγματάρχης Ν. Πλαστήρας) και αμέσως μετά το 2ο Τάγμα (ταγματάρχης Β. Κορσκούφοα), ενώ στο 1ο Τάγμα (ταγματάρχης Μ. Τσιπούρας) είχε ανατεθεί η κάλυψη του συντάγματος από ανατολικά καθώς και ο σύνδεσμος με τη Μεραρχία Κρήτης.
Οι λόχοι του 3ου Τάγματος, αφού πέρασαν τα συρματοπλέγματα που προστάτευαν τις θέσεις τους, άρχισαν την εφόρμηση ακολουθώντας τον προστατευτικό φραγμό πυρός του πυροβολικού. Με γρήγορα άλματα μέσα σε 15 λεπτά καταλαμβάνουν τα εχθρικά χαρακώματα στον άξονα Μπαστόν Σεντράλ, Κουρτέν και Ουβράζ Μπλαν, εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση και συλλαμβάνοντας αρκετούς αιχμαλώτους.
Η λευκή φωτοβολίδα που υψώθηκε στον ουρανό έστειλε το μήνυμα: «Αντικειμενικός σκοπός επετεύχθη». Ακολούθησε μια στάση 20 λεπτών για ανασύνταξη, στο διάστημα της οποίας τα πολυβόλα του 2ου Τάγματος τέθηκαν σε θέση βολής και άρχισαν να πλήττουν τα ορύγματα επικοινωνίας του εχθρού καθώς και οχυρά σημεία του επόμενου αντικειμενικού σκοπού.
Ακολούθησε δεύτερη έφοδος, όπου με την προστασία του πυροβολικού, τα κύματα των επιτιθέμενων ανδρών του πεζικού κατέλαβαν τις οχυρές θέσεις νοτίως της χαράδρας του Πιτόν Ντενυντέ χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Ορισμένες φωλεές αντίστασης περικυκλώθηκαν και εξουδετερώθηκαν μία προς μία. Στο διάστημα της εφόδου, οι άνδρες των λόχων ενίσχυσης κάλυπταν τα κενά που προέκυπταν από τις απώλειες, έτσι ώστε να μην αραιώνει η πυκνότητα των κυμάτων της επίθεσης.
Ενώ το 2ο Τάγμα παρέμεινε στις καταληφθείσες θέσεις, μετά από μία σύντομη στάση, οι άνδρες των 3ου και 1ου Ταγμάτων, με ένα τρίτο άλμα και παρά τα πυρά του εχθρικού πυροβολικού, κατέλαβαν στις 06:40 και τους τελευταίους αντικειμενικούς σκοπούς εκκαθαρίζοντας και τις τελευταίες φωλεές αντίστασης του εχθρού.
Στη συνέχεια ακολούθησε ανασύνταξη των δυνάμεων του συντάγματος.
Στον δυτικό τομέα της μεραρχίας, παράλληλα με τα άλλα συντάγματα, ξεκίνησε την επίθεση και το 5ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους με διοικητή τον αντισυντανματάρχη Ευθ. Τσιμικάλη ενισχυμένο από έναν ουλαμό μηχανικού, δύο γαλλικά πυροβόλα των 37΄΄ και μία γαλλική διμοιρία φλογοβόλων.
Στις 04:55 οι άνδρες του 1ου Τάγματος (ταγματάρχης Β. Παπαγιάννης) και του 3ου Τάγματος (ταγματάρχης Κ. Μπάμπαλης) εξόρμησαν από τα ορύγματά τους υπό την προστασία του κινητού φραγμού του πυροβολικού.
Το 2ο Τάγμα (λοχαγός Ι. Ντόζης) κινήθηκε πλευρικά για να πλήξει τις βουλγαρικές θέσεις στο Κρουπ ντε Τουμουλούς. Ο εχθρός απάντησε με πυκνά πυρά ανασχέσεως προξενώντας σημαντικές απώλειες. Μία από αυτές ήταν και ο διοικητής του 1ου Τάγματος που πέφτει νεκρός. Το θέαμα των συντρόφων τους που έπεφταν χτυπημένοι δεν επτόησε τους επιτιθέμενους που συνέχισαν ακάθεκτοι.
Παρά την αντίσταση του εχθρού μέσα στα χαρακώματα, μετά από ολιγόλεπτες συγκρούσεις σώμα με σώμα, οι οχυρές θέσεις επί του Σκρα ντι Λέγκεν κατελήφθησαν. Μετά από μία στάση 20 λεπτών για ανασύνταξη, ακολούθησε δεύτερη εφόρμηση για την κατάληψη του Μπαστιόν ντε Σεν, γεγονός που πραγματοποιήθηκε σε ελάχιστο χρόνο.
Μετά από μία άλλη στάση 15 λεπτών, τα ανασυνταχθέντα τάγματα επιτέθησαν στον τελικό αντικειμενικό σκοπό που ήταν τα οχυρά του Τουμουλούς τα oποία και κατέλαβαν αφού συνέτριψαν κάθε αντίσταση. Στην επίθεση μεταξύ των άλλων τραυματίστηκε στο στήθος και ο διοικητής του 2ου Τάγματος.
Τον 6ο Λόχο του τάγματος αυτού διοικούσε ο λοχαγός Λεονάρδος που ενώ ευρίσκετο στο έδαφος πληγωμένος και αυτός από ριπή πολυβόλου, τον πλησίασε ένας από τους αιχμαλώτους, ο λοχαγός Μπαρμπάνωφ και του προσέφερε το ξίφος και το περίστροφό του.
Ο Λεονάρδος αρνήθηκε να τα παραλάβει και του επέτρεψε να τα κρατήσει. Στη συνέχεια, για να μην αποδυναμωθεί ιιερισσότερο ο λόχος του, μεταφέρθηκε αιμόφυρτος σε φορείο στον σταθμό επιδέσεως από τέσσερις Βούλγαρους στρατιώτες και τον λοχαγό Μπαρμπάνωφ.
Εξαιτίας των υψηλών απωλειών, ιδίως σε αξιωματικούς, οι εναπομείναντες άνδρες του 3ου Τάγματος ενώθηκαν με το 2ο Τάγμα.
Συνολικά συνελήφθησαν 1.835 αιχμάλωτοι από τους οποίους οι 35 αξιωματικοί. Στα λάφυρα συγκαταλέγονταν 40 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων, δύο βομβιδοβόλα (Minenwerfer), καθώς και πολύ μεγάλη ποσότητα υλικού και πυρομαχικών.
Ένας από τους αφανείς μαχητές της σύγκρουσης, ο δεκανέας πυροβολικού Αθ. Μπρέσακας, σε επιστολή του την επομένη της μάχης σε φίλη του στην Αθήνα, αναφέρει: «Παρ’ όλην την επιθυμίαν μου να σου στείλω και εγώ κανένα ενθύμιον προερχόμενον εκ των λαφύρων του Σκρα, δεν ημπόρεσα διότι τα τοιαύτης φύσεως πράγματα δεν είναι δυνατόν να έλθουν ταχυδρομικώς, εκτός πλέον αν συμπέση η αυτόθι, κατόπιν αδείας, άφιξις κανενός στρατιώτου της πυροβολαρχίας μου».
Οι απώλειες του εχθρού δεν ήταν δυνατό να υπολογισθούν με ακρίβεια. Καταμετρήθηκαν 400 νεκροί στις οχυρώσεις που κατελήφθησαν. Οι βαριές απώλειες της Μεραρχίας Αρχιπελάγους ήταν το πικρό τίμημα της νίκης. Καταμετρήθηκαν 338 νεκροί, ενώ στο προσκλητήριο αναφέρθηκαν και 164 αγνοούμενοι.
Οι σοβαρές δυσκολίες που προέκυψαν για τη διακομιδή των 1.800 τραυματιών στα μετόπισθεν, υπερνικήθηκαν από τον ζήλο και την αυταπάρνηση των ανδρών του Υγειονομικού που δεν σταμάτησαν το έργο τους παρά τη δυνατή βροχή που έπεφτε συνεχώς από τις 09:00.
Η διλοχία του μηχανικού κατασκεύασε μέσα σε λίγες ώρες ορύγματα επικοινωνίας, έτσι ώστε οι νέες θέσεις να επικοινωνούν με τις παλιές χωρίς πρόβλημα. Μετά τη μάχη οι υπεύθυνοι επιμελητείας φρόντισαν να μεταφερθούν ζεστές μερίδες συσσιτίου ακόμα και στα πιο προωθημένα τμήματα. Στην ανατολική πλευρά της Μεραρχίας Αρχιπελάγους, είχε ταχθεί η Μεραρχία Κρήτης, στην oποία είχε ανατεθεί να επιτεθεί ανατολικά και ταυτόχρονα με την πρώτη, στον βουλγαρικά αμυντικό άξονα, ανατολικά του Σκρα ντι Λέγκεν.
Η επίθεση ξεκίνησε ύστερα από προπαρασκευή πυροβολικού και στις 04:55, την ίδια ώρα που οι άνδρες των συνταγμάτων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους εξορμούσαν στον τομέα του Σκρα, οι συνάδελφοί τους των κρητικών συνταγμάτων ξεκινούσαν τη δική τους επίθεση. Το 7ο Σύνταγμα Κρητών (αντισυνταγματάρχης Π. Γαρδίκας) κινήθηκε προς τις εχθρικές γραμμές έχοντας εμπρός δεξιά το 1ο Τάγμα (ταγματάρχης Εμ. ‘Γζσνάκηα), ενισχυμένο με τον 60 Λόχο και μία πολυβολαρχία του 20υ Τάγματος (ταγματάρχης Ι. Αλεξάκης) και αριστερά το 30 Τάγμα (ταγματάρχης Παν. Τσιμπουράκης). Το 2ο Τάγμα παρέμεινε σε εφεδρεία σε χαράδρα κοντά στη Λουμνίτσα. Μέχρι τις 05:40, είχαν καταληφθεί όλοι οι αντικειμενικοί σκοποί.
Μετά την κατάληψη του Μπος προέκυψε ένα πρόβλημα επικοινωνίας με τον 3ο Λόχο του 6ου Τάγματος, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η επίθεση κατά του Μποσέτ, το οποίο κατελήφθη στις 10:50 από τον 5ο Λόχο. Ο ίδιος λόχος στις 13:30 της ίδιας ημέρας κατέλαβε και τα χαρακώματα της Μπρες που είχαν εγκαταλειφθεί από τον εχθρό. Την κάλυψη όλης της μεραρχίας από πιθανή προσβολή στην ανατολική πλευρά της, είχε αναλάβει το 29ο Σύνταγμα Πεζικού (ταγματάρχης Β. Τυπάλδος).
Στις 05:30 ο διοικητής του 8ου Συντάγματος Κρητών, αντισυνταγματάρχης Δ. Σταυριανόπουλος, ξεκίνησε την επίθεση κατά της τοποθεσίας Ταμπλέτ με το 2ο Τάγμα (ταγματάρχης Ν. Ζουδιανός), η oπoία κατελήφθη χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Το 1ο Τάγμα (ταγματάρχης Ι. Θεοδωράκης) είχε παραμείνει ως εφεδρεία.
Στις 14:00 ύστερα από προπαρασκευαστικά πυρά πυροβολικού, τμήματα του 3ου Τάγματος (ταγματάρχης Ι. Βλαστός) επιτέθηκαν με σφοδρότητα εναντίον των βουλγαρικών θέσεων στα σημεία Μποκετό ντε λα Μπερζερί και Λαντίγ 4, όπου δεν συνάντησαν αξιόλογη αντίσταση.
Δεν συνέβη όμως το ίδιο και στο Πετίτ Τρανσέ Μπρυν όπου οι αμυνόμενοι αντέταξαν σθεναρή αντίσταση πριν καταβληθούν, μετά από σκληρές συγκρούσεις σώμα με σώμα μέσα στα χαρακώματα. Μέσα στην επόμενη ώρα, είχαν εξουδετερωθεί όλοι οι θύλακες αντίστασης και οι αντικειμενικοί σκοποί της μεραρχίας είχαν επιτευχθεί, έχοντας συλλάβει 210 αιχμαλώτους.
Οι νεκροί της Μεραρχίας Κρήτης ήταν 71, ενώ οι τραυματίες 314. Στις απώλειες της μάχης συγκαταλέγεται και ο αεροπόρος Ράλλης, εθελοντής ομογενής από την Ινδία, που είχε επιφορτισθεί τον ρόλο του συνδέσμου της μεραρχίας με το Στρατηγείo.
Το αεροπλάνο του κατερρίφθη και ο ίδιος βρέθηκε νεκρός μέσα στα συντρίμμια. Οι επικοινωνίες, εκτός του οπτικού τηλέγραφου που είχε προβλήματα λόγω καιρού, οι αναχορηγίες πυρομαχικών και οι διακομιδές λειτούργησαν πολύ ικανοποιητικά.
Στη δυτική πλευρά του μετώπου η Μεραρχία Σερρών είχε αποστολή την κατάληψη της γραμμής Λούτζι-Μποά ντε Μπυλγκάρ-Μπλοκ Ροσέ. Το 2ο Σύνταγμα Σερρών (αντισυνταγματάρχης Χ. Τσερούλης) επετέθη πριν το ξημέρωμα έχοντας επικεφαλής το 2ο Τάγμα (λοχαγός Π. Παυλίδης).
Στις 06.45 οι αντικειμενικοί σκοποί είχαν επιτευχθεί με ελάχιστες απώλειες. Το 3ο Σύνταγμα Σερρών (συνταγματάρχης Ν. Καλομενόπουλος) εξασφάλισε τον σύνδεσμο με τη σερβική Μεραρχία που ήταν ταγμένη στα δυτικά. Επειδή το 5ο Σύνταγμα της γειτονικής Μεραρχίας Αρχιπελάγους είχε υποστεί στον τομέα του σημαντικές απώλειες, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί σύνδεσμος ανάμεσα στις δύο ελληνικές μεραρχίες, δύο λόχοι που είχαν ταχθεί σε εφεδρεία, αποκατέστησαν την επαφή, έτσι ώστε να μην υπάρχει κενό και να αποκρουστούν οι εχθρικές αντεπιθέσεις.
Σε όλον τον τομέα του μετώπου, άλλωστε, όσες αντεπιθέσεις έγιναν, με κυριότερη στον τομέα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους στις 18:00, αντιμετωπίσθηκαν σθεναρά και με επιτυχία.
Το τέλος της ημέρας βρήκε τη Μεραρχία Σερρών με 32 νεκρούς και 113 τραυματίες. Είναι χαρακτηριστικό ένα γεγονός που συνέβη στον τομέα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους. Πρωταγωνιστής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Λοτ, επικεφαλής του συμμαχικού πυροβολικού που θα υποστήριζε την επίθεση. Ο συνταγματάρχης, με το ακουστικό στο χέρι, ετοιμαζόταν να δώσει εντολή στις πυροβολαρχίες να πλήξουν συγκεκριμένες βουλγαρικές θέσεις για να διευκολυνθεί η προέλαση του ελληνικού πεζικού.
Ένας από τους αξιωματικούς του, του ανέφερε τότε ότι η βολή είναι περιττή γιατί οι Έλληνες βρίσκονται ήδη μέσα στις οχυρές θέσεις του εχθρού και εξουδετερώνουν τα σημεία αντίστασης. Με μια ματιά ο Λοτ τον κατακεραυνώνει και του απαντά: «Είναι αδύνατον» και αμέσως σπεύδει στο παρατηρητήριο όπου με τις διόπτρες παρατηρεί τη σύγκρουση και βλέπει ότι ήδη το ελληνικό πεζικό έχει ιπροχωρήσει μακρύτερα από το σημείο που επρόκειτο ο ίδιος να πλήξει. Το πιστοποιούν οι λευκές φωτoβoλίδες που ευρίσκοντο ψηλά στον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή ψελλίζει: «Είναι αδύνατο… αλλά είναι αληθινό!»
Η μάχη του Σκρα ήταν εξαιρετικής σημασίας. Σε ολόκληρη την Ελλάδα δημιουργήθηκε μεγάλος ενθουσιασμός που ενίσχυσε το φρόνημα του λαού και την πίστη του στην τελική νίκη. Ο Γάλλος αρχιστράτηγος Γκιγιωμά σε ημερήσιο διαταγή μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Χάρις εις την απαράμιλλον ανδρείαν του και την ορμητικότητα, το ελληνικό πεζικό του στρατηγού Ζυμβρακάκη εν στενώ συνδέσμω μετά του πυροβολικού και της αεροπορίας άτινα, παρά τας δυσμενείς καιρικάς συνθήκας, επέτυχον να εκτελέσωσιν απάσας τας αποστολάς αυτών, υπερενίκησεν άπαντα τα εφ’ ενός των πλέον ανωμάλων εδαφών συσσωρευόμενα εμπόδια και επέτυχε την διά περιλάμπρου ενεργείας κατάληψιν των Βουλγαρικών θέσεων, επί μετώπου 72 χιλιομέτρων, συλλαβόν πλέον των 7.700 αιχμαλώτων και κυριεύσαν σημαντικόν υλικό». Ίσως πιο χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε, είναι μια επιστολή που γράφτηκε τρεις ημέρες αργότερα από έναν από τους άνδρες που έλαβαν μέρος στη μάχη, τον επιλοχία πεζικού Πάνο Γράβαρη (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
«Σας γράφω από το χαράκομα που έχω στίση τον σταθμόν μου και βρίσκομε στην ανεκφράστως ευχάριστη θέση να σας αναγκίλω μίαν αφαντάστως λαμπράν νίκην μας. Κατελάβαμε το φοβερόν Σκρα ντι Λέγκεν, και όλα τα υψώματα μέχρι την περιφέριαν της λουμνίτσας. Επί μετώπου 73ων χιλιομέτρων προελάσαμεν εις βάθος 3ων τοιούτων. Λίγο ακόμη και θα καταλαμβάναμε τη χούμα εχμαλοτίζοντες τα βαρέα πυροβόλα του εχθρού, δυστυχώς η διαταγή ήτο να σταματήσομε εκεί.
Συνελάβαμε περί τας 2 χιλιάδας εχμαλώτους, όπλα, πολυβόλα και άφθονο υλικό, 7 δε πυροβόλα οριβατικά με 7.200 οβείδες. Εκρατίσαμε τα πυροβόλα και δι’ αυτών εστέλναμε πίσο στους βούλγαρους της οβείδες.
Ή ορμή της επιθέσεως και η ταχίτης της επελάσεως δεν περιγράφονται ούτε μπορή κανείς να της φαντασθή. Ήτανε φρενίτης, ήτανε κάτι αφάνταστο, κάτι υπεράνθρωπο δεν ήταν κύμα ανθρώπινο εκείνο ήτανε ανεμοστρόβιλος, τους σαρώσαμε… το Σύνταγμα -49- της βασιλείσης ελεονώρας, ήτο το διαλεκτό σύνταγμα του βουλγαρικού στρατού, και είχαν την ηδέαν ότι αν το Σκρα, λόγο της φισικής του κατασκευής και της οχιρώσεως του, ήτο μία φορά απόρθητο με το σύνταγμα αυτό γινότανε δέκα φορές τέτιο… οι ευγενείς σύμμαχοι μας έχουν ξετρελαθεί μαζί μας». Ο ίδιος σε άλλη επιστολή δύο ημέρες αργότερα, μεταξύ των άλλων προσθέτει: «Παρέλιψα να σου γράψω γιά τη δράση των αεροπλάνων μας, τα οποία χαμηλά-χαμηλά πάνω από τα κεφάλια των βουλγάρων τους χτυπούσαν με τα πολυβόλο».
Σήμερα οι ταξιδιώτες που κινούνται στην εθνική οδό προς τον βορρά με κατεύθυνση τον μεθοριακό σταθμό των Ευζώνων, δεν μπορούν να φανταστούν ότι λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα έγινε μια σύγκρουση που σημάδεψε τη νεότερη ελληνική Ιστορία.
Τα προβλήματα της καθημερινότητας, οι επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις είναι φυσιολογικό να σκεπάζουν την ιστορική μνήμη. Μόνο στα τέλη του Μάη, αν κάποιος μοναχικός ταξιδιώτης περπατήσει σ’ εκείνα τα μέρη, κλείσει τα μάτια και αφουγκραστεί τη σιωτιή στο χάραμα, μπορεί να ακούσει εκρήξεις οβίδων, ριπές πολυβόλων, βογκητά πόνου και την κραυγή «Αέρα» να αντηχεί στο βραχώδες τοπίο.