Ακόμη και ο πλέον επιφανειακός μελετητής του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου μετά βεβαιότητας γνωρίζει την εξαιρετικά παρακινδυνευμένη έως αυτοκτονική απόφαση του βρετανικού και γαλλικού γενικού επιτελείου τον χειμώνα του 1939-1940 να δεσμεύσουν έως και 30.000 άνδρες για την υποβοήθηση του Φινλανδικού Στρατού κατά τoν λεγόμενο «πόλεμο του χειμώνα», δηλαδή τη σοβιετική εισβολή (20 Νοεμβρίου 1939-27 Δεκεμβρίου 1939), αρχική απώθηση (27 Δεκεμβρίου 1939-5 Ιανουαρίου 1940) και τελική συνθηκολόγηση (5 Ιανουαρίου 1940-6 Μαρτίου 1941) της Φινλανδίας.
Η παρ’ ολίγον εμπλοκή των Άγγλων και των Γάλλων με εκείνες τις δυνάμεις που σήκωσαν το βαρύ φορτίο «αίματος» για τη κατανίκηση των ναζιστικών στρατιών στην Ευρώπη προέκυψε και από την αναγκαιότητα διασφάλισης των μεταλλίων σιδήρου της βόρειας Νορβηγίας αλλά πρωτίστως από τη δραματική υποτίμηση του αξιόμαχου των σοβιετικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Οι μαζικές εκκαθαρίσεις του Κόκκινου Στρατού από τον Στάλιν κατά την περίοδο 1937-1938 και η αρχική υποτίμηση της φινλανδικής αντίστασης από τους ίδιους τους Σοβιετικούς τον Δεκέμβριο του ’39 είχαν αποκρυσταλλώσει την άποψη στο σύνολο σχεδόν των αντιναζιστικών δυνάμεων ότι η ΕΣΣΔ αποτελούσε έναν στρατιωτικά μη υπολογίσιμο αντίπαλο.
Η συντριβή των Ιαπώνων από τις στρατιές του Ζούκοφ στην Ανατολική Σιβηρία προφανώς δεν είχε κάνει καμία ιδιαίτερη εντύπωση στους επιτελείς των συμμάχων. Αυτό άλλωστε καθίσταται σαφές από τις απολύτως ενδεικτικές για το πόσο είχαν υποτιμήσει τους Σοβιετικούς δηλώσεις του Τσόρτσιλ στις 20 Ιανουαρίου 1940, σύμφωνα με τις οποίες: «Η Φινλανδία είχε αποκαλύψει την στρατιωτική ανικανότητα του Κόκκινου Στρατού».
Σχολιάζοντας το επεισόδιο του φινλανδικού πολέμου, ο Χένρι Κίσινγκερ υπογράμμισε ότι «αν και ο ρωσοπολωνικός πόλεμος ήταν μια δευτερεύουσα υπόθεση, ωστόσο χρησίμευσε στο να καταδείξει τον βαθμό στον οποίο η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία είχαν χάσει την επαφή τους με τη στρατηγική πραγματικότητα».
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι το εν λόγω επεισόδιο δεν αναφέρεται πουθενά στα έργα των Χαρτ, Κίσινγκερ και Κίγκαν, την ίδια περίπου περίοδο που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ετοιμάζονταν να αποστείλουν –παρά την περί του αντιθέτου επιθυμία Νορβηγών και Σουηδών– 30.000 στρατό για να πολεμήσει τους Σοβιετικούς στη Φινλανδία1, το Ανώτατο Διασυμμαχικό Συμβούλιο βρισκόταν πολύ κοντά στη λήψη μιας άλλης κρίσιμης απόφασης.
Η απόφαση αυτή, εάν τελικά υλοποιούνταν, θα είχε εξίσου, αν όχι περισσότερο καταστροφικές συνέπειες για τη βρετανική και κατ’ επέκταση για την αντιναζιστική πολεμική προσπάθεια, συγκριτικά με την απονενοημένη επιχείρηση υποστήριξης των Φινλανδών.
Η πετρελαϊκή διάσταση του Σοβιετο-Ναζιστικού Συμφώνου και οι αναγνωριστικές πτήσεις στοχοθεσίας σε Μπακού και Μπατούμι
Όταν στις 24 Αυγούστου του 1939 η Ευρώπη προσπαθούσε ακόμα να συνέλθει από το σοκ της είδησης του Σοβιετό-Ναζιστικού συνασπισμού, που μέσα στο επόμενο εξάμηνο θα διένειμε το σύνολο της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ των δύο απολυταρχικότερων καθεστώτων του περασμένου αιώνα, η κύρια στρατηγική ανησυχία των Αγγλο-Γάλλων δεν εντοπιζόταν στο γεγονός ότι η συμφωνία Χίτλερ-Στάλιν σφράγιζε την τύχη της Πολωνίας.
Το γεγονός ότι η μη ύπαρξη ενός Ανατολικού Μετώπου θα επέτρεπε στους Γερμανούς να επικεντρώσουν τη δύναμη της στρατιωτικής τους μηχανής κατά της Γαλλίας επίσης φάνηκε να έχει δευτερεύουσα σημασία καθώς τα επιχειρησιακά δεδομένα του Blitzkrieg δεν είχαν ακόμη αρχίσει να γίνονται εμφανή.
Στο μυαλό –πρωτίστως– των Βρετανών επιτελών, το Πρωτοκόλλο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ θα κατέστρεφε την επιδιώκομενη εφαρμογή ενός στρατηγικού σχεδιασμού για τον κλιμακούμενο γεω-οικονομικό ναυτικό αποκλεισμό της Γερμανίας κατά τα πρότυπα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τα πετρελαϊκά αποθέματα της Σοβιετικής Ένωσης θα διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην υπονόμευση ενός στρατηγικού σχεδιασμού που επιδίωκε στην ουσία να αντιμετωπίσει τη επερχόμενη νέα παγκόσμια σύρραξη ως μια σχεδόν τελετουργική επανάληψη της προηγούμενης. Στον ζωτικής σημασίας πετρελαϊκό τομέα, από τον οποίο σε μεγάλο βαθμό κρίθηκε και η συνθηκολόγηση του Β΄ Ράιχ το 1918, η ναζιστική Γερμανία ήταν πολύ καλύτερα προετοιμασμένη.
Θεμέλιος λίθος αυτής της προετοιμασίας ήταν η δημιουργία συνθετικών καυσίμων, με πρώτη ύλη τα τεράστια αποθέματα άνθρακα της δυτικής Γερμανίας και των κατεχομένων Κάτω Χωρών, η οποία κάλυπτε το 1938 περίπου το 1/3 των συνολικών πετρελαϊκών αναγκών του Ράιχ και το 95% των επιχειρησιακών απαιτήσεων της Λουφτβάφε.
Όταν ο αγγλο-γαλλικός ναυτικός αποκλεισμός αποστέρησε τη Γερμανία σχεδόν από το σύνολο των υπερπόντιων εισαγωγών της, η ναζιστική πολεμική μηχανή έμεινε μέσα στον Οκτώβριο του 1939 με δύο μόνο ενάλλακτικές πηγές τροφοδοσίας: τη Ρουμανία, και συγκεκριμένα τις πετρελαιοπηγές του Πλοέστι, και τη Σοβιετική Ένωση, και συγκεκριμένα τις πετρελαιοπηγές του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, που τότε αναλογούσαν στο 86% της συνολικής σοβιετικής παραγωγής πετρελαίου ήτοι, τους 30 από τους 35 εκατομμύρια τόνους.
Ο Χίτλερ γνώριζε ότι μπορούσε να βασιστεί στα εργοστάσια υδροπαραγωγής συνθετικών καυσίμων αλλά αυτά –αν και διπλασίασαν τον όγκο της παραγωγής τους– δεν μπόρεσαν μέσα στο πρώτο μισό του 1940 να ικανοποιήσουν παρά μονάχα τα 2/3 των συνολικών πολεμικών αναγκών της Βέρμαχτ. Το υπόλοιπο 1/3, που παρεμπιπτόντως τροφοδότησε τη ναζιστική κατάκτηση της δυτικής Ευρώπης μέσα στο β΄ εξάμηνο του 1940 προήλθε περίπου κατά 30% από την ΕΣΣΔ και κατά 70% από τη Ρουμανία.
Η σοβιετο-γερμανική πετρελαϊκή συνεργασία αποκρυσταλλώθηκε μέσω δύο διμερών συμφωνιών οικονομικής συνεργασίας τον Οκτώβριο του 1939 και τον Φεβρουάριο του 1940, παραδίδοντας στο Ράιχ γύρω στο ένα εκατομμύριο τόνους πετρελαίου.
Συνεπώς, ο Στάλιν δεν συνέβαλε απλώς στη διάτρηση του συμμαχικού αποκλεισμού λειτουργώντας ως ο ασφαλής διαμετακομιστής στρατηγικών πρώτων υλών, που η Γερμανία θα μπορούσε να εισάγει μέσω ΕΣΣΔ είτε από τους συμμάχους της στην Άπω Ανατολή είτε από τα ουδέτερα κράτη. Ο ίδιος ο Στάλιν αποτελούσε πλέον σημαντικό τροφοδότη του Γερμανικού Στρατού για την κρισιμότερη των στρατηγικών πρώτων υλών: το αργό πετρέλαιο. Η στοχοποίηση του πετρελαϊκού κέντρου της Σοβιετικής Ένωσης τέθηκε ήδη από τα τέλη του 1939 στις ανώτατες προτεραιότητες του συμμαχικού γαλλοβρετανικού Επιτελείου.
Η πρώτη αναφορά στο ενδεχόμενο ενός συμμαχικού βομβαρδισμού έναντι της πετρελαϊκής «πρωτεύουσας» της Σοβιετικής Ένωσης ανάγεται στην υποβολή μιας αρχικής αναφοράς (2 Δεκεμβρίου 1939) εκ μέρους της RAF (Royal Air Force) προς το βρετανικό Γενικό Επιτελείο με τίτλο «Report on the Vulnerability of Russian Oil Supplies» («Έκθεση για τα τρωτά σημεία της ρωσικής πετρελαϊκής παραγωγής»).
Το Γενικό Επιτελείο, παρακινούμενο από την ούτως ή άλλως παρελκυστική πολιτική του «ψευτοπολέμου» που ακολουθούσε ακόμη η κυβέρνηση Τσάμπερλεν, δεν επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, και υποχρεώθηκε να το πράξει μόνο μετά από την ταχύτητα του σχεδιασμού του γαλλικού Επιτελείου.
Έως αυτό το σημείο τα βρετανικά σχέδια στερούνται της δυνατότητας άμεσης εφαρμογής, παραμένοντας ουσιαστικά σε επίπεδο σχεδιασμού εναλλακτικών ενδεχομένων (contingency planning). Ως εκ τούτου, η πρώτη σοβαρή προσπάθεια κατάρτισης ενός πλήρους, επιχειρησιακού σχεδίου δράσης ανήκει στη γαλλική πλευρά.
Η εντολή μάλιστα δόθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1940 από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Νταλαντιέ προς τους επικεφαλής των γαλλικών στρατιωτικών (στρατηγό Γκαμελέν) και ναυτικών (ναύαρχο Νταρλάν) δυνάμεων, για να εξακριβώσουν την επιχειρησιακή εφαρμοσιμότητα ενός σχεδίου που θα διέλυε τη σοβιετική πετρελαϊκή υποδομή. Συγκεκριμένα, οι Γάλλοι επιτελείς θα εξέταζαν τρία εναλλακτικά σχέδια δράσης την ίδια ώρα που η γαλλική πολιτική ηγεσία θα έθετε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα σε διασυμμαχικό επίπεδο, όπως και έγινε κατά τη γαλλοβρετανική διάσκεψη της Βυρητού μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες.
Η μελέτη αυτή προέβλεπε δύο βασικές επιχειρησιακές εναλλακτικές: τον απεριόριστο ναυτικό πόλεμο κατά των γερμανικών δεξαμενοπλοίων στο Αιγαίο και την περιοχή της ΝΑ Μεσογείου έτσι ώστε να αποκλειστούν στη Μαύρη Θάλασσα οι γερμανικές εξαγωγές ή την άμεση στρατιωτική προσβολή των σοβιετικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στο σύνολο της περιοχής του Καυκάσου-Υπερκαυκασίας από τα μικρά παραγωγικά πεδία στο Μαϊκόπ και το Γκρόζνι έως την καρδιά της βιομηχανίας στο Μπακού και το νευραλγικό κέντρο των σοβιετικών εξαγωγών μέσω της καταστροφής του λιμανιού του Μπατούμι στη σημερινή Απχαζία και του πετρελαιαγωγού που το συνέδεε με την αζερική πρωτεύουσα. Η τρίτη εναλλακτική που προέβλεπε την παρακίνηση σε εξέγερση των μουσουλμανικών πληθυσμών της περιοχής μάλλον εγκαταλείφθηκε εν τη γενέσει της.
Στις 22 Φεβρουαρίου η τελική έκθεση του στρατηγού Γκαμελέν κατέληξε ανεπιφύλακτα στην επιλογή της αεροπορικής προσβολής του σοβιετικού Καυκάσου. Ο Γάλλος στρατάρχης απέκλεισε τα πεδία του Γκρόζνι και του Μαϊκόπ ως δευτερεύουσας σημασίας, δεδομένου ότι έως την άνοιξη του 1940 δεν θα υπήρχαν και τα κατάλληλα μέσα προσβολής. Κατά τη γνώμη του, η συμμαχική προσπάθεια θα έπρεπε να επικεντρωθεί έναντι του Μπακού και του Μπατούμι.
Εάν η επιχείρηση πετύχαινε, θα οδηγούσε στην καταστροφή του 75% της συνολικής σοβιετικής παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, κατά τον Γκαμελέν οι αεροπορικές επιδρομές «καθιστούσαν δυνατό ένα πολύ βαρύ, αν όχι αποφασιστικό πλήγμα κατά της στρατιωτικής και οικονομικής οργάνωσης της Σοβιετικής Ρωσίας. Μέσα σε μερικούς μήνες η ΕΣΣΔ θα περιέπιπτε σε δυσκολίες τέτοιου μεγέθους, που θα την έθεταν σε κίνδυνο ολοκληρωτικής κατάρρευσης».
Παρά την εμφανή υπεραισιοδοξία των εκτιμήσεων Γκαμελέν, η γαλλική πίεση υποχρέωσε και τη βρετανική διοίκηση να εξετάσει την όλη επιχείρηση με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα, κάτι που διαφαίνεται από το γεγονός ότι η επιδίωξη διασφάλισης αεροπορικών βάσεων στην Τουρκία από πλευράς Άγγλων και Γάλλων, αποτέλεσε το επίκεντρο των διαπραγματεύσεων Συμμάχων και Τούρκων τον Μάρτιο του 1940.
Πέρα από τα ευρύτερα γεωστρατηγικά οφέλη που το Παρίσι και κυρίως το Λονδίνο επιδίωκε από μια τουρκική συμμαχία, αναφορικά πρωτίστως με την προστασία των αποικιακών τους κτήσεων στη Μέση Ανατολή, το άμεσο επιχειρησιακό ζητούμενο από την πλευρά τους σχετιζόταν με το σχεδιαζόμενο πλήγμα κατά των ρωσικών πετρελαϊκών υποδομών.
Κατά τις διαπραγματεύσεις τους με τη τουρκική στρατιωτική ηγεσία, οι επιτελείς των Συμμάχων υπό τον επικεφαλής της RAF στη Μέση Ανατολή, πτέραρχο Μίτσελ, την περίοδο 9 έως 13 Μαρτίου αξίωσαν από την Τουρκία την παροχή ενδιάμεσων σταθμών ανεφοδιασμού των σμηνών που θα επιχειρούσαν κατά του Μπακού, στις πόλεις Ντιάρμπακιρ, Ερζουρούμ, Καρς και στην περιοχή της λίμνης Βαν.
Την κύρια ωστόσο βάση εφόρμησης θα αποτελούσαν οι βρετανικές βάσεις του Ιράκ στη Μοσούλη και τη Χαμπανίγια, και κυρίως η βάση της Τζεζιρέ στο βορειο-ανατολικό άκρο τής υπό γαλλικής εντολής Συρίας (βλέπε χάρτη). Παρά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων Τούρκων και Συμμάχων και την αλλαγή φρουράς στο Παρίσι ύστερα από την παραίτηση του πρωθυπουργού Νταλαντιέ, ο συμμαχικός σχεδιασμός προχωρούσε με εντατικούς ρυθμούς.
Η νέα γαλλική κυβέρνηση υπό τον Πολ Ρεϊνό επιδίωξε να υιοθετήσει μία ακόμη πιο επιθετική στρατηγική έναντι της Σοβιετικής Ένωσης πιέζοντας τους Βρετανούς προς αυτήν την εξαιρετικά ριψοκίνδυνη κατεύθυνση.
Ωστόσο, το Λονδίνο, αν και ανέθεσε σε ειδικό κλιμάκιο της SIS (Secret Intelligence Service) υπό τον μετέπειτα «πατέρα» του «Ultra», σμηναγό Σίντνεϊ Κότον, να προχωρήσει στην εκτέλεση τριών αναγνωριστικών αποστολών κατόπτευσης και στοχοθέτησης των σοβιετικών εγκαταστάσεων, παρέμενε σαφώς πολύ δυστακτικότερο. Η διάσταση απόψεων μεταξύ των συμμάχων διαφάνηκε με τον δραματικότερο τρόπο στην έκτη σύσκεψη του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου της 28ης Μαρτίου 1940.
Στη συγκεκριμένη συνεδρίαση ο Ρεϊνό άσκησε αφόρητες πιέσεις προς τους Βρετανούς να προχωρήσουν το συντομότερο δυνατόν στον βομβαρδισμό των σοβιετικών πετρελαίων ζητώντας την ανάπτυξη της σχετικής δύναμης κρούσης εντός μερικών εβδομάδων.
Αν και αργότερα, στα απομνημονεύματά του, προσπάθησε να το αρνηθεί υποστηρίζοντας ότι κατά το Συμμαχικό Πολεμικό Συμβούλιο της 28ης Μαρτίου στο Λονδίνο αντιτάχθηκε στην «ανόητη περιπέτεια του Καυκάσου που θα μας έστρεφε εναντίον ενός ακόμη εχθρού, και τι εχθρού!», ο Ρεϊνό υπήρξε σαφής υπέρμαχος της όλης επιχείρησης.
Μετά τον πόλεμο η γαλλική κοινοβουλευτική επιτροπή η οποία εξέτασε τα γεγονότα που σχετίζονταν με την πτώση της Γαλλίας, έφερε στο φως μια άκρως απόρρητη επιστολή εκ μέρους του Ρεϊνό προς τον Τσάμπερλεν με ημερομηνία 25 Μαρτίου 1940. Σε αυτήν ο Γάλλος πρωθυπουργός προσκαλούσε τη Βρετανία να υποστηρίξει «μια αποφασιστική επιχείρηση στη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο, όχι μόνο προκειμένου να περιορίσουμε την εξαγωγή του ρωσικού πετρελαίου προς τη Γερμανία, αλλά, πάνω απ’ όλα, να παραλύσουμε όλη την οικονομία της ΕΣΣΔ, πριν το Ράιχ μπορέσει να την οργανώσει προς όφελός του».
Οι Βρετανοί αντέταξαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον υπό τις παρούσες πολιτικές αλλά και επιχειρησιακές συνθήκες, διότι δεν υπήρχε ποσοτική και ποιοτική επάρκεια αεροφωτογραφικών δεδομένων, πράγμα που καθιστούσε τον όλο σχεδιασμό μη επιχειρησιακό. Στην πραγματικότητα τα δεδομένα που υπήρχαν στερούνταν ουσιαστικής αξιοπιστίας. Όπως θα δούμε στη συνέχεια ακόμη και τα τελικά επιχειρησιακά δεομένα ήταν τόσο ελλιπή που θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στο σχεδόν ολοκληρωτικό φιάσκο της επιχείρησης έαν αυτή διεξαγόταν! Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι επιτελικοί χάρτες των Συμμάχων για την πόλη του Μπακού ήταν στην καλύτερη περίπτωση τριάντα ετών, δηλαδή είχαν δημιουργηθεί πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα το 1912!
Όπως αποδείχθηκε από την πρώτη αναγνωριστική πτήση του σμηναγού Μπάρτον στις 30 Μαρτίου ο κύριος αντικειμενικός στόχος, δηλαδή το Μπακού, ήταν τουλάχιστον διπλάσιος σε έκταση απ’ ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί! Ο Μπάρτον κατ’ αυτήν την πρώτη αποστολή φωτογράφησης ανακάλυψε επίσης ότι η κάλυψη του τρίτου αντικειμενικού στόχου, δηλαδή του κέντρου διυλιστηρίων στο Γκρόζνι της Τσετσενίας, απαιτούσε ένα εντελώς διαφορετικό αεροπλάνο από το Lockheed 14 Super Electra που χρησιμοποιήθηκε για την αποστολή λόγω της υπερβολικής κατανάλωσης καυσίμων του αεροσκάφους.
Τα καύσιμα που θα χρησιμοποιούνταν για να φτάσουν έως το Γκρόζνι δεν θα επέτρεπαν την κατόπτευση ενός από τους άλλους δύο –και στρατηγικά πολύ σπουδαιότερους- αντικειμενικούς στόχους, το παραγωγικό, αποθηκευτικό και διυλιστικό κέντρο του Μπακού και φυσικά το εξαγωγικό επίνειο του Μπατούμι. Ως αποτέλεσμα, όταν μετά από εννέα ώρες πτήσης ο Μπάρτον επέστρεψε στη Χαμπανίγια, το Γκρόζνι αποκλείστηκε εντελώς από τους επιχειρησιακούς σχεδιασμούς των Βρετανών.
Στις 5 Απριλίου, μερικές ημέρες πριν από τη γερμανική επίθεση κατά της Νορβηγίας, το αεροφωτογραφικό του Μπάρτον απογειώθηκε από τη Χαμπανίγια με στόχο την αεροφωτογράφηση των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στο Μπατούμι. Σε αντίθεση με την αποστολή στο Μπακού, το βρετανικό Lockheed 14 Super Electra αναγνωρίστηκε και αναχαιτίστηκε επιτυχώς από ένα γερμανικό Messerschmitt BF 109E-3 χωρίς να έχει έως σήμερα διευκρινιστεί έαν επρόκειτο για αεροσκάφος της Luftwaffe ή για ένα από τα πέντε Messerschmitt που οι Γερμανοί είχαν παραδώσει στον Στάλιν μέσα στο 1940.
Το κατασκοπευτικό αεροσκάφος, που είχε παραβιάσει τον τουρκικό εναέριο χώρο, δεν συνοδευόταν από κάποιο μαχητικό και, σε περίπτωση που ο πιλότος του Messerschmitt BF 109E-3 είχε συνεχίσει την καταδίωξή του και εντός Τουρκίας, ο Μπάρτον και το πλήρωμά του θα ήταν πιθανότατα νεκροί.
Η γερμανική επίθεση στη Νορβηγία, η κορύφωση των γαλλικών πιέσεων και το σκάνδαλο» της Charité-sur-Loire
Η ναζιστική εισβολή στη Νορβηγία στις 9 Απριλίου, που είχε ως αντικειμενικό στόχο να εξασφαλίσει τα πλούσια σιδηρομεταλλεύματα της βόρειας Νορβηγίας για το Ράιχ, χρησιμοποιώντας παράλληλα τις δυτικές ακτές της χώρας ως βάσεις υποβρυχίων, οδήγησαν στην αναπροσαρμογή των βρετανικών προτεραιοτήτων.
Το Λονδίνο εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει με εξαιρετική καχυποψία την προφανέστατη γαλλική προσπάθεια να το εμπλέξει σε μια πολεμική σύγκρουση και με την ΕΣΣΔ. Μια τέτοια ενέργεια, κατά τη γαλλική διπλωματία, θα υποχρέωνε τους Βρετανούς να ενισχύσουν δραματικά την έως τότε ισχνή στρατιωτική τους παρουσία στο μεταγενέστερο δυτικό μέτωπο. Στις αρχές του 1940 υπήρχαν στη Γαλλία μόλις δέκα βρετανικές μεραρχίες έναντι ενενήντα τεσσάρων γαλλικών.
Στην πραγματικότητα όμως η μνημειώδης ανοησία της γαλλικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, που υπολόγιζε ότι με ένα χτύπημα θα γονάτιζε τον σοβιετικό κολοσσό, είχε εσωτερικά πολιτικά ελατήρια του χειρότερου μικροπολιτικού χαρακτήρα και τα οποία σχετίζονταν με το φόβητρο του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος.
Το κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας, το ισχυρότερο στη μεσοπολεμική Ευρώπη μαζί με το ιταλικό, είχε τεθεί εκτός νόμου με την έναρξη του πολέμου, αλλά η πλειοψηφία της γαλλικής νομοθετικής εξουσίας λειτουργούσε ακόμη με την ψευδαίσθηση ότι ο βασικός αντίπαλος της Γαλλίας βρισκόταν στο Κρεμλίνο και όχι στην καγκελαρία του Βερολίνου. Πέρα από την υποτίμηση της σοβιετικής στρατιωτικής ισχύος, που συνεχίστηκε και κατά την εξέλιξη του φινλανδικού πολέμου, άλλα ψυχολογικά αίτια για τη δραματική αποκοπή του γαλλικού ανώτατου επιτελείου από την πραγματικότητα είναι δύσκολο να εξευρεθούν.
Ήδη κατά τη συνάντησή του με το ανώτατο βρετανικό Επιτελείο στη Βενσέν στις 31 Ιανουαρίου 1940, ο στρατάρχης Γκαμελέν παραδέχθηκε ότι βρισκόταν υπό μεγάλη πίεση από τη δική του πλευρά για δράση έναντι των Σοβιετικών, δεδομένου ότι «το Κοινοβούλιο απαιτούσε αποφασιστική δράση εναντίον των Μπολσεβίκων». Τον Μάρτιο ο ίδιος ο Ντε Γκολ μας ενημερώνει ότι «ορισμένοι κύκλοι έβλεπαν ως εχθρό πιο πολύ τον Στάλιν παρά τον Χίτλερ. Ασχολούνταν με το να βρουν τρόπους να χτυπήσουν τη Ρωσία, είτε βοηθώντας τη Φινλανδία είτε βομβαρδίζοντας το Μπακού είτε αποβιβαζόμενοι στην Κωνσταντινούπολη, περισσότερο από το να αντιμετωπίσουν ουσιαστικά τη Γερμανία». Οι προσωρινές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Σοβιετικοί στη Φινλανδία φαίνεται πως οδήγησαν τους Γάλλους στρατηγούς σε μια ακόμα περισσότερο στρεβλή εκτίμηση της πραγματικότητας.
Είναι τραγικό για τη Γαλλία ότι οι άνθρωποι αυτοί κρατούσαν την τύχη της Γ΄ Δημοκρατίας στα χέρια τους. Οι Γκαμελέν, Νταλαντιέ και Βεϊγκάν μάλιστα έφτασαν να πιστεύουν ότι η επικείμενη κατάρρευση των Σοβιετικών στη Φινλανδία θα μπορούσε να επιταχυνθεί με τον βομβαρδισμό του Καυκάσου, που θα άνοιγε το δρόμο για την προέλαση των γαλλικών χερσαίων δυνάμεων προς τη Μόσχα και τη βόρεια Ρωσία!
Το εξωπραγματικό αυτό σχέδιο μεταφέρεται αυτούσιο στα απομνημονεύματα του τότε επικεφαλής της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής στη Φινλανδία και μετέπειτα πτεράρχου Πολ Στέλιν, ο οποίος είχε διατελέσει αναπλήρωτης αεροπορικός ακόλουθος της Γαλλίας στο Βερολίνο μέχρι και την ώρα κήρυξης του πολέμου τον Σεπτέμβριο του 1939.
Ο Στέλιν θυμάται με τρόμο την ενημέρωσή του από τον υπάρχηγο του γαλλικού Επιτελείου Αεροπορίας, πτέραρχο Μπερζερέ, όταν πληροφορήθηκε σταστισμένος (sic: stupefait) ότι: «Μετά τον βομβαρδισμό των ρωσικών πετρελαιοπηγών, οι δυνάμεις του στρατηγού Weygand θα προήλαυναν μέσω του Καυκάσου βόρεια προς την κατεύθυνση της Μόσχας, όπου θα συναντιόνταν με τις φινλανδικές και συμμαχικές δυνάμεις, οι οποίες θα κινούνταν κυκλωτικά προς τα κάτω από τον βορρά». Ένα επιπλέον τεκμήριο της προχειρότητας που χαρακτήριζε τον όλο σχεδιασμό αποτελεί το γεγονός ότι οι Σοβιετικοί είχαν πλήρη γνώση του κατα τα άλλα «άκρως απόρρητου» σχεδίου. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει κανείς εάν λάβει υπόψη του τα εξής:
Στις 9 Μαρτίου ο Αμερικανός πρέσβης στη Μόσχα, Λορενς Στάινχαρτ, ανέφερε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι «μια μαζική μεταφορά ρωσικών στρατευμάτων από τη Μόσχα στην περιοχή της Κασπίας θα αρχίσει σήμερα (…) Ο Voroshilov [ο κομισάριος για την Άμυνα] αναχώρησε για την περιοχή της Κασπίας στις 6 Μαρτίου εξαιτίας του φόβου της σοβιετικής κυβέρνησης ότι [επίκειται] κάποια μορφή επίθεσης από τους Βρετανούς και τους Γάλλους, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα πετρελαϊκά πεδία του Μπακού και τους αγωγούς».
Κατά τον Αμερικανό πρέσβη, ένας από τους λόγους που οδήγησαν το Κρεμλίνο στην απόφαση να επισπεύσει τη σύναψη ειρήνης με τους Φινλανδούς σχετιζόταν με «τη σοβιετική ανησυχία αναφορικά με [συμμαχικές επιθέσεις] (σ)τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο».
Στις 14 Μαρτίου ο Γάλλος πρέσβης στην Τουρκία Ren Massigli τηλεγράφησε στο Παρίσι ότι ο Τούρκος ΥΠΕΞ Σαράτσογλου του εκμυστηρεύθηκε ότι η σοβιετική κυβέρνηση είχε ζητήσει τη συμβουλή Αμερικανών ειδικών στο θέμα του πετρελαίου σχετικά με «το εάν και πώς μια φωτιά στις πετρελαιοπηγές του Μπακού, που προκλήθηκε από βομβαρδισμό, μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιτυχία».
Κατά τον Σαράτσογλου, οι Αμερικανοί ειδικοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξαιτίας της επιλογής λανθασμένης μεθόδου ανάπτυξης των πεδίων, ένα πολύ μεγάλο τμήμα του εδάφους είχε ποτιστεί με πετρέλαιο στο βαθμό που «μια φωτιά θα μεταδιδόταν αμέσως στην περιβάλλουσα περιοχή, καθιστώντας απαραίτητο να εκκενωθούν από τον τοπικό πληθυσμό ακόμα και περιοχές που βρίσκονταν σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων από την πόλη. Θα έπρεπε να περάσουν μήνες για να σβηστούν οι φωτιές και χρόνια για να ξαναρχίσει η παραγωγή».
Στις 14 Απριλίου ο ίδιος ο Μολότοφ ζήτησε από τη στρατιωτική αποστολή της γερμανικής πρεσβείας στη Μόσχα πληροφορίες αναφορικά με την παροχή μαγνητικών ναρκών προκειμένου να αποτραπεί ενδεχόμενη συμμαχική αποβατική ενέργεια εναντίον του Μουρμάνσκ, ενώ στις 25 Απριλίου η ίδια η σοβιετική ηγεσία προειδοποίησε πλέον ανοιχτά μέσω της Pravda τους Αγγλους και τους Γάλλους αλλά και την ίδια την Τουρκία «να αντισταθεί στις δολοπλοκίες των Βρετανών και των Γάλλων ιμπεριαλιστών».
Παρά την προφανή απώλεια του στοιχείου του αιφνιδιασμού και τη συνεχιζόμενη εφεκτικότητα του Λονδίνου, οι Γάλλοι συνέχιζαν να πιέζουν προς την κατεύθυνση της επίθεσης. Στις 22 Απριλίου ο Ρεϊνό επανέφερε μετ’ επιτάσεως το σχέδιο της επίθεσης στην όγδοη σύσκεψη του Διασυμμαχικού Πολεμικού Συμβουλίου.
Ο Τσάμπερλεν αρνήθηκε να συναινέσει στη γαλλική θέση για άμεση εκτέλεση της επίθεσης, αλλά δύο ημέρες αργότερα, ενημερώνοντας το Υπουργικό του Συμβούλιο, δεν απέκλεισε εντελώς το ενδεχόμενο της επίθεσης. Απλώς η νορβηγική εκστρατεία είχε υψηλότερη προτεραιότητα για τον ίδιο στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία. Είναι ενδεικτικό ότι η βρετανική κυβέρνηση υπό τον Τσάμπερλεν δεν απέκλεισε εντελώς την εναλλακτική του αντισοβιετικού πλήγματος, δίνοντας μάλιστα οδηγίες για την εντατικοποίηση της προετοιμασίας του Επιτελείου στη Μέση Ανατολή.
Έως τα τέλη Απριλίου τα δύο αεροπορικά Επιτελεία και οι περιφερειακές τους «υποδιευθύνσεις» στη Μέση Ανατολή είχαν ολοκληρώσει τον σχεδιασμό τους. Στις 7 Μαΐου το κοινό σχέδιο ήταν έτοιμο. Έλειπαν μόνο ακριβείς χάρτες στοχοθεσίας. Η Γαλλική Αεροπορία θα αναλάμβανε να χτυπήσει τις εγκαταστάσεις διυλιστηρίων και το εξαγωγικό επίνειο του Μπατούμι, όπως και τα πεδία παραγωγής του Γκρόζνι. Η RAF θα αναλάμβανε να επικεντρωθεί στην καταστροφή του Μπακού.
Η επιχείρηση θα διαρκούσε αρκετές εβδομάδες με κύματα βομβαρδιστικών επιχειρήσεων τόσο τη νύχτα όσο και την ημέρα. Η συνολική δύναμη κρούσης των συμμάχων είχε υπολογιστεί στα 120 περίπου βομβαρδιστικά και μαχητικά αεροσκάφη κατανεμημένα ισάριθμα σε δέκα σμήνη, πέντε γαλλικά και πέντε βρετανικά. Τα βρετανικά σμήνη θα αποτελούνταν από τέσσερα σμήνη των νέων δικινητήριων ελαφρών βομβαρδιστικών Bristol Blenheim IV και ένα Vickers Wellesley.
Η γαλλική δύναμη κρούσης θα αποτελούνταν από πέντε σμήνη των σύγχρονων Martin 167 Maryland, βομβαρδιστικών μεσαίου βεληνεκούς που είχαν ενισχυθεί με επιπλέον δεξαμενές καυσίμων. Οι Γάλλοι επιτελείς στη Συρία εκτιμούσαν ότι οι αεροδιάδρομοι στο Τζεζιρέ θα ήταν επιχειρησιακοί έως τα μέσα Μαΐου ενώ οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει ότι θα ενεργήσουν από τις αεροπορικές τους βάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μοσούλης.
Στις 10 Μαΐου, οι αεροφωτογραφίες του Μπάρτον που αφορούσαν τις εγκαταστάσεις στο Μπακού είχαν πλέον μετατραπεί σε επιχειρησιακό χάρτη στοχοθεσίας από τον επισμηναγό Ρόμπερτ Ίντρις Τζόουνς, που υπέγραψε την επιτελική του ανάλυση για πρώτη και τελευταία φορά. Στις 29 Μαΐου ο δεύτερος χάρτης στοχοθεσίας είχε ολοκληρωθεί και για το Μπατούμι. Το μόνο που απέμενε ήταν η εντολή εκτέλεσης.
Ευτυχώς τις εξελίξεις πρόλαβε η γερμανική εισβολή στη Γαλλία και η διαδοχή του Τσάμπερλεν από τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο οποίος και συγκαταλεγόταν σε εκείνους που αντιτίθεντο στην οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια θα προκαλούσε έναν βρετανόσοβιετικό πόλεμο. Όλη αυτή η επιχείρηση θα είχε παραμείνει στις υποσημειώσεις της Ιστορίας εάν τα ανωτέρω έγγραφα δεν συγκαταλέγονταν μεταξύ των άκρως απόρρητων του Ανώτατου Διασυμμαχικού Πολεμικού Συμβουλίου και του γαλλικού Γενικού Επιτελείου, τα οποία έπεσαν στα χέρια της 9ης μεραρχίας Panzer του Γερμανικού Στρατού όταν κατέλαβε την πόλη της Charite-sur-Loire στις 16 Ιουνίου.
Η γερμανική προπαγάνδα δεν μπορούσε να χάσει αυτή τη μοναδική ευκαιρία να «κερδίσει» πόντους έναντι των Σοβιετικών. Ένας από τους πρώτους λήπτες των επιχειρησιακών σχεδίων και ακριβών εκθέσεων στοχοθεσίας των Αγγλο-Γάλλων δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Στάλιν, ενώ εκτεταμένα αποσπάσματα των μυστικών αρχείων δημοσιεύθηκαν σε πρωτοσέλιδα δεκάδων γερμανικών εφημερίδων.
Ενδεικτικό της σημασίας που αποδόθηκε από τους εμπολέμους στα «ευρήματα» της Charit-sur-Loire είναι το γεγονός ότι τόσο ο μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας Ρ. Μπάτλερ όσο και ο ίδιος ο Χίτλερ αναφέρθηκαν στα σχέδια βομβαρδισμού του Καυκάσου σε αντίστοιχες ομιλίες τους στη Βουλή των Κοινοτήτων (11 Ιουλίου) και τη Reichstag (19 Ιουλίου).
Ο Μπάτλερ αφού διαβεβαίωσε τους σοβιετικούς ότι η Βρετανία δεν είχε πολεμικές προθέσεις, υπογράμμισε το γεγονός ότι «από την αρχή του πολέμου η βρετανική κυβέρνηση έπρεπε να προστατευτεί από τον κίνδυνο [της γερμανο-σοβιετικής συμμαχίας] κατά την κατάστρωση των στρατιωτικών της σχεδίων. Πέρα από την άμεση στρατιωτική βοήθεια, η σοβιετική κυβέρνηση μπορούσε να προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στη Γερμανία τροφοδοτώντας τη με πετρέλαιο από τον Καύκασο. Ήταν το καθήκον των Γενικών Επιτελείων να σχεδιάζουν εάν, υπό ορισμένες συνθήκες, θα ήταν δυνατόν να παρεμποδίσουμε την παραγωγή πετρελαίου από τις πηγές του Καυκάσου».
Στην ουσία για τους Βρετανούς το σχέδιο προσβολής του Καυκάσου είχε περισσότερο αποτρεπτική παρά καθαυτό επιχειρησιακή σημασία. Αποτελούσε μια έμμεση προειδοποίηση προς τον Στάλιν να περιορίσει το μέγεθος της οικονομικής του βοήθειας προς τον Χίτλερ, αλλά το ενδεχόμενο στρατιωτικής αντίδρασης του Λονδίνου αποτελούσε περισσότερο μπλόφα παρά αξιόπιστη απειλή τουλάχιστον κατά την εξεταζόμενη διετία, με τις ΗΠΑ ακόμη να απέχουν από την παγκόσμια σύρραξη.
Ο Χίτλερ στις 19 Ιουλίου ουσιαστικά προσπάθησε να παρουσιάσει τους γαλλοβρετανικούς σχεδιασμούς ως προάγγελο της βρετανικής επίθεσης στη Βαλκανική απευθυνόμενος ως επί το πλείστον στην κοινή γνώμη των έως τότε ουδέτερων κρατών και λιγότερο στους σοβιετικούς του «συμμάχους».
Σε τελική ανάλυση οι Σοβιετικοί φάνηκε ότι γνώριζαν με λεπτομέρειες τις κινήσεις και τις προθέσεις των γαλλικών και δευτερευόντως βρετανικών σχεδιασμών για την Υπερκαυκασία, αλλιώς δεν θα είχαν κινητοποιήσει στρατεύματα προς την κατεύθυνση της Κασπίας στις 6 Μαρτίου ούτε θα είχαν αποστείλει τον Βορονίσοφ στην περιοχή. Οι κοινοποιήσεις των Μπάτλερ και Χίτλερ ήταν ωστόσο χρήσιμες για το Κρεμλίνο αναφορικά με την προσπάθειά του να ασκήσει πιέσεις έναντι της Τουρκίας, κάτι που ο Μολότοφ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει κατά την ομιλία του στο 7ο συνέδριο του Ανώτατου Συμβουλίου της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Σοβιετικός ΥΠΕΞ σε μια προφανή προσπάθεια να προειδοποιήσει την Τουρκία αναφορικά με τις συνέπειες που θα είχε για την ίδια το να σταματήσει να τηρεί στάση ουδετερότητας, έκανε ονομαστική αναφορά την 1η Αυγούστου στα γαλλο-βρετανικά σχέδια, όπως παρουσιάζονταν από τη σύνοψη των εγγράφων της Charite-sur-Loire σε ένα γερμανικό Λευκό Βιβλίο. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι ο Χίτλερ ξαφνικά κέρδισε την εμπιστοσύνη των Σοβιετικών.
Τα σχέδια αυτά άλλωστε αποκάλυπταν χρήσιμα επιχειρησιακά δεδομένα που η ίδια η Λουφτβάφε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο μέλλον.
Εάν πέτυχε κάτι το Λευκό Βιβλίο των Ναζί ήταν να εξοπλίσει τη σοβιετική διπλωματία με ισχυρά επιχειρήματα προκειμένου να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Τουρκίας, που τη συγκεκριμένη περίοδο άρχισε πλέον να μεταστρέφεται προς την πλευρά του Άξονα σοκαρισμένη, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη, από την πτώση της Γαλλίας.
Το ανεδαφικό επιχειρησιακά αγγλογαλλικό σχέδιο
Εκτός από το τεράστιο γεωστρατηγικό κόστος που θα είχε για την εξέλιξη του πολέμου μια ενδεχόμενη αγγλογαλλική επιχείρηση κατά της σοβιετικής πετρελαϊκής βιομηχανίας, οι λεπτομέρειες του σχεδίου κρούσης προμήνυαν την τραγική αποτυχία του εγχειρήματος, όπως προκύπτει από την ανάλυση των επιτελικών σχεδίων από τον Ρόναλντ Κουκ της βρετανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και τον Ρόι Νέσμπιτ, σμηναγό της RAF κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στους εξής τέσσερις παράγοντες:
(α) Ο προβλεπόμενος όγκος βομβών ανά επιδρομή υπολογιζόταν περίπου στις 48.000 λίβρες (δηλαδή τους 21,74 τόνους), ήταν δηλαδή πολύ μικρότερος από τον απαιτούμενο όγκο πολεμοφοδίων για την ουσιαστική καταστροφή του Μπακού.
Οι σύμμαχοι είχαν υπερεκτιμήσει το επίπεδο διάβρωσης του εδάφους από την κάκιστη τεχνική παραγωγής πετρελαίου στην περιοχή με αποτέλεσμα να νομίσουν ότι απαιτούνταν «μπουρλότο» και όχι βομβαρδισμός. Είναι ενδεικτικό ότι στο Μπακού υπήρχαν περισσότερα από εβδομήντα διαφορετικά διυλιστήρια και δεκάδες διαφορετικές αποθήκες καυσίμων.
(β) Οι σύμμαχοι είχαν προφανώς υποτιμήσει την ικανότητα των 250 αντιεροπορικών όπλων που είχαν αναπτύξει οι Σοβιετικοί γύρω από το Μπακού, τα οποία θα μπορούσαν από μόνα τους να μειώσουν τον αριθμό των επιτιθέμενων.
Αν και η σοβιετική αεράμυνα δεν διέθετε στο μέτωπο παρά μόνο δύο μοίρες από τα απαρχαιωμένα 1-15’ και τα 1-16’ αεροσκάφη, νέα και βελτιωμένα μοντέλα όπως οι σειρές LA και LAGG θα μπορούσαν να αναλάβουν δράση περιπλέκοντας την κατάσταση για τους Αγγλο-Γάλλους.
Πέραν αυτού, κανείς δεν φάνηκε να λαμβάνει υπόψη του ότι οι Σοβιετικοί θα μπορούσαν να είχαν αγοράσει ή να είχαν προσφύγει οι ίδιοι στις υπηρεσίες της Λουφτβάφε. Σε αυτή την περίπτωση, τα μαχητικά τύπου Messerschmitt 109E θα «είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τα βρετανικά βομβαρδιστικά. Εάν τα γαλλικά Marylands χρησιμοποιούνταν για επιθέσεις την ημέρα, θα είχαν ανάλογη μοίρα».
(γ) Το μεγαλύτερο λάθος του Επιτελείου εντοπίζεται μάλιστα στον τομέα της πετρελαϊκής τροφοδοσίας των αεροπλάνων του. Όπως υπογραμμίζουν οι Κουκ και Νέσμπιτ: «Κατά την επίθεσή τους έναντι του Μπακού, τα Blenheims είχαν ένα περιθώριο ασφαλείας [καύσιμων] μόλις για 200 μίλια. Βίαιοι ελιγμοί αποφυγής γύρω ή πάνω από τον στόχο –όπως η επιτάχυνση κατά τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα ή η σπειροειδής περιστροφή– θα προκαλούσαν την ταχεία υπερθέρμανση και εμπλοκή των μηχανών. Θα προκαλούσαν επίσης την ταχύτατη κατανάλωση καυσίμων.
Πολλά από αυτά τα αεροσκάφη, που ξέφυγαν από τα αντιαεροπορικά πυρά και από τα αμυνόμενα μαχητικά, μάλλον δεν θα μπορούσαν [ελλείψει καυσίμων] να επιστρέψουν στη βάση τους στη Μοσούλη του Ιράκ: τα περισσότερα από αυτά θα είχαν συντριβεί στα ιρανικά βουνά».
(δ) Η αξιοπιστία των νυχτερινών βομβαρδισμών, ελλείψει ραντάρ και άλλων πιο εξελιγμένων μέσω στόχευσης, θα είχε απογοητευτικά αποτελέσματα που οι ιθύνοντες νόες του Επιτελείου δεν είχαν μπορέσει να προβλέψουν. Η επιτήρηση και η επιλογή της κατάλληλης χρονικής στιγμής για τον βομβαρδισμό γινόταν ακόμη κατά βάση μέσω της «οπτικής παρατήρησης» και διά της «πλοήγησης των άστρων» (sic: astro-navigation) εάν υπήρχε κατάλληλη ξαστεριά.
Στην αρχή του πολέμου, όπως υπογραμμίζουν οι Νέσμπιτ και Κουκ: «Μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό των βομβών που ρίχνονταν τη νύχτα έβρισκαν τους στόχους τους. Τα μικροσκοπικά φορτία βομβών των 400 κιλών που έφεραν τα Marylands θα είχαν μικρά αποτελέσματα εναντίον του Μπατούμι. Όσον αφορά δε τα αεροπλάνα που θα αποστέλλονταν για να βομβαρδίσουν το Γκρόζνι, κρυμμένο μέσα στα βουνά, είναι απίθανο ότι θα είχαν επιτύχει να το εντοπίσουν».
Εν ολίγοις, οι Σύμμαχοι και στάθηκαν τυχεροί – πολύ τυχεροί. Το ίδιο ίσως και η ανθρωπότητα από την τελική έκβαση του πολέμου. Όπως ξεκαθαρίζει ο μεταξύ των επικεφαλής της RAF Σερ Τζον Σλέσορ στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Central Blue», τα οποία εκδόθηκαν το 1956: «Το χαρακτηριστικό των συζητήσεων που εκ των υστέρων προκαλεί ανατριχίλα είναι κυρίως το ότι εξετάζαμε χωρίς ιδιαίτερο δισταγμό το ενδεχόμενο να εντάξουμε τη Ρωσία μεταξύ των ενεργών μας εχθρών».