Έδωσαν το όνομά τους στον πρώτο μεγάλο ελληνικό πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.).
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός επινοήθηκε ως όρος από τους αρχαιολόγους, που τον εμπνεύστηκαν από το σημαντικότερο κέντρο της εποχής, τις πολύχρυσες Μυκήνες, όπως τις παραδίδει ο Όμηρος, μιλώντας για την ηγεμονική δύναμη ανάμεσα σε όλους τους Έλληνες.
Μόνο που, αν και εφόσον ο Τρωικός Πόλεμος έγινε όντως, και αν και εφόσον έγινε περί το 1150 π.Χ. όπως υπολογίζουν οι επιστήμονες, όχι μόνο οι Μυκήνες αλλά και όλα τα μυκηναϊκά βασίλεια είχαν ήδη παρακμάσει και καταστραφεί.
Δεν είναι το μόνο μυστήριο που καλείται να λύσει η αρχαιολογία με επιστημονικό τρόπο. Οι Μυκήνες αποτελούν από μόνες τους μυστήριο.
Κανείς δεν ξέρει από πού ήρθαν στην Αργολίδα οι πρώτοι κάτοικοι, οι οποίοι, πάντως, ανήκαν σε ελληνικά φύλα.
Ξέρουμε όμως μέχρι πού έφτασαν: μέχρι την κεντρική και βόρεια Ευρώπη (παραδουνάβιες περιοχές, Βαλτική, Καρπάθια) και μέχρι τη Σαρδηνία και την Κάτω Ιταλία, αλλά και την Αίγυπτο, τη μικρασιατική ακτή, τη Μεσοποταμία σε αναζήτηση πρώτων υλών και αγορών.
Μάλιστα, αυτοί οι δεινοί έμποροι είχαν συναλλαγές μέχρι τη νότια Αγγλία, όπως διαπιστώνεται και πάλι από τα ευρήματα. Κάποιος υπήρξε ο μετακομιστής εμπορευμάτων τους, λέει η έφορος αρχαιοτήτων Αργολίδας, Άλκηστις Παπαδημητρίου.
Οι Μυκήνες πριν γίνουν πολύχρυσες ήταν ένας μικρός νεολιθικός οικισμός, (7η έως 4η χιλιετία) από τον οποίο βρέθηκαν λίγα κεραμικά. Πρώτα αρχιτεκτονικά ίχνη κατοίκησης έχουμε από το 2200 έως το 1900 π.Χ.
Από το 1650 έως το 1600 δημιουργήθηκαν οι ταφικοί κύκλοι Β’ και Α’ (όπως ονομάστηκαν από τους πρώτους ανασκαφείς). Ο οικισμός, με στρατηγική θέση ώστε να ελέγχει τα περάσματα, τη γεωργία και την κτηνοτροφία στην Αργολίδα, αναπτύσσεται σιγά σιγά.
Το νεκροταφείο της μεσοελλαδικής περιόδου (1900 – 1600 π.Χ.) δείχνει βαθμιαία αύξηση πληθυσμού και δημιουργία ηγεμονικής δύναμης. «Τέλη του 17ου αιώνα π.Χ., η δύναμη αυτή θα αναλάβει την εξουσία και τον έλεγχο όλης της περιοχής, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα το Άργος, το σημαντικότερο κέντρο της Αργολίδας κατά τη μεσοελλαδική εποχή» σύμφωνα με τη δρα Παπαδημητρίου. Οι Μυκήνες μετατρέπονται σιγά σιγά σε τεράστιο κέντρο στον ελλαδικό χώρο.
«Ποιοι ήταν όμως αυτοί οι ρωμαλέοι ηγεμόνες;» αναρωτιέται στο βιβλίο. «Και πώς απέκτησαν τον υπέρογκο πλούτο που τους επέτρεψε να αποσύρουν από την κυκλοφορία και να πάρουν μαζί τους στο ταξίδι για τον άλλο κόσμο, ανάμεσα σε άλλα τιμαλφή, πάνω από 14 κιλά χρυσού με τη μορφή εκπληκτικών έργων τέχνης, πολλά από τα οποία κατασκευάστηκαν πιθανώς από Μινωίτες τεχνίτες σύμφωνα με βασιλικές παραγγελίες, για να εκφράσουν την ιδεολογία της ανερχόμενης νέας τάξης;
Η φυσιογνωμία τους, που διαφαίνεται μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα, έχει πολεμικά χαρακτηριστικά, όπως μαρτυρεί ο λαμπρός οπλισμός που βρέθηκε στους τάφους τους.
Γνωρίζουμε όμως πως ήταν ριψοκίνδυνοι ταξιδιώτες, που αναζήτησαν ευγενή και πολύτιμα μέταλλα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Επίσης, για να προωθήσουν τα πλούσια αγαθά που προέρχονταν από τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όπως το κρασί, το λάδι και ενδεχομένως τα υφαντά, συνδέθηκαν στενά με τους Μινωίτες.
Αυτοί πάλι γνώριζαν καλά τους θαλασσινούς δρόμους προς την Αίγυπτο και είναι πιθανό να τους οδήγησαν προς το ακμαίο Μέσο Βασίλειο. Ίσως εκεί λοιπόν να πλούτισαν οι πρώιμοι Μυκηναίοι, θέτοντας τις πολεμικές τους αρετές στην υπηρεσία της ξενόφερτης στην Αίγυπτο δυναστείας των Υκσώς που κατέλαβε την εξουσία στα μέσα του 17ου αιώνα π.Χ.
Και επειδή τίποτε στην ανθρώπινη Ιστορία δεν είναι τυχαίο ή ξαφνικό, θα πρέπει να δεχτούμε πως οι Μυκηναίοι απέκτησαν σιωπηλά αλλά συστηματικά στη διάρκεια των τριών αιώνων της Μέσης Χαλκοκρατίας τη δύναμη που αντανακλούν τα κτερίσματα των βασιλικών ταφικών περιβόλων.
Εξασφάλισαν έτσι για τα γένη τους την πρωτεύουσα θέση, όχι μόνο στην Αργολίδα αλλά και σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έδωσαν το όνομά τους σε ολόκληρο τον σπουδαίο πολιτισμό της Υστερης Εποχής του Χαλκού».
Έγχρωμη αναπαράσταση του μεγάρου της ακρόπολης των Μυκηνών από τον Ε. Ολύμπιο. Γ. Ε. Μυλωνάς, «Πολύχρυσοι Μυκήναι».
Έχοντας εκτιμήσει τη σημασία της Κρήτης, με την ύφεση που παρουσιάζεται στο νησί, εγκαθιστούν μυκηναϊκή δυναστεία στην Κνωσό, ελέγχοντας στην ουσία ολόκληρη τη μεγαλόνησο, όπως και την ηπειρωτική χώρα. Στους Ανακτορικούς χρόνους (14ος – 13ος αι. π.Χ.) κατασκευάζονται στις Μυκήνες τα κυκλώπεια τείχη «με τη βοήθεια των γνώσεων των βασιλικών εταίρων από την αυτοκρατορία των Χετταίων» και ιδρύεται το μεγαλοπρεπές ανάκτορο με όλα του τα παραρτήματα.
Ο μύθος που παρουσιάζει ο Στράβων για τους προϊστορικούς Κύκλωπες τους θέλει να έρχονται από τη Λυκία, όπου και το βασίλειο των Χετταίων.
Μέσα στα τείχη ανεγείρεται ανάκτορο, με χώρους άσκησης εξουσίας, κατοίκησης, εργαστήρια, αποθήκες, και επίσης ένα θρησκευτικό κέντρο. «Η άρχουσα τάξη» αναφέρει η κ. Παπαδημητρίου, «εξακολουθεί να ενταφιάζεται με πλούσια κτερίσματα σε θαλαμωτούς ή εντυπωσιακούς μνημειώδεις θολωτούς τάφους».
Οι Μυκηναίοι έμποροι «κατακλύζουν με τα προϊόντα τους τις αγορές της Μεσογείου, ενώ οι ηγεμόνες εξακολουθούν να επιδεικνύονται μέσω αντικειμένων, ακραιφνούς μυκηναϊκού ύφους πλέον, από πολύτιμα ή εξωτικά υλικά, τα οποία αναδεικνύουν οι εξειδικευμένοι τεχνίτες των ανακτορικών εργαστηρίων».
Η πλούσια παραγωγή απαιτεί οργάνωση, γραφειοκρατία και διαχειριστικό έλεγχο. Λογιστικά στοιχεία καταγράφονται σε πήλινες πινακίδες της πρώιμης ελληνικής Γραμμικής Β΄γραφής.
Γυναικεία κεφαλή από ασβεστοκονίαμα. Περιοχή θρησκευτικού κέντρου, 13ος αι. π.Χ.
Η ακμή αυτών των δύο αιώνων, η εξέχουσα θέση που κατείχαν οι ηγεμόνες των Μυκηνών στο σύνολο του μυκηναϊκού κόσμου, «θα προσωποποιηθεί στην ιστορική μνήμη με τον αρχιστράτηγο των Ελλήνων στον Τρωικό πόλεμο, τον μυθικό βασιλιά Αγαμέμνονα» υπογραμμίζει η συγγραφέας. «Ο μύθος, που κρύβει πάντοτε μια ιστορική αλήθεια, θα επιλέξει αυτόν τον ατρόμητο άνακτα για αρχηγό».
Γύρω στα τέλη του 13ου αιώνα και στις αρχές του επόμενου ξέσπασαν μεμονωμένες και όχι κατ’ ανάγκη ταυτόχρονες πυρκαγιές, που ακολουθήθηκαν από επισκευές του ανακτόρου και των κτιρίων διοίκησης. Kατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.X. οι περισσότερες εγκαταστάσεις, ανακτορικές και μη, εξακολούθησαν να λειτουργούν.
Oι αναταραχές όμως του 1200 π.X. στη Mικρά Aσία και στην Aνατολική Mεσόγειο και η καταστροφή των εμπορίων τους από επιδρομείς απέκοψαν τις επαφές των Mυκηναίων ανάκτων με τα κυριότερα κέντρα συναλλαγών τους.
O 12ος και ο 11ος αι. π.X. είναι για τις Mυκήνες περίοδος οικονομικής συρρίκνωσης και πολιτικής παρακμής, χωρίς όμως γενικές ή, έστω, εκτεταμένες καταστροφές. H ακρόπολη δεν είχε βίαιο τέλος.
Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν, οι Μυκήνες έχουν φθίνουσα πορεία και θα καταλήξουν, τον 7ο αιώνα π.Χ., προσάρτημα του Αργους. Οι Αργείοι τις καταλαμβάνουν το 468 π.Χ., καταστρέφουν καίρια τμήματα της οχύρωσης και εξανδραποδίζουν τους κατοίκους. Μέχρι τον 2ο αιώνα μ.Χ., οπότε τις επισκέπτεται ο Παυσανίας, είναι ορατά μονάχα μέρη της οχύρωσης και η Πύλη των Λεόντων.
Αυτό το μεγαλειώδες έμβλημα βασιλικής δύναμης και επιβολής θα είναι το αδιαμφισβήτητο τοπόσημο της ένδοξης πόλης που δεν υπήρχε πια, μέχρι τον 19ο αιώνα, οπότε ο Ερρίκος Σλήμαν θα ξεκινήσει τις ανασκαφές.
Ακέφαλοι οι λέοντες και η πόλη λεηλατημένη από χέρια ντόπιων, κατακτητών, αλλά και περιηγητών, θα επιβεβαιώνουν το λατινικό απόφθεγμα: sic transit gloria mundi. Έτσι παρέρχεται η δόξα του κόσμου.