Τα σκάφη έίχαν πλούσια δράση. Πολέμησαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ΠΠ, αλλά και του Β΄ΠΠ. Παροπλίστηκαν μεταπολεμικά πλην ενός του «Λέων» το οποίο βυθίστηκε το 1941 στη Σούδα.
Τα τέσσερα αντιτορπιλικά κλάσης «Αετός» γνωστότερα περισσότερο ως «Θηρία» αγοράστηκαν από το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό πριν την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων σε μια προσπάθεια της τότε κυβέρνησης να ενισχύσει το Στόλο.
Η συγκεκριμένη κλάση είναι η πρώτη των «θηρίων» με τη δεύτερη που αποτελεί τα «νεώτερα Θηρία» και η οποία παραδόθηκε μετά τον Β΄ΠΠ μέσω της αμερικανικής βοήθειας. Τα τέσσερα πρώτα σκάφη της κλάσης είχαν αρχικά παραγγελθεί από το Ναυτικό της Αργεντινής από τα βρετανικά ναυπηγεία Cammell Laird του Λίβερπουλ, αλλά επαναγοράστηκαν από την Ελλάδα έναντι 148.000 λιρών το καθένα σχεδόν λίγο πριν αποπλεύσουν για την Αργεντινή.
Τα τέσσερα αυτά αντιτορπιλικά ήταν τα: Λέων D-50 (1912-1941), Ιέραξ D-36 (1912-1946), Αετός D-01 (1912-1946), και Πάνθηρ D-72 (1912-1946).
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1912 ύψωσαν την ελληνική σημαία, αν και είχαν ακόμη ξένα πληρώματα. Τα πλοία απέπλευσαν ανεξάρτητα, με προορισμό το Αλγέρι, όπου περίμενε το επίτακτο ΙΩΝΙΑ με τα ελληνικά πληρώματα.
Το ΑΕΤΟΣ, όταν εισήλθε στη Μεσόγειο, έπαθε σοβαρή βλάβη και έμεινε ακυβέρνητο. Κατά σύμπτωση, πέρασε κοντά του ένα από τα άλλα αντιτορπιλικά και το ρυμούλκησε στο Αλγέρι. Πυρομαχικά αγοράσθηκαν τα απολύτως απαραίτητα για πολεμικές επιχειρήσεις (μόνο 3.000 τεμάχια).
Τορπίλες δεν αποκτήθηκαν στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Για το λόγο αυτό, τα πλοία αρχικά ονομάσθηκαν “ανιχνευτικά” και όχι “αντιτορπιλικά”.
Κατά την παραλαβή, τα πληρώματα του Βασιλικού Ναυτικού αντιμετώπισαν σοβαρές δυσκολίες, γιατί δεν είχαν τη σχετική εμπειρία και όλα τα έντυπα και οι επιγραφές ήταν στην ισπανική γλώσσα.
Παρ’ όλα αυτά, πέτυχαν να κινήσουν τα πλοία και να αποπλεύσουν σε 24 ώρες. Στην περιοχή των επιχειρήσεων εστάλησαν αφού έμειναν λίγες μόνο ημέρες στο Ναύσταθμο.
Ένα χαρακτηριστικό της πρωτοφανούς κατάστασης στις σχέσεις της Ελλάδας με τις μεγάλες της Αντάντ (Entente) ήταν η κατάσχεση και των τεσσάρων σκαφών την περίοδο 1916-1917 από το γαλλικό Ναυτικό επειδή η Ελλάδα δεν εισερχόταν στον πόλεμο παρά πο πλευρό των Αγγλογάλλων. Η κατάσχεση διήρκησε περί το 1 έτος και τα πλοία επεστράφησαν στη συνέχεια.
Τα σκάφη υπέστησαν μεταξύ των ετών 1924 και 1935 ένα πρόγραμμα περιορισμένου εκσυγχρονισμού με την αλλαγή του προωστήριου σκεύους χάρη στο οποίο έγινε μείωση των καπνοδόχων του πλοίου από 5 σε 2, αυξήθηκε ο αριθμός των τορπιλοσωλήνων από 4 σε 6, προστέθηκαν δύο μονά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 2 pdr, ενώ μεταξύ του 1936 και 1937 ο Αετός και ο Πάνθηρ απέκτησαν ικανότητα ναρκοθέτησης. Το εκτόπισμα της κλάσης ήταν 1050 τόνοι (κανονικό) και 1300 (μέγιστο), το μήκος 89,4 μ., πλάτος 8,45 μ., και βύθισμα 2,59 μ.
Η μέγιστη ταχύτητα έφτανε τους 32 κόμβους, Ο αρχικός οπλισμός περιελάμβανε 3 πυροβόλα των 4 ιντσών (101,6 χλστ.), 4 τορπιλοβλητικούς σωλήνες των 21 ιντσών (533 χλστ.) ενώ όπως αναφέρθηκε το 1924 – 1935 προστέθηκαν 2 αντιαεροπορικά πυροβόλα των 40 χλστ. (2 pdr), και οι τορπιλοβλητικοί σωλήνες αυξήθηκαν σε έξι.
Η μετατροπή του 1937 αφορούσε την δυνατότητα μεταφοράς έως και 40 θαλάσσιων ναρκών ενώ στα σκάφη Ιέραξ Αετός και Πάνθηρ (καθώς το Λέων βυθίστηκε το 1941 στο Σούδα), έγινε νέα μετατροπή του οπλισμού το 1942 με την προσθήκη ενός πυροβόλου των 76,2 χλστ., ένα πυροβόλο των 20 χλστ., ενώ τοποθετήθηκε μια Α/Υ συσκευή ηχοεντοπισμού A/S type 123A.
Το αντιτορπιλικό «ΛΕΩΝ»
Το «ΛΕΩΝ» έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-13 (Κυβερνήτης Πχης Ι. Ραζηκότσικας) και επ’ αυτού επέβαινε ο Διοικητής της Μοίρας Ανπχος Δ. Παπαχρήστος. Κατασχέθηκε το 1916 και χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους κατά την περίοδο 1917-1918. Μετά την απόδοσή του, με την έξοδο της Ελλάδος στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, έδρασε στον αποκλεισμό των ακτών του Ευξείνου από τον Βόσπορο μέχρι την Τραπεζούντα και το 1919 στις επιχειρήσεις της Κριμαίας.
Στις 22 Δεκεμβρίου 1921, και ενώ ήταν πρυμνοδετημένο στον Πειραιά μαζί με το ΙΕΡΑΞ, υπέστη πολύ σοβαρές ζημιές από έκρηξη βόμβας βυθού που συνέβη κατά τη μεταφορά της. Από το ΛΕΩΝ σκοτώθηκαν 2 αξιωματικοί, 1 υπαξιωματικός και 2 ναύτες, ενώ από το ΙΕΡΑΞ 2 αξιωματικοί.
Καταστράφηκε επίσης τελείως το πρυμναίο τμήμα του πλοίου μέχρι και του πρυμναίου πυροβόλου. Επισκευάστηκε και έλαβε μέρος στον πόλεμο 1940-41.
Στις 18 Απριλίου 1941, κατά τη συνοδεία νηοπομπής, συγκρούστηκε με το επιβατηγό ΑΡΤΕΝΑ. Ακολούθησε έκρηξη δυο βομβών βυθού, με αποτέλεσμα να αποκοπεί το πρυμναίο τμήμα του πλοίου και να φονευθούν 2 αξιωματικοί.
Τελικά βυθίστηκε από γερμανικά αεροσκάφη στις 15 Μαίου 1941 στον όρμο της Σούδας, όπου είχε ρυμουλκηθεί από τη Σαλαμίνα.
Το αντιτορπιλικό «ΙΕΡΑΞ»
Η παραλαβή του έγινε στο Palermo της Σικελίας, όπου είχε καταπλεύσει με ξένο πλήρωμα, από τον Πχο Αθ. Μιαούλη. Στις 21 Οκτωβρίου 1912, με κυβερνήτη τον Ανπχο Α. Βρατσάνο, κατέλαβε τα Ψαρά. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις επιχειρήσεις του Ευξείνου (1919-1920) και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Επίσης συμμετείχε και στις ναυτικές επιχειρήσεις του πολέμου 1940-45, όπου παρά την ηλικία του προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες ως συνοδό και περιπολικό. Τέθηκε σε παροπλισμό το 1946.
Το αντιτορπιλικό «ΑΕΤΟΣ»
Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (κυβερνήτης Ανπχος Α. Δουρούτης) και στη συνέχεια στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ήρθε η κατάσχεσή του από τους Γάλλους που είχε επιβληθεί το 1916 και διήρκεσε μέχρις ότου η Ελλάδα βγήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Entente.
Έλαβε επίσης μέρος στις επιχειρήσεις του Εύξεινου Πόντου μεταξύ 1919-1920, στην Μικρασιατική Εκστρατεία και τέλος στις επιχειρήσεις της περιόδου 1940-45, όπου πρόσφερε πολλές υπηρεσίες, ανάλογες με την ηλικία και τον εξοπλισμό του, η δε δράση του το έφερε μέχρι τον Ινδικό ωκεανό.
Μεταξύ Δεκεμβρίου 1941 και Φεβρουαρίου 1942, πραγματοποίησε μετασκευή του οπλισμού του στην Καλκούτα για την καλύτερη εκτέλεση των νέων του αποστολών. Παροπλίσθηκε το 1946.
Το αντιτορπιλικό «ΠΑΝΘΗΡ»
Η παραλαβή του έγινε στο Παλέρμο από τον Πχη Αθ. Μιαούλη. Κατασκευάσθηκε στα ναυπηγεία Camel Laird της Αγγλίας. Έλαβε μέρος στους πολέμους 1912-13, 1917-19 και 1920-22.
Όταν έγινε από τους Συμμάχους η κατάσχεση του Στόλου (1916), χρησιμοποιήθηκε περίπου ένα χρόνο, υπό γαλλική σημαία και πλήρωμα, σε συνοδείες νηοπομπών και Α/Υ επιχειρήσεις. Με την είσοδο της Ελλάδος στον πόλεμο, επεστράφη και εκτέλεσε συναφείς αποστολές.
Το 1919-20 έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις της Κριμαίας μαζί με τα ΚΙΛΚΙΣ, ΛΗΜΝΟΣ και ΛΕΩΝ, παραμένοντας στον Εύξεινο Πόντο 263 ημέρες.
Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία συμμετείχε στις επιχειρήσεις αποκλεισμού των παραλίων της Μ. Ασίας.
Το 1924-25 έκανε γενική επισκευή στην Αγγλία μαζί με τα άλλα πλοία του ιδίου τύπου. Έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του πολέμου 1940-45, όπου πρόσφερε αναλόγως με την ηλικία του πολλές υπηρεσίες ως συνοδό και περιπολικό. Μεταξύ Μαίου και Οκτωβρίου 1942, πραγματοποίησε στη Βομβάη μετασκευή οπλισμού Α/Α καλύτερης προστασίας για την εκτέλεση των νέων αποστολών του. Οδηγήθηκε σε παροπλισμό το 1946.