Σε αντίθεση με άλλες χώρες, η Πολεμική Αεροπορία της Μεγάλης Βρετανίας, πιστή στις παραδόσεις και των δύο άλλων Κλάδων των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, είχε πάντοτε σε καιρό πολέμου ως στρατηγική την επιθετική δράση και όχι την παθητική αμυντική διάταξη.
Από την ίδρυσή της το 1918 η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Royal Air Force, RAF) διέθετε σκληρό και επίμονο επιθετικό πνεύμα. Οι εμπειρίες της από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν καθοριστικές.
Ως χώρα που περιβάλλεται παντού από θάλασσα και ως παραδοσιακή αποικιοκρατική δύναμη από τα βάθη της Ιστορίας, η Μεγάλη Βρετανία είχε μεγάλες απαιτήσεις από την αεροπορία της. Αν ήθελε να μην έχει προβλήματα, δεν μπορούσε να αρκεστεί στην άμυνα.
Έπρεπε να είναι σε θέση να πλήξει τον όποιο μελλοντικό αντίπαλο με ένα πολύ ισχυρό και σύγχρονο όπλο, ικανό να ταξιδέψει πολύ μακριά μέσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο και του οποίου η αποτελεσματικότητα να μην επηρεάζεται από τις συνθήκες μάχης, καιρού, φωτός και της ύπαρξης ή μη συνοδείας καταδιωκτικών.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, πολλά νέα αεροσκάφη παρουσιάστηκαν, σημειώθηκε ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη και, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’30, ήταν εμφανείς οι μεταβατικές τάσεις στα πολεμικά αεροσκάφη.
Το διπλάνο άρχιζε να δίνει σταδιακά τη θέση του στο μονοπλάνο και η τελειοποίηση του ραντάρ άλλαζε την τακτική χρήσης αλλά και τις δυνατότητες του αεροπορικού όπλου. Η εξέλιξη των καταδιωκτικών ήταν στην ημερησία διάταξη, όπως δείχνει ο μεγάλος αριθμός διαφορετικών τύπων που υπηρέτησαν αυτές τις κρίσιμες δεκαετίες.
Το βαρύ βομβαρδιστικό δεν έμεινε πίσω σε εξέλιξη, αν και ο σημαντικότατος ρόλος του δεν ήταν ακόμα τόσο εμφανής. Η διοίκηση της RAF όμως είχε αντιληφθεί πως, αν το καταδιωκτικό ήταν η ασπίδα, το ραντάρ τα μάτια, και η θάλασσα που περιέβαλε τη χώρα μια θεόσταλτη φυσική ασπίδα, τότε το ξίφος ήταν αναμφισβήτητα το βαρύ βομβαρδιστικό αεροσκάφος.
Kαι έπρεπε να καταβληθεί κάθε προσπάθεια αυτό να εξελιχθεί όσο περισσότερο γινόταν, ώστε, αν χρειαζόταν, να μπορεί να χτυπήσει τον αντίπαλο με πολύ μεγάλη δύναμη.
H απειλή της γερμανικής εισβολής το 1939 έκανε τους Βρετανούς να δώσουν προτεραιότητα στην ενδυνάμωση των μονάδων αεροπορικής δίωξης. Σαν αποτέλεσμα, μέχρι και το τέλος της Μάχης της Αγγλίας η έμφαση είχε δοθεί στην παραγωγή καταδιωκτικών για την αναχαίτιση των γερμανικών βομβαρδιστικών.
Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σεπτέμβριο του 1939, η RAF ήταν από τις λίγες αεροπορίες στον κόσμο που διέθεταν σε σημαντικό αριθμό βομβαρδιστικά αεροσκάφη, εξοπλισμένα με μηχανικά περιστρεφόμενους και ελεγχόμενους πυργίσκους με 2 έως 4 αμυντικά πολυβόλα.
Ηταν η εποχή που επικρατούσε ακόμα η θεωρία ότι, αν τα βομβαρδιστικά πετούσαν σε κλειστούς σχηματισμούς και διέθεταν επαρκή αριθμό πολυβόλων, θα μπορούσαν να αποκρούσουν τον κίνδυνο των εχθρικών καταδιωκτικών. Φυσικά η μετέπειτα εμπειρία απέδειξε ότι αυτό δεν ήταν σωστό, και οι πρώτες μεγάλες απώλειες στη διάρκεια της ημέρας ανάγκασαν τη RAF να καταφύγει αποκλειστικά και μόνο στους νυχτερινούς βομβαρδισμούς.
Το 1939 η Διοίκηση Βομβαρδιστικών της RAF (Βomber Command) ήταν γεωγραφικά κατανεμημένη σε πέντε μεγάλες περιοχές της Βρετανίας, σε καθεμία από τις οποίες υπήρχε μια μεγάλη αεροπορική Ομάδα ή Σώμα (Group) με Πτέρυγες (Wings) και Μοίρες (Squadrons), ιεραρχικά ενταγμένες σε αυτήν.
Οι δέκα Μοίρες της 1ης Ομάδας (Νο.1 Group) διέθεταν το μονοκινητήριο ελαφρό βομβαρδιστικό Fairey Battle, και αυτές μεταστάθμευσαν αμέσως στη Γαλλία για να σχηματίσουν την αεροπορική δύναμη του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.
Στην ουσία οι Βρετανοί δεν έχασαν και πολλά, αποχωριζόμενοι τα Battle, αφού τα τελευταία είχαν ούτως ή άλλως πολύ μικρή ακτίνα δράσης, πολύ μικρό φορτίο βομβών, τεχνολογικά ήταν σχεδόν απαρχαιωμένα και το βασικό τους σχέδιο ήταν ουσιαστικά μια αποτυχία.
Έτσι, ακόμα και αν τα κρατούσαν σε βρετανικό έδαφος, η χρησιμότητά τους θα ήταν μηδαμινή. Η 2η Ομάδα (Νο.2 Group) διέθετε επτά Μοίρες με δικινητήρια βομβαρδιστικά Bristol Blenheim IV, σημαντικά καλύτερα από τα Battle. Και αυτά έδρασαν αρχικά στο μέτωπο της Γαλλίας.
Η κύρια όμως επιθετική δύναμη αποτελούνταν από τρία μεγάλα αεροπορικά σώματα που διέθεταν μεσαίου τύπου βομβαρδιστικά. Το Νο.3 Bomber Group διέθετε έξι μοίρες Vickers Wellington, που το 1939 θεωρούνταν ως το πιο μοντέρνο και το βαρύτερα οπλισμένο βρετανικό βομβαρδιστικό. Το Νο.4 Group διέθετε έξι μοίρες από το παλαιότερο αλλά αξιόπιστο και με μεγάλη εμβέλεια Armstrong-Whitworth Whitley, το οποίο όμως ήταν κατάλληλο μόνο για νυχτερινές επιχειρήσεις λόγω της χαμηλής του ταχύτητας.
Τέλος το Νο.5 Group αποτελούνταν επίσης από έξι μοίρες που πετούσαν με Handley Page Hampden, και αυτό δικινητήριο, ελαφρύ αλλά σχετικά ταχύ βομβαρδιστικό.
Αξίζει να επισημανθεί ότι η RAF, τη χρονιά έναρξης του πολέμου, δεν διέθετε ακόμα ούτε ένα από τα βαριά τετρακινητήρια βομβαρδιστικά (Stirling, Halifax, Lancaster), τα οποία ήταν μεν στα «σκαριά», πλην όμως θα τα παραλάμβανε μετά τη λήξη της Μάχης της Αγγλίας (καλοκαίρι 1940)!
Οι πρώτες επιχειρήσεις εναντίον της Γερμανίας
Τη δεύτερη κιόλας ημέρα του πολέμου, κι ενώ η γερμανική μηχανή ήταν απασχολημένη με την Πολωνία, η RAF έστειλε Blenheim εναντίον του ναυπηγείου στο Wilhelmshaven και Wellington εναντίον του Brunsbuttel, με κύριο σκοπό να βυθίσουν μεγάλα γερμανικά πολεμικά πλοία που θα έβρισκαν αγκυροβολημένα εκεί.
Οι μικρού ύψους βομβαρδισμοί των Blenheim δεν πέτυχαν και σπουδαία πράγματα, ενώ πέντε αεροσκάφη έπεσαν χτυπημένα από αντιαεροπορικά πυρά και δύο Wellington καταρρίφθηκαν από Μesserschmitt Bf109E. Σίγουρα οι πρώτες απώλειες της RAF ήταν μια αρκετά πειστική απόδειξη των ικανοτήτων της Luftwaffe και της δυσκολίας των ημερήσιων βομβαρδισμών.
Το πρώτο μάθημα δεν ήταν αρκετό και οι Βρετανοί θα το ξαναζούσαν αρκετές φορές τους τελευταίους μήνες του 1939 με οδυνηρές συνέπειες. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ένα σμήνος Hampdens χτυπήθηκε από Bf109 και εξαφανίστηκε πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα στη διάρκεια αναγνωριστικής αποστολής.
Στις 3 Δεκεμβρίου ένας σχηματισμός από Wellington μόλις που γλίτωσε από τα πυρά Bf109. Στις 14 του ίδιου μήνα χτυπήθηκαν και κατέπεσαν άλλα πέντε Wellington πάνω από την Ελιγολάνδη. Τέσσερις μέρες μετά από μια αποστολή δεκάδων Wellington που στάλθηκαν να βομβαρδίσουν το ναύσταθμο Wilhelmshaven, καταρρίφθηκαν 12 και τα υπόλοιπα έφθασαν στις βάσεις τους χτυπημένα από Bf109.
Mεσολάβησαν οι επιχειρήσεις των Γερμανών στη Σκανδιναβία όπου η RAF δεν μπόρεσε να βοηθήσει, και τον Μάιο του 1940 άρχισε η γερμανική εισβολή σε Ολλανδία, Βέλγιο και Γαλλία. Οι εκεί βρετανικές δυνάμεις πολέμησαν ηρωικά, μεταξύ αυτών και τα πληρώματα των Blenheim και Βattle, αλλά η οπισθοχώρηση ήταν η μόνη επιλογή εξαιτίας της γερμανικής υπεροχής.
Mετά από αυτό, η RAF άρχισε να αλλάζει τους τακτικούς της στόχους με στρατηγικούς, βομβαρδίζοντας πιο βαθιά στο γερμανικό έδαφος. Βάσεις υποβρυχίων, συγκεντρώσεις επίγειων δυνάμεων και αποθήκες πετρελαίου ήταν οι πρώτοι της στόχοι.
Από τις πρώτες νυχτερινές επιδρομές της RAF, οι Γερμανοί δεν άργησαν να ενισχύσουν τη δύναμη των Bf109 με ειδικά εξοπλισμένα δικινητήρια Bf110 και Ju88C που δρούσαν ως εξειδικευμένα νυχτερινά καταδιωκτικά.
Το καλοκαίρι του 1940 και ενώ μαινόταν η Μάχη της Αγγλίας, πολλοί πίστευαν –και ακόμη πιστεύουν– πως η μάχη αυτή δόθηκε κυρίως από τα βρετανικά καταδιωκτικά και τα ηρωικά τους πληρώματα.
Όμως παραβλέπεται το γεγονός πως ταυτόχρονα και παράλληλα με τις ημερήσιες επιχειρήσεις περίπου 185 βρετανικά βομβαρδιστικά δεν γύρισαν στη βάση τους κατά τη διάρκεια νυχτερινών αποστολών, ενώ άλλα 57 Blenheim χάθηκαν στο φως της ημέρας.
Η κυριότερη συνεισφορά της διοίκησης βομβαρδισμού έγινε στις 25 Αυγούστου 1940 όταν βρετανικά αεροσκάφη βομβάρδισαν το Βερολίνο, παίρνοντας εκδίκηση για προηγούμενο βομβαρδισμό του Λονδίνου. Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, ο Χίτλερ άλλαξε τα σχέδιά του και επικεντρώθηκε στο βομβαρδισμό αγγλικών πόλεων.
Έτσι, ενώ η RAF είχε ήδη αρχίσει να γονατίζει κάτω από την πίεση της Luftwaffe, πήρε μια ανάσα μερικών εβδομάδων που αποδείχθηκε πολύτιμη για την κατασκευή των Spitfire και Ηurricane που της έλειπαν για να αντεπιτεθεί -όπως και έκανε- κερδίζοντας τελικά τη μάχη το φθινόπωρο του 1940.
Το Νοέμβριο του 1940, μετά την αποτυχία τους υπό το φως της ημέρας και ενώ η επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων» είχε αναβληθεί επ’ αόριστον, οι Γερμανοί άρχισαν και αυτοί τις νυχτερινές επιδρομές εναντίον της Αγγλίας με σποραδικές επιτυχίες, όπως τη νύχτα της 14ης Νοεμβρίου, όταν βομβαρδίστηκαν εργοστάσια στο Κόβεντρι. Μετά από μερικές εβδομάδες, οι Άγγλοι απάντησαν βομβαρδίζοντας νύχτα το Μανχάιμ, χωρίς επιτυχία όμως.
Μέχρι και το 1941, η τακτική της διοίκησης βομβαρδιστικών της RAF ήταν να στέλνει ταυτόχρονα σχετικά μικρούς σχηματισμούς αεροσκαφών σε διάφορους στόχους, έτσι ώστε να προκαλεί αφενός σύγχυση στην αντίπαλη αεράμυνα, αφετέρου ζημιές στα γερμανικά εργοστάσια σε μια πολύ ευρεία γεωγραφική έκταση.
Όμως ο μικρός αριθμός των βομβαρδιστικών, και μάλιστα τη νύχτα, δεν οδηγούσε σε θεαματικά αποτελέσματα, και με τον καιρό οι Γερμανοί συνήθισαν αυτή την τακτική και αμύνονταν καλύτερα, έτσι ώστε υφίσταντο συγκριτικά πολύ μικρές ζημιές στην παραγωγή τους.
Την ίδια χρονιά μαινόταν η μάχη του Ατλαντικού με τις νηοπομπές που ξεκινούσαν από την Αμερική για να εφοδιάσουν την Αγγλία να υφίστανται πίεση από τις επιδρομές των γερμανικών υποβρυχίων, αεροσκαφών Fw200 Condor και, λιγότερο, από τα γερμανικά πλοία επιφανείας. Έτσι η RAF κλήθηκε να χτυπήσει δύο πολύ συγκεκριμένους μεγάλους στόχους που ήταν τα ναυπηγεία των U-Boats και τα εργοστάσια παραγωγής των Fw200 στη Βρέμη.
Χρειάστηκε τότε να μπορούν να συγκεντρώνονται περισσότερα από 100 βομβαρδιστικά για μία και μόνο επιδρομή. Τότε έμπαιναν σε υπηρεσιακή χρήση τα πρώτα τετρακινητήρια Stirling και Halifax, από τα οποία όμως μόνο το δεύτερο ικανοποίησε, αφού το Stirling παρουσίαζε πολλά προβλήματα με τις κοντές του πτέρυγες (λόγω μιας προδιαγραφής που έλεγε ότι έπρεπε να χωράει στα προπολεμικά υπόστεγα!) και έτσι είχε χαμηλή επιχειρησιακή οροφή, ενώ οι καταπακτές του δεν χωρούσαν τις πολύ μεγάλες βόμβες.
Το 1941 πόλεις όπως το Αμβούργο και η Βρέμη άρχισαν να νιώθουν τη δύναμη 100 και πλέον βομβαρδιστικών ταυτόχρονα σε μια νύχτα και με συχνό, επαναλαμβανόμενο ρυθμό.
Στις 29 Ιουλίου 1941 η RAF έστειλε υπό το φως της ημέρας 100 αεροσκάφη να βομβαρδίσουν τα θωρηκτά Scharnhorst και Gneisenau, που πληροφορίες τα ήθελαν να βρίσκονται στη Βρέστη για επισκευές μαζί με το καταδρομικό Prinz Eugen. H αποστολή εξελίχθηκε σε πλήρη αποτυχία. Η ζημιά στα πλοία ήταν πολύ μικρή, ενώ χάθηκαν πολλά αεροσκάφη. Η επιχείρηση επαναλήφθηκε το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου με παρόμοια αποτελέσματα.
Προς στιγμήν επικράτησε η άποψη του Ναυτικού που επέμενε ότι τα βαριά βομβαρδιστικά της RAF έπρεπε να επικεντρωθούν στη μάχη του Ατλαντικού και όχι στους στόχους μέσα στη Γερμανία. Η στατιστική έλεγε ότι μόνο ένα βομβαρδιστικό στα έξι έβρισκε έναν ηπειρωτικό στόχο, ενώ για παράκτιους ή θαλάσσιους στόχους η αναλογία ήταν καλύτερη: ένα στα τρία.
O Sir Arthur Harris αναλαμβάνει δράση…
Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή, η διοίκηση βομβαρδιστικών πέρασε στα χέρια του πτέραρχου Sir Arthur Harris, ο οποίος ανέλαβε να αποκαταστήσει την πίστη των αξιωματικών της RAF σχετικά με το ότι τα βαριά βομβαρδιστικά μπορούσαν να πετύχουν πολύ περισσότερα από το να προστατεύουν νηοπομπές στον Ατλαντικό και να χτυπούν αγκυροβολημένα θωρηκτά ή υποβρύχια.
Ταυτόχρονα οι Βρετανοί είχαν εξελίξει μια πολύ προηγμένη ηλεκτρονική συσκευή εντοπισμού στόχων, που ονομάστηκε «GEE» και παράλληλα είχαν την παραγωγική ικανότητα να συγκεντρώνουν δυνάμεις της τάξης των 1000 βομβαρδιστικών σε μία και μόνο αποστολή, γεγονός που άλλαζε τα δεδομένα προσβολής ενός στόχου, με πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας.
Σαν πρόσθετο «μπόνους» στα τέλη του 1941, το Lancaster είχε αρχίσει να βγαίνει από τις γραμμές παραγωγής, προσφέροντας πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, τόσο στην πλοήγηση και τη μεγαλύτερη οροφή, όσο και στη δυνατότητα μεταφοράς βαρύτερων βομβών σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Τον Μάιο του 1942, ο Ηarris είχε καταφέρει να συγκεντρώσει όλα αυτά που χρειαζόταν για να ξεκινήσει τις μαζικές επιδρομές του. Πρώτος στόχος, η Κολωνία στις 30 Μαΐου. Μέχρι τότε τα βρετανικά βομβαρδιστικά εισέβαλαν το γερμανικό εναέριο χώρο αρκετά διασκορπισμένα, χωρίς καμία συνοχή, και κάθε πλοηγός έπρεπε να βρει μόνος του το στόχο.
Αυτή η τακτική όμως έδινε το πλεονέκτημα στα γερμανικά καταδιωκτικά να έχουν περισσότερες πιθανότητες αναχαίτισης, αφού κάθε γερμανική μοίρα είχε πολύ συγκεκριμένο τομέα ευθύνης και δράσης.
Αλλάζοντας το σκηνικό και στέλνοντας 1.000 βομβαρδιστικά να εισβάλουν πετώντας σε πολύ σφικτό σχηματισμό, οι πιθανότητες αναχαίτισης μειώθηκαν αισθητά, και στην πρώτη αποστολή χάθηκαν μόνο 41 αεροσκάφη, ποσοστό 3,8% της συνολικής δύναμης, πολύ μικρότερο από προηγούμενες απώλειες.
Η πρώτη αυτή επιδρομή λοιπόν στην Κολωνία ήταν επιτυχής και καθιέρωσε την εφαρμογή αυτής της μεθόδου από το βρετανικό στρατόπεδο.
Ακολούθησαν άλλες δύο τον Ιούνιο εναντίον του Essen και της Βρέμης, αλλά μόνο η δεύτερη ήταν αρκετά επιτυχημένη. Στην περίπτωση στο Εssen έγιναν λάθη στη ρίψη αναγνωριστικών φωτοβολίδων, ενώ η περιοχή είχε καλυφθεί από ομίχλη και χαμηλή νέφωση με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγάλη αστοχία.
Η επιδρομή στο Essen έγινε τη νύχτα της 1ης προς τη 2α Ιουνίου και συμμετείχαν 545 Wellington, 127 Ηalifax, 77 Stirling, 74 Lancaster, 71 Hampden, 33 Manchester (δικινητήρια μη πετυχημένη έκδοση που προηγήθηκε του Lancaster) και 29 Whitley.
Συνολικά 956 αεροσκάφη, από τα οποία καταρρίφθηκαν ή χάθηκαν από διάφορες αιτίες 31 – το 3,2% της συνολικής δύναμης (εκ των οποίων 15 Wellington, 8 Ηalifax, 4 Lancaster, και από ένα για τους υπόλοιπους τρεις τύπους που συμμετείχαν). Ταυτόχρονα, 48 Blenheim, καθώς και αεροσκάφη δίωξης και στρατιωτικής συνεργασίας βομβάρδιζαν γερμανικά αεροδρόμια με φτωχά αποτελέσματα (μόνο 10 αεροσκάφη βομβάρδισαν τελικά στόχους) και υπέστησαν 3 απώλειες.
Τον Μάρτιο του 1943 ο Harris επινόησε ένα νέο σχέδιο συγκεντρωμένης δράσης βομβαρδιστικών πάνω από βαριά βιομηχανικές περιοχές όπως το Ρουρ. Αυτή τη φορά ο Harris είχε στη διάθεσή του τρία νέα σημαντικά όπλα που διευκόλυναν το έργο των βομβαρδιστικών: τις ηλεκτρονικές συσκευές πλοήγησης και σκόπευσης «Oboe» και «H2S», καθώς και το επαναστατικό αεροσκάφος Μοσκίτο.
Tα Μοσκίτο έριχναν σχεδόν ανενόχλητα, χάρη στην πολύ υψηλή τους ταχύτητα, ειδικές φωτοβολίδες σκόπευσης με μεγάλη ακρίβεια πάνω από το στόχο που προηγουμένως είχαν ανιχνεύσει άλλα αεροσκάφη με τη συσκευή Oboe, ενώ το H2S ήταν ένα πρωτόγονο ραντάρ που έδινε στα βομβαρδιστικά μια καλή «εικόνα» του εδάφους που επρόκειτο να βομβαρδίσουν.
Στις 5 Μαρτίου οι συσκευές αυτές δοκιμάστηκαν με επιτυχία στο βομβαρδισμό του βιομηχανικού συμπλέγματος της Krupps στο Essen, παρά την ύπαρξη ομίχλης. Ωστόσο στην περιοχή του Ρουρ η Luftwaffe έδειξε τα δόντια της και την περίοδο 5 Μαρτίου έως 28 Ιουνίου 1943 σε 27 επιδρομές χάθηκαν 640 βρετανικά αεροσκάφη!
Ο Harris όμως δεν το έβαλε κάτω και οι Βρετανοί επιστήμονες του έκαναν ακόμα ένα δώρο με τη μορφή μιας νέας επινόησης: αποδείχτηκε ότι λεπτές λωρίδες μετάλλου που έπεφταν στον αέρα μπέρδευαν τα γερμανικά ραντάρ, τόσο των νυχτερινών καταδιωκτικών, όσο και των αντιαεροπορικών σταθμών εδάφους. Όμως αυτό (κωδικός Window) δεν χρησιμοποιήθηκε αμέσως διότι οι Άγγλοι φοβήθηκαν ότι οι Γερμανοί θα το αντέγραφαν και θα το χρησιμοποιούσαν στις δικές τους επιθέσεις πάνω από τη Βρετανία. Ετσι περίμεναν υπομονετικά μέχρι να εξελιχθεί το νέο ραντάρ Mk. X που ήταν απρόσβλητο από το Window και μόνο τότε χρησιμοποίησαν το νέο σύστημα σε μια γιγαντιαία επιχείρηση βομβαρδισμού του Αμβούργου. Αυτό έγινε στις 24 Ιουλίου 1943.
Τα γερμανικά ραντάρ «τυφλώθηκαν» από το Window, κι έτσι οι απώλειες των Βρετανών παρέμειναν ιδιαίτερα χαμηλές. Εκείνη τη νύχτα, λόγω των ειδικών εμπρηστικών βομβών που χρησιμοποιήθηκαν μαζί με εκρηκτικές, το Αμβούργο κάηκε σε μεγάλη έκταση και υπήρξαν πολλές ανθρώπινες απώλειες, θυμίζοντας τρομακτικές νύχτες όπως εκείνη του βομβαρδισμού της Δρέσδης και ιαπωνικών πόλεων τους τελευταίους μήνες του πολέμου.
Ο ίδιος ο Γερμανός υπουργός Εξοπλισμών και Πολεμικής Παραγωγής Άλμπερτ Σπέερ δήλωνε μετά τον πόλεμο πως, αν οι Βρετανοί είχαν τη δυνατότητα να επαναλάβουν την καταστροφή αυτή σε τρεις ή τέσσερις ακόμα γερμανικές πόλεις, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η Γερμανία δεν θα είχε πολλές εναλλακτικές λύσεις πέρα από τη συνθηκολόγηση, αν και αυτό μάλλον ήταν ουτοπία, δεδομένης της ιδιοσυγκρασίας του Χίτλερ…
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί είχαν ετοιμάσει τα δικά τους έξυπνα όπλα με τη μορφή των πυραύλων εδάφους-εδάφους V1 και V2. Παρά τις επιδρομές των Βρετανών από το καλοκαίρι του 1943 και ύστερα δεν στάθηκε δυνατό να ανακοπεί αυτή η προσπάθεια των Γερμανών. Το πυραυλικό τους πρόγραμμα δεν επηρεάστηκε σημαντικά και συνεχίστηκε, αν και τελικά δεν κατάφερε τίποτα το ουσιαστικό στην εξέλιξη των επιχειρήσεων…
Τη νύχτα της 18ης Νοεμβρίου του 1943 το Βερολίνο βομβαρδίστηκε ανηλεώς από 450 αεροσκάφη. Ως συνήθως, οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν πρώτα τα γρήγορα Μοσκίτο για να ξεγελάσουν τη γερμανική αεράμυνα. Καθώς τα Μοσκίτο πλησίαζαν προς το Βερολίνο, οι Γερμανοί κατάλαβαν πως ήταν μία μπλόφα και πως ο πραγματικός στόχος ήταν το Μανχάιμ, προς το οποίο πετούσε άλλη μία δύναμη 300 βομβαρδιστικών.
Έτσι, η κύρια δύναμη των 450 βομβάρδισε σχεδόν ανενόχλητη το Βερολίνο με μόνο 9 απώλειες, ενώ η δύναμη στο Μανχάιμ είχε 23 απώλειες αεροσκαφών. Ακριβώς τέσσερις μέρες μετά το Βερολίνο ξαναβομβαρδίστηκε από 630 αεροσκάφη, με 26 απώλειες, ποσοστό γύρω στο 4%, αποδεκτό, σύμφωνα με τα δεδομένα που αναλύσαμε πιο πάνω.
Μέχρι τον Μάρτιο του 1944 είχαν γίνει άλλες 15 κύριες επιδρομές, με συνολικό κόστος σχεδόν 500 βομβαρδιστικά, αλλά το Βερολίνο άντεξε, έστω και αν κατέληξε μια πόλη με πολλά ερείπια…
Η επιδρομή στη Λειψία, 19 Φεβρουαρίου 1944
Το Νοέμβριο του 1943 δημιουργήθηκε το περίφημο Νο.100 Σώμα Υποστήριξης (Βοmber Support Group) που είχε σκοπό τη δημιουργία αντιμέτρων στα γερμανικά ραντάρ με ειδικά εξοπλισμένα αεροσκάφη, τις επιδρομές εναντίον γερμανικών βάσεων νυχτερινών καταδιωκτικών με χρήση βομβαρδιστικών σε μικρό ύψος και, τέλος, τη συνοδεία των βομβαρδιστικών με καταδιωκτικά μεγάλου ύψους που θα αναχαίτιζαν τα επερχόμενα γερμανικά αεροσκάφη.
Από τους πιο σημαντικούς στόχους της 19ης Φεβρουαρίου 1944 ήταν το εργοστάσιο της Junkers στη Λειψία, τη μεγαλύτερη πόλη στην ομοσπονδία της Σαξονίας, με 750.000 κατοίκους, σε απόσταση 150 χλμ. νότια του Βερολίνου. Η ημερομηνία επιλογής τους στόχου συνέπιπτε με την έναρξη των μεγαλύτερων ημερήσιων επιδρομών της αμερικανικής 8ης Αεροπορικής Δύναμης από το έδαφος της Αγγλίας.
Για να παραπλανήσουν τη γερμανική αεράμυνα, και συνεπώς να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειές τους, οι Βρετανοί ετοίμασαν μια σειρά από επιθέσεις-μπλόφες.
Αρχικά, 50 Lancaster θα βομβάρδιζαν στόχους και θα έριχναν νάρκες στις ακτές της Βαλτικής για να στρέψουν τα γερμανικά νυχτερινά καταδιωκτικά της περιοχής επάνω τους. Ένας δεύτερος σχηματισμός από Μοσκίτο θα επιτίθετο στο Βερολίνο, υπονοώντας ότι αυτός θα ήταν ο κύριος στόχος.
Η κύρια δύναμη βομβαρδιστικών αρχικά θα κατευθυνόταν επίσης προς Βερολίνο για να ενισχύσει την εικόνα των Γερμανών ελεγκτών αεράμυνας, αλλά σε απόσταση 200 χλμ. από τη γερμανική πρωτεύουσα είχε εντολή να αλλάξει κατεύθυνση, αρχικά στρέφοντας δεξιά 45 μοίρες νοτιοανατολικά προς Δρέσδη και μετά σχεδόν 90 μοίρες πάλι δεξιά, με πορεία νότια-νοτιοδυτικά, προς τον πραγματικό στόχο που ήταν η Λειψία.
Ταυτόχρονα, τρίτος σχηματισμός από Μοσκίτο επιτίθετο στο Άαχεν και μια τέταρτη δύναμη Μοσκίτο βομβάρδιζε βάσεις γερμανικών καταδιωκτικών.
Τα γερμανικά νυχτερινά καταδιωκτικά, κυρίως Ju88G και Μe110G-4, υποβοηθούμενα και από μονοκινητήρια με ή χωρίς ειδικό εξοπλισμό νυχτερινής δίωξης, βρέθηκαν να δέχονται εσπευσμένα κλήσεις να αλλάξουν πορεία, καθώς δεν μπορούσαν να βρίσκονται παντού ταυτόχρονα! Ωστόσο, στη διάρκεια της πορείας της, η κύρια δύναμη δέχτηκε τα πυρά πολλών γερμανικών αεροσκαφών. Οι παραπλανητικοί ελιγμοί της το μόνο που κατάφεραν ήταν να μην έχουν οι Γερμανοί σαφή πρόβλεψη για το ποιος ήταν ο κύριος και τελικός στόχος των Βρετανών.
Έτσι η Λειψία βομβαρδίστηκε ανηλεώς από 730 αεροσκάφη που έριξαν 2.500 τόνους εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στο εργοστάσιο που κατασκεύαζε κινητήρες Jumo και τα Junkers Ju88G, τους πιο ικανούς διώκτες των βρετανικών βομβαρδιστικών!
Συνολικά οι απώλειες των Βρετανών στην επιδρομή της Λειψίας ήταν 75 αεροσκάφη έναντι 17 των Γερμανών. Οι Γερμανοί είχαν απογειώσει εκείνη τη νύχτα σχεδόν 700 καταδιωκτικά όλων των τύπων!
Έξι εβδομάδες αργότερα τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Σε μια επιδρομή εναντίον της Νυρεμβέργης, εφαρμόζοντας όμοιες τακτικές παραπλάνησης, ο Harris έχασε σχεδόν 100 βομβαρδιστικά που έπεσαν στο «στόμα του λύκου» με πανσέληνο και παντελή έλλειψη νεφών και ομίχλης! Ταυτόχρονα, ο βομβαρδισμός της πόλης ήταν μια πλήρης αποτυχία με τις βόμβες να ρίχνονται πολύ νωρίς προς απεμπλοκή από τον θανατηφόρο κλοιό των καταδιωκτικών…
Οι Γερμανοί προφανώς αυτή τη φορά είχαν καταλάβει τις προθέσεις των Άγγλων και, βοηθούντος του καιρού, το εκμεταλλεύτηκαν δεόντως…
Τον Απρίλιο του 1944 ο Αϊζενχάουερ, που ήταν ανώτατος διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων, έπεισε τον Harris να εγκαταλείψει προσωρινά τον βομβαρδισμό γερμανικών πόλεων και να επικεντρωθεί, σε συνδυασμό με τα βομβαρδιστικά της 8ης Αεροπορικής Δύναμης, σε πολύ πιο νευραλγικούς στόχους, όπως σιδηροδρομικούς κόμβους, στρατιωτικές εγκαταστάσεις και συστήματα ραντάρ.
Τον Μάιο του 1944 από έναν τέτοιο βομβαρδισμό καταστράφηκε ολοσχερώς μια πολύ σημαντική μονάδα εκπαίδευσης βαρέων αρμάτων μάχης με αναντικατάστατο έμπειρο προσωπικό. Mικρές λεπτομέρειες πού όμως μετρούσαν στο πεδίο της μάχης, όταν κάποια από τα δύσκολα Tigers και Panthers θα τα οδηγούσαν ελλιπώς εκπαιδευμένα πληρώματα…
Οι βομβαρδισμοί αυτοί συνέβαλαν τα μέγιστα στην επιτυχία της απόβασης στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944, καθώς κατέστρεψαν πολλούς κρίσιμους συγκοινωνιακούς κόμβους, γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές αλλά και πολύτιμες αποθήκες υλικού και γραμμές παραγωγής των Γερμανών.
Τη νύχτα 14 προς 15 Οκτωβρίου 1944, η RAF εξαπέλυσε τη μεγαλύτερη επίθεση εναντίον γερμανικών στόχων: 1.576 αεροσκάφη στην πόλη Duisburg, ρίχνοντας 4.547 τόνους βομβών.
Oι δυνατότητες των Lancaster είχαν αυξηθεί με την ικανότητα μεταφοράς βομβών όπως η Tallboy των 12.000 λιβρών και η Grand Slam των 22.000 λιβρών, όπλα κρίσιμα στην βύθιση του Τίρπιτζ και πολλών φραγμάτων αντίστοιχα (στην τελευταία περίπτωση από τη διάσημη Μοίρα Νο. 617 Dum Busters).
Oι τελευταίες επιχειρήσεις της Διοίκησης Βομβαρδιστικών έγιναν τον Μάρτιο του 1945 εναντίον του Βερολίνου και τον Απρίλιο με τη βύθιση του Admiral Scheer στο Κίελο και τον βομβαρδισμό διυλιστηρίων πετρελαίου στο Tonsberg. To Kίελο βομβαρδίστηκε άλλη μία φορά στις 2-3 Μαΐου από 303 βομβαρδιστικά με τρεις μόνο απώλειες. Ήταν η τελευταία αποστολή της διοίκησης βομβαρδισμού πριν τη συνθηκολόγηση.
Το κόστος των επιχειρήσεων
Και οι δύο πλευρές υπέστησαν τεράστιες απώλειες στη διάρκεια αυτού του είδους των επιχειρήσεων. Η διοίκηση βομβαρδιστικών της RAF έχασε 8.655 αεροσκάφη, ενώ άλλα 500 υπέστησαν ζημιές που δεν επισκευάζονταν.
Σε αυτά τα αεροσκάφη βρήκαν το θάνατο 47.000 άντρες των πληρωμάτων τους (το 67% των συνολικών απωλειών της RAF στη διάρκεια του Πολέμου) και άλλοι 4.200 τραυματίστηκαν. Η πιθανότητα επιβίωσης ήταν περίπου μία στις τρεις! Αντίθετα οι νεκροί από τα πληρώματα της USAAF στην Ευρώπη δεν ξεπέρασαν τις 30.000, αποδεικνύοντας πόσο πιο επικίνδυνες ήταν οι νυχτερινές αποστολές.
Μόνο τα πληρώματα των γερμανικών υποβρυχίων είχαν χαμηλότερο ποσοστό επιβιωσιμότητας. Ρίχτηκαν ένα εκατομμύριο τόνοι βομβών (για την ακρίβεια, 955.044 τόνοι) και, με τη βοήθεια των ημερήσιων βομβαρδισμών της USAAF (άλλο ένα εκατομμύριο από την 8η και την 15η Αεροπορική Δύναμη), η Γερμανία οδηγήθηκε με μαθηματική ακρίβεια προς τη συνθηκολόγηση, ουσιαστικά μέσα σε μερικούς μήνες…
Σχεδόν το 45% των στρατηγικών στόχων της RAF ήταν μεγάλες γερμανικές βιομηχανικές πόλεις. Το 14% ήταν συγκοινωνιακοί κόμβοι, το 13% αποστολές υποστήριξης στρατού ξηράς (άρματα, πυροβόλα, κλπ) και το 10% διυλιστήρια και αποθήκες καυσίμων.
Το υπόλοιπο 18% αφορούσε ναυτικούς και αεροπορικούς στόχους, καθώς και λοιπές στρατιωτικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Σε αντίθεση, οι στόχοι της USAAF ήταν 36% υποστήριξη στρατού ξηράς, 26% συγκοινωνιακοί κόμβοι, 13% καύσιμα και 10% αεροδρόμια και εργοστάσια αεροπορικής βιομηχανίας, με το υπόλοιπο 15% να αφορά πόλεις και ναυτικούς στόχους.
Οι Βρετανοί ακολούθησαν μια πολύ έξυπνη στρατηγική: μην έχοντας τη δυνατότητα να βομβαρδίζουν με το φως της ημέρας λόγω έλλειψης κατάλληλων καταδιωκτικών συνοδείας, ειδικεύτηκαν στη νύχτα, δυσκολεύοντας την αποστολή τους αλλά και περιορίζοντας δραστικά την ικανότητα αναχαίτισης των αντίπαλων καταδιωκτικών. Ήταν ίσως το πιο δύσκολο και το πιο επικίνδυνο είδος αεροπορικών επιχειρήσεων.
Xρειαζόταν πολύ θάρρος, θράσος και μια γενναία δόση ηρωισμού από πλευράς βρετανικών πληρωμάτων για να πετούν σε αποστάσεις 2.000 χλμ., χωρίς συνοδεία καταδιωκτικών, επί 6 ώρες, νύχτα, δεχόμενοι γύρω τους αντιαεροπορικά πυρά και με τα καταδιωκτικά να παραμονεύουν, καθώς και γερά νεύρα για να παραμένουν πάνω από το στόχο και μετά να παίρνουν το δύσκολο δρόμο της επιστροφής, με τους διώκτες τους να τους ακολουθούν.
Από τους 22 άντρες της διοίκησης βομβαρδιστικών που παρασημοφορήθηκαν με το ανώτατο παράσημο, το Σταυρό της Βικτώρια, οι δέκα το έλαβαν μετά θάνατον…
Ορισμένοι εκφράζουν ακόμα και σήμερα αμφιβολίες για αν ήταν ηθικά σωστός ο βομβαρδισμός αμάχων Γερμανών και τη καταστροφή ολόκληρων πόλεων, όπως η Δρέσδη, με απώλειες χιλιάδων πολιτών, λίγες εβδομάδες προ της συνθηκολόγησης. Όμως τη νύχτα δεν υπήρχαν τα μέσα για βομβαρδισμό στρατιωτικών στόχων με ακρίβεια.
Επίσης είχαν προηγηθεί σκληροί βομβαρδισμοί βρετανικών πόλεων. Σκοπός της καταστροφής κατοικημένων βιομηχανικών περιοχών ήταν να μειωθεί δραστικά το εργατικό δυναμικό των εργοστασίων μαζί με το ηθικό του, καθώς και να αχρηστευτούν οι εγκαταστάσεις ηλεκτρισμού, νερού και τροφίμων.
Ο πόλεμος έπρεπε να τελειώσει το συντομότερο δυνατό, πριν ο Χίτλερ αποκτήσει κάποιο όπλο αποφασιστικής σημασίας ή μπορέσει να ενισχύσει την άμυνα της Γερμανίας, σταματώντας την προέλαση των Συμμάχων που άρχισε με την απόβαση στη Νορμανδία.
Χωρίς το τελειωτικό χτύπημα, όπως αυτό της RAF στη διάρκεια της νύχτας, είναι αδύνατον να φανταστούμε πόσα περισσότερα θύματα θα είχαμε από τη συνέχιση της γερμανικής αντίστασης «μέχρις εσχάτων».
Όταν ο Χίτλερ εγκατέλειπε την αποτυχημένη επιχείρηση «Θαλάσσιος Λέων» το 1940 δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, αφήνοντας τους Άγγλους στην ησυχία του μεγάλου νησιού τους, θα εισέπραττε μερικά χρόνια αργότερα το τελειωτικό χτύπημα σαν «απάντηση»…
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.