Οι ρίζες των εθίμων του Καρναβαλιού εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στις Διονυσιακές εορτές όπως τα Ανθεστήρια, εορτές της Θράκης κτλ.
Ανθεστήρια: Αττική Διονυσιακή εορτή
Τα Ανθεστήρια ήταν ετήσια γιορτή της αναγέννησης της Φύσης και γιορτή των νεκρών προς τιμή του Λιμναίου Διονύσου και του Xθόνιου Eρμή. Γίνονταν στην Aθήνα κατά τον μήνα Aνθεστηριώνα (τέλος Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου) επί τρεις ημέρες.
Tο όνομα της γιορτής πιθανολογείται από το ανθέω και το σχετίζουν με το έθιμο της δεύτερης μέρας των χοών να στεφανώνουν τα τρίχρονα αγόρια με λουλούδια.
Eπειδή τα Aνθεστήρια δεν ήταν γιορτή των λουλουδιών είχε υποστηριχθεί παλαιότερα η άποψη πως και το όνομα Aνθεστήρια της όλης γιορτής δε σχετίζεται με τα άνθη, αλλά με το ρήμα «αναθέσσασθαι» που σημαίνει την ανάκληση των ψυχών (όμως η συγκοπή της πρόθεσης ανά δεν είναι χαρακτήρας της ιωνικής διαλέκτου) και σχετίζουν την ετυμολογία με την τρίτη ημέρα της γιορτής που ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών.
Συνοπτικά τα δρώμενα των τριών ημερών των Ανθεστηρίων ήταν τα εξής:
1η μέρα Πιθοίγια
Άνοιγαν τους πίθους με το νέο κρασί
Συνήθιζαν να φέρνουν το πρώτο κρασί στο εν Λίμναις ιερό του Διονύσου
Κάνανε σπονδές έξω από το κλειστό ιερό του θεού, προς τιμή του, ευχόμενοι να καταναλώσουν αίσια την καινούρια παραγωγή
Δοκίμαζαν οι ίδιοι το κρασί και χόρευαν και τραγουδούσαν ευχαριστώντας το Διόνυσο
Την ημέρα εκείνη καθώς και την επόμενη, οι Αθηναίοι, επέτρεπαν στους δούλους να πίνουν μαζί τους.
2η μέρα Χόες
Γινόταν η πομπική είσοδος του Διονύσου στην πόλη πάνω σε καράβι με τροχούς
Πάνω στο καράβι υπήρχαν μεταμφιεσμένοι σε ακόλουθους του Θεού Διονύσου. Αυτοί οι μεταμφιεσμένοι ήταν οι Σάτυροι και πείραζαν τον κόσμο με τις βωμολοχίες δημιουργώντας κέφι και χαρά και κωμική διάθεση.
Οι μεταμφιεσμένοι Σάτυροι φορούσαν προσωπείο – μάσκα. Οι μάσκες αυτές ήταν πήλινες και όμοιες μεταξύ τους.
Αλλοι Σάτυροι φορούσαν δέρματα ζώων, άλειφαν το πρόσωπό τους με την τρυγία (κατακάθι του κρασιού) και στεφανώνονταν με κισσό, το αειθαλές ιερό φυτό του Διόνυσου.
Οι Σάτυροι προσπαθούσαν να μοιάζουν με με τράγους, και χαρακτηριστικό των τράγων είναι η μεγάλη ροπή προς τα αφροδίσια.
Οι Σάτυροι χοροπηδούσαν γύρω από το τροχοφόρο καράβι του Διονύσου χτυπώντας την γη με τα πόδια τους. (ίσως από εδώ βγήκε και η λέξη καρναβάλι αφού καρναβαλλίζω σημαίνει βαλλισμός των κάρνων δλδ πηδηχτός χορός των βοσκημάτων. Κατά Ησύχιο κάρνος· φθείρ. βόσκημα, πρόβατον). Το βόσκημα γενικά μπορεί να είναι τράγος, γίδα, πρόβατο.
Γινόταν ο «ιερός γάμος» του θεού με τη σύζυγο του άρχοντος βασιλέως, την βασσίλινα, ο οποίος ήταν επικεφαλής του ιερατείου και όλων των θρησκευτικών αξιωματούχων της Aθήνας.
Γίνονταν αγώνες οινοποσίας
Το απόγευμα των Xοών συνηθίζονταν στους δρόμους «αι εκ των αμαξών λοιδορίαι», δηλαδή πειράγματα εναντίον διαβατών που συνηθίζονταν και στην εορτή των Ληναίων.
3η μέρα Χύτροι
Μαγείρευαν τα πολυσπόρια (πανσπερμία, κόλλυβα), που τα αφιέρωναν στο χθόνιο Eρμή, τον ψυχοπομπό. Η παράδοση που εξηγεί την πανσπερμία είναι πως όσοι σώθηκαν από τον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, μαγείρεψαν «χύτραν πανσπερμίας».
Την ημέρα των Χύτρων πίστευαν ότι οι ψυχές ξαναγύριζαν στον επάνω κόσμο και βρίσκονταν αόρατες ανάμεσα στους ζωντανούς.
Πίστευαν ακόμη πως ανάμεσα στις ψυχές υπήρχε και παρουσία πονηρών πνευμάτων που ανέβαιναν στη γη με το άνοιγμα του Άδη και μόλυναν τους ανθρώπους και τις τροφές.
Έβαζαν γύρω από τα ιερά τους ένα κόκκινο νήμα που λειτουργούσε αποτρεπτικά και εμπόδιζε τα πνεύματα να εισέλθουν.
Επίσης για να τα εμποδίσουν να μπουν στα σπίτια τους άλειφαν τις πόρτες με πίσσα και μασούσαν ράμφους.
Τα βλαβερά πνεύματα του κάτω κόσμου, που μαζί με τις ψυχές έμπαιναν στα σπίτια από το βράδυ των Xοών και έμεναν με τους ζωντανούς την ημέρα των Xύτρων, τις έδιωχναν την επόμενη ημέρα με τη γνωστή φράση: «Θύραζε Κᾶρες, οὐκ ἔτ’ Ἀνθεστήρια», δηλαδή «φύγετε ψυχές των νεκρών, τα Aνθεστήρια τελείωσαν πια».
Τα Υδροφόρια ήταν μια γιορτή που γινόταν την τρίτη μέρα των Aνθεστηρίων σε ανάμνηση όσων πνίγηκαν κατά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα:
”Yδροφόρια, εορτή πένθιμος Aθήνησιν επί τοις εν τω κατακλυσμώ απολομένοις”.
Κατά τη γιορτή αυτή έριχναν άρτους από σιτάρι και μέλι σε ένα χάσμα που υπήρχε μέσα στο ναό του Oλυμπίου Διός γιατί από το χάσμα εκείνο πίστευαν ότι η Γη είχε απορροφήσει τα νερά του κατακλυσμού.