Για τον Αριστοτέλη δεν ήταν δυνατό ούτε να αγνοήσει τους σοφιστές ούτε να αντιπαρέλθει τις θεωρίες του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Στους πρώτους αντιτάχθηκε, από τους δεύτερους επηρεάστηκε.
Προσπάθησε από τη μια να αποδείξει την πλάνη των σοφιστών και να κερδίσει το προνόμιο διδασκαλίας των νέων και από την άλλη να αποβάλει τις επιρροές των δασκάλων του. Έτσι δημιούργησε ένα σύστημα αξιών με έντονα τα σημάδια αυτής της προσπάθειας.
Έννοιες, όπως η εὐδαιμονία και η ἀρετή, αυτονόητο είναι ότι επανέρχονται στο αριστοτελικό έργο και απασχολούν τη σκέψη του. Όμως ο Αριστοτέλης στην απόπειρά του να τις ορίσει εγκαταλείπει την ιδεαλιστική οπτική του Πλάτωνα.
Η εὐδαιμονία αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η ἀρετή ο μοναδικός δρόμος κατάκτησής της. Δεν πρόκειται βέβαια για καμιά ρηξικέλευθη τοποθέτηση· η πρωτοτυπία της αριστοτελικής σκέψης έγκειται στην προσπάθεια ρεαλιστικής προσέγγισης αυτών των εννοιών.
Ατενίζει λοιπόν τον άνθρωπο ως ενιαία ψυχοσωματική ενότητα και προσπαθεί να ανακαλύψει την εὐδαιμονίαν στην ίδια τη φύση του. Ισχυρίζεται ότι η εὐδαιμονία εντοπίζεται στο έργο κάθε ανθρώπου και ότι είναι η κατ’ ἀρετὴν τελείαν ενέργεια της ψυχής.
Η εὐδαιμονία, η ἀρετή και η ἐνέργεια συναρτώνται και αλληλεξαρτώνται. Την εὐδαιμονίαν, επομένως, ο άνθρωπος μπορεί να τη βιώσει μόνο στην περίπτωση που θα κατακτήσει την ἀρετή. Εκφράζει μια δυναμική αντίληψη για την ἀρετή, η οποία καλλιεργείται ή αντίθετα εξοβελίζεται από τη ζωή του ανθρώπου ανάλογα με τις πράξεις του.
Γι’ αυτό τον λόγο ισχυρίζεται πως οι νέοι θα πρέπει να εθιστούν σε εκείνες τις ενέργειες που θα τους εξασφαλίσουν ενάρετο βίο. Επομένως, η πορεία κάθε ανθρώπου εξαρτάται άμεσα από τις ἕξεις (συνήθειες) που θα αποκτήσει. Οι ἕξεις προσδιορίζουν και καθορίζουν σημαντικά τις επιλογές του, δημιουργούν δεσμεύσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές.
διὸ κατὰ μὲν τὴν οὐσίαν καὶ τὸν λόγον τὸν τὸ τί ἦν εἶναι λέγοντα μεσότης ἐστὶν ἡ ἀρετή, κατὰ δὲ τὸ ἄριστον καὶ τὸ εὖ ἀκρότης (Ηθ. Νικ. 1107a6-8):
σύμφωνα λοιπόν με το συγκεκριμένο απόσπασμα από τα Ηθικά Νικομάχεια ο άνθρωπος όχι μόνο οφείλει να εθιστεί στην ἀρετήν, αλλά πρέπει να αποκτήσει και ένα κριτήριο, για να μπορεί να προσδιορίζει σε κάθε στιγμή το περιεχόμενο και το αντικείμενο της ἀρετῆς. Η μεσότης αποτελεί αυτό το κριτήριο.
Η μεσότης είναι το μέσον ανάμεσα στην έλλειψη και στην υπερβολή και δεν μπορεί να νοηθεί απόλυτα, αλλά καθορίζεται κάθε φορά από το υποκείμενο. Ποιος όμως ορίζει τη μεσότητα;
Ο ίδιος ο άνθρωπος, όταν διακρίνεται από φρόνηση. Ο φρόνιμος άνθρωπος -ο άνθρωπος που γνωρίζει ή αντιλαμβάνεται κατά τον Πρωταγόρα- αποτελεί μέτρο για τον ίδιο του τον εαυτό του. Η λογική είναι ουσιαστικά εκείνη που υποδεικνύει το δέον και μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην εὐδαιμονίαν.
Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να επισημάνουμε ότι το ήθος στον Αριστοτέλη δεν νοείται διακεκριμένο από την πολιτική. Ουσιαστικά πρόκειται για το πολιτικό ήθος, που πραγματώνεται και νοηματοδοτείται στο πλαίσιο της πόλης.