Η Οδύσσεια αποτελεί αδιαμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα έργα όλων των εποχών και λίγοι είναι αυτοί, που μελετώντας την, δεν θα εντοπίσουν παραλληλισμούς με την δική τους πορεία και τις προκλήσεις της ζωής τους.
Αυτή είναι άλλωστε και η μαγεία της ραψωδίας, οι οποία βρίθει συμβολισμών, και παρασύρει τον ανήμπορο αναγνώστη στο να αναλογιστεί αλλά και να εντοπίσει πως οι περιπέτειες του πολυμήχανου, βασιλιά της Ιθάκης αντικατοπτρίζουν το δικό του, προσωπικό ταξίδι.
Ο Οδυσσέας, είναι τόσο ήρωας όσο και αντί-ήρωας και αυτό τον καθιστά αρχετυπικά ολοκληρωμένο, δεδομένου του ότι φιλοξενεί τόσο την φωτεινή όσο και την «σκιώδη» (shadow) διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Σε αντίθεση λοιπόν με άλλους μυθικούς, ιστορικούς και λογοτεχνικούς χαρακτήρες, δεν παρουσιάζεται ως κατοικοεδρεύων σε μία και μοναδική πλευρά, όπως για παράδειγμα το απόλυτο καλό, το απόλυτο κακό, το απόλυτο σοφό, το παντοδύναμο, το απόλυτο ηθικό, το απόλυτο λάθος και ούτω καθεξής
Ο Οδυσσέας εκτός από πορθητής της Τροίας και λυτρωτής (ηρωική περσόνα) είναι δέσμιος του πάθους του, της αδυναμίας του, της ανθρώπινης «ασκήμιας» του (όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στο «Ανθρώπινο, πολύ Ανθρώπινο» του Νίτσε αλλά και στον «Φάουστ» του Γκαίτε).
Ως εκ τούτου, έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο (εξατομικευμένο (individuated) σχεδόν) και όχι «ακρωτηριασμένο» ή μονοπολικό.
Η ολοκλήρωσή του αυτή, ανοίγει πόρτες, πόρους και οπές και μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε στον ψυχισμό του περιπλανώμενου βασιλιά με ευκολία, χωρίς ενδοιασμό, ντροπή, ψευδαισθήσεις ή υπεράνθρωπες απαιτήσεις από τον εαυτό μας και τον ίδιο· και ανεπιφύλακτα, αυθόρμητα, ανακουφιστικά, να ενδώσουμε και να αφεθούμε στην ταύτιση· και με αυτό τον τρόπο μας δίνεται η άδεια και το έναυσμα, για να μεταβολίσουμε, μέσα από το ταξίδι του, τις δικές μας, μοναδικές πληγές και περιπλανήσεις.
Μεγάλοι διανοητές και λογοτέχνες με έφεση προς το ολοκληρωμένο, το εξατομικευμένο και το ανθρώπινο και με κύρια θεματική την οδυνηρή πάλη (ενδοψυχική αλλά και καθημερινή) και αναμέτρηση με την ανθρώπινη υπόστασή, πραγματεύτηκαν, σφετερίστηκαν σχεδόν, την Οδύσσεια σε μια απόπειρα να ερμηνεύσουν και ίσως και να γλυκάνουν την υπαρξιακή αγωνία· αλλά και τις ενοχές που συνοδεύουν την αποτυχία του να ολοκληρώσουμε τις διαπραγματεύσεις με την σκιά μας με τρόπο κατευναστικό, πριν πεθάνουμε.
Οι δουλειές που δεν τελειώνουν (unfinished business), τα θέματα που δεν κλείνουν, τα ανοιχτά μέτωπα είναι ότι πιο βασανιστικό για την ψυχή του ανθρώπου· και η Οδύσσεια δεν τελειώνει ποτέ. Ποιος από εσάς, άλλωστε πίστεψε ποτέ πως μετά τη δολοφονία των μνηστήρων, οι περιπέτειες του Οδυσσέα έφτασαν στο τέλος τους; Ο Καζαντζάκης σίγουρα όχι.
Ο Καζαντζάκης έγραψε την δικιά του «Οδύσσεια», κοιτώντας, πλάθοντας το μέλλον του Οδυσσέα, από τη στιγμή που ξανακέρδισε το βασίλειό του. Σε αυτό το ποίημα ο Οδυσσέας παρουσιάζεται ακόμα λιγότερο ηρωικός και ανιδιοτελής («δίβουλος, μουλωχτός και καρδιοπλάνος»). Σε αντίθεση με την κοινή άποψη, στο ποίημά του ο Καζαντζάκης δεν αντιστρέφει το πρότυπο του ήρωα· απλά τοποθετεί έναν μεγεθυντικό, αποκαλυπτικό φακό, πάνω από χαρακτηριστικά τα οποία μας είναι ήδη γνωστά από το έπος του Ομήρου.
Ο James Joyce, μεταφέρει τον «Οδυσσέα» από τα ηρωικά πεδία της μάχης και τις αναμετρήσεις με τα τέρατα των θαλασσών στο πρόσωπου ενός απλού Ιρλανδού στις αρχές του 20ου αιώνα και τα γεγονότα της ζωής του κατά τη διάρκεια μίας και μόνο ημέρας.
Η μεταφορά, πολύ εύστοχα υπογραμμίζει πως Οδυσσέας είναι ο καθένας, οι Οδύσσειες μπορούν να κρατήσουνε από δέκα χρόνια μέχρι μερικές ώρες και οι χαρακτήρες και οι συνθήκες, γεωγραφικές, χρονικές και άλλες, παίζουν πολύ μικρό ρόλο, μια και όλα είναι μεταφορικά και μεταφερόμενα.
Ο Καβάφης, στην Ιθάκη, ενδεχομένως το πιο γνωστό του ποίημα, καταπιάνεται και αυτός με την υπαρξιακή ματαιότητα και το ανεκπλήρωτο αλλά και με τον συμβολισμό του έπους:
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.
Ο Καρλ Γιουνγκ, αυτός ο δεξιοτέχνης της αποκωδικοποίησης, αναφέρεται στην Κίρκη, την μάγισσα που μεταμόρφωνε τους άντρες σε γουρούνια, για να υπογραμμίσει το πόσο επιρρεπής, ευμετάβλητη και αδύναμη είναι η αντρική υπόσταση (animus-νους) απέναντι στην γυναικεία (anima-ψυχή), η οποία υποβοηθά την αποκάλυψη της σκοτεινής, «γουρουνίσιας», πλευράς του άντρα (chauvinist pig/σοβινιστικό γουρούνι). (Man and his Symbols)
Ταυτόχρονα, μελετώντας τα συγγράμματα του Γιουνγκ αλλά και άλλων διανοητών, με σχετική ευκολία μπορεί κάποιος να συμπεράνει, πως το συλλογικό και το ατομικό είναι ένα και το αυτό.
Με άλλα λόγια, στην περίπτωση του Οδυσσέα (αλλά και των υπολοίπων από εμάς) οι χαρακτήρες της ιστορίας δεν είναι αποκλειστικά ξεχωριστές, εξωτερικές οντότητες, αλλά αναπόσπαστα κομμάτια του ίδιου του εαυτού και της ίδιας της ψυχής, τα οποία βολικά σχεδόν βρίσκονται εκεί έξω για να μην χρειαστεί να τα αντιμετωπίσουμε εντός τον τειχών του εαυτού μας.
Σε συνέχεια λοιπόν της τοποθέτησης του Joyce, όχι μόνο μπορεί να διεξαχθεί Οδύσσεια οπουδήποτε και εντός οποιουδήποτε χρονικού πλαισίου, αλλά δεν χρειάζεται καν περισσότερος από ένας χαρακτήρας για να διεξαχθεί το ταξίδι. Οι Οδύσσειες μπορούν λοιπόν να διαδραματιστούν από τον καθένα και με οποιαδήποτε διάρκεια και περιεχόμενο. Οι πρωταγωνιστές μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε μορφή και να προβληθούν πάνω στον καμβά ενός ανθρώπου ή μίας κατάστασης εκεί έξω ή να αποτελέσουν κομμάτι του εαυτού μας και των εσωτερικών, ενδοψυχικών, διλημμάτων και διενέξεών μας.
Ας κάνουμε όμως μια σύντομη αναδρομή στις περιπέτειες του Οδυσσέα, που αποτελούν ουσιαστικά το μεσαίο μέρος της ιστορίας (στο πρώτο παρακολουθούμε τον Τηλέμαχο να ψάχνει τον πατέρα του και στο τρίτο την σφαγή των μνηστήρων).
Φεύγοντας από την Τροία ο Οδυσσέας σταμάτησε στη χώρα των Κικόνων, για να κλέψει και να λεηλατήσει. Οι Κίκονες, οι οποίοι ήταν σύμμαχοι με τους Τρώες, δικαιολογημένα επιτέθηκαν στους άντρες του, σκοτώνοντάς τους και παίρνοντάς τους τα εφόδια. Στη χώρα των Λωτοφάγων, ο Οδυσσέας αποφάσισε πως έπρεπε να δοκιμάσουν τους λωτούς, το φρούτο που σε κάνει να ξεχνάς και έτσι κατέληξε να προσπαθεί να συμμαζέψει τους «αμνησιακούς» άντρες του για να συνεχίσουν τη διαδρομή τους.
Και ενώ ο Κύκλωπάς Πολύφημος (γιός του Ποσειδώνα) απολάμβανε την ησυχία του και την απομόνωσή του (μία έκφανση η οποία θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως ρατσιστική/εθνικιστική), ο Οδυσσέας και οι άντρες του εισέβαλαν απρόσκλητοι στη σπηλιά του και όταν αυτός τους ζήτησε το λόγο, τον τύφλωσαν. Δικαιολογημένα ο Ποσειδώνας εξοργίστηκε και το ταξίδι των λίγων εβδομάδων, έμελλε να κρατήσει 10 χρόνια.
Σε αυτό το σημείο, με ενδιαφέρον παρατηρούμε πως ακόμα και πριν από την κατάρα του Ποσειδώνα, ο Οδυσσέας είχε καταφέρει να μπλέξει, εκούσια τρεις φορές. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό μάθημα για όσους πιστεύουν πως για όλα ευθύνεται η κακή τους τύχη. Μάλιστα στη συνέχεια ο Οδυσσέας στάθηκε πολύ τυχερός, αφού ο Αίολος του έδωσε όλους τους ανέμους σε ένα σακί, κρατώντας έξω μόνο τον Δυτικό, ο οποίος και θα τον μετέφερε με ασφάλεια στην Ιθάκη.
Οι άντρες του, οι οποίοι προφανώς και αποτελούν προέκταση του ιδίου, με απληστία τους απελευθερώνουν, πιστεύοντας πως το σακί περιέχει χρυσό. Λίγο μετά, οι ανθρωποφάγοι γίγαντες Λαιστρυγόνες, βύθισαν τα δέκα από τα έντεκα καράβια του Οδυσσέα, αφού αυτά ελλιμενίστηκαν στο νησί τους, προφανώς χωρίς να πάρουν καμία άδεια από το τοπικό λιμεναρχείο. Η παρέα αυτή σίγουρα δεν διάβασε ποτέ τις οδηγίες προς ναυτιλλόμενους.
Με την Κίρκη, την οποία ο Οδυσσέας επισκέφτηκε, τα πράγματα πήγαν λίγο πιο καλά. Αφού μετέτρεψε τους άντρες του σε γουρούνια, δέχτηκε, υπό την απειλή του ξίφους, να τους επαναφέρει στην ανθρώπινη μορφή τους αν ο Οδυσσέας έμενε μαζί της και της έδινε την «αγάπη του».
Ο συμβολισμός περί εκπόρνευσης, εκατέρωθεν, με την απουσία πραγματικής αγάπης να αποτελεί κεντρικό σημείο του συμβάντος, είναι αρκετά σαφής. Σαφής είναι και ο συμβολισμός του (νεκρού πλέον) Τειρεσία, τον οποίο ο Οδυσσέας συναντά στον Άδη για να λάβει βοήθεια. Ο γέρος μάντης αποτελεί πατρική φιγούρα αλλά και αντιπροσωπεύει τη σοφία και τις απαντήσεις που ο καθένας μπορεί να κρύβει βαθειά μέσα του.
*Οι Σειρήνες αποτελούν για εμένα το πιο ξεχωριστό και μυστηριώδες κομμάτι του ταξιδίου και διαφέρουν σε αρκετά σημεία από όλους τους άλλους σταθμούς. Πρώτον και κύριο, δεν αποτέλεσαν σταθμό. Το πλοίο του Οδυσσέα, συνεχίζει κανονικά την πορεία του και ενώ οι ναύτες έχουν βουλώσει τα αυτιά τους με κερί για να μην παρασυρθούν από το μαγικό τους τραγούδι, ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι τους εκλιπαρεί να τον απελευθερώσουν. Το γεγονός πως η πορεία συνεχίζεται κανονικά σε συνδυασμό με το ότι ο Οδυσσέας έχει λάβει προληπτικά μέτρα τόσο για τους ναύτες του όσο και για τον εαυτό του, αποτελεί καινοτομία για τον τολμηρό και περίεργο ναυτικό. Το δεύτερο πράγμα που αποτελεί καινοτομία, είναι το πώς η συνάντηση δεν καταλήγει σε οποιασδήποτε μορφής ουσιαστική επαφή η οποία να μπορεί να επιφέρει οποιασδήποτε μορφής συνέπειες.
Ποιες είναι όμως οι Σειρήνες;
Κάποιοι λένε πως ήταν οκτώ και κάποιοι πως ήταν μόνο δύο, μία υπέροχη στην όψη και μία ακαταμάχητη στον λόγο. Βάσει της θεωρίας μας, αυτό δεν έχει καμία σημασία και θα μπορούσαν να είναι από δεκάδες χιλιάδες ξεχωριστές οντότητες, μέχρι μία και μοναδική γυναίκα· ή και απλά ένα κομμάτι από την ψυχή του Οδυσσέα, όπως για παράδειγμα οι «δέκα άντρες» του πλοίου, που με βουλωμένα αυτιά, έδεσαν τον Οδυσσέα και απλά συνέχισαν την πορεία τους.
Σε ένα πιο βαθύ ψυχαναλυτικό πλαίσιο, οι δέκα άντρες αποτελούν το «υπερεγώ» (superego), τον εσωτερικό προστατευτικό μηχανισμό ο οποίος υπαγορεύει τα σωστά και τα «πρέπει» και οι σειρήνες το «εκείνο» (id), δηλαδή τα πάθη, τις επιθυμίες και τα σκοτεινά, παρορμητικά μας ένστικτα. Εν ολίγοις και υπό ένα πιο Γιουνγκιανό πρίσμα, η πολωτική διαίρεση αυτή του αρχέτυπου, συμβολίζει την αδυναμία του ανθρώπου να ενσωματώσει και να φιλοξενήσει ταυτόχρονα το άσπρο και το μαύρο.
Και σε αυτό το σημείο και ο ίδιος ο Οδυσσέας λυγίζει και αποφασίζει να μην ρισκάρει, στηριζόμενος αποκλειστικά στην πειθαρχεία των αντρών του, σε ένα τέχνασμα αυτοματισμού και στα εθελοντικά δεσμά του, αρνούμενος να βιώσει από κοντά οποιεσδήποτε συνέπειες θα επέφερε η επαφή του με τις σειρήνες.
Η απόφαση του να ακούσει το τραγούδι τους, μόνο εν μέρει του δίνει πρόσβαση σε αυτά τα πλάσματα και επί της ουσίας αποδεικνύει πως ο θάνατος και ο έρωτας τον οποίον οι σειρήνες συμβολίζουν (μαζί με την θάλασσα (σύμβολο της ψυχής και της θηλυκής οντότητας/anima)), είναι πιο δυνατοί αντίπαλοι ακόμα και από τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Ασαφές παραμένει το αν οι Σειρήνες κατασπάραζαν τους ναυτικούς, τους οδηγούσαν στα βράχια ή αν αυτοί απλά ξεχνούσαν τον προορισμό τους και έμεναν εκεί για πάντα. Ο Οδυσσέας και ο κάθε Οδυσσέας δε θα το μάθει ποτέ αυτό και αυτό είναι η τρίτη ουσιαστική διαφορά που οι Σειρήνες έχουν από όλους τους άλλους χαρακτήρες της Οδύσσειας.
Σε συνδυασμό δε με το πόσο λίγο χώρο καταλαμβάνουν στη ιστορία και το πόσο γρήγορο, ασυνείδητο,κυριολεκτικά, είναι το πέρασμα από αυτές, τότε, πιστεύω, είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως επί της ουσίας αποτελούν την σκιά της σκιάς, το πιο σκοτεινό, τρομακτικό, απρόσιτο σημείο της ψυχής το οποίο είμαστε καταδικασμένοι να μην μπορούμε να φτάσουμε και να αγγίξουμε ποτέ.
Συγχρονιστικά, ακολουθούν η Σκύλλα και η Χάρυβδη. Το πέρασμα, όπως και πολλά διλλήματα και επιλογές στη ζωή , δεν μπορεί να αποφευχθεί, πρέπει, μοιραία, να υπάρξει θυσία. Επιλέγεται να θυσιαστούν έξι άντρες, φαγωμένοι από τα έξι κεφάλια της Σκύλλας, παρά να βυθίσει ολόκληρο το πλοίο η Χάρυβδη.
Υπογραμμίζεται σε αυτό το σημείο πως δεν μπορείς να ξεφεύγεις πάντα, απλά αγοράζεις χρόνο μέχρι να κάνεις την πληρωμή σου. Μπορεί να γλυτώσει από τις Σειρήνες, τα περάσματα όμως που ακολουθούν θα έχουν υποχρεωτικό τίμημα.
Οι λιγοστοί εναπομείναντες άντρες, χάνονται στο νησί του Ήλιου, αφού έσφαξαν και έφαγαν τα βόδια του, στο πλαίσιο της γνωστής πλέον ανυπακοής τους προς τη φύση. Μόνος του, ο Οδυσσέας, προσαράζει στο νησί της Καλυψούς, όπου και μένει για εφτά χρόνια, ενώ αυτή του υπόσχεται αθανασία.
Κάτι σαν τον «Τελευταίο Πειρασμό». Στους Φαίακες, ο Οδυσσέας διηγείται την ιστορία του, αποφεύγει να μπλέξει με την κόρη του Βασιλιά, Ναυσικά (η οποία μοιάζει ούτως ή άλλως ως ιδιαίτερα γήινη και κοινή μετά από την Κίρκη και την Καλυψώ) και οδεύει προς το μακελειό με τους μνηστήρες στην Ιθάκη και ενδεχομένως την Οδύσσεια που θα επακολουθήσει την επανένωση του με την Πηνελόπη· και την οποία ο ποιητής, σοφά επιλέγει να μην μοιραστεί μαζί μας, ελπίζοντας πως ο αναγνώστης έχει πιάσει , επιτέλους, το νόημα.