Η γεωγραφική θέση της Μεσσηνίας στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, οι εύφορες κοιλάδες γύρω από τον πλωτό και πλούσιο σε ψάρια ποταμό Πάμισο στα νοτιοανατολικά της χώρας και του Βαλύρα με τους παραποτάμους που διασχίζουν το Στενυκληρικό πεδίο προς βορράν, σε συνδυασμό με το ήπιο μεσογειακό της κλίμα, την ανέδειξαν σε περιοχή ευνοημένη από τη φύση με μεγάλη ποικιλία ζώων που ζουν στην ξηρά και υδρόβια ζωικά είδη, καθώς και με ευρεία παραγωγή αγροτικών προϊόντων, με το ελαιόλαδο να αποτελεί το σημαντικότερο από αυτά.

Εκτός από τους ελαιώνες, οι αμπελώνες και οι οπωρώνες συνεχίζουν και σήμερα να κυριαρχούν στις πεδιάδες της Μεσσηνίας.

Το πεδίο της Στενυκλάρου περιλαμβάνεται στη σημερινή πεδιάδα του Μελιγαλά, ενώ το νοτιότερο τμήμα της μεσσηνιακής πεδιάδας ονομάζεται Μακαρία (ευλογημένη) πεδιάδα του κάτω Πάμισου ποταμού (Στραβ. 8.4.6). Αγνοώ την ετυμολογική προέλευση της λέξης «Μελιγαλάς», όμως το μέλι και το γάλα που έρχονται αναπόφευκτα στο νου παραπέμπουν σε θεϊκές τροφές και σε μυθικών διαστάσεων αγαθά της γης.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι οι κάπροι, τα κοπάδια αγελάδων, τα άγρια σύκα, το κρασί και τα άλλα προϊόντα, τα διάφορα είδη φυτών και ζώων, αναμιγνύονται συχνά με γεγονότα της μεσσηνιακής ιστορίας, στην τοπογραφία και στην αρχαιολογία, στο τέταρτο βιβλίο του Παυσανία τα Μεσσηνιακά (4.4.3, 4.15.6).

Πληροφορίες δε για την οινική παραγωγή στη βενετοκρατούμενη Μεσσηνία, στοιχεία για τις ποσότητες τοπικής κατανάλωσης και εξαγωγών, όπως και για τους σχετικούς δασμούς τους, μπορούν να αναζητηθούν στην αναφορά του Zacharia Bembo.

ΣΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΟΙ, ΚΡΕΑΤΑ ΚΑΙ ΨΑΡΙΑ

Σε ελληνιστική πυρά ιερού, στην αρχαία Μεσσήνη, βρέθηκε σημαντικός αριθμός πυρακτωμένων σπόρων από σταφύλια, ελιές, κουκουνάρια, αμύγδαλα και κάστανα. Παρόμοιοι πυρακτωμένοι καρποί και σύκα εντοπίστηκαν σε ταφές νηπίων του 2ου αιώνα μ.Χ. σε ταφικό μνημείο έξω από την Αρκαδική Πύλη.

Ο Παυσανίας επισημαίνει (6.26.6) ότι λινάρι, κάνναβη και βύσσος καλλιεργούνταν στη γειτονική Ηλεία όπου υπήρχε και ανεπτυγμένη βιομηχανία μεταξιού. Τα ίδια προϊόντα υπήρχαν και στη Μεσσηνία.

Η θάλασσα που περικλείει τις δυτικές και νότιες ακτές της Μεσσηνίας, όχι μόνο παρείχε αλιευτικά προϊόντα στους κατοίκους της, αλλά συνέδεε τον πληθυσμό της περιοχής με την ευρύτερη Μεσόγειο και την Αδριατική μέσω των λιμανιών της Πύλου και της Κυπαρισσίας. Στα δασώδη όρη της Μεσσηνίας, εκτός από ξυλεία, υπήρχε πάντα και άφθονο κυνήγι. Δεν έλειπαν οι αγριόχοιροι, οι λαγοί, τα κόκκινα ελάφια και οι καφέ αρκούδες.

ΣΦΕΛΑ… ΑΠΟ ΠΑΛΙΑ

Στις πλαγιές και τα λιβάδια έβοσκαν άλογα, βοοειδή και αιγοπρόβατα, που σημαίνει παραγωγή γάλακτος, τυριού και κρέατος, ενώ πουλερικά και μελίσσια ενδημούσαν στις αυλές των σπιτιών.

Σύμφωνα με τον αρχαιοζωολόγο Günter Nobis, μεγαλόσωμα βοοειδή εκτρέφονταν σε ορισμένες περιοχές, ενώ πολλά οστά νεαρών αλόγων βρέθηκαν στη νότια αυλή του Ασκληπιείου της Μεσσήνης, μαζί με οστά μικρών ιθαγενών πτηνών. Η δε παραγωγή παραδοσιακού τύπου τυριών, όπως η μεσσηνιακή σφέλα, φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει από την αρχαιότητα.

Για τα άλογα και τα λοιπά βοσκήματα της Μεσσηνίας χαρακτηριστικό είναι σχετικό χωρίο του Πλάτωνα (Αλκιβιάδης, 1.122d).

Επίσης, αρκετά σημαντικός αριθμός θραυσμάτων από κυψέλες μελισσών ήρθαν στο φως σε διάφορα σημεία της αρχαίας Μεσσήνης και της Μεσσηνίας γενικότερα.

Η «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΟΦΗ» ΚΑΙ ΤΟ ΨΩΜΙ

Οι χοίροι, η ντόπια «γουρουνοπούλα», υπήρξε εθνική τροφή των Μεσσήνιων, ειδικά κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, όπως άλλωστε και σήμερα. Η αύξηση στην κατανάλωση χοιρείου κρέατος στη Ρωμαϊκή περίοδο προκύπτει από τη μελέτη οστών ζώων που βρέθηκαν στη Μεσσήνη. Στη Ρώμη, από την ύστερη Δημοκρατία και μετά, και στην Αλεξάνδρεια και στην Κωνσταντινούπολη από τον 3ο και 4ο αντίστοιχα αιώνα μ.Χ., η τροφή που διανέμονταν δεν αφορούσε μόνο σε δημητριακά ή ψωμί, αλλά και σε λάδι, φθηνό κρασί και χοιρινό κρέας.

Ο μεγάλος αριθμός από μυλόπετρες που έχει έλθει στο φως στις ανασκαφές υποδεικνύει ότι κάθε οικογένεια άλεθε το δικό της σιτάρι και κριθάρι και διέθετε το δικό της ψωμί κι αλεύρι. Σε περιόδους έλλειψης -εισβολές εχθρών ή σιτοδεία- γίνονταν εισαγωγές σιταριού κυρίως από την Ιταλία, με τη μεσολάβηση των μεσσηνιακών αρχών. Επιγραφή από τη Θουρία του 1ου αιώνα π.Χ. παρέχει λεπτομέρειες αγοράς σιταριού με δημόσια χρήματα, και διανομής του πλεονάσματος σε πολίτες.

Επίσης, κάθε νοικοκυριό διέθετε τον αργαλειό του για την ύφανση ρουχισμού και κλινοσκεπασμάτων, όπως μαρτυρούν οι χιλιάδες αγνύθες, τα υφαντικά δηλαδή βάρη κάθε τύπου, που αποκαλύπτονται με τις ανασκαφές μας.

Την παραγωγή τοπικού οίνου την αποθήκευαν και τη μετέφεραν σε οξυπύθμενους αμφορείς εγχώριας κατασκευής, χωρίς σφραγίσματα στις λαβές. Οι περισσότεροι από τους αμφορείς που αφορούν σε εισαγωγή οίνου, κυρίως από τη Ρόδο και την Κνίδο, ανήκουν χρονικά στα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής κυριαρχίας μεταξύ του 146 και 30 π.Χ.

Ο ΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ

Η αγροτική περιουσία και η γαιοκτησία της μεσσηνιακής οικογένειας αποτελούσαν τα θεμέλια της οικονομικής ζωής και βασική προϋπόθεση ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων από τα άρρενα μέλη της.

Από τη μακρινή αρχαιότητα πάντως, ο πλούτος της μεσσηνιακής αγροτικής παραγωγής, κατά τα λεγόμενα του ποιητή Τυρταίου, ήταν ο κύριος στόχος της κατακτητικής πολιτικής της Σπάρτης. Μια ληστρική εισβολή των Αιτωλών υπό την ηγεσία του Δωρίμαχου, το 221 π.Χ., είχε στόχο την απαγωγή ζωικού κεφαλαίου, ενώ μια δεύτερη εισβολή «χτύπησε» το μεγάλο κτήμα του Μεσσηνίου Χείρωνα κοντά στην πόλη.

ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ

Οι Μεσσήνιοι είχαν άμεσες εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια. Οι δε εμπορικές επαφές και οι σχέσεις τους με τη Δύση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, εισαγωγές από την Ιταλία, που άρχισαν ήδη να κάνουν την εμφάνισή τους από το τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα.

Η παραλία της Κυπαρισσίας αντίκριζε τις γνώριμες δυτικές θάλασσες και τις πόλεις με τις οποίες οι Μεσσήνιοι είχαν αναπτύξει ισχυρές πολιτικές, φιλικές και εμπορικές σχέσεις. Μεταξύ των πόλεων αυτών ήταν το Ρήγιο (το σύγχρονο Ρέτζο) και η Μεσσάνα (η σύγχρονη πόλη Messina), όπου είχαν βρει καταφύγιο πολλοί Μεσσήνιοι της διασποράς.

Μεταξύ της Κυπαρισσίας και της Πύλου υπάρχει η νήσος Πρώτη, η οποία δεν είχε κατοίκους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ενώ κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας υπήρχε εκεί ομώνυμο πόλισμα (πολίχνιον) που μνημονεύει ο Στράβων. Σχετικά με τη ναυτιλία, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι διερχόμενοι έμποροι ναυτικοί που προσορμίζονταν στον κολπίσκο του Γραμμένου, στην ανατολική πλευρά του νησιού, χάραζαν τις προσευχές στους για ευπλοΐα στους βράχους. Εφθαναν συνήθως εκεί από τη Μικρά Ασία (Μίλητο, Σμύρνη, Εφεσο, Ασσο, Σελεύκεια), την Λέσβο, την Αθήνα και τη Σικελία.

Οι εμπορικές σχέσεις της Μεσσηνίας με τη Μικρά Ασία, παρά τις δυσκολίες που υπήρχαν λόγω της απόστασης και των κινδύνων της ναυτικής παράκαμψης της Πελοποννήσου και της πλεύσης μέσω του Αιγαίου Πελάγους, επιβεβαιώνονται όχι μόνο από τις επιγραφές της νήσου Πρώτης, αλλά και από έναν αριθμό νομισμάτων από τη Μικρά Ασία που βρέθηκαν σε μεσσηνιακό έδαφος. Ο Ισθμός της Κορίνθου, παρά τις εντυπωσιακές προσπάθειες του Νέρωνα, δεν είχε ακόμα διανοιχθεί. Είναι πιθανόν να συνέχιζαν να σέρνουν τα πλοία μικρού εκτοπίσματος πάνω στην αρχαία δίολκο, η οποία βρισκόταν σε συνεχείς επισκευαστικές εργασίες. Η δίολκος ήταν κατ’ ουσίαν ένας πλακόστρωτος δρόμος, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τον οποίο χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά διαφόρων αγαθών και μεγάλων λίθων λατομείων από τον Κορινθιακό στο Σαρωνικό Κόλπο, φορτωμένων όχι σε πλοία, αλλά σε κάρα τα οποία τραβούσαν άλογα ή βόδια.

ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ – ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

Οι εξαγωγές και οι εισαγωγές προϊόντων στη Μεσσηνία και τη δυτική Ελλάδα από την Αδριατική πολλαπλασιάστηκαν μετά το 146 π.Χ., και κορυφώθηκαν στα χρόνια του Αυγούστου και του Τιβερίου, όταν Ρωμαίοι και άλλοι πολίτες εγκαταστάθηκαν στην πόλη της Μεσσήνης. Οι νέοι αυτοί έποικοι έφεραν μαζί τις συνήθειες και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους στη διατροφής. Οι Μεσσήνιοι διατηρούσαν ανέκαθεν φιλικές σχέσεις με τους Ρωμαίους. Αυτοκράτορες όπως οι Τιβέριος, ο Κλαύδιος, και κυρίως ο Νέρων, αλλά επίσης και οι Τραϊανός, Αδριανός, Σεπτίμιος Σεβήρος, Μάρκος Αυρήλιος και Λούκιος Βέρος τιμήθηκαν από τους Μεσσήνιους με το στήσιμο ανδριάντων στην αγορά και στο θέατρο.

Το πρώτο κύμα μετανάστευσης από την Ιταλία έλαβε χώρα στα χρόνια της ύστερης Δημοκρατίας, με κύρια περιοχή προέλευσης την Καμπανία. Στους χρόνους του Αυγούστου, μια πολυάριθμη ομάδα εφήβων, η οποία αναγράφεται στους εφηβικούς καταλόγους ως ομάδα «Ξένων και Ρωμαίων», προστέθηκε στις πέντε φυλές της Μεσσήνης που μαστιζόταν από ολιγανθρωπία.

Η μεσσηνιακή κοινωνία ήταν μια ευημερούσα, πολυπολιτισμική και κοσμοπολιτική κοινωνία. Η pax Romana είχε οδηγήσει στην ανάδειξη της Μεσσήνης ως πόλης υψηλού κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου.

ΕΛΑΙΩΝΕΣ, ΛΙΒΑΔΙΑ, ΑΜΠΕΛΙΑ ΚΑΙ ΔΑΣΗ

Τα 9,5 χιλιομέτρων μήκους τείχη της Μεσσήνης, που περιέβαλλαν έκταση 290 εκταρίων, περιείχαν στο εσωτερικό τους ελεύθερες περιοχές μεγαλύτερες από τις δομημένες, όπου δεν υπήρχαν κτήρια αλλά αγροί.

Οι εκτάσεις αυτές περιέκλειαν τον ορεινό όγκο της Ιθώμης για υλοτομία, λατόμηση και βοσκή, καθώς επίσης λιβαδικές επίπεδες επεκτάσεις στα νότια, τα δυτικά και τα ανατολικά του κέντρου της πόλης για την καλλιέργεια και την εκτροφή κατοικίδιων ζώων.

Η εικόνα του αστικού τοπίου της Μεσσήνης στην αρχαιότητα, η ευρύτερη περιοχή της πόλης και των τειχών της, δεν ήταν διαφορετική σε εμφάνιση από το σημερινό αρχαιολογικό πάρκο, με τα μεγαλειώδη, επιβλητικά αρχαία κτήρια να δεσπόζουν μεταξύ των ελαιώνων, των αμπελώνων.

ΤΟ ΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η διατροφή των κατοίκων της Μεσσήνης και της Μεσσηνίας κατά την αρχαιότητα βασιζόταν σε φυτικές τροφές (φρούτα, λαχανικά, ψωμί, διάφορα σιτηρά, καρπούς και σπόρους), ελαιόλαδο ως κύρια πηγή λίπους, τυρί και ψάρι σε μέτριες ποσότητες, αυγά, μικρή κατανάλωση κόκκινου κρέατος και τοπικού οίνου. Αυτό ακριβώς είναι το πρότυπο της μεσογειακής διατροφής, διάσημο σήμερα για τα οφέλη του στην υγεία του ανθρώπου.